Παρασκευή 27 Απριλίου 2018

Η Ιστορία του Ελληνικού καφέ.


http://epistrofi-sti-fysi.blogspot.gr/2013/04/blog-post_20.html

Η Ιστορία του Ελληνικού καφέ.

Η ιστορία του καφέ στην Ελλάδα αρχίζει από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ιδιαίτερα οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, της Θεσσαλονίκης και γενικότερα της Βορείου Ελλάδος γνωρίζουν και συνηθίζουν πρώτοι τον καφέ μαζί με τους Τούρκους. Χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στην Θεσσαλονίκη τον 17ο αιώνα και σύμφωνα με πηγές υπήρχαν παραπάνω από τριακόσια καφενεία όπου σύχναζαν Έλληνες και Τούρκοι.
Στην Αθήνα, τα πρώτα καφενεία εμφανίζονται αργότερα και στην αρχή είναι μικρά με τους περισσότερους θαμώνες τους να είναι Τούρκοι. Με τον καιρό όμως, η πελατεία τους εμπλουτίζεται με Έλληνες και σύμφωνα με τον Παπαδιαμάντη, από το 1760 η συνήθεια του καφέ μεταδίδεται και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, τα καφενεία έκαναν και τη δουλειά του καφεκόπτη, δηλαδή προμηθεύονταν ακατέργαστο καφέ και αφού τον καβούρδιζαν, τον άλεθαν σε μικρούς χειροκίνητους μύλους. Τα πρώτα ειδικά καταστήματα για τον καφέ, τα Καφεποιεία, που γρήγορα μετονομάστηκαν καφεκοπτεία εμφανίζονται στις αρχές του 20ου αιώνα και ασχολούνται αποκλειστικά με την εισαγωγή, επεξεργασία και πώληση καφέ έτοιμου προς κατανάλωση.
Απο τα πρώτα Καφεκοπτεία της Αθήνας είναι ο «Οικος Μπέλκα» στην Πλατεία Δημοτικού Θεάτρου (σημερινή Πλατεία Κοτζιά) και το καφεκοπτείο Ανδρέα Ριζόπουλου στην ίδια περιοχή. Το 1914 ανοίγει το καφεκοπτείο Μισεγιάννη – Μάστορη στην οδό Σκουφά στο Κολωνάκι, ενώ το 1920 ανοίγει το πρώτο καφεκοπτείο Λουμίδη στον Πειραιά.
Από το Ρίο στο φλιτζάνι
Η πρώτη χώρα παραγωγής καφέ σε παγκόσμια κλίμακα είναι η Βραζιλία. Ακολουθούν το Μεξικό, η Κολομβία, η Γουατεμάλα, η Νικαράγουα, η Κοστα Ρίκα και η Τζαμάικα, η οποία έχει και τον πιο ακριβό και καλό καφέ.Στον ελληνικό καφέ υπερισχύει ο καφές Βραζιλίας, δεν είναι όμως ένα μόνο είδος. Υπάρχουν δύο ποικιλίες οι οποίες αναμειγνύονται: από το Ρίο και από το Σάντος. Σε αυτό το μείγμα προστίθεται και Αιθιοπικός καφές και έτσι έχουμε το τελικό χαρμάνι.
Τα χαρακτηριστικά «γνωρίσματα» του ελληνικού καφέ: «Η διαφορά δεν έχει να κάνει τόσο πολύ με το χρώμα, το οποίο προκύπτει από το καβούρδισμα, όσο με την ποικιλία. Αυτή είναι που κάνει και τη διαφορά στη γεύση. Ο ελληνικός καφές έχει συγκεκριμένο χαρμάνι, συγκεκριμένο ψήσιμο που τον κάνει ξανθό και πολύ πολύ ψιλό άλεσμα. Αυτά είναι τα τρία βασικά στοιχεία της ταυτότητάς του».

Ελληνικός ή Τούρκικος;
Το περίφημο ερώτημα για τον καφέ, η απάντηση στο οποίο τείνει περισσότερο προς το «αραβικός», αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς. Ο καφές έτσι όπως τον πίνουμε στο μπρίκι χωρίς να φιλτράρεται είναι μια συνήθεια που ξεκίνησε από τους Άραβες. Πράγματι, οι πρώτοι που παρασκεύασαν τέτοιου είδους καφέ ήταν οι Βεδουίνοι της Μέσης Ανατολής, οι οποίοι έβαζαν την χύτρα του καφέ πάνω στην άμμο που κάλυπτε τα κάρβουνα για να τα κρατήσει ανάμενα. Γι” αυτό και ο σωστός τρόπος για να ψήνεται αυτός ο καφές είναι πάνω στην άμμο (χόβολη).
«Εμείς, στην Ελλάδα, το μάθαμε επί Τουρκοκρατίας και τον λέγαμε τούρκικο μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 70. Μετά για διαφημιστικούς λόγους, μια ελληνική εταιρεία τυποποίησης σε μια διαφήμισή της σκέφτηκε να προβάλλει τον «ελληνικό» χαρακτήρα του καφέ. Η διαφήμιση απεύθυνε ερώτηση στον καταναλωτή «Πώς τον λέτε τον καφέ; Εμείς τον λέμε Ελληνικό!»και όχι μόνο κατάφερε να αλλάξει όνομα στον καφέ, αλλά ήταν τόσο πετυχημένη που άρχισαν να τον αποκαλούν «ελληνικό» και σε άλλες χώρες των Βαλκανίων.
Οι Έλληνες τον κάνουμε πιο ξανθό σε σχέση με τους Τούρκους ή τους Άραβες, χωρίς αρώματα, πιο συμπυκνωμένο και τον πίνουμε σε μεγαλύτερη ποσότητα ανά φλιτζάνι. Άρα δεν είναι εντελώς άδικο να πεις ότι είναι «ελληνικός». Είναι ο καφές που πίνουν περισσότερο από όλους οι Έλληνες.
Η ιεροτελεστία του μερακλή: Μπρίκια κολλάμε;
Η τέχνη παρασκευής του ελληνικού καφέ, όπως και κάθε συνταγή άλλωστε, έχει τα μυστικά της. Και αν ο παραδοσιακός τρόπος έχει παραμεριστεί από πολλούς χάριν ευκολίας και χρόνου, δεν είναι λίγοι εκείνοι που επιμένουν μερακλίδικα.
Ο «σωστός» ελληνικός καφές, σιγοψήνεται στη χόβολη με χάλκινο μπρίκι, έτσι ώστε να βράσει καλά και να κάνει το βελούδινο καϊμάκι που τον χαρακτηρίζει.
Πηγή: e-geoponoi.gr

Αγκινάρες γεμιστές


Για μεγέθυνση πατάτε ροδάκι και ανοίγει νέα καρτέλα με φακό +- 
Από ένθετο του ΖΑΠΙΝΓΚ
Πολίτικα Νηστίσιμα απο την Μίμα Καρβούνη
 

Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

 Το Συνάπι και οι θεραπευτικές του ιδιότητες

 Το σινάπι (επιστημονική ονομασία Sinapis) είναι ένα χαριτωμένο φυτό, που το βρίσκουμε σχεδόν παντού. Είναι αγγειόσπερμο, δικότυλο, μονοετές, ποώδες φυτό που ανήκει στην τάξη των Καππαρωδών και στην οικογένεια των Σταυρανθών/Κραμβοειδών (Cruciferae/Brassicaceae) με 10 είδη της Ασίας της Ευρώπης και της βορείου Αμερικής .
 Περιγραφή 

Έχει ζωηρά κίτρινα άνθη, που σχηματίζουν ταξιανθίες, και τα φύλλα είναι μετρίου μεγέθους που εναλλάσσονται. Τα περισσότερα είδη είναι ζιζάνια των αγρών, όπως το Sinapis avensis (Σινάπι το αρουραίο) κοινώς λαμψάνα – η λαμψάνη του Διοσκουρίδη- ενοχλητικό ζιζάνιο και επιζήμιο, γιατί αναπτύσσεται γρηγορότερα από τα καλλιεργούμενα φυτά και γενικώς τα πνίγει. Το φυτό αυτό φτάνει τα 60 εκατοστά ύψος και έχει σκληρά αγκάθια, και περιέχει μόλις το ένα τρίτο της δραστικής ουσίας του λευκού σιναπιού. Οι καρποί του είναι μακριοί και έχουν 10 –12 σπόρια.

Παλαιότερα, όταν δεν υπήρχαν τα ζιζανιοκτόνα, ήταν συνηθισμένο στους σιτοβολώνες όπου ανάμεσα στο σιτάρι ξεχώριζαν τα κίτρινα άνθη της λαψάνας .
Τα είδη S. alba, S. nigra και S. juncea καλλιεργούνται στον Καναδά, στις Η.Π.Α την Ουγγαρία, τη Γαλλία και τη Βρετανία για τα καυτερά τους σπόρια από τα οποία παρασκευάζεται το γνωστό καρύκευμα μουστάρδα. Από το είδος S. alba παρασκευάζεται η λευκή μουστάρδα, από το S. nigra η μαύρη και από το B. juinca η καφέ. Οι τρυφεροί βλαστοί του S. arvensis (καθώς και του S. alba) τρώγονται βραστοί ως χόρτα (βρούβες).
Μια παραλλαγή του είδους S. alba, που είναι γνωστή ως βρουβολάψανο, είναι αυτοφυής στην Ελλάδα. Οι καρποί του είναι αγκαθωτοί, τα σπόρια του κίτρινα και το έλαιο των σπόρων του χρησιμοποιείται ως φωτιστικό.
Όλα τα φυτά είναι ετήσια, καλλιεργημένα ή αυτοφυή. Οι σπόροι τους αποσταζόμενοι δίνουν λάδι, ενώ οι αλευροποιημένοι σπόροι από το λευκό και το μέλαν σινάπι είναι η βάση για την μουστάρδα.
Είναι πολύ κοινό σε ασβεστώδη εδάφη. Καλλιεργείται κατά τόπους. Στα μέρη αυτά φυτρώνει κατόπιν και μόνο του.
 
Η Σίναπις η λευκή, είναι αυτοφυής στην Ελλάδα όπου επίσης καλλιεργείται σαν λαχανικό, έχει βλαστό όρθιο, περισσότερο ή λιγότερο τριχωτό, διακλαδιζόμενο, με φύλλα λυροειδή, πτεροσχιδή, τριχωτά. Φτάνει σε ύψος τα 50 εκατοστά. Το άσπρο σινάπι είναι στην ουσία ένα από τα πρώτα φυτά που εξημέρωσε ο άνθρωπος. Τα κίτρινα άνθη είναι διατεταγμένα κατά βότρυς και το άρωμά τους θυμίζει βανίλια. Τα άνθη είναι ερμαφρόδιτα και επικονιάζονται από μέλισσες, έντομα και τον αέρα.
Ο καρπός είναι κέρας, τριχωτό, με τρίχες λευκές, υποκυλινδρικό, με ράμφος μακρύ και πλατύ. Τα σπέρματά του είναι μικρά, υποστρόγγυλα και έχουν μεγάλη περιεκτικότητα σε λάδι (20-30%), που καμιά φορά χρησιμοποιείται για διατροφή. Τα φύλλα και οι σπόροι του φυτού είναι εδώδιμα. Τα φύλλα έχουν μία πικάντικη γεύση ειδικά αν τρώγονται ωμά. Τα νεαρά φύλλα χρησιμοποιούνται σαν αρωματικό σε σαλάτες ενώ τα μεγαλύτερα φύλλα χρησιμοποιούνται ως λαχανικό.

Ο σπόρος αλέθεται και η σκόνη χρησιμοποιείται σαν καρύκευμα άσπρης μουστάρδας που είναι ηπιότερο από τη μαύρη μουστάρδα.
Η δριμύτητα της μουστάρδας αναπτύσσεται όταν κρύο νερό έρχεται σε επαφή με τον σπόρο. Τότε ένα ένζυμο (μιροσίνη) έρχεται σε επαφή με ένα γλυκοσίδιο (σινιγρίνη) και παράγει μία ένωση θείου. Αν στον σπόρο βάλουμε καυτό νερό, ξύδι ή αλάτι παράγεται ηπιότερη μουστάρδα.
 
Η σίναπις η μελανή είναι, αντίθετα, λεία πόα, με φύλλα τραχιά, λυροειδώς πτεροσχιδή τα κατώτερα, επιμήκη-λογχοειδή τα ανώτερα. Τα μικρά άνθη έχουν 4 κίτρινα πέταλα και είναι διατεταγμένα κατά επάκριους βότρυς. Οι καρποί είναι κέρατα, επιμήκη, τετράγωνα, με σπέρματα στρογγυλά, καστανόμαυρα και επιφάνεια δικτυωτή. Όπως η Σίναπις η λευκή, περιέχει κι αυτή ένα παχύ λάδι, η χρήση του οποίου όμως είναι αρκετά περιορισμένη. Επειδή είναι πιο σκληρό φυτό και έχει μεγαλύτερη προσαρμογή στην ξηρασία, χρησιμοποιείται κατά προτίμηση για χλωρή νομή, χορηγείται κυρίως στις αγελάδες που την προτιμούν ιδιαίτερα. Η μουστάρδα που παρασκευάζεται από τα σπέρματα της είναι πιο δυνατή. Το αλεύρι που προέρχεται από αυτά χρησιμοποιείται, περισσότερο από της λευκής, στη φαρμακευτική.
Το λευκό σινάπι ανθίζει από Ιούνιο μέχρι Αύγουστο και οι σπόροι ωριμάζουν από Ιούλιο μέχρι Σεπτέμβριο.

Για θεραπευτικούς σκοπούς χρησιμοποιούνται κύρια οι σπόροι τους οποίους συλλέγουμε στο τέλος του καλοκαιριού. 
Θεραπευτικές ιδιότητες : 

Δημοφιλείς αναρτήσεις