Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 30 Ιουνίου 2019

Μωσαϊκό: ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ «ΤΟ ΕΓΚΩΜΙΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΗΣ»

Μωσαϊκό: ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ «ΤΟ ΕΓΚΩΜΙΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΗΣ»: ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ «ΤΟ ΕΓΚΩΜΙΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΗΣ» Ι Ἡ θάλασσα εἶναι ἡ μόνη μου ἀγάπη. Γιατί ἔχει τὴν ὄψη τοῦ ἰδανικοῦ. Καὶ τ᾿ ὄνομά της εἶνα...

Μωσαϊκό: Γ ΡΙΤΣΟΣ «Ο ΤΟΠΟΣ ΜΑΣ»

Μωσαϊκό: Γ ΡΙΤΣΟΣ «Ο ΤΟΠΟΣ ΜΑΣ»: Γ ΡΙΤΣΟΣ «Ο ΤΟΠΟΣ ΜΑΣ» Ανεβήκαμε πάνω στο λόφο να δούμε τον τόπο μας – φτωχικά, μετρημένα χωράφια, πέτρες, λιόδεντρα. Αμπέλια τρα...

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2019

Τρίτη 25 Ιουνίου 2019

Τάσος Λειβαδίτης


filologika.gr
Ο Τάσος Λειβαδίτης έμεινε γνωστός ως ο ποιητής του έρωτα, της…

Τάσος Λειβαδίτης: Ο ποιητής του έρωτα και της μοναξιάς.

Σαν σήμερα στις 20 Απριλίου 1922 γεννιέται ο ποιητής του έρωτα, της μοναξιάς και της λησμονιάς, ο Τάσος Λειβαδίτης. Ένας ποιητής που έγινε ευρύτερα γνωστός τόσο μέσω της ποίησής του όσο και μέσω των αποφθεγμάτων του. Έγραψε για τη μοναξιά, τον έρωτα, τον άνθρωπο αλλά και τον πόλεμο με τρόπο τόσο άμεσο, ανθρώπινο και οικείο με αποτέλεσμα ο καθένας να ταυτίζεται με την ποίησή του και να νιώθει ότι απευθύνεται σε εκείνον προσωπικά. Κατά περιόδους πέρασε δύσκολα, καθώς στα χρόνια που κυριάρχησε η έντονη πολιτική αντιπαλότητα, ο ποιητής λόγω του έργου του αλλά και της αριστερής ιδεολογίας που εκπροσωπούσε, συνελήφθη, δικάστηκε, αλλά ευτυχώς δεν καταδικάστηκε ποτέ. Η ποίησή του ήταν λύση και διέξοδος κι όχι αφορμή για σύγκρουση. Άφησε την τελευταία του πνοή στις 30 Οκτωβρίου 1988 λόγω ανευρύσματος στην κοιλιακή αορτή αλλά η παρακαταθήκη των πάμπολλων ποιημάτων του (πολλά εξ’αυτών μελοποιήθηκαν από σπουδαίους συνθέτες) κι ενός πεζογραφήματος («Εκκρεμές») που κληροδότησε θα είναι πάντα το εφαλτήριο για όλους όσοι θέλουν να εκφραστούν και να εμπνεύσουν τους συνανθρώπους τους.
» Γιατί απλά κάποιοι άνθρωποι είναι τόσο πολύ ξεχωριστοί, που αξίζει να ζεις, μόνο και μόνο για να τους συναντήσεις, κάποτε…»

Η ζωή και οι σπουδές του Τ. Λειβαδίτη

Ο ποιητής σε μικρή ηλικία (καθιστός μπροστά) με τα αδέλφια του.
Ο Τάσος Λειβαδίτης γεννιέται το βράδυ της Ανάστασης της 20ης Απριλίου στην Αθήνα. Οι γονείς του ήταν ο Λύσανδρος και η Βασιλική, οι οποίοι απέκτησαν συνολικά 4 παιδιά. Την Χρυσαφένια, τον ίδιο τον ποιητή, τον Μίμη και τον Αλέκο, ο οποίος υπήρξε ηθοποιός. Ηθοποιός υπήρξε και ο θείος του ποιητή, Θάνος Λειβαδίτης, προσδίδοντας έτσι λίγη καλλιτεχνική φλέβα στην οικογένεια.
Ο Λειβαδίτης, αφού ολοκλήρωσε το σχολείο κατάφερε να εξασφαλίσει την είσοδό του στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών αλλά δεν αποφοίτησε ποτέ. Εξαρχής τον ενδιέφερε -και τελικά τον κέρδισε- ολοκληρωτικά η ποίηση. Αισθανόμενος ιδιαίτερη αγάπη για την πατρίδα του, θέτει εαυτόν στην Αντίσταση και εντάσσεται στην ΕΠΟΝ. Λίγο αργότερα, ο πατέρας του Λύσανδρος θα φύγει από τη ζωή (1943).
Εν συνεχεία, γνωρίζει τη Μαρία Στούπα, δευτερότοκη κόρη του Γ. Στούπα και της Αλ. Λογοθέτη, η οποία θα αποτελέσει τον στυλοβάτη του ποιητή σε δύσκολες στιγμές αλλά και τη μούσα του. Το 1946 παντρεύονται και ο Λειβαδίτης της αφιερώνει το έργο του «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας». Tην ίδια χρονιά  δημοσιεύει το ποίημα «Tο τραγούδι του Xατζηδημήτρη» στο περιοδικό Eλεύθερα Γράμματα του Δημήτρη Φωτιάδη.   Όμως, λόγω της γνωστής (πολιτικής και αντιστασιακής) δράσης του συλλαμβάνεται και εξορίζεται στη Μακρόνησο (1948) και το 1951, είναι η χρονιά που θα απελευθερωθεί αλλά παράλληλα και μια «μαύρη» χρονιά, καθώς  χάνει (και) τη μητέρα του.
» Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε, ζουν απ’ τη στιγμή που βρίσκουν μια θέση στη ζωή των άλλων.»

Το τέλος του Τ. Λειβαδίτη

Ο Λειβαδίτης σε όλη την υπόλοιπη ζωή του ασχολήθηκε με την ποίηση. Δεν έγραφε από υποχρέωση αλλά από ανάγκη να εκφραστεί και να αντιπροσωπεύσει μεγάλη μερίδα του κόσμου. Πολλοί ταυτίστηκαν με την ποίησή του, είδαν τον εαυτό τους σε στίχους του, συμπορεύθηκαν μαζί του.
Η ίδια η ποίησή του όμως -που άγγιξε τις καρδιές του κόσμου- έμελλε να γίνει η αφορμή για να συλληφθεί δις, να εξοριστεί, να δικαστεί αλλά στο τέλος, με έναν συγκινητικό λόγο όπως αυτόν που έβγαλε στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών το 1955 -όπου κατέληξε λόγω ενός ποίηματός του-κατάφερε να συγκινήσει το κοινό και να πείσει τους δικαστές, οι οποίοι τον αθώωσαν πανηγυρικά.
Στην πορεία της ζωής του συνδέθηκε έντονα με την αριστερά, γνώρισε μεγάλες προσωπικότητες από τον χώρο του πνεύματος, έγραψε πολλά ποιήματα, τα οποία μεταφράστηκαν στα Αγγλικά, Ρωσικά, Σέρβικα, Ουγγρικά, Σουηδικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Αλβανικά, Βουλγάρικα και Κινέζικα. Μάλιστα, κάποια εξ’ αυτών μελοποιήθηκαν από μεγάλους συνθέτες. Υπήρξε σεναριογράφος, συνυπογράφοντας με τον Κώστα Κοτζιά τα κινηματογραφικά έργα «Συνοικία το όνειρο» και «Ο Θρίαμβος» σε σκηνοθεσία Αλέκου Αλεξανδράκη. Έζησε τη Δικτατορία κατά τη διάρκεια της οποίας έμεινε σιωπηλός και άνεργος επιλέγοντας να μην γράψει τίποτα.
Όμως, ουδείς αθάνατος! Τον Οκτώβρη του 1988 εισάγεται στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο λόγω ανευρύσματος στην κοιλιακή αορτή. Υποβάλλεται σε δύο 5ωρα χειρουργεία (!) και τελικά χάνει τη μάχη για τη ζωή. Στις 30 του ίδιου μήνα αφήνει στην Αθήνα την τελευταία του πνοή. Μετά θάνατον εκδίδεται το εξαιρετικό έργο του «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου» (1990).
Τι έχει σημασία για μένα; αναρωτιόμουν συχνά. Δεν ήξερα. Όμως ήξερα ότι απ’ τη στιγμή που θα το μάθαινα, δε θα ’χε πια καμιά σημασία. («Χειρόγραφα του Φθινοπώρου», 1990).

Η Αριστερά και η δικτατορία στη ζωή του Λειβαδίτη

Ο Λειβαδίτης κι ο Ρίτσος εξορία στη Μακρόνησο.
Ο Λειβαδίτης ήταν δηλωμένος αριστερός και έντονα πολιτικοποιημένος. Μάλιστα λόγω της στάσης του αυτής βίωσε για πέντε χρόνια την εξορία (1946-1951).
Με τη λήξη των «Δεκεμβριανών» συνελήφθη, εξορίστηκε και με τη Συμφωνία της Βάρκιζας αφέθηκε ελεύθερος.
Εξορίστηκε εκ νέου (1948) και βρέθηκε κατά σειρά στη Μακρόνησο, στον Αϊ Στράτη και στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα. Δεν υπέγραψε ποτέ δήλωση μετανοίας αλλά το 1951 αφέθηκε ελεύθερος.
Το 1955 εξαιτίας του έργου του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου», το οποίο χαρακτηρίστηκε «κήρυγμα αποτρεπτικό» και κατασχέθηκε, θα βρεθεί στο 5μελές Εφετείο Αθηνών. Θα του συμπαρασταθεί πλήθος κόσμου και μεγάλες προσωπικότητες της λογοτεχνίας. Ο λόγος του Λειβαδίτη μετατρέπεται σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση, πείθει κοινό και δικαστές και αθωώνεται πανηγυρικά. Για το εν λόγω έργο τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953).
Με το ξέσπασμα της δικτατορίας αποφάσισε να τηρήσει σιγή ιχθύος. Σιώπησε και έμεινε άνεργος. Έκανε την εμφάνιση ελάχιστες φορές στο φιλολαϊκό-νεανικό περιοδικό Φαντάζιο μαζί με τους Γιάννη Μπακογιαννόπουλο , Ανδρέα Φράγκο («Λοιμός»), Αλέξη Κοτζιά και άλλους περιθωριοποιημένους αριστερούς. Επίσης, εξέδωσε με το ψευδώνυμο «Ρόκκος» δύο μεγάλα έργα που κυκλοφορούν ακόμα στο εμπόριο: οι Μεγάλες Μορφές της Λογοτεχνίας (βιογραφίες προσώπων) και οι Μεγάλοι Ρώσοι Συγγραφείς (βιογραφίες των Ντοστογιέφσκι, Τολστόι και Παστερνάκ).
Κι αν νικηθήκαμε δεν ήταν απ’ την τύχη ή τις αντιξοότητες, αλλά απ’ αυτό το πάθος για κάτι πιο μακρινό. («Βιολέτες για μια εποχή»)

Το έργο του Λειβαδίτη και η Δραπετσώνα

Ο Λειβαδίτης υπήρξε πολυγραφότατος ποιητής με το έργο του να χωρίζεται σε τρεις περιόδους: Την «επαναστατική», την «συμβολική-αλληγορική» και την «υπαρξιακή».
Πολλά από τα ποιήματά του μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη στο δίσκο «Πολιτεία» (1961), «Της εξορίας» (1976), «Πολιτεία Γ’ – Οκτώβρης ’78» (1976) κ.ά.,  τον Μάνο Λοΐζο  στο δίσκο «Για μια μέρα ζωής» (1980), τον Γιώργο Τσαγκάρη στο δίσκο «Φυσάει» (1993) με ερμηνευτή το Βασίλη Παπακωνσταντίνου και τη συμμετοχή του ηθοποιού Γιώργου Μιχαλακόπουλου, τον Μιχάλη Γρηγορίου στο δίσκο «Σκοτεινή πράξη, ένα Ορατόριο (1997) και από το γνωστό συγκρότημα Όναρ στο δίσκο «Αλαντίν, τελειώσαν οι ευχές σου» (2003).
Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957 για τη συλλογή του «Συμφωνία αρ. Ι»), με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976 για τη συλλογή «Βιολί για μονόχειρα»), με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979 για το «Εγχειρίδιο ευθανασίας») ενώ υπήρξε και ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Έγραψε επίσης κι ένα μικρό τόμο με τίτλο: «Έλληνες ποιητές».

Η Δραπετσώνα

Όμως, ιδιαίτερη σημασία έχει το ποίημά του με τίτλο «Δραπετσώνα» που παραπέμπει στη γνωστή συνοικία του Πειραιά.
Ο Λειβαδίτης με αφορμή αφενός την απόφαση της κυβέρνησης το 1961 να γκρεμίσει τα προσφυγικά σπίτια όπως άλλωστε και κάθε φτωχόσπιτο με σκοπό την ανέγερση πολυκατοικιών λόγω της έντονης αστυφιλίας και αφετέρου τις μαζικές κινητοποιήσεις των πολιτών πήρε την απόφαση να γράψει την «Δραπετσώνα». Ο ποιητής μίλησε στη συνέχεια με τον Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος μελοποίησε -όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων-  ένα από τα πιο ιστορικά και διαχρονικά ζεϊμπέκικα στην ελληνική μουσική, και αποφασίστηκε από κοινού να κυκλοφορήσει σε ένα 45άρι δισκάκι με την φωνή της Μαίρης Λίντα ενώ στην μπροστινή πλευρά του δίσκου υπήρχε γραμμένο το τραγούδι«Μάνα μου και Παναγιά», επίσης σε στίχους του Λειβαδίτη, ερμηνευμένο και αυτό από τη Μαίρη Λίντα. Αμφότερα τα τραγούδια συμπεριλήφθηκαν στο δίσκο του Μ. Θεοδωράκη «Πολιτεία».
» Εμείς θα ζήσουμε και ας είμαστε φτωχοί..Στη Δραπετσώνα δεν έχουμε πια ζωή.»

Επίλογος

Ο Λειβαδίτης με την ποίησή του κατάφερε να τέρψει, να συγκινήσει και να εκφράσει κάθε αναγνώστη του. Όπως είπε ο καλός του φίλος Τίτος Πατρίκιος, ο Λειβαδίτης τα ποιήματά του «τα διάβαζε όλα ως το κόκαλο και όσο μεγαλύτερη αξία τους έβρισκε, τόσο την αναγνώριζε και τη διακήρυσσε». Και παρακάτω: «άσκησε την κριτική με διεισδυτική ευαισθησία, με στοχασμό που δεν κατέληγε σε κάποια κανονιστικότητα, με άνοιγμα σε όλους τους τρόπους της ποίησης και αγάπη για όλους τους ποιητές, χωρίς εύνοιες και πατερναλισμούς». Έτσι, θα παραθέσουμε κι εμείς πιο κάτω αρχικά κάποιους στίχους από ένα ποίημά του και στη συνέχεια ένα βίντεο στο οποίο ο ίδιος ο ποιητής απαγγέλλει το πιο ερωτικό του ποίημα.
Τελικά τούς έκλεισα την πόρτα «τι να την κάνω την πραγματικότητα,
τους λέω ‒εγώ έχω τ’ όνειρο» ίσως γι’ αυτό αγαπώ τα νεκροταφεία, γιατί βάζουν τέλος στις λεπτομέρειες.                     Ένα τραγούδι λυπημένο τη νύχτα είναι πάντα ένας αποχαιρετισμός.
(Όνειρα, «Χειρόγραφα του φθινοπώρου»).


https://www.youtube.com/watch?v=YjOX3vqcycw
Πηγή βίντεο
Πηγές 1, 2, 3, 4, 5
Χάρης Αβραμίδης  για την ομάδα του filologika.gr

Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την εκπαίδευση ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook, και διαβάστε παρόμοια προτεινόμενα θέματα της επικαιρότητας ακριβώς από κάτω.

Δευτέρα 15 Απριλίου 2019

ΣΑΠΦΩ - Η Δεκάτη Μούσα

 
homouniversalisgr.blogspot.com
«Εννέα τινές φασιν τας μούσας είναι. Εγώ δε φημί Λεσβίαν Μούσαν την…
Η Σαπφώ, γενική της Σαπφούς, (αιολική διάλεκτος Ψάπφω, αποκαλούμενη και Σαπφώ η Λέσβια από τον τόπο καταγωγής της) (~ 630  - 570 π.Χ.), ήταν Eλληνίδα λυρική ποιήτρια από τη Λέσβο, ιδιαίτερα γνωστή από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα για τα ποιήματά της. 

Για τη ζωή της ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά. Είναι πιθανό ότι γεννήθηκε στην Ερεσό της Λέσβου. Ήταν σύγχρονη του Αλκαίου και του Πιττακού. Πατέρας της αναφέρεται ο Σκαμανδρώνυμος και μητέρα της η Κλεΐς. Είχε επίσης τρεις αδελφούς, τον Λάριχο, τον Χάραξο και τον Ευρύγιο.

Ο φιλόσοφος Μάξιμος ο Τύριος (β΄ μισό του 2ου μ.Χ. αι.), την περιγράφει ως μικρόσωμη και μελαχρινή («μικρά και μέλαινα»). Σύμφωνα με το βυζαντινό λεξικό Σούδα, πιθανότατα παντρεύτηκε έναν πλούσιο από την Άνδρο, τον Κερκύλα, με τον οποίο απέκτησε μια κόρη, που ονομάστηκε Κλεΐδα σύμφωνα με το έθιμο της εποχής. Λόγω πολιτικών αναταραχών στη Λέσβο που οδήγησαν την αριστοκρατία του νησιού σε εξορία από την πρωτεύουσα Μυτιλήνη, η Σαπφώ κατέφυγε προσωρινά στη Σικελία. Αργότερα, μετά την κατάλυση της τυραννίας, επί Πιττακού του Μυτιληναίου, γύρισε στη Μυτιλήνη, συγκέντρωσε γύρω της νεαρές όμορφες φίλες από την αριστοκρατία του νησιού και των μικρασιατικών πόλεων, για να τους διδάξει τις τέχνες της μουσικής και της ποίησης, στην υπηρεσία της Αφροδίτης και των Μουσών. Αυτή η σχέση, που ήταν εμπνευσμένη από θρησκευτικές ιδέες, δεν ήταν κάτι που έκανε πρώτη η Σαπφώ. Μαρτυρείται ότι και άλλες γυναίκες της εποχής διατηρούσαν τέτοιου είδους ωδεία. Όμως η σχέση της Σαπφούς με τις μαθήτριές της θεωρήθηκε αργότερα απρεπής, επειδή είχε και ερωτικές διαστάσεις και γι' αυτό έμεινε στην ιστορία ως «λεσβιακός έρως».
Ένας μεταγενέστερος θρύλος λέει ότι η Σαπφώ, λόγω του ανεκπλήρωτου έρωτά της για τον όμορφο νέο Φάωνα, που την απέρριψε και την εγκατέλειψε, έπεσε από τα βράχια της Λευκάδας στη θάλασσα. Δεν είναι όμως γνωστό, αν υπήρξε καν πρόσωπο με αυτό το όνομα ή αν πρόκειται για θρύλο. Πιθανότατα πρόκειται για παρερμηνεία κάποιου ποιήματός της, όπου η Σαπφώ εξυμνεί την ομορφιά του Φάωνα, ακόλουθου της Αφροδίτης

Η γνώμη των αρχαίων για τη Σαπφώ

Η Σαπφώ σε προτομή 
του 2ου αι. μΧ από τη Ρώμη
 (αντίγραφο του 4ου αι. πΧ). 
Μουσείο Νόιες Βερολίνου.
Η Σαπφώ θεωρείται με την ποίησή της, που ήταν γραμμένη στην αιολική διάλεκτο, ως η σημαντικότερη λυρική ποιήτρια της αρχαιότητας. Ο Πλάτων την ονομάζει «σοφή» και «δέκατη Μούσα», ο Ανακρέων «ηδυμελή», ο Λουκιανός «μελιxρόν αύχημα Λεσβίων» οι Ιουλιανός και Αντίπατρος «θηλυκό Όμηρο» και «τιμή Λεσβίων γυναικών», ενώ ο Στράβων «θαυμαστόν τέρας». Ο Οράτιος στη 2η ωδή του μας λέει ότι ακόμα και οι νεκροί στον κάτω κόσμο ακούν τα τραγούδια της με θαυμασμό σε ιερή σιγή.
Μετά τον θάνατό της στην πατρίδα της Λέσβο έκοψαν νόμισμα με τη μορφή της. Στις Συρακούσες και στην Πέργαμο στήθηκαν αγάλματά της, ενώ στις Συρακούσες κατασκευάστηκε και ένα κενοτάφιο σε ανάμνησή της.
Σε μεταγενέστερη όμως εποχή, οι Αττικοί κωμωδιογράφοι τη δυσφήμησαν για ομοφυλοφιλικές τάσεις (εξ ου και ο όρος λεσβία). Αφορμή για τις φήμες υπήρξε πιθανόν το ότι η Σαπφώ εκδήλωνε έντονο συναισθηματισμό προς τις μαθήτριές της. Μολονότι κανένας από τους συγγραφείς δεν αναφέρει κάτι σχετικό μέχρι την εποχή του Αριστοτέλη, οι κρίσεις αυτές για τη Σαπφώ επικράτησαν. Μάλιστα αναφέρεται ότι η Σαπφώ είχε ερωτευθεί την Ατθίδα, την Τελέσιππα και τη Μεγάρα. Σύγχρονοί μας μελετητές εκφράζουν αμφιβολίες για το αν η Σαπφώ ήταν όντως λεσβία.

Απήχηση στα μεταγενέστερα χρόνια

Καθώς τον έβδομο αιώνα μ.Χ. τα ποιήματα της Σαπφούς εξακολουθούσαν ακόμη να διαβάζονται στην Αίγυπτο και αργότερα στην εποχή των Κομνηνών η Πατριαρχική Σχολή περιελάμβανε στην ύλη της ποιητές όπως η Σαπφώ και ο Πίνδαρος, μάλλον δεν υπήρξε κάποια επίσημη επιβολή λογοκρισίας από την Χριστιανική Εκκλησία. Είναι όμως πιθανό, πολλά από τα έργα της να χάθηκαν λόγω της μη αντιγραφής τους, εξαιτίας της χαμηλής ζήτησης που ίσως είχαν μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού και στα πλαίσια μιας πιο αυστηρής άποψης για την ηθική. Ο επίσης Μυτιληνιός σύγχρονος ποιητής Οδυσσέας Ελύτης την περιέγραψε σαν μια «μακρινή εξαδέλφη» του με την οποία μεγάλωσαν παίζοντας «στους ίδιους κήπους, γύρω από τις ίδιες ροδιές, πάνω απ' τις ίδιες στέρνες» και της αφιέρωσε ένα από τα μικρά του έψιλον. Το 1986 κυκλοφόρησε στην Ελλάδα ο δίσκος «Σαπφώ» σε μουσική του Σπύρου Βλασσόπουλου και παραγωγή του Διονύση Σαββόπουλου, με μελοποιήσεις 12 ποιημάτων της Σαπφούς σε μετάφραση του Σωτήρη Κακίση, και ερμηνεία της Αλέκας Κανελλίδου.
Ο αστεροειδής 80 Σαπφώ (80 Sappho), που ανακαλύφθηκε το 1864, πήρε το όνομά του από τη λυρική αυτή ποιήτρια.

Sappho e Alcaeus -  Sir Lawrence Alma-Tadema

Έργα

Η Σαπφώ έγραψε ερωτικά ποιήματα, ύμνους στους θεούς και επιθαλάμια (τραγούδια του γάμου). Η ποίησή της δονείται από αυθορμητισμό και έντονα αισθήματα. Αρκετοί από τους στίχους της μαρτυρούν έντονο ερωτισμό και λυρισμό. Από τα ποιήματά της, που συνέλεξαν οι Αλεξανδρινοί και δημοσίευσαν σε βιβλία, τα πιο διάσημα ήταν οι Ύμνοι και τα Επιθαλάμια. Ίσως κανένας άλλος λογοτέχνης δεν μπορεί να συγκριθεί με τη Σαπφώ στην ομορφιά της σκέψης, στον μελωδικό της στίχο και στην ένταση των αισθημάτων της. Εκτός από μικρά αποσπάσματα, έχουν διασωθεί ολόκληρα μόνο ένας Ύμνος στην Αφροδίτη («Ποικιλόθρον' αθάνατ' Αφρόδιτα»), η Ωδή «Ότωι τις έραται» και ένα αναφερόμενο στο μύθο της Ηούς (Αυγής) και του Τιθωνού, που ανακαλύφθηκε από αποκατάσταση παπύρου της Οξυρρύγχου και εκδόθηκε το 2005. Αυτά υπάρχουν μεταφρασμένα στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες.
Τρία επιγράμματα με το όνομα της Σαπφούς, από τον Στέφανο του Μελέαγρου, υπάρχουν στην Παλατινή Ανθολογία, εντονότατα αμφισβητούμενα (VI 269, VII 489, VII 505).
 
συνέχεια
 

Τρίτη 9 Απριλίου 2019

Σαρλ Πιερ Μπωντλαίρ (Charles Pierre Baudelaire, ( 9 Απριλίου 1821 - 31 Αυγούστου 1867)

 
homouniversalisgr.blogspot.com
 
Ο Σαρλ Πιερ Μπωντλαίρ (Charles Pierre Baudelaire, Παρίσι, 9 Απριλίου 1821 - 31 Αυγούστου 1867) ήταν Γάλλος ποιητής, ένας από τους σημαντικότερους της γαλλικής αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Κατά την διάρκεια της ζωής του, ο Μπωντλαίρ υπέστη δριμεία κριτική για τις συγγραφές του και την θεματική του. Ελάχιστοι από τους σύγχρονούς του τον κατανόησαν. Η εφημερίδα Le Figaro της 5ης Ιουλίου 1857 έγραψε τα εξής σχετικά με την πρόσφατη εμφάνιση των Ανθέων του Κακού: «Σε ορισμένα σημεία αμφιβάλλουμε για την πνευματική υγεία του Κου Μπωντλαίρ. Όμως ορισμένα άλλα δεν μας επιτρέπουν περαιτέρω αμφιβολίες. Κυριαρχεί, ως επί το πλείστον, η μονότονη και επιτηδευμένη επανάληψη των ίδιων πραγμάτων, των ίδιων σκέψεων. Η αηδία πνίγει την αχρειότητα—για να την καταπολεμήσει σμίγει με το μόλυσμα».
Ο Μπωντλαίρ σήμερα αναγνωρίζεται ως μέγας ποιητής της γαλλικής και της παγκόσμιας Λογοτεχνίας και συγκαταλέγεται μεταξύ των κλασικών. Χαρακτηριστικά, ο Μπαρμπέ ντ' Ορεβιγί τον αποκάλεσε «Δάντη μιας παρηκμασμένης εποχής».
Σε ολόκληρο το έργο του, ο Μπωντλαίρ προσπάθησε να ενυφάνει την Ομορφιά με την Κακία, την βία με την ηδονή (Une martyre), καθώς και να καταδείξει την σχέση μεταξύ τους. Παράλληλα με την συγγραφή ποιημάτων σοβαρών (Semper Eadem) και σκανδαλιστικών για την εποχή (Delphine et Hippolyte), κατόρθωσε επίσης να εκφράσει την μελαγχολία (Mœsta et errabunda) και την νοσταλγία (L' Invitation au voyage).
O Μπωντλαίρ,
φωτογραφία του Nadar.
Ο πατέρας του Μπωντλαίρ ήταν άνθρωπος μορφωμένος, αφοσιωμένος στα ιδανικά του Διαφωτισμού και ερασιτέχνης ζωγράφος. Με τον θάνατό του το 1827 άφησε στον Σαρλ πλούσια πνευματική κληρονομιά. Έναν χρόνο αργότερα, η μητέρα του παντρεύτηκε τον Συνταγματάρχη Οπίκ, πράξη που ο Μπωντλαίρ ποτέ δεν της συγχώρεσε. Ο Ωπίκ ενσάρκωνε για τον Μπωντλαίρ όλα όσα στέκονταν ανάμεσα σε αυτόν και σε ό,τι αγαπούσε: την μητέρα του, την ποίηση, το όνειρο, μία ζωή χωρίς δυστυχή περιστατικά. Επιστρέφοντας από το Λύκειο το 1839, ο Μπωντλαίρ αποφασίζει να ζήσει την ζωή του ενάντια στις παραδοσιακές αστικές αξίες που ενσαρκώνει η μητέρα του και ο πατριός του. Αποπειράται να ταξιδέψει ως τις Ινδίες, αλλά τελικά αποτυχαίνει. Το ταξίδι αυτό, ωστόσο, πρόκειται να ερεθίσει την φαντασία και την έμπνευσή του (αγάπη για την θάλασσα, οράματα τόπων εξωτικών).
Μετά την επιστροφή του στο Παρίσι συνδέεται με την Ζαν Ντυβάλ (Jeanne Duval), μια νεαρή μιγάδα, η οποία θα τον μυήσει στις ηδονές αλλά και στις πληγές του πάθους. Δανδής και χρεωμένος, τίθεται υπό δικαστική επιτήρηση το 1842 και διάγει άθλιο βίο. Αρχίζει να συνθέτει πληθώρα ποιημάτων για την συλλογή «Τα Άνθη του Κακού». Ως κριτικός τέχνης και δημοσιογράφος μάχεται τις μεγαλόστομες μορφές του Ρομαντισμού. Το 1848 συμμετέχει στην επανάσταση των οδοφραγμάτων και λέγεται ότι παροτρύνει τους επαναστάτες να πυροβολήσουν τον πατριό του, Οπίκ. Αργότερα, συνάδει με την απέχθεια των Γκυστάβ Φλωμπέρ και Ουγκώ για την κυβέρνηση του Ναπολέοντος Γ΄. Τα Άνθη του Κακού εκδίδονται το 1857 και στην συνέχεια καταδικάζονται μερικώς «για προσβολή των δημοσίων και των καλών ηθών». Η επόμενη έκδοση του 1861 είναι εμπλουτισμένη, αναδομημένη αλλά και ακρωτηριασμένη κατά έξι ποιήματα (Les bijoux, Le Léthé, À celle qui est trop gaie, Lesbos, Femmes damnées (το πρώτο ποίημα της συλλογής), Les métamorphoses du vampire), την δημοσίευση των οποίων απαγόρευσε ο δικαστής Πινάρ. Κατόπιν, ο ποιητής φεύγει για το Βέλγιο και εγκαθίσταται στις Βρυξέλλες, όπου συγγράφει ένα φυλλάδιο για το Βέλγιο, το οποίο και θεωρεί καρικατούρα της γαλλικής αστικής τάξης. Επίσης, συναντά εκεί τον Φελισιέν Ροπ, ο οποίος θα εικονογραφήσει τα Άνθη.
Πεθαίνει στο Παρίσι από πάρεση και αφασία το 1867. Ενταφιάζεται στο Κοιμητήριο του Μονπαρνάς (6ο τμήμα), στον ίδιο τάφο με τον πατριό και την μητέρα του. Η τρίτη έκδοση των «Ανθέων» (1868) δεν θα βρει τον Μπωντλαίρ εν ζωή. Μετά τον θάνατό του, η λογοτεχνική του κληρονομιά δημοπρατήθηκε και τελικά αγοράστηκε από τον εκδότη Μισέλ Λεβί για 750 φράγκα. Η δικαστική απόφαση του 1857 δεν ανακλήθηκε πριν από το 1949, οπότε και έγινε αποκατάσταση του πλήρους έργου του Μπωντλαίρ.
Γκυστάβ Κουρμπέ: Πορτρέτο του Μπωντλαίρ
Η ποιητική τέχνη του

Απορρίπτοντας τις πλάνες του ρεαλισμού και της «τέχνης για την τέχνη», ο Μπωντλαίρ στοχεύει να κατακτήσει την θεμελιώδη αλήθεια, την κοσμική ανθρώπινη πραγματικότητα στις συμπαντικές διαστάσεις της. Γράφει στο Καλλιτεχνικό Σαλόνι του 1846: «Η πρωταρχική απασχόληση του καλλιτέχνη είναι να αποκαταστήσει τον άνθρωπο στην φύση, ώστε να επαναστατήσει εναντίον της. Αυτή η επανάσταση δεν λαμβάνει χώρα ψυχρά, ως κάτι το δεδομένο, σαν να ήταν κάποιος κώδικας ή ρητορική. Λαμβάνει χώρα παρορμητικά και αφελώς, ακριβώς όπως η αμαρτία, όπως το πάθος, όπως η επιθυμία». Στο δε Καλλιτεχνικό Σαλόνι του 1859 προσθέτει: «Ο καλλιτέχνης—ο αληθινός καλλιτέχνης, ο αληθινός ποιητής—δεν πρέπει να ποιεί παρά μόνον όταν βλέπει και όταν ακούει. Πρέπει να είναι αληθινά πιστός στην φύση του». Με αυτόν τον τρόπο ο Μπωντλαίρ αρθρώνει την θεμελιώδη ανακάλυψη της σύγχρονης αισθητικής: «Το Ωραίο πάντα θα είναι παράξενο. Δεν λέω ότι θα είναι παράξενο εκούσια και ψυχρά, διότι τότε δεν θα ήταν παρά ένα τέρας που ξεπήδησε μέσα από τις ατραπούς της ζωής. Λέω απλώς ότι πάντα θα ενέχει ένα στοιχείο παραδοξότητας, όχι ηθελημένης αλλά υποσυνείδητης. Και σε αυτήν την παραδοξότητα θα έγκειται και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που θα το καθιστά ωραίο».
Γι' αυτό και θεωρεί τη φαντασία «βασίλισσα όλων των προικισμάτων». Στην πραγματικότητα, η φαντασία υποκαθιστά «την παραδοσιακή μετάφραση της υλικής ζωής», υποκαθιστά την πράξη με το όνειρο. Η ποίηση έτσι ορισμένη εκφράζει σχεδόν κάθε μεταγενέστερο ποιητή. Ωστόσο, ο Μπωντλαίρ δεν βίωσε το έργο του, διότι για αυτόν η ζωή και η ποίηση ήταν πάντα μέχρι ενός σημείου ξεχωρισμένες. Αυτό που τόσο ο Μπωντλαίρ όσο και οΣτεφάν Μαλαρμέ όριζαν ως έργο τέχνης, οι Σουρρεαλιστές μετά τον Αρτούρ Ρεμπό ονόμαζαν έργο ζωής, θέλοντας να αλλάξουν την ζωή. Έτσι μπορούμε να καταλάβουμε και τον φόρο τιμής που απέτισε στον Μπωντλαίρ ο νεαρός Ρεμπό: «Ο Μπωντλαίρ είναι ο πρώτος οραματιστής, ο βασιλεύς όλων των ποιητών, ένας θεός». Αρκεί να συγκρίνουμε αυτό το απόσπασμα του Μπωντλαίρ:
[…] ποιος δεν έχει βιώσει τούτες τις θαυμάσιες στιγμές, που είναι πραγματικές γιορτές του νου, κατά τις οποίες οι πιο άγρυπνες αισθήσεις συλλαμβάνουν τις πιο εκτυφλωτικές εντυπώσεις, όταν το γαλάζιο του ουρανού γίνεται πιο διάφανο και σε βυθίζει σε μια άβυσσο πιο απέρατη, όταν οι ήχοι αναβλύζουν μουσική, όταν τα χρώματα μιλούν και όταν τα αρώματα περιγράφουν ολόκληρους κόσμους ιδεών; Η ζωγραφική, λοιπόν, του Ντελακρουά για εμένα είναι η αποτύπωση αυτών των υπέροχων στιγμών του πνεύματος. Είναι επενδυμένη με τέτοια ένταση που το μεγαλείο της καθίσταται ασύγκριτο. Αποκαλύπτει τον υπερρεαλισμό, σαν να αντιλαμβάνεται την φύση μέσα από υπερευαίσθητες νευρικές απολήξεις.
με το παρακάτω απόσπασμα από το Πρώτο Μανιφέστο του Σουρεαλισμού:
Το να υποβιβάσεις την φαντασία σε δουλεία, από την στιγμή που είναι η αιτία αυτού που πρόχειρα αποκαλούμε ευτυχία, ουσιαστικά σημαίνει το να απογυμνώνεσαι από όλα όσα έχεις στο βάθος του εαυτού σου—από την υπέρτατη δικαιοσύνη. Μόνον η φαντασία μπορεί να αποκαλύψει όσα δεν υπάρχουν κι όμως μπορούν να γίνουν και αυτό είναι αρκετό προκειμένου να φύγει λίγο πιο μακριά η φοβερή απαγόρευση για όσα δεν μπορούμε να έχουμε. Είναι αρκετά για να αφεθούμε σε αυτήν χωρίς να φοβόμαστε ότι θα μας προδώσει.
Έτσι, ο Υπερρεαλισμός φέρει μέσα του λίγη μαγιά από το έργο του Λοτρεαμόν, του Ρεμπό και του ίδιου του Σουρεαλισμού.
Ο Μπωντλαίρ επιστράτευσε την περίφημη αυτή φόρμουλα που τόσο ταιριαστά περιγράφει την τέχνη του για να σχολιάσει την ζωγραφική του Ντελακρουά και το έργο του Θεοφίλου Γκοτιέ: «Ο έντεχνος χειρισμός της γλώσσας έγκειται στο να κατορθώνεις ένα είδος παρεμφατικής μαγείας. Μόνον έτσι μπορεί να μιλήσει το χρώμα σαν φωνή βαθιά και ζωηρή, μόνον έτσι μπορούν τα μνημεία να ξεχωρίσουν και να αναδυθούν από τα βάθη του χώρου, μόνον έτσι τα ζώα και τα φυτά, που αντιπροσωπεύουν την ασχήμια και την κακία, μπορούν να κάνουν σαφείς τους μορφασμούς τους, μόνον έτσι τα αρώματα προσκαλούν τις αντίστοιχές τους σκέψεις και αναμνήσεις, μόνον έτσι το πάθος ψιθυρίζει ή κραυγάζει στην γλώσσα που θα μας είναι αιώνια γνώριμη».
Μόνον ο Ζεράρ ντε Νερβάλ, πριν από τον Μπωντλαίρ, είχε κατορθώσει να καταγράψει ποίηση που δεν αποτελούσε λογοτεχνία. Απαλλαγμένη από το βάρος της λογικής, η ποίηση μπορεί ωστόσο να εντυπώσει τοσυναίσθημα μέσα από την βαναυσότητά της. Όντως, στα καλύτερα ποιήματά του ο Μπωντλαίρ διατηρεί από τον κλασικό στίχο μόνον την μουσικότητά του, προβαίνει σε τομές των στίχων και απορρίπτει τον υπερβολικά μηχανιστικό αλεξανδρινό στίχο. Το παράδειγμά του θα ακολουθήσουν αργότερα οι Πολ Βερλέν, Μαλαρμέ, Μορίς Μέτερλινκ. Εμπνευσμένος από την ανάγνωση του Gaspard de la Nuit του Aloysius Bertrand, ο οποίος πρώτος συνέθεσε ποιήματα σε πεζό, ο Μπωντλαίρ συγγράφει τα Μικρά Ποιήματα σε Πεζό και στον πρόλογο εξηγεί: «Και ποιος δεν έχει ονειρευτεί κατά τις φιλόδοξες μέρες του, το θαύμα μιας ποιητικής πρόζας, που να έχει μουσική χωρίς να έχει ρυθμό και ρίμα, που να είναι τόσο ευέλικτη και τόσο χτυπητή, ώστε να προσαρμόζεται στους λυρικούς λικνισμούς της ψυχής, στους κυματισμούς της ονειροπόλησης και στα τραντάγματα της συνείδησης;».
Τρόμος και Έκσταση
«Από παιδί δύο συναισθήματα αντιμάχονταν στην καρδιά μου: η φρίκη της ζωής και η έκσταση της ζωής.» (Η καρδιά μου ξεγυμνωμένη)
Κάθε μεγάλο έργο του Ρομαντισμού μαρτυρεί αυτό το πέρασμα από την φρίκη στην έκσταση και από την έκσταση στην φρίκη. Από εκεί εντυπώθηκε βαθιά στον Μπωντλαίρ η αίσθηση της κατάρας που βαραίνει κάθε ανθρώπινο πλάσμα μετά το προπατορικό αμάρτημα. Κατ' αυτήν την έννοια, τα Άνθη του Κακού ανήκουν στο χριστιανικό λογοτεχνικό είδος.
Αναλύοντας την έκφρασή του «το κύμα του πάθους», ο Σατωμπριάν έγραψε στον πρόλογο του ομώνυμου έργου του: «Ο Χριστιανός πάντοτε βλέπει τον εαυτό του σαν έναν ταξιδιώτη που απλώς διασχίζει εδώ κάτω την κοιλάδα των δακρύων και που δεν θα ξεκουραστεί παρά μόνον στον τάφο». Για τον Μπωντλαίρ, δεν πρόκειται απλώς για λογοτεχνία ή για έννοιες λίγο ή πολύ αφηρημένες αλλά για το «ζωντανό θέαμα της θλιβερής δυστυχίας [του]». Ακριβώς όπως η φύση, έτσι και ο άνθρωπος έχει σπιλωθεί από το προπατορικό αμάρτημα και, όπως στην περίπτωση του René ή του Werther (Γκαίτε), ο Μπωντλαίρ νιώθει διαρκώς απέχθεια για το «άθλιο πλήθος» (Recueillement). Αυτό που τον ταλανίζει πάνω από όλα είναι ο εγωισμός και η μοχθηρία των ανθρώπων, η πνευματική τους παραλυσία και η απουσία συναίσθησης του τι είναι Ωραίο και τι είναι Καλό. Το ποίημα σε πεζό La Corde, που εμπνεύστηκε από πραγματικά γεγονότα, αφηγείται την ιστορία μιας μητέρας που, αδιαφορώντας για την τύχη του παιδιού της που θανατώθηκε στην αγχόνη, καταφέρνει να πάρει στην κατοχή της το σχοινί της εκτέλεσης, ώστε να το χρησιμοποιήσει για εμπορικό κέρδος.
Ο Μπωντλαίρ υπέφερε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο: το Albatros επιτιμά την ηδονή που ο «χύδην όχλος» βρίσκει στο Κακό, ειδικότερα με το να βασανίζει τον ποιητή. Στο Art Romantique (Ρομαντική Τέχνη) ο Μπωντλαίρ παρατηρεί: «Αποτελεί θαυμαστό προνόμιο της Τέχνης, το να μπορεί να μετατρέπει την φρίκη σε ομορφιά εκφράζοντάς την καλλιτεχνικά. Ο πόνος, όταν του δίνεται ρυθμός και μέτρο, γεμίζει το πνεύμα με μια γαλήνια χαρά». Ποιήματα, όπως τα Le Mauvais Moine, L'Ennemi, Le Guignon, καταδεικνύουν την φιλοδοξία του να μεταμορφώσει τον πόνο σε ομορφιά.
Ήταν αδύνατον για τον Μπωντλαίρ να πιστέψει ότι οποιοσδήποτε πολιτισμός θα μπορούσε να προσεγγίσει την τελειότητα. Περιφρονούσε τόσο τον σοσιαλισμό, όσο τον ρεαλισμό και τον νατουραλισμό. Όπως και ο Πόε, θεωρούσε την "πρόοδο και την σύγχρονη μεγάλη ιδέα, την έκσταση μιας μυγοσκοτώστρας". Συγκεφαλαιώνοντας αυτό που ονόμαζε «σύγχρονες αιρέσεις», ο Μπωντλαίρ απέρριψε επίσης την «αίρεση της παιδείας»: «Η Ποίηση, για το ελάχιστο που μπορούμε να κοιτάξουμε βαθιά μέσα μας, να ανακρίνουμε την ψυχή μας, να θυμηθούμε τις πιο υπέροχες αναμνήσεις μας, δεν έχει άλλο σκοπό πέρα από την ίδια. (…) Εάν η υποκινούσα δύναμη του ποιητή είναι η ηθική, τότε χάνει από την ποιητική του δύναμη και το ξέρει καλά ότι το έργο του θα είναι κακό» (από άρθρο για τον Τεοφίλ Γκοτιέ).
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο ποιητής δεν εξεγείρεται ενάντια στην κατάσταση της ανθρωπότητας. Εκφράζει θαυμασμό για τα μεγάλα μεφιστοφελικά έργα του ρομαντισμού, όπως ο Melmoth («μαύρο» γοτθικό μυθιστόρημα του Charles Robert Maturin). Εφόσον η ποίηση αποτελεί ουσιαστικά το αντίθετο της ανθρώπινης δυστυχίας, θεωρεί ότι δεν μπορεί παρά να είναι επανάσταση. Έτσι, η ποίηση του Μπωντλαίρ αποκτά σύγχρονη μορφή στα Μικρά Ποιήματα σε Πεζό, όπου γίνεται μαύρο χιούμορ.https://el.wikipedia.org
συνέχεια
 

Σάββατο 6 Απριλίου 2019

Χαλίλ Γκιμπράν ( 6 Ιανουαρίου 1883 - 10 Απριλίου 1931 )

 
homouniversalisgr.blogspot.com
Αυτοπροσωπογραφία με τη Μούσα Ο Γκιμπράν Χαλίλ Γκιμπράν ( ή Χαλίλ Γκιμπράν, ή «ο άνθρωπος από τον Λίβανο», όπως είναι…
Ο Γκιμπράν Χαλίλ Γκιμπράν ( ή Χαλίλ Γκιμπράν, ή «ο άνθρωπος από τον Λίβανο», όπως είναι γνωστός στο παγκόσμιο κοινό, υπήρξε ποιητής, φιλόσοφος και καλλιτέχνης.
Ο Γκιμπράν Χαλίλ Γκιμπράν γεννήθηκε στις 6 Ιανουαρίου, 1883, στη μαρωνιτική οικογένεια των Γκιμπράν, στο Μπσαρί, της ορεινής περιοχής του Βόρειου Λιβάνου. Ο Λίβανος, οθωμανική επαρχία εκείνη την εποχή και τμήμα της μείζονος Συρίας (Συρία, Λίβανος και Παλαιστίνη) ήταν υποταγμένος στην οθωμανική κυριαρχία, η οποία είχε αποδώσει στο όρος Λίβανος σχετική διοικητική αυτονομία. Ο μακρύς αγώνας των ανθρώπων του όρους Λίβανος για ανεξαρτησία επηρέασε ιδιαίτερα τον νεαρό Γκιμπράν, που έγινε αργότερα ενεργό μέλος του κινήματος για ανεξαρτησία. Το όρος Λίβανος κυριαρχείτο ιδιαίτερα από αναταραχές, εξαιτίας διάφορων εξωτερικών παρεμβάσεων που πυροδότησαν θρησκευτικό μίσος ανάμεσα στους χριστιανικούς -ιδιαίτερα τους Μαρωνίτες- και τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς, διάσταση ενεργή ακόμη και σήμερα. Ο Γκιμπράν αποδείχθηκε μοναχικό παιδί που απολάμβανε ιδιαίτερα το φυσικό περιβάλλον του ορεινού Μπεσχάρι, ειδικά τα βράχια, γεγονός που αποτυπώθηκε ως συμβολιστική επίδραση στα κείμενα και τα σκίτσα του. Η επιπολαιότητα του πατέρα οδήγησε την οικογένεια σε φτώχεια και έτσι ο νεαρός Γκιμπράν δεν έλαβε επίσημη εκπαίδευση. Η μάθησή του περιορίστηκε στις συχνές του επισκέψεις στον ιερέα ενός χωριού, που τον δίδαξε τα ουσιώδη της θρησκείας και της Βίβλου, μαζί τη τη Συριακή και την Αραβική γλώσσα. Αναγνωρίζοντας την ερευνητική φύση του νεαρού Γκιμπράν, ο ιερέας άρχισε επίσης να του διδάσκει τα προκαταρκτικά του αλφάβητου και της γλώσσας, ανοίγοντάς του ουσιαστικά τον κόσμο της ιστορίας, της επιστήμης και της λογοτεχνίας.

Μετανάστευση στις Η.Π.Α.

Με τον πατέρα φυλακισμένο από τις οθωμανικές αρχές για χρέη και την περιουσία του κατασχεμένη, η οικογένεια Γκιμπράν άστεγη έμεινε για λίγο σε γνωστούς και συγγενείς, έως ότου η μητέρα του Καμίλα Ραχμέχ (Kamila Rahmeh), γυναίκα με ισχυρή θέληση, αποφάσισε να μεταναστεύσει, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Αν και ο πατέρας αποφυλακίστηκε το 1894, το τμήμα Αλλοδαπών τον έκρινε ανεπιθύμητο λόγω πρότερου βίου. Έτσι, η υπόλοιπη οικογένεια αναχώρησε στις 25 Ιουνίου του 1895 για τις Η.Π.Α. Οι Γκιμπράν εγκαταστάθηκαν στο Σάουθ Εντ της Βοστώνης όπου η Καμίλα για να θρέψει την οικογένειά της, εργαζόταν ως γυρολόγος στους φτωχούς δρόμους του Σάουθ Εντ. Τα φιλανθρωπικά ιδρύματα των περιοχών στις οποίες υπήρχαν φτωχοί μετανάστες έδωσαν τις δυνατότητα σε παιδιά μεταναστών να ενταχθούν σε δημόσια σχολεία και να τα κρατήσουν από τους δρόμους. Ο Γκιμπράν ήταν το μόνο μέλος της οικογένειας που ακολούθησε τον δρόμο της εκπαίδευσης. Οι αδελφές του δεν επιτρεπόταν να μπουν στο σχολείο αποθαρρυμένες αφενός από την παράδοση της Μέσης Ανατολής αλλά και τις οικονομικές δυσκολίες της οικογένειας. Αργότερα ο Γκιμπράν έγινε υπέρμαχος της υπόθεσης της χειραφέτησης και μόρφωσης των γυναικών, περιβαλόμενος πάντα από ανεξάρτητες, μορφωμένες γυναίκες με ισχυρή θέληση.

Η περιέργεια του Γκιμπράν τον οδήγησε στην εξερεύνηση της πολιτισμικής όψης της Βοστώνης, του θεάτρου, της όπερας και των γκαλερί. Υποτάσσοντας τις πολιτισμικές σκηνές που αντλούσε γύρω του σε σκίτσα, ο Γκιμπράν προσέλκυσε την προσοχή των δασκάλων του, που διαβλέποντας το ταλέντο του, τον έφεραν σε επαφή με τον Φρεντ Χόλαντ Ντέι (Fred Holland Day), καλλιτέχνη και υποστηρικτή καλλιτεχνών. Τούτη η επαφή οδήγησε βήμα-βήμα τον Γκιμπράν στο δρόμο της καλλιτεχνικής φήμης. Ο νεαρός καλλιτέχνης πέρασε στους κύκλους της Βοστώνης και οι καλλιτέχνικές του δυνατότητες του εξασφάλισαν στέρεη φήμη σε νεαρή ηλικία. Ωστόσο, η οικογένειά του αποφάσισε ότι τούτη η πρόωρη ηλικία θα του δημιουργούσε μελλοντικά προβλήματα και με την έγκρισή του γύρισε πίσω στον Λίβανο για να τελειώσει την εκπαίδευσή του και να μάθει Αραβικά.

Πίσω στη Βηρυττό

Το 1898 ο Γκιμπράν έφτασε στη Βηρυτό μιλώντας λίγα Αγγλικά και πολύ λιγότερα Αραβικά. Μιλούσε άνετα, αλλά δεν μπορούσε να τα διαβάσει και πολύ περισσότερο να τα γράψει. Για να βελτιώσει τα Αραβικά του γράφτηκε στο σχολείο Μαντραζάτ-αλ-Χικμά, ένα μαρωνιτικό σχολείο που πρόσφερε ένα παρωχημένο κύκλο σπουδών, τον οποίο ο Γκιμπράν αναπροσάρμοσε, ζητώντας από το εκπαιδευτικό ίδρυμα ένα νέο πρόγραμμα κολλεγιακής κατεύθυνσης. Τελείωσε τούτο το κολεγιακό πρόγραμμα το 1902, μαθαίνοντας πολύ καλά Αραβικά και Γαλλικά με κατεύθυνση τη λογοτεχνία και ειδικότερα την ποίηση. Οι εντάσεις στις σχέσεις του με τον πατέρα του, η στερημένη ζωή που έζησε εκεί και τα άσχημα νέα της οικογένειας πίσω στις Η.Π.Α. τον εξανάγκασαν να φύγει από τον Λίβανο το Μάρτιο του 1902.

Επιστροφή στις Η.Π.Α
 
Χαλίλ Γκιμπράν, φωτο Φρεντ Χόλαντ Ντέι, περ. 1898.
 Γεμάτη θανάτους τούτη η χρονιά, του στέρησε την αδελφή του και τη μητέρα του, καθώς και τον αδελφό του. Στο μεταξύ η Ζοζεφίν Πίμποντι (Josephine Peabody), η πρώτη γυναίκα που ερωτεύθηκε βαθιά ο Γκιμπράν, απέρριψε την πρόταση γάμου που της έκανε. Ωστόσο, η φροντίδα της και η προσοχή της ήταν η μεγάλη έμπνευση πίσω από τον Προφήτη, ο τίτλος του οποίου βασίστηκε σε ένα ενδεκάστιχο ποίημα της Ζοζεφίν, που έγραψε τον Δεκέμβριο του 1902, για τη ζωή του Γκιμπράν στο Μπσαρί, όπως εκείνη το οραματίστηκε. Αργότερα, ο Γκιμπράν της αφιέρωσε την έκδοση του έργου του. Μετά τον θάνατο της μητέρας του ο Γκιμπράν πούλησε τη μικρή επιχείρηση που είχε στήσει στο μεταξύ η μητέρα του και με τη βοήθεια του Ντέι και της Ζοζεφίν ξεκίνησε την πρώτη του καλλιτεχνική έκθεση με τα αλληγορικά και συμβολικά σκίτσα του, που τόσο γοήτευαν την κοινωνία της Βοστώνης. Η έκθεση άνοιξε στις 3 Μαΐου 1904 και απέσπασε θετικές κριτικές. Ωστόσο, η σημασία αυτής της έκθεσης επικεντρώνεται κυρίως στο γεγονός ότι εκεί ο Γκιμπράν γνώρισε τη Μαίρη Χάσκελ (Mary Haskell) η οποία επηρέασε ιδιαίτερα τη λογοτεχνική καριέρα του, σχεδόν για το υπόλοιπο της ζωής του.

Το 1904, ο Γκιμπράν άρχισε να γράφει στην αραβόφωνη εφημερίδα για τους μετανάστες Al-Mouhajer (Ο Μετανάστης), με πρώτο δημοσιευμένο έργο το «Όραμα», ένα ρομαντικό δοκίμιο. Εκείνη τη χρονιά ξεκίνησε τη στήλη Δάκρυα και Γέλιο, που αποτέλεσε και τη βάση για το βιβλίο του Δάκρυ και Χαμόγελο. Το πρώτο του αραβόφωνο έργο με τίτλο Μουσική δημοσιεύθηκε το 1905. Το 1906 δημοσιεύθηκε το δεύτερο έργο του Οι Νύμφες της Κοιλάδας και το 1908 το Επαναστατημένα Πνεύματα , έργο που παραλίγο να του κοστίσει αφορισμό για το αντικληρικό του περιεχόμενο και απαγορεύθηκε από την κυβέρνηση της Συρίας.
 
Παρίσι

Στις 1 Ιουλίου του 1908, Ο Γκιμπράν έφυγε από τη Βοστώνη για το Παρίσι, για να μελετήσει στη Σχολή Καλών Τεχνών. Εδώ, ωστόσο, έγινε άμεσα ορατή η έλλειψη βασικής εκπαίδευσης. Αποξενωμένος από την ακαδημαϊκή εκπαίδευση ο Γκιμπράν αναζήτησε τη δική του ελεύθερη έκφραση, σκιτσάροντας αδιάκοπα μοντέλα σύμφωνα με τη δική του αίσθηση πραγμάτων. Επέστρεψε στην Αμερική στις 31 Οκτωβρίου 1910 και αργότερα μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, μακριά από τη Λιβανέζικη συνοικία, αναζητώντας χώρο για την τέχνη του και για τον εαυτό του.

Στη Νέα Υόρκη ο Γκιμπράν άρχισε να επεξεργάζεται τα Σπασμένα Φτερά, ένα είδος πνευματικής βιογραφίας όπως το έθεσε ο ίδιος, παρά το γεγονός ότι οι εμπειρίες στο βιβλίο δεν είναι δικές του. Όντας το μεγαλύτερο από τα αραβικά μυθιστορήματά του, τούτο το έργο καταπιάστηκε με την ιστορία της Σέλμα Κάραμεχ, μιας παντρεμένης γυναίκας, το ερωτικό της δράμα με έναν νεαρό άνδρα και την κατάληξή της στον θάνατο. Τούτη η ιστορία είχε τη βάση της σε μια ερωτική υπόθεση του Γκιμπράν με μια Λιβανέζα χήρα, τη Σουλτάνα Ταμπίτ, κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσή του στον Λίβανο.
 
συνέχεια
 

Δημοφιλείς αναρτήσεις