Κυριακή 13 Μαΐου 2012

Η Ημέρα της Μητέρας


  ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ  στις Μανούλες του κόσμου!


Μάνα! ... δεν βρίσκεται λέξη καμμία νάχει στον ήχο της τόσο αρμονία...


Γιορτή της Μητέρας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Τούρτα προς τιμήν της Γιορτής της Μητέρας
Η γιορτή της μητέρας ή Ημέρα της Μητέρας είναι κινητή εορτή προς τιμήν της μητέρας και γιορτάζεται κάθε χρόνο την δεύτερη Κυριακή του μήνα Μάη.
Εγκαθιδρύθηκε τον 20ό αιώνα και προέρχεται από το αγγλικό και το αμερικάνικο κίνημα των γυναικών. Η Αμερικανίδα Ann Maria Reeves Jarvis διοργάνωσε για πρώτη φορά το 1865 ένα κίνημα με το όνομα Mothers Friendships Day και συναντήσεις με το όνομα Mothers Day Meetings, κατά τις οποίες οι μητέρες αντάλλασσαν απόψεις και εμπειρίες.[1] Το 1870 η Julia Ward Howe διοργάνωσε μια εκδήλωση φιλειρηνικής συγκέντρωσης μητέρων με το σλόγκαν peace and motherhood με σκοπό, τα παιδιά να μην στέλνονται στον πόλεμο.[2]
                                  --------------------                                                            
πηγή: http://elenimamanou.blogspot.com/2012/04/blog-post_106.html


 

   Η Μανούλα

Ποιος την κούνια μας κουνάει,
όταν είμαστε μικράκια;
Ποιος χαμογελά στο πλάι
Και γλυκά μας λέει λογάκια
και τον ύπνο προσκαλεί
Η μαμά μας η καλή.
.......................................
Τα μαλλιά μας ποιος χτενίζει;
Ποιος μας καμαρώνει, αλήθεια;
Ποιος παιχνίδια μας χαρίζει;
Ποιος μας λέει τα παραμύθια
στη φωτίτσα μας σιμά;
Η γλυκεία μας η μαμά.
..................................
Κι όταν κάποτε ένα στόμα
κάτι με θυμό μας λέει,
κι όταν παρακούμε ακόμα,
ποιος πονεί και σιγοκλαίει
κι έχει πίκρα στην καρδιά;
Πάντα η μάννα μας, παιδιά.

 Στέλιος Σπεράντσας




--------------------------------------

Ο γιος γράφει ποίημα στη μητέρα του

6 Votes
Εχω ξαναγράψει πως μοιράζομαι τη ζωή μου με έναν “κρυφό” ποιητή. Που γράφει παρορμητικά και έντονα μια στις τόσες, όταν κάποιο σφοδρό συναίσθημα τον συνεπάρει και δεν μπορεί παρά να το βάλει στο χαρτί για να το εκφράσει. Το ποίημα που ακολουθεί γράφτηκε πρόσφατα μετά από συνάντηση με την υπερήλικη μανούλα του, που ζει κάπου 300+ χιλιόμετρα μακριά μας και η νοητική της μνήμη της πια την έχει προδώσει. Εχει όμως “ζωντανά και άγρυπνα τα μάτια της ψυχής” της, που πάντα αναγνωρίζουν τα παιδιά της κι ας μην τα θυμάται πια το κουρασμένο μυαλό:
Mάνα και γιος από τον εμπνευσμένο φακό του Μassimo Tranquillo, flickr
Mάνα και γιος από τον εμπνευσμένο φακό του Μassimo Tranquillo, flickr

Ενα ποίημα του Κωνσταντίνου
Πήρα την πρώτη την πνοή
απ΄το δικό σου το φιλί

κι άρχισα ν΄αναπνέω.
Μου  κράτησες το χέρι  απαλά
και μου ‘δειξες να περπατώ

κι εγώ τους δρόμους πήρα.
Μετά χτυπούσα κι έκλαιγα

κι ήσουν εκεί

χάδι, χαμόγελο, παρηγοριά

και το κουράγιο ένιωσα.
Να συλλαβίζω μ΄έμαθες
δίχως φωνές, με υπομονή.

Τώρα βιβλία γράφω.
Σε ταξίδια ονειρικά,
πολύχρωμα, φανταστικά,

με παραμύθια μ΄ έβαλες.

Και ταξιδεύω ακόμα.

Κι έγινε όμορφη η ζωή.
Και η κουζίνα σου
κόσμος μαγικός

χρωματιστοί ατμοί
βάζα μ΄αρώματα και χρώματα.
Τώρα με τους δικούς μου

τους ατμούς παλεύω.
Σ΄αγκάλιασα

σε φίλησα

σου’ πα “χρόνια πολλά”

κι είχα το ίδιο χάδι.
Σ΄ευχαριστώ.

Σ΄ευχαριστώ γι΄αυτό που έγινα
.

                                              --------------------------------------


Μάνα κράζει το παιδάκι



''Μάνα'' κράζει το παιδάκι,
''Μάνα'' ο νιος και ''Μάνα'' ο γέρος,
''Μάνα'' ακούς σε κάθε μέρος,

α ! τι όνομα γλυκό ,

Τη χαρά σου και τη λύπη
με τη μάνα τη μοιράζεις,
ποθητά την αγκαλιάζεις,
δεν της κρύβεις μυστικό.

Εις τον κόσμον άλλο πλάσμα
δεν θα βρεις να σε μαντεύει,
σαν τη μάνα που λατρεύει,
σαν τη μάνα που πονεί.

Την υγειά της, τη ζωή της,
όλα η μάνα τ' αψηφάει
για το τέκνο π' αγαπάει,
για το τέκνο που φιλεί.

'Όπου τρέχεις, πάντα η μάνα
με το νου σε συντροφεύει,
σε προσμένει, σε γυρεύει σ
μ' ανυπόμονη καρδιά.

Κι αν σκληρός εσύ φαρμάκια
την ποτίζεις την καημένη,
πάντα η μάνα σ' α ' πανταίνει
με τα ολόθερμα φιλιά.

Δυστυχής όποιος τη χάνει
'0 καημός είναι μεγάλος
Σαν τη μάνα δεν είν' άλλος
εις τον κόσμο Θησαυρός.

Κι' όποιος μάνα πια δεν έχει,
''Μάνα'' κράζει στ' όνειρό του.
πάντα ''Μάνα'' στον καημό του
είν' ο μόνος στεναγμός !

Γεωργίου Μαρτινέλλη



0 Γάλλος ποιητής Ιωάννης Ρισπέν έγραψε ένα ποίημα με Θέμα τον έξης συγκινητικό μύθο: Μιά μητέρα αγαπούσε υπερβολικά το μονάκριβο υιό της, μέχρι αυτοθυσίας. Κάποτε ο υιός της, όταν μεγάλωσε, αιχμαλωτίστηκε τόσο πολύ από τα Θέλγητρα μιά πονηρής γυναίκας, ώστε του ζήτησε να διακόψει κάθε σχέση με τη μητέρα του και μάλιστα να την σφάξει και να φέρει την καρδιά της σ' αυτήν, για να της αποδείξει έτσι την αφοσίωσή του. Ο νέος κατελφήφΘη από φρίκη, διότι δεν μπορούσε να φαντασθεί τέτοια εγκληματική πράξη. Αλλά στο τέλος υπέκυψε. Και διέπραξε το φρικτό έγκλημα. Και ενώ κρατούσε στα χέρια του την καρδιά της μάνας του και έτρεχε να την προσφέρει στην πονηρή γυναίκα, ως δείγμα της αφοσίωσής του, σκόνταψε έπεσε κάτω και μαζί του κύλησε κατά γης και ή καρδιά της μάνας του. Και τότε ή καρδιά, με στοργή και τρυφερότητά, μίλησε και του ψιθύρισε:
«Μήπως κτύπησες παιδί μου;».

                                                                            
Η καρδιά της μάνας
                                                                                      
Ένα παιδί μοναχοπαίδι αγόρι,
αγάπησε μιας μάγισσας την κόρη
- Δεν αγαπώ εγώ, του λέει, τα παιδιά,
μ' αν θέλεις να σου δώσω το φιλί μου
της μάνας σου να φέρεις την καρδιά
να ρίξω να τη φάει το σκυλί μου.

Τρέχει ο νιος τη μάνα του σκοτώνει
και την καρδιά τραβά και ξεριζώνει,
και τρέχει να την πάει, μα σκοντάφτει
και πέφτει ο νιος κατάχαμα με δαύτη.
Κυλάει ο γιος και η καρδιά κυλάει
και την ακούει να κλαίει και να μιλάει.

Μιλάει η μάνα στο παιδί και λέει:
- Εχτύπησες αγόρι μου; και κλαίει..
(J.Rispen)

...............................................

Χρόνια πολλά μάνα μου!
Χρόνια πολλά μανούλες!


Εικόνες ενός Μέτοικου της Φιλιώς Μόρφη

 http://www.onestory.gr/post/22890553944 

ΕΙΚΟΝΕΣ ΕΝΟΣ ΜΕΤΟΙΚΟΥ

της Φιλιώς Μόρφη *
.
Στάθηκε στη μέση του δωματίου. Φρεσκοβαμμένο αλλά άχρωμο. Άχρωμες και οι σκέψεις του. Ένα δωμάτιο νοικιασμένο και ξένο. Ξένος κι αυτός σ’ αυτή τη νέα γη. Αναστέναξε βαθιά και άνοιξε το παράθυρο που ήταν μπροστά του. Η πόλη του χάρισε μια μικρή καρτ ποστάλ σαν να ήθελε να τον καλοπιάσει. Ένας γκρίζος δρόμος, κάμποσες στέγες και ταράτσες με απλωμένα ρούχα και ηλιακούς θερμοσίφωνες, το θάμβος ενός βουνού πέρα, μακριά κι ευτυχώς μπόλικος ανέφελος ουρανός. Στάθηκε να κοιτά για ένα ή δύο λεπτά με μια έκφραση ενόχλησης και απορίας μαζί. Ένοιωσε πως η πόλη τον κοιτούσε ειρωνικά και σαν να του έλεγε «τώρα μου ανήκεις» διψώντας για νέο αίμα, όπως κάθε πόλη κι εκείνος θύμωσε γιατί φοβήθηκε πως η πόλη είχε δίκιο. Εκτός αυτού ποτέ δεν ήθελε ν’ ανήκει σε κανέναν και σε τίποτα.
Η σκέψη ότι δεν θα μείνει εκεί για πάντα του πρόσφερε ένα ίχνος ευφορίας για την συνέχεια. Ύστερα η σκέψη ότι αυτή η πόλη μπορεί να έκρυβε κάποιο δώρο για ‘κείνον του προκάλεσε εγρήγορση. Να τελειώνει με το σπίτι να βγει έξω, να περπατήσει, να ανακαλύψει.
Κοίταξε προσεκτικά το χώρο, τα λιγοστά του έπιπλα και τις κούτες στο πάτωμα. Είχε κιόλας αποφασίσει τη θέση κάθε πράγματος. Η πρώτη του κίνηση ήταν ν’ ανοίξει την κούτα που έγραφε ‘ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ-ΔΙΑΦΟΡΑ’. Την άνοιξε γρήγορα και σύντομα το ραδιόφωνο θα έπαιρνε ζωή από την πρίζα δίπλα απ’ το πάσο της κουζίνας. Στριφογύριζε με τ ‘ακροδάχτυλά του το κουμπί του tuning, στριφογύριζαν οι ακατάληπτοι ήχοι στο μυαλό του, στριφογύριζαν τα μάτια του στο δωμάτιο και οι σκέψεις του γύρω απ’ το τίποτα.
Ανάμεσα στους ήχους ξεχώρισε τη φωνή του Τάκη Μπίνη και σταμάτησε ν’ ακούσει ‘το δίχτυ’. Τράβηξε ένα τσιγάρο από το πακέτο του και το άναψε σχεδόν ευλαβικά. Εξέπνεε κιόλας τον καπνό από μέσα του και σαν τον καπνό θολά του ήρθαν στο μυαλό οι νύχτες στο ρεμπετάδικο που τις ξενυχτούσε Παρασκευές και Σάββατα με φίλους. Οι φίλοι του. Από παιδιά μαζί, πάντα μαζί. Γύρω από ένα τραπέζι σε κάθε ευκαιρία στο ρεμπετάδικο, στα σπίτια, στην πλατεία.
«Τη μέρα είναι σήμερα; Πέμπτη. Παρασκευή αύριο.» Μονολογούσε. Η πρώτη Παρασκευή χωρίς εκείνους. Τα μάτια του έπαψαν να κοιτούν για λίγο και τώρα έβλεπε με την καρδιά. Πιο καθαρά, ακόμα πιο καθαρά άρχισαν να ρέουν οι εικόνες σαν αίμα στις φλέβες γρήγορα. Βρέθηκε στο τραπέζι και τους κοιτούσε όλους, έναν - έναν. Τα πρόσωπα με κάθε λεπτομέρεια, οι κινήσεις των χεριών πάνω απ’ το τραπέζι και μετά από λίγο οι φωνές τους και τα γέλια τους κάλυψαν τον Τάκη Μπίνη και για μια στιγμή αισθάνθηκε σαν να κατέβασε μόλις μέσα του μια γουλιά κόκκινο, στυφό κρασί. Είχε πιει τόσο από αυτό που η γεύση είχε, πια, πλημμυρίσει τους νευρώνες του εγκεφάλου του.
Το άχρωμο δωμάτιο δεν υπήρχε πια. Ούτε οι κούτες στο πάτωμα, ούτε, ακόμα, το ανοιχτό παράθυρο. Ο χρόνος είχε αλλάξει σχετικότητα και η Στέλλα Χασκίλ τον πήγε σε ‘ακρογιαλιές δειλινά’ τότε που μαζί με τον πατέρα του κι εκείνη την γέρικη βάρκα με το όνομα ‘σεργιάνι’ αφήναν πίσω τους ήπια απόνερα στο γυρισμό από κάποια βόλτα. Οι μόνες στιγμές με τον πατέρα του. Στιγμές που ήταν μόνο οι δυο τους για να τα πούνε. Να θυμηθούνε την μητέρα του, να καταστρώσουν σχέδια για το μέλλον. Τότε που ο πατέρας του τού μάθαινε όλα τ’ ακτωνύμια του κόλπου που τους αγκάλιαζε ολόγυρα και τα έλεγε πάντα ενθουσιασμένος και περήφανος που τα ήξερε, που τα θυμόταν όλα και που σε όλα περπάτησαν τα πόδια του απ’ όταν ήταν παιδί. Στα χέρια του σαν να ένοιωσε τα τραχιά ξύλινα κουπιά, σαν να άκουσε τους ανεπαίσθητους παφλασμούς του νερού, σαν να άστραψε μπροστά του το γέλιο του πατέρα του μέσα απ’ τα γκρίζα γένια, σαν να μύρισε το τσίπουρο στην ανάσα του. Μετά είδε εκείνη. Πάντα στη σκέψη του έρχεται φορώντας το ίδιο φόρεμα. Μπλε με άσπρες μαργαρίτες. Όλο και την πλησιάζουν με τη βάρκα στον μικρό μόλο. Μόλις μύρισε το άρωμα από τα μαλλιά της καθώς εκείνη έσκυψε ν’ αρπάξει το σχοινί για να δέσουν. Μόλις την άκουσε να λέει «καλώς τους».
Κοίταξε έξω. Το φως λιγόστευε και τα χρώματα άλλαζαν. Κοίταξε μέσα. Του φάνηκε περίεργο που είχε καταφέρει να τακτοποιήσει ένα σωρό πράγματα χωρίς να είναι καν εκεί. Γέλασε δυνατά. Έπεσε άτσαλα πάνω στον καναπέ, κοίταξε το ραδιόφωνο κι εκείνο του απάντησε με Βάρναλη.
‘Οι μοιραίοι’ ξεπρόβαλαν ένας - ένας μέσα απ’ το λαρύγγι του Μπιθικώτση. Σαν να έβγαιναν από σπηλιά, φιγούρες σκυφτές σχηματίστηκαν στο μυαλό του και ανάμεσά τους είδε τον εαυτό του και κόμπιασε κάτι στο στήθος του στη σκέψη πως μπορεί να είναι κι αυτός ένας μοιραίος. Τους είδε τους μοιραίους να τον κοιτούν μέσα στο ημίφως του υπογείου που μύριζε μούχλα και αρρωστημένα χνώτα. Τον κοιτούσαν με κενό και απώλεια μέσα από τα γερασμένα τους μάτια στεκάμενοι μέσα σε φθαρμένα και ρυπαρά ρούχα σαν σκιάχτρα. Σαν όρθιοι νεκροί που δεν έζησαν ποτέ, ακίνητοι σαν είδωλα σε ασπρόμαυρη φωτογραφία του προπερασμένου αιώνα. Τόσο κοντά του. Ένας απ’ αυτούς; Θα μπορούσε ποτέ; Όλη του η πνοή συσσωρεύτηκε στο στέρνο του σαν μαύρο σύννεφο κι έγινε βαρίδι μολυβένιο που ανέβαινε στον λαιμό του να τον πνίξει.
Όλα του τ’ αγγεία και οι φλέβες έδωσαν μάχη με τη στιγμή. Πετάχτηκε όρθιος. Με τα νεύρα των δαχτύλων του σαν σύρματα πείραξε το κουμπί του tuning και η βελόνα στο παλιό ραδιόφωνο γύρισε σαν τρελή πυξίδα. Μετά βρέθηκε κάτω απ’ το ντουζ και το ζεστό νερό τον τύλιξε ολόκληρο. Πρώτη φορά, του φάνηκε, εκτίμησε τόσο το νερό και το μόνο που σκέφτηκε ήταν πως θα ήθελε να μπορεί να ξεπλένει και το μυαλό του. Φαντάστηκε πως το νερό εισχώρησε στο κρανίο του και άρχισε να παρασέρνει με ορμή γκρίζες και μαύρες σκέψεις κι έπαιρνε εκδίκηση καθώς τις έβλεπε να χάνονται για πάντα στο σιφόνι. Μετά απολάμβανε. Ένοιωθε τη θερμοκρασία του νερού, το μύριζε, το άκουγε να ρέει ελεύθερο και χαμογελούσε μέσα από τις αρωματισμένες φουσκάλες του αφρόλουτρου.
Σε λίγο θα άφηνε τα αποτυπώματα από τις βρεγμένες του πατούσες πάνω στα παλιά σανίδια. Άνοιξε τη βαλίτσα του και διάλεξε τ’ αγαπημένα του ρούχα. Αισθάνθηκε καινούργιος. Κλείνοντας την πόρτα το ραδιόφωνο έπαιζε μια διαφήμιση για μια θεατρική παράσταση. ‘Η αυλή των θαυμάτων’.
Ο γκρίζος δρόμος απλωνόταν τώρα μπροστά του. Σε λίγο θα τον κατάπιναν τα γρήγορα βήματα του και θα τον λιγόστευαν. Άφησε πίσω του όσα έβλεπε απ’ το παράθυρό του βιαστικός να βρεθεί στην καρδιά της νέας πόλης να μπερδευτεί με τους άλλους και να γνωρίσει το χρώμα της, τη μυρωδιά της, τους ήχους της, να ψάξει να βρει την ιδιαιτερότητά της, έτσι όπως έκανε και με τις γυναίκες. Σαν βέλος που στοχεύει διάνα στο κέντρο δεν άργησε να μπει μέσα της. Πίνοντας μπύρα στο λιμάνι αποφάσισε κιόλας το χρώμα της. Σέπια. Μετά από λίγο τη μυρωδιά της. Κάτι ανάμεσα σε ξύλο και φασκόμηλο με νότες θάλασσας. Ο ήχος της. Το σφύριγμα που ακούγεται στο τραγούδι με την Χαρούλα Αλεξίου ‘ κι εγώ σαν πόλη ’. Αυτές οι σκέψεις σχημάτισαν στο πρόσωπό του ένα γλυκό χαμόγελο. Η ιδιαιτερότητά της. Αυτή φοβήθηκε πως θα την βρει όταν κάποτε φύγει από την πόλη. Έτσι όπως έκανε και με τις γυναίκες.
Φανερά ανάλαφρος ξεκίνησε την επιστροφή του για το σπίτι. Εδώ και ώρα τον είχε συνεπάρει η επιθυμία να κοιμηθεί ήσυχος μετά από μέρες κούρασης. Θα κοιμόταν όμορφα. Το μυαλό του είχε αδειάσει από τ’ άχρηστα όπως τα συρτάρια του στο παλιό του σπίτι. Στο λιμάνι αποφάσισε να χρωματίζει τις σκέψεις του από ’δω και μπρος. Στη γειτονιά του έφτασε γρήγορα χαζεύοντας εδώ κι εκεί. Η ματιά του σταμάτησε σε μια ξύλινη ταμπέλα που κρεμόταν με σχοινιά από ένα γέρικο δέντρο. ‘ Η αυλή των θαυμάτων’ έγραφε. Πλησιάζοντας είδε από κάτω της να ξεκινά ένα σοκάκι. Χώθηκε μέσα και οδηγήθηκε σε μια αυλή. Μια τετράγωνη αυλή στρωμένη με χαλίκια, περιτριγυρισμένη από τους ψηλούς τοίχους τριών πέτρινων κτιρίων. Παντού γλάστρες με λουλούδια και παρτέρια. Στο κέντρο της ένα δεντράκι κι από κάτω ακριβώς ένα αυτοσχέδιο μακρόστενο τραπέζι αποτελούμενο από μια παλιά ξύλινη πόρτα και ζωγραφισμένα τσιμεντολίθια στις δύο πλευρές για να την συγκρατούν στο κατάλληλο ύψος. Δυο πάγκοι απλοί, μακρόστενοι και ξύλινοι στεκόταν δίπλα στο τραπέζι από δω κι από κει καλυμμένοι με πολύχρωμες κουρελούδες. Απ’ το δέντρο κρεμόταν με χρωματιστές κορδέλες διάφορα φαναράκια με φλογίτσες μέσα τους να λικνίζονται τρεμάμενες, έτοιμες να σβήσουν. Πάνω στο τραπέζι δυο ποτήρια άδεια κι ένα μπουκάλι από κρασί. Ευθεία μπροστά του από μια πόρτα ορθάνοιχτη έβγαινε ένα θαμπό γαλαζοπράσινο φως και εκεί μέσα στο φως ξεχώρισε, μετά από λίγο, μια σιλουέτα μέσα σ’ ένα αραχνοΰφαντο φουστάνι. Έμοιαζε με νεράιδα η γυναίκα που πέρασε το κατώφλι της πόρτας και τον πλησίαζε τώρα χαμογελώντας.
«Την Ζωή ψάχνεις;» τον ρώτησε
Και μόνη της απάντησε
«Δεν θ’ αργήσει να ’ρθει»
Στάθηκε να την κοιτά.
Στο σπίτι, οι αδερφοί Κατσιμίχα σκορπούσαν ‘παλιά καλοκαίρια’ μέσα απ’ το ραδιόφωνο. Από το παράθυρο που είχε μείνει ανοιχτό, βγήκε το τραγούδι και σκέπασε την πόλη. Η πόλη μαγεμένη μοίραζε τα δώρα της.
.
Η Φιλιώ Μόρφη γεννήθηκε το 1980 στον Λαύκο Νοτίου Πηλίου και απλά της αρέσει να γράφει.
[ facebook ] [ e-mail ]

 σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα , αντιγραφή,  επικόλληση πάνω.

Δημοφιλείς αναρτήσεις