Σάββατο 14 Ιουλίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

http://www.onassis.gr/enim_deltio/36_07/bookreport.php


                                  ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Cyril Mango (επιμ. έκδ.), 

μτφρ. Όλγα Καραγιώργου, 
επιμ. έκδ. Γιασμίνα Μωυσείδου,
Αθήνα: εκδ. Νεφέλη, 2006, σελ. 442, 
32 έγχρωμες και 203 ασπρόμαυρες εικόνες, 
31 χάρτες και σχέδια, βιβλιογραφία, ευρετήριο. ISBN: 960-8132-76-2

Μακράν του να επιχειρεί να αποτελέσει μια πλήρη και συνεκτική ιστορία του Βυζαντίου, ο τόμος απαρτίζεται από μιαν εύστοχη συλλογή δοκιμίων στα επιμέρους θέματα, με έμφαση στην πολιτισμική ιστορία, γραμμένα από ορισμένους από τους επιφανέστερους ειδικούς του κλάδου, όπως ο ίδιος ο Σύριλ Μάγκο, που συνδυάζει την βαθειά γνώση της τέχνης και της τοπογραφίας της Κωνσταντινούπολης με μια σπάνια εξοικείωση με τα κείμενα της εποχής. Εκτός από τα κείμενα του ιδίου, στον τόμο ξεχωρίζουν οι συμβολές της Πατρίτσια Κάρλιν-Χάυτερ για την σκοτεινή έως πρόσφατα περίοδο της Εικονομαχίας, του Πωλ Μαγκνταλίνο, άριστου γνώστη του 12ου αιώνα, καθώς και του πολύ Ίχορ Σεφτσένκο, που προσφέρει μια περιεκτική επισκόπηση των γραμμάτων και των τεχνών της εποχής των Παλαιολόγων. Την σύγχρονη και ελκυστική αυτήν εισαγωγή στον βυζαντινό πολιτισμό συμπληρώνει η εντυπωσιακή εικονογράφηση με συχνά ασυνήθιστες ή και δυσεύρετες φωτογραφίες, οι περισσότερες από τις οποίες δυστυχώς αναπαράγονται ασπρόμαυρες. Πλήρης και επαρκέστατη η δύσκολη εργασία της μεταφράστριας Όλγας Καραγιώργου, υποτρόφου βυζαντινολόγου, καθώς και της επιμελήτριας της ελληνικής έκδοσης Γιασμίνας Μωυσείδου. 
                      --------------------------------------------------
Η ιστορία του Βυζαντίου που κυκλοφόρησε σχετικά πρόσφατα στη Βρετανία από τις εκδόσεις του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης αποτελεί ένα πλήρες, μεστό και τεκμηριωμένο συλλογικό έργο για το Βυζάντιο. Ένα βιβλίο που αφηγείται το μακρύ ταξίδι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, την ιστορία της από τον 4ο έως και τον 15ο αιώνα, από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου μέχρι την Άλωση. Τα κεφάλαιά του, που καθένα τους αποτελεί και μια ξεχωριστή πρωτότυπη πραγματεία, είναι γραμμένα με γλαφυρότητα και σαφήνεια από διεθνούς κύρους επιστήμονες ενώ η διάρθρωση του φέρει τη σφραγίδα του καθηγητή Cyril Mango -η δομή των κεφαλαίων επιτρέπει τη συνύπαρξη της αφήγησης των γεγονότων (πολέμων, εκκλησιαστικών ερίδων, δυναστικών ιστοριών) με την περιγραφή του χώρου και των ανθρώπων, του κοινωνικού ιστού και της καθημερινής ζωής. Η πλούσια εικονογράφηση του τόμου, εικόνες μνημείων, τόπων και έργων τέχνης με τον αντίστοιχο σχολιασμό, αλλά και τα διαγράμματα και οι χάρτες που συνοδεύουν το κάθε κεφάλαιο καθιστούν το έργο εύληπτο, και ταυτόχρονα γοητευτικό, ικανό να εξάψει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Με σεβασμό στον πολιτισμό που συνέδεσε τον αρχαίο με τον σύγχρονο κόσμο, διαμόρφωσε τη νεώτερη εποχή και επηρέασε βαθιά Ανατολή και Δύση, οι συνεργάτες αυτής της έκδοσης παρουσιάζουν μια ζωντανή εικόνα της ακμής και της παρακμής του Βυζαντίου. "Μια εξέχουσα ομάδα κορυφαίων επιστημόνων αφηγείται την ιστορία του λαού και της πολιτικής, της θρησκείας, του πολιτισμού, του εμπορίου του Βυζαντίου και της κληρονομιάς του που διαμόρφωσε τόσο τις ανατολικές όσο και τις δυτικές κοινωνίες". (εφημερίδα "The Independent") Περιέχονται τα κεφάλαια: - Peter Sarris, "Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από τον Κωνσταντίνο έως τον Ηράκλειο (306-641)" - Clive Foss, "Η ζωή στην πόλη και στην ύπαιθρο" - Cyril Mango, "Νέα θρησκεία, παλαιός πολιτισμός" - Robert Hoyland, "Η άνοδος του Ισλάμ" - Warren Treadgold, "Ο αγώνας για επιβίωση (641-780)" - Patricia Karlin-Hayter, "Εικονομαχία" - Paul Magdalino, "Η Μεσαιωνική Αυτοκρατορία (780-1204)" - Cyril Mango, "Η αναβίωση των γραμμάτων και των τεχνών" - Jonathan Shepard, "Διαδίδοντας τον Λόγο του Θεού: οι βυζαντινές ιεραποστολές" - Stephen W. Reinert, "Ο διαμελισμός (1204-1453)" - Ihor Sevcenko, "Τα γράμματα και οι τέχνες στην εποχή των Παλαιολόγων" - Elizabeth Jeffreys και Cyril Mango, "Προς την κατεύθυνση ενός ελληνοφραγκικού πολιτισμού" - Επτά κεφάλαια ειδικότερου ενδιαφέροντος (παρεμβάλλονται στα ανωτέρω) - Χρονολόγιο - Επιλεγμένη βιβλιογραφία - Ευρετήριο 


«Ξεφυλλίζοντας τη σιωπή» της Αλκυόνης Παπαδάκη.



                                             Ξεφυλλίζοντας τη σιωπή
...
Ξεφυλλίζοντας τη ΣιωπήΔε λέω πως δεν έχεις δίκιο να πικραίνεσαι.
Γέμισε ο τόπος σαλτιμπάγκους, που ξεπουλούν στους πάγκους τους το μέλλον σου.
Γέμισε ο τόπος καταπατητές, που μεταμφιεσμένοι σε σωτήρες ακολουθούν σαν τα σκυλιά τα βήματά σου.
Δε λέω πως δεν έχεις δίκιο να μπλοκάρεις.
Σου σερβίρουν σε κονσέρβες αποφάσεις που δε διάλεξες.
                                            Ψάχνουν μεθοδικά να σε απελάσουν από την ψυχή σου.
Να κρεμάσουν τα σχέδια σου ανάποδα, σαν νυχτερίδες,στους πασσάλους που οριοθέτησαν τον ορίζοντά σου.
Δε λέω πως δεν έχεις δίκιο να φρικάρεις.
Όμως κρατήσου. Μην αφεθείς.
Τα πέντε πράγματα που κρύβεις μέσα σου, υπεράσπισέ τα.
Κάτι θα γίνει. Δεν μπορεί.
Η ζωή ποτέ δεν περιφρόνησε τους εραστές της.Και κάτι άλλο.
Ίσως πιο ποιητικό.
Φύτεψε άνθη στις ρωγμές της πίκρας σου.
Κι ύστερα βρες ένα μικρούλι ξέφωτο και κάθισε, ν 'απολαύσεις τ άρωμά τους.
Α! Κι αν θέλεις μην ξεχάσεις πως υπάρχουν πάντα κάποιοι που αξίζει να τους
προσφέρεις ένα σου χρυσάνθεμο!  . . .

Απόσπασμα από το «Ξεφυλλίζοντας τη σιωπή» Αλκυόνης Παπαδάκη.


Φώτης Κόντογλου

Φώτης Κόντογλου
                                                                                                                      
                                                                        





Το σπίτι του Φώτη Κόντογλου στην Αθήνα.




Ο Φώτης Κόντογλου (πραγματικό όνομα Φώτιος Αποστολέλης: Αϊβαλί Μικράς Ασίας, 8 Νοεμβρίου 1895 – Αθήνα, 13 Ιουλίου 1965) ήταν έλληνας λογοτέχνης και ζωγράφος. Αναζήτησε την «ελληνικότητα», δηλαδή μία αυθεντική έκφραση, επιστρέφοντας στην ελληνική παράδοση, τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο ζωγραφικό του έργο. Είχε ακόμα σημαντικότατη συμβολή στον χώρο της βυζαντινής εικονογραφίας. Σήμερα θεωρείται ως ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της «Γενιάς του Τριάντα». Μαθητές του ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, κ.ά.
Ο Φώτης Κόντογλου, γιος του Νικόλαου Αποστολέλλη και της Δέσπως Κόντογλου, γεννήθηκε στο Αϊβαλί το 1895. Ένα χρόνο μετά έχασε τον πατέρα του και την κηδεμονία αυτού και τριών μεγαλύτερων αδερφιών του ανέλαβε ο θείος του Στέφανος Κόντογλου, ηγούμενος της μονής της Αγίας Παρασκευής, στον οποίο οφείλεται και η χρήση του επωνύμου της οικογένειας της μητέρας του. Τα παιδικά και νεανικά του χρόνια τα έζησε στο Αϊβαλί. Εκεί τελείωσε το σχολείο το 1912· στο Γυμνάσιο ήταν συμμαθητής με τον λογοτέχνη και ζωγράφο Στρατή Δούκα και ήταν μέλος μιας ομάδας μαθητών που εξέδιδε το περιοδικό Μέλισσα, το οποίο ο Κόντογλου διακοσμούσε με ζωγραφιές. Μετά την αποφοίτησή του γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, από την οποία δεν αποφοίτησε ποτέ. Το 1914 εγκατέλειψε τη σχολή του και πήγε στο Παρίσι, όπου μελέτησε το έργο διαφόρων σχολών ζωγραφικής. Παράλληλα συνεργαζόταν με το περιοδικό Illustration και το 1916 κέρδισε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό του περιοδικού για την εικονογράφηση βιβλίου, για την εικονογράφηση της Πείνας του Κνουτ Χάμσουν. Το 1917 έκανε ταξίδια στην Ισπανία και την Πορτογαλία και το 1918 επέστρεψε στην Γαλλία. Τότε έγραψε και το πρώτο του λογοτεχνικό βιβλίο, το Pedro Cazas. Επέστρεψε στην πατρίδα του το 1919, μετά την λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Εκεί ίδρυσε τον πνευματικό σύλλογο "Νέοι Άνθρωποι", στον οποίο συμμετείχαν επίσης ο Ηλίας Βενέζης, ο Στρατής Δούκας, ο Ευάγγελος Δαδιώτης, ο Πάνος Βαλσαμάκης και άλλοι εξέχοντες λόγιοι, και εξέδωσε το Pedro Cazas και διορίστηκε στο Παρθεναγωγείο Κυδωνίων, όπου δίδασκε Γαλλική Γλώσσα και Ιστορία της Τέχνης.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή πήγε αρχικά στη Μυτιλήνη και έπειτα στην Αθήνα, μετά από πρόσκληση Ελλήνων λογοτεχνών που διάβασαν το βιβλίο του και ενθουσιάστηκαν, όπως η Έλλη Αλεξίου, ο Μάρκος Αυγέρης, η Γαλάτεια Καζαντζάκη και ο Νίκος Καζαντζάκης. Το 1923 έκανε ταξίδι στο Άγιο Όρος· εκεί ανακάλυψε τη βυζαντινή ζωγραφική, αντέγραψε πολλά έργα και έγραψε αρκετά κείμενα. Όταν επέστρεψε, εξέδωσε το λεύκωμα Η Τέχνη του Άθω και έκανε μια πρώτη έκθεση με έργα ζωγραφικής του. Το 1925 παντρεύτηκε τη Μαρία Χατζηκαμπούρη και εγκαταστάθηκε στη Νέα Ιωνία.
Εργάστηκε ως συντηρητής εικόνων σε μουσεία (στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας, στον Μυστρά, στο Κοπτικό Μουσείο στο Κάιρο) και ως αγιογράφος σε ναούς (στην Καπνικαρέα, στην Αγία Βαρβάρα του Αιγάλεω, στον Άγιο Ανδρέα της οδού Λευκωσίας στην Αθήνα, στον Άγιος Γεώργιο Κυψέλης, στα παρεκκλήσια Ζαΐμη στο Ρίο και Πεσμαζόγλου στην Κηφισιά, στη Ζωοδόχο Πηγή στην Παιανία, στη Μητρόπολη της Ρόδου και αλλού)[1], ενώ έκανε και την εικονογράφηση του Δημαρχείου Αθηνών.
Αντιδρώντας στον εκδυτικισμό αγωνίστηκε για την επαναφορά της παραδοσιακής αγιογραφίας: μαζί με τον Κωστή Μπαστιά και τον Βασίλη Μουστάκη κυκλοφόρησαν το περιοδικό ΄΄Κιβωτός΄΄, όπου με άρθρα και φωτογραφικό υλικό ενίσχυαν τον αγώνα του Κόντογλου. Mια τέτοια προσπάθεια περιέκλειε και κάποια μειονεκτήματα: ο Κόντογλου κουβαλούσε από την περίοδο της μαθητείας του στο Παρίσι την αγάπη των Εμπρεσιονιστών για τις πρωτόγονες τέχνες και επιστρέφοντας στην Ελλάδα μελέτησε και αντέγραψε τα έργα της βυζαντινής ζωγραφικής με τέτοια κριτήρια. Έτσι η βυζαντινή εικόνα έπρεπε να είναι καθαρή και ανόθευτη από κάθε άλλη επίδραση. Ένα πνεύμα στρατεύσεως θα χαρακτηρήσει την δημιουργία του, καθώς «ο ίδιος μετά τον Β΄Παγκόσμιο πόλεμο θα γράψει πως αποφασίζει να αφιερώσει το τάλαντό του στο Χριστό», κάτι που απουσίαζε στους πρώτους Χριστιανούς και τους Βυζαντινούς. Γι΄αυτό και η ποιοτική διαφορά ανάμεσα στον προπολεμικό και τον μεταπολεμικό Κόντογλου.[2] Πριν τον πόλεμο θα εισηγηθεί στον Αναστάσιο Ορλάνδο, Διευθυντή της Υπηρεσίας αναστηλώσεως και συντηρήσεως αρχαίων και Βυζαντινών μνημείων του Υπουργείου Παιδείας, οι εκκλησίες να χτίζονται και να διακοσμούνται με τοιχογραφίες βυζαντινότροπες[3]
Πέθανε στην Αθήνα στις 13 Ιουλίου 1965, έπειτα από μετεγχειρητική μόλυνση.

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A6%CF%8E%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%9A%CF%8C%CE%BD%CF%84%CE%BF%CE%B3%CE%BB%CE%BF%CF%85


Φρίντα Κάλο

 Magdalena del Carmen Frida Kahlo y Calderón



Φρίντα Κάλο (Magdalena del Carmen Frida Kahlo y Calderón[1], 6 Ιουλίου 1907 – 13 Ιουλίου 1954) ήταν Μεξικάνα ζωγράφος. Στη ζωγραφική της κυριαρχούν τα έντονα χρώματα. Το στυλ που χρησιμοποιεί φαίνεται επηρεασμένο από τους πολιτισμούς που αναπτύχθηκαν στο Μεξικό[2] αλλά φαίνεται να έχει δεχτεί και επίδραση Ευρωπαϊκών ρευμάτων στα οποία συμπεριλαμβάνονται ο Ρεαλισμός, ο Συμβολισμός και ο Υπερρεαλισμός[3] [4]. Αρκετά έργα της είναι αυτοπροσωπογραφίες, μέσα από τις οποίες εκφράζεται ο προσωπικός πόνος και η σεξουαλικότητά της.
Block Kahlo Rivera 1932 cropped.jpg Το 1929 η Φρίντα Κάλο παντρεύτηκε το Μεξικάνο τοιχογράφο Ντιέγκο Ριβέρα, με τον οποίο μοιράζονταν τις ίδιες πολιτικές απόψεις. Ο Ντιέγκο Ριβέρα δώρισε το 1957 το "Γαλάζιο Σπίτι" της στο Coyoacán, στην Πόλη του Μεξικού, και λειτουργεί πλέον ως μουσείο.
Γεννήθηκε από γερμανοεβραίο πατέρα και ισπανομεξικάνα μητέρα στο Coyoacán στην Πόλη του Μεξικού. Ο πατέρας της ήταν μορφωμένος, άθεος και είχε έρθει σε νεαρή ηλικία στο Μεξικό όπου είχε γίνει φωτογράφος[5] [6]. Η μητέρα της ήταν Καθολική[5].
Στην ηλικία των έξι[7] αρρώστησε από πολυομυελίτιδα[4], με αποτέλεσμα το ένα της πόδι να είναι μικρότερο από το άλλο και ημιπαράλυτο. Παρακολούθησε την Escola Preparatoria μία από τα 35 κορίτσια ανάμεσα σε 2000 άτομα[5] όπου και είδε για πρώτη φορά το μετέπειτα σύζυγό της, τοιχογράφο Ντιέγκο Ριβέρα, ο οποίος ζωγράφιζε τους τοίχους της σχολής.
To 1925, στα 18 ένα τραμ συγκρούστηκε με το λεωφορείο στο οποίο επέβαινε. Υποβλήθηκε σε μεγάλο αριθμό εγχειρήσεων και έκτοτε η ζωή της σημαδεύτηκε από πόνο και θλίψη για την αδυναμία της να κάνει παιδιά.
Το 1926, ενώ ανάρρωνε από το ατύχημα η Φρίντα Κάλο ξεκίνησε μαθήματα ζωγραφικής. Η οικογένειά της δε μπορούσε να υποστηρίξει την καλλιτεχνική της δραστηριότητα οικονομικά, για αυτό και την προέτρεψαν να εικονογραφεί βιβλία ιατρικής[2]. Το 1929 έδειξε τη δουλειά της στον Ντιέγκο Ριβέρα, τον οποίο είχε γνωρίσει στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Μεξικού που σύχναζε. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκαν[6].
Οι πίνακές της είναι αντιδιαμετρικοί από τους πίνακες του Ριβέρα[2]. Eνώ ο Ριβέρα αντλούσε τα θέματά του από το Μεξικό της προκολομβιανής εποχής, η Φρίντα παρέμεινε πιστή στην τάση της mexicanidad, τη μεξικανική κουλτούρα που ανθούσε εκείνη την περίοδο. Συχνά οι πίνακές της επηρεάζονται τα δημοφιλή λαϊκά χριστιανικά τάματα (retablos) και αποτελούν ευχαριστία στην Παρθένο Μαρία για την πραγματοποίηση μιας ευχής[9].
Ο Ριβέρα ήταν ήδη αναγνωρισμένος ζωγράφος και οι τοιχογραφίες του είχαν μεγάλη ζήτηση στις Η.Π.Α.. Το ζευγάρι μετακόμισε στο Σαν Φρανσίσκο και αργότερα στο Ντητρόιτ. Εκεί η Φρίντα απέβαλλε, η θλίψη της για τις αποβολές της αποτυπώνεται στους πίνακες "Αποβολή στο Ντητρόιτ" και "Νοσοκομείο Χένρυ Φόρντ".
Κατά τη διάρκεια της ζωής της η Φρίντα Κάλο ήταν κυρίως γνωστή ως γυναίκα του Ριβέρα και όχι ως ξεχωριστή καλλιτέχνης. Το 1938 ο Αντρέ Μπρετόν γνώρισε την Κάλο και το Ριβέρα κατά το ταξίδι του στο Μεξικό. Εκείνος εντυπωσιάστηκε από τη δουλειά της, την κάλεσε να πάρει μέρος στην έκθεση μαζί με άλλους σουρρεαλιστές ζωγράφους και οργάνωσε μια έκθεση της προσωπικής της δουλειάς στο Παρίσι. Εκείνη ωστόσο τόνισε πως οι πίνακές της δεν ήταν όνειρα, αλλά η δική της πραγματικότητα. Στη διάρκεια της ζωής της πραγματοποίησε τρεις μόνο εκθέσεις: στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη και στο Μεξικό[8].
Το 1939 χώρισε προσωρινά από τον Ριβέρα και αποσύρθηκε στο Μεξικό, στο "Γαλάζιο Σπίτι". Εκεί ζωγράφισε τον πίνακα "Οι δύο Φρίντες", στον οποίο απεικονίζει το δίλημμά της για το διαζύγιο. Σε όλη τη διάρκεια του 1930 διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση με τον Nickolas Muray, τον οποίο είχε γνωρίσει μαζί με τον Ριβέρα στη Νέα Υόρκη. Σύντομα μετά το διαζύγιο, το 1940 χώρισε με τον Muray και ξαναπαντρεύτηκε με τον Ριβέρα[10].
Το 2010, η κυβέρνηση του Μεξικού, σε αναγνώριση της συνεισφοράς της Φρίντα Κάλο αλλά και του Ντιέγκο Ριβέρα απεικόνισε τα πρόσωπά τους στις δύο όψεις του χαρτονομίσματος των 500 πέσος, στην έκδοση για τον εορτασμό της 200ής επετείου της ανεξαρτητοποίησης της χώρας και της 100ής επετείου της Μεξικανικής Επανάστασης.

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A6%CF%81%CE%AF%CE%BD%CF%84%CE%B1_%CE%9A%CE%AC%CE%BB%CE%BF


Γκούσταφ Κλιμτ

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%BA%CE%BF%CF%8D%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%86_%CE%9A%CE%BB%CE%B9%CE%BC%CF%84

Klimt.jpgΓκούσταφ Κλιμτ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Ο Γκούσταφ Κλιμτ (Gustav Klimt, 14 Ιουλίου 18626 Φεβρουαρίου 1918) ήταν Αυστριακός ζωγράφος και ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του κινήματος της Απόσχισης (Sezession) της Βιέννης που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της Αρ Νουβό (Art Nouveau). Είχε σημαντική συμβολή στη διεθνή αναγνώριση της αυστριακής τέχνης και υπήρξε από τους πρώτους που κατάφεραν να συνδυάσουν την εικονιστική με την αφηρημένη ζωγραφική.

Πίνακας περιεχομένων

Βιογραφία

Ο Κλιμτ γεννήθηκε στο Μπάουμγκαρτεν, κοντά στην πόλη της Βιέννης, και ήταν το δεύτερο από τα επτά παιδιά του φτωχού χαράκτη Ερνστ Κλιμτ και της Άννα Φίνστερ. Στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών, γράφτηκε στη Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών (Kunstgewerbeschule) της Βιέννης. Τα επόμενα χρόνια μελέτησε πάνω σε διαφορετικές τεχνικές, όπως το ψηφιδωτό και τη νωπογραφία, με τον καθηγητή Φέρντιναντ Λάουφμπεργκερ. Το 1880, μαζί με τον αδελφό του, Ερνστ, και τον Φραντς Ματς (Frantz Matsch), ανέλαβε την πρώτη του παραγγελία που αφορούσε πίνακες για το Μέγαρο Sturany της Βιέννης καθώς και ορισμένες τοιχογραφίες για την οροφή των ιαματικών λουτρών του Κάρλσμπαντ. Σύντομα, ο Κλιμτ άρχισε να καθιερώνεται. Το 1888, ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Ιωσήφ του απένειμε το χρυσό μετάλλιο του Τάγματος της Τιμής για το σύνολο της συνεισφοράς του στην τέχνη ενώ για το έργο του Η αίθουσα του παλιού Burgtheater (1888) απέσπασε το Αυτοκρατορικό Βραβείο. Παρά την αναγνώριση του έργου του, το 1893 δεν κατάφερε να διοριστεί καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, έπειτα από άρνηση του υπουργείου Πολιτισμού να επικυρώσει το διορισμό του. Περίπου το 1894, σε συνεργασία με τον Ματς, φιλοτέχνησε τους τοίχους και την οροφή της Μεγάλης Αίθουσας του Πανεπιστημίου της Βιέννης, έργο που αποτέλεσε την τελευταία δημόσια παραγγελία που ανέλαβε. Οι τρεις πίνακες που ολοκλήρωσε ο Κλιμτ, Φιλοσοφία, Ιατρική και Νομική, θεωρήθηκαν από πολλούς σκανδαλώδεις, κυρίως εξαιτίας του έντονου ερωτικού στοιχείου τους, ενώ ο ίδιος ο ζωγράφος κατηγορήθηκε ως «πορνογράφος», με αποτέλεσμα να μην χρησιμοποιηθούν στη διακόσμηση του πανεπιστημίου. Σήμερα, τα έργα αυτά μας είναι γνωστά από ασπρόμαυρες φωτογραφίες τους και μία αντιγραφή λεπτομέρειας της Ιατρικής (Υγεία), καθώς καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

Προσωπογραφία της Adele Bloch-Bauer I, 1907, Λάδι, χρυσός και άργυρος σε μουσαμά, 138 x 138 εκ., Neue Galerie, Νέα Υόρκη
Ο Κλιμτ υπήρξε ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος της Απόσχισης της Βιέννης, η οποία σύμφωνα με τη διακήρυξη του Χέρμαν Μπαρ (Hermann Bahr) στον κατάλογο της πρώτης έκθεσης της ομάδας, αποτελούσε μία «μάχη για την πρόοδο των σύγχρονων καλλιτεχνών ενάντια στα γεράκια που αυτοαποκαλούνται καλλιτέχνες αλλά έχουν εμπορικό συμφέρον να παρακωλύουν την άνθιση της τέχνης». Στη ζωγραφική και τις εφαρμοσμένες τέχνες, η Απόσχιση διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της Αρ Νουβό, ενάντια στις αρχές του ακαδημαϊσμού. Ο Κλιμτ συμμετείχε στις εκθέσεις της, ενώ έγραφε συχνά και στο περιοδικό που εξέδιδε, με τίτλο Ver Sancrum. Την ίδια περίπου περίοδο, ολοκλήρωσε αρκετές προσωπογραφίες γυναικών της βιεννέζικης αστικής τάξης, που υπήρξε προστάτιδα της Απόσχισης. Οι πίνακες αυτοί παρείχαν οικονομική ανεξαρτησία στον Κλιμτ, ο οποίος φρόντισε να πληρώσει ώστε να του επιστραφούν οι πίνακες που είχε φιλοτεχνήσει για το πανεπιστήμιο της Βιέννης. Για τις ανάγκες της 14ης έκθεσης της Απόσχισης, ο Κλιμτ δημιούργησε το 1902 την τοιχογραφία Ζωφόρος του Μπετόβεν, έργο που αποτελούσε φόρο τιμής στον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν και βασίστηκε στην 9η Συμφωνία του. Ο Ροντέν συνεχάρη τον Κλιμτ για τη ζωφόρο, την οποία χαρακτήρισε «τραγική και θεϊκή», αν και η υποδοχή του κοινού υπήρξε αρνητική, ακόμα και μέσα στους κόλπους της Απόσχισης, από την οποία τελικά αποχώρησε το 1905.
Μεταξύ 1905 και 1909, ο Κλιμτ δούλεψε πάνω στην μεγάλη τοιχογραφία της έπαυλης Stoclet. Ο Βέλγος βιομήχανος Αδόλφος Στόκλετ παρήγγειλε στους Γιόζεφ Χόφμαν και Γκουσταφ Κλιμτ την κατασκευή και διακόσμηση της νέας του έπαυλης στη Βιέννη. Ο Κλιμτ φιλοτέχνησε μια ψηφιδωτή ζωφόρο, χωρισμένη σε 3 μέρη, από μάρμαρο με ενθέματα χρυσού, σμάλτου και ημιπολύτιμων λίθων. Καθώς οι Στόκλετ ενδιαφέρονταν για την τέχνη της Ανατολής, ο Κλιμτ δημιούργησε σχετικά μοτίβα, εμπνευσμένα από την Άπω Ανατολή και τα ψηφιδωτά της Ραβένας. Κεντρικό μοτίβο αποτελεί το περίφημο Δέντρο της Ζωής. Αργότερα θα αναπτύξει το ίδιο μοτίβο και στο αριστούργημά του Το φιλί (1907-1908).
Το 1909 ταξίδεψε στο Παρίσι και ανακάλυψε το έργο των φωβιστών και του Ανρί ντε Τουλούζ-Λωτρέκ, ενώ τον επόμενο χρόνο συμμετείχε με επιτυχία στην 9η Μπιενάλε της Βενετίας. Τον Ιανουάριο του 1918, ένα εγκεφαλικό επεισόδιο τον κατέστησε παράλυτο από τη δεξιά πλευρά του σώματός του. Πέθανε στις 6 Φεβρουαρίου 1918 από αποπληξία αφήνοντας πολλά έργα ημιτελή. Η ταφή του έγινε τέσσερις ημέρες αργότερα, στο κοιμητήριο του Hietzing.

                               -------------------------------------------------


 
















                          -----------------------------------------------


Ο Γκούσταφ Κλιμτ (Gustav Klimt, 14 Ιουλίου 1862 – 6 Φεβρουαρίου 1918) ήταν Αυστριακός ζωγράφος και ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του κινήματος της Απόσχισης (Sezession) της Βιέννης που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της Αρ Νουβό (Art Nouveau). Είχε σημαντική συμβολή στη διεθνή αναγνώριση της αυστριακής τέχνης και υπήρξε από τους πρώτους που κατάφεραν να συνδυάσουν την εικονιστική με την αφηρημένη ζωγραφική.

Ο Κλιμτ γεννήθηκε στο Μπάουμγκαρτεν, κοντά στην πόλη της Βιέννης, και ήταν το δεύτερο από τα επτά παιδιά του φτωχού χαράκτη Ερνστ Κλιμτ και της Άννα Φίνστερ. Στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών, γράφτηκε στη Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών (Kunstgewerbeschule) της Βιέννης. Τα επόμενα χρόνια μελέτησε πάνω σε διαφορετικές τεχνικές, όπως το ψηφιδωτό και τη νωπογραφία, με τον καθηγητή Φέρντιναντ Λάουφμπεργκερ. Το 1880, μαζί με τον αδελφό του, Ερνστ, και τον Φραντς Ματς (Frantz Matsch), ανέλαβε την πρώτη του παραγγελία που αφορούσε πίνακες για το Μέγαρο Sturany της Βιέννης καθώς και ορισμένες τοιχογραφίες για την οροφή των ιαματικών λουτρών του Κάρλσμπαντ. Σύντομα, ο Κλιμτ άρχισε να καθιερώνεται. Το 1888, ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Ιωσήφ του απένειμε το χρυσό μετάλλιο του Τάγματος της Τιμής για το σύνολο της συνεισφοράς του στην τέχνη ενώ για το έργο του Η αίθουσα του παλιού Burgtheater (1888) απέσπασε το Αυτοκρατορικό Βραβείο. Παρά την αναγνώριση του έργου του, το 1893 δεν κατάφερε να διοριστεί καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, έπειτα από άρνηση του υπουργείου Πολιτισμού να επικυρώσει το διορισμό του. Περίπου το 1894, σε συνεργασία με τον Ματς, φιλοτέχνησε τους τοίχους και την οροφή της Μεγάλης Αίθουσας του Πανεπιστημίου της Βιέννης, έργο που αποτέλεσε την τελευταία δημόσια παραγγελία που ανέλαβε. Οι τρεις πίνακες που ολοκλήρωσε ο Κλιμτ, Φιλοσοφία, Ιατρική και Νομική, θεωρήθηκαν από πολλούς σκανδαλώδεις, κυρίως εξαιτίας του έντονου ερωτικού στοιχείου τους, ενώ ο ίδιος ο ζωγράφος κατηγορήθηκε ως «πορνογράφος», με αποτέλεσμα να μην χρησιμοποιηθούν στη διακόσμηση του πανεπιστημίου. Σήμερα, τα έργα αυτά μας είναι γνωστά από ασπρόμαυρες φωτογραφίες τους και μία αντιγραφή λεπτομέρειας της Ιατρικής (Υγεία), καθώς καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

Προσωπογραφία της Adele Bloch-Bauer I, 1907, Λάδι, χρυσός και άργυρος σε μουσαμά, 138 x 138 εκ., Neue Galerie, Νέα Υόρκη

Ο Κλιμτ υπήρξε ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος της Απόσχισης της Βιέννης, η οποία σύμφωνα με τη διακήρυξη του Χέρμαν Μπαρ (Hermann Bahr) στον κατάλογο της πρώτης έκθεσης της ομάδας, αποτελούσε μία «μάχη για την πρόοδο των σύγχρονων καλλιτεχνών ενάντια στα γεράκια που αυτοαποκαλούνται καλλιτέχνες αλλά έχουν εμπορικό συμφέρον να παρακωλύουν την άνθιση της τέχνης». Στη ζωγραφική και τις εφαρμοσμένες τέχνες, η Απόσχιση διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της Αρ Νουβό, ενάντια στις αρχές του ακαδημαϊσμού. Ο Κλιμτ συμμετείχε στις εκθέσεις της, ενώ έγραφε συχνά και στο περιοδικό που εξέδιδε, με τίτλο Ver Sancrum. Την ίδια περίπου περίοδο, ολοκλήρωσε αρκετές προσωπογραφίες γυναικών της βιεννέζικης αστικής τάξης, που υπήρξε προστάτιδα της Απόσχισης. Οι πίνακες αυτοί παρείχαν οικονομική ανεξαρτησία στον Κλιμτ, ο οποίος φρόντισε να πληρώσει ώστε να του επιστραφούν οι πίνακες που είχε φιλοτεχνήσει για το πανεπιστήμιο της Βιέννης. Για τις ανάγκες της 14ης έκθεσης της Απόσχισης, ο Κλιμτ δημιούργησε το 1902 την τοιχογραφία Ζωφόρος του Μπετόβεν, έργο που αποτελούσε φόρο τιμής στον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν και βασίστηκε στην 9η Συμφωνία του. Ο Ροντέν συνεχάρη τον Κλιμτ για τη ζωφόρο, την οποία χαρακτήρισε «τραγική και θεϊκή», αν και η υποδοχή του κοινού υπήρξε αρνητική, ακόμα και μέσα στους κόλπους της Απόσχισης, από την οποία τελικά αποχώρησε το 1905.


Μεταξύ 1905 και 1909, ο Κλιμτ δούλεψε πάνω στην μεγάλη τοιχογραφία της έπαυλης Stoclet. Ο Βέλγος βιομήχανος Αδόλφος Στόκλετ παρήγγειλε στους Γιόζεφ Χόφμαν και Γκουσταφ Κλιμτ την κατασκευή και διακόσμηση της νέας του έπαυλης στη Βιέννη. Ο Κλιμτ φιλοτέχνησε μια ψηφιδωτή ζωφόρο, χωρισμένη σε 3 μέρη, από μάρμαρο με ενθέματα χρυσού, σμάλτου και ημιπολύτιμων λίθων. Καθώς οι Στόκλετ ενδιαφέρονταν για την τέχνη της Ανατολής, ο Κλιμτ δημιούργησε σχετικά μοτίβα, εμπνευσμένα από την Άπω Ανατολή και τα ψηφιδωτά της Ραβένας. Κεντρικό μοτίβο αποτελεί το περίφημο Δέντρο της Ζωής. Αργότερα θα αναπτύξει το ίδιο μοτίβο και στο αριστούργημά του Το φιλί (1907-1908).


Το 1909 ταξίδεψε στο Παρίσι και ανακάλυψε το έργο των φωβιστών και του Ανρί ντε Τουλούζ-Λωτρέκ, ενώ τον επόμενο χρόνο συμμετείχε με επιτυχία στην 9η Μπιενάλε της Βενετίας. Τον Ιανουάριο του 1918, ένα εγκεφαλικό επεισόδιο τον κατέστησε παράλυτο από τη δεξιά πλευρά του σώματός του. Πέθανε στις 6 Φεβρουαρίου 1918 από αποπληξία αφήνοντας πολλά έργα ημιτελή. Η ταφή του έγινε τέσσερις ημέρες αργότερα, στο κοιμητήριο του Hietzing.

Ο Κλιμτ έγινε αρχικά γνωστός μέσα από τα διακοσμητικά έργα που φιλοτέχνησε μαζί με τον αδελφό του, Ερνστ Κλιμτ, και τον Φραντς Ματς. Τα πρώιμα έργα του υπήρξαν περισσότερο συμβατικά, ακολουθώντας τα καθιερωμένα αισθητικά πρότυπα της εποχής και με έντονες επιρροές από το έργο του ακαδημαϊκού Χανς Μάκαρτ (1840-1884), ηγετικής φυσιογνωμίας του βιεννέζικου ιστορικισμού. Οι τρεις νέοι καλλιτέχνες ανέλαβαν μάλιστα την ολοκλήρωση του έργου του Μάκαρτ για τη διακόσμηση του κλιμακοστασίου του Μουσείου Ιστορίας της Τέχνης στη Βιέννη, μετά τον πρόωρο θάνατο του τελευταίου. Ο Κλιμτ επηρεάστηκε λιγότερο από τα ροκοκό στοιχεία της τεχνοτροπίας του Μάκαρτ και περισσότερο από τον πλούσιο διάκοσμο των πινάκων του, χαρακτηριστικό που συναντάται επίσης σε αρκετά έργα του ίδιου, όπου το φόντο διακοσμείται με πολυάριθμα σχήματα και λεπτομέρειες, συχνά με φύλλα χρυσού και αργύρου. Ήδη στα έργα που φιλοτέχνησε για το Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης, διαφαίνεται η διάθεση του Κλιμτ να υπερβεί τα όρια του ακαδημαϊσμού, γεγονός που έγινε περισσότερο έκδηλο αργότερα, με την συμμετοχή του στην Απόσχιση της Βιέννης.
Ιουδήθ I, 1901, Λάδι σε μουσαμά, Österreichische Galerie, Βιέννη

Στους πίνακες Ιουδήθ Ι (1901) και Ιουδήθ ΙΙ (1909), ο Κλιμτ απεικόνισε λιγότερο μία βιβλική ηρωίδα και περισσότερο μία αρχετυπική «μοιραία γυναίκα», ενώ νωρίτερα με την ελαιογραφία Γυμνή Αλήθεια (1899) ήρθε σε ρήξη με το κλασικό ιδεώδες και την εξιδανικευμένη εικόνα του γυναικείου γυμνού σώματος. Στα κορυφαία και πιο δημοφιλή έργα του ανήκει ο πίνακας Το φιλί (1907/08), που επαινέθηκε από το κοινό και τους κριτικούς και εκπροσωπεί τη «χρυσή περίοδό» του, χαρακτηριστικό της οποίας υπήρξε η αφθονία του χρυσού ως διακοσμητικό στοιχείο. Στην ίδια δημιουργική περίοδο του Κλιμτ ανήκει και η Προσωπογραφία της Αντέλ Μπλοχ-Μπάουερ I, εξίσου διάσημο έργο καθώς και ο ακριβότερος πίνακας ζωγραφικής μετά την πώλησή του, τον Ιούνιο του 2006[1]. Στην προσωπογραφία αυτή, ξεχωρίζουν τα σύμβολα που απεικονίζονται, όπως τα αιγυπτιακά μάτια ή τα μυκηναϊκά σπειροειδή μοτίβα, στοιχεία που ενισχύουν τον «εξωτισμό» του πίνακα.

Το φιλί, 1907-1908, Λάδι σε μουσαμά, 180 x 180 εκ., Österreichische Galerie Belvedere

Η ύστερη περίοδος του Κλιμτ σηματοδοτήθηκε από το ταξίδι του στο Παρίσι, όπου ήρθε σε επαφή με το έργο των φωβιστών και του Τουλούζ-Λωτρέκ. Την ίδια περίοδο με τις απαρχές του Εξπρεσιονισμού, ο Κλιμτ αποφάσισε να εγκαταλείψει τα έντονα διακοσμητικά στοιχεία εγκαινιάζοντας νέους εκφραστικούς τρόπους, επηρεασμένος σε ένα βαθμό από την ιαπωνική τέχνη και τα ιαπωνικά χαρακτικά. Χαρακτηριστικοί πίνακες αυτής της περιόδου είναι η Προσωπογραφία της Mäda Primavesi (π. 1912), η Προσωπογραφία της Αντέλ Μπλοχ-Μπάουερ II (1912) και η Χορεύτρια (1916-18). Στα τελευταία χρόνια της ζωής του και ειδικότερα μετά την αποχώρησή του από την Απόσχιση, ολοκλήρωσε επίσης τις περισσότερες τοπιογραφίες του, στις οποίες διαφαίνεται η επιρροή του ιμπρεσιονισμού. Συνολικά 54 από τους 230 πίνακές του απεικονίζουν τοπία, τα οποία ζωγράφιζε πιθανότατα στην ύπαιθρο, παρά το γεγονός ότι υπήρξε κατεξοχήν ζωγράφος του ατελιέ, και χωρίς χρήση προκαταρκτικών σχεδίων. Χαρακτηριστικό των τοπίων του Κλιμτ είναι η απουσία του ανθρώπινου στοιχείου, το τετράγωνο σχήμα που χρησιμοποιούσε, καθώς και η ομοιότητα αρκετών από αυτών με ψηφιδωτά.


Το ύφος του Κλιμτ υπήρξε εν γένει ξεχωριστό και καινοτόμο, συνδυάζοντας στοιχεία του συμβολισμού και της Αρ Νουβό, με παράλληλες επιρροές από την αρχαία ελληνική, μυκηναϊκή και αιγυπτιακή αγγειογραφία, ενώ συχνά θεωρήθηκε προκλητικό για την εποχή του και υπέστη σκληρή κριτική ή αποδοκιμασία. O ερωτισμός που κυριαρχεί στα έργα του προκάλεσε αρκετές φορές αντιδράσεις, όπως στην περίπτωση των πινάκων που φιλοτέχνησε για το Πανεπιστήμιο της Βιέννης. Εμφανής είναι η επιμονή του Κλιμτ στην απεικόνιση γυναικών, με τον άνδρα να απουσιάζει στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του. Το ερωτικό στοιχείο είναι απροκάλυπτο και σε αρκετά από τα σχέδιά του, τα οποία ο ίδιος χαρακτήρισε ως φόρο τιμής «στην αγαθή αλλά και λάγνα φυλή των υπερευαίσθητων».


http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%BA%CE%BF%CF%8D%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%86_%CE%9A%CE%BB%CE%B9%CE%BC%CF%84


Δημοφιλείς αναρτήσεις