Τρίτη 10 Ιουλίου 2012

ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ του Κωστή Κυριακίδη *

http://www.onestory.gr/post/26686262549

_ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ


του Κωστή Κυριακίδη *
.
Δεν υπάρχεις. Είμαι σίγουρος ότι δεν υπάρχεις, αλλά συνεχίζω να σου μιλώ. Το έχω ανάγκη όμως. Το χρειάζομαι. Είμαι εξαρτημένος κι εσύ είσαι η δόση μου. Είτε υπάρχεις είτε όχι, πρέπει να μπείς μέσα μου. Πρέπει να σε καταπιώ. Να σε ρουφήξω, να σε καπνίσω ή να σε πιω. Δεν μ’ αρέσει να τρέμω. Σε κανέναν δεν αρέσει. 
Συνεχίζω να σου μιλώ, να σε ρωτώ για τα πάντα, τα μικρά και τα μεγάλα, τα πως και τα γιατί, κι ας μην παίρνω απάντηση, και ας μην ακούω τίποτα άλλο πέρα απ’ την δική μου φωνή. 
Πως γίνεται αλήθεια να μην υπάρχεις όταν έχεις κυριεύσει κάθε μόριο του μυαλού μου; Πως γίνεται να μην υπάρχεις όταν η μνήμη μου ξεχειλίζει τόσο από εσένα; 
Πίστευε και μη ερεύνα μας μάθανε στο σχολείο. Το θέλω πολύ, αλλά έχω να πάω χρόνια στην εκκλησία και δεν ξέρω αν με παίρνει. 
Γιατί δεν μιλάς; Με μια σου λέξη όλο το μυστήριο θα λυθεί, όλα θα ξαναγίνουν σωστά, η γη θα αρχίσει ξανά να γυρίζει. Δεν χρειάζεται καν να μου μιλήσεις, τώρα που το ξανασκέφτομαι. Ένα χάδι, στο μάγουλο, θα ήταν υπεραρκετό
Κάθομαι μπροστά στο τραπέζι του δωματίου κάτω από το μοναδικό φως ενός σχεδιαστικού λαμπατέρ και γράφω. Γράφω και συνεχίζω να της μιλώ. Πολλές φορές σταματώ γιατί φοβάμαι ότι χάνω την επαφή μου με την πραγματικότητα και δεν είμαι έτοιμος ακόμα γι’ αυτό. Τουλάχιστον, όχι μέχρι να μάθω την αλήθεια. Πρέπει να παραμείνω νηφάλιος κι αυτό είναι κάτι εξαιρετικά δύσκολο στην παρούσα στιγμή που χρειάζομαι απεγνωσμένα την δόση μου. 
Άλλες στιγμές πάλι, αφαιρούμαι, κοιτάζοντας την κορνίζα με την φωτογραφία της που βρίσκεται πάνω στο γραφείο, ακριβώς απέναντι μου. Με κοιτάζει χαμογελώντας αυτάρεσκα, λες και θέλει κάτι να μου ψιθυρίσει στ’ αυτί. Αδυνατώ να αντισταθώ στην παρόρμηση να ταξιδέψω στο παρελθόν, εκεί που υπάρχει σιγουριά και ζέστη. Η σκέψη μου βουτά σε έναν απέραντο ωκεανό αναμνήσεων, αγνοώντας τους κινδύνους που ελλοχεύουν. Είναι κάτι όμως πέρα απ’ τις δυνάμεις μου. Το χαμόγελο της με ναρκώνει, με υπνωτίζει, με καλεί επιτακτικά σε έναν άλλο κόσμο, έναν κόσμο μαγικό, παραμυθένιο, εκεί όπου δεν υπάρχουν ερωτήσεις, ακριβώς γιατί όλα είναι δεδομένα, απλά και κατανοητά, σχεδόν αυτονόητα. 
Ευτυχώς όμως, το επίμονο ερώτημα που έχει κατακλύσει το μυαλό μου, σαν βιολογικό ξυπνητήρι, με ξυπνά, με ταρακουνά και με επαναφέρει στο παρόν. 
Κάποιες φορές, μέσα στην ατελείωτη νύχτα με πιάνει πανικός κι απελπισία και ο τρόμος μιας ενδεχόμενης απώλειας ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μου, σαν μυθολογικό τέρας. Για πολλοστή φορά τηλεφωνώ στα νοσοκομεία, στην αστυνομία και όπου αλλού μπορεί να με κατευθύνει το ταραγμένο μυαλό μου. 
Κι άλλες φορές τέλος, στρέφω το βλέμμα μου στον καθρέφτη, με αποστροφή και περιφρόνηση, με αρκετές δόσεις αυτολύπησης και αηδίας. 
Κι έτσι, οι διακοπές είναι πολλές καθώς η νύχτα οδεύει προς την κορύφωση της και οι λέξεις στο χαρτί, λίγες και μετρημένες. 
Και όλα αυτά συμβαίνουν γιατί έχω μεγάλο πρόβλημα. Και το πρόβλημα μου αυτό είναι διπλό κι επομένως ακόμα μεγαλύτερο και δισεπίλυτο. Γιατί, για τον εξαρτημένο, είναι άλλο πράγμα να έχει χάσει απλά την δόση του και να ψάχνει να την βρει. Κι είναι άλλο τελείως να ξέρει ότι η δόση του έχει οριστικά τελειώσει και δεν υπάρχει άλλη κι ούτε θα υπάρξει ξανά ποτέ. 
Γιατί η δική μου η δόση, ήταν,… είναι ελπίζω ακόμα, η Ελένη. Κι έχει δυο μέρες και δυο νύχτες τώρα που την ψάχνω. Έφυγε προχθές το πρωί για την δουλειά της την ώρα που κοιμόμουν κι από τότε δεν την ξανάδα ούτε την ξανάκουσα. Το κινητό της δεν λειτουργεί. Και τα ρούχα της είναι στην ντουλάπα, περιμένουν την ώρα να αγκαλιάσουν ξανά το σφριγηλό, νεανικό της κορμί. Όλα είναι στην θέση τους, τίποτα δεν λείπει. Μια τρομερή τάξη, έτσι όπως την ήθελε πάντα στην ζωή της, μια τάξη που πάντα μου την έδινε στα νεύρα αλλά τώρα κοντεύει να με τρελάνει. Κι εγώ στην θέση μου είμαι…
Ο ιδιοκτήτης του καταστήματος στο οποίο δούλευε μου είπε ότι δεν είχε εμφανιστεί στην δουλειά της εδώ και δυο μέρες. Τους γονείς της δεν θα τους τηλεφωνούσα ποτέ, αρνιόταν πεισματικά να μου τους γνωρίσει, δεν τους επισκεπτόταν ποτέ και μιλούσε μαζί τους στο τηλέφωνο σπάνια. Ήταν φανερό ότι τους απεχθανόταν αν και ποτέ δεν κατάφερα να καταλάβω τους πραγματικούς λόγους αυτής της συμπεριφοράς. Τηλεφώνησα όμως στις φίλες της, καμιά τους δεν την είχε δεί, ούτε την είχε ακούσει τις τελευταίες μέρες. Καμιά τους επίσης δεν γνώριζε οτιδήποτε για πιθανά σχέδια εγκατάλειψης μου, καθώς και για προβλήματα που ενδεχομένως να υπήρχαν στην σχέση μας. Το μόνο που κατάφερα ήταν να τις ανησυχήσω και να τρομοκρατηθώ ο ίδιος ακόμα περισσότερο. Προσφέρθηκαν για τα πάντα τα κορίτσια, ήθελαν πραγματικά να με βοηθήσουν, αλλά τον σταυρό του ο καθένας θέλει να τον κουβαλάει μόνος του, δεν χρειάζεται παρέα ο πόνος. 
Λίγες ώρες απομένουν μόνο μέχρι να δηλωθεί η εξαφάνιση της στην αστυνομία, το σαρανταοχτάωρο εκπνέει το πρωί. 
Προσπαθώ να διώχνω τις μακάβριες σκέψεις απ’ το μυαλό μου αν και δεν είναι καθόλου εύκολο. Καμιά φορά βέβαια πιάνω τον εαυτό μου να φλερτάρει μ’ αυτές τις σκέψεις, ακόμα και να τις προσκαλεί ο ίδιος και τότε μπήγω απότομα στο πόδι μου το στιλό που κρατώ στα χέρια. Έχω ματώσει αλλά αδιαφορώ. Ο εσωτερικός πόνος δεν με αφήνει να ασχοληθώ με τα δευτερεύοντα. Αλλά υπάρχει λόγος σοβαρός που οι σκέψεις οι κακές βρίσκουν πρόσφορο έδαφος μέσα μου. Γιατί η ιδέα της συνειδητής εγκατάλειψης μου είναι ανυπόφορη, οδυνηρή και με τρομάζει περισσότερο κι απ’ τον ίδιο τον θάνατο. Κι είναι στιγμές που το μυαλό δεν αντέχει την σκέψη, την απορία, το μυστήριο, την αγωνία, τις συνεχείς ανακριτικές ερωτήσεις, τις αναδρομές στο παρελθόν και μπερδεύεται, λοξοδρομεί, χάνει τον προσανατολισμό και μπαίνει σε τούνελ και σε λαβύρινθους, ξεχνώντας όλα όσα γνώριζε μέχρι πριν, τις βάσεις και όλες τις σταθερές. Κατευθύνεται σε δρόμους που οδηγούν σε αδιέξοδα και το μόνο που εύχεται είναι να οδηγηθεί γρήγορα στον γκρεμό. Να τελειώνει το μαρτύριο μια ώρα αρχύτερα. 
Ακόμα μία σουβλιά στο πληγωμένο πόδι. Σκουπίζω το αίμα με μια πετσέτα και καθαρίζω με την ίδια πετσέτα το στιλό. Ακόμα μία απαγορευμένη σκέψη…
Δεν περίμενα ποτέ ένα τέτοιο δώρο στην ζωή μου. Κι ακόμα κι αν το περίμενα, πάλι απροετοίμαστος θα ήμουν. Το ότι ήρθες εσύ, πανέμορφη, έξυπνη, ευαίσθητη, τέλεια σε όλα, δίπλα σε μένα τον ασήμαντο, τον μέτριο σε όλα, σαν τον καφέ, μόνο ως μάννα εξ’ ουρανού θα μπορούσα να το εκλάβω. Με εξύψωσες, μου έδωσες αξία και υπόληψη, μου τόνωσες το ηθικό, την αυτοπεποίθηση, μου πρόσφερες τα πάντα. Πάντα γνώριζα όμως βαθιά μέσα μου ότι δεν είμαι ισάξιος σου, πάντα ένιωθα την κατωτερότητα μου και πάντα φυσικά είχα μέσα μου την φοβία ότι θα φύγεις, έτσι ξαφνικά, όπως ακριβώς εμφανίστηκες, σαν νεράιδα ή σαν ξωτικό. Κι αυτό τον φόβο ακριβώς αντιμετωπίζω τώρα. Μόνο που δυστυχώς δεν είναι ένας ακόμα εφιάλτης, απ’ τον οποίο θα απαλλαγώ εύκολα με το άνοιγμα των ματιών μου και με ένα γλυκό σου φιλί. Είναι η πραγματικότητα, ο παρόντας χρόνος, η αλήθεια. 
Θέλω να πιστέψω ότι ζείς, αλλά η λογική δεν βοηθάει. Κρέμομαι πραγματικά από μια κλωστή, γιατί δεν νομίζω ότι θα αντέξω την απώλεια σου. Όσοι βγαίνουν από την φυλακή, ορκίζονται σε ότι έχουν ιερό ότι δεν θα επιστρέψουν ποτέ ξανά πίσω. Για μένα φυλακή είναι η ζωή χωρίς εσένα κι όχι η απώλεια της ελευθερίας. Από την στιγμή που έζησα μαζί σου, δεν υπάρχει περίπτωση να μάθω να ζω ξανά χωρίς εσένα. Φυλακή…
Κι απ’ την άλλη, αν πιστέψω ότι ζείς, αυτό συνεπάγεται ότι μ’ έχεις εγκαταλείψει. Και με έναν τόσο σκληρό τρόπο. Χωρίς να αισθάνεσαι καν την ανάγκη να μου το πείς. Πως μπορεί άνθρωπος να πιστέψει κάτι τέτοιο ποτέ; Δεν θα ακύρωνε αυτόματα όλες τις όμορφες στιγμές, όλα τα συναισθήματα του, την κρίση του, την ίδια του την ζωή; Κι όμως, αυτό είναι ένα ενδεχόμενο και δυστυχώς δεν μπορεί να αποκλειστεί. Το γεγονός βέβαια ότι δεν το αποκλείω είναι σίγουρα ένα δείγμα της κατωτερότητας μου, της φοβίας αυτής που με κατατρέχει, της γνώσης που έχω βαθιά μέσα μου ότι σου αξίζει κάποιος πολύ καλύτερος από μένα
Ακόμα μια διακοπή. Κλείνω τα μάτια και καταφεύγω για μια ακόμα φορά στο παρελθόν. Πριν προλάβω όμως ούτε καν να πλησιάσω στον προορισμό μου, κάπου εκεί στον αέρα, μέσα στα σύννεφα, το ταξίδι διακόπτεται βίαια. Τι να’ ναι τάχα αυτός ο θόρυβος που ήχησε στ’ αυτιά μου σαν κεραυνός; Ανοίγω τα μάτια απότομα και καρφώνω το βλέμμα μου στην κλειδαριά της πόρτας. Μια στροφή, κι άλλη μία. Η πόρτα ανοίγει. Μπροστά μου, με σάρκα και οστά, η Ελένη. 
Δυο ώρες αργότερα, βρίσκομαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι, με τα μάτια ορθάνοιχτα. Είμαι ζαλισμένος ακόμα, το μυαλό μου δεν έχει καταφέρει να αφομοιώσει όλα όσα συνέβησαν τις τελευταίες ώρες. Τις εξηγήσεις της. Την συγγνώμη της. Τον παθιασμένο έρωτα που ακολούθησε. Σαν ρομπότ την άκουσα να μιλάει και σαν ρομπότ επίσης μπήκα μέσα της. Χωρίς συναίσθηση, χωρίς συναισθήματα. Χαμένος, αποστασιοποιημένος, ξένος. 
Δοκιμασία. Αυτό ήταν όλο. Μια δοκιμασία για την αγάπη μου προς αυτήν. Έτσι μου είπε τουλάχιστον. Δεν κατάλαβα τον λόγο κι ούτε νομίζω θα τον καταλάβω ποτέ. 
Ακούω την ανάσα της, μυρίζω το άρωμα της, κοιτάζω την αψεγάδιαστη ομορφιά της, την ώρα που κοιμάται ανέμελα. Την αγγίζω και ελαφρά στην γυμνή της πλάτη έτσι ώστε καμία από τις αισθήσεις μου να μην μείνει παραπονεμένη. Στη συνέχεια στρέφω ξανά το βλέμμα μου στο ταβάνι. Εκεί βρίσκονται όλες οι απαντήσεις, είμαι βέβαιος γι’ αυτό. 
Δοκιμασία; Ναι, δοκιμασία. Και πέτυχε απόλυτα τον σκοπό της. Πόσο δίκαιο είχε αλήθεια η γυναίκα που κοιμόταν δίπλα του! Πόσο πανέξυπνη ήταν! Το ταβάνι έδωσε την απάντηση. Όλα ξαφνικά απέκτησαν ουσία και νόημα, όλα έγιναν απλά και κατανοητά. 
Χαράζει. Η ώρα που θα ξεκινούσα για την Αστυνομία, για να δηλώσω την εξαφάνιση της, έχει φτάσει. Σηκώνομαι νωθρά από το κρεβάτι και φοράω τα ρούχα μου. Κάθομαι στην καρέκλα του πόνου, μπροστά στο γραφείο που πέρασα ατελείωτες ώρες το τελευταίο διήμερο. Πιάνω ξανά στο χέρι μου το ματωμένο στιλό και γράφω. Λίγο αργότερα ανοίγω την πόρτα και χωρίς να ρίξω ούτε μια ματιά πίσω μου, φεύγω από το σπίτι όσο πιο ήσυχα μπορώ. 
Όταν η γυναίκα ξύπνησε απ’ τον βαθύ και δίχως όνειρα ύπνο, αφού περιεργάστηκε με απορία το δωμάτιο, κατευθύνθηκε με αργές κινήσεις προς την κουζίνα. Έφτιαξε καφέ και ξάπλωσε ξανά στο κρεβάτι αφήνοντας το ποτήρι της στο κομοδίνο. Πήρε το κινητό της και σχημάτισε έναν αριθμό αλλά ακούστηκε ο ήχος ενός άλλου κινητού τηλεφώνου που βρισκόταν πάνω στο γραφείο. Με την ίδια βραδύτητα σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στο σημείο όπου ακουγόταν ακόμα ο ήχος του τηλεφώνου. Βρήκε ένα χαρτί πάνω στο γραφείο και το πήρε στα χέρια της. Πλημμυρισμένη από έκπληξη άρχισε να διαβάζει κι όσο προχωρούσε η έκπληξη μεταλλασσόταν σε αγωνία κι αργότερα σε τρόμο, όταν διάβαζε φωναχτά πλέον τις τελευταίες γραμμές.
Δυστυχώς η δική μου Ελένη δεν εμφανίστηκε ποτέ. Σε λίγη ώρα θα αναφέρω την εξαφάνιση της. Προσεύχομαι να την βρούν γρήγορα και να είναι καλά γιατί την αγαπώ όσο τίποτα στον κόσμο. Παίρνω κι εγώ τους δρόμους να την ψάξω, δεν αντέχω άλλο την αναμονή. 
Αλλά κι αν έχει πεθάνει οριστικά κι αμετάκλητα, θα ζεί πάντοτε μέσα στην μνήμη μου, αναλλοίωτη, αγέραστη, άφθαρτη απ’ τον χρόνο και την συνήθεια. Μέσα μου δεν θα πεθάνει ποτέ. Δεν ξέρω βέβαια αν θα τα καταφέρω χωρίς αυτήν. Κανένας εξαρτημένος δεν ξέρει αν θα καταφέρει να επιβιώσει χωρίς την δόση του. Δεν έχω άλλη επιλογή όμως απ’ το να προσπαθήσω
Η γυναίκα άφησε το χαρτί να πέσει στο πάτωμα και κατευθύνθηκε στην ντουλάπα. Όλα τα ρούχα του άντρα της βρίσκονταν εκεί. Οι τσάντες, οι βαλίτσες, τίποτα δεν έλειπε. Όλα στην θέση τους. Κι η ίδια, εκεί, στην θέση της, αποσβολωμένη, χαμένη, τρομαγμένη …
Μερικά λεπτά αργότερα κι αφού είχε ξαναδιαβάσει δύο φορές το ματωμένο χαρτί, σχημάτιζε στο κινητό της τηλέφωνο τον αριθμό της Αστυνομίας.
.
Ο Κωστής Κυριακίδης γεννήθηκε στην Καβάλα το 1976. Σπούδασε στην Ξάνθη Πολιτικός Μηχανικός και συνέχισε τις σπουδές του στο Μάντσεστερ της Αγγλίας. Ζεί και εργάζεται στην Καβάλα ως μηχανικός. Είναι πατέρας δύο παιδιών. Έχει εκδώσει ένα μυθιστόρημα, από τις εκδόσεις Μπαρμπουνάκη, το 1997, σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, με τίτλο Χωρίς Όραμα
[ facebook ] [ e-mail ]
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις