Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Έκφραση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Έκφραση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 5 Ιουνίου 2017

Να προσέχεις το βλέμμα περισσότερο απ’ τα λόγια… -

Η Maria Dimitriou κοινοποίησε τη δημοσίευση του χρήστη Αφύπνιση Συνείδησης ( Consciousness Awakening ).
Να προσέχεις το βλέμμα περισσότερο απ’ τα λόγια
 
Να προσέχεις το βλέμμα περισσότερο απ’ τα λόγια… Της θύμιζε κατά τις συνεδρίες τους εκείνο το ωραίο του Νίτσε: «Μ’ αρέσει εκείνος που η ψυχή του…
awakengr.comΝα προσέχεις το βλέμμα περισσότερο απ’ τα λόγια…
Της θύμιζε κατά τις συνεδρίες τους εκείνο το ωραίο του Νίτσε: «Μ’ αρέσει εκείνος που η ψυχή του είναι πιο βαθιά απ’ την πληγή του».
Να δουλέψουμε με τις πληγές μας αλλά να μην τις γλείφουμε∙ κινδυνεύουμε να διαστρέψουμε τις ηδονές μας. Η ψυχή είναι πανίσχυρη. Μην κολλάς! Μην κολλάς ούτε στην ψυχανάλυση, προορίζεται μονάχα για τις πληγές, για την ψυχή σου θα προχωρήσεις πιο πέρα, στην πνευματική περιπέτεια.
Για να σου δώσω να καταλάβεις, είναι σαν να πηγαίνεις σε έναν ορθοπεδικό γιατί έσπασες το πόδι σου. Ο ορθοπεδικός θα σου γιατρέψει το κάταγμα, δε θα σου μάθει όμως ούτε να βαδίζεις, ούτε ποιο δρόμο θα περπατήσεις, ούτε πολύ περισσότερο τον προορισμό. Η ευθύνη σου είναι αμεταβίβαστη.
Αν κάτσεις εκεί να σου χαϊδεύουν, να σου κάνουν μασάζ στο σπασμένο πόδι σου, θα ατροφήσεις, θα μείνεις ακίνητη. Ο δρόμος είναι αποκλειστικά δικός σου. Πολύ δύσκολο αυτό αλλά τίποτα σαγηνευτικότερο. Ετοιμάσου να με εγκαταλείψεις πριν παραλύσεις στο ντιβάνι μου.
Να μην εμπιστεύεσαι με την πρώτη τα συναισθήματά σου, ούτε αγαπώ, ούτε δεν αγαπώ να λες εύκολα. Τα ένστικτα ξέρουν θαυμάσια να προσποιούνται πως είναι συναισθήματα ή να εκλογικεύουν την παρουσία τους με δήθεν πνευματικές ιδέες. Μην νομίζεις καν ότι συμπονάς τον άλλον όσο νομίζεις.
Πάρα πολλές φορές συμπονούμε από ταύτιση, όχι από ανθρωπιά. Παίρνουμε το δράμα του άλλου μέσα μας, φανταζόμαστε πως είμαστε εμείς που μας συμβαίνει και μ’ αυτή τη μετάθεση υποφέρουμε επειδή υποφέρουμε για μας. Συχνά δηλαδή η λύση για κάποιον είναι αυτολύπη.
Θέλω να πω δεν είναι ο άλλος το θέμα της στενοχώριας μας, αιτία είναι η ιδέα μας ότι ίσως συμβεί αυτό σε μας και προληπτικά το ζούμε. Πάλι ο εγωκεντρισμός κάνει παιχνίδι, πολύ δύσκολα συμπάσχουμε με τα παθήματα του όντως άλλου, πάρα πολύ δύσκολα τον καταλαβαίνουμε. Πώς να σου το πω;
Δε γίνομαι εγώ εσύ, κάνω εσένα εγώ… Εκείνο που έλεγαν οι αρχαίοι, πως «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος», στην πραγματικότητα των συναισθημάτων, εγώ σου λέω πως μέτρον πάντων: Εγώ. Ο πλησίον είναι τρομερά απόμακρη γη. Για να μη σου πω ανύπαρκτη…Η ουτοπία του άλλου! Μακάρι, και πιθανόν να υπερβάλλω.
Άλλο μετουσιώνω ένα πάθος μου, άλλο το εκλογικεύω. Η μετουσίωση είναι αγώνας και κάποτε υπέρβαση, η εκλογίκευση είνα πρόφαση εν αμαρτίαις. Μην κρίνεις από τις πράξεις αυτές καθαυτές, δεν εξηγούν πάντα την ουσία τους.
Να γυρεύεις την κρυμμένη πρόθεση, εκεί υπάρχει η εντιμότητα, η καθαρότητα ή όχι της καρδιάς. Ένας υπέρμετρα εγωιστής μπορεί να διαλέξει για επίδειξη το ρόλο αγίου. Να ζει με σκληρή άσκηση, να κινείται με εντυπωσιακή ευσέβεια, να μοιράζει περιουσίες στην ελεημοσύνη.
Όμως σκοπός του δεν είναι η συμπόνοια, είναι η προβολή, η επίδειξη, ένας αυτοθαυμασμός∙ ένας θρίαμβος στον δικό του κύκλο.
Να προσέχεις. Να προσέχεις το βλέμμα περισσότερο απ’ τα λόγια.
Μ. Βαμβουνάκη, Κυριακή απόγευμα στη Βιέννη (Εκδ. Ψυχογιός) – απόσπασμα
to23ogramma.wordpress.com

Σ Τ Α Χ Τ Η - Ελένη Φωτάκη

Η Maria Dimitriou κοινοποίησε τη δημοσίευση του Ηλίας Τσέχος.




 


Ηλίας Τσέχος
Οι Γάλανθοι κοιτούν το χώμα / Οι ουρανοί τους Γάλανθους
Σ Τ Α Χ Τ Η - Ελένη Φωτάκη
Είχα δάκρυα για σένα
με μαχαίρι ακονισμένα
και μονάκριβα
έβρεχα μ αυτά τους δρόμους
κι όλο σήκωνα τους ώμους
και σου τα 'κρυβα
Κι έλεγα πως δε σου πρέπω
κι απορούσες που τα βλέπω
όλα ρόδινα
και κοιμόσουν και ξυπνούσες
κι όλο κάτι καρτερούσες
που δε στο 'δινα
Κρύψου τώρα να σε ψάξω
πάνω στη ζωή να κλάψω
που αφήσαμε
κι αν σε βρω και μ έχεις άχτι
θα καώ θα γίνω στάχτη
κι έλα φύσα με
Τα νερά και τα ταξίδια
μακριά σου μοιάζαν ίδια
και μονότονα
κι όμως πάντα με ένα βλέμμα
σου φαρμάκωνα το αίμα
και σε σκότωνα
Είχες δάκρυα για μένα
και με κάψανε ένα ένα
κι όλα τα ΄νοιωσα
νάξερες ωραία που είσαι
είμαι αυτός που σ αγαπούσε
και μετάνιωσα
Μουσική: Μίνως Μάτσας


https://www.youtube.com/watch?v=9IhhMwIat9g&feature=youtu.be

Πέμπτη 1 Ιουνίου 2017

Τι φοβερὸς Ψαλμός!

Η Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα σύνδεσμο.

perivolipanagias.blogspot.com

Έπιασες τότε το Ψαλτήρι και διάβασες τον 72ο Ψαλμό. Τι φοβερὸς Ψαλμός! Γρά­φτηκε χιλιάδες χρόνια πριν, μα φωτογραφίζει τη συμπεριφορά των ανθρώπων σήμερα

 
Ἔχεις περάσει καιρὸ τώρα τὰ 80, μπαρμπα-Γιάννη. Μιὰ ζωὴ ἁπλὸς ἀγρότης.
Σκαμμένο τὸ πρόσωπο ἀπὸ τὸ κρύο καὶ τοὺς καύσωνες ποὺ πέρασαν ἀπὸ πάνω σου.

Πρόσωπο ποὺ τόσες φορὲς τὸ ἔβρεξε ὁ ἱδρώτας, καθὼς ὄργωνες, ἔσπερνες, σκάλιζες, ράντιζες μὲ τὸ φάρμακο – δηλητήριο, κι ὁ ἀέρας πολλὲς φορὲς τό ᾿φερνε πάνω σου. Κουράστηκες, ἀλήθεια! Δίπλωνες τὸ σῶμα σου στὰ δύο καὶ ἔσκυβες γιὰ ὧρες νὰ μαζέψεις τὰ φύλλα τοῦ καπνοῦ ἀπ’ τὶς καπνόριζες. Τό ᾿κανες μὲ ἱκανοποίηση ὅμως, γιατὶ ζοῦσε ἡ οἰκογένειά σου ἀπ᾿ αὐτό. Κι ὅταν οἱ πολλοὶ πήγαιναν διακοπές, ἐσὺ τότε ἔπρεπε νὰ μαζέψεις τὸν καπνό. Κι ἀπ᾿ τὶς 2 τὰ μεσάνυχτα ἔφευγες γιὰ τὸ χωράφι, καὶ μόνο γιὰ λίγο σταματοῦσες στὶς 10 μὲ 11 τὸ βράδυ. Σὲ 3 ὧρες ξανὰ στὸ πόδι. Γιὰ νὰ μεγαλώσεις τὰ παιδιά σου, νὰ τὰ σπουδάσεις, νὰ γίνουν ἄνθρωποι ποὺ θὰ βοηθήσουν τὸν τόπο.

Τώρα στὸ ΚΑΠΗ συζητᾶς μὲ τοὺς λίγους ποὺ ἔχουν ἀπομείνει. Βλέπεις τὴ σύνταξή σου νὰ μειώνεται, τὰ φάρμακα τώρα νὰ τὰ πληρώνεις, τὸ ἰατρεῖο νὰ ἀνοίγει μόνο μιὰ μέρα τὴ βδομάδα. Τὰ παιδιά σου ἄνεργα ἐδῶ καὶ καιρό. Σκέφτεσαι πλέον νὰ ἀρχίσεις νὰ πουλᾶς τὰ χωραφάκια, ποὺ ἔζησαν καὶ σένα καὶ τὴν οἰκογένειά σου, γιὰ νὰ πληρώσεις τοὺς ἀβάσταχτους φόρους. Πρέπει νὰ τοὺς πληρώσεις, γιὰ νὰ μὴ χρεωκοπήσει ἡ χώρα, σοῦ λένε. Τώρα νιώθεις μιὰ πίκρα, γιατί, ὅταν ἐσὺ ἔβγαζες ποτάμι τὸν ἰδρώτα σου, ἄλλοι ἔβγαζαν τὰ ἑκατομμύριά τους ἔξω καὶ δὲν πλήρωναν οὔτε δραχμὴ φόρο…

Ἔχεις τώρα πιὸ πολλοὺς φίλους, γνω­στοὺς καὶ συγγενεῖς στὸ κοιμητήριο πα­ρὰ ζωντανούς. Ἀναπαύονται κάτω ἀπὸ τὴ σκιὰ τοῦ σταυροῦ. Καὶ μόνο συλλογιέσαι μήπως αὔριο – μεθαύριο τὸν ἀ­φαι­ρέσουν τὸν σταυρὸ μὲ νόμο ἀπὸ τὰ Κοιμητήρια. Ἴσως τὸ ἀπαιτήσουν οἱ Εὐ­ρω­παῖοι «φίλοι» μας γιὰ νά… μὴ δυσανασχετοῦν οἱ ἀλλόθρησκοι καὶ οἱ ἄθεοι!

«Καλὰ ἔλεγε παλιὰ ὁ δάσκαλος», μουρμουρίζεις. «Ἂν δὲν ὑπῆρχαν οἱ Ἐ­φιάλτες, οἱ Μῆδοι δὲν θὰ πατοῦσαν τὴν Ἑλλάδα. Καὶ τώρα τί κάνουμε; Χανόμαστε; Μέχρι ἐδῶ ἦταν; Γιὰ σύνελθε, μπαρμπα-Γιάννη», λὲς στὸν ἑαυτό σου. «Αὐτὰ ἔχουν τὰ ἀνθρώπινα πράγματα. Ὅταν κα­νεὶς κοιτάει μόνο τὸ ἐδῶ καὶ τὸ τώρα, εὔκολα μπορεῖ νὰ γίνει θηρίο καὶ κανένα νὰ μὴ λογαριάζει.»Ὁ Θεὸς τί θὰ πεῖ καὶ τί θὰ ὑπογράψει, αὐτὸ ἔχει σημασία· καὶ ὄχι τί λογαριάζουν οἱ μεγάλοι αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Πέρασα τὰ 80 καὶ δὲν μ᾿ ἄφησε ὁ Θεός. Θὰ μὲ ἀφήσει τώρα; Ἤ, μήπως δὲν βλέπει αὐτὰ ποὺ γίνονται;».

Ἔπιασες τότε τὸ Ψαλτήρι καὶ διάβασες τὸν 72ο Ψαλμό. Τί φοβερὸς Ψαλμός! Γράφτηκε χιλιάδες χρόνια πρίν, μὰ φωτογραφίζει τὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων σήμερα.

Τί λέει; Κινδύνεψε νὰ κλονισθεῖ ὁ Ψαλμωδός, βλέποντας τὴν εὐδαιμονία καὶ τὴν ἄνεση μὲ τὴν ὁποία περνοῦσαν τὴ ζωή τους οἱ ἄνθρωποι ποὺ κοίταζαν μόνο τὸ στενό τους προσωπικὸ συμφέρον, χωρὶς νὰ λογαριάζουν κανένα… Μάζευαν πλοῦτο χωρὶς κόπο, μὲ ἀδικίες συνήθως, χωρὶς νὰ συναντοῦν στὴ ζωή τους θλίψεις καὶ συμφορές. Αὐτή τους ἡ συμ­περιφορὰ τοὺς φούσκωνε ἀπὸ ὑπερηφάνεια: «Διενοήθησαν καὶ ἐλάλησαν ἐν πονηρίᾳ, ἀδικίαν εἰς τὸ ὕψος ἐλάλησαν· ἔθεντο εἰς οὐρανὸν τὸ στόμα αὐτῶν, καὶ ἡ γλῶσσα αὐτῶν διῆλθεν ἐπὶ τῆς γῆς… καὶ εἶπαν· πῶς ἔγνω ὁ Θεός; καὶ εἰ ἔστι γνῶσις ἐν τῷ Ὑψίστῳ;» (Ψαλ. οβ΄ [72] 8, 9-11)· σκέφτηκαν πονηρὰ κατὰ τῶν ἄλ­λων ἀνθρώπων καὶ γεμάτα πονηριὰ ἦ­ταν τὰ λόγια τους. Κάλυψαν τὴ γῆ οἱ ὕ­βρεις τους καὶ οἱ συκοφαντίες τους… Οἱ βλασφημίες τους ἔφτασαν νὰ ἀπευθύ­νονται καὶ σ᾿ αὐτὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Τὸν θεώρησαν ἀδύναμο στὸ νὰ λαμ­­­­βάνει γνώση τῶν ἀδικιῶν καὶ τῶν ἀ­σεβειῶν τους.

Ὅμως ὁ Ψαλμὸς ξεδιπλώνει παρα­κάτω μία μεγάλη διαχρονικὴ ἀλήθεια: «Πλὴν διὰ τὰς δολιότητας αὐτῶν ἔθου αὐτοῖς κακά, κατέβαλες αὐτοὺς ἐν τῷ ἐπαρθῆναι. πῶς ἐγένοντο εἰς ἐρήμωσιν ἐξάπινα; ἐξέλιπον, ἀπώλοντο διὰ τὴν ἀ­νομίαν αὐτῶν. ὡσεὶ ἐνύπνιον ἐξεγειρομένου, Κύριε, ἐν τῇ πόλει σου τὴν εἰκόνα αὐτῶν ἐξουδενώσεις» (Ψαλ. οβ΄ [72] 18-20)· εὐτυχοῦν τώρα, ἀλλὰ τοὺς ἐπεφύλαξες κακά. Τοὺς γκρέμισες σὲ ἐρείπια ἐξαιτίας τῆς ἐπάρσεώς τους. Πῶς σὲ μιὰ στιγμὴ ἐξαφανίστηκαν;… Χάθηκαν ἐξαιτίας τῆς πολλῆς τους ἀνομίας. Σὰν τὸ ὄ­νει­ρο ποὺ ἐξαφανίζεται ὅταν ξυπνάει ὁ ἄν­θρωπος, ἔτσι καὶ αὐτοὶ διαλύθηκαν. Ὄχι μόνο σὲ ἀνθρώπους συνέβη αὐτὸ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Ἱστορίας, ἀλλὰ καὶ σὲ δυναστεῖες ἐπιφανῶν καὶ σὲ συμμαχίες.

Μπαρμπα-Γιάννη, τὸν Ψαλμὸ δὲν χορταίνεις νὰ τὸν διαβάζεις. Ἠρέμησες. Βγῆκε ὁ ἥλιος ξανὰ στὴν ψυχή σου, σκόρπισε τὰ σύννεφα τῆς ταραχῆς σου. Ξεκαθάρισες γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ὅτι οἱ ἀ­λήθειες τοῦ Θεοῦ, αὐτὲς βγάζουν πράγ­­ματι ἀπ᾿ τὸ τοῦνελ τῆς δυσθυμίας στὸ φῶς Του καὶ δίνουν ἐλπίδα. Βλέπει ὁ Θεὸς καὶ θὰ ἐπέμβει, ὅταν κρίνει. Καὶ ἡ ἐλπίδα αὐτὴ δὲν ξεγελάει οὔτε ντροπιάζει, γιατὶ εἶναι ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ.

Καὶ μὲ τοὺς δύο τελευταίους στίχους βάζει ὅλη τὴν οὐσία του σὰν σφραγίδα:

«Ὅτι ἰδοὺ οἱ μακρύνοντες ἑαυτοὺς ἀπὸ σοῦ ἀπολοῦνται,… ἐμοὶ δὲ τὸ προσκολλᾶσθαι τῷ Θεῷ ἀγαθόν ἐστι, τίθεσθαι ἐν τῷ Κυρίῳ τὴν ἐλπίδα μου» (Ψαλ. οβ΄ [72] 27-28). Ὅσοι ἀπομακρύνουν τοὺς ἑαυτούς τους ἀπὸ Σένα, θὰ χαθοῦν, γιὰ μένα ὅμως ἕνα ἀγαθὸ μόνιμο καὶ ὕψιστο ὑ­πάρχει τὸ νὰ προσκολλῶμαι σὲ Σένα, καὶ σὲ Σένα, Κύριε, νὰ στηρίζω ὁλόκληρη τὴν ἐλπίδα μου.

Διότι Αὐτὸς εἶναι ἡ μόνη καὶ τελικὴ ἀλήθεια τοῦ κόσμου!

theomitoros.blogspot.gr

Κυριακή 28 Μαΐου 2017

Λόγος του Αυτοκράτωρος Κωνσταντίνου ΙΑ' Παλαιολόγου

Η Maria Dimitriou κοινοποίησε τη δημοσίευση του χρήστη Ἑλληνοϊστορεῖν.
Σαν σήμερα, στα 1453, οι συγκλονιστικότερες στιγμές της χιλιετίας.
Η τελευταία λειτουργία στην Αγιά-Σοφιά, ο εμψυχωτικός λόγος τού Αυτοκράτορος στους στρατιώτες του και η επιστροφή στα τείχη για το μεγάλο καθήκον. Όλοι, με πλήρη συναίσθηση των στιγμών, αποφασισμένοι να φανούν αντάξιοι τού χρέους τής Ιστορίας, αγωνιζόμενοι ως Έλληνες.
«Αι προπαρασκευαί των τούρκων διά την τελική εξόρμησιν κατά της Κωνσταντινουπόλεως έχουν ολοκληρωθή και αναμένεται μόνον το σύνθημα τού σουλτάνου. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ διέταξε να γίνη την ημέραν αυτήν μεγάλη λειτουργία εις τον ναόν της Αγίας Σοφίας, και αφού μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων, αποχαιρέτισε εν μέσω λυγμών και δακρύων τους οικείους και συμπολεμιστάς του:
"Υμείς μεν, ευγενέστατοι άρχοντες και εκλαμπρότατοι δήμαρχοι και στρατηγοί και γενναιότατοι συστρατιώται και πας ο πιστός και τίμιος λαός, καλώς οίδατε ότι έφθασεν η ώρα ... στήτε ανδρείως και μετά γενναίας ψυχής ... Παραδίδωμι δε υμίν την εκλαμπροτάτην και περίφημον ταύτην πόλιν και πατρίδα ημών και βασιλεύουσαν των πόλεων. Καλώς ουν οίδατε, αδελφοί, ότι διά τέσσαρά τινα οφειλέται κοινώς εσμέν πάντες ίνα προτιμήσωμεν αποθανείν μάλλον ή ζήν· πρώτον μεν υπέρ της πίστεως ημών και ευσεβείας, δεύτερον δε υπέρ της πατρίδος, τρίτον δε υπέρ του βασιλέως ως χριστού κυρίου, και τέταρτον υπέρ συγγενών και φίλων… Λοιπόν, αδελφοί και συστρατιώται, κατά νουν ενθυμήθητε ίνα το μνημόσυνον υμών και η μνήμη και η φήμη και η ελευθερία αιωνίως γενήσηται.»
Μετέβη κατόπιν εις την πύλην τού Ρωμανού, που ήτο το ασθενέστερον σημείον, και καθ’ όλην την νύκτα, παρέμεινε άγρυπνος, αναμένων τον εχθρόν εις την θέσιν ην είχε προκαθορίσει διά τον εαυτόν του».
_____________________________________
— [Κείμενο: Λόγος του Αυτοκράτωρος Κωνσταντίνου ΙΑ' Παλαιολόγου προς τους συμπολεμιστές του, κατά την μαρτυρία του Φραντζή (http://ellinoistorin.gr/?p=6730)]
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
[Ἑλληνικό Ἡμερολόγιο - http://ellinoistorin.gr/]
 
«Τὸ νὰ σοῦ παραδώσω τὴν πόλη, δὲν εἶναι θέμα οὔτε δικὸ μου οὔτε ἄλλου κατοίκου της, καθὼς μὲ κοινὴ ἀπόφαση, ὅλοι αὐτοπροαίρετα θὰ πεθάνουμε…
ellinoistorin.gr
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος μιλάει στους συμπολεμιστές του
 
«Το να σου παραδώσω την πόλη, δεν είναι θέμα ούτε δικό μου ούτε άλλου κατοίκου της, καθώς με κοινή απόφαση όλοι αυτοπροαίρετα θα πεθάνουμε και δε θα λογαριάσουμε τη ζωή μας»

Ακούσαμε λοιπόν εμείς μέσα στην πόλη τόσο μεγάλη οχλοβοή, σαν ήχο έντονης θαλασσοταραχής, και σκεφτόμασταν άραγε τι είναι. Μετά από λίγο βεβαιωθήκαμε και επαληθεύτηκε ότι για την επαύριο ο αμιράς ετοίμασε χερσαίο και θαλάσσιο πόλεμο για την πόλη, με όση σφοδρότητα μπορούσε. Κι εμείς βλέποντας το τόσο μεγάλο πλήθος των ασεβών  (όπως μου φάνηκε, πραγματικά για κάθε έναν από εμάς αντιστοιχούσαν πεντακόσιοι και περισσότεροι από αυτούς), αναθέσαμε όλες μας τις ελπίδες στην Πρόνοια του Θεού.
Και με προσταγή του βασιλιά, ιερείς, αρχιερείς και μοναχοί, γυναίκες και παιδιά κρατώντας τις άγιες και σεπτές εικόνες καθώς και τα «θεία εκτυπώματα», γύριζαν στα τείχη της πόλης και με δάκρυα φώναζαν το «Κύριε ελέησον» και ικέτευαν τον Θεό να μη μας παραδώσει για τις αμαρτίες μας σε χέρια εχθρών άνομων και αποστατών και των πιο πονηρών σε όλη τη γη, αλλά να μας λυπηθεί.
 
Και κλαίγοντας, ο ένας στον άλλον έδιναν θάρρος, για να αντισταθούν γενναία στους εχθρούς την ώρα της μάχης. Παρόμοια και ο βασιλιάς, το ίδιο οδυνηρό δειλινό της δευτέρας, αφού συγκέντρωσε όλους τους αξιωματούχους, τους άρχοντες και αρχομένους, δημάρχους και εκατόνταρχους και άλλους εκλεκτούς στρατιώτες, είπε τα εξής:
 
«Εσείς λοιπόν ευγενέστατοι άρχοντες και εκλαμπρότατοι δήμαρχοι και στρατηγοί και γενναιότατοι συμπολεμιστές και όλος ο πιστός και τίμιος λαός, γνωρίζετε καλά ότι ήρθε η ώρα και ο εχθρός της πίστης μας θέλει, με κάθε μέσο και τέχνασμα, να μας φέρει σε πολύ δυσκολότερη θέση και με όλη του τη δύναμη να μας πολεμήσει σφοδρά με μεγάλη συμπλοκή στην ξηρά και στη θάλασσα, για να μας δηλητηριάσει, αν μπορεί, σαν το φίδι και να μας καταπιεί σαν το λιοντάρι.
 
Για αυτό σας μιλώ και σας παρακαλώ να σταθείτε με ανδρεία και γενναία ψυχή, όπως κάνατε πάντα ως τώρα, ενάντια στους εχθρούς της πίστης μας. Σας παραδίδω λοιπόν την εκλαμπρότατη και περίφημη αυτή πόλη και πατρίδα μας και βασιλεύουσα των πόλεων. 
Γνωρίζετε βέβαια καλά, αδελφοί, ότι για τέσσερα πράγματα οφείλουμε από κοινού να προτιμήσουμε περισσότερο να πεθάνουμε παρά να ζούμε. Πρώτα για την πίστη μας και την ευσέβεια, δεύτερον για την πατρίδα, τρίτον για τον βασιλιά σαν χρισμένο από τον Κύριο και τέταρτον για τους συγγενείς και φίλους.
 
Λοιπόν, αδελφοί, αν οφείλουμε να αγωνιζόμαστε ως το θάνατο για ένα μόνο από τα τέσσερα, πολύ περισσότερο για όλα αυτά μαζί, καθώς, όπως ολοφάνερα το βλέπετε, όλα πρόκειται να τα στερηθούμε. 
Αν για τα δικά μου πλημμελήματα παραχωρήσει ο Θεός τη νίκη στους ασεβείς, αγωνιζόμαστε για την πίστη μας την αγία, την οποία ο Χριστός με το δικό του αίμα μας χάρισε. Κι αν ακόμα κερδίσει κάποιος όλο τον κόσμο και χάσει την ψυχή του, ποιο το όφελος; Δεύτερον, με τον ίδιο τρόπο θα χάσουμε την περίφημη πατρίδα και την ελευθερία μας. Τρίτον, χάνουμε και τη βασιλεία, την κάποτε περίλαμπρη και τώρα ταπεινωμένη και ντροπιασμένη και αποδυναμωμένη, και εξουσιάζεται από τύραννο και ασεβή. Τέταρτον, στερούμαστε και τα πολυαγαπημένα μας παιδιά, και τις συζύγους μας και τους συγγενείς.». 
 
Γεώργιος Φραντζής , (J.Ρ. ΜΙGΝΕ, Patrologia Graeca)
Απόδοση στα νέα ελληνικά: Τέζας Γεώργιος
Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου


Print-icon
 

Τετάρτη 24 Μαΐου 2017

Τοπωνύμια με ελληνικά ονόματα

Η Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα σύνδεσμο.

Οι αρχαίοι Έλληνες είναι γνωστό ότι ήταν θαλασσοκράτορες από την εποχή των Μινωϊτών τουλάχιστον. Γνωρίζουμε όμως μέχρι που έφτασαν στην πραγματικότητα;…
crashonline.gr

ΠΛΑΝΗΤΗΣ «ΕΛΛΑΣ»! Τοπωνύμια με ελληνικά ονόματα που υπάρχουν σε όλη την υφήλιο! (Χάρτες)

6. Ιανουαρίου, 2016 Πολιτισμός ΕκτύπωσηΜέγεθος Κειμένου:
Clipboard μικρό

Οι αρχαίοι Έλληνες είναι γνωστό ότι ήταν θαλασσοκράτορες από την εποχή των Μινωϊτών τουλάχιστον. Γνωρίζουμε όμως μέχρι που έφτασαν στην πραγματικότητα; Κατάφεραν να ταξιδέψουν και να αποικίσουν όλο τον κόσμο;

Σύμφωνα με την επίσημη ιστορία οι αρχαίοι μας πρόγονοι έφτασαν στο απόγειο της εξάπλωσης τους την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου όπου φτάσαμε μέχρι την Ινδία. Δεκάδες όμως έρευνες τόσο εγχώριες όσο και στο εξωτερικό δείχνουν ότι όχι μόνο βγήκαν έξω από τα στενά όρια που την τοποθετεί η επίσημη ιστορία αλλά κατάφεραν και εξερεύνησαν όλο τον κόσμο, μπορώντας να πούμε χωρίς υπερβολή ότι όλος ο πλανήτης είναι Ελλάς!
Αυτό έρχεται να το επιβεβαιώσει ο ναυτικός κ. Βαρθολομαίος Λάζαρης, που στα ταξίδια του σε όλη τη Γη διαπίστωσε ότι υπάρχουν χιλιάδες ελληνικά τοπωνύμια. Πριν χρόνια εξέδωσε ένα βιβλίο με τίτλο «Η Ελλάδα σε όλο τον Κόσμο». Στο βιβλίο του υπάρχει μια άκρως αποκαλυπτική και ενδιαφέρουσα έρευνα που δημιουργεί αρκετά κενά στην επίσημη ιστορία.

bdee8157-5855-49b4-a42b-d37d47cd695d

Αν προσθέσουμε στην έρευνα του κ. Λάζαρη και τις γλωσσολογικές και εθνολογικές έρευνες που έχουν γίνει στους Ινδιάνους του Καναδά, στους ιθαγενείς της Ινδονησίας,στους Ινδιάνους της Ν.Αμερικής,στους αυτόχθονες της Αυστραλίας, στις αναφορές των μυστικιστών από το Θιβέτ,στις αναφορές των δρυϊδων και δεκάδες άλλες τέτοιες έρευνες, βλέπουμε ότι ταιριάζουν απόλυτα με την έρευνα του κ. Λάζαρη. Πολλές τέτοιες αναφορές είναι ήδη γνωστές και στους αναγνώστες του Crashonline αφού έχουμε δημοσιεύσει αρκετά άρθρα για την οικουμενικότητα του Ελληνισμού.
Παρακάτω θα δείτε τους χάρτες του κ. Λάζαρη σε μεγάλη ανάλυση, που δείχνουν τα ελληνικά τοπωνύμια σε όλη τη Γη, συμβάλλοντας στην έρευνα για την ιστορική αλήθεια που αφορά την πανάρχαια αυτή ελληνική αυτοκρατορία, η οποία αποκρύπτεται.

ΧΑΡΤΗΣ 3
ΧΑΡΤΗΣ 4
ΧΑΡΤΗΣ 5 ΧΑΡΤΗΣ 6 ΧΑΡΤΗΣ 7 ΧΑΡΤΗΣ 8 ΧΑΡΤΗΣ 9 ΧΑΡΤΗΣ 10 ΧΑΡΤΗΣ 11
Ηλίας Σιατούνης

μια τραγική ιστορία αγάπης

Η Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα σύνδεσμο.

Πίσω στο παρελθόν, περίπου έναν αιώνα πριν, ένας ξανθός Αθηναίος με γαλανά μάτια και φλογερή ιδιοσυγκρασία μπήκε στη θάλασσα του Σκαραμαγκά. Καβάλα σ' ένα λευκό άλο
thessalonikiartsandculture.gr

Περικλής Γιαννόπουλος – Σοφία Λασκαρίδου, μια τραγική ιστορία αγάπης


Πίσω στο παρελθόν, περίπου έναν αιώνα πριν, ένας ξανθός Αθηναίος με γαλανά μάτια και φλογερή ιδιοσυγκρασία μπήκε στη θάλασσα του Σκαραμαγκά. Καβάλα σ' ένα λευκό άλογο φύτεψε μια σφαίρα στον κρόταφό του.

Ήταν ο Περικλής Γιαννόπουλος, μια από τις λαμπρότερες ελπίδες των ελληνικών γραμμάτων. «Αυτοκτόνησε γιατί δεν βρήκαν απήχηση στο κοινό οι ιδέες του», έγραψαν οι εφημερίδες της εποχής. Η αληθινή όμως αιτία του θανάτου του Γιαννόπουλου βρισκόταν αλλού...

Λίγες μέρες μετά την αυτοκτονία του Γιαννόπουλου, τα κύματα του Σκαραμαγκά ξέβρασαν το πτώμα του. Ο θάνατος δεν είχε νικήσει την ομορφιά του, μόνο τα μαλλιά του είχαν γίνει κατάλευκα. Ο Γιαννόπουλος φορούσε λευκή φανέλα, κοστούμι και γάντια γκλασέ.

Το ρολόι που βρέθηκε στην τσέπη του, είχε σταματήσει στις 11 και 3 λεπτά. Ο αστυνομικός Ελευσίνος, διέταξε να μεταφερθεί το πτώμα στην εκκλησία. Εκεί έμεινε ως την άλλη μέρα το πρωί που έγινε η κηδεία.

Αλλά στο διάστημα που μεσολάβησε: «…διεπιστώθη ότι το πτώμα είχον ήδη περιποιηθεί χείρες αβραί, οι οποίαι είχαν αποθέσει επί της κεφαλής του στέφανον ανθέων εξαιρετικών και είχαν χύσει επ' αυτού μύρα. Ο αστυνόμος εξήγησεν ότι με το πρωινόν τραίνον, κατήλθαν εξ Αθηνών δύο κυρίαι του εξωτερικού, οι οποίαι μετέβησαν εις την εκκλησίαν και απέθεσαν επί του πτώματος πλήθος ανθέων τα οποία έφεραν εξ Αθηνών και το εμύρωσαν.

Ακολούθως, έφυγον χωρίς να καταστήσουν γνωστά τα ονόματά των». (Εφημερίδα «Πατρίς» 22/4/1910) Ποιές ήταν αυτές οι δύο γυναίκες; Τι σχέση είχαν με τον Γιαννόπουλο και γιατί χάθηκαν μετά χωρίς να αποκαλύψουν την ταυτότητά τους;

Οι εφημερίδες έκαναν μια μικρή εξόρμηση για να εξιχνιάσουν το μυστήριο, αλλά δεν μπόρεσαν να βρουν τίποτα. Ο Γιαννόπουλος πίστευε βαθιά στο απόρρητο της ιδιωτικής του ζωής. Σπάνια μιλούσε για τον εαυτό του. Μερικοί Αθηναίοι, ήξεραν ότι ο ποιητής συνδεόταν με μια γυναίκα.

Είχαν δει τις σφιχταγκαλιασμένες σκιές τους να ανεβαίνουν στην Ακρόπολη ή να κάνουν περίπατο ανάμεσα στα δέντρα της Ελευσίνας. Αλλά κανείς δεν είχε δει τίποτα περισσότερο, κανείς δεν ήξερε κάτι που να έριχνε φως στη ζωή και στο θάνατο του ποιητή.



Πρότυπο «Στέλλας Βιολάντη».
Η γυναίκα εκείνη ήταν η Σοφία Λασκαρίδου. Αν η αποκάλυψη αυτή ερχόταν στην ώρα της, θα προκαλούσε στην κοινωνία της εποχής την ίδια ίσως συγκίνηση που προκάλεσε ο θάνατος του Γιαννόπουλου.

giannopoulos-laskaridou-1

Η Σοφία Λασκαρίδου δεν ήταν μια συνηθισμένη γυναίκα. Είχε όλη την Αθήνα στα πόδια της. Ήταν όμορφη και πλούσια, δεχόταν τον βασιλέα Γεώργιο στο σπίτι της και δεν ερωτευόταν ποτέ.

Ήταν φτιαγμένη από σκληρή πάστα, που δεν λύγιζε εύκολα. Ο Ξενόπουλος είχε πει ότι όταν έγραφε τη «Στέλλα Βιολάντη» είχε στο νού του το μελαχροινό κεφάλι της Σοφίας Λασκαρίδου. Ο πατέρας της είχε γεννηθεί στο Λονδίνο και η μητέρα της στο Παρίσι. Η ίδια μεγάλωσε με ελεύθερες και μοντέρνες ιδέες.

Το πάθος της ήταν η ζωγραφική. Μπορούσε να κάθεται ώρες απέναντι από τη θάλασσα του Φαλήρου, σχεδιάζοντας βάρκες και κύματα.

Μια μέρα ο πατέρας της, της έδωσε ένα περίστροφο: «Δεν πρέπει να κυκλοφορείς άοπλη, αφού απομακρύνεσαι τόσο πολύ από το σπίτι». Η Σοφία πήρε το περίστροφο και το έκρυψε στην τσάντα της. Αυτό το ίδιο περίστροφο θα στερούσε ύστερα από μερικά χρόνια τη ζωή του Περικλή Γιαννόπουλου. Νιάτα και ομορφιά...

Γνωρίστηκαν τυχαία στην Καλλιθέα το 1895, όταν η Σοφία γύριζε στο σπίτι της. Ο Γιαννόπουλος έκανε έναν από τους ατελείωτους περιπάτους του στο ύπαιθρο, κόβοντας λουλούδια από τους κήπους και σπέρνοντάς τα, κατά τη συνήθειά του, δεξιά και αριστερά. «Ερχόταν αντίθετα από εμένα», διηγείται η Σοφία Λασκαρίδου.

«Λίγα βήματα μας χώριζαν. Στάθηκε. Στάθηκα κι εγώ. Τα μάτια μας συναντήθηκαν. Έβγαλε το καπέλο του και τα χρυσά του μαλλιά έλαμψαν στο φως του ήλιου. Είδα τον ουρανό στα μάτια του». Ψιθύρισε: «Η ομορφιά σας με θάμπωσε». «Και εμένα η δική σας» του απάντησα. «Έσκυψε βιαστικά το κεφάλι, χαιρέτησε και με προσπέρασε».

Πόσες ιστορίες δεν αρχίζουν άραγε με τον ίδιο τρόπο! Αλλά κάτι στην ιστορία του Γιαννόπουλου και της Σοφίας ήταν διαφορετικό από την πρώτη στιγμή, κάτι που εκείνο το απόγευμα έμεινε μετέωρο στον αέρα και τους ένωσε ως τον θάνατο.

«Την Κυριακή, ύστερα από την συνάντηση εκείνη, έγινε το απροσδόκητο. Είδα να μπαίνει ξαφνικά στο σαλόνι του σπιτιού μας ο ωραίος άγνωστος. Η καρδιά μου σταμάτησε. Προχώρησε προς το μέρος μου και συστηθήκαμε.

- Περικλής Γιαννόπουλος.
- Ώστε γνωρίζατε ποια ήμουν;
- Πήρα το θάρρος να έλθω. Έπρεπε να έλθω.

Εκείνη την ώρα ο πατέρας μου έπαιζε σκάκι με τον ζωγράφο Οθωναίο. Δεν ήταν δυνατό να διακόψω το παιχνίδι τους, ωστόσο, η μητέρα μου δέχθηκε τον Γιαννόπουλο με τη συνηθισμένη της καλοσύνη και μίλησαν αρκετά μαζί. Ο πατέρας μου κοίταξε τον ξανθό νέο που του παρουσίασα και χαμογέλασε.

- Η κόρη μου είχε πάντα ωραίες φίλες και φίλους, είπε. Τα νιάτα και η ομορφιά είναι το σπουδαιότερο πράγμα στον κόσμο, φτάνει να ξέρει κανείς να τα μεταχειρίζεται.

giannopoulos-laskaridou-03

Η ηδονή του θανάτου

Νιάτα, ομορφιά, έρωτας. Τα είχαν όλα, δεν τους έλειπε τίποτε για να ενωθούν και να ευτυχήσουν.

Ύστερα από μερικές ημέρες, ο Γιαννόπουλος χτύπησε πάλι την πόρτα του σπιτιού της Σοφίας στην Καλλιθέα. Τον δέχθηκε στον κήπο και μετά περπάτησαν μαζί ως την Ακρόπολη.

«Ήταν μια ονειρεμένη πορεία, έγραψε μετά στο ημερολόγιό της. Περάσαμε τον Ιλισό πηδώντας πάνω από τα λευκά του χαλίκια. Ανεβήκαμε πίσω από το μνημείο του Φιλοπάππου και βρεθήκαμε σε ένα κάμπο γεμάτο ασφοδελούς. Καθίσαμε στον λόφο να ξεκουραστούμε».

- Οι ασφοδελοί κλείνουν το μυστικό της λήθης, είπε ο Περικλής. «Ο ήλιος έριχνε τις τελευταίες του ακτίνες. Τα σύννεφα έπαιζαν μακριά στη Σαλαμίνα. Κανείς δεν μιλούσε. Ύστερα έσκυψε και με φίλησε». Η μέρα τελείωνε. Ο Περικλής είπε:

- Η ηδονή του έρωτα, μόνο με την ηδονή του θανάτου αντισταθμίζεται.
- Με την οδύνη του θανάτου θέλεις να πεις. Ο Γιαννόπουλος κούνησε το κεφάλι του.

-Όχι, είπε. Ο θάνατος είναι η υπέρτατη ηδονή. Η γαλήνη. Άραγε εκείνη την ώρα πέρασε εμπρός από τα μάτια του ξανθού συγγραφέα το όραμα του εαυτού του, καβάλα στο άλογο, να μπαίνει στην αγριεμένη θάλασσα του Σκαραμαγκά;

Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Ο Γιαννόπουλος άλλωστε μίλαγε συχνά για τον θάνατο. Πίστευε στο οριστικό και στο απόλυτο και τίποτε δεν θα τον έκανε να παραβιάσει τις αρχές του. Λίγες ημέρες μετά της ζήτησε να την συντροφεύει όταν εκείνη ζωγράφιζε έξω από το σπίτι της.

«Έτσι δεν θα χρειάζεται και το περίστροφο, της είπε γελώντας». «Θα είμαι ο σωματοφύλακάς σου». Χάθηκαν από τον κόσμο για να δωθούν ο ένας στον άλλο. Η Σοφία ξαναγνώρισε την Αττική, βλέποντάς την μέσα από τα μάτια του Γιαννόπουλου. Περπατούσαν ώρες ατελείωτες κάτω από τα πεύκα της Ελευσίνας. Συχνά ανέβαιναν στην Ακρόπολη.

Ο Περικλής είχε μια ιδιαίτερη στοργή για το εκκλησάκι του Αϊ Δημήτρη. Άλλοτε πάλι, την έβαζε να περπατά ανάμεσα στις κολώνες του Παρθενώνα.

-Έτσι θέλω να σε σκέπτομαι, της έλεγε. Ποτέ δεν ήσουν τόσο αληθινή, όσο είσαι τη στιγμή αυτή. Ύστερα της έδειχνε την Αθήνα από εκεί πάνω.

Προσπαθούσε να της μάθει να την βλέπει με τον δικό του τρόπο, που δεν έμοιαζε με τον τρόπο κανενός άλλου.

- Σε οποιοδήποτε λόφο της Αθήνας και αν ανέβεις, βλέπεις ένα κόσμο ολόκληρο. Πουθενά αλλού το φως δεν έχει τόση δύναμη. Δες αυτά τα κυπαρίσσια έξω από τον Αϊ Δημήτρη. Το καθένα είναι και μία φυσιογνωμία. Ένας άνθρωπος.

giannopoulos-epistoli-01

Ζηλεύω τα μάρμαρα

Το καλοκαίρι χώρισαν. Η Σοφία έπρεπε να μείνει με τους δικούς της στη Βουλιαγμένη. Ίσως ήταν κι αυτό μια κίνηση της μοίρας για να τους δείξει πόσο είχε ανάγκη ο ένας από τη συντροφιά του άλλου. «Στο σούρουπο γίνονται όλα πιο σταχτιά, έγραφε η Σοφία στον αγαπημένο της.

Το σπίτι μας είναι κοντά στη θάλασσα. Ακούγεται μακριά ένας βαρκάρης που τραγουδάει το μοιρολόγι της καρδιάς του. Ένα ψάρι πήδηξε έξω από το νερό. Ύστερα πάλι ησυχία. Κάθισα όλη τη νύχτα στο μπαλκόνι ώσπου τα κύματα σταμάτησαν την φλυαρία τους. Πέρασε η νύχτα.

Είναι η ώρα που έπαιρνα το τραμ από την Καλλιθέα για να σε συναντήσω στην Ακρόπολη. Με το νου μου σε παρακολουθώ να πηγαίνεις εκεί μόνος. Ζηλεύω τα αγαπημένα μάρμαρα που πατάς. Πες τους ότι δεν θα αργήσω να γυρίσω. Πάντα δική σου, Σοφία».

Αλλά ο ανυπόμονος συγγραφέας δεν περίμενε την αγαπημένη του να γυρίσει. Μια μέρα, η Σοφία τον είδε να ξεπροβάλλει μπροστά της, βρώμικο και σκονισμένο. Είχε έρθει με τα πόδια από την Αθήνα για να την δει και να περάσει λίγες ώρες μαζί της.

- Θα έρθω να σε ζητήσω από τον πατέρα σου, της είπε ο Γιαννόπουλος. Η Σοφία κούνησε το κεφάλι της.
- Θα κάνεις μια τρέλα του είπε. Αλλά εκείνος δεν την άκουσε. Πήγε μια μέρα και βρήκε τον πατέρα της, για να ακούσει από το στόμα του μια ευγενική, αλλά ψυχρή άρνηση.

- Δεν μπορώ να αποχωριστώ ακόμη τη Σοφία, είπε στον Γιαννόπουλο. Άλλωστε η ίδια έχει αφιερώσει τη ζωή της στην τέχνη.


Ζωγραφική: Ένας αντίζηλος

Ο έρωτας μοιάζει με τα κινέζικα αμαξάκια, λέει ένα σοφό ρητό. Ο ένας από τους δύο κάθεται μέσα και ο άλλος το σέρνει. Στην ιστορία του Γιαννόπουλου και της Λασκαρίδου, ποιος αγαπούσε περισσότερο και ποιος λιγότερο; Για τον ξανθο συγγραφέα ο γάμος του με τη Σοφία ήταν μια φλογερή ανάγκη, που απαιτούσε την άμεση ικανοποίησή της.

Η Σοφία δεν βιαζόταν. Πίστευε στον έρωτα που ζει χωρίς νομικά πλαίσια. Πίστευε στην ανάγκη της να μείνει ελεύθερη. Ίσως να φοβόταν κατά βάθος, ότι από τη στιγμή που θα αισθανόταν δεσμευμένη θα άρχιζε να αγαπά τον Γιαννόπουλο λιγότερο.

- Πώς μπορείς να βάζεις την ελευθερία πάνω από τον έρωτά μας; Της είπε μια μέρα ο Περικλής. Η Σοφία χαμογέλασε μελαγχολικά. Ήξερε ότι ήταν δύσκολο για τον αγαπημένο της με τον βίαιο και παράφορο χαρακτήρα του, να την καταλάβει.

- Το μόνο που θέλω να σκέπτεσαι είναι ότι σ' αγαπώ όσο δεν θα αγαπήσω ποτέ τίποτα άλλο στη ζωή μου, του αποκρίθηκε. Δεν ήθελε να αλλάξει τίποτα στη ζωή της. Ένοιωθε πως η αγάπη τους ήταν τέλεια, αλλά εύθραυστη. Αν άλλαζε κάτι, ίσως να έχανε κάτι από τη μαγεία της. Ήταν ευτυχισμένη μοιράζοντας τη ζωή της ανάμεσα στον Περικλή και στη ζωγραφική.

Δεν της έλειπε τίποτε, δεν ήθελε τίποτε περισσότερο. Το μόνο που την στεναχωρούσε ήταν που δεν μπορούσε να σπουδάσει στο Πολυτεχνείο. Ο νόμος ακόμη δεν επέτρεπε τη φοίτηση γυναικών στη Σχολή Καλών Τεχνών.

– Γιατί δεν πηγαίνεις στον βασιλέα; Της είπε μια μέρα η μητέρα της. Το ίδιο βράδυ η Σοφία το ζύγισε μέσα στο μυαλό της και το αποφάσισε. Πήγε στο παλάτι. Ο Γεώργιος άκουσε το αίτημά της χαμογελώντας.

- Δεν φοβάσαι λοιπόν, να εργάζεσαι ανάμεσα σε τόσα αγόρια; Της είπε.
- Όχι μεγαλειότατε, του απάντησε με θάρρος η Λασκαρίδου. Είμαι έτοιμη να κάνω κάθε θυσία για χάρη της τέχνης.

giannopoulos-laskaridou-pinakas
Πίνακας της Σοφίας Λασκαρίδου


Στον Σκαραμαγκά...

Ο νόμος καταργήθηκε το 1903 και η Σοφία Λασκαρίδου ήταν η πρώτη Ελληνίδα που μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Πήρε το δίπλωμά της το 1907 και μαζί εξασφάλισε μια υποτροφία για τρία χρόνια στο εξωτερικό. - Δεν θα σε σταματήσω, της είπε ο Περικλής. Ξέρω πόση σημασία έχει αυτό το ταξίδι για σένα.

Η Σοφία τον κοίταξε παραξενεμένη. Της φαινόταν περίεργο να ακούει τον αγαπημένο της να μιλά τόσο ήρεμα. Κάτι που διάβασε στα μάτια του της έσφιξε την καρδιά.

- Έλα μαζί μου, τον παρακάλεσε. Έξω απ' την Ελλάδα θα είναι όλα δικά μας. Θα είμαστε πιο ελεύθεροι. Αλλά ο Γιαννόπουλος αρνήθηκε. Κάποτε η Σοφία είχε απορρίψει την πρότασή του να ζήσουν μαζί. Ίσως τώρα μια εσωτερική ανάγκη να τον πίεζε να ανταποδώσει την άρνηση, για να στηρίξει ξανά την πίστη στον εαυτό του.

- Δεν μπορώ να φύγω από την Ελλάδα, της είπε. Θέλω να νοιώθω πάντα κοντά μου την Ακρόπολη. Ήταν ένα φθινοπωρινό απόγευμα, λίγες ημέρες πριν την αναχώρηση της Σοφίας για το Μόναχο. Το αμάξι, τους είχε οδηγήσει αυτή τη φορά στον Σκαραμαγκά. Είχαν ξαπλώσει κάτω από τα πεύκα και κοίταζαν σιωπηλά τον σταχτί ουρανό.

- Αν σε χάσω ποτέ, ψυθίρισε ο Γιαννόπουλος, θα αυτοκτονήσω στο μέρος αυτό. Θα φύγω μυστικά κι ωραία. Θα εξαφανιστώ. Θα πάω να συναντήσω τον Χάροντα που θα με περιμένει με τη βάρκα του στο πέλαγος. Και θα έχω έτοιμα τα πορθμεία μου. Γέλασε νευρικά. Όσο για μια δεκάρα, ελπίζω να μου βρίσκεται στην τσέπη μου.


«Αν δεν σε κερδίσω...»

ΜΟΝΑΧΟ. Κάποιο προαίσθημα είχε σπρώξει τον Γιαννόπουλο μερικά χρόνια πριν, να χαράξει αυτές τις γραμμές για την πόλη που θα έπαιρνε την αγαπημένη του. «Εκεί στο Μόναχο ουρανός κλειστός. Η γη πένθος. Τα φώτα λύπη.

Τα ζώα μελαγχολία. Ο αέρας πηκτή μαυρίλα. Όλος ο έξω κόσμος σπρώχνει τον άνθρωπο σε ένα καταφύγιο, ένα υπόγειο. Και εκεί ζει μια ζωή τεχνητή. Το πνεύμα και οι τέχνες είναι επιστήμες, μηχανήματα, εμπορεύματα».

Και κάπου αλλού: «Ξεκινάτε λοιπόν και πηγαίνετε για να διδαχθείτε τις τέχνες του φωτός, στα κέντρα του σκότους. Σε αυτό τον ομφαλό ερέβους, το Μόναχο. Ενώ όλοι οι μεγάλοι βόρειοι που είπαν και έγραψαν κάτι, κατεβαίνουν στην Ιταλία για να δουν το φως».

Τι τραγική ειρωνία για τον ξανθό συγγραφέα, αυτή η μισητή πόλη να του στερήσει ότι αγαπούσε περισσότερο στον κόσμο! Και εκείνη: «Εργαζόμουν πολύ, αλλά η νοσταλγία βάραινε την ψυχή μου. Ζούσα δύο ζωές, την ημέρα με την τέχνη και τη νύχτα με την ανάμνηση εκείνου.

Ένας αόρατος ασύρματος ένωνε τις ψυχές μας. Οι δέκτες δεν λάθευαν ποτέ. Μετέδιδαν και την πιο μικρή δόνηση του είναι μας». Τα γράμματα του Γιαννόπουλου έφθαναν φλογερά και απελπισμένα. Της έγραφε πως την περίμενε, πως η Αθήνα ήταν άδεια χωρίς εκείνη και πως η Ακρόπολη αναζητούσε την ιέρειά της.

«Αν δεν σε κερδίσω θα συντριβώ, της έλεγε. Αλλά θα σε κερδίσω».

giannop-laskar-epistoli-02


Η προετοιμασία

H ιστορία του Περικλή Γιαννόπουλου και της Σοφίας Λασκαρίδου κύλησε στο αυλάκι που είχε χαράξει η μοίρα. Ο Γιαννόπουλος συνέχισε να πιστεύει ότι θα κέρδιζε στο τέλος την αγαπημένη του.

Αλλά από τον δεύτερο χρόνο του χωρισμού τους, άρχισε να τον κυριεύει η αποθάρρυνση. Και τα βιβλία του, που έκλειναν μέσα τους όλο το πάθος για το ελληνικό φως, δεν είχαν βρει την απήχηση που περίμενε.

Ξαφνικά ένοιωσε μόνος και ξεκρέμαστος. Ήταν 41 χρονών και κατάλαβε ότι δεν μπορούσε πια να περιμένει τίποτα από τη ζωή.

Η γιορτή είχε τελειώσει και απόμεινε πάλι μόνος με τον εαυτό του. «Θέλεις να μάθεις ποιος είναι ο ιδανικός θάνατος; Είπε μια μέρα στον Καμπούρογλου που ήταν ο καλύτερός του φίλος. Να πάρεις ένα κατάλευκο άτι και να το καβαλικεύσεις χωρίς σέλα.

Ύστερα να μπεις στο πέλαγος κρατώντας ένα περίστροφο και όταν δεις ότι το άτι δεν μπορεί να προχωρήσει άλλο, τότε να γείρεις και να πυροβοληθείς στον κρόταφο. Για το άλογο μην ανησυχείς. Αφού σε ξεφορτωθεί, θα βγει έξω στη στεριά. Και ο αναβάτης του θα χαθεί στο βάθος της ωραίας μας θάλασσας».

Έτσι, ψύχραιμα και μεθοδικά, προετοίμαζε τις ώρες της μοναξιάς του, το τέλος του. Αλλά ήθελε να το καλλωπίσει, να το κάνει όσο γινόταν ιδανικότερο. «Ο θάνατος είναι η τελευταία μεθυστική στιγμή που μας οφείλει η ζωή», είπε κάποτε σε έναν άλλο φίλο του. Προετοιμαζόταν αλλά δεν το αποφάσιζε. Κάτι τον κρατούσε ακόμα στη ζωή.

Ίσως η ελπίδα ότι δεν είχε ξοδέψει ακόμη όλες τις χαρές της, ότι κάτι έμενε ακόμη για να γευθεί. Δεν είχε συμβιβαστεί ακόμη με την ιδέα ότι είχε χάσει τη Σοφία για πάντα. Ένα πρωινό του Απριλίου (1910) συνάντησε τη μητέρα της τυχαία στο δρόμο.

- Πόσο χαίρομαι που σας βλέπω κυρία Λασκαρίδου, της είπε. Τι κάνει λοιπόν η μεγάλη μας καλλιτέχνις; Η μητέρα της δεν ήξερε ότι αλληλογραφούσαν.

- Η Σοφία έχει προορισμό στη ζωή της την τέχνη, του απάντησε εκείνη με μια παράλογη ψυχρότητα. Δεν πρέπει να παντρευτεί. Οι καθηγητές της είναι ενθουσιασμένοι μαζί της. Έχει μπροστά της μεγάλο μέλλον. Ο Γιαννόπουλος την κοίταξε για λίγες στιγμές σιωπηλός.

Ύστερα είπε:
- Έχετε δίκιο. Η Σοφία πρέπει να αφοσιωθεί στην τέχνη.

giannopoulos-laskaridou-02

Η Σοφία Λασκαρίδου όπως την είδε ο ζωγράφος Παρθένης


«Ένα ύστατο χαίρε»

Να ήταν άραγε αυτό, το αποφασιστικό χτύπημα; Κανείς δεν μπορεί να ξέρει με βεβαιότητα. Ίσως να το αποφάσισε τη στιγμή εκείνη, ίσως λίγες ώρες, ίσως λίγες ημέρες μετά.

Την Τετάρτη 9 Απριλίου ο Γιαννόπουλος πήγε με ένα φιλικό του ζευγάρι στον κινηματογράφο. Εκείνο το βράδυ, ο συνήθως κλειστός και μελαγχολικός Γιαννόπουλος έδειξε μια παράλογη ευθυμία. Έπιασε μάλιστα και συζήτηση με κάποιον που καθόταν δίπλα του. Οι φίλοι του τον κοίταζαν γεμάτη απορία.

Ύστερα μπήκαν σε ένα μικρό κέντρο για να πιούν μια μπύρα. Ο Γιαννόπουλος είχε ξαφνικά χάσει το κέφι του. Κάποια στιγμή τους είπε:

- Έχω κάτι να σας διαβάσω. Είναι ένα πολύ αγαπητό μου κομμάτι. Έβγαλε από την τσέπη του μερικά τσαλακωμένα φύλλα χαρτιού. Ήταν το «Τριαντάφυλλο και το αηδόνι» του Όσκαρ Ουάιλντ, που το είχε μεταφράσει ο ίδιος.

- Πολύ ωραίο είναι, είπε ο φίλος του. Αλλά ο Γιαννόπουλος κοίταζε αφηρημένα τον έρημο δρόμο, μέσα από το τζάμι του κέντρου.

- Αύριο θα κάνω μια εκδρομή, είπε ξεκάρφωτα. Δεν τους είπε που θα πήγαινε και ούτε τον ρώτησαν, για να μην τον φέρουν σε δύσκολη θέση. Ήξεραν τον χαρακτήρα του. Σηκώθηκαν να φύγουν από το εστιατόριο. Ο Γιαννόπουλος ψώνισε μπύρα και φαγητό κρύο για την εκδρομή της επομένης.

Ύστερα ξαφνικά ενώ αποχαιρετούσε τον φίλο του στο πεζοδρόμιο, έπεσε στην αγκαλιά του και τον έσφιξε συγκινημένος. Το ίδιο εκείνο βράδυ όταν γύρισε στο σπίτι του, θα πρέπει να έγραψε αυτό το γράμμα, που πήρε ύστερα από λίγες μέρες η Σοφία στο Μόναχο: «Σοφία μου. Σου στέλνω ένα ύστατο χαίρε από την Αττική γη, που αφήνω για πάντα. Με άπειρα γλυκύτατα φιλιά. Χαίρε, Σοφία μου».

Το λακωνικό αυτό γράμμα, την χτύπησε σαν ηλεκτρική εκκένωση. Του τηλεγράφησε αμέσως. «Έρχομαι». Μετά τηλεγράφησε στη μητέρα της να της στείλει χρήματα για το ταξίδι. Ξαφνικά το Μόναχο αρχίζει να μην τη χωρά. Για πρώτη φορά στη ζωή της καταλαβαίνει πόσο μεγάλο ρόλο παίζει στη ζωή της η παρουσία αυτού του ανθρώπου, που την δίδαξε πως να αγαπά.

Αλλά ο Γιαννόπουλος δεν ζει πια. Καβάλα σε ένα άσπρο άλογο, μπήκε στη θάλασσα του Σκαραμαγκά και φύτεψε μια σφαίρα στον κρόταφό του. Αυτό η Σοφία Λασκαρίδου το έμαθε τυχαία, από κάποιον επιβάτη στο τραίνο που την έφερνε στην Αθήνα.

«Με περιμένει». Την μετέφεραν στο σπίτι της σχεδόν αναίσθητη. Το βράδυ και τα άλλα βράδια που ακολούθησαν, έκαιγε στον πυρετό. Παραληρούσε. Ύστερα, ένα πρωί σηκώθηκε νωρίς από το κρεβάτι και ντύθηκε. Η μητέρα της τρόμαξε που την είδε.

- Πού πας; Τη ρώτησε.
Η Σοφία απάντησε:
- Τον είδα απόψε στον ύπνο μου. Πως άσπρισαν τα μαλλιά του. Με θέλει. Κατέβηκε στον κήπο της και έκοψε τριαντάφυλλα, πανσέδες και άνθη λεμονιάς. Ύστερα πέρασε από το σπίτι της φίλης της Ελένης Νεφ, την πήρε και κατέβηκαν στον Σκαραμαγκά.

Εκείνο το πρωί η θάλασσα είχε ξεβράσει το πτώμα του Περικλή Γιαννόπουλου. Τον είχαν ξαπλώσει στην εκκλησία του νεκροταφείου. Τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει, όπως στο όνειρο. Κάτι σαν χαμόγελο έφεγγε στο χλωμό του πρόσωπο.

«Είχε περάσει δεκατρείς ημέρες στη θάλασσα. Αλλά ήταν πάντα ωραίος. Πήρα το κεφάλι του στην αγκαλιά μου και το φίλησα. Τα δάκρυά μου έπεφταν στα κλειστά του μάτια, έβρεχαν το πρόσωπό του. Έκλαιγε κι εκείνος μαζί μου. Δεν μπορούσα να τον αποχωριστώ. Πόσο γαλήνια, Θεέ μου, ήταν η μορφή του».

Τον στόλισε όλο με τα λουλούδια της και κάθισε δίπλα του και τον κοίταζε. Δεν είχε αλλάξει από τότε που τον γνώρισε. Νιάτα, ομορφιά, έρωτας. Πόσο χαμένα είχαν πάει όλα! Το άλλο πρωί έθαψαν τον Γιαννόπουλο στον περίβολο της εκκλησίας. Η Σοφία γύρισε στο σπίτι της σαν υπνωτισμένη.

«Αισθανόμουν απάνω μου, την μαρμάρινη επαφή του κορμιού του. Νύχτα μέρα ένοιωθα στα χείλη μου τα παγωμένα αλμυρά του χείλη. Καταλάβαινα πως «ό,τι και να γινόταν από εκεί και μπρος δεν θα είχε πια σημασία». Και μια μέρα, όταν βεβαιώθηκε ότι η μητέρα της είχε φύγει από το σπίτι για να κατέβει στην Αθήνα, πήρε ένα παλιό ξυράφι του πατέρα της και έκοψε την καρωτίδα της.

Το αίμα τινάχτηκε ορμητικά. Μια γλυκιά κούραση την κυρίευε. «Θα πεθάνω», σκέφτηκε καθώς τα μάτια της έκλειναν. «Περίμενέ με». Αλλά ο θάνατος δεν την ήθελε ακόμη. Την ώρα που τη χώριζαν λίγα δευτερόλεπτα από το σκοτάδι, αισθάνθηκε ένα χέρι να την τραβά απελπισμένα πίσω στη ζωή. Είναι η μητέρα της.

- Παιδί μου, της φωνάζει. Παιδί μου! Είχε φύγει από το σπίτι για να κατέβει στην Αθήνα, αλλά την ώρα που ανέβαινε στο τραμ, μια δύναμη την ανάγκασε να γυρίσει πίσω. Αργότερα η Σοφία, όταν μάθει πως ξαναγύρισε στη ζωή θα σκεφτεί μελαγχολικά: «Τίποτε δεν μπορεί να νικήσει τη μοίρα μας. Ούτε και ο θάνατος».

Αλλά εκείνη την ώρα ψυθιρίζει βουτηγμένη στο αίμα: - Άφησέ με μητέρα Γιατί γύρισες; Με περιμένει. Το χέρι της μητέρας κρατά σφιχτά την κομμένη φλέβα και σταματά το αίμα. Ένας υπηρέτης τρέχει να φωνάξει γιατρό. Τα μάτια της Σοφίας κλείνουν. Το σκοτάδι που τόσο αποζήτησε την κυκλώνει πάλι.

Για μερικές μέρες δεν ξέρει αν ζει ή αν πέθανε. Ύστερα, ένα πρωί που ανοίγει τα μάτια της, βλέπει τον απριλιάτικο ήλιο να γλυστρά από τα παντζούρια του δωματίου της.

-Ζω, ψιθυρίζει. Ζω.

Ύστερα από μισό αιώνα

Άραγε να φανταζόταν εκείνη τη στιγμή ότι πενήντα χρόνια μετά τον θάνατο του αγαπημένου της θα συνέχιζε να ζει; Λίγοι άνθρωποι φθάνουν 85 χρονών. Η Σοφία Λασκαρίδου από κάποια σπάνια εύνοια της μοίρας, έφτασε και τα πέρασε. Το μυαλό της είναι γερό και ανήσυχο πάντα. Μόνο το κορμί της κύρτωσε.

Άλλοτε όταν πήγαινε σε κάποιο χορό, το πρόβλημα ήταν, πως θα έβρισκε κάποιο καβαλιέρο που δεν θα ήταν χαμηλότερός της. Τώρα δεν είναι ψηλότερη από ένα παιδί του δημοτικού. Ζει πάντα στο πατρικό της σπίτι στην Καλλιθέα, κυκλωμένη από τους πίνακες που ζωγράφισε.

Εκεί μας δέχτηκε πριν λίγες ημέρες, μαζί με τον κριτικό κ. Γιάννη Χατζίνη. Ήταν απόγευμα όταν άρχισε η Σοφία Λασκαρίδου την ιστορία της. Ύστερα το σούρουπο έπεσε, αλλά η γέρικη φωνή που ανεβοκατέβαινε σαν φλόγα κεριού, συνέχισε να ψάχνει μέσα στο χρόνο. Το δωμάτιο είχε σκοτεινιάσει.
 giannopolos-laskaridou-04
Νοιώθαμε θερμή την παρουσία του Περικλή Γιαννόπουλου ανάμεσά μας. Ίσως καθόταν σε κάποια πολυθρόνα και μας παρατηρούσε με τα μεγάλα γαλανά μάτια του, που τόσο τρυφερά ήξεραν να μιλούν στη γυναίκα που είχε αγαπήσει.

Όταν βγήκαμε στον κήπο, η Σοφία Λασκαρίδου, κατέβηκε αργά τα σκαλιά και κάθισε σε ένα πάγκο, κάτω από ένα μεγάλο πεύκο.

- Εδώ συνήθιζε να κάθεται, ψιθύρισε. Τα χέρια της άγγιξαν τρυφερά το ξεβαμμένο ξύλο, όπως θα άγγιζαν το δέρμα ή τα μαλλιά ενός ανθρώπου. Μερικές φορές μου φαίνεται ότι κι αυτός ο πάγκος έπαψε να ζει πριν πενήντα χρόνια! Το χέρι ύστερα απλώθηκε και ψηλάφισε τον κορμό του δέντρου.

- Και αυτό το πεύκο, έκανε σιγά. Πόσο ψήλωσε. Πήγαινα σχολείο όταν με φώναξε μια μέρα ο πατέρας μου, για να τον δω που θα το φύτευε. Μια γατούλα έτρεξε και σκαρφάλωσε στα γόνατά της. Άρχισε να παίζει με τα μαραμένα δάχτυλά της. Της τα δάγκωνε, μετά τα άφηνε, ύστερα τα δάγκωνε πάλι.

giannopoulos-laskaridou-05
- Ίσως έτσι έπρεπε να γίνουν όλα, ψιθύρισε ύστερα αφήνοντας το κεφάλι της να γείρει πίσω. Η μοίρα καμιά φορά, είναι σοφότερη απ' ό,τι νομίζουμε. Τον θυμάμαι πάντα όμορφο. Δεν πρόλαβε να γεράσει. Άραγε να με θυμάται κι εκείνος όπως ήμουν τότε; Κανείς δεν μίλησε, αλλά μάντεψα δυο μεγάλα γαλανά μάτια να χαμογελούν τρυφερά μέσα στο σκοτάδι…

Φρέντυ Γερμανός, 1961

Πηγή :  ithaque.gr

Thessaloniki Arts and Culture,  http://www.thessalonikiartsandculture.gr

Δημοφιλείς αναρτήσεις