Κάποτε
ήταν μια εποχή που υπήρχαν θεοί, θνητά γένη δεν υπήρχαν. Όταν έφτασε ο
χρόνος που είχε οριστεί από την ειμαρμένη για τη γέννησή τους, οι θεοί
τα έπλασαν μέσα στη γη, αναμιγνύοντας χώμα και φωτιά.Όταν έφτασε ο
καιρός να τα οδηγήσουν στο φως, πρόσταξαν τον Προμηθέα και τον Επιμηθέα
να τα εφοδιάσουν και να νέμουν στο καθένα τους ξεχωριστά ανάλογα με τις
ικανότητες που πρέπει. Ο Επιμηθέας τότε ζήτησε από τον Προμηθέα να κάνει
ο ίδιος την διανομή, «Και όταν τελείωσω μπόρεις να έρθεις να
επιθεωρήσεις. Έτσι αφού τον έπεισε, άρχισε να κάνει με τη διανομή.
Νέμοντας λοιπόν, σε άλλα έδινε δύναμη χωρίς ταχύτητα, τα ασθενέστερα
όμως τα προίκισε με ταχύτητα˙ άλλα δε τα ώπλισε , αυτά που δεν ώπλισε,
μηχανεύτηκε άλλη ικανότητα για την σωτηρία τους. Όσα είχε πλάσει
μικρότατα, τα προίκισε με πτερωτή φυγή ή τους έδιδε υπόγεια κατοικία. Σε
όσα έδινε μεγάλο σωματικό μέγεθος, αυτό το ίδιο αποτελούσε σωτηρία
τους. Με αυτό τον τρόπο, εξισορροπόντας τις διαφορές, μοίρασε και τις
υπόλοιπες διαφορές. Όλα αυτά τα μηχανευόταν με προσοχή , φοβούμενος να
μην αφανιστεί ουδέν γένος. Όταν τα εφοδίασε αρκετά έτσι ώστε να ξεφύγουν
την αλληλοεξόντωση, σκεφτόταν νε βρεί τρόπους προστασίας από τις
καιρικές μεταβολές που οφείλονται στο Δία. Τα έντυσε λοιπόν με πυκνό
τρίχωμα και αυθεντικά δέρματα, ικανά για να αντιμετωπίσουν το ψύχος και
τον καύσωνα, καθώς επίσης φρόντισε να έχει το καθένα δικά του φυσικά
σκεπάσματα κατά την ώρα του ύπνου.Αφού έντυσε άλλα με νύχια και άλλα με
τρίχωμα και αυθεντικά δέρματα αλλά χωρίς αίμα, εύρισκε στο καθένα τροφή,
σε άλλα χόρτα γής, σε άλλα καρπούς δένδρων και σε άλλα ρίζες. Σε μερικά
όρισε να τρέφονται από την σάρκα ζώων. Φρόντισε ακόμα άλλα που γεννούν
λίγους απογόνους, τα θύματά τους που κατασπαράσονται από αυτά να γεννούν
πολλούς, με αυτό τον τρόπο να εξασφαλίζεται η σωτηρία του γένους.
Άλλά ο Επιμηθέας δεν ήταν ιδιαιτέρως σοφός (προνοητικός) , δεν πρόσεξε
και ξόδεψε όλες του τις δυνάμεις στα άλογα ζώα. Του απέμεινε μόνο το
ανθρώπινο γένος απροίκιστο και δεν ήξερε τι να το κάνει. Και ενώ λοιπόν
απορούσε, έρχεται ο Προμηθέας να επιθεωρήσει την διανομή και βλέπει όλα
τα άλλα ζώα να έχουν τα πάντα εν αρμονία. Το ανθρώπινο γένος όμως είδε
να είναι γυμνό και ανυπόδητο, άνευ αυθεντικών σκεπασμάτων και οπλισμού.
Πλησίασε δε η ορισμένη από την ειμαρμένη ημέρα, που έπρεπε ο άνθρωπος
από την γη στο φώς. Έχοντας λοιπόν ο Προμηθέας απορία τι να κάνει και
ποια σωτηρία να βρει για τον άνθρωπο, κλέβει τις τεχνικές γνώσεις από
τον Ήφαιστο και την Άθηνα, μαζί με τη φωτιά, γιατί άνευ της φωτιάς ήταν
αδύνατον να κάνει κτήμκα του κάποιος και να χρησιμοποιήσει αυτές τις
γνώσεις και να τις δωρίσει στους ανθρώπους. Με αυτόν τον τρόπο απέκτησε
τις τεχνικές γνώσεις για τον βίο. Όμως την πολιτική τέχνη δεν την
κατείχε, γιατί αυτή την τέχνη την κατέχει ο Δίας. Ο Προμηθέας ήταν
αδύνατον να εισέλθει ειν την ακρόπολιν που κατοικούσε ο Δίας. Και οι
φύλακες του Διός ήταν φοβεροί – μπήκε όμως κρυφά στο κοινό οίκημα που
είχαν μαζί η Αθηνά και ο Ήφαιστος, οπού αμφότεροι ασκούσαν την τέχνη
τους, κλέβει λοιπόν την τέχνη του πυρός από τον Ήφαιστο και την άλλη της
Αθηνάς και την δίνει στους ανθρώπους. Με αυτόν τον τρόπο ο άνθρωπος
μπόρεσε να πορευτεί στον βίο, ο Προμηθέας όμως κατηγορήθηκε αργότερα για
κλοπή εξαιτίας του Επιμηθέα.
Επειδή ο άνθρωπος θείας μετέσχε
μοίρας, πρώτα μεν δια την του θεού συγγένεια, μόνο αυτός πίστεψε στους
θεούς και επιχείρησε να ιδρύσει βωμούς και αγάλματα θεών. Έπειτα γρήγορα
άρθρωσε με επειδεξιότητα γλώσσες και ονόματα, και οικίες και ενδύματα
και υποδήματα και σκεπάσματα και τις τροφές που γης. Με τα εφόδια λοιπόν
αυτά οι άνθρωποι στην αρχή διασκορπισμένοι, πόλεις δεν υπήρχαν. Οι
ασθενέστεροι αφανίζονταν από τα θηρία,γιατί ήταν πιο αδύναμοι από αυτά
και η δημιουργική τους τέχνη τους περείχε αρκετή βοήθεια για την
εξασφάλιση της τροφής, ήταν όμως ανεπαρκείς στον πόλεμο με τα θηρία. Την
πολιτική τέχνη δεν κατείχαν, μέρος της οποίας είναι και η πολεμική.
Ένιωσαν ανάγκη να συγκεντρώνονται και να εξασφαλίσουν την σωτηρία τους
κτίζοντας πόλεις, όταν λοιπόν συγκεντρώνονταν, αδικούσαν ο ένας τον
άλλον, γιατί δεν κατείχαν την πολιτική τέχνη, με αποτέλεσμα να
διασκορπίζονται πάλι και να αφανίζονται. Τότε λοιπόν ο Ζεύς επειδή
φοβήθηκε μήπως το γένος μας αφανιστεί ολόκληρο, στέλνει τον Ερμή να
φέρει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δικαιοσύνη, για να αποτελούν
κόσμημα για τις πόλεις και να συμφιλιωθούν με δεσμούς φιλίας. Ρωτάει
λοιπόν τον Δία ο Ερμής με ποιόν τρόπο θα δώσει δικαιοσύνη και αιδώ στους
ανθρώπους: « Να διανέμω και αυτές όπως έχουν διανεμηθεί και οι διάφορες
τέχνες; ». Οι τέχνες έχουν μοιραστεί με τον παρακάτω τρόπο : κάποιος
που κατέχει την ιατρική είναι ικανός να θεραπεύει πολλούς ανθρώπους,
τοιουτοτρόπως και οι άλλοι έμπειρους τεχνίτες. Και τη δικαιοσύνη και την
αιδώ να τις μοιράσω με τον ίδιο τρόπο ή με διαφορετικό; Σε όλους είπε ο
Ζεύς και όλοι να μετέχουν σε αυτές, δεν θα υπήρχαν πόλεις αν έχουν μόνο
λίγοι μερίδιο σε αυτές, όπως συμβαίνει και με τις άλλες τέχνες. Και
νόμο να θέσεις εκ μέρους μου, εκείνον που δεν μπορεί να συμμετέχει στην
αιδώ και τη δικαιοσύνη, να τον σκοτώνουν ως νόσο της πόλεως.