Κυριακή 21 Μαΐου 2017

ο Άγιος Κωνσταντίνος και η Αγία Ελένη


Η Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα σύνδεσμο.

Ποιοι είναι ο Άγιος Κωνσταντίνος και η Αγία Ελένη που γιορτάζουν αύριο
archangelosmichail.gr

Ποιοι είναι ο Άγιος Κωνσταντίνος και η Αγία Ελένη που γιορτάζουν σήμερα;



Η γιορτή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης είναι μια από τις σημαντικότερες μέσα στη χρονιά. Γιατί όμως ένας αυτοκράτορας και η μητέρα του αγιοποιήθηκαν και γιορτάζουν;
Ο Μέγας Κωνσταντίνος
Πρόκειται για τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα, επί των ημερών του οποίου κατοχυρώθηκε η ανεξιθρησκεία και προωθήθηκε η χριστιανική πίστη η οποία μέχρι τότε ήταν υπό διωγμό. Την εποχή που ο πατέρας του Κωνστάντιος υπηρετούσε στα Ανάκτορα, ο Κωνσταντίνος βρισκόταν στην αυλή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού στη Νικομήδεια, κατέχοντας το αξίωμα του Χιλίαρχου. Όταν όμως οι δύο Αύγουστοι, Διοκλητιανός και Μαξιμιανός παραιτούνται από τα αξιώματά τους, στο αξίωμα του Αυγούστου προάγονται ο Κωνστάντιος για τη Δύση και ο Γαλέριος για την Ανατολή. Όταν πεθαίνει ο Κωνστάντιος (306) ο στρατός της δύσης αναγνώρισε ως Αύγουστο τον Κωνσταντίνο.
Ο Κωνσταντίνος, λοιπόν, ανακηρύχθηκε σε Αύγουστο κατόπιν της νίκης του εναντίον του Μαξεντίου. Ο ιστορικός Ευσέβιος, αναφέρει ότι ο Κωνσταντίνος δεν γνώριζε καλά-καλά σε ποιόν ακριβώς Θεό να προσευχηθεί για να αντιμετωπίσει τον Μαξέντιο. Όταν, όμως, άρχισε να αναπέμπει παρακλήσεις, μετά το μεσημέρι φάνηκε στον ουρανό ένα σημείο, ο Σταυρός  με την περίφημη επιγραφή «εν τούτῳ νίκα». Έτσι, έχοντας τη βεβαιότητα της θείας συμπαράστασης επιτίθεται εναντίον του Μαξεντίου, τον οποίο και κατατροπώνει.
Μετά τα γεγονότα αυτά και αφού πλέον είναι ο μόνος άρχων της Αυτοκρατορίας, ο Κωνσταντίνος θα πάρει μια απόφαση που έμελλε να αλλάξει την πορεία της ανθρωπότητας: μεταφέρει την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη σε ένα ψαροχώρι του Βοσπόρου και πάνω στο παλαιό Βυζάντιο οικοδομεί την Κωνσταντινούπολη. Αξιοσημείωτο γεγονός, μεταξύ άλλων, είναι η υπογραφή του διατάγματος των Μεδιολάνων το 313, το οποίο προέβλεπε να σταματήσουν οι διωγμοί και να αποφυλακισθούν οι πιστοί. Το διάταγμα υπογράφηκε με την ευκαιρία του γάμου του Λικινίου με την αδελφή του Κωνσταντία.
Με την επικράτηση του Χριστιανισμού ξεκινούν και οι πρώτες έριδες στο σώμα της Εκκλησίας. Η πρώτη βόμβα που θα ταράξει τα θεμέλιά της είναιο Άρειος ο οποίος θα υποστηρίξει τη μια και μόνη φύση του Ιησού Χριστού. Ο Κωνσταντίνος αντιλαμβανόμενος το πρόβλημα που προκαλούσαν οι αιρέσεις στη συνοχή της Αυτοκρατορίας συγκαλεί την Α’ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαι της Βιθυνίας το 325, η οποία και αποφάνθηκε ότι ο Άρειος διδάσκει αιρετικές απόψεις.
Μετά το πέρας των εργασιών της Συνόδου ο ίδιος ο Κωνσταντίνος ανέλαβε την γνωστοποίηση των σχετικών αποφάσεων προς όλη την επικράτεια της Αυτοκρατορίας. Ο Άρειος, όμως, και οι ομόφρονές του παραπλάνησαν τον Κωνσταντίνο ασκώντας την φιλολογική και φιλοσοφική τους τέχνη έπεισαν τον Κωνσταντίνο ότι η διδασκαλία τους δεν αφίσταται από το δόγμα της Οικουμενικής Συνόδου.
Αποτέλεσμα της επέμβασης αυτής του Αρείου ήταν η σύγκληση νέας συνόδου το 327 μ.Χ., η οποία ανακάλεσε τον Άρειο από την εξορία και αποκατέστησε τους ομοφρόνους του Επισκόπους Νικομηδείας Ευσέβιο και Νικαίας Θεόγνιο. Η ενέργεια αυτή προκάλεσε αντιδράσεις από πλευράς Ορθοδόξων, γι’αυτό, τόσο ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος, όσο και ο Μέγας Αθανάσιος δεν συμβιβάστηκαν με τις αποφάσεις της Συνόδου, παρόλο που ο Αυτοκράτορας απειλούσε με καθαίρεση. Ακολούθως, νέα Σύνοδος αιρετικών Επισκόπων, που συνήλθε στην Αντιόχεια το 330, καθαίρεσε και εξόρισε τον ο Άγιο Ευστάθιο, Επίσκοπο Αντιοχείας και στη συνέχεια, το 335, άλλη Σύνοδος, που έγινε στην Τύρο της Συρίας, επέβαλε την ποινή της καθαιρέσεως στον Μέγα Αθανάσιο, ο οποίος, ως εκ τούτου ζήτησε από τον Κωνσταντίνο να τον ακούσει, αλλά ο Αυτοκράτορας, στην αρχή, δεν αποδέχτηκε την πρόταση του Αθανασίου, παρά μόνο όταν ο μεγάλος αυτός θεολόγος είπε σε αυτόν: «Δικάσει Κύριος ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ».
Μετά την ακρόαση, και αφού ο Κωνσταντίνος κάλεσε όλους αυτούς που συμμετείχαν στη Σύνοδο της Τύρου, ο Ευσέβιος Νικομηδείας παρουσιάστηκε, με άλλο επιχείρημα ενώπιον του Αυτοκράτορα, αυτή τη φορά, θέτοντας το θέμα της δήθεν παρεμπόδισης της μεταφοράς σιταριού. Ο Αυτοκράτορας εξόρισε, τελικά, τον Μέγα Αθανάσιο στα Τρέβιρα της Γαλλίας, όμως δεν επικύρωσε την απόφαση της Συνόδου εκείνης και παράλληλα δεν προχώρησε σε αναπλήρωση της επισκοπικής έδρας της Αλεξάνδρειας. Το ζήτημα του Αρείου έλυσε την περίοδο εκείνη η Πρόνοια του Θεού, αφού την παραμονή της πανυγηρικής αναγνώρισης του Αρείου, αυτός απέθανε με φρικτό τρόπο ενώ βρισκόταν στο αποχωρητήριο.
Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος σε όλη του τη ζωή λάτρευε τον θεό Ήλιο, λίγο πριν πεθάνει αποφάσισε να βαπτισθεί χριστιανός. Κατά το μυστήριο είπε και την περίφημη φράση: «Νυν αληθεί λόγω μακάριον οιδ’ εμαυτόν, νυν της αθανάτου ζωής πεφάναι άξιον, νυν του θείου μετειληφέναι φωτός πεπίστευκα». Από τότε και μέχρι την ημέρα της κοιμήσεώς του το 337 σε προάστιο της Νικομήδειας δεν ενδύθηκε βασιλικό μανδύα. Ή κοίμησή του σημειώθηκε εννέα χρόνια μετά την κοίμηση της μητέρας του σε ηλικία 63 ετών και έγινε την ημέρα της εορτής της Πεντηκοστής, όπως αναφέρει ο ιστορικός Ευσέβιος.
Η Αγία Ελένη
Η Αγία Ελένη ήταν η μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Γεννήθηκε στο Δρέπανο της Βιθυνίας (Γιάλοβα Μ. Ασίας) στα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. Είκοσι περίπου χρόνια μετά τη γέννησή της, η Ελένη γνωρίστηκε με τον Κωνστάντιο Χλωρό, αξιωματούχο της Αυτοκρατορίας, τον οποίο παντρέυτηκε το 270, με βάση πρόνοια ειδικού νόμου, ο οποίος επέτρεπε το γάμο αξιωματούχων με γυναίκες λαϊκής καταγωγής. Ο Κωνστάντιος ήταν συγγενής του Κλαυδίου, ο οποίος βασίλευσε πριν από τον Διοκλητιανό και προσελήφθει στα ανάκτορα από τον Διοκλητιανό. Καρπός του γάμου της Ελένης και του Κωνστάντιου ήταν ο Κωνσταντίνος, ο μετέπειτα μονοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τον οποίο η Αγία Ελένη γέννησε στη Ναϊσσό της Μοισίας (Νίσσα Σερβίας).
Προκειμένου, όμως, ο Κωνστάντιος να προβιβαστεί από τον Διοκλητιανό σε Καίσαρα Γαλατίας, Ισπανίας και Βρεττανίας χώρισε την Αγία Ελένη και παντρεύτηκε την ανιψιά του Μαξιμιανού Θεοδώρα. Τότε, η Αγία Ελένη μαζί με τον Κωνσταντίνο παρέμειναν υπό φρούρηση του Διοκλητιανού και στη συνέχεια του Γαλέριου, για να μπορούν να ελέγχουν τον Κωνστάντιο. Ωστόσο, η ανάληψη του Καισαρικού αξιώματος από τον Κωνστάντιο λειτούργησε ευνοϊκά για την Εκκλησία, αφού ακόμη και κατά την περίοδο των διωγμών, που εξαπέλυσε ο Διοκλητιανός,  οι πιστοί σε αυτή την περιοχή δεν καταδιώχτηκαν. Επίσης, με την άνοδο του Χλωρού στο αξίωμα αυτό ανοίχθηκε ο δρόμος και για τον γιό του Κωνσταντίνο.
Η Αγία Ελένη επανήλθε στη δημόσια ζωή κατά την ανάδειξη του Κωνσταντίνου σε Καίσαρα το 306, οπότε ο Κωνσταντίνος την έφερε κοντά του στα Τρέβηρα και ακολούθως την πήρε μαζί του στη Ρώμη, όταν επρόκειτο να ανακηρυχθεί σε Αύγουστο. Η Αγία ανακηρύχθηκε σε Αυγούστα από τον Κωνσταντίνο, όταν αυτός παρέμεινε μονοκράτορας νικώντας τον Λικίνιο, ενώ στην πορεία λειτούργησε ως σύμβουλος και συνεργάτιδά του. Αυτή η αγάπη και ο σεβασμός του Κωνσταντίνου προς την μητέρα του φάνηκε και με την ύψωση δύο στηλών στη μεγάλη πλατεία «Φόρος», η μία στο όνομα της Αγίας Ελένης και η άλλη στο όνομά του, και ανάμεσα τους ένας σταυρός, που έφερε την επιγραφή: «Εις Άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού πατρός, Αμήν». Επίσης, για να την τιμήσει, έκοψε νομίσματα με τ” όνομα και τη μορφή της και μετονόμασε το Δρέπανο σε Ελενόπολη.
Ακόμη, μεταξύ άλλων, παραχώρησε στη μητέρα του το ανάκτορο στο Σεσσόριο του Λατερανού, όπου έκτισε μία εκκλησία, ώστε αυτή να μπορεί να επιτελεί φιλανθρωπικό και πνευματικό έργο. Στη συνέχεια, η Αγία Ελένη, με τη συγκατάθεση του Κωνσταντίνου, ανάλαβε η ίδια την ευθύνη της ανοικοδόμησης ναών και το κτίσιμο νέων εκκλησιών και ευαγών ιδρυμάτων σε όλη την επικράτεια της Αυτοκρατορίας. Ο ιστορικός Ευσέβιος αναφέρει σχετικά: «Ελένη Αυγούστα…ευσεβούς τεκμήρια διαθέσεως ίδρυσε».
Πέραν όμως της ζωής και του έργου της Αγίας Ελένης στο πλευρό του γιού της, το πιο σημαντικό γεγονός που σφράγισε την ίδια ήταν η μετάβασή της στους Αγίους Τόπους. Εκεί σύμφωνα με την Παράδοση, κατόπιν θεϊκού σημείου, βρήκε τον Τίμιο και Ζωοποιό Σταυρό του Κυρίου το 326 μ.Χ. Όταν έφθασε στα Ιεροσόλυμα, λοιπόν, καθ’ υπόδειξη του Αγίου Κυριάκου, που ήταν Εβραίος και τότε λεγόταν Ιούδας, αλλά και με βάση μία παράδοση που έλεγε ότι μετά την Αποκαθήλωση ο Τίμιος Σταυρός πετάχθηκε σε λάκκο, κοντά στον Γολγοθά, άρχισε αμέσως τις σχετικές έρευνες.
Επειδή όμως επρόκειτο για υπέρογκη εργασία, οι έρευνες στράφηκαν στο μέρος εκείνο, όπου βλάστανε το λουλούδι βασιλικός, του οποίου η ευωδία ήταν έντονη. Ο χρονογράφος Γεώργιος μοναχός σημειώνει το γεγονός της ευρέσεως ως εξής: «Μαθών δε ο Επίσκοπος (Μακάριος), τα της Βασιλικής ελεύσεως…πάντας παρακάλεσε ησυχία να κάμουσι και σπουδαιοτέραν ευχήν υπέρ τούτου, στον Θεό προσέφερε… Τούτου δε γενομένου, ευθύς θεόθεν εδείχθη στον Επίσκοπο ο τόπος, όπου ο ακαθάρτου δαίμονος, ο ναός και το άγαλμα της Αφροδίτης υπήρχε. Τότε η βασίλισσα, πλήθος πολύ τεχνιτών και εργατών συγκέντρωσε και εκ βάθρων το αισχρό οικοδόμημα κατέστρεψε. Τούτου δε γενομένου, ανεφάνη το θείον Μνήμα, ο τόπος του κρανίου και τρεις καταχωμένοι σταυροί…Αμηχανία και θλίψη κατέλαβε την Βασίλισσα, αφού κανείς δεν γνώριζε ποιός είναι ο Τίμιος Σταυρός. Ο δε Επίσκοπος μετά πίστεως έλυσε την απορία…Γυναίκα άρρωστη, υπό πάντων απεγνωσμένη και τα λοίσθια πνέουσα, έφεραν μεταξύ των σταυρών…Με τη σκιά του Τιμίου Σταυρού η ασθενούσα…ευθέως αναπήδησε, δοξάζουσα μετά μεγάλης φωνής τον Θεό…Η δε Βασίλισσα Ελένη, μετά χαράς μεγάλης παρέλαβε τον Σταυρό…και μέρος αυτού παρέδωσε στον Επίσκοπο της πόλεως» (Γεώργιος Μοναχός, Περί της ευρέσεως του σταυρού, 110.620-621).
Επίσης, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει ότι στον Γολγοθά βρέθηκαν τρεις σταυροί, από τους οποίους ο ένας διαγνώστηκε ότι ανήκει στον Ιησού Χριστό. Το Συναξάρι της εορτής της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού αναφέρει: «διαπορούσης δε της Βασιλίσσης (δηλ. της Αγίας Ελένης), τίς αν είη ο του Κυρίου Σταυρός, διά της εις θανούσαν γυναίκα χήραν θαυματουργίας δείκνυται· και ανέστη τη τούτου προσψαύσει· των δε λοιπών δύο σταυρών των Ληστών μηδέν εις τούτο ενδειξαμένων εις θαυματοποιΐας υπόδειγμα».
Μετά το σημείο αυτό η Αγία Ελένη αποφάσισε να οικοδομήσει επί τόπου το ναό της Αναστάσεως, ένα ακόμη ναό επάνω από το Σπήλαιο της Γεννήσεως στη Βηθλεέμ και άλλους δύο, ένα στο όρος της Αναλήψεως και ένα στο ορός Θαβώρ.
Κατόπιν, η Αγία Ελένη αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη, μεταφέροντας μαζί της τεμάχια του Τιμίου Ξύλου. Στην πορεία της πέρασε για δεύτερη ορά από την Κύπρο. Έτσι αποβιβάστηκε νότια του νησιού κοντά στο σημερινό Ζύγι. Η περιοχή στην οποία αποβιβάστηκε, υπήρχε ένα ποτάμι, το οποίο τότε ονομάστηκε βασιλοπόταμο, κοντά στο οποίο εναπόθεσε τους σταυρούς – κατά την παράδοση, επειδή οι τρεις σταυροί είχαν παραμείνει μαζί για πολλά χρόνια, τους αποσύνδεσε, έσμιξε τα ξύλα τους και τους ξαναέφτιαξε. Από το ξύλο του υποποδίου του σταυρού του Χριστού έφτιαξε, επίσης, ένα άλλο μικρό σταυρό.
Εκεί, εξαντλημένη καθώς ήταν, η ογδοντάχρονη Αγία, έγειρε για να ξεκουραστεί λίγο, ώστε να μπορέσει να συνεχίσει την πορεία της προς την Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με την Παράδοση κατά τη διάρκεια του ύπνου της, ένας νέος με αγγελική μορφή της είπε: «Σεβαστή μου βασίλισσα, είμαι απεσταλμένος του Παναγάθου Θεού, για να σου εκφράσω το θέλημά Του. Όπως εκεί στα Ιεροσόλυμα έκτισες ναούς, για να δοξάζεται και να υμνείται ο Θεός, έτσι κι εδώ, σε τούτο το νησί το ευλογημένο, πρέπει να πράξεις το ίδιο. Να κτίσεις κι εδώ ιερό ναό, τον οποίο μάλιστα να θεμελιώσεις με το Τίμιο Ξύλο, για να προσκυνείται και να δοξάζεται στους αιώνες ο Σταυρός του Κυρίου από τους κατοίκους αυτού του τόπου. Εδώ θα ζουν Χριστιανοί μέχρι τη συντέλεια του κόσμου».
Η Αγία όταν ξύπνησε, διέταξε αμέσως να γίνει όπως ο λαμπρός εκείνος νέος της υπέδειξε. Ο ένας όμως από τους μεγάλους σταυρούς είχε εξαφανιστεί και εθεάθη στην κορυφή του βουνού Όλυμπος. Εκεί, λοιπόν, βρέθηκε το Τίμιο Ξύλο, το οποίο προς στιγμή είχε χαθεί. Τότε, η Αγία Ελένη με τους συνεργάτες της έκτισαν ναό τον οποίο εγκαινίασαν με το τίμιο Ξύλο και από τότε (327) το βουνό αυτό ονομάζεται Σταυροβούνι, όπου μέχρι σήμερα υπάρχει η ομώνυμη Ιερά Μονή.
Κατόπιν η Αγία αναχώρησε για την Βασιλεύουσα, όπου ο Κωνσταντίνος υποδέχθηκε τον Τίμιο Σταυρό, τους τέσσερις Ήλους (=καρφιά) και την μητέρα του με κάθε λαμπρότητα. Σημειώνουμε ότι απ’αυτούς τους τέσσερις Ήλους, οι δύο τοποθετήθηκαν στο Στέμμα, το οποίο φορούσε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος.
Η Αγία Ελένη κομήθηκε ένα χρόνο αργότερα, σε ηλικία 81 περίπου ετών (328-329) ενώ σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος του Τιμίου Ξύλου φυλάγεται στην Ιερά Μονή Ξηροποτάμου στο Άγιο Όρος.

Η μάχη της Κρήτης και το Αρκαλοχώρι

Η Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα σύνδεσμο.

Η μάχη της Κρήτης και το Αρκαλοχώρι 20-6- 1941 Ώραν … ο ουρανός του Ηρακλείου εκαλήφθη από αεροπλάνα. Πολύχρωμες ομπρέλλες τα αλεξίπτωτα κατέρχονται ήρεμα… Από τα χωριά της υπαίθρου οι Κρητικοί παρακολουθούν το…
iscreta.gr

Η μάχη της Κρήτης και το Αρκαλοχώρι



Η μάχη της Κρήτης και το Αρκαλοχώρι
20-6- 1941
Ώραν … ο ουρανός του Ηρακλείου εκαλήφθη από αεροπλάνα. Πολύχρωμες ομπρέλλες τα αλεξίπτωτα κατέρχονται ήρεμα…
Από τα χωριά της υπαίθρου οι Κρητικοί παρακολουθούν το θέαμα… Δεν άργησαν να αποφασίσουν…
Από το Μαλεβύζι…
Από το Τέμενος…
Από την Πεδιάδα και τις ρίζες της Δίκτης…
Αλλά και από τα πλέον απόμερα χωριά…
Οι Αρκαλοχωρίτες, συγκεντρωθέντες εξεκίνησαν εις το πλησίον χωρίον Αλιτζανήν. Ήσαν και αυτοί οπλισμένοι με ότι έκαστος ευρήκεν. Άλλοι με όπλα παλαιά, αλλά … χωρίς φυσίγγια. Άλλοι με κοπτερά εργαλεία (μανάρια, σκεπάρνια κλπ.) Άλλοι με χονδρές σπαθόβεργες και χουρχούδες…
Εις το μικρόν αυτό χωρίον, την Αλιτζανήν, διέμενεν ο τέως Στρατιωτικός Διοικητής Κρήτης, Στρατηγός Ι. Σ. Αλεξάκης, ασθενών από πολλών ημερών. Αφήκε την κλίνην και υπεδέχθη με συγκίνησιν την συνάθροισιν εκείνην των Αρκαλοχωριτών εις την οποίαν προσετέθησαν και οι ομοχώριοί του Αλιτζανιώται και άλλοι από τα γύρω χωριά.
Από το τηλέφωνον του Σχολείου ο Στρατηγός επεκοινώνησε με τας υπηρεσίας Χωροφυλακής Καστελίου Πεδιάδος, Αγιών Παρασκιών και Αρχανών, με τας οποίας αντήλλαξε τας υπαρχούσης πληροφορίας και έδωκε την γνώμην του.

Έδωκεν έπειτα οδηγίας και συμβουλάς εις τους περικυκλούντας αυτόν με ανυπομονησίαν οπλοφόρους : να σπεύσουν, αλλά με περίσκεψιν. Να προσπαθήσουν να επικοινωνήσουν με τον περί το Ηράκλειον στρατόν μας, Ελληνικόν και Αγγλικόν και να τον συντρέξουν, λαμβάνοντες εντολάς από τους Αξιωματικούς.
Να επιζητούν κύκλωσιν των αλεξιπτωτιστών, τα πλευρά και τα νώτα των. Πρόκειται δηλαδή περί «κλεφτοπολέμου». Οι πλείστοι ύστερον επέστρεψαν με γερμανικά λάφυρα : όπλα, αλεξίπτωτα και άλλα αντικείμενα…


(χειρόγραφο Στρατηγού Ιωάννου Σ. Αλεξάκη, Αθήνα 4 Νοεμβρίου 1952, αρχείο Γεωργίου Α. Καλογεράκη)

Για να μην ξεχνάμε.. «Ζεί ο Πόντον!»

http://vimapress.gr/gia-na-min-xechname-zi-o-ponton/

Για να μην ξεχνάμε.. «Ζεί ο Πόντον!»

Γράφει ο Γιάννης Π. Καλαϊτζίδης
Σε μία εποχή που οι άνθρωποι ξεχνάνε πολύ γρήγορα, σε μια χώρα όπου η παιδεία τείνει να εκλείψει και να γίνει είδος προς εξαφάνιση η ιστορία είναι το μόνο κομμάτι που πρέπει να διασωθεί χωρίς επιπλέον παραχαράξεις και ιδεολογικές παρεμβάσεις.
Διότι εάν οι άνθρωποι ξεχνούν τον πόνο των άλλων ανθρώπων, αν ο πόνος αυτός ξεχαστεί και περάσει με αδιαφορία, σκοτώνουν μέσα στην ψυχή τους ένα μέρος της «ανθρωπότητας» τους και αυτό δεν πρέπει να το επιτρέψουμε, για να μην επαναληφθούν τέτοιες τραγωδίες.
Οι Ποντιαίοι έχουμε υποφέρει πάρα πολύ καθ ‘όλη τη διάρκεια της ιστορίας μας, σχεδόν 3.000 χρόνια, αλλά η γενοκτονία ήταν η πιο τρομερή από τις κακοτυχίες.
Όχι μόνο επειδή χάνονταν το ελληνικό στοιχείο της Μαύρης Θάλασσας, όχι μόνο για τη σφαγή και την εκδίωξη οικογενειών αλλά και γιατί χάθηκε μια πατρίδα η οποία δημιουργούσε πολιτισμό και παρήγαγε περισσότερη Ελλάδα από ότι η ίδια η Ελλάδα μας.
Η γενοκτονία των Ποντίων του 1916-1922 είναι η πιο τραγική σελίδα της ποντιακής ελληνικής ιστορίας και είναι προφανές πως η ανάμνηση της είναι απαραίτητη όχι μόνο για τους συγγενείς και τους απογόνους των χαμένων αλλά και γιατί τέτοια φοβερά γεγονότα της ανθρώπινης ιστορίας πρέπει να είναι γνωστά σε όλους.
Πως ακριβώς συνέβη;
Στις αρχές του 20ού αιώνα, η οθωμανική κυβέρνηση φοβόταν σοβαρά την απώλεια της εξουσίας της για τον Πόντο, όπως συνέβη ήδη με την Ελλάδα, τη Σερβία και τη Βουλγαρία. Αυτό επιδεινώθηκε από το γεγονός ότι ένα σημαντικό ποσοστό του ποντιακού πληθυσμού στην Τουρκία αποτελούνταν από πολύ μορφωμένους διανοούμενους και επιτυχημένους επιχειρηματίες, οι οποίοι κατείχαν εξέχουσα θέση στην κοινωνία και ασκούσαν σημαντική επιρροή στην οθωμανική οικονομία. Ως εκ τούτου, η τουρκική κυβέρνηση είχε προγραμματίσει εδώ και πολύ καιρό «δραστικά μέτρα» εξολόθρευσης του ελληνικού στοιχείου και τέθηκαν σε εφαρμογή μετά το 1908, όταν ανέλαβε την εξουσία το κόμμα των «Νέων Τούρκων» και προώθησε το σύνθημα της «Τουρκίας για τους Τούρκους «. Τον Σεπτέμβριο του 1911, οι συμμετέχοντες στο συνέδριο Νέων Τούρκων στη Θεσσαλονίκη συζήτησαν ανοιχτά το θέμα της εξόντωσης των εθνοτικών μειονοτήτων (κυρίως των χριστιανών) στην Τουρκία, οι σημαντικότερες από τις οποίες ήταν Έλληνες και Αρμένιοι.
Το μαρτύριο του ποντιακού λαού ξεκίνησε το 1914, όταν η Τουρκία μπήκε στον Παγκόσμιο Πόλεμο ως σύμμαχος της Γερμανίας. Κάτω από το πρόσχημα ότι ήταν «πολιτικά αναξιόπιστοι», ένας μεγάλος αριθμός Ποντίων από 18 έως 50 ετών συγκαταλεγόταν στα λεγόμενα «στρατόπεδα εργασίας» («amele taburu»). Αυτά τα «τάγματα» ήταν στην πραγματικότητα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να εργαστούν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες, σχεδόν χωρίς φαγητό, νερό ή ιατρική περίθαλψη.
Για το παραμικρό σφάλμα, οποιοσδήποτε εργαζόμενος θανατώνονταν από τους φρουρούς. Το «amele taburu» έγινε ένας κοινός τάφος για χιλιάδες Ποντίων, καθώς και για άνδρες άλλων χριστιανικών μειονοτήτων.
Αλλά, αντίθετα από τις προσδοκίες των Τούρκων, οι καταστολές δεν έπληξαν το πνεύμα των Ποντίων – αντίθετα, ώθησαν τους Ποντιακούς πατριώτες σε δραστικές ενέργειες. Πολλοί άντρες του Πόντου εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και σχημάτισαν αντάρτικα στρατεύματα στα βουνά, ενώ μεταξύ των Ποντιακών διανοουμένων του Καυκάσου (η οποία τότε ανήκε σχεδόν εξ ολοκλήρου στη Ρωσία), η απόφαση για την ίδρυση μιας ανεξάρτητης Ποντιακής Δημοκρατίας είχε μόλις ωριμάσει. Οι κύριοι εμπνευστές αυτής της ιδέας ήταν ο Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης από τη Μασσαλία, ο Βασίλειος Ιωαννίδης και ο Θεοφυλάκτος Θεοφυλάκτου από το Μπατούμι, ο Ιωάννης Πασαλίδης από τον Σουχούμι, ο Λεωνίδας Ιασωνίδης και ο Φίλων Κτενίδης από το Εκατερινόδαρ (σύγχρονο Κρασνοντάρ), καθώς και ο επίσκοπος Χρυσάνθος Φιλιππίδης της Τραπεζούντας και ο επίσκοπος Γερμανός Καραβαγγέλης Αμάσεια.

Εκτός από τα αντάρτικα στρατεύματα, οι Πόντιοι ήλπιζαν επίσης να λάβουν βοήθεια από τη Ρωσική Αυτοκρατορία, η οποία είχε εμπλακεί σε επιχειρήσεις ενάντια στην Τουρκία ως γερμανικό σύμμαχο.
Το 1916, ο ρωσικός στρατός εισήλθε στην Τραπεζούντα. Λίγες μέρες νωρίτερα, ο Τούρκος κυβερνήτης Μεχμέτ Ντιμάλ Αζμί είχε μεταφέρει επίσημα στον Επίσκοπο Χρύσανθο τα εξής λόγια: «Μόλις πήραμε την Τραπεζούντα από τους Έλληνες και τώρα τη δώσουμε πίσω». Όταν τα ρωσικά στρατεύματα πλησίασαν την πόλη, τα υποδέχτηκαν ο ίδιος ο επίσκοπος και άλλοι κάτοικοι της Τραπεζούντας με τιμές και πανηγύρια. Όλοι πίστευαν ότι τα αιώνια ποντιακά όνειρα για ελευθερία τελικά γίνονται πραγματικότητα.
Αλλά η εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση στο αυστριακό-γερμανικό μέτωπο εμπόδισε τους Ρώσους να προχωρήσουν στην ενδοχώρα, ενώ οι Έλληνες αντάρτες δεν είχαν ακόμα αρκετές δυνάμεις και όπλα για ανεξάρτητο αγώνα. Ως εκ τούτου και ενώ τα ρωσικά στρατεύματα βρίσκονταν στην περιοχή της Τραπεζούντας, η Τουρκική Κυβέρνηση σφάγιαζε σκληρά τους κατοίκους των ποντιακών εδαφών, που εξακολουθούν να παραμένουν υπό τον έλεγχο της Τουρκίας. Οι Πόντιοι ήταν τώρα επίσημα ανακηρυγμένοι «προδότες» και «ρώσοι συνεργοί». Σύμφωνα με το κυβερνητικό σχέδιο, όλος ο αντρικός πλυθησμός του Πόντου θα πρέπει να θανατωθεί και τα γυναικόπαιδα θα πρέπει να απελαθούν στην ενδοχώρα. Το σχέδιο αυτό είχε απήχηση και τέθηκε σε εφαρμογή αμέσως.
Μερικές από τις μαρτυρίες εκείνης της εποχής είναι πραγματικά σοκαριστηκές:
«… ολόκληρος ο ελληνικός πληθυσμός της Σινώπης και η παράκτια περιοχή του νομού Καστανόμου έχουν εξοριστεί. Η εξορία και η εξολόθρευση στα τουρκικά είναι τα ίδια, γιατί όποιος δεν δολοφονηθεί, θα πεθάνει από πείνα ή ασθένεια ».
Ο κ. Kuchhoff, Γερμανός πρόξενος στην Αμισό σε αποστολή στο Βερολίνο, 16 Ιουλίου 1916.
«Στις 26 Νοεμβρίου, ο Rafet Bey μου είπε:« Πρέπει να τελειώσουμε τους Έλληνες όπως κάναμε με τους Αρμένιους »… Στις 28 Νοεμβρίου, ο Rafet Bey μου είπε:« Σήμερα έστειλα ομάδες στο εσωτερικό για να σκοτώσω κάθε Έλληνα «Φοβούμαι για την εξάλειψη ολόκληρου του ελληνικού πληθυσμού και για μια επανάληψη αυτού που συνέβη πέρυσι» (αναφερόμενος στην Αρμενική Γενοκτονία)
Ο κ. Kwiatkowski, Αυστριακός-Ουγγρικός πρόξενος στην Αμισό στο Baron von Burian, Υπουργός Εξωτερικών της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, 30 Νοεμβρίου 1916
«Οι συνήγοροι Bergfeld στη Σαμψούντα και ο Schede στο Kerasun αναφέρουν τον εκτοπισμό του τοπικού πληθυσμού και τις δολοφονίες. Οι φυλακισμένοι δεν φυλάσσονται. Τα χωριά μειώνονται σε τέφρα. Οι ελληνικές οικογένειες προσφύγων που αποτελούνται κυρίως από γυναίκες και παιδιά περπατούν από τις ακτές έως τη Σεμπαστεία. Η ανάγκη είναι μεγάλη. «
Γερμανός Πρέσβης κ. Kuhlman στο Γερμανικό Καγκελάριο Hollweg, 13 Δεκεμβρίου 1916.
Οι Έλληνες του Πόντου – γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι, εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους μέσα σε 24 ώρες, χωρίς να τους επιτραπεί να πάρουν σχεδόν τίποτα από την περιουσία τους και υπό ένοπλο συνοδεία, βγήκαν μακριά από την ενδοχώρα. Τα εγκαταλελειμμένα χωριά λεηλατήθηκαν και κάηκαν – συχνά μπροστά στα μάτια των εκδιωχθέντων. Κατά τη διάρκεια των απελάσεων, οι Πόντιοι αντιμετωπίστηκαν με μεγάλη σκληρότητα: δεν έλαβαν σχεδόν κανένα φαγητό, αναγκάστηκαν να ταξιδεύουν για ώρες και μέρες χωρίς να ξεκουραστούν στην έρημο, κάτω από τη βροχή και το χιόνι, με αποτέλεσμα πολλοί από αυτούς να καταλήξουν, ανήμποροι να αντέξουν τις κακουχίες, την εξάντληση και τις ασθένειες. Οι άνδρες του Τούρκικου στρατού βίαζαν γυναίκες και νεαρά κορίτσια, πυροβολούσαν τους ανθρώπους για έναν ελάχιστο λόγο, ή και χωρίς. Οι περισσότεροι από τους απελαθέντες πέθαναν στο δρόμο. Αλλά ακόμη και εκείνοι που επέζησαν της πορείας απελάσεως, βρέθηκαν σε μια όχι καλύτερη κατάσταση, καθώς οι τόποι προορισμού αποδείχθηκαν πραγματικοί καταυλισμοί «λευκού θανάτου». Σε ένα από αυτά τα μέρη, το χωριό Πίρκ, οι απελαθέντες κάτοικοι της πόλης της Τρίπολης κατάφεραν και επέζησαν. Σύμφωνα με τις αναφορές των επιζώντων, από τους 13.000 Πόντιους που είχαν σταλεί στην Πύρκα, μόνο 800 επέζησαν.

Το 1917, η επανάσταση του Οκτωβρίου πραγματοποιήθηκε στη Ρωσία και η εξουσία κατασχέθηκε από τους Μπολσεβίκους. Αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ, τα ρωσικά στρατεύματα εγκατέλειψαν την Τραπεζούντα, εγκαταλείποντας τον λαό της στο έλεος της τύχης. Ο τουρκικός στρατός και τα «chet» (εγκληματικές συμμορίες, που ανεπιτυχώς ενθαρρύνθηκαν από την τουρκική κυβέρνηση) χύθηκαν στην πόλη και τα γύρω χωριά, ληστεύοντας και σκοτώνοντας. Για να ξεφύγουν από το θάνατο, πολλές οικογένειες των Ποντίων του ανατολικού Πόντου κατέφυγαν στον Καύκασο.
Ο αγώνας για την ανεξαρτησία, μόλις είχε ξεκινήσει και δεν μπορούσε να σταματήσει. Στο ρωσικό έδαφος, στην πόλη Ροστόφ, οι τοπικοί Πόντιοι ακτιβιστές συγκρότησαν την Κεντρική Ποντιακή Επιτροπή. Οι άνθρωποι δωρίζουν χρήματα και όπλα για τον αγώνα, ενώ ο Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης στέλνει διακηρύξεις από τη Μασσαλία στους κατοίκους του Πόντου και τους ηγέτες των ευρωπαϊκών κρατών.
Εν τω μεταξύ, το κίνημα αντάρτικης αντίστασης στα βουνά του Πόντου συγκεντρώνει δυνάμεις. Οι περιοχές της Πάφρας, της Σάντας και του Ορντού έγιναν τα βασικά κέντρα του αγώνα και εκεί που παίρνονταν οι αποφάσεις. Σύντομα τα αντάρτικα στρατεύματα εμφανίστηκαν και στην Τραπεζούντα και στον Καρς. Οι Πόντιοι παλίκες (πολεμιστές) της Αντίστασης πολέμησαν γενναία και οι πράξεις τους έγιναν θρύλοι. Η επιτυχία του κινήματος ευνοήθηκε επίσης από το γεγονός ότι τα στρατεύματα διοικούνταν από ηγέτες μεγάλης εμπειρίας και ταλέντου όπως ο Βασίλης Αντόπουλος, ο Αντώνης Χουουσίδης, ο Στυλιανός Κοσμίδης, ο Ευκλείδης Κουρτίδης, ο Παντελήμωνας Αναστασιάδης, , και πολλοί άλλοι. Στο παρελθόν, μερικοί από αυτούς είχαν υπηρετήσει ως αξιωματικοί στο ρωσικό καυκάσιο στρατό και είχαν λάβει μέρος σε πολλές μάχες. Για παράδειγμα, ο Βασίλης- Άγκα είχε λάβει ένα χρυσό σπαθί από τον Τσάρο Νικόλαο Β για το θάρρος του. Ως ηγέτης των στρατιωτικών δυνάμεων του Πόντου, ο Vassil-aga (όπως ήταν το προσωνύμίο του) έγινε τόσο διάσημος για την ανδρεία και το στρατιωτικό του ταλέντο, που συχνά το όνομά του μόνο αρκούσε για να θέσει ένα τουρκικό απόσπασμα σε φυγή.

Το 1919, μόλις ένα χρόνο μετά το τέλος του Α ‘Παγκοσμίου Πολέμου, ξεκίνησε ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1919-1922. Η ελληνική πρόοδος και ανάπτυξη στη Μικρά Ασία δημιούργησε το επόμενο στάδιο εξολόθρευσης των Ποντίων – de facto όλοι τους απαγορεύτηκαν. Όλη η μανία των Τούρκων έπεσε σε εκείνους που δεν μπορούσαν να αντισταθούν: ο άμαχος πληθυσμός των ποντιακών πόλεων και χωριών. Οι πρωτοφανείς φρικαλεότητες – ληστείες, δολοφονίες, βιασμοί – άρχισαν σε όλο τον Πόντο.
Ολόκληρες οικογένειες κλείστηκαν σε εκκλησίες και σχολεία και καήκαν ζωντανές. Στην πόλη της Πάφου 6.000 (έξι χιλιάδες) άνθρωποι, κυρίως γυναίκες και παιδιά, θανατώθηκαν με αυτόν τον απίστευτα βίαιο τρόπο. Από τους κατοίκους της Πάφου που διέφυγαν από τον θάνατο στη φωτιά, περίπου το 90% (22.000) σκοτώθηκαν αργότερα. Όλες οι γυναίκες και τα μικρά κορίτσια βιάστηκαν από Τούρκους στρατιώτες πριν σκοτωθούν, ενώ τα μωρά τα σκότωναν λιώνοντας τα κεφάλια τους στους τοίχους των σπιτιών τους. Στην πόλη της Αμασείας και στα γειτονικά χωριά, σφαγιάστηκαν 134.000 Πόντιοι από 180.000 πλυθησμού συνολικά. Στην πόλη Mertzifunda, όλοι οι κάτοικοι σκοτώθηκαν μέσα σε μια νύχτα. Στην Τρίπολη, την Κερασούντα, το Όρδου και σε πολλά άλλα μέρη σχεδόν ολόκληρος ο αρσενικός πληθυσμός αφανίστηκε … Και αυτά τα γεγονότα είναι μόνο ένα μικρό κομμάτι του τι συνέβαινε σε όλο τον Πόντο εκείνη την εποχή.
Οι μαζικές απελάσεις συνέχισαν τώρα σε μεγαλύτερη κλίμακα και με μεγαλύτερη σκληρότητα. Εδώ είναι, για παράδειγμα, η μαρτυρία της Μαρίας Κατσίδου-Συμεωνίδου, μιας από τις λίγες γυναίκες που έζησαν:
«Γεννήθηκα στο χωριό Μουρασού, στην περιοχή Σεβαστείας / Σίβα, στις 15 Αυγούστου 1914. Θυμάμαι καλά τις απελάσεις. Το 1918, ήμουν περίπου τεσσάρων ετών, όταν μια μέρα είδα τον πατέρα μου στην πλατεία του χωριού. Έτρεξα σε αυτόν και τον ρώτησα για την πίτα που μας έφερνε καθημερινά από το οικογενειακό μύλο.
Απάντησε: «Ω το παιδί μου. Οι Τούρκοι θα με σκοτώσουν και δεν θα με δεις ξανά». Μου είπε να πεις στη μητέρα μου να ετοιμάσει τα ρούχα του και κάποια φαγητά γι ‘αυτόν. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον είδαμε. Τον σκότωσαν μαζί με άλλους δέκα άνδρες.
Το 1920, γύρω από το Πάσχα, ο τουρκικός στρατός ήρθε και μας είπε να πάρουμε μαζί μας ό, τι μπορούσαμε. Φορτώσαμε τα ζώα, αλλά οι Τούρκοι έκλεψαν τα πράγματά μας και οι περισσότεροι από μας είχαν μείνει χωρίς φαγητό. Κατά την πορεία απελάσεως, οι Τούρκοι φύλακες θα βίαζαν τις γυναίκες πολλές από αυτές έγκυες. Στην περιοχή Τελούκτα, περίπου το ήμισυ της ομάδας μας χάθηκε σε μια καταιγίδα χιονιού. Από εκεί, μας πήγαν σε έναν τόπο χωρίς νερό. Πολλοί πέθαναν από τη δίψα. Λίγο αργότερα, καθώς περνούσαμε από ένα ποτάμι, όλοι μας πέσαμε στο νερό. Οι άνθρωποι έπεσαν ο ένας πάνω από τον άλλον στη βιασύνη. Πολλοί πνίγηκαν. Έφτασα στο Phiratrima, που ήταν μια κουρδική περιοχή και μας άφησαν σε ένα χωριό κοντά σε μια γέφυρα. Ήταν εδώ που η έγκυος κοπέλα γέννησε, δίδυμα. Οι Τούρκοι έκοψαν τα νεογέννητα στα δύο και τα έριξαν στο ποτάμι. Στην όχθη του ποταμού, σκότωσαν πολλά περισσότερα παιδιά από την ομάδα … «
Οι Πόντιοι του Καυκάσου, που είχαν πρόσβαση στα μέσα επικοινωνίας, καλούσαν τους ηγέτες των ευρωπαϊκών κρατών για βοήθεια. Η Μεγάλη Βρετανία κατείχε μια «ουδέτερη» θέση (de facto anti-Greek), ενώ οι υπόλοιπες «μεγάλες δυνάμεις» ανοιχτά αντιτάχθηκαν στα συμφέροντα του ποντιακού λαού. Η μόνη ελπίδα του άμαχου πληθυσμού του Πόντου ήταν τώρα η αντίσταση του ανταρτών. Οι αντάρτες εξακολουθούσαν να πολεμούν ηρωικά, αλλά δεν είχαν υποστήριξη ούτε τη δυνατότητα να προμηθευτούν όπλα (ενώ ο τουρκικός στρατός του Κεμάλ έλαβε συνεχώς χρήματα και όπλα από τους Μπολσεβίκους),με αποτέλεσμα να μη μπορούν να αλλάξουν την πορεία του πολέμου. Ήταν πρακτικά αδύνατο να υπερασπιστούν την ανεξαρτησία του Πόντου την ίδια στιγμή που οι κάτοικοί του αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο της ολικής εξόντωσης. Ο κύριος στόχος των ανταρτών ήταν τώρα να σώσουν τον λαό τους από το θάνατο: πολέμησαν εναντίον του τουρκικού στρατού για τη ζωή των Πόντιων Χριστιανών. Πάνω από 135,00 Πόντιοι που βρήκαν καταφύγιο στον Καύκασο και πάνω από 400.000 εκτοπισμένοι στην Ελλάδα οφείλουν τη ζωή τους σε αυτή την ηρωική αντίσταση των ανταρτών.
Στις 24 Ιουλίου 1923, ένα χρόνο μετά την ήττα της Ελλάδας στον πόλεμο, υπεγράφη μια ειρηνευτική συνθήκη μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας, η οποία περιελάμβανε τη σύμβαση για την ανταλλαγή πληθυσμών. Σύμφωνα με αυτή τη σύμβαση, ο υπόλοιπος ελληνικός πληθυσμός του Πόντου απελάθηκε στην Ελλάδα.
Σήμερα, πολλές συμπαγείς ομάδες Ποντίων ζουν στον Καύκασο (νότια Ρωσία, Γεωργία, Αρμενία) και τη βόρεια Ελλάδα (οι επαρχίες της Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης). Μια πολύ μεγάλη ποντιακή διασπορά υπάρχει στο Καζακστάν, το Ουζμπεκιστάν, τη Γερμανία, την Αυστραλία, τον Καναδά και τις ΗΠΑ.
Στον Πόντο, σύμφωνα με τουρκικές πηγές, σήμερα ζουν περίπου 300.000 Μουσουλμάνοι Έλληνες. Περίπου 75.000 από αυτούς εξακολουθούν να διατηρούν την ποντιακή γλώσσα και τα έθιμα (όπως αναφέρθηκε παραπάνω, πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους είναι Κρυπτοχριστιανοί). Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι στην Τουρκία υπάρχουν επίσης «Κρυπτο-Έλληνες», αν και ο αριθμός τους, για προφανείς λόγους, δεν μπορούν να εκτιμηθούν. Έτσι, ο συνολικός αριθμός των αυτοχθόνων πληθυσμών του Πόντου που εξακολουθούν να ζουν στην επικράτεια της Τουρκίας προσεγγίζει αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους.
Προς το παρόν, η Ποντιακή Γενοκτονία αναγνωρίζεται επίσημα μόνο από την Ελλάδα, την Κύπρο, την Αρμενία, τη Σουηδία και το αμερικανικό κράτος της Νέας Υόρκης. Αυτό δεν οφείλεται σε καμία αμφιβολία ως προς το ιστορικό γεγονός της εξόντωσης του ποντιακού λαού (τα επίσημα έγγραφα εκείνης της εποχής και οι μαρτυρίες των μαρτύρων διαφόρων εθνικοτήτων παρέχουν επαρκή στοιχεία για την πραγματικότητα της γενοκτονίας), αλλά στην ανεπαρκή συνειδητοποίηση και το ανεπαρκές ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας. Το ζήτημα της διεθνούς αναγνώρισης της γενοκτονίας του Πόντου τέθηκε για πρώτη φορά στις 27 Σεπτεμβρίου 2006 μόνο σε συνεδρίαση του Κοινοβουλίου της ΕΕ.
Η 19η Μαΐου ιδρύθηκε ως Ημέρα Εορτασμού της Ποντιακής Γενοκτονίας.
Οι Πόντιοι σε όλο τον κόσμο δεν χάνουν την ελπίδα να αποκαταστήσουν την ιστορική και την ανθρώπινη δικαιοσύνη. Και αυτό σημαίνει ότι υπάρχει και ελπίδα για τους Πόντιους να επιστρέψουν στη γη των προγόνων τους. Η δραστηριότητα των ποντιακών οργανώσεων με το σύνθημα «Ο Πόντος είναι ζωντανός!» (Ζεί ο Πόντον!) Έχει αυτή την επιστροφή ως στόχο. Όπως λέει ένα ποντιακό λαϊκό τραγούδι, «ο λαός μας θα ανθίσει και θα αποφέρει καρπούς και πάλι».

Δημοφιλείς αναρτήσεις