Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

Ο χιονιάς ζωγραφίζει στο Οροπέδιο!!

Ο χρήστης Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα σύνδεσμο.
Οι υπέροχες φωτογραφίες από το χιονισμένο Οροπέδιο Λασιθίου…
iscreta.gr

Η ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑ

Αποτέλεσμα εικόνας για Η ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑ
Η ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑ

Βασιλόπιτα ονομάζεται η πίτα που παρασκευάζεται σε ορισμένες χώρες από τους χριστιανούς παραμονές της Πρωτοχρονιάς και κόβεται (μοιράζεται) λίγο αφότου αλλάξει ο χρόνος.
Στην Αθήνα συνηθίζεται η λεγόμενη «πολίτικη» Βασιλόπιτα η οποία παρασκευάζεται κυρίως από αλεύρι, αυγά, ζάχαρη και γάλα, κατασκευάζεται σε διάφορα μεγέθη και είδη αλλά συνήθως είναι φουσκωτή, αφράτη και γλυκιά. Σε άλλα μέρη επικρατούν άλλοι τρόποι κατασκευής με μπαχαρικά κ.α. 
Στη δυτική Μακεδονία αντί για την «πολίτικη» Βασιλόπιτα συχνά η βασιλόπιτα είναι μια τυρόπιτα ή πρασόπιτα. Βασικό όμως κοινό γνώρισμα είναι ότι στο εσωτερικό όλων τοποθετείται νόμισμα, συνήθως κοινό όμως σε ορισμένες περιπτώσεις χρυσό (κωσταντινάτο) ή ασημένιο. 
Στην ελληνική επαρχία, ανάλογα με το έθιμο, τοποθετείται στο εσωτερικό της βασιλόπιτας μικρό κομμάτι άχυρου, κληματόβεργας ή ελιάς ή, σε κτηνοτροφικές περιοχές, ένα μικρό κομμάτι τυρί, για να φέρουν καλή τύχη στην παραγωγή. 
Σε άλλα μέρη, αντί αυτού κατασκευάζουν μικρό στεφάνι από κληματόβεργες που όποιος το βρει στα χωράφια θα είναι τυχερός στα σπαρτά, ή στην ελαιοπαραγωγή ή στο κρασί κλπ.
Συχνά γράφεται πάνω στη βασιλόπιτα ο αριθμός του νέου έτους, με σειρές αποφλοιωμένων αμυγδάλων ή με ζάχαρη .

Το ελληνικό έθιμο
Η Βασιλόπιτα κατά το ελληνικό έθιμο κόβεται σε οικογενειακή συγκέντρωση αμέσως με τον ερχομό του νέου έτους κυρίως μετά από φαγοπότι όπου και ακολουθεί χαρτοπαιξία «για το καλό του καινούργιου χρόνου». Έτσι στις 12.00 ακριβώς τα μεσάνυχτα με την αλλαγή του έτους σβήνουν τα φώτα και μετά ένα λεπτό ξανανάβουν ευχόμενοι και αντευχόμενοι όλοι «χρόνια πολλά» και «ευτυχισμένο το νέο έτος».

 
Τότε προσκομίζεται η Βασιλόπιτα στο τραπέζι όπου ο νοικοκύρης αφού την σταυρώσει με το μαχαίρι τρεις φορές αρχίζει να τη κόβει σε τριγωνικά κομμάτια προσφερόμενο σε κάθε ένα παριστάμενο μέλος της οικογένειας ή φίλων και συγγενών με πρώτο κομμάτι του σπιτιού (ή του Χριστού της Παναγίας και του Άι Βασίλη), του σπιτονοικοκύρη, της σπιτονοικοκυράς και των άλλων παρισταμένων κατά τάξη συγγένειας και ηλικία με τελευταίο το κομμάτι του φτωχού ή πάλι του σπιτιού, χωρίς βέβαια να λησμονούνται τυχόν μετανάστες, ασθενείς και άλλα πρόσωπα της οικογένειας που για διάφορους λόγους δεν παρίστανται. Ανάλογα με την περίπτωση μπορεί να κοπεί κομμάτι "για την εταιρεία", "για το μαγαζί" κ.λ.π..

 
Το κόψιμο της Βασιλόπιτας γίνεται και τις άλλες μέρες του "Δωδεκαήμερου" των εορτών. Υπουργεία, γραφεία και σύλλογοι μπορεί να κόβουν βασιλόπιτες μέχρι και το μήνα Φεβρουάριο.

Ιστορία
Το έθιμο της βασιλόπιτας είναι πολύ παλαιό, προέρχεται από εκείνο το τελούμενο στην αρχαία εορτή των «Κρονίων» (των ρωμαϊκών «Σατουρναλίων») που παρέλαβαν οι Φράγκοι, από τους οποίους και προήλθε η συνήθεια της τοποθέτησης νομίσματος μέσα στη πίτα και της ανακήρυξης ως «Βασιλιά της βραδιάς» αυτού που το έβρισκε. Κατά άλλο έθιμο, αντί νομίσματος, έβαζαν φασόλι και αυτόν που το έβρισκε τον αποκαλούσαν "φασουλοβασιλιά".
 
Ορθόδοξη θρησκευτική παράδοση
Πέρα όμως αυτού του φράγκικου εθίμου, που επικράτησε στην Ευρώπη, υπάρχει και μία θρησκευτική παράδοση που συνδέει και με την προσωπικότητα του Μεγάλου Βασιλείου. Κατά την θρησκευτική λοιπόν παράδοση κάποτε στη Καισαρεία της Καππαδοκίας στη Μικρά Ασία που επίσκοπος ήταν ο Μέγας Βασίλειος ήλθε να τη καταλάβει ο Έπαρχος της Καππαδοκίας με πρόθεση να τη λεηλατήσει. Τότε ο Μέγας Βασίλειος ζήτησε από τους πλούσιους της πόλης του να μαζέψουν ότι χρυσαφικά μπορούσαν προκειμένου να τα παραδώσει ως "λύτρα" στον επερχόμενο κατακτητή. Πράγματι συγκεντρώθηκαν πολλά τιμαλφή. Κατά την παράδοση όμως είτε επειδή μετάνιωσε ο έπαρχος, είτε (κατ΄ άλλους) εκ θαύματος ο Άγιος Μερκούριος με πλήθος Αγγέλων απομάκρυνε τον στρατό του, ο Έπαρχος απάλλαξε την πόλη από επικείμενη καταστροφή. Προκειμένου όμως ο Μέγας Βασίλειος να επιστρέψει τα τιμαλφή στους δικαιούχους, μη γνωρίζοντας σε ποιόν ανήκει τι, έδωσε εντολή να παρασκευαστούν μικροί άρτοι εντός των οποίων τοποθέτησε ανά ένα των νομισμάτων ή τιμαλφών και τα διένειμε στους κατοίκους την επομένη του εκκλησιασμού. Το γεγονός αυτό απέληξε σε διπλή χαρά από της αποφυγής της καταστροφής της πόλης και συνεχίσθηκε η παράδοση αυτή κατά τη μνήμη της ημέρας του θανάτου του (εορτή του Αγίου και Μεγάλου Βασιλείου).

Ενδεικτική συνταγή

Βασιλόπιτα με προζύμι
Υλικά: 850 γρ. αλεύρι, 100 γρ. μαγιά μπίρας, 6 αυγά, 180 γρ. βούτυρο, 180 γρ. ζάχαρη, 1 κοφτή κουταλιά αλάτι, 100 γρ. κάντιτα, 100 γρ. σταφίδα και ξύσμα ενός πορτοκαλιού.
Εκτέλεση: Ανακατεύουμε τα 100 γρ. αλεύρι με την μαγιά, διαλυμένη προηγουμένως σε χλιαρό νερό κάνουμε έτσι ένα προζύμι και το αφήνουμε σε χλιαρό μέρος για 3 ώρες. Ζυμώνουμε το υπόλοιπο αλεύρι με τα αυγά ολόκληρα, το βούτυρο διαλυμένο, τη ζάχαρη, το αλάτι και το ανεβασμένο προζύμι. Εξακολουθούμε το δούλεμα για αρκετή ώρα μέχρι να πετύχουμε μια πυκνή ζύμη. Προσθέτουμε το κίτρο κάντιτα ψιλοκομμένα, την σταφίδα και το ξύσμα πορτοκαλιού.
Αφήνουμε να φουσκώσει η ζύμη μέχρι να διπλασιαστεί σε όγκο και μετά την πλάθουμε σε θολωτό σχήμα χαράζοντας ένα σταυρό στην επιφάνεια. Ψήνουμε την πίτα σε φούρνο 180 βαθμούς για μια ώρα περίπου. Μετά το ψήσιμο θα πρέπει να περάσουν τουλάχιστον 24 ώρες πριν την σερβίρουμε. 
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Τὸ βλογημένο μαντρί

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ - 
Τὸ βλογημένο μαντρί

Κάθε χρόνο ὁ Ἅγιος Βασίλης τὶς παραμονὲς τῆς Πρωτοχρονιᾶς γυρίζει ἀπὸ χώρα σὲ χώρα κι ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό, καὶ χτυπᾶ τὶς πόρτες γιὰ νὰ δεῖ ποιὸς θὰ τὸν δεχτεῖ μὲ καθαρὴ καρδιά.

Μία χρονιὰ λοιπόν, πῆρε τὸ ραβδί του καὶ τράβηξε. Ἤτανε σὰν καλόγερος ἀσκητής, ντυμένος μὲ κάτι μπαλωμένα παλιοράσα, μὲ χοντροπάπουτσα στὰ ποδάρια του καὶ μ᾿ ἕνα ταγάρι περασμένο στὸν ὦμο του. Γι᾿ αὐτὸ τὸν παίρνανε γιὰ διακονιάρη καὶ δὲν τ᾿ ἀνοίγανε τὴν πόρτα. Ὁ Ἅγιος Βασίλης ἔφευγε λυπημένος, γιατὶ ἔβλεπε τὴν ἀπονιὰ τῶν ἀνθρώπων καὶ συλλογιζότανε τοὺς φτωχοὺς ποὺ διακονεύουνε, ἐπειδὴς ἔχουνε ἀνάγκη, μ᾿ ὅλο ποὺ αὐτὸς ὁ ἴδιος δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ κανέναν, κι οὔτε πεινοῦσε, οὔτε κρύωνε.

Ἀφοῦ βολόδειρε(1) ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ, κι ἀφοῦ πέρασε ἀπὸ χῶρες πολλὲς κι ἀπὸ χιλιάδες χωριὰ καὶ πολιτεῖες, ἔφταξε στὰ ἑλληνικὰ τὰ μέρη, πού ῾ναι φτωχὸς κόσμος. Ἀπ᾿ ὅλα τὰ χωριὰ πρόκρινε τὰ πιὸ φτωχά, καὶ τράβηξε κατὰ κεῖ, ἀνάμεσα στὰ ξερὰ βουνὰ ποὺ βρισκόντανε κάτι καλύβια, πεινασμένη λεμπεσουριά(2).
Περπατοῦσε νύχτα κι ὁ χιονιᾶς βογκοῦσε, ἡ πλάση ἤτανε πολὺ ἄγρια. Ψυχὴ ζωντανὴ δὲν ἀκουγότανε, ἐξὸν ἀπὸ κανένα τσακάλι ποὺ γάβγιζε.


Ἀφοῦ περπάτηξε κάμποσο, βρέθηκε σ᾿ ἕνα ἀπάγκιο ποὺ ἔκοβε ὁ ἀγέρας ἀπό ῾να μικρὸ βουνό, κι εἶδε ἕνα μαντρὶ κολλημένο στὰ βράχια. Ἄνοιξε τὴν αὐλόπορτα ποὺ ἤτανε κανωμένη ἀπὸ ἄγρια ρουπάκια(3) καὶ μπῆκε στὴ μάντρα. Τὰ σκυλιὰ ξυπνήσανε καὶ πιάσανε καὶ γαβγίζανε. Πέσανε ἀπάνω του νὰ τὸν σκίσουνε· μά, σὰν πήγανε κοντά του, σκύψανε τὰ κεφάλια τους καὶ σερνόντανε στὰ ποδάρια του, γλείφανε τὰ χοντροπάπουτσά του, γρούζανε φοβισμένα καὶ κουνούσανε παρακαλεστικὰ τὶς οὐρές τους.


Ὁ Ἅγιος σίμωσε στὸ καλύβι τοῦ τσομπάνου καὶ χτύπησε τὴν πόρτα μὲ τὸ ραβδί του καὶ φώναξε:
«Ἐλεῆστε με, χριστιανοί, γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν ἀποθαμένων σας! Κι ὁ Χριστὸς μᾶς διακόνεψε σὰν ἦρθε σὲ τοῦτον τὸν κόσμο!».
Ἡ πόρτα ἄνοιξε καὶ βγῆκε ἕνας τσομπάνης, παλικάρι ὡς εἰκοσιπέντε χρονῶ, μὲ μαῦρα γένια· καὶ δίχως νὰ δεῖ καλὰ καλὰ ποιὸς χτυποῦσε τὴν πόρτα, εἶπε στὸ γέροντα:
«Πέρασε μέσα στ᾿ ἀρχοντικό μας νὰ ζεσταθεῖς! Καλὴ μέρα καὶ καλὴ χρονιά!».
Αὐτὸς ὁ τσομπάνης ἤτανε ὁ Γιάννης ὁ Μπάικας, ποὺ τὸν λέγανε Γιάννη Βλογημένον, ἄνθρωπος ἀθῶος σὰν τὰ πρόβατα ποὺ βόσκαγε, ἀγράμματος ὁλότελα.
Μέσα στὴν καλύβα ἔφεγγε μὲ λιγοστὸ φῶς ἕνα λυχνάρι. Ὁ Γιάννης, σὰν εἶδε στὸ φῶς πὼς ὁ μουσαφίρης ἤτανε γέροντας καλόγερος, πῆρε τὸ χέρι του καὶ τ᾿ ἀνασπάστηκε καὶ τό ῾βαλε ἀπάνω στὸ κεφάλι του. Ὕστερα φώναξε καὶ τὴ γυναίκα του, ὡς εἴκοσι χρονῶ κοπελούδα, ποὺ κουνοῦσε τὸ μωρό τους μέσα στὴν κούνια. Κι ἐκείνη πῆγε ταπεινὰ καὶ φίλησε τὸ χέρι τοῦ γέροντα, κι εἶπε:
«Κόπιασε, παπποῦ, νὰ ξεκουραστεῖς».
Ὁ Ἅγιος Βασίλης στάθηκε στὴν πόρτα καὶ βλόγησε τὸ καλύβι κι εἶπε:
«Βλογημένοι νά ῾σαστε, τέκνα μου, κι ὅλο τὸ σπιτικό σας! Τὰ πρόβατά σας νὰ πληθαίνουν ὡς τοῦ Ἰὼβ μετὰ τὴν πληγὴν καὶ ὡς τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ὡς τοῦ Λάβαν! Ἡ εἰρήνη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ εἶναι μαζί σας!».
Ὁ Γιάννης ἔβαλε ξύλα στὸ τζάκι καὶ ξελόχισε(4) ἡ φωτιά. Ὁ Ἅγιος ἀπίθωσε σὲ μία γωνιὰ τὸ ταγάρι του, ὕστερα ἔβγαλε τὸ μπαλωμένο τὸ ράσο του κι ἀπόμεινε μὲ τὸ ζωστικό του. Τὸν βάλανε κι ἔκατσε κοντὰ στὴ φωτιά, κι ἡ γυναίκα τοῦ ῾βαλε καὶ μία μαξιλάρα ν᾿ ἀκουμπήσει.
Ὁ Ἅγιος Βασίλης γύρισε κι εἶδε γύρω του καὶ ξανάπε μέσα στὸ στόμα του:
«Βλογημένο νά ῾ναι τοῦτο τὸ καλύβι!».
Ὁ Γιάννης μπαινόβγαινε, γιὰ νὰ φέρει τό ῾να καὶ τ᾿ ἄλλο. Ἡ γυναίκα του μαγείρευε. Ὁ Γιάννης ξανάριξε ξύλα στὴ φωτιά.
Μονομιᾶς φεγγοβόλησε τὸ καλύβι μὲ μίαν ἀλλιώτικη λάμψη καὶ ἐφάνηκε σὰν παλάτι. Τὰ δοκάρια σὰν νά ῾τανε μαλαμοκαπνισμένα, κι οἱ πυτιὲς(5) ποὺ ἤτανε κρεμασμένες σὰν νὰ γινήκανε χρυσὰ καντήλια, καὶ τὰ τυροβόλια κι οἱ καρδάρες καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ σύνεργα ποὺ τυροκομοῦσε ὁ Γιάννης, λὲς κι ἤτανε διαμαντοκολλημένα. Καὶ τὰ ξύλα ποὺ καιγόντανε στὴ φωτιὰ εὐωδιάζανε σὰν μοσκολίβανο καὶ δὲν τρίζανε, ὅπως τρίζανε τὰ ξύλα τῆς φωτιᾶς, παρὰ ψέλνανε σὰν τοὺς ἀγγέλους πού ῾ναι στὸν Παράδεισο.
Ὁ Γιάννης ἤτανε καλὸς ἄνθρωπος, ὅπως τὸν ἔφτιαξε ὁ Θεός.
Φτωχὸς ἤτανε, εἶχε λιγοστὰ πρόβατα, μὰ πλούσια καρδιά: «Τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια!». Ἤτανε αὐτὸς καλός, μὰ εἶχε καὶ καλὴ γυναίκα. Κι ὅποιος τύχαινε νὰ χτυπήσει τὴν πόρτα τους, ἔτρωγε κι ἔπινε καὶ κοιμότανε. Κι ἂν ἤτανε καὶ πικραμένος, ἔβρισκε παρηγοριά. Γι᾿ αὐτὸ κι ὁ Ἅγιος Βασίλης κόνεψε στὸ καλύβι τους, ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, παραμονὴ τῆς χάρης του, κι ἔδωσε τὴν εὐλογία του.
Κείνη τὴ νύχτα τὸν περιμένανε ὅλες οἱ πολιτεῖες καὶ τὰ χωριὰ τῆς οἰκουμένης, ἀρχόντοι, δεσποτάδες κι ἐπίσημοι ἀνθρώποι, πλὴν ἐκεῖνος δὲν πῆγε σὲ κανέναν τέτοιον ἄνθρωπο, παρὰ πῆγε στὸ μαντρὶ τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου.
Σὰν βολέψανε τὰ πρόβατα, μπῆκε μέσα ὁ Γιάννης καὶ λέγει στὸ γέροντα:
«Γέροντα, μεγάλη χαρὰ ἔχω ἀπόψε ποὺ ἦρθες, ν᾿ ἀκούσουμε κι ἐμεῖς κανένα γράμμα, γιατὶ δὲν ἔχουμε ἐκκλησία κοντά μας, μήτε κἂν ῥημοκλήσι. Ἐγὼ ἀγαπῶ πολὺ τὰ γράμματα τῆς θρησκείας μας, κι ἂς μὴν τὰ καταλαβαίνω, γιατὶ εἶμαι ξύλο ἀπελέκητο. Μία φορὰ μᾶς ἦρθε ἕνας γέροντας Ἁγιονορίτης καὶ μᾶς ἄφησε τούτη τὴν ἁγιωτικὴ φυλλάδα, κι ἂν λάχει νὰ περάσει κανένας γραμματιζούμενος καμιὰ φορά, τὸν βάζω καὶ τὴ διαβάζει. Ἐγὼ ὅλα ὅλα τὰ γράμματα ποὺ ξέρω εἶναι τρία λόγια ποὺ τά ῾λεγε ἕνας γραμματιζούμενος, ποὺ ἔβγαζε λόγο στὸ χωριό, δυὸ ὧρες ἀπὸ δῶ, κι ἀπὸ τὶς πολλὲς φορὲς ποὺ τά ῾λεγε, τυπωθήκανε στὴ θύμησή μου. Αὐτὸς ὁ γραμματικὸς ἔλεγε καὶ ξανάλεγε: ῾Σκώνιτι οὐ μήτηρ του κι τοὺν ἀνισπάζιτι κι τοῦ λέγ᾿: Τέκνου μου! Τέκνου μου!᾿. Αὐτὰ τὰ γράμματα ξέρω...».
Ἤτανε μεσάνυχτα. Ὁ ἀγέρας βογγοῦσε. Ὁ Ἅγιος Βασίλης σηκώθηκε ἀπάνου καὶ στάθηκε γυρισμένος κατὰ τὴν ἀνατολὴ κι ἔκανε τὸ σταυρό του τρεῖς φορές. Ὕστερα ἔσκυψε καὶ πῆρε ἀπὸ τὸ ταγάρι του μία φυλλάδα κι εἶπε:
«Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων!».
Ὁ Γιάννης πῆγε καὶ στάθηκε ἀπὸ πίσω του καὶ σταύρωσε τὰ χέρια του. Ἡ γυναίκα του βύζαξε τὸ μωρὸ καὶ πῆγε κι ἐκείνη καὶ στάθηκε κοντὰ στὸν ἄντρα της.
Κι ὁ γέροντας εἶπε τὸ «Θεὸς Κύριος» καὶ τ᾿ ἀπολυτίκιο τῆς Περιτομῆς «Μορφὴν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβες», χωρὶς νὰ πεῖ καὶ τὸ δικό του τ᾿ ἀπολυτίκιο, ποὺ λέγει : «Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου». Ἔψελνε γλυκὰ καὶ ταπεινά, κι ὁ Γιάννης κι ἡ Γιάνναινα τὸν ἀκούγανε μὲ κατάνυξη καὶ κάνανε τὸ σταυρό τους. Κι εἶπε ὁ Ἅγιος Βασίλης τὸν ὄρθρο καὶ τὸν κανόνα τῆς ἑορτῆς «Δεῦτε λαοί, ἄσωμεν», χωρὶς νὰ πεῖ τὸ δικό του κανόνα «Σοῦ τὴν φωνὴν ἔδει παρεῖναι, Βασίλειε». Κι ὕστερα εἶπε ὅλη τὴ λειτουργία κι ἔκανε ἀπόλυση.
Καθίσανε στὸ τραπέζι καὶ φάγανε, ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος, ἡ γυναίκα του κι ὁ μπάρμπα - Μάρκος ὁ Βουβός, ποὺ τὸν εἶχε συμμαζέψει ὁ Γιάννης καὶ τὸν βοηθοῦσε.
Καί, σὰν ἀποφάγανε, ἔφερε ἡ γυναίκα τὴ βασιλόπιτα καὶ τὴν ἔβαλε ἀπάνω στὸ σοφρᾶ. Κι ὁ Ἅγιος Βασίλης πῆρε τὸ μαχαίρι καὶ σταύρωσε τὴ βασιλόπιτα κι εἶπε:
«Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος!».
Κι ἔκοψε τὸ πρῶτο τὸ κομμάτι κι εἶπε: «τοῦ Χριστοῦ», ἔκοψε τὸ δεύτερο κι εἶπε: «τῆς Παναγίας», κι ὕστερα ἔκοψε τὸ τρίτο καὶ δὲν εἶπε: «τοῦ Ἁγίου Βασιλείου», ἀλλὰ εἶπε: «τοῦ νοικοκύρη τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου!».
Πετάγεται ὁ Γιάννης καὶ τοῦ λέγει:
«Γέροντα, ξέχασες τὸν Ἅη-Βασίλη!».
Τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος:
«Ἀλήθεια, τὸν ξέχασα!».
Κι ἔκοψε ἕνα κομμάτι κι εἶπε:
«Τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Βασιλείου!».
Ὕστερα ἔκοψε πολλὰ κομμάτια, καὶ σὲ κάθε ἕνα ποὺ ἔκοβε ἔλεγε: «τῆς νοικοκυρᾶς», «τοῦ μωροῦ», «τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Μάρκου τοῦ μογιλάλου(6)», «τοῦ σπιτιοῦ», «τῶν ζωντανῶν», «τῶν φτωχῶν».
Λέγει πάλι ὁ Γιάννης στὸν Ἅγιο:
«Γέροντα, γιατί δὲν ἔκοψες γιὰ τὴν ἁγιοσύνη σου;».
Τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος:
«Ἔκοψα, εὐλογημένε!».
Μὰ ὁ Γιάννης δὲν κατάλαβε τίποτα, ὁ καλότυχος!
Ἔστρωσε ἡ γυναίκα, γιὰ νὰ κοιμηθοῦνε. Σηκωθήκανε νὰ κάνουνε τὴν προσευχή τους. Ὁ Ἅγιος Βασίλης ἄνοιξε τὶς ἀπαλάμες του κι εἶπε τὴν δική του τὴν εὐχή, ποὺ τὴ λέγει ὁ παπᾶς στὴ λειτουργία:
«Κύριος ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι οὔκ εἰμι ἄξιος, οὐδὲ ἱκανός, ἴνα ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς μου...».
Σὰν τελείωσε τὴν εὐχὴ κι ἑτοιμαζόντανε νὰ πλαγιάσουνε, τοῦ λέγει ὁ Γιάννης :
«Ἐσύ, γέροντα, ποῦ ξέρεις τὰ γράμματα, πές μας σὲ ποιὰ παλάτια ἄραγες πῆγε ἀπόψε ὁ Ἅη-Βασίλης; Οἱ ἀρχόντοι κι οἱ βασιλιάδες τί ἁμαρτίες μπορεῖ νά ῾χουνε; Ἐμεῖς οἱ φτωχοὶ εἴμαστεν ἁμαρτωλοὶ καὶ κακορίζικοι, ἐπειδὴς ἡ φτώχεια μᾶς κάνει νὰ κολαζόμαστε!».
Ὁ Ἅγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι ἀπάνω, ἅπλωσε τὶς ἀπαλάμες του καὶ ξαναεῖπε τὴν εὐχὴ ἀλλιώτικα:
«Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδας ὅτι ὁ δοῦλος Ἰωάννης ὁ ἁπλοῦς, ἄξιός ἐστιν καὶ ἱκανός, ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην αὐτοῦ εἰσέλθῃς, ὅτι νήπιος ὑπάρχει, καὶ τῶν τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν...».
Καὶ πάλι δὲν κατάλαβε τίποτα ὁ Γιάννης ὁ καλότυχος, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος.
________________________________________
Λεξιλόγιο
1. Βολοδέρνω - βασανίζομαι γυρνώντας ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ
2. Λεμπεσουριὰ - φτωχολογιά
3. Ρουπάκι - ἀγριοβελανιδιά
4. Ξελοχίζω - ζωηρεύω τὴ φωτιά
5. Πυτιὰ (ἡ) - μαγιὰ ἀπ᾿ τὴν ὁποία γίνεται τὸ τυρί
6. Μογιλάλος - βουβός
 

ΑΠΟhttp://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/fwths_kontogloy/to_bloghmeno_mantri.htm

Μωσαϊκό: Ανρί Ματίς

Μωσαϊκό: Ανρί Ματίς: Ο Ανρί Ματίς (πλήρες όνομα Henri-Emile-Benoit Matisse, 31 Δεκεμβρίου 1869 – 3 Νοεμβρίου 1954) ήταν ένας από του...
Portrait of Henri Matisse 1933 May 20.jpg

Μωσαϊκό: Το σπάσιμο του ροδιού, την Πρωτοχρονιά!

Μωσαϊκό: Το σπάσιμο του ροδιού, την Πρωτοχρονιά!: http://proionta-tis-fisis.blogspot.gr/2012/12/blog-post_3496.html Το σπάσιμο του ροδιού, την Πρωτοχρονιά! Το ρόδ...

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2019

Αγία Ευγενία-24 Δεκεμβρίου

Αγία Ευγενία-24 Δεκεμβρίου

ΑΓΙΑ ΕΥΓΕΝΙΑ : Η Αγία Ευγενία η Οσιοπαρθενομάρτυς έζησε στο δεύτερο μισό του 3ου αιώνα μ.Χ. Καταγόταν από τη Ρώμη και οι γονείς της ονομάζονταν Φίλιππος και Κλαυδία. ....
ΑΓΙΑ ΕΥΓΕΝΙΑ : Η Αγία Ευγενία η Οσιοπαρθενομάρτυς έζησε στο δεύτερο μισό του 3ου αιώνα μ.Χ. Καταγόταν από τη Ρώμη και οι γονείς της ονομάζονταν Φίλιππος και Κλαυδία. Επίσης, είχε και δύο άλλα αδέλφια, τον Αβίτα και το Σέργιο.
Αγία Ευγενία-24 Δεκεμβρίου: Ο πατέρας της διορίστηκε έπαρχος στην Αλεξάνδρεια και πήγε εκεί με όλη του την οικογένεια. Εκεί η Ευγενία σπούδασε κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο και έμαθε άριστα την ελληνική και ρωμαϊκή φιλολογία.
Όταν τελείωσε τις σπουδές της, ψάχνοντας για περισσότερη γνώση πήρε στα χέρια της από μια χριστιανή κόρη τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Όταν τις διάβασε, εντυπωσιάσθηκε πολύ. Εκεί μέσα δεν υπήρχαν θεωρίες και φιλοσοφικές δοξασίες. Οι γραμμές τους ενέπνεαν ζωή και ελπίδα.
Εκείνη την περίοδο, οι γονείς της ήθελαν να τη δώσουν σύζυγο σε κάποιο Ρωμαίο αξιωματούχο, τον Ακυλίνα. Τότε η Ευγενία, αρνούμενη να δεχθεί αυτή την πρόταση των γονέων της, κάποια νύχτα ντύθηκε ανδρικά και έφυγε σε άλλη πόλη. Εκεί κατηχήθηκε, βαπτίσθηκε χριστιανή και έλαβε συγχρόνως το μοναχικό σχήμα.
Μετά από χρόνια, επέστρεψε στο σπίτι της και η αναγνώριση από τους γονείς της έγινε μέσα σε δάκρυα και ανέκφραστη χαρά. Δεν πέρασε πολύς καιρός και όλοι στο σπίτι της Ευγενίας δέχθηκαν το χριστιανισμό.
Από μίσος τότε οι ειδωλολάτρες τραυμάτισαν θανάσιμα τον πατέρα της. Και όταν η Ευγενία επέστρεψε στη Ρώμη, επειδή δε θυσίαζε στα είδωλα, την αποκεφάλισαν, τερματίζοντας έτσι ένδοξα «τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως» (Α’ προς Τιμόθεον, στ’ 12), μαζί με την επίγεια ζωή της.

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2019

Μωσαϊκό: ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΨΩΜΟ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Μωσαϊκό: ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΨΩΜΟ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ: Η Maria Dimitriou κοινοποίησε σύνδεσμο από Κρήτη Πόλεις και χωριά . 3 Δεκεμβρίου ΚΡΗΤΗ ΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ ΧΩΡΙΑ: ΤΟ ΧΡΙ...

μέρες καλικάντζαρων!


Της Ελένης Μπετεινάκη*
«Η τρομπέτα ήχησε ξανά. Άνοιξαν κι άλλα μικρά περάσματα, και τα καλικαντζαράκια έτρεξαν σαν σίφουνες να μπουν απ όπου μπορούσαν. Έπρεπε όλοι να προλάβουν! Ο Τρακατρούκας έφτασε σε έναν μικρό θάμνο που είχε ένα άνοιγμα. Μπήκε μέσα και προχώρησε αργά μέσα στο σκοτάδι, με μάτια μισόκλειστα. Όλα ήταν άγνωστα για εκείνον. Ξαφνικά ένοιωσε να ζεσταίνεται. Σε κάθε βήμα του άκουγε παράξενους θορύβους …
Κρακ, Κρατς…
-Ωωω! Φωτιά, φωτιά!Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό σε μένα! Φοβάμαι τη φωτιά, όλοι οι καλικάντζαροι φοβούνται την φωτιά! Πως θα βγω στη γη; φώναξε ο Τρακατρούκας, κρατώντας σφιχτά τον μικρό του σάκο, που ήθελε να τον γεμίσει με εμπειρίες και πράγματα από τον απάνω κόσμο και προσπαθώντας να μην χάσει την ψυχραιμία του.»*
Μέρες Χριστουγέννων, μέρες καλικάντζαρων!Μέρες Χριστουγέννων, μέρες καλικάντζαρων!Μέρες Χριστουγέννων, μέρες καλικάντζαρων!Μέρες Χριστουγέννων, μέρες καλικάντζαρων! 

Μέρες Χριστουγέννων, μέρες καλικάντζαρων!

Καλικάντζαροι, καλιβρούσηδες, καλακάντζουρα,παγανά, εξαποδώ, καρακάντζαλε, δαιμόνια, καλκάνια, κωλοβελόνηδες…Όποια κι αν είναι η ονομασία τους είναι εκείνα τα κακομούτσουνα, τριχωτά, κοντοστούπικα, μαυριδερά πλάσματα με τα κόκκινα μάτια, τα χέρια της μαϊμούς και τα στραβοκάνικα πόδια που εμφανίζονται κάθε χρόνο στη γη την παραμονή των Χριστουγέννων κάνοντας τον επάνω κόσμο, άνω-κάτω, μέχρι το ξημέρωμα των Φώτων λίγο πριν αγιάσει ο παπάς τα νερά… Λέει ο μύθος πως όλο το χρόνο κάτω από τη γη πριονίζουν το δέντρο που την κρατά «σταθερή» και μόλις είναι έτοιμη να πέσει φτάνει η παραμονή των Χριστουγέννων και πρέπει να ανέβουν στη γη. Ο κορμός όσες μέρες λείπουν ξαναγίνεται από την αρχή γερός και μόλις επιστρέψουν ξαναρχίζουν από την αρχή.
Καλικάντζαρους έλεγαν και τα παιδιά που γεννιούνταν την ημέρα των Χριστουγέννων και ειδικά αν η σύλληψή τους είχε γίνει την ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στις 25 Μαρτίου, αλλά δεν είχαν και πολύ σχέση με τούτα δω τα παράξενα πλάσματα 

Τι λέει όμως ο λαός μας για τους καλικάντζαρους ;

Μέρες Χριστουγέννων, μέρες καλικάντζαρων!

Xίλιες δυο παραδόσεις σώζονται ως τις μέρες μας που έχουν σχέση με τα καλικαντζαράκια, τα παγανά και τα τελώνια. Άλλοι τα θεωρούν βλαβερά και φέρνουν κακή τύχη σε όποιον τα συναντήσει κι άλλοι πως είναι μόνο πλάσματα της λαϊκής φαντασίας ή της μυθολογίας μας. Οι ρίζες τους κρατούν από τα χρόνια τα πολύ παλιά. Λένε πως τα δαιμόνια τούτα είναι οι ψυχές που κατοικούσαν στον Άδη, οι Κήρες, οι οποίες πίστευαν στην Αρχαία Αθήνα πως στην γιορτή των Ανθεστηρίων που ο Κάτω Κόσμος ήταν ανοιχτός επέστρεφαν στη γη με διάφορους τρόπους και ενοχλούσαν τους ανθρώπους κυρίως μολύνοντας τις τροφές τους.
Σε πολλά μέρη της Ελλάδας πίστευαν επίσης πως κατέβαιναν μόνο από τις καμινάδες και κρατούσαν καντάρι για να μετρήσουν το γνέσιμο των κοριτσιών κι αν το έβρισκαν λειψό τα πείραζαν και τα «βασάνιζαν» με τις σκανταλιές τους. Αλλού πάλι λέγαν πως πείραζαν μόνο τους τεμπέληδες, τους μεθυσμένους τους κακούς και τα άτακτα παιδιά. Το σίγουρο είναι ένα και μόνο πράγμα! Εμφανίζονται κάθε χρόνο την παραμονή των Χριστουγέννων και μένουν στη γη δώδεκα μέρες και νύχτες ίσαμε την ημέρα των Φώτων, κι είναι το γνωστό σε όλους μας Δωδεκαήμερο.

Μέρες Χριστουγέννων, μέρες καλικάντζαρων!

Ο φόβος των καλικαντζάρων μέχρι και πρόσφατα υπέβαλλε τους ανθρώπους σε διάφορες μεθόδους απομάκρυνσής τους. Άλλοι κρεμούσαν πίσω από τη πόρτα του σπιτιού ή μέσα στην καμινάδα ένα κατωσάγονο χοίρου που πίστευαν πως είχε αποτρεπτική δύναμη, άλλοι έκαιγαν αλάτι ή ένα παλιοπάπουτσο στην φωτιά. Άλλοι έδεναν ένα σκουλί λινάρι στο κρικέλι της πόρτας που μέχρι να μετρήσουν τις ίνες του λαλούσε ο πετεινός κι εξαφανίζονταν. Άλλοι έβαζαν ένα κόσκινο κοντά στη φωτιά που επίσης μέχρι να μετρηθούν οι τρύπες του, χάνονταν στον λογαριασμό, έτσι κυκλικό που ήταν και τους έβρισκε το ξημέρωμα. Άλλοι έκαναν γλυκά με στάρι, αλεύρι, σταφίδες, ζάχαρη και καρύδια ,σύκα και κανέλα και τα μοίραζαν στα γύρω σπίτια. Η προσφορά αυτή κρατούσε μακριά τα παγανά. Αλλά την πιο μεγάλη δύναμη την έχει η φωτιά…
Η φωτιά των αβάπτιστων ημερών δηλαδή του δωδεκαήμερου είναι αναμμένη στην εστία του σπιτιού μέρα και νύχτα. Λένε πως οι καλικάντζαροι την φοβούνται γιατί η δύναμή της είναι τόσο μεγάλη που τους κρατάει πολύ πολύ μακριά. Την παραμονή των Χριστουγέννων λοιπόν κάθε νοικοκύρης φέρνει και τοποθετεί στο τζάκι του ένα χοντρό ξύλο κομμένο από ξύλο αγκαθωτό όπως είναι η αχλαδιά ή η αγριοκερασιά. Τα αγκάθια και γενικά ότι είναι αγκαθωτό απομακρύνουν όλα τα δαιμονικά. Το κούτσουρο αυτό το λένε Χριστόξυλο ή δωδεκαμερίτη ή σκάρντζαλο. Λίγο πριν το τοποθετήσουν στο τζάκι το ραίνουν με καρπούς, αμύγδαλα και καρύδια. Το κούτσουρο αυτό θα πρέπει να ανάβει συνεχώς για δώδεκα μέρες και οι καλικάντζαροι δεν πρόκειται να πλησιάσουν το σπίτι τους. Σ αλλά μέρη πάλι σταύρωναν τα ξύλα, ένα μεγάλο ίσιο, αρσενικό, κι ένα με παραφυάδες δηλ. θηλυκό, έριχναν από πάνω λίγο λάδι και λίγο κρασί κι έκαναν το λεγόμενο πάντρεμα της φωτιάς.
Παρόλα αυτά οι καλικάντζαροι επιμένουν αν και όπως είπαμε φοβούνται τη φωτιά να κατεβαίνουν από τις καπνοδόχους. Η καπνοδόχος έχει ένα συμβολισμό. Στις λαϊκές παραδόσεις Ελλήνων και Σλάβων είναι η «οδός» για τον ΄Αδη, ο τρόπος και το μέσον επικοινωνίας με τον κάτω κόσμο. Κι όλοι οι επισκέπτες του σπιτιού έρχονται από κει, ο «Βραχνάς» ή εφιάλτης, η μάγισσα, οι δράκοι ακόμα και ο Άγιος Βασίλης που θεωρείται καλός οιωνός και αγωγός για την οικογένεια. Οι καλικάντζαροι λοιπόν δεν θα μπορούσαν να έχουν κανέναν άλλο καλύτερο δρόμο να ανέβουν στην γη και μάλιστα αφού γνωρίζουμε την μεγάλη αδυναμία που έχουν για τις στάχτες. Από την στάχτη έρχονται και στη στάχτη κρύβονται και μάλιστα λένε πως τα μικρά καλικαντζαρούδια εκεί γεννιούνται. Γονιμοποιός η δύναμη που έχει η στάχτη και για αυτό και οι μέρες του δωδεκαήμερου που η φωτιά δεν σβήνει η στάχτη που μένει φυλάσσεται προσεκτικά και την παραμονή των Φώτων μαζεύεται όλη και ρίχνεται στα δέντρα, στα περιβόλια, στα χωράφια και στα ζώα. Ακόμα και στις γωνιές των σπιτιών γιατί πίστευαν πως το σπίτι θα είχε ευτυχία, η χρονιά σε καρπό θα πήγαινε καλά και τα ζώα θα γεννοβολούσαν γερά μικρά. Κι επειδή οι μέρες του δωδεκαήμερου ήταν μέρες μεταμφιέσεων και παραλλαγών των καλικάντζαρων, όσοι άνθρωποι μεταμφιέζονταν το έκαναν γιατί παρίσταναν τους νεκρούς προγόνους και μαζί τους κουβαλούσαν σακούλες με στάχτη που χτυπούσαν μ αυτές τους περαστικούς και τις στείρες γυναίκες, αφού την θεωρούσαν γονιμοποιό δύναμη.

Μέρες Χριστουγέννων, μέρες καλικάντζαρων!

Υπάρχουν ωστόσο κάποια μέρη στην Ελλάδα που οι καλικάντζαροι για να έρθουν στη γη δεν περνούσαν από τη στάχτη και τη φωτιά αλλά από το νερό. Μια υπέροχη λαϊκή παράδοση από την Σκιάθο λέει πως την πρώτη μέρα του σαρανταημέρου οι καλικάντζαροι ετοιμάζουν το καράβι τους για να έρθουν στο νησί. Την πρώτη μέρα έκοβαν τα ξύλα στο δάσος και τα ετοίμαζαν και ακούγονταν παντού οι κούφιοι κτύποι από τα μαδέρια. Σαν πλησιάσουν τα Χριστούγεννα, του έβαζαν πίσσα, το καλαφάτιζαν και την τελευταία μέρα το έριχναν στο γιαλό. Σ΄ άλλα νησιά έρχονται πλέοντας μέσα σε καρυδότσουφλα ή παλιά καΐκια κι έρχονταν από την θάλασσα.
Οι καλικάντζαροι την σημερινή εποχή είναι πιο πολύ γνωστοί σε μας μέσα από τα παραμύθια και σκαρώνουν χίλιες δυο σκανταλιές στα σπίτια και στα μαγαζιά των ανθρώπων. Τρομάζουν τους περαστικούς και τους μοναχικούς ανθρώπους και θεωρούνται οι κατεξοχήν παραδοσιακοί μουσαφίρηδες και καλοπερασάκηδες των δώδεκα ημερών μέχρι την ημέρα των Φώτων. Στις 6 του Γενάρη ο αγιασμός των υδάτων έχει και την έννοια της απαλλαγής από την επίδραση τους. Ο φόβος νικιέται και πάλι θριαμβεύει το καλό και το κακό σκορπιέται ή επιστρέφει κάτω απ τη γη ως την επόμενη χρονιά…
Εσείς καλού κακού αφήστε λίγη ζάχαρη άχνη, κανένα κουραμπιέ ή μελομακάρονο πάνω στο τραπέζι ! Τρελαίνονται να βουτάνε μέσα τα καλικαντζαράκια, να «πουδράρονται» και να γλείφουν τα δάκτυλα από την γλυκασιά…
Μην ξεχνάτε έρχονται Χριστούγεννα και τέτοιες μέρες χωρίς καλικαντζαράκια …τι θα απογίνουν τόσοι παραμυθάδες στον απάνω κόσμο;
Καλά Χριστούγεννα !

Μέρες Χριστουγέννων, μέρες καλικάντζαρων!


Πηγές

«Χριστούγεννα και των Γιορτών », Δημ. Σ. Λουκάτου, εκδ. Φιλιππότη, 1997 | Ελληνικές γιορτές και έθιμα της Λαϊκής Λατρείας, Γ. Α. Μέγα, εκδ. Εστία 2013 | *«Ο Τρακατρούκας ο Καλικάντζαρος!» Μπετεινάκη Ελένη, εκδ. Ελληνοεκδοτική,2016 | zhtunteanagnostes.blogspot.gr

Τα ζώα συμβάλλουν στην υγεία

Δημοφιλείς αναρτήσεις