*Επαναστατώ − άρα υπάρχουμε. *Τι είναι ένας επαναστάτης; Ένας…
*Επαναστατώ − άρα υπάρχουμε.
*Τι είναι ένας επαναστάτης; Ένας άνθρωπος που λέει όχι.
*Ο άνθρωπος είναι το μόνο πλάσμα που αρνείται να είναι αυτό που είναι.
*Από το κίνημα εξέγερσης γεννιέται, έστω και συγκεχυμένα η συνειδητοποίηση.
*Η πιο στοιχειώδης εξέγερση εκφράζει κατά παράδοξο τρόπο τη βαθιά επιθυμία για τάξη.
*Μηδενιστής δεν είναι εκείνος που δεν πιστεύει σε τίποτα, αλλά εκείνος που δεν πιστεύει σε αυτό που είναι.
*Η τέχνη αμφισβητεί την πραγματικότητα, αλλά δεν κάνει πως δεν τη βλέπει.
Ο Αλμπέρ Καμύ (Albert Camus, 7 Νοεμβρίου 1913 – 4 Ιανουαρίου 1960) ήταν
Γάλλος φιλόσοφος, λογοτέχνης και συγγραφέας, ιδρυτής του Theatre du
Travail (1935), για το οποίο δούλεψε ως σκηνοθέτης, διασκευαστής και
ηθοποιός. Χρωστά σχεδόν εξίσου τη φήμη του στα μυθιστορήματά του Ο Ξένος και Η Πανούκλα, στα θεατρικά του έργα Καλιγούλας και Οι δίκαιοι και τέλος στα φιλοσοφικά του δοκίμια Ο Μύθος του Σίσυφου και Ο επαναστατημένος άνθρωπος. Τιμήθηκε το 1957 με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Ο Αλμπέρ Καμύ γεννήθηκε στις 7 Νοεμβρίου 1913 στην Αλγερία από πατέρα
Γάλλο χωρικό, μητέρα Ισπανίδα και μεγάλωσε μέσα στην ένδεια. Είχε έναν
ακόμη μεγαλύτερο αδερφό. Ο πατέρας του, ο αλσατικής καταγωγής Λυσιέν,
εργαζόταν για έναν έμπορο κρασιού σε ένα οινοπαραγωγικό κτήμα κοντά στο
Μοντοβί (Mondovi) της Αλγερίας, όπου γεννήθηκε και ο Αλμπέρ.
Επιστρατεύθηκε όμως τον Σεπτέμβριο του 1914 και ο τραυματισμός του στη
μάχη του Μάρνη τον οδήγησε στον θάνατο στις 17 Οκτωβρίου του 1914. Ο
μικρός Αλμπέρ θα γνωρίσει τον πατέρα του μέσα από μία φωτογραφία και μία
σημαντική οικογενειακή ιστορία: την περιγραφή της έντονης αποστροφής
που έδειξε ο πατέρας του μπροστά στο θέαμα μίας εκτέλεσης. Μετά τον
θάνατο του Λυσιέν η οικογένεια εγκαθίσταται στο Αλγέρι.
Ο Αλμπέρ κάνει τις σπουδές του έχοντας την υποστήριξη των καθηγητών του,
μεταξύ των οποίων βρίσκουμε και τον Ζαν Γκρενιέ, που θα παρουσιάσει
στον μαθητή του το έργο του Νίτσε). Ξεκινά να γράφει πολύ νέος και τα
πρώτα του κείμενα φιλοξενούνται στο περιοδικό Sud το 1932. Μετά το
απολυτήριο λυκείου (bac) παίρνει πτυχίο ανωτάτων σπουδών στη φιλολογία
(lettres), της Φιλοσοφικής Σχολής, αλλά η φυματίωση ( στα 1930 είχε την
πρώτη του κρίση) τον εμποδίζει να περάσει τον διαγωνισμό πιστοποίησης
που θα του επέτρεπε να ασχοληθεί με την εκπαίδευση (agrégation). Για
λόγους υγείας αποχωρεί από την οικογενειακή εστία. Μένει για λίγο σε
έναν θείο του χασάπη το επάγγελμα και δημοκράτη, υπέρμαχου των ιδεών του
Βολτέρου, κι έπειτα αποφασίζει να ζήσει μόνος. Για να τα βγάλει πέρα
παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα και κάνει διάφορες δουλειές.
To 1935, ξεκινά το L' Envers et l' Endroit, που θα εκδοθεί δύο χρόνια
αργότερα. Ιδρύει το Θέατρο της Εργασίας (le Théâtre du Travail) στο
Αλγέρι, που αργότερα (1937) μετονομάζει σε «Θέατρο της Ομάδας». Στο
μεσοδιάστημα, ο Καμί αποφασίζει να εγκαταλείψει το Γαλλικό Κομμουνιστικό
Κόμμα δύο χρόνια μετά την εγγραφή του σε αυτό. Εργάζεται στην εφημερίδα
Front populaire (Λαϊκό μέτωπο), του Πασκάλ Πιά (Pascal Pia). Η έρευνα
που κάνει Μιζέρια της Καμπυλίας θα συναντήσει αντιδράσεις. Το 1940, η
κυβέρνηση της Αλγερίας θα απαγορεύσει την εφημερίδα και θα φροντίσει να
μη ξαναβρεί δουλειά ο Καμύ. Εγκαθίσταται στο Παρίσι και εργάζεται ως
γραμματέας σύνταξης στην εφημερίδα Paris-Soir. Εκείνη την περίοδο θα
δημοσιεύσει τον Ξένο (L' Étranger, 1942) και το δοκίμιο Ο μύθος του
Σίσυφου(Le Mythe de Sisyphe, 1942) και θα αναπτύξει τις φιλοσοφικές του
θέσεις. Σύμφωνα με τη δική του άποψη περί ταξινόμησης του έργου του,
αυτά τα έργα υπάγονται στον «κύκλο του παραλόγου» – ο οποίος θα
συμπληρωθεί αργότερα με τα θεατρικά έργα Η παρεξήγηση (Le Malentendu)
και Καλιγούλας (Caligula, 1944). Το 1943 προσλαμβάνεται ως εκδότης από
τον εκδοτικό οίκο Gallimard και αναλαμβάνει τη διεύθυνση της εφημερίδας
Combat(Μάχη), που συγκέντρωσε μερικές από τις σημαντικότερες υπογραφές
Γάλλων αριστερών διανοουμένων, όταν ο Π. Πια κλήθηκε να προσφέρει από
άλλες θέσεις στη Γαλλική Αντίσταση. Το 1947, διαφωνώντας με τη
συντακτική ομάδα της εφημερίδας, ο Καμί την εγκαταλείπει. Συνεχίζει το
λογοτεχνικό έργο με την παραγωγή του «κύκλου της εξέγερσης», που
περιλαμβάνει ένα από τα γνωστότερα μυθιστορήματά του, την Πανούκλα
(1947), αλλά και άλλα έργα, λιγότερο δημοφιλή: L' État de siège(1948),
Οι δίκαιοι (1949) και Ο επαναστατημένος άνθρωπος (L' Homme révolté)
(1951).
Το 1952 έρχεται σε ρήξη με τον Ζαν Πωλ Σαρτρ με τη δημοσίευση στο
περιοδικό Μοντέρνοι καιροί (Les Temps modernes) του άρθρου από τον Ανρί
Ζανσόν (Henri Jeanson) που προσάπτει στην εξέγερση του Καμύ ότι είναι
«εκ προθέσεως στατική». Το 1956, στο Αλγέρι, πρότεινε την «πολιτική
ανακωχή» ενώ μαινόταν ο πόλεμος. Εκδίδει την Πτώση (La Chute), ένα
απαισιόδοξο βιβλίο. Το 1957 τιμάται με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για
το σύνολο του έργου του.
Ο Καμύ βρίσκει τον θάνατο στις 4 Ιανουαρίου 1960, πριν προλάβει να
συμπληρώσει τα 47 του, σε αυτοκινητιστικό ατύχημα στο (Πτι) Βιλμπλεβέν
της Υόν (Yonne), όταν ο οδηγός και συγγενής του στενού του φίλου
Γκαλιμάρ παρεκκλίνει της πορείας του και ρίχνει το αυτοκίνητο μάρκας
Facel-Vega σε ένα δέντρο. Οι εφημερίδες της εποχής κάνουν λόγο για
υπερβολική ταχύτητα (130 χλμ/ω), αδιαθεσία του οδηγού ή σκάσιμο του
ελαστικού, αλλά ο συγγραφέας Ρενέ Ετιάμπλ διαβεβαιώνει ότι μετά από
επίμονες μελέτες είχε στα χέρια του αποδείξεις ότι η Facel-Vega ήταν ένα
κινητό φέρετρο - ωστόσο καμία εφημερίδα δεν δέχτηκε να τις δημοσιεύσει.
Ο Καμύ τάφηκε στο Λουρμαρέν (Lourmarin) της Βωκλύζ (Vaucluse), όπου είχε αγοράσει μία κατοικία.
Στο περιθώριο των κυρίαρχων φιλοσοφικών ρευμάτων ο Καμύ επέμεινε στον
στοχασμό πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση. Αρνούμενος να εκφράσει ομολογία
πίστεως στον Θεό, στην ιστορία ή στη λογική, ήρθε σε αντίθεση με τον
Χριστιανισμό, τον Μαρξισμό και τον Υπαρξισμό. Δεν σταμάτησε ποτέ την
πάλη ενάντια στα ιδεολογήματα και τις αφαιρέσεις που αποστρέφονται την
ανθρώπινη φύση.
Ο Αλμπέρ Καμύ παραδόθηκε στη διαρκή εναλλαγή για να αποφύγει τη
«συνήθεια», ωστόσο διατήρησε μία και μοναδική ως την τελευταία ημέρα της
ζωής του: να γράφει για τους ανθρώπους, για «τα παθήματα της ψυχής» και
για το «παράπονο των εγκλείστων στον εαυτό τους» ανθρώπων. Το σύνολο
του έργου του (αριθμεί 30 βιβλία) είχε ευρύτατη απήχηση και μεταφράστηκε
στις περισσότερες χώρες. Ο Καμύ ήταν ο κατ' εξοχήν «ανθρώπινος»
συγγραφέας, ο κατ' εξοχήν ανθιστάμενος στην κωμωδία της καθημερινότητας,
ο πραγματικός αναλυτής των «μάταιων πράξεων», όπως γράφει ο ίδιος
θέλοντας να χαρακτηρίσει την αγωνία του θανάτου.
https://el.wikipedia.org
ΒΙΒΛΙΑ
i.Η πανούκλα
Κάτω απ’ τον τρόμο που προκαλεί η
απροσδόκητη εισβολή μιας φοβερής επιδημίας, όπως η πανούκλα, σε μια
ανυποψίαστη πόλη, ο συγγραφέας κατορθώνει να περιγράψει έντονα όλη την
αντίδραση, την αγωνία και την παθητική αναμονή ή την απόγνωση εκείνων
που προσβάλλονται ή θα προσβληθούν. Πρόκειται για την ανθρώπινη αδυναμία
μπροστά στον παραλογισμό μιας μάστιγας που κανένας δεν μπορεί να
πολεμήσει κι απ’ την οποία δεν μπορεί να αμυνθεί. Απ’ την άλλη μεριά ένα
άλλο είδος ανθρώπων, όχι πια αυτοί που υποφέρουν αλλά αυτοί που
μάχονται, διασώζουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. (Από την παρουσίαση στο
οπισθόφυλλο του βιβλίου) πηγή
Απόσπασμα
Έτσι οι αιχμάλωτοι της πανούκλας πάλεψαν όλη τη βδομάδα μ’ όποιον τρόπο
μπορούσαν. Και μερικοί ανάμεσά τους όπως ο Ραμπέρ, έφθασαν, όπως
βλέπουμε, να φανταστούν ότι ενεργούσαν ακόμα σαν ελεύθεροι άνθρωποι, ότι
μπορούσαν να διαλέξουν. Όμως μπορούμε πράγματι να πούμε ότι αυτή τη
στιγμή, στα μέσα του Αυγούστου, η πανούκλα είχε καλύψει τα πάντα. Δεν
υπήρχαν πια τότε προσωπικά πεπρωμένα, αλλά μια συλλογική υπόθεση που
ήταν η πανούκλα και αισθήματα που τα μοιράζονταν όλοι. Το σημαντικότερο
ήταν ο χωρισμός και η εξορία, μ’ όλο το φόβο και την εξέγερση που
περιέκλειαν. Νά γιατί ο αφηγητής πιστεύει ότι ταιριάζει στο αποκορύφωμα
της ζέστης και της αρρώστιας να περιγράψει τις βιαιότητες των επιζώντων
συμπολιτών μας, την ταφή των νεκρών και την οδύνη των χωρισμένων
εραστών.
Στα μέσα εκείνης της χρονιάς ήταν που έπιασε ένας δυνατός άνεμος, που
φυσούσε για πολλές μέρες μέσα στη χτυπημένη από την πανούκλα πόλη. Τον
άνεμο τον φοβούνται ιδιαίτερα οι κάτοικοι του Οράν, γιατί δε συναντά
κανένα φυσικό εμπόδιο πάνω στο οροπέδιο που είναι χτισμένη η πόλη, κι
έτσι χιμάει μ’ όλη του τη μανία μέσα στους δρόμους. Μετά απ’ αυτούς τους
ατέλειωτους μήνες, που ούτε μια σταγόνα νερό δεν είχε δροσίσει την
πόλη, το Οράν ήταν σκεπασμένο με μια γκρίζα σκόνη που ξεφλούδιζε στο
φύσημα του ανέμου. Κι ο άνεμος σήκωνε κύματα σκόνης και χαρτιών που
τυλίγονταν στα πόδια των σπάνιων πια περαστικών. Τους έβλεπες πια να
διασχίζουν βιαστικοί τους δρόμους, γερμένοι μπροστά, φράζοντας μ’ ένα
μαντίλι ή με το χέρι τους το στόμα. Το βράδυ, αντί οι άνθρωποι να
μαζεύονται πολλοί μαζί προσπαθώντας να παρατείνουν τη διάρκεια αυτών των
ημερών που καθεμιά τους μπορούσε να είναι κι η τελευταία γι’ αυτούς,
συναντούσες μικρές ομάδες ατόμων που βιάζονταν να γυρίσουν στο σπίτι
τους ή να χωθούν στα καφενεία. Έτσι, για μερικές μέρες, την ώρα του
σούρουπου, που έπεφτε γρηγορότερα αυτή την εποχή, οι δρόμοι ήταν έρημοι
και μόνος ο άνεμος θρηνολογούσε ανάμεσά τους ασταμάτητα. Μια μυρωδιά από
φύκια και αρμύρα αναδινόταν από την ταραγμένη και πάντα αόρατη θάλασσα.
Και τότε τούτη η έρημη πόλη, ασπρισμένη από τη σκόνη, πλημμυρισμένη από
μυρωδιές θαλασσινές, αντηχούσε από το ουρλιαχτό του ανέμου και βογκούσε
σαν ένα νησί που το χτύπησε η συμφορά.
[πηγή: Αλμπέρ Καμύ, Η Πανούκλα, μτφ. Αγγελική Τατάνη, Γράμματα, Αθήνα 1990, σ. 155-156] http://ebooks.edu.gr/
ii.Ο Ξένος
«...Αυτό που θα διαβάσει ο
αναγνώστης στον "Ξένο", είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που, δίχως τίποτα
το ηρωικό στη συμπεριφορά του, δέχεται να πεθάνει για την αλήθεια.
Ένιωσα εξάλλου την ανάγκη να πω, κι ας μοιάζει παράδοξο, πως προσπάθησα
ν' αποδώσω με τον ήρωά μου τον μόνο Χριστό που μας αξίζει. Είναι φανερό
λοιπόν, μετά τις εξηγήσεις μου, ότι το είπα χωρίς πρόσθεση βλασφημίας,
απλώς και μόνο με την κάπως ειρωνική τρυφερότητα που δικαιούται να
νιώθει ένας καλλιτέχνης για τα πρόσωπα που δημιουργεί». (Αλμπέρ Καμύ,
1954. Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου) πηγή
Απόσπασμα
«...Το βράδυ ήρθε και με βρήκε η Μαρί και με ρώτησε αν ήθελα να την
παντρευτώ. Είπα ότι μου ήταν αδιάφορο και ότι θα μπορούσαμε να το κάναμε
αν ήθελε. Τότε θέλησε να μάθει αν την αγαπούσα. Απάντησα όπως το είχα
κιόλας κάνει άλλη μια φορά, ότι αυτό δε σήμαινε τίποτα αλλά ότι δεν
υπήρχε αμφιβολία πως δεν την αγαπούσα.
«Τότε γιατί να με παντρευτείς;» είπε.
Της εξήγησα ότι αυτό δεν είχε καμιά σημασία κι ότι αν το ήθελε πολύ, μπορούσαμε να παντρευτούμε.
Εξάλλου, εκείνη ήταν που το ζητούσε κι εγώ είπα ευχαρίστως ναι.
Τότε εκείνη παρατήρησε πως ο γάμος ήταν κάτι σοβαρό.
Εγώ απάντησα «Όχι».
Για μια στιγμή έμεινε αμίλητη και με κοίταξε σιωπηλά.
Μετά μίλησε.
Ήθελε απλώς να ξέρει αν θα δεχόμουν την ίδια πρόταση από μιαν άλλη γυναίκα που θα είχα μαζί της έναν παρόμοιο δεσμό.
Είπα: «Φυσικά».
Τότε εκείνη αναρωτήθηκε αν μ' αγαπούσε, κι εγώ δεν μπορούσα να ξέρω τίποτα πάνω σ' αυτό το σημείο.
Μετά από μια στιγμή σιωπής, μουρμούρισε ότι ήμουν παράξενος, ότι δίχως
αμφιβολία μ' αγαπούσε γι' αυτό ακριβώς, αλλά ότι ίσως μια μέρα θα την
κούραζα για τον ίδιο λόγο.
Κι όπως σιωπούσα, μην έχοντας τίποτα να προσθέσω, πήρε το χέρι μου χαμογελώντας και δήλωσε ότι ήθελε να με παντρευτεί.
Απάντησα ότι θα το κάναμε όποτε ήθελε αυτή...»
. . .
«...Κι όμως, τον πρώτο καιρό που με φυλακίσανε, το πιο σκληρό ήταν ότι σκεφτόμουν σαν ελεύθερος άνθρωπος.
Παραδείγματος χάρη, μ' έπιανε η επιθυμία να βρεθώ σε μια παραλία και να κατέβω στη θάλασσα.
Όταν φανταζόμουνα τον ήχο από τα πρώτα κύματα κάτω απ' τις πατούσες μου,
το κορμί μου να μπαίνει στο νερό και την αίσθηση ελευθερίας που έβρισκα
εκεί μέσα, ένιωθα αμέσως πόσο στενοί ήταν οι τοίχοι της φυλακής μου.
Όμως αυτό κράτησε μερικούς μήνες.
Ύστερα, δεν είχα πια παρά τις σκέψεις ενός φυλακισμένου.
Περίμενα τον καθημερινό περίπατο που έκανα στην αυλή ή την επίσκεψη του δικηγόρου μου.
Με τον υπόλοιπο χρόνο μου τα κατάφερνα μια χαρά.
Έτσι σκεφτόμουνα συχνά ότι αν με είχαν βάλει να ζω μέσα σ' έναν ξερό
κορμό δέντρου, δίχως να κάνω άλλη δουλειά παρά να κοιτάζω τον ανθό του
ουρανού πάνω απ' το κεφάλι μου, θα συνήθιζα λίγο λίγο.
Θα περίμενα να περάσουν τα πουλιά ή να συναντηθούν τα σύννεφα όπως
περίμενα εδώ τις περίεργες γραβάτες του δικηγόρου μου, κι όπως σ' έναν
άλλο κόσμο, θ' ανυπομονούσα να έρθει το σάββατο για ν' αγκαλιάσω σφιχτά
το κορμί της Μαρί.
Ή, αν το καλοσκεφτόμουν, δεν ήμουνα μέσα σ' ένα ξερό δέντρο.
Υπήρχαν και πιο δυστυχισμένοι από μένα.
Εξάλλου αυτή ήταν μια ιδέα της μαμάς, και την επαναλάμβανε συχνά, ότι τελικά όλα ήταν μια συνήθεια...»
iii.Πτώση
Ο Ζαν-Μπατίστ Κλαμάνς είναι ένας
"ήρωας της εποχής μας": η εξυπνάδα του να στέκεται πάντα στη "σωστή"
πλευρά της ζωής τον κάνει έναν άντρα ικανοποιημένο από τον εαυτό του,
έναν άνθρωπο που χρησιμοποιεί την υποκρισία για να αρέσει στους άλλους.
Μέχρι που μια νύχτα ακούει μια άγνωστή του γυναίκα να πέφτει στα νερά
ενός ποταμού. Αυτός ο τόσο καλός, ο τόσο ελεήμων, ο τόσο συμφιλιωμένος
με την "σωστή", ανθρώπινη συμπεριφορά, δεν θα τη βοηθήσει και τότε όλα
γύρω του θα καταρρεύσουν.
Μετά τον "Ξένο" και την
"Πανούκλα", ο Καμύ με την "Πτώση" ολοκληρώνει την αριστουργηματική του
τριλογία που τον έκανε διάσημο σ' όλο τον κόσμο χαρίζοντάς του και ένα
από τα πιο δίκαια βραβεία Νόμπελ στην ιστορία του θεσμού. (Από την
παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου) πηγή
Αποσπάσματα
..Να τι δεν μπορεί ν' ανεχτεί κανείς (εκτός απ' αυτούς που δεν ζουν,
θέλω να πω: τους εγκρατείς). Η μόνη άμυνα βρίσκεται στην κακεντρέχεια.
Οι άνθρωποι λοιπόν σπεύδουν να κρίνουν για να μην κριθούν οι ίδιοι. Τι
τα θέλετε; Η πλέον φυσική ιδέα στον άνθρωπο, αυτή που του έρχεται
αυθόρμητα, σαν από τα βάθη της φύσης του, είναι η ιδέα της αθωότητάς
του. Απ' αυτή την άποψη είμαστε όλοι σαν εκείνο τον νεαρό Γάλλο στο
Μπούχενβαλντ, που ήθελε σώνει και καλά να υποβάλει διαμαρτυρία στο
γραφέα, που ήταν κι ο ίδιος φυλακισμένος και κατέγραφε την είσοδό του.
Διαμαρτυρία; Ο γραφέας κι οι συνάδελφοί του γελούσαν: "Ανώφελο, φίλε!
Εδώ δε χωράνε διαμαρτυρίες". "Μα ξέρετε, κύριε" έλεγε ο νεαρός, "η
περίπτωσή μου αποτελεί εξαίρεση. Είμαι αθώος!."
Όλοι μας αποτελούμε εξαίρεση. Όλοι θέλουμε να επικαλούμαστε κάτι! Ο
καθένας έχει την απαίτηση να είναι αθώος, με κάθε τίμημα, έστω κι αν
πρέπει γι' αυτό να κατηγορήσει το ανθρώπινο γένος και το Θεό. Δε θα
δώσετε και μεγάλη χαρά σε κάποιον αν επαινέσετε τις προσπάθειες με τις
οποίες έγινε έξυπνος ή μεγαλόψυχος. Θα πετάξει, αντίθετα, απ'τη χαρά του
αν θαυμάσετε την έμφυτη μεγαλοψυχία του. Αντιστρόφως, αν πείτε σ' έναν
εγκληματία πως το σφάλμα του δεν οφείλεται στην φύση του ούτε στο
χαρακτήρα του, αλλά σε ατυχείς περιστάσεις, θα σας είναι βαθύτατα
ευγνώμων. Κατά την αγόρευση μάλιστα, αυτή τη στιγμή θα επιλέξει να
κλάψει. Κι όμως, καμιά αξία δεν έχει αν είσαι έντιμος ή έξυπνος εκ
γενετής. Όπως δεν είσαι, σίγουρα, πιο υπεύθυνος που είσαι εκ φύσεως
εγκληματίας, απ' ό,τι αν είσαι εκ περιστάσεως. Αλλά αυτοί οι
κατεργάρηδες επιζητούν τη χάρη, δηλαδή την ανευθυνότητα, και
επικαλούνται χωρίς αιδώ δικαιολογίες της φύσης των περιστάσεων, ακόμη κι
αν είναι αντιφατικές. Το ουσιώδες είναι να μείνουν αθώοι, να μη μπορούν
να τεθούν υπό αμφισβήτησιν οι έμφυτες αρετές τους, και τα σφάλματά
τους, αποκυήματα μιας παροδικής δυστυχίας, να είναι πάντοτε προσωρινά.
Σας το 'πα, το ζήτημα είναι να γλιτώσεις απ' την κρίση. Επειδή είναι
δύσκολο να της γλιτώσεις και απαιτεί μεγάλη επιδεξιότητα να καταφέρεις
να θαυμάζουν και να συγχωρούν ταυτόχρονα τη φύση σου, επιδιώκουν όλοι να
'ναι πλούσιοι. Γιατί; Αναρωτιέστε; Για τη δύναμη, φυσικά. Κυρίως όμως
γιατί ο πλούτος απαλλάσσει απ' την άμεση κρίση, σε τραβάει απ' το πλήθος
του μετρό για να σε κλείσει σ' ένα νικέλινο αμάξι, σε απομονώνει σε
απέραντα φυλαγμένα πάρκα, σε βαγκόνλι, σε καμπίνες πολυτελείας. Ο
πλούτος, αγαπητέ μου φίλε, δεν είναι ακόμα η αθώωση, αλλά η αναστολή που
'ναι πάντα καλό να παίρνεις...
iv.Ο μύθος του Σισύφου
Η έννοια του παραλόγου και η
σχέση ανάμεσα στο παράλογο και την αυτοκτονία αποτελούν τα θέματα αυτού
του δοκιμίου. Από τη στιγμή που ο άνθρωπος παραδέχεται τη διάσταση
ανάμεσα στη λογική επιθυμία του για κατανόηση και ευτυχία και στη σιωπή
του κόσμου, μπορεί άραγε να κρίνει αν η ζωή αξίζει τον κόπο να την ζει
κανείς; Τούτο είναι θεμελιώδες ερώτημα της φιλοσοφίας.
Αν όμως το παράλογο μου φαίνεται
πρόδηλο, οφείλω να το διατηρήσω με μια διαυγή προσπάθεια και να δεχτώ να
ζήσω βιώνοντάς το. Η εξέγερσή μου, η ελευθερία, το πάθος μου, θα είναι
οι συνέπειές του. Ο άνθρωπος, σίγουρος ότι θα πεθάνει ολοκληρωτικά,
αρνούμενος όμως το θάνατο, λυτρωμένος από την υπερφυσική ελπίδα που του
έδενε τα χέρια, θα μπορέσει να γνωρίσει το πάθος της ζωής σ' έναν κόσμο
δοσμένο στην αδιαφορία του και στη φθαρτή ομορφιά του. Όμως η δημιουργία
είναι για εκείνον η καλύτερη ευκαιρία για να διατηρεί τη συνείδησή του
άγρυπνη μπροστά στις λαμπερές και αλόγιστες εικόνες του κόσμου. Ο αγώνας
του Σισύφου που περιφρονεί τους θεούς, αγαπά τη ζωή και μισεί το θάνατο
γίνεται το σύμβολο της ανθρώπινης μοίρας. (Από την παρουσίαση στο
οπισθόφυλλο του βιβλίου) πηγή
Απόσπασμα
ΑΚΟΜΑ ΚΙ Η ΣΚΕΨΗ, ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΚΟ ΤΗΣ ΤΡΟΠΟ, με πείθει πως αυτός ο κόσμος
είναι παράλογος. Η καθαρή λογική, σ' αντίθεση με το παράλογο,
ισχυρίστηκε πως το κάθε τι είναι σαφές. Ευχόμουν το δίκιο της αλλά
μάταια περίμενα αποδείξεις. Έπειτα από τόσους αιώνες αναζητήσεων και
τόσους εκφραστικούς και πειστικούς ανθρώπους, ξέρω πως αυτό είναι λάθος.
Σ' αυτό το πεδίο τουλάχιστον, αφού δεν μπορώ να μάθω, δεν υπάρχει
ευτυχία. Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΛΟΓΙΚΗ, ΠΡΑΚΤΙΚΗ, ΗΘΙΚΗ, Η ΑΙΤΙΟΚΡΑΤΙΑ, οι θεωρίες
που εξηγούν τα πάντα κάνουν τον συνεπή με τον εαυτό του άνθρωπο να γελά.
Δεν έχουν καμιά σχέση με το πνεύμα. Αρνούνται να δεχτούν την ουσιαστική
του αλήθεια -το ότι είναι δέσμιο. Μέσα σ' αυτό το ανεξήγητο και
περιορισμένο σύμπαν, το πεπρωμένο του ανθρώπου παίρνει λοιπόν το νόημά
του. ΕΝΑ ΠΛΗΘΟΣ ΑΠΟ ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟΥΣ ΥΨΩΝΕΤΑΙ και περικυκλώνει τον άνθρωπο
ως το τέλος. Απ' τη στιγμή που θ' αποφασίσει να βλέπει σωστά, διακρίνει
κι αισθάνεται το συναίσθημα του παράλογου. Έλεγα πως ο κόσμος είναι
παράλογος και προχωρούσα πολύ γρήγορα. Το μόνο που μπορούμε να πούμε
είναι πως αυτός ο κόσμος δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Παράλογο είναι το
χάσμα ανάμεσα στο ό,τι δεν δικαιολογείται και στο μάταιο, μα δυνατό πόθο
του ανθρώπου για σαφήνεια. Το παράλογο ισχύει και για τον άνθρωπο και
για τον κόσμο. Για την ώρα είναι το μόνο που τους συνδέει. ΚΑΜΙΑ ΦΟΡΑ,
ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ αρχίζουν κάπως αστεία. Τα
μεγάλα έργα γεννιούνται συχνά στη στροφή κάποιου δρόμου ή στο καθάρισμα
ενός καφενείου. Έτσι και με το παράλογο. Περισσότερο από κάθε άλλον, ο
παράλογος κόσμος έχει τις ρίζες του σ’ αυτή την άθλια γέννηση. ΟΤΑΝ
ΜΕΡΙΚΕΣ ΦΟΡΕΣ, ΣΕ ΜΙΑ ΕΡΩΤΗΣΗ που αφορά στις σκέψεις σου, απαντάς
«τίποτε», ίσως να προσποιείσαι. Οι αγαπημένες υπάρξεις το ξέρουν καλά.
Αν όμως αυτή η απάντηση είναι ειλικρινής, αν εκφράζει αυτό το μοναδικό
ψυχικό συναίσθημα της σιωπηλής ευγλωττίας που σπάζει την αλυσίδα των
καθημερινών χειρονομιών ενώ η καρδιά ψάχνει μάταια να βρει τον κρίκο που
θα την ξανασυνδέσει, τότε αυτό φαίνεται πως είναι το πρώτο σημάδι του
παραλογισμού. ΚΑΜΙΑ ΦΟΡΑ, ΤΑ ΣΚΗΝΙΚΑ ΚΑΤΑΡΡΕΟΥΝ. Ξύπνημα, συγκοινωνία,
τέσσερις ώρες γραφείο ή εργοστάσιο, γεύμα, συγκοινωνία, τέσσερις ώρες
δουλειά, φαγητό, ύπνος και Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή
και Σάββατο, αυτός ο κύκλος επαναλαμβάνεται εύκολα στον ίδιο ρυθμό τον
περισσότερο καιρό. Μια μέρα όμως γεννιέται το «γιατί» κι όλα αρχίζουν σ’
αυτή την πληκτική κούραση. «Αρχίζουν», αυτό είναι ενδιαφέρον. ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ
ΜΙΑΣ ΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΖΩΗΣ έρχεται η κούραση, την ίδια όμως στιγμή βάζει σε
κίνηση τη συνείδηση. Τη σηκώνει απ’ τον ύπνο και προξενεί τη συνέχεια. Η
συνέχεια είναι η ασυνείδητη επιστροφή στην αλυσίδα ή η οριστική
αφύπνιση. Στο τέλος της αφύπνισης βρίσκεται το αποτέλεσμα που φτάνει με
τον καιρό: αυτοκτονία ή αναθεώρηση. Η κούραση κλείνει μέσα της κάτι το
αποκαρδιωτικό. Εδώ, είμαι υποχρεωμένος να πω πως είναι καλή. Γιατί με τη
συνείδηση αρχίζουν όλα και μονάχα αυτή αξίζει. ΟΙ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΑΥΤΕΣ
ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΚΑΜΙΑ ΠΡΩΤΟΤΥΠΙΑ. Είναι όμως φανερές: κι αυτό φτάνει γιατί μας
δίνει την ευκαιρία να γνωρίσουμε καθολικά το παράλογο στις πηγές του.
Με το «ενδιαφέρον» αρχίζουν όλα.
www.doctv.gr