Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 30 Απριλίου 2018

Ο. ΕΛΥΤΗΣ " Η ΓΕΝΕΣΙΣ"


Ο. ΕΛΥΤΗΣ " Η ΓΕΝΕΣΙΣ"

ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ το φως Και η ώρα η πρώτη
που τα χείλη ακόμη στον πηλό
δοκιμάζουν τα πράγματα του κόσμου
Αίμα πράσινο και βολβοί στη γη χρυσοί
Πανωραία στον ύπνο της άπλωσε και η θάλασσα
γάζες αιθέρος τις αλεύκαντες
κάτω απ' τις χαρουπιές και τους μεγάλους όρθιους φοίνικες
Εκεί μόνος αντίκρισα
τον κόσμο
κλαίγοντας γοερά
Η ψυχή μου ζητούσε Σηματωρό και Κήρυκα
Είδα τότε θυμάμαι
τις τρεις Μαύρες Γυναίκες
να σηκώνουν τα χέρια κατά την Ανατολή
Χρυσωμένη τη ράχη τους και το νέφος που άφηναν
λίγο λίγο σβήνοντας
δεξιά Και φυτά σχημάτων άλλων
Ήταν ο ήλιος με τον άξονά του μέσα μου
πολυάχτιδος όλος που καλούσε Και
αυτός αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πριν
Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο άκοπος απ' τον ουρανό
Ένιωσα ήρθε κι έσκυψε
πάνω απ' το λίκνο μου
ίδια η μνήμη γινάμενη παρόν
τη φωνή πήρε των δέντρων, των κυμάτων:
«Εντολή σου» είπε «αυτός ο κόσμος
και γραμμένος μες στα σπλάχνα σου είναι
Διάβασε και προσπάθησε
και πολέμησε» είπε
«Ο καθείς και τα όπλα του» είπε
Και τα χέρια του άπλωσε όπως κάνει
νέος δόκιμος Θεός για να πλάσει μαζί αλγηδόνα κι ευφροσύνη.
Πρώτα σύρθηκαν με δύναμη
και ψηλά πάνω από τα μπεντένια ξεκαρφώθηκαν πέφτοντας
οι Εφτά Μπαλτάδες
καταπώς η Καταιγίδα
στο σημείο μηδέν όπου ευωδιάζει
απαρχής πάλι ένα πουλί
καθαρό παλιννοστούσε το αίμα
και τα τέρατα έπαιρναν την όψη ανθρώπου
Τόσο εύλογο το Ακατανόητο
Ύστερα και οι άνεμοι όλοι της φαμίλιας μου έφτασαν
τ' αγόρια με τα φουσκωμένα μάγουλα
και τις πράσινες πλατιές ουρές όμοια Γοργόνες
και άλλοι γέροντες γνώριμοι παλαιοί
οστρακόδερμοι γενειοφόροι
Και το νέφος εχώρισαν στα δύο Και αυτό πάλι
στα τέσσερα
και το λίγο που απόμεινε φύσηξαν και ξαπόστειλαν
στο Βορρά
Με πλατύ πάτησε πόδι στα νερά και αγέρωχος ο μέγας
Κούλες
Η γραμμή του ορίζοντα έλαμψε
ορατή και πυκνή και αδιαπέραστη
ΑΥΤΟΣ ο πρώτος ύμνος.

Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

ΧΑΛΙΛ ΓΚΙΜΠΡΑΝ "ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ!"

Αποτέλεσμα εικόνας για ΠΙΝΑΚΑΣ makovsky, Playing Children

ΧΑΛΙΛ ΓΚΙΜΠΡΑΝ "ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ!"


Τα παιδιά σου δεν είναι παιδιά σου

Είναι οι γιοι και οι κόρες της λαχτάρας της Ζωής για τη Ζωή.

Δημιουργούνται διαμέσου εσένα, αλλά όχι από σένα

Κι αν και βρίσκονται μαζί σου, δε σου ανήκουν.

Μπορείς να τους δώσεις την αγάπη σου, αλλά όχι τις σκέψεις σου

Αφού ιδέες έχουν δικές τους.

Μπορείς να δίνεις μια στέγη στο σώμα τους, αλλά όχι και στις ψυχές τους

Αφού οι ψυχές τους κατοικούν στο σπίτι του αύριο

που εσύ δεν πρόκειται να επισκεφτείς ούτε και στα όνειρά σου.

Μπορείς να προσπαθήσεις να τους μοιάσεις

αλλά μη γυρέψεις να τα κάνεις σαν εσένα

Αφού η ζωή δεν πάει προς τα πίσω ούτε ακολουθεί στο δρόμο του το χτες

Είσαι το τόξο από το οποίο τα παιδιά σου

ωσάν ζωντανά βέλη ξεκινάνε για να πάνε μπροστά.

Ο τοξότης βλέπει το ίχνος της τροχιάς προς το άπειρο

και κομπάζει ότι με τη δύναμή του

τα βέλη του μπορούν να πάνε γρήγορα και μακριά.

Άς χαροποιεί τον τοξότη ο κομπασμός του

Αφού ακόμα κι αν αγαπάει το βέλος που πετάει

έτσι αγαπά και το βέλος που μένει στάσιμο.”

ΠΙΝΑΚΑΣ makovsky, Playing Children

Σάββατο 7 Απριλίου 2018

Μελισσάνθη (Ήβη Κούγια – Σκανδαλάκη) 07/04/2015



Μελισσάνθη (Ήβη Κούγια – Σκανδαλάκη) 07/04/2015
Το πρόσωπο της ημέραςistorikos Μία σημαντική ποιήτρια, λιγότερο γνωστή στους…
istorikoiperipatoi.gr

  Μία σημαντική ποιήτρια, λιγότερο γνωστή στους λογοτεχνικούς κύκλους αλλά με σημαντική συμβολή στην μεσοπολεμική ποίηση, γεννάται στις 7 Απριλίου 1907. Η Ήβη Κούγια-Σκανδαλάκη έγινε γνωστή με το ψευδωνύμιο Μελισσάνθη. 

      Γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε γαλλική και γερμανική φιλολογία στο Γαλλικό Ινστιτούτο και στην Abendschule Αθηνών. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και καθηγήτρια γαλλικών. Ασχολήθηκε με την ποίηση και το 1930 εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή (Φωνές εντόμου). Ακολούθησαν άλλες έξι. Κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας της τιμήθηκε[1] με τον έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών (1936), με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1965), με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976), με το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη κ.α. Έφυγε από την ζωή στις 9 Νοεμβρίου 1990, χτυπημένη από την επάρατη νόσο. 


\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\


 

Σάββατο 24 Μαρτίου 2018

Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης Ὁ Σαμουὴλ

Η Maria Dimitriou κοινοποίησε μια παλιότερη δημοσίευση.

Φωτογραφία του Roumpakis Yiannis.
Μέρες που είναι λέω να ξαναδιαβάσω αυτό εδώ:

Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης Ὁ Σαμουὴλ
-Καλόγερε, τί καρτερεῖς κλεισμένος μὲς στὸ Κούγκι;
Πέντε νομάτοι σόμειναν - κ' ἐκεῖνοι λαβωμένοι!
Κ'εἶναι χιλιάδες οἱ ἐχθροὶ ποὺ σ' ἔχουνε ζωσμένον!
Ἔλα νὰ δώσης τὰ κλειδιά, πέσε νὰ προσκυνήσης,
κι ἀφέντης ὁ Βελήπασας δεσπότη θὰ σὲ κάμη!
Ἔτζι ψηλὰ ἀπὸ τὸ βουνὸ φωνάζει ὁ Πήλιο Γκούσης…
Κλεισμένος μὲς στὴν ἐκκλησὰ βρίσκετ' ὁ Σαμουήλης,
κι ἀγέρας παίρνει τὴ φωνὴ τοῦ Πήλιου τοῦ προδότη.
Χωρὶς ψαλμοὺς καὶ θυμιατά, χωρὶς φωτοχυσία,
γονατισμένοι, σκυθρωποί, μπρὸς στὴν Ὡραία Πύλη,
πέντε Σουλιῶτες στέκονται μὲ τὸ κεφάλι κάτου.
Βουβοὶ - δὲν ἀνασαίνουνε, καὶ βλέπεις κάπου-κάπου
ὅπου ἕνα χέρι σκώνεται καὶ κάνει τὸ σταυρό του.
Ἀκίνητα στὸ μάρμαρο σέρνονται τὰ σπαθιά τους -
σπαθιὰ ποὺ τόσο ἐδούλεψαν γιὰ τὸ γλυκό τους Σούλι!
Δὲ φαίνετ' ὁ καλόγερος, μόνος του στ' ἅγιο Βῆμα
προσεύχετο κ'ἑτοίμαζε τὴ μυστικὴ θυσία.
Σφιχτά-σφιχτὰ στὰ χέρια του ἐβάστα τὸ Ποτήρι
καὶ μύρια λόγι' ἀπόκρυφα ἔλεγε τοῦ Θεοῦ του.
Τὰ μάτια κατακόκκινα ἀπ' τὲς πολλὲς ἀγρύπνιες
ἐκοίταζαν ἀκίνητα τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα.

Τί θάλασσα, ποὺ κύματα ἔχει κρυφὲς ἐλπίδες !..
Σιγᾶτε βρόντοι τουφεκιῶν, πᾶψτε φωνὲς πολέμου,
Κι ὁ Σαμουὴλ τὴν ὕστερη τὴν κοινωνιὰ θὰ πάρη !
Κ' ἐκεῖ ποὺ κοίταζ' ὁ παπὰς τὴ Σάρκα τοῦ Θεοῦ του,
ἐκύλησ' ἀπ' τὰ μάτια του στοῦ ποτηριοῦ τὰ σπλάχνα
σὰν τὴ δροσούλα διάφανο κρυφά-κρυφὰ ἕνα δάκρυ.
- Θεέ μου καὶ πατέρα μου, θαμμένος ἐδωμέσα
ἐδίψασα... Χωρὶς νερὸ ἡ θεία κοινωνιά σου
θὰ ἒμεν' ἀτελείωτη... Δέξου, γλυκέ μου Πλάστη,
αὐτὸ τὸ μαῦρο δάκρυ μου - μὴ τὸ καταφρονέσης.
ἀμόλυντο καὶ καθαρὸ βγαίν' ἀπ' τὰ φυλλοκάρδια.
δέξου τό, Πλάστη, δέξου τὸ - ἄλλο νερὸ δὲν ἔχω.
Ἤτανε ἥλιος κ' ἔλαμψε τὸ ἱερὸ τὸ σκεῦος.
Τὸ αἷμα ἐζεστάθηκε, ἄχνισε, ζωντανεύει.
Ἀναγαλλιάζει ὁ Σαμουὴλ ποὺ εἶδε τὴ Θεία Χάρη
καὶ τρέμοντας ἀγκάλιασε τὸ θεϊκὸ ποτήρι
καὶ τόσφιξε στὰ χείλη του κι ἄκουσε ποὺ χτυποῦσε
σὰν νάτανε λαχταριστὴ καρδιά, ζωὴ γιομάτη.
Ἀνοίγ' ἡ Πύλη τοῦ Ἱεροῦ, σκύφτουν τὰ παλληκάρια.
τ' ἀνδρειωμένα μέτωπα τὸ μάρμαρο χτυπᾶνε,
καὶ καρτεροῦν ἀκίνητα τοῦ γέροντα τὰ λόγια.
Ἐπρόβαλ' ὁ καλόγερος. Τὸ πρόσωπό του φέγγει
σὰ χιονισμένη κορυφὴ στοῦ φεγγαριοῦ τὴ λάμψη.
Στὰ λαβωμένα χέρια του βαστοῦσ' ἕνα βαρέλι
πόκλειε μέσα θάνατο, φωτιὰ κι ἀπελπισία.
Ἐκεῖνο μόνο τόμεινε..- ἐκεῖνο μόνο φθάνει!
Ἐμπρὸς στὴν Πύλη τοῦ Ἱεροῦ μονάχος του τὸ στένει
καὶ τρεῖς φορὲς τὸ βλόγησε καὶ τρεῖς φορὲς τὸ φχέται.
Σὰν νάταν Ἅγια Τράπεζα, σὰν νάταν Ἀρτοφόρι
ἐπίθωσ' ὁ καλόγηρος ἐπάνω τὸ ποτήρι,
καὶ σιωπηλὸς κι ἀτάραχος ἄναψε θειαφοκέρι...
Τὰ γόνατά του ἐχτύπησαν ὁρμητικὰ τὴν πλάκα,
ἐσήκωσε τὰ χέρια του, τὸ πρόσωπό του ἀνάφτει -
κ' οἱ πέντε τὸν ἐκοίταζαν βουβοὶ μέσα στὰ μάτια:
Ἡ δέησις
- Πατέρα μου, σ'ἐδούλεψα
πιστὰ σαράντα χρόνια,
καὶ τώρα στὰ γεράματα
μοῦ δίνεις κατηφρόνια!
Τὸ θέλημά σου ἂς γενῆ!
Λυπήσου μας, σπλαχνίσου
καὶ πάψε τὴν ὀργή σου!
Σ' ἐσένα, σὰν ὠρφάνεψα,
ἔδωκα τὴν ψυχή μου -
τὸ Σούλι μου τ' ἀγκάλιασα
στὸν κόσμο γιὰ παιδί μου.
Τώρα τὸ Σούλι τόχασα…
Ἠλθ' ἡ στερνή μου μέρα -
θάλθω σ' ἐσέ, Πατέρα...
Μέτρησε πόσοι ἐμείναμε!
Οἱ ἄλλοι πεθαμένοι
μὲς στὰ λαγκάδια σέρνονται
νεκροὶ καὶ λαβωμένοι!
Ἂταφ' ἀμοιρολόητα
σέπονται τὰ κουφάρια
στοῦ λόγγου τὰ χορτάρια.
Ὄρνια καὶ λύκοι ἐχόρτασαν
τὰ μαῦρα κρέατά μας.
Συχώρεσε, συχώρεσε,
Πλάστη, τὰ κρίματά μας!
Καὶ τώρα ποὺ θὰ νάλθωμε
κ' ἡμεῖς στὴν ἀγκαλιά σου,
δέξου μας σὰν παιδιά σου!
Καὶ κοίταξε τὰ χέρια μας
τώρα σ' ἐσὲ σκωμένα
πῶς εἶν' ἀπὸ τὸ ἄπιστο
τὸ αἷμα λερωμένα,
κ' εὐχαριστήσου, Πλάστη μου,
καὶ πές: «- Εὐλογημένοι,
πιστοί μου ἀνδρειωμένοι!»
Τώρα τὸ Σούλι ἀπέθανε.
δὲν ἒμειν' ἕνα χέρι
πού νὰ μπορῆ στὰ δάχτυλα
νὰ σφίξη τὸ μαχαίρι...
Πατέρα παντοδύναμε,
γενοὺ σ' ἐμᾶς πατρίδα -
ἄλλη δὲν ἔχω ἐλπίδα.
Ἐκεῖ ψηλὰ στὸ θρόνο σου,
στὴν τόση βασιλεία,
δῶσε σ' ἐμᾶς τοὺς δύστυχους
μικρὴ μιὰ κατοικία,
νὰ μοιάζη μὲ τὸ Σούλι μας -
καὶ δῶσε μου ἕνα βράχο
κ' ἐκεῖ τὸ Κούγκι νάχω.
Χῶμα στὸ Σούλι ἐλεύθερο
γιὰ νὰ ταφῶ δὲ μένει.
ἐλέησόν με, Πλάστη μου,
συχώρεσε νὰ γένη
τὸ Κούγκι μου ἡ ἐκκλησιά,
τὸ Ἱερό σου Βῆμα
τοῦ Σαμουὴλ τὸ μνῆμα.
Ἐδῶ ποδάρι ἄπιστο
ποτὲ δὲ θὰ τολμήση
(ποτὲ ! τὸ εἶπα, τ' ὤρκισα)
τὸ Κούγκι νὰ πατήση.
Μαζί μου παίρνω τὰ κλειδιά,
Πλάστη μου, δὲν τ' ἀφήνω -
οὔτε σ' ἐσὲ τὰ δίνω !
Ἐκεῖ ψηλὰ στὸν οὐρανὸ
νὰ τὰ φορὴ στὴ μέση
ὁ Σαμουὴλ ὁ δοῦλος σου
θὰ σὲ παρακαλέση...
Πατέρα μου, μὴ πειραχθῆς -
κάμε μου αὐτὴ τὴ χάρη:
ἄλλος νὰ μὴ τὰ πάρη!
…Καὶ τώρα, τώρα π' ἄκουσες
τὸν πόνο, τὸν καημό μας,
δέξου μας καὶ θ'ἀφήσωμε
τὸ Σούλι τὸ γλυκό μας...
Τὸ Σούλι - ἂχ ! πὼς τόχασα! -
ψυχή μου, μὴ δακρύσης,
εἶν' ὥρα νὰ τ' ἀφήσης!
Κι ἁπλώνοντας τὰ χέρια του στοὺς πέντε του συντρόφους:
Θεέ μου, πολυέλεε,
τώρα ποὺ θαν' ἀφήσω
τὸν κόσμο καὶ στὸν ἴσκιο σου
θάλθ' ὁ φτωχὸς νὰ ζήσω,
μία χάρη θέλω, Πλάστη μου:
- τὰ πέντε τὰ παιδιά μου
νὰ τάχω συντροφιά μου!
Τ'ἀνάθρεψα στὸν κόρφο μου -
γιὰ ἰδὲ τά, τὰ καημένα,
ἄλλονε δὲν ἀγάπησαν
παρὰ ἐσὲ κ' ἐμένα.
Παιδιά μου, μὴ δειλιάζετε-
νἄχετε τὴν εὐχή μου,
Θὰ ζήσετε μαζί μου !
Σταλαματιά-σταλαματιὰ τὰ δάκρυά τους πέφτουν
κ' ἡ πλάκα ποὺ τὰ δέχεται ραγίζεται καὶ τρίζει.
Παράπονο τοὺς ἔπιασεν, ὄχι θανάτου φόβος,
καὶ κλαίοντας ὁ Σαμουήλ, εἰς τόνα του τὸ χέρι
τὸ ἱερὸ ποτήρι του καὶ στ' ἄλλο τὴ λαβίδα,
ἀρχίνησε τὴν κοινωνιὰ τοῦ Πλάστη νὰ μεράζη...
Ὁ πρῶτος ἐμετάλαβε - μεταλαβαίνει κι ἄλλος,
τὴν ἔδωσε στὸν τρίτονε - κι ὁ τέταρτος τὴν παίρνει,
καὶ φθάνει ὡς τὸν ὕστερο καὶ τοῦ τηνε προσφέρει.
Κ' ἐκεῖ ποὺ ἒψαλλ' ὁ παπὰς μὲ τὴ γλυκειὰ φωνή του
τοῦ δείπνου σου τοῦ μυστικοῦ / σήμερον Υἱὲ Θεοῦ,..
φωνὲς ἀκούονται, χτυπιές, ἀλαλαγμός, ἀντάρα.
Πλακώσανε οἱ ἄπιστοι..- καλόγερε, τί κάνεις;..
Ἐσήκωσε τὰ μάτια του ὁ Σαμουὴλ στὸν κρότο -
καὶ στάζ' ἀπ'τὴ λαβίδα του ἐπάνω στὸ βαρέλι
μιὰ φλογερὴ σταλαματιὰ ἀπ' τοῦ Θεοῦ τὸ γαῖμα...
Ἀστροπελέκια ἐπέσανε, βροντάει ὁ κόσμος ὅλος -
λάμπει στὰ γνέφ' ἡ ἐκκλησιά, λάμπει τὸ μαῦρο Κούγκι!
Τί φοβερὴ κεροδοσὰ πόλαβε στὴ θανὴ του τὸ Σούλι τὸ κακότυχο, καὶ τί καπνὸ λιβάνι!..
Ἀνέβαινε στὸν οὐρανὸ καὶ τοῦ παπᾶ τὸ ράσο
κι ἁπλώθηκε κι ἁπλώθηκε σὰν τρομερὴ μαυρίλα,
σὰ σύγνεφο κατάμαυρο κ' ἐθόλωσε τὸν ἥλιο.
Κ' ἐνῶ τ' ἀνέβαζ' ὁ καπνός, κ' ἐνῶ τὸ συνεπαίρνη,
τὸ ράσο πάντ' ἀρμένιζε κ' ἐδιάβαινε σὰ Χάρος.
κ' ἐκεῖθεν ὀποῦ διάβηκε ὁ φλογερός του ἴσκιος,
σὰν νάταν μυστικὴ φωτιὰ ἐρρόγισε τὸ λόγγο.
Καὶ μὲ τὲς πρῶτες ἀστραπὲς καὶ μὲ τὰ πρωτοβρόχια
χλωρὸ χορτάρι φύτρωσε, δάφνες, ἐλιές, μυρτοῦλες,
ἐλπίδες, νίκες καὶ σφαγὲς - χαρὲς κ' ἐλευθερία.


\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\



Κυριακή 18 Μαρτίου 2018

Το τραγούδι της Ελένης


Αποτέλεσμα εικόνας για Sir Edward Poynter: " Η Ελένη της Τροίας"

Το τραγούδι της Ελένης

Η Ελένη σώπαινε χαρούμενη
μεσ’ στη νυχτιά γρικώντας
το παραμύθι της να κλώθεται
στης φαντασιάς τ’ άδραχτι
κι άλαργα ο νους σε τόπους μακρινούς
ήταν συνεπαρμένος

Ήμουν εγώ που εγέλουν κι έκλαιγα
στ’ ακρογιαλιά της Κρής
γιατί ήταν ο άδειος ίσκιος μου
στου ανδρός μου το κλινάρι
γυρεύω μ’ άρπαγες πανώριους νιούς
και παλικαροσύνες
Λάμπαν τα φρύδια της καμαρωτά
σα δυο μερών φεγγάρι
τον άνδρα της θυμήθη αχνά
και τον πανώριο Πάρι
κι όλα τα παλληκάρια που σκοτώθηκαν
για χάρη της στα ξένα

Η ανάσα της Ελένης μύρισε
σα θάλασσα δροσάτη
θεά δεν είμαι εγώ κι οχτρεύομαι
τους ουρανούς τους άδειους
δε με χωράει το σπίτι ετούτο πια
και πλάτυν’ η ψυχή μου

Νίκος Καζαντζάκης

Sir Edward Poynter: " Η Ελένη της Τροίας"

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2018

Από τον δίσκο "Της Κρήτης τα Πολύτιμα". Είχα μια αγάπη μια φορά



Από τον δίσκο "Της Κρήτης τα Πολύτιμα".

Είχα μια αγάπη μια φορά

Στίχοι: Δημήτρης Αποστολάκης
Μουσική: Δημήτρης Αποστολάκης
Εκτέλεση: Μανώλης Λιδάκης / Χαΐνηδες
 
Στίχοι:

Είχα μια αγάπη μια φορά που' μοιαζε λίγο
στη θλίψη μόνο με τη φτωχογειτονιά
εκεί που η σκέψη ακροπατεί σαν το φονιά
για να τη δει απ' τη γωνιά
πώς να ξεφύγω.

Μοιάζουν οι δρόμοι μας σπαθιά που συναντιούνται
μέσα στη νύχτα και ραΐζουν τη σιωπή
αίμα στ' αχείλι και στο βλέμμα αστραπή
πες μου ποιο στόμα να τα πει
και πώς ξεχνιούνται.

Τ' όνειρο μικρή σαν χαθώ νωρίς
κάμε φυλαχτό για να το φορείς
ράψε δυο πουλιά με κλωστή χρυσή
το 'να να 'μαι εγώ, τ' άλλο να 'σαι εσύ.
 
 

Πέρασε κόσμε κι η παράσταση θ' αρχίσει
και θα τα πούμε σαν δυο φίλοι γκαρδιακοί
που σμίξανε κάποια θλιμμένη Κυριακή
σε μια ταβέρνα ερημική
κι έχουν μεθύσει.

Άσπρο πουκάμισο θα βάλω απόψε πάλι
να πέσει απάνω του σαν ταύρος ο καιρός
δώσε μου μάνα την ευχή να βγω γερός
πόλεμος είναι και χορός
και παραζάλη.

Τ' όνειρο μικρή σαν χαθώ νωρίς
κάμε φυλαχτό για να το φορείς
ράψε δυο πουλιά με κλωστή χρυσή
το 'να να 'μαι εγώ, τ' άλλο να 'σαι εσύ.


\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\




Τρίτη 6 Μαρτίου 2018

Η Σονάτα του Σεληνόφωτος


Η Σονάτα του Σεληνόφωτος - Γιάννης Ρίτσος (απόσπασμα)
 
 img11

«Σκηνικό» του Γιάννη Τσαρούχη για το θεατρικό έργο του De Angelis
«Σπανιόλικη Νύχτα (Αγάπη)», Αθήνα 1985 (1938)
.

"Ἄφησέ με ναρθῶ μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε! Εἶναι καλὸ τὸ φεγγάρι, - δὲ θὰ φαίνεται ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου. Τὸ φεγγάρι θὰ κάνει πάλι χρυσὰ τὰ μαλλιά μου. Δὲ θὰ καταλάβεις. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

συνέχεια...  https://mwsaiko.blogspot.gr/2012/09/blog-post_5786.html

 

Δευτέρα 5 Μαρτίου 2018

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ ~ Ο ΜΑΡΤΗΣ ΜΑΡΤΗ ΜΙΛΗΣΕ


http://youtu.b/KbMZ0mkVqk8

Στίχοι: Ηλίας Κατσούλης
Μουσική: Παντελής Θαλασσινός
Πρώτη εκτέλεση: Παντελής Θαλασσινός

Ο Μάρτης, Μάρτη μίλησε και είπε πως θα αργήσει
έχει ακόμα δυο βροχές και μία να χιονίσει.
Ένα δεντράκι τ' άκουσε και πήγε να λυγίσει
του είπα να' χει υπομονή, το φόβο να νικήσει.

Ό,τι αργεί κι ό,τι στη Γη είναι βαθιά κρυμμένο.
πάλι στο φως θα βαφτιστεί και θα' ρθει ευλογημένο...

Ο Μάρτης χείλη έσκασε, στον ήλιο να γελάσει
είπε θ' αργήσει, μα θα' ρθεί ο κόσμος να χαλάσει.
Θα βάλει τ' Ανοιξιάτικα να ομορφύνει η πλάση,
στα μπλε και στα κατάλευκα θα βγει να παρελάσει.

Ό,τι αργεί κι ό,τι στη Γη είναι βαθιά κρυμμένο,
πάλι στο φως θα βαφτιστεί και θα' ρθει ευλογημένο...
 

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

Ο. ΕΛΥΤΗΣ "Τὸ παράπονο" (ἀπόσπασμα)

Σχετική εικόνα

Ο. ΕΛΥΤΗΣ "Τὸ παράπονο" (ἀπόσπασμα)
Ἀναρωτιέμαι μερικὲς φορές: εἶμαι ἐγὼ ποὺ σκέφτομαι καθημερινὰ πὼς ἡ ζωή μου εἶναι μία; Ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι τὸ ξεχνοῦν; Ἢ πιστεύουν πὼς θὰ ἔχουν κι ἄλλες, πολλὲς ζωές, γιὰ νὰ κερδίσουν τὸν χρόνο ποὺ σπαταλοῦν;
Μοῦτρα. Ν᾿ ἀντικρίζεις τὴ ζωὴ μὲ μοῦτρα. Τὴ μέρα, τὴν κάθε σου μέρα. Νὰ περιμένεις τὴν Παρασκευὴ ποὺ θὰ φέρει τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακὴ γιὰ νὰ ζήσεις. Κι ὕστερα νὰ μὴ φτάνει οὔτε κι αὐτό, νὰ χρειάζεται νὰ περιμένεις τὶς διακοπές. Καὶ μετὰ οὔτε κι αὐτὲς νὰ εἶναι ἀρκετές. Νὰ περιμένεις μεγάλες στιγμές. Νὰ μὴν τὶς ἐπιδιώκεις, νὰ τὶς περιμένεις.
Κι ὕστερα νὰ λὲς πὼς εἶσαι ἄτυχος καὶ πὼς ἡ ζωὴ ἦταν ἄδικη μαζί σου.
Καὶ νὰ μὴ βλέπεις πὼς ἀκριβῶς δίπλα σου συμβαίνουν ἀληθινὲς δυστυχίες ποὺ ἡ ζωὴ κλήρωσε σὲ ἄλλους ἀνθρώπους. Σ᾿ ἐκείνους ποὺ δὲν τὸ βάζουν κάτω καὶ ἀγωνίζονται. Καὶ νὰ μὴν μαθαίνεις ἀπὸ τὸ μάθημά τους. Καὶ νὰ μὴ νιώθεις καμία φορὰ εὐλογημένος ποὺ μπορεῖς νὰ χαίρεσαι τρία πράγματα στὴ ζωή σου, τὴν καλὴ ὑγεία, δύο φίλους, μιὰ ἀγάπη, μιὰ δουλειά, μιὰ δραστηριότητα ποὺ σὲ κάνει νὰ αἰσθάνεσαι ὅτι δημιουργεῖς, ὅτι ἔχει λόγο ἡ ὕπαρξή σου.
Νὰ κλαίγεσαι ποὺ δὲν ἔχεις πολλά. Ποὺ κι ἂν τὰ εἶχες, θὰ ἤθελες περισσότερα. Νὰ πιστεύεις ὅτι τὰ ξέρεις ὅλα καὶ νὰ μὴν ἀκοῦς. Νὰ μαζεύεις λύπες καὶ ἀπελπισίες, νὰ ξυπνᾶς κάθε μέρα ἀκόμη πιὸ βαρύς. Λὲς καὶ ὁ χρόνος σου εἶναι ἀπεριόριστος.
Κάθε μέρα προσπαθῶ νὰ μπῶ στὴ θέση σου. Κάθε μέρα ἀποτυγχάνω. Γιατὶ ἀγαπάω ἐκείνους ποὺ ἀγαποῦν τὴ ζωή. Καὶ ποὺ ἡ λύπη τους εἶναι ἡ δύναμή τους. Ποὺ κοιτάζουν μὲ μάτια ἄδολα καὶ ἀθῷα, ἀκόμα κι ἂν πέρασε ὁ χρόνος ἀδυσώπητος ἀπὸ πάνω τους. Ποὺ γνωρίζουν ὅτι δὲν τὰ ξέρουν ὅλα, γιατὶ δὲν μαθαίνονται ὅλα.
Ποὺ στύβουν τὸ λίγο καὶ βγάζουν τὸ πολύ. Γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους καὶ γιὰ ὅσους ἀγαποῦν. Καὶ δὲν κουράζονται νὰ ἀναζητοῦν τὴν ὀμορφιὰ στὴν κάθε μέρα, στὰ χαμόγελα τῶν ἀνθρώπων, στὰ χάδια τῶν ζώων, σὲ μιὰ ἀσπρόμαυρη φωτογραφία, σὲ μιὰ πολύχρωμη μπουγάδα.

Εδώ στου δρόμου τα μισά
έφτασε η ώρα να το πω
Άλλα είν’ εκείνα που αγαπώ
γι’ αλλού γι’ αλλού ξεκίνησα

Στ’ αληθινά στα ψεύτικα
το λέω και τ’ ομολογώ
Σαν να ‘μουν άλλος κι όχι εγώ
μες στη ζωή πορεύτηκα

Ὅσο κι ἂν κανεὶς προσέχει
ὅσο κι ἂν τὸ κυνηγᾶ
πάντα, πάντα θά ῾ναι ἀργά,
δεύτερη ζωὴ δὲν ἔχει.
------------------------------------------------------------------------------ 

ακολουθει διαφήμιση



Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2018

Μέλισσες - Φωτεινή Βελεσιώτου

στίχοι: Ελένη Φωτάκη, μουσική: Γιώργος Καζαντζής 

Να σε μισήσω είν αργά
αέρας με δροσολογά
με κυνηγούν οι μέλισσες
κι εσύ, που δεν με θέλησες.
Τινάζω το βασιλικό
να σταματήσω το κακό
σ είχανε δέσει μάγισσες
μα πάλι εσύ με ράγισες.

Νυχτώνει, βγαίνω να σε βρω
σα φεγγαράκι δυο μερώ
κλειστά παραθυρόφυλλα
να μ΄ αγαπάς, πώς το θελα.

Θυμάρι ρίχνω στις φωτιές
με τυραννούν οι ομορφιές
οι ομορφιές οι φόνισσες
κι εσύ που με λησμόνησες.

Αν κλάψω, μη με φοβηθείς
την ένιωσα και πριν χαθείς
μια πίκρα στο ροδόνερο
γιατί μ αρνιόσουν τ όνειρο.
Θα ρίχνω εκεί που περπατάς
τον όρκο μας να τον πατάς
κι ας με πονούν οι μέλισσες
κι εσύ, που δεν με θέλησες.

από την "Ίσαλλο Γραμμή" 2008
-----------------------------------------
ακολουθεί διαφήμιση
 

Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2018

Ἀλληλεγγύη


Ἀλληλεγγύη
 
Αποτέλεσμα εικόνας για εικονες
 
Εἶναι ἐκεῖ δὲν μπορῶ ν᾿ ἀλλάξω
μὲ δυὸ μεγάλα μάτια πίσω ἀπ᾿ τὸ κύμα
ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ φυσᾶ ὁ ἀγέρας
ἀκολουθώντας τὶς φτεροῦγες τῶν πουλιῶν
εἶναι ἐκεῖ μὲ δυὸ μεγάλα μάτια
μήπως ἄλλαξε κανεὶς ποτέ του.

Τί γυρεύετε; τὰ μηνύματά σας
ἔρχουνται ἀλλαγμένα ὡς τὸ καράβι
ἡ ἀγάπη σας γίνεται μίσος
ἡ γαλήνη σας γίνεται ταραχὴ
καὶ δὲν μπορῶ νὰ γυρίσω πίσω
νὰ ἰδῶ τὰ πρόσωπά σας στ᾿ ἀκρογιάλι.
Εἶναι ἐκεῖ τὰ μεγάλα μάτια
κι ὅταν μένω καρφωμένος στὴ γραμμή μου
κι ὅταν πέφτουν στὸν ὁρίζοντα τ᾿ ἀστέρια
εἶναι ἐκεῖ δεμένα στὸν αἰθέρα
σὰ μιὰ τύχη πιὸ δική μου ἀπ᾿ τὴ δική μου.

Τὰ λόγια σας συνήθεια τῆς ἀκοῆς
βουίζουν μέσα στὰ ξάρτια καὶ περνᾶνε
μήπως πιστεύω στὴν ὕπαρξή σας
μοιραῖοι σύντροφοι, ἀνυπόστατοι ἴσκιοι.

Ἔχασε τὸ χρῶμα του πιὰ αὐτὸς ὁ κόσμος
καθὼς τὰ φύκια στ᾿ ἀκρογιάλι τοῦ ἄλλου χρόνου
γκρίζα ξερὰ στὸ ἔλεος τοῦ ἀνέμου.

Ἕνα μεγάλο πέλαγο δυὸ μάτια
εὐκίνητα καὶ ἀκίνητα σὰν τὸν ἀγέρα
καὶ τὰ πανιά μου ὅσο κρατήσουν, κι ὁ θεός μου.

Γιῶργος Σεφέρης

Δημοφιλείς αναρτήσεις