Παρασκευή 18 Μαΐου 2012

Αγία Μαρία της Στέργιας Κάββαλου

http://www.onestory.gr/post/22339127010

_ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΑ
της Στέργιας Κάββαλου *
.
Όλο το απόγευμα έφτυνε αίμα. Μα κανείς να μην την τρέξει στα επείγοντα; Έπρεπε να έρθει η κόρη εκ των βορείων για να δει πως η μαμά «είναι έτοιμη να την κάνει!» Άμα έχεις γιους, δεν έχεις τίποτα. Τα κορίτσια τρέχουν, αυτά θα σε κοιτάξουν. Κι εκείνο το σωτήριο ποτήρι νερό, τα θηλυκά θα στο στάξουν.
Άνω των ογδόντα. Πλατινέ ξεπουπουλιασμένο μαλλί. Πράσινα μάτια κομμάτια. Λευκό δέρμα. Το νύχι πάντα κόκκινο. Όχι φτηνό. Περιποιημένο, αρχοντικό. Και όλα αυτά σε αμπαλάζ πριγκηπέσας. Δε θυμάμαι ποιας κόμισσας ήταν απόγονος. Το περήφανο γαλαζοαίματο παρελθόν της, λησμονημένο κάπου στην Ιταλία.
Στους δρόμους της Πάτρας πέρναγε και γυρνούσαν κεφάλια, έβγαιναν καπέλα. Για υποκλίσεις. Respect για την καθώς πρέπει Δίδα και τον επιστήμων πατέρα. Θυγατέρα Aρσακειάς και μέλος του Ερυθρού, πατήρ ορθοπεδικός με κατάστημα στην πλατεία.
Ωραία χρόνια… Τι επίσημα δείπνα, τι πολυτέλεια εν οίκω, τι πιάνο με γαλλικά. Ζωή παραμύθι. Χιονάτης. Υπήρχε και μητριά.
Η αληθινή μητέρα πρόωρα χαμένη που πρόλαβε όμως να φέρει στον κόσμο τρία τέκνα τον αριθμό. Τη Μαρία και δυο αγόρια. Η μητριά τίποτα. Δεν έκανε δικά της. Μεγαλοκοπέλα την πήρε. Κι άσχημη. Στις οικογενειακές φωτογραφίες είναι παντού ενώ η αληθινή έχει ένα και μοναδικό ολότελα δικό της ενσταντανέ σκονισμένο σε κάποιο κουτί παπουτσιών. Όσες φορές κι αν ζήτησα να δω την προγιαγιά μου, κανείς δεν ήξερε πού να τη βρει να μου τη φέρει.
Η Μαρία σαν να μη βγήκε από μάνα. Τον μπαμπά της λάτρευε. Κι όταν τον λάτρεψε και η μητριά, ακόνισαν τα χρυσά τους μαχαίρια. Για τη διεκδίκηση, της αγάπης και της προσοχής του. Με τον μπαμπά έβγαινε στις μπυραρίες της εποχής. Τα πολλά ποτήρια έφταιξαν λέει που έγινε άρωμα σε μικρό μπουκαλάκι, δηλαδή 1.50. Όταν αρρώσταινε, το καλύτερο γιατρικό ήταν η μαυροδάφνη. 
«Για το φύγει-φύγει των μικροβίων». Τι σου είναι η κληρονομικότητα… Και εγώ μόνο μαυροδάφνη πίνω. Την είχε στο DNA της σου λέω.
«Καφέ του φτιάξαμε;» αναρωτιόταν ανήσυχη. Ενώ το χέρι με τις πεταλούδες για την αντιβίωση και τα λοιπά έφτιαχνε με γυναικεία φιλαρέσκεια την ξανθιά κόμη.
«Ήπιε καφέ, κάτσε ήσυχα».
Τι να της απαντήσει κι η μάνα μου. Δεύτερη νύχτα που κοιμόταν στο νοσοκομείο. Της καλάρεσε της γιαγιάς ο ιατρός και άρχισε τα κεράσματα. Είχε χάσει επεισόδια. Το τελευταίο καρέ ήταν: εσωτερικός χώρος. Σπίτι. Στο τραπέζι της κουζίνας. Μάνα και κόρη  πίνουν καφέ. Εκεί σταμάτησε το μυαλό της.
Μετά ο λαιμός της φούσκωσε σαν να κατάπιε γλειφιτζούρι. Η φωνή της, κόπηκε. Η μάνα μου επέμεινε να την πάρουνε σηκωτή. Οι υπόλοιποι, παππούς και θείοι έμεναν να κοιτάζουν την κούκλα τους. Και θα έμεναν μέχρι την επομένη περιμένοντας να περάσει. 
Τελικά δεν ήταν σοβαρό. Ήταν όμως σοκ. Αλλεργικό. Την έγδερνε ο λαιμός της όλη μέρα και ξετρύπωσε από κάπου μια ληγμένη lisopain. Η κατοχική μανία του παππού όλα να τα φυλάει παραλίγο να πνίξει την πριγκηπέσα.
«Παρ’ ολίγον πνιγμός» έλεγε και το περσινό καλοκαιρινό εξιτήριο. Παραθέριζε στον Άγιο Αντρέα. Δεινή κολυμβήτρια. Πλατσούριζε στα άπατα. Ο σύζυγος μιλούσε με κάτι χήρες εκεί κοντά και εκείνη βυθίζονταν στα νερά. «Κάτι με ρουφούσε, με τράβαγε κάτω». Πνιγόταν. Μόνη της. Η παραλία γεμάτη κόσμο και εκείνη με τα πνευμόνια γεμάτα αλμύρα. Την πήραν με ελικόπτερο. «Παιδί μου, δε θυμάμαι πολλά. Εκείνο με τραβούσε κάτω και εγώ ήθελα να βγω πάνω. Κουνούσα τα πόδια και σώθηκα». Εκείνο; Όποιος θέλει να ζήσει νικά το θαλασσινό το τέρας.
Πρώτο βράδυ και η φωνή ακόμα να επανέλθει. Η μάνα μου στο πλάι της να την προσέχει. Η γιαγιά, στο κόκκινο. Τα πράσινα μάτια της είχαν ζωηρέψει επικίνδυνα και ό,τι δύναμη σπαταλούσε στην ομιλία, την είχε δανείσει στο υπόλοιπο κορμί. Ξάγρυπνη. Φοβήθηκε πως αν έκλεινε τα μάτια θα ήταν μια κι έξω. Η μάνα μου που δεν είχε τέτοιο φόβο, τα έκλεισε από την κούραση για δεύτερα. Τότε η γιαγιά με νεύρα, απόγνωση και πείσμα μελλοθάνατου ένωσε τα δυο της χέρια σε δυνατά παλαμάκια. Να την ξυπνήσει, να τη μαλώσει που τόλμησε να πάψει να την κοιτάζει.
Το επόμενο πρωί μίλησε. Το πρήξιμο είχε υποχωρήσει. Δεν είπε πολλά. Μόνο μια φράση. «Η Αγία Μαρία θα πάει στον Παράδεισο». Το πίστεψα. Έχει γούστο… Όλοι δε λένε πως εκείνος που φεύγει το ξέρει;
Οι ώρες περνούσαν και η κατάσταση της Αγίας Μαρίας όλο και βελτιώνονταν. Μόλις ο βραδινός ιατρός ήρθε για το τσεκ, έδωσε στην κόρη της την εντολή να του ψήσει καφέ. Νόμιζε πως ήταν στο σπίτι. Εκείνο το κυριακάτικο απόγευμα της πρώτης άνοιξης με τα παιδιά της μαζεμένα και τον παππού παρέκει, και ήθελε να περιποιηθεί τον άγνωστο καλεσμένο.
Η Αγία Μαρία ήταν ήδη στον Παράδεισο. Στον επίγειο Παράδεισο της οικογενειακής ευτυχίας. Εγκεφαλικά, προβλήματα στα πόδια, πέσιμο, παρ’ ολίγον πνιγμοί. Και όμως είναι ακόμα εδώ. Όσο η αγάπη την κάνει να νιώθει  πριγκηπέσα, δεν έχει να πάει πουθενά. Ο βιβλικός Παράδεισος καλά θα κάνει να περιμένει.
.
Το διήγημα περιλαμβάνεται στη συλλογή “Αλτσχάιμερ Trance” (Εκδόσεις Τετράγωνο)
.
Η Στέργια Κάββαλου γεννήθηκε στην Αθήνα τον Μάρτη του 1982. Από τις εκδόσεις Τετράγωνο κυκλοφορεί η συλλογή διηγημάτων της «Αλτσχάιμερ trance» με την οποία ήταν Υποψήφια στην κατηγορία πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα 2011 του λογοτεχνικού περιοδικού “διαβάζω”, και το αφήγημα «Αρνητικό 13» (με τη Μαίρη Γεωργίου). Από το Ιπτάμενο Κάστρο, κυκλοφορούν τα παραμύθια της «Η κόκκινη πινέζα» και «Το μπλε τριαντάφυλλο» μέρη της σειράς τα “χρώματα… αλλιώς”. Ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση.

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω
 

Ιεράπετρα - Το αλάτι της γής


Η τηλεοπτική εκπομπή της ΕΤ-1 «Το Αλάτι της Γης» υποδέχεται στο Μουσείο Λαϊκών Οργάνων Φοίβου Ανωγειανάκη τον Βαγγέλη Βαρδάκη από την Ιεράπετρα, έναν από τους σημαντικότερους λαϊκούς βιολάτορες της Κρήτης.

Μιλάει για την παράδοση του βιολιού στην Ανατολική Κρήτη, για τις περίφημες «κοντυλιές του Καλογερίδη» πάνω στις οποίες συναγωνίζονται οι δεξιοτέχνες, για τις περίτεχνες μαντινάδες και τον Ερωτόκριτο, για τους ξεχωριστούς τοπικούς χορούς. Μαζί του ο Μανώλης Λιαπάκης στο λαούτο και ο Γιάννης Γενειατάκης στην κιθάρα.
Στο δεύτερο μέρος της εκπομπής συμμετέχουμε μαζί τους σ' ένα δυναμικό γλέντι, με μουσικές τραγούδια και χορούς από την Ανατολική Κρήτη, με την παρέα να μεγαλώνει γύρω από τα τραπέζια με συνοδεία από την απαραίτητη τσικουδιά και τα τοπικά εδέσματα.
Για την εκπομπή ταξίδεψαν από την Ιεράπετρα στην Αθήνα τα μέλη της τοπικής χορευτικής ομάδας (με την επιμέλεια του Νίκου Μεταξάκη), για να χορέψουν τους εντυπωσιακούς ντόπιους χορούς που δεν συναντάμε στην υπόλοιπη Κρήτη: αγκαλιαστό, ξενομπασάρη, στειακό πηδηχτό, κ.ά.

Στην ομάδα προστίθενται και τα τρία αδέρφια Βλάσση (ο Γιώργος, ο Γιάννης και η Μαρία) από τη Νεάπολη Λασιθίου, που με τη λύρα, το λαγούτο και το τραγούδι τους συνδέουν την Ανατολική Κρήτη με το παγκρήτιο ρεπερτόριο.

Επίσης, ο Δαμιανός Βασιλάκης φέρνει στο γλέντι και στο χορό τον ήχο από τα παλαιά λαϊκά πνευστά της Κρήτης, την ασκομαντούρα, τη μαντούρα και το θιαμπόλι, όργανα που στις μέρες μας απειλούνται με εξαφάνιση.
Παράλληλα, τη χορευτική ομάδα συμπληρώνουν και χορευτές από την Αθήνα, μέλη του χορευτικού συγκροτήματος «Δικταίοι-Καστρινοί» (επιμέλεια Γιώργος Φραγκάκης), του τμήματος παραδοσιακών χορών του Δήμου Αργυρούπολης και του πολιτιστικού συλλόγου «Ορειάδες εν χορώ» (επιμέλεια: Κώστας Πιπίνης).

Έρευνα-παρουσίαση: Λάμπρος Λιάβας
Σκηνοθεσία: Γιάννης Μαράκης
Καλλιτεχνική επιμέλεια: Σοφία Σπυράτου
Παραγωγή: GV PRODUCTIONS

One story του Διονύση Μεσολωρά

http://www.onestory.gr/post/22804584395/one-story

_ONE:STORY

του Διονύση Μεσολωρά *
.
στη Βίκυ Φ.
.
– Ξέρεις για ποιον λόγο η επιτυχία του Μπαμπινιώτη;
– Όχι. Για ποιον;
– Τι κάνουν οι μισοί, αν όχι πολύ περισσότεροι, Έλληνες;
– … Γράφουν;
– Ακριβώς! Έχει γεμίσει ο τόπος αεριτζήδες.
– Αεριτζήδες;
– Ναι…
– Εννοείς όλους αυτούς που γράφουν;
– Ναι.
– Δεν θα έπρεπε πιστεύεις;
– Να γράφουν;
– Ναι.
– Δεν έχει σημασία τι πιστεύω εγώ.
– Μπορεί, αλλά εσύ τους αποκάλεσες αεριτζήδες.
– Δεν είναι;
– Όλοι;
– Οι περισσότεροι.
– Δεν ξέρω. Εσύ ξέρεις;
– Εννοείς, αν τους έχω διαβάσει;
– Ναι. Εννοώ αν έχεις μία τεκμηριωμένη άποψη ή… αερολογείς.
– Κατάλαβα. Αποκαλείς εμένα αεριτζή.
– Δεν είπα αυτό.
– Τι είπες;
– Εντάξει, ίσως αυτό να είπα· στο συγκεκριμένο θέμα που συζητάμε.
– Κοίτα… Δεν καταλαβαίνω για ποιον λόγο γράφουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι.
– Εσύ για ποιον λόγο γράφεις;
– Εγώ είμαι ποιητής.
– Και τι σημαίνει αυτό;
– Τι σημαίνει αυτό;
– Ναι.
– Ότι είμαι ποιητής;
– Ναι φίλε μου. Τι σημαίνει αυτό;
– Ότι αυτό είμαι.
– Κι αυτό δίνει μόνο σ’ εσένα το δικαίωμα να γράφεις;
– Όχι, δεν είπα αυτό. Είπα πως δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο γράφουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι.
– Με κάνεις και βαριέμαι.
– Γιατί;
– Γιατί δεν απαντάς σε αυτό που σε ρωτάω και…
(Παύση.)
– Έβηξε κάποια;
– Ναι, απ’ έξω ήταν.
(Παύση.)
– Λοιπόν;
– Τι λοιπόν;
– Θα μου ’πεις τι σημαίνει να είσαι ποιητής;
– Εγώ;
– Ναι.
– Σημαίνει…
– Ναι;…
– Δεν ξέρω τι σημαίνει.
– Δεν ξέρεις τι σημαίνει αυτό που είσαι;
– Εσύ ξέρεις;
– Αυτό που είσαι;
– Όχι, αυτό που είσαι ’σύ.
– Αυτό που είμαι ’γώ;
– Ναι.
– Μα… εγώ κι εσύ είμαστε το ίδιο πράγμα.
(Παύση.)
– Πέρασε λεωφορείο;
– Έτριξαν τα τζάμια. Μάλλον…
(Παύση.)
– Δεν είμαστε το ίδιο πράγμα.
– Πώς δεν είμαστε;
– Αν ήμασταν, δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε διάλογο, όπως κάνουμε τώρα.
– Νομίζεις…
– Τι εννοείς «νομίζεις»;
– Όλοι οι άνθρωποι συνδιαλέγονται με τον εαυτό τους. Πολύ περισσότερο δε οι ποιητές.
– Μάλιστα… Μου κάνεις και μάθημα τώρα ε;
– Όχι. Την άποψή μου είπα.
– O.k.
– Ο.k.
.
Ο Διονύσης Μεσολωράς είναι Έλληνας ποιητής. Γεννήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου του 1976 στην Αθήνα. Έχει εκδώσει τα ποιήματα «ζωγραφισμένα», «17» και «Ποιητικές άδειες»
[ twitter ] [ e-mail ]

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω
 

Ανθρώπινα κενά της Ευτυχίας Κανάρη

http://www.onestory.gr/post/22928655304

_ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΚΕΝΑ

της Ευτυχίας Κανάρη *
.
Κουβαλούσε μια ξύλινη βαλίτσα με λαβή από καφέ δερματίνη. Ήταν φορητό καβαλέτο, που μέσα του είχε τέμπερες, πινέλα, παστέλ, μολύβια, κάρβουνα, τα μπλοκ ζωγραφικής του, ό,τι χρειαζόταν για να αποτυπώνει όσα έβλεπε στην πόλη.
Πεινούσαμε. Οι ζωγραφιές του πατέρα μου, όποτε πουλιόντουσαν, δε μπορούσαν να μας εξασφαλίσουν ούτε τα βασικά. Η μητέρα μου άρχισε να δουλεύει καθαρίστρια σε σπίτια. Έλειπε ολόκληρη την ημέρα σχεδόν, κι έτσι ο πατέρας άρχισε να κουβαλάει τα καλοκαίρια, πέρα απ’ την ξύλινη βαλίτσα του, κι εμένα, μικρό αγόρι τότε.
Πιάναμε ένα ωραίο σημείο στο Κέντρο της Αθήνας, συνήθως με θέα την Ακρόπολη, και καθόμασταν εκεί με τις ώρες.
Την πρώτη φορά που παρακολούθησα αυτά που έφτιαχνε ο πατέρας, απόρησα. Ζωγράφιζε το τοπίο που έβλεπε κάθε φορά, μα πλάι απ’ το κέντρο της και προς τα κάτω, άφηνε το χαρτί κενό.
«Μπαμπά, γιατί δεν το ζωγραφίζεις όλο; Δεν είναι ωραίο έτσι άδειο.»
«Τα κενά τα γεμίζουν οι άνθρωποι, Κωστή. Και για να γεμίσεις κάτι, πρέπει να είναι αδειανό…»
Δεν κατάλαβα τι εννοούσε, μέχρι που ήρθαν οι πρώτες πελάτισσες. Μια καλοντυμένη γυναίκα που κρατούσε απ’ το χέρι ένα μικρό κορίτσι, το οποίο το έβαλε να καθίσει απέναντι απ’ τον πατέρα μου.
«Διάλεξε, κορίτσι μου, όποια ζωγραφιά σου αρέσει καλύτερα!», είπε εκείνος, δείχνοντάς της ό,τι είχε ζωγραφίσει μέχρι εκείνη την ώρα. Διάλεξε μία ασπρόμαυρη. Κι έτσι ο πατέρας μου άρχισε να ζωγραφίζει το κορίτσι στο κενό της ζωγραφιάς. Όταν τελείωσε, είχα μαγευτεί.
«Καλύτερα τώρα, Κωστή;»
«Αχ ναι, μπαμπά!»
Κι αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με τη σημασία που έχουν τα κενά για τους ανθρώπους.
Άρχισα να παίρνω κι εγώ χαρτιά και τις δικές μου ξυλομπογιές και προσπαθούσα να κάνω ό,τι έκανε κι ο πατέρας. Άφηνα κι εγώ κενά για τους ανθρώπους. Μόνο που επειδή εμένα δεν ερχόταν κανένας άνθρωπος να κάτσει απέναντί μου και να τα γεμίσει, αποφάσισα να τα γεμίζω μόνος μου. Ζωγράφιζα το μπαμπά κάτω από την ταμπέλα ενός σουβλατζίδικου, δίπλα σε έναν μεγάλο αδέσποτο σκύλο, μπροστά από ένα κατάστημα παπουτσιών στην Ερμού, ζωγράφιζα τη μαμά μου κάτω απ’ την Ακρόπολη, μπροστά απ’ τη Βουλή, δίπλα στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη στη Σταδίου…
«Ψυχή μου εσύ! Ποτέ δε μ’ αφήνεις πίσω!», μου έλεγε η μάνα μου καθώς στερέωνε τις ζωγραφιές μου στο ψυγείο με μαγνητάκια. Κι ας μην καταλάβαινε κανείς, αν δεν το έλεγα εγώ, ποιος απεικονιζόταν κάθε φορά στις ζωγραφιές μου. Δεν είχε σημασία. Ακόμα και το κορίτσι εκείνο του Θησείου ζωγράφιζα, πότε στο Σύνταγμα, πότε στο Μοναστηράκι και στην Πλάκα, πάντα σε φόντο ασπρόμαυρο που της άρεσε. Όπου πηγαίναμε εμείς με τον πατέρα, την έπαιρνα μαζί μου κι εκείνη. Γιατί ήταν το πρώτο μου σύμβολο για τα κενά που γεμίζουν οι άνθρωποι…
Έχουν περάσει είκοσι χρόνια από τότε. Στο Σύνταγμα έπαψα να ζωγραφίζω ανέμελα κι έφτασα πια εκεί μόνο να διαμαρτύρομαι. Ο πατέρας, σβήνοντας πριν από καιρό, γέμισε ένα κενό στο πάνω, πλέον, μέρος μιας ζωγραφιάς μου… Την κουβαλάω μαζί μου μέσα στις βαλίτσες μου. Τώρα που σχεδόν αναγκάζομαι να φύγω απ’ την Ελλάδα, αφήνοντας πίσω τη μητέρα μου, σε μιαν ασπρόμαυρη Αθήνα, μ’ ένα τεράστιο κενό…
.
Η Ευτυχία Κανάρη γεννήθηκε το 1982 και μεγάλωσε στη Σαλαμίνα, αφιερώνοντας κάποια χρόνια διαμονής σε αθηναϊκές γειτονιές. Μαθήτευσε περιστασιακά σε διάφορους τομείς της τέχνης, όπως ζωγραφική και μουσική, όμως αυτό που δεν εγκατέλειψε ποτέ είναι η συγγραφή. Έχει βραβευτεί για τη συμμετοχή της σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και έχει ολοκληρώσει έργα όπως το θεατρικό «Παρούσες απουσίες», το μυθιστόρημα «Θάνατος, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας» και ποιητικά όπως το «27», «Χαμένος Ήλιος», «Σε σκότωσα», «Συλλαβίζοντας τον Παράδεισο», «Κλωστή και Πανσέληνος» κ.α.
[ facebook ] [ e-mail ]

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Δημοφιλείς αναρτήσεις