Δημήτρης Μητρόπουλος...
Γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1896 στην Αθήνα. Αρχίζει μαθήματα πιάνου το 1906 και από το 1910 συνεχίζει τις μουσικές του σπουδές στο Ωδείο Αθηνών, στο πιάνο με τον Λούντβιχ Βασσενχόφεν (Ludwig Wassenhofen) και στα θεωρητικά με τον συνθέτη μαέστρο Αρμάν Μαρσίκ (Armand Marsick). Το 1913 παρουσιάζει, για πρώτη φορά δημόσια, σύνθεσή του και το 1915 διευθύνει για πρώτη φορά την ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών στο έργο του "Ταφή". Το 1920 εκτελείται η όπερά του Sœur Béatrice (με την Κατίνα Παξινού σοπράνο στον ομώνυμο πρωταγωνιστικό ρόλο). Την ίδια χρονιά φεύγει, υπότροφος του Ωδείου Αθηνών, για τις Βρυξέλλες, όπου πήρε μαθήματα σύνθεσης από τον Πωλ Ζιλσόν (Paul Gilson) και εκκλησιαστικού οργάνου από τον Αλφόνς Ντεσμέ (Alphonse Desmet). Το 1921 εγκαθίσταται στο Βερολίνο, όπου γνωρίζεται με τον Φερούτσιο Μπουζόνι και τον επόμενο χρόνο προσλαμβάνεται ως μουσικός εκγυμναστής στην Όπερα Unter den Linden. Στην όπερα και τη μουσική ζωή του Βερολίνου παρακολουθεί πολλούς μεγάλους μαέστρους της εποχής και με ορισμένους συνεργάζεται (όπως με τον Έριχ Κλάϊμπερ).
Επιστρέφει το 1924 στην Αθήνα και αναλαμβάνει, μαζί με τον Μ. Καλομοίρη, συνδιευθυντής της Ορχήστρας του Ελληνικού Ωδείου. Το 1925 γίνεται αρχιμουσικός της Συμφωνικής Ορχήστρας του Συλλόγου Συναυλιών και τη χρονιά αυτή εμφανίζεται για πρώτη φορά ως σολίστ πιάνου και μαέστρος ταυτόχρονα. Παράλληλα συνεχίζει τη σύνθεση, αλλά πρωταρχική του δραστηριότητα αποτελεί πια η διεύθυνση ορχήστρας.
Το 1927 αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Συμφωνικής Ορχήστρας του Ωδείου Αθηνών. Είναι ήδη εξέχουσα μορφή της ελληνικής μουσικής ζωής, γεγονός που αναγνωρίζεται ιδιαίτερα και από την κριτική της εποχής.
Το 1930 εμφανίζεται για πρώτη φορά στο εξωτερικό επικεφαλής της Φιλαρμονικής του Βερολίνου, υπό την τριπλή ιδιότητα του μαέστρου, σολίστ (στο 3ο Κοντσέρτο του Προκόφιεφ) και συνθέτη. Τα επόμενα χρόνια, από το 1932, πληθαίνουν οι εμφανίσεις του με μεγάλες ορχήστρες σε πολλές χώρες της Ευρώπης (Παρίσι, Μόντε Κάρλο, Μασσαλία, Ρώμη, Μιλάνο, Λίβερπουλ, Βαρσοβία, Μόσχα, Πετρούπολη, Βερολίνο κ.ά.)
Παράλληλα στην Ελλάδα πρωτοστατεί και στη διοργάνωση συναυλιών για πρώτη φορά σε αρχαία θέατρα. Τόσο στο εξωτερικό, όσο και στην Ελλάδα, εμφανίζεται συχνά ως μαέστρος και σολίστ. Η φήμη του τον φέρνει το 1936 στην Αμερική για να διευθύνει τη Συμφωνική της Βοστόνης, προσκεκλημένος του Σέργιου Κουσεβίτσκι. Η επιτυχία του είναι τόσο μεγάλη, ώστε τον οδηγεί τελικά να αναλάβει τη θέση του μουσικού διευθυντή της Συμφωνικής Ορχήστρας της Μιννεάπολης το 1938. Εγκαθίσταται στην Αμερική και παραμένει στη Μινvεάπολη ως το 1949. Αναδεικνύει την ορχήστρα της Μιννεάπολης σε μια από τις καλύτερες ορχήστρες της Αμερικής, Παράλληλα εμφανίζεται με πολλές άλλες μεγάλες αμερικανικές ορχήστρες.
Το 1949 γίνεται συνδιευθυντής, μαζί με τον Λεοπόλδο Στοκόφσκι, της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης και το 1951 εκλέγεται μόνος μουσικός διευθυντής της ορχήστρας. Τα χρόνια αυτά ζει μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του με τη Φιλαρμονική (όπως με τις όπερες "Βότσεκ" και "Ηλέκτρα", περιοδείες κ.ά.) Το 1954 γίνεται μόνιμος μαέστρος της Μετροπόλιταν Όπερα. Από το 1950, ως και το τέλος της ζωής του, ταξιδεύει κάθε χρόνο στην Ευρώπη, ως προσκεκλημένος μαέστρος ή επικεφαλής της ορχήστρας του, και εμφανίζεται σε πολλές πόλεις, μεγάλα φεστιβάλ (Σάλτσμπουργκ, Βενετία, Μουσικός Μάϊος Φλωρεντίας, Λουκέρνη, Βιέννη κ.ά.) όπερες (Σκάλα του Μιλάνου, Βιέννη κ.ά.) και μεγάλες ορχήστρες (Φιλαρμονική Βιέννης, Φιλαρμονική Βερολίνου, Κοντσερτγκεμπάου, Ορχήστρα Σκάλας κ.ά.). Ιδιαίτερη σχέση δημιουργεί με τη Φιλαρμονική της Βιέννης
Το 1955 επιστρέφει θριαμβευτικά, για πρώτη φορά, ύστερα από δεκαέξι χρόνια, στην Ελλάδα στα πλαίσια της πρώτης μεταπολεμικής περιοδείας της Φιλαρμονικής της Ν. Υόρκης. Το 1957 η ορχήστρα επανέρχεται στο σύστημα των συνδιευθυντών με το Μητρόπουλο και τον Μπερνστάϊν. Τον επόμενο χρόνο ο Μητρόπουλος παραιτείται από συνδιευθυντής της Φιλαρμονικής, την οποία διευθύνει έκτοτε ως προσκεκλημένος μαέστρος. Τη χρονιά αυτή η Φιλαρμονική με τον Μητρόπουλο και τον Μπερνστάϊν, περιοδεύει στη Λατινική Αμερική. Το 1959 παθαίνει σοβαρή καρδιακή προσβολή (μια πρώτη προσβολή είχε υποστεί το 1952) και ύστερα από την ανάρρωσή του, επανέρχεται, παρά τις αντίθετες συμβουλές των γιατρών, σε αμείωτη δραστηριότητα. Το 1960 παθαίνει νέα, μοιραία καρδιακή προσβολή, ενώ βρισκόταν στο πόντιουμ, διευθύνοντας δοκιμή της 3ης Συμφωνίας του Μάλερ. Σύμφωνα με τη διαθήκη του η λήκυθος της τέφρας του μεταφέρθηκε στην Ελλάδα και εναποτέθηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.
Γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1896 στην Αθήνα. Αρχίζει μαθήματα πιάνου το 1906 και από το 1910 συνεχίζει τις μουσικές του σπουδές στο Ωδείο Αθηνών, στο πιάνο με τον Λούντβιχ Βασσενχόφεν (Ludwig Wassenhofen) και στα θεωρητικά με τον συνθέτη μαέστρο Αρμάν Μαρσίκ (Armand Marsick). Το 1913 παρουσιάζει, για πρώτη φορά δημόσια, σύνθεσή του και το 1915 διευθύνει για πρώτη φορά την ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών στο έργο του "Ταφή". Το 1920 εκτελείται η όπερά του Sœur Béatrice (με την Κατίνα Παξινού σοπράνο στον ομώνυμο πρωταγωνιστικό ρόλο). Την ίδια χρονιά φεύγει, υπότροφος του Ωδείου Αθηνών, για τις Βρυξέλλες, όπου πήρε μαθήματα σύνθεσης από τον Πωλ Ζιλσόν (Paul Gilson) και εκκλησιαστικού οργάνου από τον Αλφόνς Ντεσμέ (Alphonse Desmet). Το 1921 εγκαθίσταται στο Βερολίνο, όπου γνωρίζεται με τον Φερούτσιο Μπουζόνι και τον επόμενο χρόνο προσλαμβάνεται ως μουσικός εκγυμναστής στην Όπερα Unter den Linden. Στην όπερα και τη μουσική ζωή του Βερολίνου παρακολουθεί πολλούς μεγάλους μαέστρους της εποχής και με ορισμένους συνεργάζεται (όπως με τον Έριχ Κλάϊμπερ).
Επιστρέφει το 1924 στην Αθήνα και αναλαμβάνει, μαζί με τον Μ. Καλομοίρη, συνδιευθυντής της Ορχήστρας του Ελληνικού Ωδείου. Το 1925 γίνεται αρχιμουσικός της Συμφωνικής Ορχήστρας του Συλλόγου Συναυλιών και τη χρονιά αυτή εμφανίζεται για πρώτη φορά ως σολίστ πιάνου και μαέστρος ταυτόχρονα. Παράλληλα συνεχίζει τη σύνθεση, αλλά πρωταρχική του δραστηριότητα αποτελεί πια η διεύθυνση ορχήστρας.
Το 1927 αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Συμφωνικής Ορχήστρας του Ωδείου Αθηνών. Είναι ήδη εξέχουσα μορφή της ελληνικής μουσικής ζωής, γεγονός που αναγνωρίζεται ιδιαίτερα και από την κριτική της εποχής.
Το 1930 εμφανίζεται για πρώτη φορά στο εξωτερικό επικεφαλής της Φιλαρμονικής του Βερολίνου, υπό την τριπλή ιδιότητα του μαέστρου, σολίστ (στο 3ο Κοντσέρτο του Προκόφιεφ) και συνθέτη. Τα επόμενα χρόνια, από το 1932, πληθαίνουν οι εμφανίσεις του με μεγάλες ορχήστρες σε πολλές χώρες της Ευρώπης (Παρίσι, Μόντε Κάρλο, Μασσαλία, Ρώμη, Μιλάνο, Λίβερπουλ, Βαρσοβία, Μόσχα, Πετρούπολη, Βερολίνο κ.ά.)
Παράλληλα στην Ελλάδα πρωτοστατεί και στη διοργάνωση συναυλιών για πρώτη φορά σε αρχαία θέατρα. Τόσο στο εξωτερικό, όσο και στην Ελλάδα, εμφανίζεται συχνά ως μαέστρος και σολίστ. Η φήμη του τον φέρνει το 1936 στην Αμερική για να διευθύνει τη Συμφωνική της Βοστόνης, προσκεκλημένος του Σέργιου Κουσεβίτσκι. Η επιτυχία του είναι τόσο μεγάλη, ώστε τον οδηγεί τελικά να αναλάβει τη θέση του μουσικού διευθυντή της Συμφωνικής Ορχήστρας της Μιννεάπολης το 1938. Εγκαθίσταται στην Αμερική και παραμένει στη Μινvεάπολη ως το 1949. Αναδεικνύει την ορχήστρα της Μιννεάπολης σε μια από τις καλύτερες ορχήστρες της Αμερικής, Παράλληλα εμφανίζεται με πολλές άλλες μεγάλες αμερικανικές ορχήστρες.
Το 1949 γίνεται συνδιευθυντής, μαζί με τον Λεοπόλδο Στοκόφσκι, της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης και το 1951 εκλέγεται μόνος μουσικός διευθυντής της ορχήστρας. Τα χρόνια αυτά ζει μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του με τη Φιλαρμονική (όπως με τις όπερες "Βότσεκ" και "Ηλέκτρα", περιοδείες κ.ά.) Το 1954 γίνεται μόνιμος μαέστρος της Μετροπόλιταν Όπερα. Από το 1950, ως και το τέλος της ζωής του, ταξιδεύει κάθε χρόνο στην Ευρώπη, ως προσκεκλημένος μαέστρος ή επικεφαλής της ορχήστρας του, και εμφανίζεται σε πολλές πόλεις, μεγάλα φεστιβάλ (Σάλτσμπουργκ, Βενετία, Μουσικός Μάϊος Φλωρεντίας, Λουκέρνη, Βιέννη κ.ά.) όπερες (Σκάλα του Μιλάνου, Βιέννη κ.ά.) και μεγάλες ορχήστρες (Φιλαρμονική Βιέννης, Φιλαρμονική Βερολίνου, Κοντσερτγκεμπάου, Ορχήστρα Σκάλας κ.ά.). Ιδιαίτερη σχέση δημιουργεί με τη Φιλαρμονική της Βιέννης
Το 1955 επιστρέφει θριαμβευτικά, για πρώτη φορά, ύστερα από δεκαέξι χρόνια, στην Ελλάδα στα πλαίσια της πρώτης μεταπολεμικής περιοδείας της Φιλαρμονικής της Ν. Υόρκης. Το 1957 η ορχήστρα επανέρχεται στο σύστημα των συνδιευθυντών με το Μητρόπουλο και τον Μπερνστάϊν. Τον επόμενο χρόνο ο Μητρόπουλος παραιτείται από συνδιευθυντής της Φιλαρμονικής, την οποία διευθύνει έκτοτε ως προσκεκλημένος μαέστρος. Τη χρονιά αυτή η Φιλαρμονική με τον Μητρόπουλο και τον Μπερνστάϊν, περιοδεύει στη Λατινική Αμερική. Το 1959 παθαίνει σοβαρή καρδιακή προσβολή (μια πρώτη προσβολή είχε υποστεί το 1952) και ύστερα από την ανάρρωσή του, επανέρχεται, παρά τις αντίθετες συμβουλές των γιατρών, σε αμείωτη δραστηριότητα. Το 1960 παθαίνει νέα, μοιραία καρδιακή προσβολή, ενώ βρισκόταν στο πόντιουμ, διευθύνοντας δοκιμή της 3ης Συμφωνίας του Μάλερ. Σύμφωνα με τη διαθήκη του η λήκυθος της τέφρας του μεταφέρθηκε στην Ελλάδα και εναποτέθηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.