Σάββατο 28 Ιουλίου 2012

Ρέιμοντ Τσάντλερ (1888 – 1959).


 Ρέιμοντ Τσάντλερ (1888 – 1959).

Ο Ρέιμοντ Τσάντλερ (1888 – 1959).Ο Ρέιμοντ Τσάντλερ γεννήθηκε στο Σικάγο. Ήταν επτά χρονών όταν ο αλκοολικός πατέρας του εγκατέλειψε την οικογένειά του. Η αγγλο-ιρλανδικής καταγωγής μητέρα του επέστρεψε μαζί με τον μικρό στην Αγγλία. Ο Τσάντλερ μεγάλωσε στο Ντάλγουιτς και σπούδασε αγγλική φιλολογία στο τοπικό κολλέγιο. Έλαβε κλασική παιδεία και φιλοδοξούσε να σταδιοδρομήσει ως συγκριτικός φιλόλογος. Παρακολούθησε επίσης οικονομικά μαθήματα σε κολέγιο της Γερμανίας, ενώ μελέτησε αρκετές ξένες γλώσσες, ανάμεσά τους  ελληνικά, αρμενικά και ουγγρικά. Μετά από μια σύντομη παραμονή στο Παρίσι, επέστρεψε στο Λονδίνο το 1907 και προσπάθησε χωρίς επιτυχία να βρει μια θέση στο δημόσιο. Η αποτυχία τον ώθησε να αφοσιωθεί στη συγγραφή.

Ο νεαρός Τσάντλερ έγραψε τουλάχιστον δέκα οκτώ ποιήματα, που διέπονται από κλασικισμό. Την εποχή που άρχισαν να διαφαίνονται τα πρώτα σημάδια του λογοτεχνικού μοντερνισμού, ο Τσάντλερ παρέμενε πιστός στον ρομαντισμό της εδουαρδιανής περιόδου, στοιχείο που επηρέασε καταλυτικά και τα κατοπινά αστυνομικά αφηγήματά του. Την ίδια εποχή συνεργάστηκε με αρκετές εφημερίδες (με την Daily Express και την Westminster Gazette, μεταξύ άλλων) ως ρεπόρτερ, αρθρογράφος, δοκιμιογράφος και βιβλιοκριτικός, και πάλι χωρίς επιτυχία. «Ήμουν εντελώς αποτυχημένος, ο χειρότερος που πέρασε ποτέ», θα παραδεχόταν αργότερα ο ίδιος. O Τσάντλερ «για ένα ολόκληρο τέταρτο του αιώνα τσιγκλούσε όλη την ώρα τη μούσα, πριν βρει τη δική του φωνή», σημειώνει ο ανανεωτής του γαλλικού αστυνομικού αφηγήματος (polar) Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ.

Το 1912 ο Τσάντλερ εγκαταστάθηκε στην Καλιφόρνια ∙ δυσκολεύτηκε όμως να προσαρμοστεί στον αμερικανικό τρόπο ζωής: ήταν ένας ρομαντικός Άγγλος διανοούμενος (αν και ο ίδιος απεχθανόταν τον όρο) ο οποίος, σύμφωνα με τα δικά του λόγια, δεν καταλάβαινε καλά-καλά τους ιδιωματισμούς της αμερικανικής γλώσσας. Βάλθηκε λοιπόν να μελετήσει σε βάθος την αμερικανική σλανγκ, άλλο ένα στοιχείο που έμελλε να χαρακτηρίσει την πρόζα του. Στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου υπηρέτησε στον Καναδικό Στρατό και έλαβε μέρος σε φονικές μάχες στο γαλλικό μέτωπο. Σε μία από αυτές, ήταν ο μόνος επιζών από τη μονάδα του, μια τραυματική εμπειρία την οποία χρησιμοποίησε για να διαμορφώσει τον χαρακτήρα του Τέρι Λένοξ, ήρωα του Μεγάλου αποχαιρετισμού.

Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ μετά τον πόλεμο, ασχολήθηκε με επιχειρήσεις και έγινε ανώτερο στέλεχος πετρελαϊκής εταιρίας. Το 1924 παντρεύτηκε την κατά δέκα οκτώ χρόνια μεγαλύτερη του Σίσι Πασκάλ. Ο ίδιος παραδέχεται ότι η σύζυγός του εξελίχτηκε στον πιο σκληρό και αδέκαστο κριτικό των έργων του. Στα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης, η εταιρεία στην οποία εργαζόταν, χρεοκόπησε. Ο Τσάντλερ στράφηκε ξανά στο γράψιμο και συνεργάστηκε με περιοδικά που δημοσίευαν λαϊκά αφηγήματα, τα οποία είχαν μεγάλη πέραση εκείνη την εποχή. Το πιο γνωστό ήταν το Black Mask. Στις σελίδες αυτών των περιοδικών συγγραφείς όπως ο Τσάντλερ διαμόρφωσαν την τυπολογία του νουάρ και του σκληρού αστυνομικού αφηγήματος (hard boiled). Σε τι συνίσταται αυτή η τυπολογία:
Το σκληρό αστυνομικό αφήγημα της δεκαετίας του 30 εισήγαγε τον νέο αστικό ρεαλισμό στην αστυνομική λογοτεχνία, στην οποία έως τότε κυριαρχούσε η κάπως αριστοκρατική ή ηθικοπλαστική οπτική της κλασικής αγγλοσαξονικής σχολής του είδους (whodunit: βρες το δολοφόνο). Όπως σημειώνει ο Τσάντλερ σε δοκίμιό του για τον Ντάσιελ Χάμετ, το noir και το hard boiled, πρώτον, παρέδωσαν ξανά το έγκλημα σ’ αυτούς που είχαν πραγματικά λόγο για να το διαπράξουν (στους παρίες, στους κοινωνικά αποκλεισμένους αλλά και στους διαπλεκόμενους με την πολιτική εξουσία) και, δεύτερον, επανατοποθέτησαν το έγκλημα στον φυσικό του χώρο: στην καρδιά του αστικού ιστού - σε αντίθεση, και πάλι, με την κλασική σχολή (Άγκαθα Κρίστι, Άρθουρ-Κόναν Ντόιλ κλπ.) όπου συνήθως τα εγκλήματα διαπράττονται από εκκεντρικούς χαρακτήρες σε απομονωμένες αγροικίες ή επαύλεις. Τόσο στη λογοτεχνία όσο και στον νουάρ κινηματογράφο δημιουργήθηκε ένα είδος νέου αστικού μελοδράματος (new urban melodrama). Η σκηνογραφία της μεγαλούπολης είναι αναπόσπαστο στοιχείο της τυπολογίας του. «Προτιμώ τη μεγάλη, πρόστυχη, βρώμικη, διεφθαρμένη πόλη», σημειώνει ο Τσάντλερ. Σ’ αυτό το σκηνικό από μπετόν και ατσάλι, σκιές και φώτα νέον, γεννήθηκε ένα νέο είδος μητροπολιτικού ήρωα ή πιο σωστά αντιήρωα, πάντα μοναχικού, με ευμετάβλητα προσωπικά όρια ηθικής ∙ ενός τύπου που ψάχνει ή τον γυρεύουν μπελάδες, οι οποίοι πάνε συνήθως χέρι-χέρι με μια μοιραία ξανθιά ή κοκκινομάλλα ∙ o ήρωας κινείται πάντα σ’ έναν υπόγειο κόσμο, σε στέκια όπου αποπνέουν κάπνα και μυρίζουν ξύλο και ουίσκι, ενώ ακούγεται ο ήχος του πιάνου, μπλουζάτα πνευστά και τύμπανα σε φρενίτιδα.

                  Ο Φίλιπ Μάρλoου ανακρίνει την Κάρμεν Στέρνγουντ.

Τον τύπο αυτού του ήρωα αντιπροσωπεύουν ιδανικά ο Φίλιπ Μάρλοου (που αρχικά εμφανίζεται ως Μάλορυ) του Τσάντλερ και ο Σαμ Σπέιντ του Ντάσιελ Χάμετ, τον οποίον ο Τσάντλερ αναγνωρίζει ως τον θεμελιωτή του είδους ∙ ο Χάμετ με τη σειρά του, αναφορικά με την τεχνική της εναγώνιας προσμονής (σασπένς), κάνει λόγο για μια γραμμή που έχει ως αφετηρία το Στρίψιμο της βίδας του πατριάρχη του νεότερου αμερικανικού αφηγήματος Χένρι Τζέιμς. Γράφει ο Τσάντλερ: «Δεν ανακάλυψα τη σκληρή αστυνομική ιστορία και ποτέ δεν έκρυψα την άποψη μου πως ο Hammett είναι εκείνος που αξίζει το μεγαλύτερο μέρος του επαίνου, αν όχι ολόκληρο (…) Ο Χάμμετ, σε αντίθεση με τους περισσότερους αστυνομικούς συγγραφείς, περιέλαβε ως τμήμα της δραματικής συνείδησης της αφήγησής του τη συνθήκη πως η δουλειά του ντετέκτιβ κι η δράση του μέσα στην πλοκή είναι από μόνη της μια δραστηριότητα-παραγωγής του μύθου.» (Ανδρέας Αποστολίδης, Τα πολλά πρόσωπα του αστυνομικού μυθιστορήματος, εκδ. Άγρα).

Αν όμως ο Τσάντλερ δεν επινόησε τη λογοτεχνία του hard boiled, τότε σίγουρα ήταν αυτός που την τελειοποίησε (τουλάχιστον όσον αφορά την προ-Τζέιμς Ελρόι εποχή). Το οφείλει και στον ήρωά του, τον Φίλιπ Μάρλοου. Εκεί όπου ο Σαμ Σπέιντ και, κυρίως, ο Κοντινένταλ Οπ του Χάμετ εμφανίζονται σκληροί κι ασήκωτοι, ο Μάρλοου καταφέρνει να δείχνει σκληρός αλλά και συγχρόνως ευάλωτος, γεγονός που του προσδίδει γοητεία. Επίσης, πάντα σε διάλογο με τους ήρωες του Χάμετ, ο Μάρλοου διαθέτει έναν πιο άκαμπτο προσωπικό κώδικά ηθικής, τον οποίο ουδέποτε παραβιάζει, ούτε ακόμα κι όταν παρασύρεται (πιο σωστά ξελογιάζεται) από μοιραίες γυναίκες όπως η Βίβιαν και η Κάρμεν Στέρνγουντ (στον Μεγάλο ύπνο) ή η Αϊλήν Ουέιντ και η Σίλβια Λένοξ (στον Μεγάλο αποχαιρετισμό). Στο τέλος ο ήρωας θα κάνει αυτό που έχει να κάνει και θα φύγει μόνος. Επιπλέον, στα βιβλία του Χάμετ ο υπόκοσμος συγκροτείται αποκλειστικά και μόνο από κακούς τύπους, ενώ στα όργανα του νόμου η διαφθορά παρουσιάζεται συχνά ως ενδημικό φαινόμενο. Στον Τσάντλερ τίθεται με διαφορετικό τρόπο το ζήτημα της ετερότητας. Παρά τον ηθικό του κώδικα, ο Μάρλοου αντιμετωπίζει με συμπάθεια τους τύπους του υποκόσμου, τους αισθάνεται οικείους παρότι τους αντιμάχεται. Ο επίσης σπουδαίος συγγραφέας αστυνομικών Ρος ΜακΝτόναλντ αποδίδει τη γοητεία του Μάρλοου στο δισυπόστατο του δημιουργού του: του Άγγλου ρομαντικού διανοούμενου σκακιστή που έγραφε σκληρές αστυνομικές ιστορίες: «Είναι αυτή η διπλή υπόσταση που κάνει τον Μάρλοου συναρπαστικό: η μάσκα του σκληρού ντετέκτιβ καλύπτοντας κατά το ήμισυ το ποιητικό και σατιρικό πνεύμα του Τσάντλερ. Ένα μέρος της απόλαυσής μας πηγάζει από το εσωτερικό παιχνίδι ανάμεσα στο πνεύμα του Τσάντλερ και τη φωνή του Μάρλοου.» (Ανδρέας Αποστολίδης, Τα πολλά πρόσωπα του αστυνομικού μυθιστορήματος, εκδ. Άγρα).

Η πρώτη έκδοση του "The Big Sleep" από τον εκδοτικό οίκο Alfred A. Knopf.

Ο Ίαν Ράνκιν σημειώνει: «Ο Μεγάλος ύπνος είναι μια ιστορία με σεξ, ναρκωτικά, εκβιασμούς και άτομα της υψηλής κοινωνίας και την αφηγείται ένας κυνικός, σκληρός άντρας, ο Φίλιπ Μάρλοου. Από μόνο του, το βιβλίο είναι το πρότυπο για το μεγαλύτερο μέρος της αστικής αστυνομικής λογοτεχνίας που ακολούθησε, όπως επίσης και πολλών σύγχρονων αστυνομικών θρίλερ του Χόλιγουντ. Αυτό που το κάνει να ξεχωρίζει από το σωρό, όμως, είναι η ποιότητα του μυαλού που το συνέλαβε. Η ικανότητα του Τσάντλερ στην αστυνομική λογοτεχνία φαίνεται στις ανατροπές της πλοκής, ωστόσο το μυθιστόρημα έχει τη μοιραία εξέλιξη μιας αρχαίας τραγωδίας…»

Εξώφυλλο του περιοδικού Black Mask.

Ο Ρέιμοντ Τσάντλερ δημοσίευσε ως το 1938 δέκα έξι ιστορίες στο περιοδικό Black Mask. Οι περισσότερες από αυτές έχουν συγκεντρωθεί στις συλλογές Νουάρ Ιστορίες Α και Β (Κέδρος, 2010 & 2011, μτφ. Αντώνης Καλοκύρης) ∙ ο τρίτος τόμος θα κυκλοφορήσει το 2013. Οι ιστορίες αυτές αποτέλεσαν τη βάση για τα μυθιστορήματα του, αρχής γενομένης με το The Big Sleep (1939, Ο Μεγάλος ύπνος, Κέδρος, 2010, μτφ. Φίλιππος Χρυσόπουλος). Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα: My Lovely (1940, Αντίο γλυκιά μου, Άγρα, 2009, μτφ. Ανδρέας Αποστολίδης), The High Window (1942, Το ψηλό παράθυρο, Άγρα, 1997, μτφ. Ανδρέας Αποστολίδης), The Lady in the Lake (1943, Η κυρία της λίμνης, Ερατώ, 1998, μτφ. Κωνσταντίνος Αργυρός), The Little Sister (1949, Η μικρή αδελφή, Κέδρος, 2002, μτφ. Αντώνης Καλοκύρης ), The Long Good-Bye (1954, Ο μεγάλος αποχαιρετισμός, Κέδρος, 2008, μτφ. Αντώνης Καλοκύρης) και Playback (1958, Πλεϊμπάκ, Κέδρος, 2005, μτφ. Αθανάσιος Ζάβαλος), όλα με πρωταγωνιστή τον Φίλιπ Μάρλοου.

Τα βιβλία του Τσάντλερ γνώρισαν μεγάλη εμπορική επιτυχία και προσέλκυσαν το ενδιαφέρον του Χόλιγουντ. Οι πρώτοι κινηματογραφικοί ήρωες που βασίστηκαν στο χαρακτήρα του Μάρλοου ήταν ο Τζορτζ Σάντερς και ο Λόιντ Νόλαν το 1942. Όμως, αδιαμφισβήτητα, ο απόλυτος Μάρλοου που πέρασε από τη μεγάλη οθόνη ήταν ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ (με άξια συμπρωταγωνίστρια-και-κάτι-παραπάνω τη Λορίν Μπακόλ) στην κινηματογραφική μεταφορά του Μεγάλου ύπνου από τον Χάουαρντ Χοκς (1946), σε σενάριο του Ουίλλιαμ Φώκνερ. Αργότερα τον Μάρλοου υποδύθηκαν ηθοποιοί όπως ο Τζέιμς Γκάρνερ και ο Ρόμπερτ Μίτσαμ (δύο φορές), ενώ, το 1973, στον Μεγάλο Αποχαιρετισμό ο σκηνοθέτης Ρόμπερτ Όλτμαν επιχείρησε (και πέτυχε) να διαθλάσει την περσόνα του Μάρλοου στο πρίσμα της καλιφορνέζικης Αντικουλτούρας του ’60, με πρωταγωνιστή τον Έλιοτ Γκουλντ.

Και ο ίδιος ο Τσάντλερ εργάστηκε στο Χόλιγουντ. Επιλεκτικά: το 1944 συνεργάστηκε με τον σκηνοθέτη Μπίλυ Γουάιλντερ στο σενάριο της ταινίας Double Indemnity, βασισμένο στο βιβλίο του Τζέιμς Κέιν (Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές), συγγραφέα που, σημειωτέον, απεχθανόταν ο Τσάντλερ ∙ το 1946 συνεργάστηκε με τον Τζορτζ Μάρσαλ στην ταινία The Blue Dahlia, για την οποία προτάθηκε για Όσκαρ Καλύτερου Σεναρίου ∙ το 1950, τέλος, στην ταινία Strangers on a Train, έστω και εν μέσω διαφωνιών, συγκρούσεων και αποχωρήσεων,  στο στούντιο συναντήθηκαν τρεις αξεπέραστοι στιλίστες του μυστηρίου: μυθιστόρημα της Πατρίτσια Χάισμιθ, σενάριο του Ρέιμοντ Τσάντλερ, σκηνοθεσία του Άλφρεντ Χίτσκοκ.
Ο Τσάντλερ, πάντως, ουδέποτε ένοιωσε άνετα στο περιβάλλον του Χόλιγουντ. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, κι ενώ είχε ήδη εκλεγεί πρόεδρος των Mystery Writers of America, υπέφερε από κατάθλιψη. Η υγεία του όλο και χειροτέρευε. Έφυγε από τη ζωή στις 26 Μαρτίου του 1959, έχοντας προλάβει να πλάσει,  όπως και ο Άρθουρ-Κόναν Ντόιλ πριν απ’ αυτόν,  έναν ήρωα αρχετυπικό.

Μάρλοου: «Έχω άδεια ιδιωτικού ντετέκτιβ. Εδώ και ορισμένα χρόνια μάλιστα ασκώ αυτό το επάγγελμα. Είμαι τύπος μοναχικός, άγαμος, πλησιάζω τα σαράντα και δεν είμαι πλούσιος. Έχω κάνει φυλακή περισσότερο από μία φορά και δεν αναλαμβάνω ποτέ διαζύγια. Μ’ αρέσει το αλκοόλ, μ’ αρέσουν οι γυναίκες, μ’ αρέσει το σκάκι και ορισμένα άλλα πράγματα…Είμαι ντόπιος, γεννήθηκα στη Σάντα Ρόζα, οι γονείς μου έχουν πεθάνει κι οι δύο, δεν έχω αδέλφια κι αν κάποιος με χτυπήσει από πίσω σ’ ένα σκοτεινό σοκάκι, κάτι που μπορεί να συμβεί σε οποιονδήποτε στο επάγγελμά μου, κανείς δεν θ’ ανησυχήσει, δεν θα αισθανθεί να φεύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια του.»

Μη στοιχηματίσεις ποτέ σ’ αυτό, ντετέκτιβ.  

Θανάσης Μήνας  


 «Ήταν γύρω στις έντεκα το πρωί, μέσα Οκτωβρίου, ο ήλιος ήταν κρυμμένος από τα σύννεφα και φαινόταν πεντακάθαρα ότι θα ξεσπούσε δυνατή βροχή στους πρόποδες των λόφων. Φορούσα το απαλό γαλάζιο κοστούμι μου, με σκούρο μπλε πουκάμισο, γραβάτα και μαντίλι στο πέτο, μαύρα χοντρά παπούτσια περιπάτου, μαύρες μάλλινες κάλτσες με σχέδια σκούρων ρολογιών. Ήμουν περιποιημένος, μπανιαρισμένος, ξυρισμένος και νηφάλιος, και δεν έδινα δεκάρα αν το πρόσεχε κάποιος ή όχι. Ήμουν όπως ακριβώς έπρεπε να είναι ένας καλοντυμένος ιδιωτικός ντετέκτιβ. Ήμουν έτοιμος να επισκεφθώ τέσσερα εκατομμύρια δολάρια.
Το κυρίως χολ της οικίας Στέρνγουντ ήταν ψηλό, με εξώστη. Πάνω από την είσοδο, που ήταν αρκετά μεγάλη ώστε να μπορεί να περάσει ένα κοπάδι από ινδικούς ελέφαντες, υπήρχε ένα μεγάλο βιτρό· έδειχνε έναν ιππότη με μαύρη πανοπλία που προσπαθούσε να σώσει μια λαίδη η οποία ήταν δεμένη σε ένα δέντρο και δε φορούσε ρούχα, αλλά είχε πολύ βολικά μακριά μαλλιά για να την καλύπτουν. Ο ιππότης είχε σηκωμένη την προσωπίδα του κράνους του από ευγένεια και έπαιζε με τους κόμπους των σκοινιών που έδεναν τη γυναίκα στο δέντρο, χωρίς να καταφέρνει να τους λύσει. Κοντοστάθηκα και σκέφτηκα ότι, αν έμενα σε αυτό το σπίτι, αργά ή γρήγορα θα ανέβαινα εκεί πάνω και θα του έδινα ένα χεράκι. Δεν έδειχνε να προσπαθεί πραγματικά.
Στο πίσω μέρος του χολ υπήρχε μια μπαλκονόπορτα, και στο βάθος φαινόταν μια μεγάλη άπλα από σμαραγδένιο γκαζόν και ένα άσπρο γκαράζ, μπροστά στο οποίο ένας λεπτός, μελαψός νεαρός, σοφέρ με μαύρες γυαλιστερές γκέτες ξεσκόνιζε ένα καστανοκόκκινο Πάκαρντ καμπριολέ. Πέρα από το γκαράζ υπήρχαν μερικά διακοσμητικά δέντρα που ήταν τόσο προσεκτικά κουρεμένα, λες και ήταν σκυλάκια κανίς. Πίσω από αυτά βρισκόταν ένα μεγάλο θερμοκήπιο με θολωτή σκεπή. Ύστερα έβλεπες κι άλλα δέντρα και από πίσω οι πρόποδες των λόφων σχημάτιζαν μια στιβαρή, ανισόπεδη, πλούσια γραμμή.
Στην ανατολική μεριά του χολ βρισκόταν μια σκάλα, στρωμένη με πλακάκια, που οδηγούσε σε έναν εξώστη με σιδερένιο κιγκλίδωμα και σε ένα άλλο βιτρό. Μεγάλες ξύλινες καρέκλες με στρογγυλεμένα κόκκινα βελούδινα μαξιλάρια ήταν τοποθετημένες στα άδεια σημεία του τοίχου. Δεν έδειχναν σαν να μην είχαν χρησιμοποιηθεί ποτέ. Στη μέση του δυτικού τοίχου βρισκόταν ένα μεγάλο άδειο τζάκι με μπρούντζινο κάλυμμα αποτελούμενο από τέσσερα φύλλα συνδεδεμένα με μεντεσέδες· πάνω από το τζάκι υπήρχε ένα μαρμάρινο γείσο με φτερωτούς έρωτες στις γωνίες. Πάνω από το γείσο κρεμόταν ένα μεγάλο πορτρέτο ζωγραφισμένο με λάδι, και πάνω από το πορτρέτο, μέσα σε μια γυάλινη κορνίζα, βρίσκονταν δύο διασταυρωμένα σημαιάκια του ιππικού τρυπημένα από σφαίρες ή φαγωμένα από σκόρο. Το πορτρέτο απεικόνιζε έναν αυστηρό συνταγματάρχη με πλήρη στολή της εποχής του Μεξικανικού Πολέμου. Ο αξιωματικός είχε ένα περιποιημένο μαύρο τριγωνικό μουσάκι, μαύρο τσιγκελωτό μουστάκι, φλογερά, μαύρα σαν κάρβουνο, μάτια, και γενικότερα την εμφάνιση ενός άντρα που θα σε ωφελούσε να τα έχεις καλά μαζί του. Σκέφτηκα ότι θα πρέπει να ήταν ο παππούς του στρατηγού Στέρνγουντ. Δεν μπορεί να ήταν ο ίδιος ο στρατηγός, μολονότι είχα ακούσει ότι ήταν πολύ προχωρημένης ηλικίας για να έχει δύο κόρες που ήταν ακόμη στην επικίνδυνη ηλικία των είκοσι.
Είχα ακόμη προσηλωμένο το βλέμμα μου στα φλογερά μαύρα μάτια, όταν άνοιξε μια πόρτα κάτω από τη σκάλα. Δεν ήταν ο μπάτλερ πάλι. Ήταν μια κοπέλα.
Ήταν γύρω στα είκοσι, μικροκαμωμένη και λεπτεπίλεπτη, άλλα έδειχνε σφριγηλή. Φορούσε ανοιχτόχρωμο μπλε παντελόνι που έδειχνε όμορφο πάνω της. Περπατούσε σαν να πετούσε. Τα όμορφα, καστανόξανθα, σπαστά μαλλιά της ήταν κομμένα πιο κοντά από όσο απαιτούσε η μόδα, με τις γυριστές αγορίστικες μπούκλες. Τα μάτια της είχαν το γκρίζο χρώμα του σχιστόλιθου και το βλέμμα της ήταν σχεδόν ανέκφραστο. Με πλησίασε και μου χαμογέλασε πλατιά, φανερώνοντας μικρά, κοφτερά δόντια αρπακτικού, λευκά σαν ψίχα φρέσκου πορτοκαλιού και γυαλιστερά σαν πορσελάνη. Έλαμπαν ανάμεσα από τα λεπτά, πολύ σφιγμένα χείλη της. Το πρόσωπό της ήταν χλομό και δεν έδειχνε πολύ υγιές.»
 Από το μυθιστόρημα Ο μεγάλος ύπνος του Ρέιμοντ Τσάντλερ (Κέδρος, 2010, μτφ. Φίλιππος Χρυσόπουλος).

«Δε με σημάδευε με το όπλο· απλώς το κρατούσε. Ήταν ένα αυτόματο μεσαίου διαμετρήματος, κατασκευασμένο στο εξωτερικό και σίγουρα ούτε Κολτ ούτε Σάβατζ. Με το ωχρό κουρασμένο πρόσωπο, τις ουλές, τον ανασηκωμένο γιακά, το χαμηλωμένο καπέλο και το όπλο ήταν σαν να ’χε βγει από κείνες τις παλιές, ζόρικες, γκανγκστερικές ταινίες.
«Θα με πας με το αμάξι σου στην Τιχουάνα για να πάρω την πτήση των δέκα και τέταρτο», είπε. «Έχω διαβατήριο και βίζα και το μόνο που μου λείπει είναι το μεταφορικό μέσο. Δεν μπορώ να πάρω τρένο, λεωφορείο ή αεροπλάνο απ’ το Λος Άντζελες για συγκεκριμένους λόγους. Νομίζεις ότι πεντακόσια δολάρια είναι λογική ταρίφα;»
Στεκόμουν στην πόρτα και δεν παραμέρισα για να περάσει.
«Πέντε κατοστάρικα συν το όπλο;» ρώτησα.
Το κοίταξε μάλλον αφηρημένα. Κατόπιν το έχωσε στην τσέπη του.
«Ίσως χρειαστεί για προστασία», είπε. «Δική σου, όχι δική μου».
«Έλα μέσα λοιπόν».
Έκανα στην άκρη κι εκείνος μπήκε παραπατώντας απ’ την εξάντληση και σωριάστηκε σε μια καρέκλα.
Το καθιστικό ήταν ακόμα σκοτεινό εξαιτίας των πυκνών θάμνων που η ιδιοκτήτρια είχε αφήσει να μεγαλώσουν έξω απ’ τα παράθυρα. Άναψα ένα πορτατίφ και πήρα τσιγάρο. Το άναψα. Γύρισα και τον κοίταξα. Ανακάτεψα τα μαλλιά μου, που ήταν ήδη ανακατεμένα. Φόρεσα το γνωστό κουρασμένο μου χαμόγελο.
«Τι διάολο μου συμβαίνει και χαραμίζω στο κρεβάτι ένα τόσο υπέροχο πρωινό; Ώστε δέκα και τέταρτο έτσι; Έχουμε πολύ χρόνο. Πάμε στην κουζίνα και θα μας φτιάξω καφέ».
«Ντετέκτιβ, έχω μπλέξει άσχημα».
Ντετέκτιβ _ πρώτη φορά μ’ έλεγε έτσι. Όμως ταίριαζε με την όλη του είσοδο, το ντύσιμο, το όπλο και τα λοιπά.
«Μας περιμένει μια υπέροχη μέρα. Ελαφρό αεράκι. Μπορείτε ν’ ακούσετε όλους αυτούς τους σκληροτράχηλους ευκαλύπτους στο δρόμο να ψιθυρίζουν μεταξύ τους. Μιλάνε για τα χρόνια τα παλιά, στην Αυστραλία, όταν κάτω απ’ τα κλαδιά τους χοροπηδούσαν καγκουρό και τα κοάλα έπαιζαν βαρελάκια. Ναι, νομίζω ότι λίγο πολύ κατάλαβα ότι έχεις μπλέξει. Ας μιλήσουμε γι’ αυτό αφού πρώτα πιω ένα δυο φλιτζάνια καφέ. Πάντα όποτε ξυπνάω είμαι λίγο ζαλισμένος. Πάμε για μια σύσκεψη με τον κύριο Νες και τον κύριο Καφέ».
«Άκου, Μάρλοου, δεν είναι ώρα για...»
«Μη φοβάσαι τίποτα, παλιόφιλε. Οι κύριοι Νες και Καφέ είναι απ’ τους καλύτερους. Ο νεσκαφέ αποτελεί έργο ζωής, είναι το καμάρι και η χαρά τους. Μια απ’ αυτές τις μέρες θα φροντίσω να τύχουν της αναγνώρισης που τους αξίζει. Μέχρι στιγμής το μόνο που έχουν καταφέρει είναι να βγάλουν λεφτά. Δε νομίζω να είναι ικανοποιημένοι μόνο μ’ αυτό».
Μετά την κεφάτη μου αγόρευση τον άφησα και πήγα στην κουζίνα στο πίσω μέρος του σπιτιού. Έβαλα να ζεστάνω νερό και πήρα την καφετιέρα απ’ το ράφι. Μέχρι να βράσει το νερό χρησιμοποίησα το δοσομετρητή για την κατάλληλη ποσότητα. Γέμισα το κάτω μισό του σκεύους και το έβαλα στη φωτιά. Από πάνω έβαλα το άλλο μισό και το έστριψα για να κλείσει καλά.
Τώρα πια είχε έρθει κι εκείνος στην κουζίνα. Έγειρε για λίγο στο κούφωμα της πόρτας κι έπειτα πήγε ως τον πάγκο για το πρωινό και κάθισε. Εξακολουθούσε να τρέμει. Απ’ το ράφι πήρα ένα μπουκάλι μπέρμπον και του έβαλα μια γουλιά σε ψηλό ποτήρι. Ήξερα ότι θα χρειαζόταν ψηλό ποτήρι. Ακόμα κι έτσι χρησιμοποίησε και τα δύο χέρια για να το φέρει στο στόμα. Κατάπιε, ακούμπησε με γδούπο το ποτήρι κάτω και τινάχτηκε απότομα προς τα πίσω, με αποτέλεσμα να χτυπήσει στην πλάτη της καρέκλας.
«Σχεδόν λιποθύμησα», μουρμούρισε. «Νιώθω λες κι έχω μείνει άυπνος μια βδομάδα. Δεν κοιμήθηκα καθόλου χθες βράδυ».
Ο καφές ήταν σχεδόν έτοιμος. Χαμήλωσα τη φωτιά και παρακολούθησα το νερό να φουσκώνει. Έμεινε για λίγο μετέωρο στο χείλος του γυάλινου κυλίνδρου. Δυνάμωσα τη φωτιά ίσα για να ξεπεράσει το χείλος κι αμέσως μετά τη χαμήλωσα ξανά. Ανακάτεψα τον καφέ και τον σκέπασα. Έβαλα το χρονόμετρο να χτυπήσει σε τρία λεπτά. Πολύ μεθοδικός τύπος αυτός ο Μάρλοου. Τίποτα δεν επιτρέπεται να παρεμβληθεί στην τεχνική παρασκευής του καφέ του. Ούτε καν ένα όπλο στο χέρι κάποιου απελπισμένου χαρακτήρα.
Του έβαλα ακόμα λίγο ποτό.
«Κάτσε εκεί», είπα. «Μην πεις λέξη. Απλώς κάτσε».
Κατάφερε να πιει το δεύτερο ποτό χρησιμοποιώντας το ένα χέρι. Πλύθηκα βιαστικά στο μπάνιο και επέστρεψα την ώρα που χτύπησε το χρονόμετρο. Έκλεισα τη φωτιά κι ακούμπησα την καφετιέρα σ’ ένα ψάθινο σουβέρ στο τραπέζι. Γιατί τόση έμφαση στη λεπτομέρεια; Επειδή η φορτισμένη ατμόσφαιρα έκανε ακόμα και τα μικροπράγματα να μοιάζουν με ολόκληρη παράσταση _ κάθε κίνηση έμοιαζε να ξεχωρίζει και να αποκτά τεράστια σημασία. Ήταν μία από εκείνες τις εξαιρετικά ευαίσθητες στιγμές όπου όλες σου οι αυτοματοποιημένες κινήσεις, ανεξάρτητα από τον καιρό που τις επαναλαμβάνεις, ανεξάρτητα από το πόσο τακτικά γίνονται, καταλήγουν αυτόνομες ενέργειες βούλησης. Μοιάζεις με κάποιον που μαθαίνει να περπατά αφού ξεπέρασε την πολιομυελίτιδα. Δε θεωρείς τίποτα δεδομένο, απολύτως τίποτα.»
Από το μυθιστόρημα Ο μεγάλος αποχαιρετισμός του Ρέιμοντ Τσάντλερ (Κέδρος, 2008, μτφ. Αντώνης Καλοκύρης). 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις