http://www.cretalive.gr/history/view/oi-matwmenes-meres-tou-hrakleiou/97897
Τα μεγάλα συλλαλητήρια στις 4 και 5 Αυγούστου 1935 με τουλάχιστον 7 νεκρούς εργάτες και δεκάδες τραυματίες από τα όπλα στρατού και χωροφυλακής.
του Αλέκου Ανδρικάκη
Ήταν Αύγουστος του 1935, τέτοιες μέρες, όταν η ιστορία κατέγραψε μια από τις πλέον μελανές σελίδες της ιστορίας του Ηρακλείου. Μια από τις μεγαλύτερες απεργίες που έγιναν ποτέ στην πόλη (ξεκίνησε στις 4 Αυγούστου από τους σταφιδεργάτες και γενικεύτηκε με τη συμπαράσταση όλων των κλάδων) η οποία συνοδεύτηκε από συλλαλητήρια χιλιάδων εργατών, που διήρκεσαν επί ημέρες, κατέληξε στην εν ψυχρώ δολοφονία και τον τραυματισμό διαδηλωτών, αλλά και αστυνομικών και στρατιωτών που παρατάχθηκαν απέναντι στους απεργούς. Επισήμως οι νεκροί ήταν 7, παρά το γεγονός ότι οι εφημερίδες εκείνες τις ημέρες ενέγραφαν ότι πιθανότατα ήταν πολύ περισσότεροι, καθώς υπήρχαν και αγνοούμενοι. Τα ονόματα των απεργών που σκοτώθηκαν στις 4 και 5 Αυγούστου ήταν τα εξής: Ελευθέριος Βλαντάκης, Ιωσήφ Αδαμάκης, Νικόλαος Ανδρουλάκης, Αιμίλιος Σταμπολής, Αθανάσιος Αντωνογιαννάκης, Δημήτριος Σταμπολής κι ένα ακόμη άτομο που εξακριβωμένα πέθανε 2ή 3 ημέρες αργότερα, αλλά τα στοιχεία του δεν αναφέρονται, καθώς δεν μπόρεσαν να βρεθούν, τουλάχιστο τα πρώτα εικοσιτετράωρα.
Τα δραματικά γεγονότα πήραν πανελλήνιες διαστάσεις, με την κυβέρνηση των Λαϊκών (Τσαλδάρης πρωθυπουργός και Κονδύλης αντιπρόεδρος και υπουργός Στρατιωτικών) να εφαρμόζει έκτακτα μέτρα περιορισμού των ελευθεριών του λαού και να απειλεί ακόμη και με βομβαρδισμό της πόλης! Η περίοδος που ακολούθησε άνοιξε, στην ουσία, το δρόμο στον Μεταξά για την επιβολή της φασιστικής δικτατορίας.
Σήμερα παρουσιάζουμε φωτογραφίες από τα δραματικά γεγονότα των ημερών εκείνων, οι οποίες είχαν δημοσιευτεί στις εφημερίδες της εποχής.
Στην πρώτη είναι ένα μέρος μια από τις αιματοβαμμένες διαδηλώσεις του Ηρακλείου.
Στη δεύτερη ένας από τους νεκρούς και ένας τραυματίας. Δεξιά ο νεκρός Ιωσήφ Αδαμάκης και αριστερά ο τραυματίας Χατζάκης, στο Πανάνειο νοσοκομείο.
Επίσης δημοσιεύουμε τα πρωτοσέλιδα δύο εφημερίδων του Ηρακλείου με τα ρεπορτάζ από τα γεγονότα. Είναι η «Ανόρθωσις» της 8ης Αυγούστου και τα «Κρητικά Νέα» της 9ης Αυγούστου.
Από τα ρεπορτάζ των εφημερίδων της εποχής, που κυκλοφορούσαν με τον «μπαμπούλα» της λογοκρισίας ή ακόμη και της αναστολής της έκδοσής τους αν τα δημοσιεύματα δεν ήταν αρεστά στην κυβέρνηση, πληροφορούμαστε το χρονικό των γεγονότων αλλά και τον κατάλογο των θυμάτων. Ας σημειωθεί ότι οι κυβερνητικές εφημερίδες παρουσίαζαν τις επόμενες μέρες τα γεγονότα ως βενιζελικό κίνημα!
Την απεργία είχε κηρύξει από τις προηγούμενες μέρες το σωματείο των σταφιδεργατών, το οποίο ήταν από τα πλέον δυναμικά και πολυάριθμα, καθώς τότε στο νομό άνθιζε η επεξεργασία σταφίδας και ήταν πολλά τα σταφιδεργοστάσια, τα οποία δούλευαν νύκτα και μέρα, ακόμη και τις Κυριακές. Οι σταφιδεργάτες είχαν απεργήσει δύο ακόμη φορές μέσα στον Ιούλιο, ζητώντας να εφαρμοστεί το ωράριο, να υπάρξουν καλύτερα μεροκάματα και συνθήκες δουλειάς, αλλά και να σταματήσει ο περιορισμός των συνδικαλιστικών και δημοκρατικών ελευθεριών. Η δικτατορία ερχόταν και τα μέτρα της υποτίθεται δημοκρατικής κυβέρνησης τής έστρωναν το δρόμο…
Κατάληξη των προηγούμενων κινητοποιήσεων ήταν η 4η Αυγούστου, όταν οι σταφιδεργάτες κήρυξαν απεργία επ’ αόριστο, ενώ το Εργατικό Κέντρο, που είχε πρόεδρο τον Θοδωρή Πάγκαλο - Παπάζογλου, αλλά και τα πολυμελή συνδικάτα λιμενεργατών, αρτεργατών, τσαγκαράδων κ.α., προχώρησαν την ίδια μέρα σε απεργία, ως ένδειξη συμπαράστασης.
Οι σταφιδεργάτες ξεκινούσαν την απεργία τους από την Κυριακή 4 Αυγούστου. Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας είχε προγραμματιστεί συγκέντρωση στο λιμάνι και λίγες ώρες νωρίτερα το Ε.Κ.Η. και πολλά συνδικάτα κήρυξαν γενική απεργία. Έτσι η συγκέντρωση ξεπέρασε κάθε προσδοκία, καθώς οι διαδηλωτές ήταν πάνω από 3.000.
Ο νομάρχης Σπυρίδων Θεοτόκης κατέβηκε στο λιμάνι και στο λιμεναρχείο δέχτηκε επιτροπή των απεργών. Η συνάντηση ήταν χωρίς αποτέλεσμα. Στους διαδηλωτές, οι οποίοι είχαν καθίσει στο έδαφος, μίλησαν μέλη της απεργιακής επιτροπής, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο Πάγκαλος-Παπάζογλου, πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου, ο Τριαματάκης, γραμματέας, κ.α. Ενώ εξελίσσονταν οι ομιλίες και το συλλαλητήριο φαινόταν ότι θα είναι ειρηνικό, στις 5.30 το απόγευμα, ο διοικητής της χωροφυλακής Παπαευσταθίου πήγε στην περιοχή επικεφαλής όχι μόνο δύναμης χωροφυλάκων αλλά και διμοιρίας στρατού. Στην εμφάνισή τους οι διαδηλωτές εξοργίστηκαν.
Ο Παπαευσταθίου διέταξε να σταματήσουν αμέσως οι ομιλίες και να διαλυθούν οι καθισμένοι (!) διαδηλωτές, κι όταν αυτό δεν έγινε, έδωσε εντολή στους χωροφύλακες να τους χτυπήσουν με τους υποκόπανους των όπλων τους. Οι απεργοί εξαγριώθηκαν και άρχισαν να χτυπούν τις δυνάμεις της αστυνομίας και του στρατού με αντικείμενα που έβρισκαν στο γύρω χώρο, καρέκλες, σωλήνες, κεραμίδια.
Οι διαδηλωτές-ο αριθμός των οποίων είχε ξεπεράσει πλέον τους 4.000- ανηφόρισαν από το λιμάνι στην πλατεία Ελευθερίας, προκειμένου να υπογραφεί με τους σταφιδεμπόρους το πρωτόκολλο της συμφωνίας, όπως τους είχε υποσχεθεί ο νομάρχης. Φτάνοντας, όμως, έξω από τη νομαρχία πληροφορήθηκαν ότι οι εργοστασιάρχες δεν είχαν μεταβεί. Η απεργιακή επιτροπή ζήτησε τότε από το νομάρχη να απαντήσει ξεκάθαρα για το τι θα γίνει. Εκείνος βγήκε στον εξώστη της νομαρχίας και, παρά τα όσα τους είχε υποσχεθεί, κάλεσε τους συγκεντρωμένους να διαλυθούν μέσα στα επόμενα 10 λεπτά, διαφορετικά θα τους διέλυαν οι δυνάμεις του στρατού και της αστυνομίας, με βίαιο τρόπο. Ταυτόχρονα έδιωξε από το κτήριο τα μέλη της απεργιακής επιτροπής.
Οι απεργοί δεν διαλύθηκαν και τότε ο νομάρχης διέταξε το στρατό και τη χωροφυλακή να πυροβολούν κατά του πλήθους. Πρώτος, έλεγαν στη συνέχεια πολλοί απεργοί που βρέθηκαν κάτω από τη νομαρχία, έβγαλε το περίστροφο και πυροβόλησε εναντίον τους ο ίδιος ο νομάρχης. Οι διαδηλωτές δέχτηκαν συνεχή πυρά από την ταράτσα της νομαρχίας, από σημεία του δημοτικού κήπου (πλατεία Ελευθερίας), αλλά και από γειτονικά κτήρια. Ακολούθησε πανδαιμόνιο σε όλο το κέντρο της πόλης. Οι περαστικοί ή οι θαμώνες των γειτονικών καφενείων, οι οποίοι δεν συμμετείχαν στη διαδήλωση, έτρεχαν πανικόβλητοι να προφυλαχθούν. Υπήρξαν τραυματίες στο καφενείο Χανιωτάκη, που βρισκόταν στην πλατεία, ενώ αναφέρεται και το όνομα κάποιου Πρεβελάκη, υπαλλήλου της Εμπορικής Τράπεζας, που τραυματίστηκε ενώ περνούσε τυχαία. Οι απεργοί προσπάθησαν να βοηθήσουν τους τραυματίες, αλλά δέχτηκαν και άλλη ομοβροντία πυρών, με αποτέλεσμα να υπάρξουν και άλλα θύματα.
Οι εφημερίδες έγραφαν ότι σε αυτή την πρώτη επίθεση τραυματίστηκαν συνολικά 25 άνθρωποι, 3 από τους οποίους πέθαναν μετά από λίγο. Ήταν οι πρώτοι νεκροί.
Οι διαδηλωτές φοβισμένοι έτρεχαν προς διάφορες κατευθύνσεις προκειμένου να σωθούν. Εκείνοι που πήγαν προς την πλατεία Νικηφόρου Φωκά (Λιοντάρια) δέχτηκαν νέα πυρά, αυτή τη φορά από τους χωροφύλακες του 1ου αστυνομικού τμήματος που είχαν πάρει σχετική εντολή. Ανάμεσα στους νέους τραυματίες ήταν κι ένας κάτοικος της Ιεράπετρας (Δερμιτζάκης), ο οποίος δεν είχε σχέση με τη διαδήλωση.
Η συγκέντρωση, κάτω από τα δολοφονικά πυρά, διαλύθηκε, αλλά αυτό αποδείχτηκε ότι ήταν προσωρινό, καθώς τα νέα κυκλοφόρησαν σε όλη την πόλη και την ύπαιθρο, όπου βρίσκονταν πολλοί αμπελουργοί για τον τρύγο, και άρχισαν να φτάνουν Ηρακλειώτες από διάφορα σημεία.
«Και το ήρεμον Ηράκλειον, το γεμάτο από τα γέλια της ζωής και την χαράν της αενάου εργασίας, μετεβλήθη εις φρικτήν κόλασιν», έγραφε στις 9 Αυγούστου 1935 περιγράφοντας τα γεγονότα η βενιζελική «Ανόρθωσις». «Τα βογγητά των τραυματιών ανεμιγνύοντο με τα σπαρακτικά κλάματα των μητέρων, των συζύγων και των αδελφών που έχαναν μέσα εις το σκότος του τρόμου τους δικούς των εις ένα θρήνον θλιβερόν και γεμάτον αγωνίαν και απόγνωσιν. Αι κλινικαί εγέμισαν εντός ολίγου από τραυματίας. Έξω, γυναίκες πτωχαί, εθρήνουν. Το θέαμα ήτο σπαραγμός ψυχής. Η πόλις εβυθίσθη εις το πένθος, ένα πένθος γενικόν, βαρύ καταθλιπτικόν».
«Μετά την περισυλλογήν των τραυματιών», συνέχιζε η «Ανόρθωσις», «οι απεργοί απεσύρθησαν καθ’ ομάδας εις τας διαφόρους συνοικίας ενώ κόσμος συγκεντρωμένος εις τας οδούς εξεφράζετο μετ’ αγανακτήσεως δια την σκληρότητα και την απανθρωπίαν των αρχών, αι οποίαι χωρίς συνείδησιν και περίσκεψιν εξαπέλυσαν τον όλεθρον του θανάτου όχι μόνον μεταξύ των απεργών, αλλά και εναντίον του ανυπόπτου και φιλησύχου πλήθους των περιπατητών της πλατείας και των οδών.
Περί την 10ην νυκτερινήν, μετά τας πρώτας εντυπώσεις, οι εργάται συνελθόντες εκ του πανικού και του τρόμου των, συνεκεντρώθησαν προ των εκκλησιών της Αγ. Τριάδος, της Αγ. Παρασκευής και του Αγίου Μηνά, παλιού και νέου, και ανελθόντος εις κωδωνοστάσια ήρχισαν να κρούουν τους κώδωνας και να καλούν και να καλούν το πλήθος εις συναγερμόν. Πράγματι εις την πλατείαν Αγίου Μηνά συνεκεντρώθησαν περί τας δύο χιλιάδας εργατών οίτινες και παρέμειναν εκεί καθ’ όλην σχεδόν την νύκτα αναμένοντες το ξημέρωμα της Δευτέρας.
Εν τω μεταξύ αι κωδωνοκρουσίαι εσυνεχίσθησαν μέχρι της 4ης πρωινής δημιουργούσαι εις τους κατοίκους της πόλεως βαρύ συναίσθημα πένθους και καταθλιπτικής αγωνίας, γεμάτο από τρόμον και φρίκην.
Έτσι εν μέσω της γενικής συγχύσεως, του τρόμου, της φρίκης, της αγωνίας και των σπαραγμών και των θρήνων των οικογενειών των τραγικών θυμάτων, διέρρευσεν η νύξ της Κυριακής και εξημέρωσεν η Δευτέρα».
Νέες μάχες στις 5 Αυγούστου
Την επομένη, Δευτέρα 5 Αυγούστου, η τραγωδία στην πόλη συνεχίστηκε. Ταυτόχρονα στο Ηράκλειο έφτασε ο αρχηγός της χωροφυλακής από την Αθήνα, καθώς και ο γενικός διοικητής Κρήτης της χωροφυλακής από τα Χανιά στρατηγός Μπακόπουλος. Παράλληλα, μετά από αίτημα του νομάρχη Θεοτόκη, μετακινήθηκε στην πόλη επιπλέον δύναμη στρατού 250 οπλιτών και αξιωματικών από τα Χανιά και το Ρέθυμνο.
Έγραφε στο ρεπορτάζ της η «Ανόρθωσις» για τα γεγονότα της δεύτερης μέρας:
«Από της πρωίας αμέσως αι κωδωνοκρουσίαι επανήρχισαν και οι εργάται προσήρχοντο και πάλιν καθ’ ομάδας εις τον Άγιον Μηνάν και την αγοράν παρά το Καμαράκι. Και εντός ολίγου είχον συγκεντρωθή περί τας τέσσερας χιλιάδας εργατών κινουμένων από το Καμαράκι μέχρι Χανίων Πόρτας.
Δύναμις στρατού επιχειρήσασα να τους διαλύση εδέχθη επίθεσιν και ηναγκάσθη να αποχωρήση ατάκτως ατάκτως αφοπλισθείσα. Οι απεργοί, έχοντες τα όπλα των στρατιωτών, δύο οπλοπολυβόλα και εν πολυβόλον, επί πλέον δε και άλλα όπλα τα οποία διήρπασαν εκ του οπλοπωλείου κ Ν. Πρατσινάκη ή Ντάλια, έγιναν πλέον κύριοι της καταστάσεως. Μεταξύ αυτών και των περιπόλων του στρατού και της χωροφυλακής συνήπτοντο, μόλις συνηντώντο, αληθείς μάχαι, πάντοτε δε επεκράτουν οι απεργοί, καθ’ ο πολυαριθμότεροι».
Οι αρχές έθεσαν σε κατάσταση πολέμου της δυνάμεις στρατού και χωροφυλακής, ενώ τις ενημερωνόταν διαρκώς ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γεώργιος Κονδύλης και με τη σειρά του ενημέρωνε τον ευρισκόμενο στο εξωτερικό πρωθυπουργό Παναγή Τσαλδάρη. Ο Τσαλδάρης βρισκόταν τότε στη Σερβία όπου συναντιόταν με τον εκπρόσωπο των τότε έκπτωτων από την Ελλάδα Γλύξμπουργκ, πρίγκιπα Νικόλαο.
Είχε πλέον ξημερώσει για τα καλά στο Ηράκλειο, όταν εξελίχθηκε μια ακόμη μάχη, που κράτησε επί ώρες. Χωροφύλακες είχαν συγκεντρωθεί στο γνωστό, στο τότε Ηράκλειο, κεντρικό φούρνο του Τσουβαλίδη, πυροβολώντας κατά του πλήθους, που ανταπέδωσε. Οι απεργοί έστησαν οδοφράγματα Συνέπεια ήταν να σκοτωθεί ένας απεργός κι ένας ανύποπτος νεαρός και να τραυματιστούν αρκετοί άλλοι, ανάμεσα στους οποίους ήταν δύο χωροφύλακες. Η δύναμη των τελευταίων σταμάτησαν να πυροβολούν όταν εξαντλήθηκαν τα πυρομαχικά τους και διέφυγαν από την πίσω πόρτα του φούρνου.
«Καθ’ όλον το πρωί της Δευτέρας, μέχρι της μεσημβρίας, από της πλατείας Νικηφόρου Φωκά κατά μήκος της οδού Ίδης και λεωφόρου Καλοκαιρινού μέχρι της Πύλης Χανίων, διεξήγετο αληθής μάχη, ερρίφθησαν δε χιλιάδες πυροβολισμών, εκ των οποίων πολλοί εφονεύθησαν και ετραυματίσθησαν εκατέρωθεν», έγραφε η «Ανόρθωσις». «Συγχρόνως, εκ διαφόρων επικαίρων σημείων, πολυβόλα έβαλλον κατά των κωδωνοστασίων του Αγίου Μηνά επί των οποίων είχαν ανέλθει απεργοί και έκρουον συνεχώς τους κώδωνας, δίδοντες το σύνθημα του συναγερμού. Τα καταστήματα είχον κλείση, η πόλις είχεν ερημωθεί παρουσιάζουσα όψιν πόλεως ευρισκομένης εις πολεμικήν ζώνην. Τέλος αι κρατικαί δυνάμεις απεχώρησαν και εκλείσθησαν εντός των δημοσίων καταστημάτων».
Οι διαδηλώσεις και οι επιθέσεις της χωροφυλακής και του στρατού ολοκληρώθηκαν μετά από μια συμφωνία του γενικού διοικητή Κρήτης της χωροφυλακής και ομάδας της επιτροπής των απεργών (δεν συμφώνησαν όλα τα μέλη της) για την προώθηση των αιτημάτων στην κυβέρνηση και τους εργοδότες.
Τον πραγματικό όμως λόγο της λήξης της απεργίας και των διαδηλώσεων θα πρέπει να τον αναζητήσουμε στο κλίμα τρομοκρατίας που κορυφώθηκε, τόσο στο Ηράκλειο, όσο και σε ολόκληρη την Ελλάδα και είχε ως συνέπεια δεκάδες συλλήψεις συνδικαλιστών και εκτόπισή τους στη Γαύδο και σε άλλα νησιά. Μεταξύ των άλλων είχαν συλληφθεί τις πρώτες ώρες οι εργάτες και συνδικαλιστές Παπάζογλου, πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου, Τριαματάκης, γραμματέας του Εργατικού Κέντρου Πουρλής, Μεχφιούτ, Κανεκουσάκης, Καμπανάρης, Μανουσάκης, Σταματάκης (αναφέρεται και δεύτερος συλληφθείς με το ίδιο επώνυμο), Καλιατάκης, Μουργιανός, Μαρινέλης, Τουρλουνάκης, Μαρκάκης κ.α. Συνελήφθη επίσης στα Χανιά σαν ηθικός αυτουργός των γεγονότων ο περιοδεύων, όπως αναφερόταν, συντάκτης αθηναϊκών εφημερίδων Γιαννικόπουλος.
Ακολούθησαν και πολλές άλλες συλλήψεις τις επόμενες μέρες και τους επόμενους μήνες, καθώς ήδη, σταδιακά, επιβαλλόταν η δικτατορία Μεταξά.
Τα γεγονότα του Ηρακλείου πυροδότησαν έκρηξη αντιδράσεων σε ολόκληρη τη χώρα, με απεργίες που κήρυξαν τα συνδικάτα και τα Εργατικά Κέντρα, αλλά και με πανελλαδικές κινητοποιήσεις που κήρυξε η ΓΣΕΕ, η ηγεσία της οποίας επίσης οδηγήθηκε στις φυλακές. Η κυβέρνηση απάντησε με σκληρά μέτρα και τρομοκρατία. Εκτός από τις συλλήψεις και τις εκτοπίσεις συνδικαλιστών, που επισήμως αναφέρονταν ως προληπτικές (!) έκλεισαν και εφημερίδες μη αρεστές στο καθεστώς.
Κανείς από τους υπεύθυνους της σφαγής δεν διώχθηκε. Μόνο ο διοικητής της χωροφυλακής Παπαευθυμίου μετατέθηκε από το Ηράκλειο μερικές μέρες αργότερα.
Οι ματωμένες μέρες του Ηρακλείου…
Τα μεγάλα συλλαλητήρια στις 4 και 5 Αυγούστου 1935 με τουλάχιστον 7 νεκρούς εργάτες και δεκάδες τραυματίες από τα όπλα στρατού και χωροφυλακής.
Ήταν Αύγουστος του 1935, τέτοιες μέρες, όταν η ιστορία κατέγραψε μια από τις πλέον μελανές σελίδες της ιστορίας του Ηρακλείου. Μια από τις μεγαλύτερες απεργίες που έγιναν ποτέ στην πόλη (ξεκίνησε στις 4 Αυγούστου από τους σταφιδεργάτες και γενικεύτηκε με τη συμπαράσταση όλων των κλάδων) η οποία συνοδεύτηκε από συλλαλητήρια χιλιάδων εργατών, που διήρκεσαν επί ημέρες, κατέληξε στην εν ψυχρώ δολοφονία και τον τραυματισμό διαδηλωτών, αλλά και αστυνομικών και στρατιωτών που παρατάχθηκαν απέναντι στους απεργούς. Επισήμως οι νεκροί ήταν 7, παρά το γεγονός ότι οι εφημερίδες εκείνες τις ημέρες ενέγραφαν ότι πιθανότατα ήταν πολύ περισσότεροι, καθώς υπήρχαν και αγνοούμενοι. Τα ονόματα των απεργών που σκοτώθηκαν στις 4 και 5 Αυγούστου ήταν τα εξής: Ελευθέριος Βλαντάκης, Ιωσήφ Αδαμάκης, Νικόλαος Ανδρουλάκης, Αιμίλιος Σταμπολής, Αθανάσιος Αντωνογιαννάκης, Δημήτριος Σταμπολής κι ένα ακόμη άτομο που εξακριβωμένα πέθανε 2ή 3 ημέρες αργότερα, αλλά τα στοιχεία του δεν αναφέρονται, καθώς δεν μπόρεσαν να βρεθούν, τουλάχιστο τα πρώτα εικοσιτετράωρα.
Τα δραματικά γεγονότα πήραν πανελλήνιες διαστάσεις, με την κυβέρνηση των Λαϊκών (Τσαλδάρης πρωθυπουργός και Κονδύλης αντιπρόεδρος και υπουργός Στρατιωτικών) να εφαρμόζει έκτακτα μέτρα περιορισμού των ελευθεριών του λαού και να απειλεί ακόμη και με βομβαρδισμό της πόλης! Η περίοδος που ακολούθησε άνοιξε, στην ουσία, το δρόμο στον Μεταξά για την επιβολή της φασιστικής δικτατορίας.
Σήμερα παρουσιάζουμε φωτογραφίες από τα δραματικά γεγονότα των ημερών εκείνων, οι οποίες είχαν δημοσιευτεί στις εφημερίδες της εποχής.
Στην πρώτη είναι ένα μέρος μια από τις αιματοβαμμένες διαδηλώσεις του Ηρακλείου.
Στη δεύτερη ένας από τους νεκρούς και ένας τραυματίας. Δεξιά ο νεκρός Ιωσήφ Αδαμάκης και αριστερά ο τραυματίας Χατζάκης, στο Πανάνειο νοσοκομείο.
Επίσης δημοσιεύουμε τα πρωτοσέλιδα δύο εφημερίδων του Ηρακλείου με τα ρεπορτάζ από τα γεγονότα. Είναι η «Ανόρθωσις» της 8ης Αυγούστου και τα «Κρητικά Νέα» της 9ης Αυγούστου.
Από τα ρεπορτάζ των εφημερίδων της εποχής, που κυκλοφορούσαν με τον «μπαμπούλα» της λογοκρισίας ή ακόμη και της αναστολής της έκδοσής τους αν τα δημοσιεύματα δεν ήταν αρεστά στην κυβέρνηση, πληροφορούμαστε το χρονικό των γεγονότων αλλά και τον κατάλογο των θυμάτων. Ας σημειωθεί ότι οι κυβερνητικές εφημερίδες παρουσίαζαν τις επόμενες μέρες τα γεγονότα ως βενιζελικό κίνημα!
Την απεργία είχε κηρύξει από τις προηγούμενες μέρες το σωματείο των σταφιδεργατών, το οποίο ήταν από τα πλέον δυναμικά και πολυάριθμα, καθώς τότε στο νομό άνθιζε η επεξεργασία σταφίδας και ήταν πολλά τα σταφιδεργοστάσια, τα οποία δούλευαν νύκτα και μέρα, ακόμη και τις Κυριακές. Οι σταφιδεργάτες είχαν απεργήσει δύο ακόμη φορές μέσα στον Ιούλιο, ζητώντας να εφαρμοστεί το ωράριο, να υπάρξουν καλύτερα μεροκάματα και συνθήκες δουλειάς, αλλά και να σταματήσει ο περιορισμός των συνδικαλιστικών και δημοκρατικών ελευθεριών. Η δικτατορία ερχόταν και τα μέτρα της υποτίθεται δημοκρατικής κυβέρνησης τής έστρωναν το δρόμο…
Κατάληξη των προηγούμενων κινητοποιήσεων ήταν η 4η Αυγούστου, όταν οι σταφιδεργάτες κήρυξαν απεργία επ’ αόριστο, ενώ το Εργατικό Κέντρο, που είχε πρόεδρο τον Θοδωρή Πάγκαλο - Παπάζογλου, αλλά και τα πολυμελή συνδικάτα λιμενεργατών, αρτεργατών, τσαγκαράδων κ.α., προχώρησαν την ίδια μέρα σε απεργία, ως ένδειξη συμπαράστασης.
Οι σταφιδεργάτες ξεκινούσαν την απεργία τους από την Κυριακή 4 Αυγούστου. Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας είχε προγραμματιστεί συγκέντρωση στο λιμάνι και λίγες ώρες νωρίτερα το Ε.Κ.Η. και πολλά συνδικάτα κήρυξαν γενική απεργία. Έτσι η συγκέντρωση ξεπέρασε κάθε προσδοκία, καθώς οι διαδηλωτές ήταν πάνω από 3.000.
Ο νομάρχης Σπυρίδων Θεοτόκης κατέβηκε στο λιμάνι και στο λιμεναρχείο δέχτηκε επιτροπή των απεργών. Η συνάντηση ήταν χωρίς αποτέλεσμα. Στους διαδηλωτές, οι οποίοι είχαν καθίσει στο έδαφος, μίλησαν μέλη της απεργιακής επιτροπής, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο Πάγκαλος-Παπάζογλου, πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου, ο Τριαματάκης, γραμματέας, κ.α. Ενώ εξελίσσονταν οι ομιλίες και το συλλαλητήριο φαινόταν ότι θα είναι ειρηνικό, στις 5.30 το απόγευμα, ο διοικητής της χωροφυλακής Παπαευσταθίου πήγε στην περιοχή επικεφαλής όχι μόνο δύναμης χωροφυλάκων αλλά και διμοιρίας στρατού. Στην εμφάνισή τους οι διαδηλωτές εξοργίστηκαν.
Ο Παπαευσταθίου διέταξε να σταματήσουν αμέσως οι ομιλίες και να διαλυθούν οι καθισμένοι (!) διαδηλωτές, κι όταν αυτό δεν έγινε, έδωσε εντολή στους χωροφύλακες να τους χτυπήσουν με τους υποκόπανους των όπλων τους. Οι απεργοί εξαγριώθηκαν και άρχισαν να χτυπούν τις δυνάμεις της αστυνομίας και του στρατού με αντικείμενα που έβρισκαν στο γύρω χώρο, καρέκλες, σωλήνες, κεραμίδια.
Οι διαδηλωτές-ο αριθμός των οποίων είχε ξεπεράσει πλέον τους 4.000- ανηφόρισαν από το λιμάνι στην πλατεία Ελευθερίας, προκειμένου να υπογραφεί με τους σταφιδεμπόρους το πρωτόκολλο της συμφωνίας, όπως τους είχε υποσχεθεί ο νομάρχης. Φτάνοντας, όμως, έξω από τη νομαρχία πληροφορήθηκαν ότι οι εργοστασιάρχες δεν είχαν μεταβεί. Η απεργιακή επιτροπή ζήτησε τότε από το νομάρχη να απαντήσει ξεκάθαρα για το τι θα γίνει. Εκείνος βγήκε στον εξώστη της νομαρχίας και, παρά τα όσα τους είχε υποσχεθεί, κάλεσε τους συγκεντρωμένους να διαλυθούν μέσα στα επόμενα 10 λεπτά, διαφορετικά θα τους διέλυαν οι δυνάμεις του στρατού και της αστυνομίας, με βίαιο τρόπο. Ταυτόχρονα έδιωξε από το κτήριο τα μέλη της απεργιακής επιτροπής.
Οι απεργοί δεν διαλύθηκαν και τότε ο νομάρχης διέταξε το στρατό και τη χωροφυλακή να πυροβολούν κατά του πλήθους. Πρώτος, έλεγαν στη συνέχεια πολλοί απεργοί που βρέθηκαν κάτω από τη νομαρχία, έβγαλε το περίστροφο και πυροβόλησε εναντίον τους ο ίδιος ο νομάρχης. Οι διαδηλωτές δέχτηκαν συνεχή πυρά από την ταράτσα της νομαρχίας, από σημεία του δημοτικού κήπου (πλατεία Ελευθερίας), αλλά και από γειτονικά κτήρια. Ακολούθησε πανδαιμόνιο σε όλο το κέντρο της πόλης. Οι περαστικοί ή οι θαμώνες των γειτονικών καφενείων, οι οποίοι δεν συμμετείχαν στη διαδήλωση, έτρεχαν πανικόβλητοι να προφυλαχθούν. Υπήρξαν τραυματίες στο καφενείο Χανιωτάκη, που βρισκόταν στην πλατεία, ενώ αναφέρεται και το όνομα κάποιου Πρεβελάκη, υπαλλήλου της Εμπορικής Τράπεζας, που τραυματίστηκε ενώ περνούσε τυχαία. Οι απεργοί προσπάθησαν να βοηθήσουν τους τραυματίες, αλλά δέχτηκαν και άλλη ομοβροντία πυρών, με αποτέλεσμα να υπάρξουν και άλλα θύματα.
Οι εφημερίδες έγραφαν ότι σε αυτή την πρώτη επίθεση τραυματίστηκαν συνολικά 25 άνθρωποι, 3 από τους οποίους πέθαναν μετά από λίγο. Ήταν οι πρώτοι νεκροί.
Οι διαδηλωτές φοβισμένοι έτρεχαν προς διάφορες κατευθύνσεις προκειμένου να σωθούν. Εκείνοι που πήγαν προς την πλατεία Νικηφόρου Φωκά (Λιοντάρια) δέχτηκαν νέα πυρά, αυτή τη φορά από τους χωροφύλακες του 1ου αστυνομικού τμήματος που είχαν πάρει σχετική εντολή. Ανάμεσα στους νέους τραυματίες ήταν κι ένας κάτοικος της Ιεράπετρας (Δερμιτζάκης), ο οποίος δεν είχε σχέση με τη διαδήλωση.
Η συγκέντρωση, κάτω από τα δολοφονικά πυρά, διαλύθηκε, αλλά αυτό αποδείχτηκε ότι ήταν προσωρινό, καθώς τα νέα κυκλοφόρησαν σε όλη την πόλη και την ύπαιθρο, όπου βρίσκονταν πολλοί αμπελουργοί για τον τρύγο, και άρχισαν να φτάνουν Ηρακλειώτες από διάφορα σημεία.
«Και το ήρεμον Ηράκλειον, το γεμάτο από τα γέλια της ζωής και την χαράν της αενάου εργασίας, μετεβλήθη εις φρικτήν κόλασιν», έγραφε στις 9 Αυγούστου 1935 περιγράφοντας τα γεγονότα η βενιζελική «Ανόρθωσις». «Τα βογγητά των τραυματιών ανεμιγνύοντο με τα σπαρακτικά κλάματα των μητέρων, των συζύγων και των αδελφών που έχαναν μέσα εις το σκότος του τρόμου τους δικούς των εις ένα θρήνον θλιβερόν και γεμάτον αγωνίαν και απόγνωσιν. Αι κλινικαί εγέμισαν εντός ολίγου από τραυματίας. Έξω, γυναίκες πτωχαί, εθρήνουν. Το θέαμα ήτο σπαραγμός ψυχής. Η πόλις εβυθίσθη εις το πένθος, ένα πένθος γενικόν, βαρύ καταθλιπτικόν».
«Μετά την περισυλλογήν των τραυματιών», συνέχιζε η «Ανόρθωσις», «οι απεργοί απεσύρθησαν καθ’ ομάδας εις τας διαφόρους συνοικίας ενώ κόσμος συγκεντρωμένος εις τας οδούς εξεφράζετο μετ’ αγανακτήσεως δια την σκληρότητα και την απανθρωπίαν των αρχών, αι οποίαι χωρίς συνείδησιν και περίσκεψιν εξαπέλυσαν τον όλεθρον του θανάτου όχι μόνον μεταξύ των απεργών, αλλά και εναντίον του ανυπόπτου και φιλησύχου πλήθους των περιπατητών της πλατείας και των οδών.
Περί την 10ην νυκτερινήν, μετά τας πρώτας εντυπώσεις, οι εργάται συνελθόντες εκ του πανικού και του τρόμου των, συνεκεντρώθησαν προ των εκκλησιών της Αγ. Τριάδος, της Αγ. Παρασκευής και του Αγίου Μηνά, παλιού και νέου, και ανελθόντος εις κωδωνοστάσια ήρχισαν να κρούουν τους κώδωνας και να καλούν και να καλούν το πλήθος εις συναγερμόν. Πράγματι εις την πλατείαν Αγίου Μηνά συνεκεντρώθησαν περί τας δύο χιλιάδας εργατών οίτινες και παρέμειναν εκεί καθ’ όλην σχεδόν την νύκτα αναμένοντες το ξημέρωμα της Δευτέρας.
Εν τω μεταξύ αι κωδωνοκρουσίαι εσυνεχίσθησαν μέχρι της 4ης πρωινής δημιουργούσαι εις τους κατοίκους της πόλεως βαρύ συναίσθημα πένθους και καταθλιπτικής αγωνίας, γεμάτο από τρόμον και φρίκην.
Έτσι εν μέσω της γενικής συγχύσεως, του τρόμου, της φρίκης, της αγωνίας και των σπαραγμών και των θρήνων των οικογενειών των τραγικών θυμάτων, διέρρευσεν η νύξ της Κυριακής και εξημέρωσεν η Δευτέρα».
Νέες μάχες στις 5 Αυγούστου
Την επομένη, Δευτέρα 5 Αυγούστου, η τραγωδία στην πόλη συνεχίστηκε. Ταυτόχρονα στο Ηράκλειο έφτασε ο αρχηγός της χωροφυλακής από την Αθήνα, καθώς και ο γενικός διοικητής Κρήτης της χωροφυλακής από τα Χανιά στρατηγός Μπακόπουλος. Παράλληλα, μετά από αίτημα του νομάρχη Θεοτόκη, μετακινήθηκε στην πόλη επιπλέον δύναμη στρατού 250 οπλιτών και αξιωματικών από τα Χανιά και το Ρέθυμνο.
Έγραφε στο ρεπορτάζ της η «Ανόρθωσις» για τα γεγονότα της δεύτερης μέρας:
«Από της πρωίας αμέσως αι κωδωνοκρουσίαι επανήρχισαν και οι εργάται προσήρχοντο και πάλιν καθ’ ομάδας εις τον Άγιον Μηνάν και την αγοράν παρά το Καμαράκι. Και εντός ολίγου είχον συγκεντρωθή περί τας τέσσερας χιλιάδας εργατών κινουμένων από το Καμαράκι μέχρι Χανίων Πόρτας.
Δύναμις στρατού επιχειρήσασα να τους διαλύση εδέχθη επίθεσιν και ηναγκάσθη να αποχωρήση ατάκτως ατάκτως αφοπλισθείσα. Οι απεργοί, έχοντες τα όπλα των στρατιωτών, δύο οπλοπολυβόλα και εν πολυβόλον, επί πλέον δε και άλλα όπλα τα οποία διήρπασαν εκ του οπλοπωλείου κ Ν. Πρατσινάκη ή Ντάλια, έγιναν πλέον κύριοι της καταστάσεως. Μεταξύ αυτών και των περιπόλων του στρατού και της χωροφυλακής συνήπτοντο, μόλις συνηντώντο, αληθείς μάχαι, πάντοτε δε επεκράτουν οι απεργοί, καθ’ ο πολυαριθμότεροι».
Οι αρχές έθεσαν σε κατάσταση πολέμου της δυνάμεις στρατού και χωροφυλακής, ενώ τις ενημερωνόταν διαρκώς ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γεώργιος Κονδύλης και με τη σειρά του ενημέρωνε τον ευρισκόμενο στο εξωτερικό πρωθυπουργό Παναγή Τσαλδάρη. Ο Τσαλδάρης βρισκόταν τότε στη Σερβία όπου συναντιόταν με τον εκπρόσωπο των τότε έκπτωτων από την Ελλάδα Γλύξμπουργκ, πρίγκιπα Νικόλαο.
Είχε πλέον ξημερώσει για τα καλά στο Ηράκλειο, όταν εξελίχθηκε μια ακόμη μάχη, που κράτησε επί ώρες. Χωροφύλακες είχαν συγκεντρωθεί στο γνωστό, στο τότε Ηράκλειο, κεντρικό φούρνο του Τσουβαλίδη, πυροβολώντας κατά του πλήθους, που ανταπέδωσε. Οι απεργοί έστησαν οδοφράγματα Συνέπεια ήταν να σκοτωθεί ένας απεργός κι ένας ανύποπτος νεαρός και να τραυματιστούν αρκετοί άλλοι, ανάμεσα στους οποίους ήταν δύο χωροφύλακες. Η δύναμη των τελευταίων σταμάτησαν να πυροβολούν όταν εξαντλήθηκαν τα πυρομαχικά τους και διέφυγαν από την πίσω πόρτα του φούρνου.
«Καθ’ όλον το πρωί της Δευτέρας, μέχρι της μεσημβρίας, από της πλατείας Νικηφόρου Φωκά κατά μήκος της οδού Ίδης και λεωφόρου Καλοκαιρινού μέχρι της Πύλης Χανίων, διεξήγετο αληθής μάχη, ερρίφθησαν δε χιλιάδες πυροβολισμών, εκ των οποίων πολλοί εφονεύθησαν και ετραυματίσθησαν εκατέρωθεν», έγραφε η «Ανόρθωσις». «Συγχρόνως, εκ διαφόρων επικαίρων σημείων, πολυβόλα έβαλλον κατά των κωδωνοστασίων του Αγίου Μηνά επί των οποίων είχαν ανέλθει απεργοί και έκρουον συνεχώς τους κώδωνας, δίδοντες το σύνθημα του συναγερμού. Τα καταστήματα είχον κλείση, η πόλις είχεν ερημωθεί παρουσιάζουσα όψιν πόλεως ευρισκομένης εις πολεμικήν ζώνην. Τέλος αι κρατικαί δυνάμεις απεχώρησαν και εκλείσθησαν εντός των δημοσίων καταστημάτων».
Οι διαδηλώσεις και οι επιθέσεις της χωροφυλακής και του στρατού ολοκληρώθηκαν μετά από μια συμφωνία του γενικού διοικητή Κρήτης της χωροφυλακής και ομάδας της επιτροπής των απεργών (δεν συμφώνησαν όλα τα μέλη της) για την προώθηση των αιτημάτων στην κυβέρνηση και τους εργοδότες.
Τον πραγματικό όμως λόγο της λήξης της απεργίας και των διαδηλώσεων θα πρέπει να τον αναζητήσουμε στο κλίμα τρομοκρατίας που κορυφώθηκε, τόσο στο Ηράκλειο, όσο και σε ολόκληρη την Ελλάδα και είχε ως συνέπεια δεκάδες συλλήψεις συνδικαλιστών και εκτόπισή τους στη Γαύδο και σε άλλα νησιά. Μεταξύ των άλλων είχαν συλληφθεί τις πρώτες ώρες οι εργάτες και συνδικαλιστές Παπάζογλου, πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου, Τριαματάκης, γραμματέας του Εργατικού Κέντρου Πουρλής, Μεχφιούτ, Κανεκουσάκης, Καμπανάρης, Μανουσάκης, Σταματάκης (αναφέρεται και δεύτερος συλληφθείς με το ίδιο επώνυμο), Καλιατάκης, Μουργιανός, Μαρινέλης, Τουρλουνάκης, Μαρκάκης κ.α. Συνελήφθη επίσης στα Χανιά σαν ηθικός αυτουργός των γεγονότων ο περιοδεύων, όπως αναφερόταν, συντάκτης αθηναϊκών εφημερίδων Γιαννικόπουλος.
Ακολούθησαν και πολλές άλλες συλλήψεις τις επόμενες μέρες και τους επόμενους μήνες, καθώς ήδη, σταδιακά, επιβαλλόταν η δικτατορία Μεταξά.
Τα γεγονότα του Ηρακλείου πυροδότησαν έκρηξη αντιδράσεων σε ολόκληρη τη χώρα, με απεργίες που κήρυξαν τα συνδικάτα και τα Εργατικά Κέντρα, αλλά και με πανελλαδικές κινητοποιήσεις που κήρυξε η ΓΣΕΕ, η ηγεσία της οποίας επίσης οδηγήθηκε στις φυλακές. Η κυβέρνηση απάντησε με σκληρά μέτρα και τρομοκρατία. Εκτός από τις συλλήψεις και τις εκτοπίσεις συνδικαλιστών, που επισήμως αναφέρονταν ως προληπτικές (!) έκλεισαν και εφημερίδες μη αρεστές στο καθεστώς.
Κανείς από τους υπεύθυνους της σφαγής δεν διώχθηκε. Μόνο ο διοικητής της χωροφυλακής Παπαευθυμίου μετατέθηκε από το Ηράκλειο μερικές μέρες αργότερα.