Προς την μητέρα μου* 1874
Του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
Μάννα μου, εγώμαι τ’ άμοιρο, το σκοτεινό τρυγόνι,
οπού το δέρνει ο άνεμος, βροχή που το πληγώνει.
Το δόλιο! Όπου κι αν στραφή,
Του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
Μάννα μου, εγώμαι τ’ άμοιρο, το σκοτεινό τρυγόνι,
οπού το δέρνει ο άνεμος, βροχή που το πληγώνει.
Το δόλιο! Όπου κι αν στραφή,
κι αφ’ όπου κι αν περάση,
δε βρίσκει πέτρα να σταθή, κλωνάρι να πλαγιάση.
δε βρίσκει πέτρα να σταθή, κλωνάρι να πλαγιάση.
Εγώ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ’ αποδαρμένη
μέσα σε πέλαγο ανοιχτό, σε θάλασσ’ αφρισμένη,
παλαίβω με τα κύματα, χωρίς πανί, τιμόνι
κι άλλη δεν έχω άγκουρα πλην την ευχή σου μόνη
Στην αγκαλιά σου τη γλυκειά, μανούλά μου, ν’ αράξω
μές το βαθύ το πέλαγο αυτό πριχού βουλιάξω.
Μανούλα μου, ήθελα να πάω, να φύγω, να μισέψω,
του ροιζικού μου από μακρυά τη θύρα ν’ αγναντέψω.
Στο θλιβερό βασίλειο της Μοίρας να πατήσω,
κ’ εκεί ναβρώ τη μοίρά μου και να την ερωτήσω.
Να της ειπώ. είναι πολλά σκληρά τα βάσανά μου,
ωσάν το δίχτυ που σφαλνά θάλασσα φύκια κι’ άμμο.
Είναι κ’ η τύχη μου σκληρή, σαν την ψυχή τη μαύρη,
π’ αρνήσθηκε την Παναγιά, κι’ όπώλεος δε θαύρη.
Κ’ εκείνη μ’ αποκρίθηκε κι εκείνη απελογήθη.
«ήτον ανήλιαστη, άτυχε, η μέρα που γεννήθης.
Άλλοι επήραν τον άνθό και σύ τη ρίζα πήρες.
Όντας σ’ έπλασ’ ο θεός δεν είχεν άλλαις μοίραις».
*Reading via Literaria
μέσα σε πέλαγο ανοιχτό, σε θάλασσ’ αφρισμένη,
παλαίβω με τα κύματα, χωρίς πανί, τιμόνι
κι άλλη δεν έχω άγκουρα πλην την ευχή σου μόνη
Στην αγκαλιά σου τη γλυκειά, μανούλά μου, ν’ αράξω
μές το βαθύ το πέλαγο αυτό πριχού βουλιάξω.
Μανούλα μου, ήθελα να πάω, να φύγω, να μισέψω,
του ροιζικού μου από μακρυά τη θύρα ν’ αγναντέψω.
Στο θλιβερό βασίλειο της Μοίρας να πατήσω,
κ’ εκεί ναβρώ τη μοίρά μου και να την ερωτήσω.
Να της ειπώ. είναι πολλά σκληρά τα βάσανά μου,
ωσάν το δίχτυ που σφαλνά θάλασσα φύκια κι’ άμμο.
Είναι κ’ η τύχη μου σκληρή, σαν την ψυχή τη μαύρη,
π’ αρνήσθηκε την Παναγιά, κι’ όπώλεος δε θαύρη.
Κ’ εκείνη μ’ αποκρίθηκε κι εκείνη απελογήθη.
«ήτον ανήλιαστη, άτυχε, η μέρα που γεννήθης.
Άλλοι επήραν τον άνθό και σύ τη ρίζα πήρες.
Όντας σ’ έπλασ’ ο θεός δεν είχεν άλλαις μοίραις».
*Reading via Literaria