Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

Το Παλτό της Μαρίας-Ελένης Φραγκιαδάκη

http://www.onestory.gr/post/23123058481

_ΤΟ ΠΑΛΤΟ

της Μαρίας - Ελένης Φραγκιαδάκη *
.
Μετά από ένα μήνα αποφάσισε ότι ήρθε ο καιρός να μαζέψει τα ρούχα του από την ντουλάπα. Ήταν πλέον σε θέση να την αδειάσει. Το είχε σκεφτεί. Δεν ήθελε να κρατήσει κάτι αλλά δεν θα πετούσε τα ρούχα του παππού της.
Το καλύτερο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν να τα δωρίσει. Όλο και σε κάποιους θα χρησίμευαν.
Σε μια τσάντα τα πουκάμισα κι οι μπλούζες, σε άλλη τα παντελόνια και τα σακάκια. Και κάπου εκεί θαμμένο και το παλτό του. Είχε περάσει κι από κει ο χρόνος κι είχε αφήσει τα σημάδια του. Φθαρμένο, σχεδόν για πέταμα. Το έβγαλε προσεχτικά από την κρεμάστρα και το έφερε στη μύτη της. Θυμήθηκε πόσο πολύ το αγαπούσε ο παππούς της. 
Έφηβη ήταν όταν τον είχε προτρέψει να το πετάξει και να αγοράσει άλλο. Κι αυτός μόνο της χαμογέλασε και της εξήγησε γιατί ήταν τόσο σημαντικό απόκτημα.
«Ήταν καλοκαίρι», της είχε πει. «Το καλοκαίρι που σημάδεψε όχι μόνο την επαγγελματική μου σταδιοδρομία αλλά και ολόκληρη την ύπαρξή μου. Δεν μου έλειψε η θάλασσα, δεν επιθυμούσα τις παιδικές μου παρέες με τις σκανταλιές μας. 
Το μόνο που ήθελα ήταν να βρίσκομαι κοντά στον αρχαιολογικό χώρο των ανασκαφών. Κάθε μέρα που περνούσε έφερνε στην επιφάνεια του κόσμου που μέχρι πρότινος γνώριζα, ένα κόσμο άγνωστο ως προς εμένα όμως τόσο οικείο. Ένα κόσμο μυστηριακό, σπασμένο σε κομμάτια από πέτρα, από πηλό, από μέταλλο, από μια ζωή αλλοτινή που διψούσε να βγει στην επιφάνεια και να μοιραστεί τα μυστικά που κρατούσε τόσους αιώνες καλά φυλαγμένα. 
Ρουφούσα με όλες μου τις αισθήσεις το θαύμα που διαδραματιζόταν μπροστά μου. Την αποπνικτική ζέστη που ταλαιπωρούσε ευχάριστα τους ανασκαφείς. Τα επιφωνήματα χαράς και δικαίωσης του κάματου κάθε φορά που κάποιο εύρημα ερχόταν στην επιφάνεια. Την μυρωδιά που ανέδυε το ζωντανό χώμα σαν να ήθελε να ξεγλιστρήσει η άμμος από την κλεψύδρα του χρόνου και να σκορπίσει την αρχαία αλήθεια στα πέρατα του κόσμου.
Όταν βράδιαζε κι ήξερα ότι ήταν η ώρα που σταματούσαν οι ανασκαφές για να ξεκινήσουν με τον ίδιο κι ακόμα μεγαλύτερο ζήλο την επόμενη μέρα, ήταν η χειρότερη στιγμή για την παιδική μου ύπαρξη. Ήταν η στιγμή που έπρεπε να γυρίσω σπίτι. Και τότε πώς να με πάρει ο ύπνος το βράδυ; Έτσι είναι τα παιδιά πάντα κοριτσάκι μου, ανυπόμονα. Δεν γνωρίζουν από όρια, όρους και χρόνους. Όλα τώρα. Πώς να χωρέσει ύπνος σε ένα παιδί που ο λογισμός του έτρεχε πέρα από την εποχή του. Και μετά αν κάτι πήγαινε στραβά; Αν κάποιος ήθελε να καπηλευτεί τα ευρήματα; Το παιδικό μου μυαλό δεν μπορούσε να επιτρέψει κάτι τέτοιο. Έτσι ξεκίνησα τα βράδια να το σκάω από το σπίτι και κατέληξε αυτό το κομμάτι από ύφασμα να συντροφεύει έκτοτε όλο το φάσμα των ανθρώπινων συναισθημάτων μου.
Το καλοκαίρι έφτανε στο τέλος του και όταν πια ήρθε ο καιρός να επιστρέψουμε στη Θεσσαλονίκη, τα σχολεία θα άνοιγαν, όλα πάλι θα γύριζαν στους μονότονους ρυθμούς, ήμουν συντετριμμένος. Παρακαλούσα την μητέρα μου να μη φύγουμε ακόμα από το χωριό, να κάτσουμε λίγο ακόμα. Ανένδοτη. Μέχρι και να πάω στο σχολείο του χωριού της πρότεινα. Μάταια. Δεν κατάφερα να την πείσω. Έπρεπε να επιστρέψουμε το συντομότερο πίσω. Αποχαιρέτησα με δάκρυα στα μάτια τα ευλογημένα χώματα και έβαλα τους φύλακες να μου ορκιστούν ότι θα φυλάνε τα ευρήματα με τη ζωή τους.
Πέρασε ο Σεπτέμβρης, πέρασε κι ο Οκτώβρης κι είχε πια έρθει ο Νοέμβρης. Δεν άργησα να πάρω τότε τη πιο σημαντική απόφαση της ζωής μου. Έπρεπε να σιγουρευτώ για την ασφάλειά των ευρημάτων. Με το σχόλασμα έτρεξα να προλάβω το λεωφορείο για το χωριό. Δεν το είπα σε κανένα. 
Όταν έφτασα στον αρχαιολογικό χώρο μου φάνηκαν περισσότεροι οι ανασκαφείς κι ήταν όλοι τους τόσο ευτυχισμένοι, τόσο υπερήφανοι. Είχαν ήδη μεταφέρει προσεχτικά μεγάλο όγκο ευρημάτων κι ήταν η ώρα που θα σταματούσαν για να ξεκινήσουν πάλι ξεκούραστοι την επομένη. Στάθηκα δίπλα στους γνώριμους φύλακες και περίμενα να αδειάσει ο χώρος. Ίσως μου επέτρεπαν να περιπλανηθώ λίγο. Να μείνω μόνος μου με το παρελθόν, να το αφουγκραστώ σιωπηλά. Το κρύο βράδυ με βρήκε να περιφέρομαι προσεχτικά αγκαλιά με το παλτό του φύλακα. Δεν κατάλαβα πότε αποκοιμήθηκα, το μόνο που θυμάμαι είναι ότι είχα ξαπλώσει απάνω στο παλτό και χάιδευα το ταλαιπωρημένο χώμα.
Τον γαλήνιο ύπνο μου διέκοψαν δυνατές φωνές που όμως δεν ήμουν ακόμα σε θέση να αναγνωρίσω. Προς το μέρος μου τρέξανε δύο φύλακες κι από πίσω ξεπρόβαλλε εμφανώς ανήσυχη η μητέρα μου. Έσκυψε πάνω στο χώμα, πάνω στην απέραντη μήτρα, η μάνα, και με φίλαγε με δύναμη κλαίγοντας από ανακούφιση. Πόσο πρέπει να της είχε στοιχίσει αυτή η φυγή μου. Θυμάμαι ακόμα τα λόγια της: «τουλάχιστον έπρεπε να ‘χεις σκεπαστεί με το παλτό», μου είπε με αναφιλητά κι εγώ, παιδί, της απάντησα: «Έπρεπε να σκεπάσω το χώμα μαμά. Να μην κρυώνει».
Σε αυτό το άκουσμα με έσφιξε πιο δυνατά πάνω της κι έσκυψε πάνω μας ο φύλακας, τίναξε το παλτό και το τύλιξε προσεχτικά γύρω μου αφού πρώτα μου ψιθύρισε, «κράτησέ το μικρέ», στο αυτί». 
Έφερε στο μυαλό της τη φιγούρα του παππού. Χάιδεψε με στοργή πρώτα τα μανίκια και μετά την φόδρα λες και ήτανε κάτι εύθραυστο που στην παραμικρή απότομη κίνηση θα θρυμματιζόταν. Τώρα τα δάχτυλά της τελετουργικά άγγιζαν ένα ένα τα κουμπιά.
Έβαλε το παλτό σε μια τσάντα, πήρε και τα υπόλοιπα ρούχα κι έφυγε αθόρυβα από το σπίτι. Στο δρόμο για το αμάξι, άφησε τη τσάντα με το παλτό στον πιο κοντινό κάδο. 

Η Μαρία - Ελένη Φραγκιαδάκη γεννήθηκε το 1982 στην Αθήνα. Σπούδασε Κοινωνιολογία στην Κρήτη κι είναι μεταπτυχιακός Δημιουργικής Γραφής στη Φλώρινα. Πιστεύει ότι οι παρακάτω στίχοι του Τάσου Λειβαδίτη την εκφράζουν απόλυτα: 
«ο ουρανίσκος μου είναι ένα μικρό κοιμητήρι όπου σαπίζουν χιλιάδες ανείπωτα λόγια..» 
[ e-mail ]

σημ. Αν οι σύνδεσμοι δεν ανοίγουν κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις