http://www.onestory.gr/post/22339127010
_ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΑ
της Στέργιας Κάββαλου *
.
Όλο το απόγευμα έφτυνε αίμα. Μα κανείς να μην την τρέξει στα επείγοντα; Έπρεπε να έρθει η κόρη εκ των βορείων για να δει πως η μαμά «είναι έτοιμη να την κάνει!» Άμα έχεις γιους, δεν έχεις τίποτα. Τα κορίτσια τρέχουν, αυτά θα σε κοιτάξουν. Κι εκείνο το σωτήριο ποτήρι νερό, τα θηλυκά θα στο στάξουν.
Άνω των ογδόντα. Πλατινέ ξεπουπουλιασμένο μαλλί. Πράσινα μάτια κομμάτια. Λευκό δέρμα. Το νύχι πάντα κόκκινο. Όχι φτηνό. Περιποιημένο, αρχοντικό. Και όλα αυτά σε αμπαλάζ πριγκηπέσας. Δε θυμάμαι ποιας κόμισσας ήταν απόγονος. Το περήφανο γαλαζοαίματο παρελθόν της, λησμονημένο κάπου στην Ιταλία.
Στους δρόμους της Πάτρας πέρναγε και γυρνούσαν κεφάλια, έβγαιναν καπέλα. Για υποκλίσεις. Respect για την καθώς πρέπει Δίδα και τον επιστήμων πατέρα. Θυγατέρα Aρσακειάς και μέλος του Ερυθρού, πατήρ ορθοπεδικός με κατάστημα στην πλατεία.
Ωραία χρόνια… Τι επίσημα δείπνα, τι πολυτέλεια εν οίκω, τι πιάνο με γαλλικά. Ζωή παραμύθι. Χιονάτης. Υπήρχε και μητριά.
Η αληθινή μητέρα πρόωρα χαμένη που πρόλαβε όμως να φέρει στον κόσμο τρία τέκνα τον αριθμό. Τη Μαρία και δυο αγόρια. Η μητριά τίποτα. Δεν έκανε δικά της. Μεγαλοκοπέλα την πήρε. Κι άσχημη. Στις οικογενειακές φωτογραφίες είναι παντού ενώ η αληθινή έχει ένα και μοναδικό ολότελα δικό της ενσταντανέ σκονισμένο σε κάποιο κουτί παπουτσιών. Όσες φορές κι αν ζήτησα να δω την προγιαγιά μου, κανείς δεν ήξερε πού να τη βρει να μου τη φέρει.
Η Μαρία σαν να μη βγήκε από μάνα. Τον μπαμπά της λάτρευε. Κι όταν τον λάτρεψε και η μητριά, ακόνισαν τα χρυσά τους μαχαίρια. Για τη διεκδίκηση, της αγάπης και της προσοχής του. Με τον μπαμπά έβγαινε στις μπυραρίες της εποχής. Τα πολλά ποτήρια έφταιξαν λέει που έγινε άρωμα σε μικρό μπουκαλάκι, δηλαδή 1.50. Όταν αρρώσταινε, το καλύτερο γιατρικό ήταν η μαυροδάφνη.
«Για το φύγει-φύγει των μικροβίων». Τι σου είναι η κληρονομικότητα… Και εγώ μόνο μαυροδάφνη πίνω. Την είχε στο DNA της σου λέω.
«Καφέ του φτιάξαμε;» αναρωτιόταν ανήσυχη. Ενώ το χέρι με τις πεταλούδες για την αντιβίωση και τα λοιπά έφτιαχνε με γυναικεία φιλαρέσκεια την ξανθιά κόμη.
«Ήπιε καφέ, κάτσε ήσυχα».
Τι να της απαντήσει κι η μάνα μου. Δεύτερη νύχτα που κοιμόταν στο νοσοκομείο. Της καλάρεσε της γιαγιάς ο ιατρός και άρχισε τα κεράσματα. Είχε χάσει επεισόδια. Το τελευταίο καρέ ήταν: εσωτερικός χώρος. Σπίτι. Στο τραπέζι της κουζίνας. Μάνα και κόρη πίνουν καφέ. Εκεί σταμάτησε το μυαλό της.
Μετά ο λαιμός της φούσκωσε σαν να κατάπιε γλειφιτζούρι. Η φωνή της, κόπηκε. Η μάνα μου επέμεινε να την πάρουνε σηκωτή. Οι υπόλοιποι, παππούς και θείοι έμεναν να κοιτάζουν την κούκλα τους. Και θα έμεναν μέχρι την επομένη περιμένοντας να περάσει.
Τελικά δεν ήταν σοβαρό. Ήταν όμως σοκ. Αλλεργικό. Την έγδερνε ο λαιμός της όλη μέρα και ξετρύπωσε από κάπου μια ληγμένη lisopain. Η κατοχική μανία του παππού όλα να τα φυλάει παραλίγο να πνίξει την πριγκηπέσα.
«Παρ’ ολίγον πνιγμός» έλεγε και το περσινό καλοκαιρινό εξιτήριο. Παραθέριζε στον Άγιο Αντρέα. Δεινή κολυμβήτρια. Πλατσούριζε στα άπατα. Ο σύζυγος μιλούσε με κάτι χήρες εκεί κοντά και εκείνη βυθίζονταν στα νερά. «Κάτι με ρουφούσε, με τράβαγε κάτω». Πνιγόταν. Μόνη της. Η παραλία γεμάτη κόσμο και εκείνη με τα πνευμόνια γεμάτα αλμύρα. Την πήραν με ελικόπτερο. «Παιδί μου, δε θυμάμαι πολλά. Εκείνο με τραβούσε κάτω και εγώ ήθελα να βγω πάνω. Κουνούσα τα πόδια και σώθηκα». Εκείνο; Όποιος θέλει να ζήσει νικά το θαλασσινό το τέρας.
Πρώτο βράδυ και η φωνή ακόμα να επανέλθει. Η μάνα μου στο πλάι της να την προσέχει. Η γιαγιά, στο κόκκινο. Τα πράσινα μάτια της είχαν ζωηρέψει επικίνδυνα και ό,τι δύναμη σπαταλούσε στην ομιλία, την είχε δανείσει στο υπόλοιπο κορμί. Ξάγρυπνη. Φοβήθηκε πως αν έκλεινε τα μάτια θα ήταν μια κι έξω. Η μάνα μου που δεν είχε τέτοιο φόβο, τα έκλεισε από την κούραση για δεύτερα. Τότε η γιαγιά με νεύρα, απόγνωση και πείσμα μελλοθάνατου ένωσε τα δυο της χέρια σε δυνατά παλαμάκια. Να την ξυπνήσει, να τη μαλώσει που τόλμησε να πάψει να την κοιτάζει.
Το επόμενο πρωί μίλησε. Το πρήξιμο είχε υποχωρήσει. Δεν είπε πολλά. Μόνο μια φράση. «Η Αγία Μαρία θα πάει στον Παράδεισο». Το πίστεψα. Έχει γούστο… Όλοι δε λένε πως εκείνος που φεύγει το ξέρει;
Οι ώρες περνούσαν και η κατάσταση της Αγίας Μαρίας όλο και βελτιώνονταν. Μόλις ο βραδινός ιατρός ήρθε για το τσεκ, έδωσε στην κόρη της την εντολή να του ψήσει καφέ. Νόμιζε πως ήταν στο σπίτι. Εκείνο το κυριακάτικο απόγευμα της πρώτης άνοιξης με τα παιδιά της μαζεμένα και τον παππού παρέκει, και ήθελε να περιποιηθεί τον άγνωστο καλεσμένο.
Η Αγία Μαρία ήταν ήδη στον Παράδεισο. Στον επίγειο Παράδεισο της οικογενειακής ευτυχίας. Εγκεφαλικά, προβλήματα στα πόδια, πέσιμο, παρ’ ολίγον πνιγμοί. Και όμως είναι ακόμα εδώ. Όσο η αγάπη την κάνει να νιώθει πριγκηπέσα, δεν έχει να πάει πουθενά. Ο βιβλικός Παράδεισος καλά θα κάνει να περιμένει.
.
Το διήγημα περιλαμβάνεται στη συλλογή “Αλτσχάιμερ Trance” (Εκδόσεις Τετράγωνο)
.
.
Όλο το απόγευμα έφτυνε αίμα. Μα κανείς να μην την τρέξει στα επείγοντα; Έπρεπε να έρθει η κόρη εκ των βορείων για να δει πως η μαμά «είναι έτοιμη να την κάνει!» Άμα έχεις γιους, δεν έχεις τίποτα. Τα κορίτσια τρέχουν, αυτά θα σε κοιτάξουν. Κι εκείνο το σωτήριο ποτήρι νερό, τα θηλυκά θα στο στάξουν.
Άνω των ογδόντα. Πλατινέ ξεπουπουλιασμένο μαλλί. Πράσινα μάτια κομμάτια. Λευκό δέρμα. Το νύχι πάντα κόκκινο. Όχι φτηνό. Περιποιημένο, αρχοντικό. Και όλα αυτά σε αμπαλάζ πριγκηπέσας. Δε θυμάμαι ποιας κόμισσας ήταν απόγονος. Το περήφανο γαλαζοαίματο παρελθόν της, λησμονημένο κάπου στην Ιταλία.
Στους δρόμους της Πάτρας πέρναγε και γυρνούσαν κεφάλια, έβγαιναν καπέλα. Για υποκλίσεις. Respect για την καθώς πρέπει Δίδα και τον επιστήμων πατέρα. Θυγατέρα Aρσακειάς και μέλος του Ερυθρού, πατήρ ορθοπεδικός με κατάστημα στην πλατεία.
Ωραία χρόνια… Τι επίσημα δείπνα, τι πολυτέλεια εν οίκω, τι πιάνο με γαλλικά. Ζωή παραμύθι. Χιονάτης. Υπήρχε και μητριά.
Η αληθινή μητέρα πρόωρα χαμένη που πρόλαβε όμως να φέρει στον κόσμο τρία τέκνα τον αριθμό. Τη Μαρία και δυο αγόρια. Η μητριά τίποτα. Δεν έκανε δικά της. Μεγαλοκοπέλα την πήρε. Κι άσχημη. Στις οικογενειακές φωτογραφίες είναι παντού ενώ η αληθινή έχει ένα και μοναδικό ολότελα δικό της ενσταντανέ σκονισμένο σε κάποιο κουτί παπουτσιών. Όσες φορές κι αν ζήτησα να δω την προγιαγιά μου, κανείς δεν ήξερε πού να τη βρει να μου τη φέρει.
Η Μαρία σαν να μη βγήκε από μάνα. Τον μπαμπά της λάτρευε. Κι όταν τον λάτρεψε και η μητριά, ακόνισαν τα χρυσά τους μαχαίρια. Για τη διεκδίκηση, της αγάπης και της προσοχής του. Με τον μπαμπά έβγαινε στις μπυραρίες της εποχής. Τα πολλά ποτήρια έφταιξαν λέει που έγινε άρωμα σε μικρό μπουκαλάκι, δηλαδή 1.50. Όταν αρρώσταινε, το καλύτερο γιατρικό ήταν η μαυροδάφνη.
«Για το φύγει-φύγει των μικροβίων». Τι σου είναι η κληρονομικότητα… Και εγώ μόνο μαυροδάφνη πίνω. Την είχε στο DNA της σου λέω.
«Καφέ του φτιάξαμε;» αναρωτιόταν ανήσυχη. Ενώ το χέρι με τις πεταλούδες για την αντιβίωση και τα λοιπά έφτιαχνε με γυναικεία φιλαρέσκεια την ξανθιά κόμη.
«Ήπιε καφέ, κάτσε ήσυχα».
Τι να της απαντήσει κι η μάνα μου. Δεύτερη νύχτα που κοιμόταν στο νοσοκομείο. Της καλάρεσε της γιαγιάς ο ιατρός και άρχισε τα κεράσματα. Είχε χάσει επεισόδια. Το τελευταίο καρέ ήταν: εσωτερικός χώρος. Σπίτι. Στο τραπέζι της κουζίνας. Μάνα και κόρη πίνουν καφέ. Εκεί σταμάτησε το μυαλό της.
Μετά ο λαιμός της φούσκωσε σαν να κατάπιε γλειφιτζούρι. Η φωνή της, κόπηκε. Η μάνα μου επέμεινε να την πάρουνε σηκωτή. Οι υπόλοιποι, παππούς και θείοι έμεναν να κοιτάζουν την κούκλα τους. Και θα έμεναν μέχρι την επομένη περιμένοντας να περάσει.
Τελικά δεν ήταν σοβαρό. Ήταν όμως σοκ. Αλλεργικό. Την έγδερνε ο λαιμός της όλη μέρα και ξετρύπωσε από κάπου μια ληγμένη lisopain. Η κατοχική μανία του παππού όλα να τα φυλάει παραλίγο να πνίξει την πριγκηπέσα.
«Παρ’ ολίγον πνιγμός» έλεγε και το περσινό καλοκαιρινό εξιτήριο. Παραθέριζε στον Άγιο Αντρέα. Δεινή κολυμβήτρια. Πλατσούριζε στα άπατα. Ο σύζυγος μιλούσε με κάτι χήρες εκεί κοντά και εκείνη βυθίζονταν στα νερά. «Κάτι με ρουφούσε, με τράβαγε κάτω». Πνιγόταν. Μόνη της. Η παραλία γεμάτη κόσμο και εκείνη με τα πνευμόνια γεμάτα αλμύρα. Την πήραν με ελικόπτερο. «Παιδί μου, δε θυμάμαι πολλά. Εκείνο με τραβούσε κάτω και εγώ ήθελα να βγω πάνω. Κουνούσα τα πόδια και σώθηκα». Εκείνο; Όποιος θέλει να ζήσει νικά το θαλασσινό το τέρας.
Πρώτο βράδυ και η φωνή ακόμα να επανέλθει. Η μάνα μου στο πλάι της να την προσέχει. Η γιαγιά, στο κόκκινο. Τα πράσινα μάτια της είχαν ζωηρέψει επικίνδυνα και ό,τι δύναμη σπαταλούσε στην ομιλία, την είχε δανείσει στο υπόλοιπο κορμί. Ξάγρυπνη. Φοβήθηκε πως αν έκλεινε τα μάτια θα ήταν μια κι έξω. Η μάνα μου που δεν είχε τέτοιο φόβο, τα έκλεισε από την κούραση για δεύτερα. Τότε η γιαγιά με νεύρα, απόγνωση και πείσμα μελλοθάνατου ένωσε τα δυο της χέρια σε δυνατά παλαμάκια. Να την ξυπνήσει, να τη μαλώσει που τόλμησε να πάψει να την κοιτάζει.
Το επόμενο πρωί μίλησε. Το πρήξιμο είχε υποχωρήσει. Δεν είπε πολλά. Μόνο μια φράση. «Η Αγία Μαρία θα πάει στον Παράδεισο». Το πίστεψα. Έχει γούστο… Όλοι δε λένε πως εκείνος που φεύγει το ξέρει;
Οι ώρες περνούσαν και η κατάσταση της Αγίας Μαρίας όλο και βελτιώνονταν. Μόλις ο βραδινός ιατρός ήρθε για το τσεκ, έδωσε στην κόρη της την εντολή να του ψήσει καφέ. Νόμιζε πως ήταν στο σπίτι. Εκείνο το κυριακάτικο απόγευμα της πρώτης άνοιξης με τα παιδιά της μαζεμένα και τον παππού παρέκει, και ήθελε να περιποιηθεί τον άγνωστο καλεσμένο.
Η Αγία Μαρία ήταν ήδη στον Παράδεισο. Στον επίγειο Παράδεισο της οικογενειακής ευτυχίας. Εγκεφαλικά, προβλήματα στα πόδια, πέσιμο, παρ’ ολίγον πνιγμοί. Και όμως είναι ακόμα εδώ. Όσο η αγάπη την κάνει να νιώθει πριγκηπέσα, δεν έχει να πάει πουθενά. Ο βιβλικός Παράδεισος καλά θα κάνει να περιμένει.
.
Το διήγημα περιλαμβάνεται στη συλλογή “Αλτσχάιμερ Trance” (Εκδόσεις Τετράγωνο)
.
Η Στέργια Κάββαλου γεννήθηκε στην Αθήνα τον Μάρτη του 1982. Από τις εκδόσεις Τετράγωνο κυκλοφορεί η συλλογή διηγημάτων της «Αλτσχάιμερ trance»
με την οποία ήταν Υποψήφια στην κατηγορία πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα
2011 του λογοτεχνικού περιοδικού “διαβάζω”, και το αφήγημα «Αρνητικό 13» (με τη Μαίρη Γεωργίου). Από το Ιπτάμενο Κάστρο, κυκλοφορούν τα παραμύθια της «Η κόκκινη πινέζα» και «Το μπλε τριαντάφυλλο» μέρη της σειράς τα “χρώματα… αλλιώς”. Ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση.
[ facebook ]
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω