Σάββατο 26 Μαΐου 2012

ΑΨΕΝΤΙ της Μικέλας Φερούση

http://www.onestory.gr/post/23253875885

_ΑΨΕΝΤΙ

της Μικέλας Φερούση *
.
«Μην το φοβάστε» τούς παρότρυνε ο Τουλούζ, «είναι η έμπνευσή σας κρυμμένη σ’ ένα μικρό πράσινο νεραϊδάκι…!»
Οι συνδαιτημόνες, σχεδόν κουφοί στο μέσο της βραδιάς από τη μουσική και τις ιαχές των εύπορων θαμώνων του Moulin Rouge, κοίταζαν με δέος αλλά και απορία το ποτήρι με το πράσινο υγρό. Για λίγα λεπτά έμειναν –υπνωτισμένοι λες και ήταν- να κοιτάζουν μια το ποτήρι και μια τον Τουλούζ. 
«Εγώ πάντως δεν έπαθα τίποτα! Φίλοι μου, βρισκόμαστε εν μέσω της μποέμικης επανάστασης που τόσο καιρό περιμέναμε. Όχι, δεν είμαι φανατισμένος, αλλά σας διαβεβαιώ πως, αν θέλετε να φροντίσετε για την υστεροφημία σας, πρέπει να το δοκιμάσετε!»
Ο Ρεμπό, παρόλο που ήταν ανοικτός σε νέες εμπειρίες,ομοφυλόφιλος και αναρχικός γαρ, εκείνο το βράδυ δίστασε. Ίσως να έφταιγε η προχωρημένη του ηλικία, ίσως και να μην ήταν αποφασισμένος να ρισκάρει για άλλη μια φορά…
Δεν ήταν μόνος του, άλλωστε. Μαζί του εκείνο το βράδυ ήταν και ο καλός του φίλος Βερλαίν, με τον οποίο είχαν μόλις επιστρέψει από τη σύντομη διαμονή τους στην Αγγλία. Ο Τουλούζ δεν επέμεινε, εφόσον παρατήρησε το Βερλαίν να κάνει ένα νεύμα στο Ρεμπό, ουσιαστικά απαγορεύοντάς του να πιει αυτό το πράγμα. Την πρώτη φορά που το είχε δοκιμάσει, το 1873, είχε φτάσει σε σημείο να τον χτυπήσει! Δεν ήθελε να το ξαναζήσει αυτό και ο ίδιος ο Αρθούρος δεν ήθελε να διακινδυνεύσει για άλλη μια φορά τη σχέση τους. 
Αφού συννενοήθηκαν με το βλέμμα, σηκώθηκαν νωχελικά από το τραπέζι και αποχώρησαν ευχαριστώντας τον Τουλούζ για τη βραδιά που τους προσέφερε.
Τώρα δεν είχαν απομείνει στο αριστοκρατικό τραπέζι παρά ο οικοδεσπότης και ο Ουάιλντ. 
«Από τότε που ο βλάκας ο Βαν Γκογκ έκοψε το αυτί του, έχουμε μπει όλοι σε μπελάδες» είπε ο Τουλούζ προσπαθώντας να κρατήσει στο τραπέζι τον τελευταίο εναπομείναντα καλεσμένο του.
«Βρήκαν αφορμή οι συντηρητικοί να απαγορεύσουν την κυκλοφορία κι έτσι αναγκάζομαι πλέον να το κουβαλάω μες το μπαστούνι μου. Αλλά όλοι ξέρουν κατά βάθος πως ο Βαν Γκογκ ήταν γενικά αλκοολικός, όπως κι εγώ, όπως κι εσύ φίλε μου.Δεν είναι τίποτε άλλο από μια ύπουλη επίθεση στο μποεμισμό. Κάποτε θα αποκαλυφθεί η πλάνη, πίστεψέ με…»
Ο Όσκαρ, τον κοίταξε με φιλική ειρωνία και έσυρε το ποτήρι προς το μέρος του. 
«Περίμενε, όχι έτσι!» αναφώνησε ο οικοδεσπότης. Έβγαλε από την τσέπη του κύβους ζάχαρης φυλαγμένους μέσα στο μαντήλι του και παρακάλεσε τη σερβιτόρα να του φέρει ένα κουταλάκι και κρύο νερό. Της υποσχέθηκε πως αν τα φέρει γρήγορα, θα της αφιέρωνε ένα πίνακα δικό του. Η σερβιτόρα, ζαλισμένη από την πιθανότητα να γίνει μοντέλο για ζωγράφο, επέστρεψε σε δευτερόλεπτα κρατώντας δύο κουτάλια –σε περίπτωση που της έπεφτε το ένα στο δρόμο- και μια μεγάλη κανάτα νερό.
«Θα σου δείξω, έχει κι αυτό την τελετουργία του…»
Ο Ουάιλντ παρέμενε καθισμένος και περίμενε καρτερικά να τελειώσει η προετοιμασία. Ο Τουλούζ σταθεροποίησε το κουταλάκι στα χείλη του ποτηριού και εναπόθεσε πάνω του έναν κύβο ζάχαρης. Έπειτα, έπιασε την κανάτα με το νερό και αργά-αργά διαπότισε τον κύβο, ώσπου η ζάχαρη να λιώσει, πέφτοντας μέσα στην πρώτη ύλη, ώστε να ενοποιηθεί πλήρως το μείγμα.
Ο Όσκαρ δεν τρόμαξε από το απόκοσμο χρώμα του ποτού. Ενώ αρχικά ήταν ένα πράσινο που δε μπορούσε να παρομοιάσει με τίποτα γνωστό στον κόσμο, τώρα είχε αρχίσει να γίνεται σα μέντα του πάγου. Κάπως έτσι φανταζόταν και τη γεύση του, και ήταν πέρα για πέρα λάθος.
«Φίλε μου, έχω την τιμή να σε καλωσορίσω στην κάστα των μποέμ, των ανθρώπων που με τις ιδέες τους θα αλλάξουν τον κόσμο! Για τη μύησή σου δε χρειάζεται τίποτα άλλο, εκτός από μια γουλιά αυτού του επίγειου θαύματος. Εύχομαι η πράσινη νεράιδα να σε ευλογεί και να κατευθύνει σωστά τους καλλιτεχνικούς σου δρόμους!»
Γέλασε, ως συνήθως, με σιγουριά για τον εαυτό του και έφερε το χείλος του ποτηριού κάτω από τη μύτη του. Τί περίεργο! Αυτό το υγρό με το τόσο έντονο χρώμα είχε και μια περίεργη μυρωδιά. Η όσφρηση τον είχε αφήσει τυφλό μπροστά σε αυτό που προσπαθούσε να καταλάβει με τη λογική. 
«Εμπρός, άσπρο πάτο!» προέτρεψε ο Τουλούζ με αδημονία.
Το κοίταξε για λίγα μόνο δευτερόλεπτα. Έπιασε το ποτήρι γερά και το ήπιε με σταθερό και γρήγορο ρυθμό, ακριβώς όπως έπρεπε. 
«Και τώρα;» αναρωτήθηκε καθώς δεν ένιωθε καμία επήρρεια διαφορετική από αυτή ενός κοινού αλκοολούχου σκευάσματος.
«Αυτό ήταν μόνο η αρχή. Για να νιώσεις το θαύμα, πρέπει να πιεις πολύ… έχεις πρόβλημα με αυτό;;» κάγχασε ο Τουλούζ.
«Πρωτάρηδες είμαστε;» απάντησε ο καλεσμένος κι έπιασε το ποτήρι για να ετοιμάσει πλέον μόνος του το θαυματουργό μείγμα.
Ο Τουλούζ τον παρατηρούσε με εμφανή θαυμασμό για το πόσο γρήγορα αφομοίωσε τη συνταγή αλλά και το ρυθμό με τον οποίο έσταζε το νερό πάνω από τη ζάχαρη. Έμοιαζε με μαθητευόμενο μάγο, έναν άριστο μαθητή, άξιο συνεχιστή της μποέμ κουλτούρας που η εποχή επέβαλε.
Η πόση συνεχίστηκε με φρενήρη ρυθμό έως το ξημέρωμα. Οι μουσικές σώπασαν, οι χορεύτριες εξαφανίστηκαν αφού είχαν επισκεφθεί το τραπέζι με τον λατρεμένο τους Τουλούζ  για να του δώσουν ένα τελευταίο φιλί και οι δυο συνδαιτημόνες ετοιμάστηκαν για αποχώρηση.
«Θες να σε πάω ως το διαμέρισμά σου;» ρώτησε ο Τουλούζ τον Όσκαρ.
«Όχι φίλε μου, σ’ ευχαριστώ πολύ αλλά νομίζω πως θα τα καταφέρω μια χαρά. Άλλωστε, δεν είμαι μόνος. Θα έχω παρέα μου και την πράσινη νεραιδούλα..!»
«Να προσέχεις. Σ’ευχαριστώ που ήσουν εδώ απόψε. Je te remercie, bonsoir.»
«Παρομοίως. Πες μου όμως κάτι. Τώρα που θα πάω σπίτι κι όλοι οι θόρυβοι θα έχουν εξαφανιστεί, τώρα που θα έχω συνείδηση, τί πρέπει να περιμένω;» ρώτησε καχύποπτα σχεδόν ο Όσκαρ.
«Συνείδηση; Αχ φίλε μου, με διασκεδάζεις όσο κανείς άλλος! Η μόνη συνείδηση που θα έχεις, είναι η έμπνευσή σου. Μην την αφήσεις να χαθεί. Και να θυμάσαι πάντα, το αψέντι σου δεν είναι το ναρκωτικό σου, αλλά η μούσα σου. Κοίτα να την εκμεταλλευτείς δεόντως!!»
«Θα το έχω υπ’ όψιν! Σ’ευχαριστώ και πάλι!»
Ο Όσκαρ φόρεσε τη μπέρτα του και βημάτισε ως την έξοδο του Moulin Rouge. Περιέργως, ένιωθε νηφάλιος, ούτε το βήμα του μπέρδευε, ούτε και την ομιλία του. Ζήτησε από τον πορτιέρη του μαγαζιού (Bienvenueur τον φώναζαν χαϊδευτικά, παραλλάσοντας τη φράση με την οποία καλωσόριζε τους ξενύχτηδες ) να του σταματήσει ένα ταξί. 
Μπήκε μέσα στο γυαλισμένο όχημα που πιο πολύ έμοιαζε με κάρο εξοπλισμένο με μηχανή στο κάτω μέρος της καρότσας, παρά με όχημα κανονικό. Ψιθύρισε στον οδηγό την οδό κατεύθυνσης και άφησε την πλάτη του να ξεκουραστεί στη μαλακή πλάτη του καθίσματος. Εξακολουθούσε να τα βλέπει όλα πεντακάθαρα, καμία ζαλάδα, καμία παρενέργεια. Για λίγο, αναρωτήθηκε μήπως ο Τουλούζ του είχε στήσει απόψε άλλη μια χοντρή πλάκα, απ’ αυτές που ο ίδιος συνήθιζε να κάνει στους άλλους.
Σχεδόν δεν κατάλαβε πότε έφτασαν. Κατέβηκε από το κάρο, πλήρωσε τον οδηγό 5 ολόκληρα φράγκα και περπάτησε προς την είσοδο. Είχε ήδη ανατείλλει ο γαλλικός ήλιος όταν καλημέρισε το θυρωρό. Ανέβηκε τα σκαλιά μέχρι το δεύτερο πάτωμα και μπήκε σπίτι.
Οι αχτίδες του ήλιου είχαν αιχμαλωτίσει όλο το ανατολικό μέρος του σπιτιού. Πήρε την αντίθετη κατεύθυνση και μπαίνοντάς στο υπνοδωμάτιο, πέταξε τη μπέρτα του στο πάτωμα. Κάθισε στο γραφείο του κοιτάζοντας τον τοίχο, προσπαθώντας να καταλάβει τί συνέβαινε. 
Η αλήθεια είναι πως δεν έβλεπε πουθενά την πράσινη νεράιδα, αλλά αυτό ίσως ήταν το μόνο που δεν έβλεπε. Γιατί αντί για τον τοίχο, εκείνος έμπαινε σ’ ένα δάσος, κι έπειτα στο πατρικό του όταν ήταν παιδί και μετά συναντιόταν με φίλους του που δε ζούσαν πια. Κι όλα αυτά μέσα σ’ έναν κυκεώνα εικόνων, κι όμως τόσο καθαρά!
Όχι, τον έλεγχο δεν τον είχε, αλλά μιας και ήταν μόνος και μέσα στο σπίτι του, αποφάσισε να αφεθεί. Άλλωστε, δε θα μπορούσε να συμβεί κάτι άσχημο…
Όταν οι φίλοι και τα δάση εξαφανίστηκαν, το μόνο που απέμεινε στο πλάνο ήταν ένα άγαλμα. Ένα άγαλμα ενός άντρα ψηλού και όμορφου, με λαμπερή στολή και γύρω του παιδιά να το θαυμάζουν.
Ο Όσκαρ άρχισε να καταλαβαίνει τώρα τί εννοούσε ο Τουλούζ. Δεν είχε παραισθήσεις, γι’ αυτό ήταν σίγουρος. Είχε έναν ολόκληρο κόσμο που ζούσε μπροστά στα μάτια του κι ανάσαινε ανάλογα με τις δικές του επιταγές.
Δεν έχασε χρόνο. Έβγαλε απ’το μικρό μπαουλάκι λευκές κόλλες, έκανε μια στοίβα δίπλα του κι έβαλε την πρώτη στη γραφομηχανή. Πήρε βαθειά ανάσα κι άρχισε να πατάει τα πλήκτρα χωρίς εμφανή ρυθμό, αλλά με μια σιγουριά που ποτέ πριν δεν είχε. 
«Ψηλά πάνω απ’ την πόλη, σε μια μεγάλη κολώνα, ορθώνεται το άγαλμα του ευτυχισμένου πρίγκηπα. Όλο το άγαλμα είναι σκεπασμένο με λεπτά φύλλα από υπέροχο καθαρό χρυσάφι, που λάμπουν και αστράφτουν σαν πορφυρένια λέπια.»
Ήταν μόλις η πρώτη παράγραφος αλλά ήδη τα δάχτυλά του δεν τα ένιωθε. Έγραφε απλά ό,τι έβλεπε μπροστά του και δεν πληκτρολογούσε εκείνος, αλλά κάποια άλλη δύναμη που είχε μπει μέσα στο μυαλό του και κινούσε τα δάχτυλα σα μικρές μαριονέτες. Συνέχιζε ακατάπαυστα παρόλο που είχε ιδρώσει, παρόλο που ο ήλιος είχε ανέβει στο κανονικό του ύψος –μόνο που δεν τον τύφλωνε, αλλά φώτιζε τις εικόνες του- συνέχιζε χωρίς να σκέφτεται τίποτε άλλο παρά μόνο τις φιγούρες των παιδιών και του χελιδονιού, του πρίγκηπα και της σουσουράδας, χωρίς να αντιλαμβάνεται την κατάληξη ή έστω τη χρησιμότητα.
Παρ’ όλ’ αυτά, συνέχισε. Τροφοδοτούσε τη γραφομηχανή με κόλλες και για πρώτη του φορά, δεν πέταξε καμία. Όλη του η ιστορία εκτυλισσόταν μονομιάς, δίχως εκείνος να διστάζει, δίχως να αλλάξει γνώμη για κάποιο κομμάτι, δίχως να θέλει να διορθώσει το παραμικρό από αυτά που έγραφε.
Ώσπου ένιωσε έπειτα από ώρες πως έφτασε επιτέλους στο τέλος:
«Πέτυχες απόλυτα στην επιλογή σου», είπε ο Θεός, «διότι μέσα στον κήπο μου, στον Παράδεισο, αυτό το μικρό πουλί θα τραγουδάει αιώνια, και μέσα στη χρυσαφένια πολιτεία μου ο Ευτυχισμένος Πρίγκηπας πάντα θα με δοξάζει.»
Δεν έμενε παρά ο τίτλος. Ούτε καν γι’ αυτό δε χρειάστηκε να παιδευτεί. Έβαλε ξανά την πρώτη κόλλα στη γραφομηχανή και τη σταθεροποίησε στο κενό που είχε αφήσει για να μπει ο τίτλος.
«Ο Ευτυχισμένος Πρίγκηπας»
Έβγαλε την κόλλα, τις τοποθέτησε όλες στη σειρά και ετοιμάστηκε να πέσει για ύπνο. Αν και δε συνέβη μέχρι τώρα, ήταν σίγουρος πως απόψε στα όνειρά του θα έβλεπε μόνο «πράσινες νεράιδες»….
.
**Οι πρωταγωνιστές δεν είναι άλλοι από τους: Ανρί ντε Τουλούζ-Λωτρέκ, Βίνσεντ Βαν Γκογκ, Αρθούρο Ρεμπώ, Πωλ Βερλαίν οι οποίοι ήταν γνωστοί θαυμαστές και πότες του αψέντι (eng.absinthe).
***Τα δύο βίαια περιστατικά που περιγράφονται αφορούν στις φήμες ότι ο Βαν Γκογκ έκοψε το αυτί του υπό την επήρρεια του αψέντι κι ότι το 1873 ο Βερλαίν, επίσης υπό την ίδια επήρρεια, τραυμάτισε το Ρεμπώ και καταδικάστηκε με φυλάκιση γι’ αυτή την πράξη.
****Το έργο που φέρεται να γράφει στο διήγημα ο Όσκαρ Ουάιλντ δεν είναι άλλο από τον «Ευτυχισμένο Πρίγκηπα» που δημοσιεύτηκε το 1888.
.
Η Μικέλα Φερούση γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Είναι πτυχιούχος του τμήματος Γαλλικής γλώσσας και φιλολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.  Έχει λάβει μέρος σε διημερίδες του Ευρωκοινοβουλίου Νέων με θεματική τα Μ.Μ.Ε. Ασχολείται με μεταφράσεις λογοτεχνικών κειμένων και έχει συμμετάσχει στις κάτωθι συλλογικές εκδόσεις: “Ένας μικρός, μεγάλος ανθρωπάκος” (διήγημα, εκδόσεις Black Duck, 2011) και “Αφωνία” (ποίημα, εκδόσεις Πνοές λόγου και Τέχνης, 2012).
[ twitter ] [ e-mail ]

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις