Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
του Μανόλη Χουρσανίδη *
.
“Δεν λιγοστεύ’ η συμφορά όσω και αν την λέγης.
Αλλ’ είναι πόνοι που ήσυχα μες στην καρδιά δεν μένουν.
Διψούν με το παράπονο να βγουν να ξεθυμάνουν.”
Κ. Π. Καβάφης Από τα αποκηρυγμένα «Ένας Έρως»
.
Έψαξε για ακόμα μια φορά στα συρτάρια. Δεν πήρε τίποτε άλλο. Άνοιξε
με δύναμη και τόλμη, τούτη τη φορά, την πόρτα και βγήκε. Ήταν
αποφασισμένη να αφήσει για πάντα πίσω όλα εκείνα που τόσα χρόνια δεν την
άφηναν να φύγει. Ο πράσινος σταυρός που αναβόσβηνε στο απέναντι
φαρμακείο ήταν το μοναδικό σημάδι ζωής στον ανηφορικό δρόμο, έξω από το
σπίτι. Όποτε είχε πονοκέφαλο έτρεχε σε τούτο το φαρμακείο για καμιά
ασπιρίνη. Τελευταία όμως ούτε και για αυτό είχε διάθεση. Προτιμούσε να
μένει με τον πονοκέφαλο και την μόνιμη «ζωντανή» της συντροφιά …τον
θόρυβο από τους σωλήνες του νερού, μέσα στον τοίχο ή τα δυο φλιτζάνια
καφέ που από συνήθεια ετοίμαζε κάθε απόγευμα και άφηνε στο περβάζι του
παράθυρου να κρυώσουν.
Πριν από λίγο αποχαιρέτησε με μια τυπική καληνύχτα κείνο το νέο, με
το ξεκούμπωτο πουκάμισο που την είχε επισκεφθεί απόψε. Θα φτάνει στις
σκάλες του Αϊ-Νικόλα τώρα. Είναι σίγουρη πως ακούει το δυνατό και
ασυγκράτητο γέλιο του και τον φαντάζεται να τραβάει το δρόμο του ήσυχος,
ξεκουμπώνοντας άλλο ένα κουμπί …σαν απελευθέρωση.
Το φεγγάρι κρύφτηκε πίσω από ένα σύννεφο, ζωντανεύοντας τις σκιές
στην άκρη του δρόμου. Κοντοστάθηκε, όχι από φόβο, ακούμπησε κάτω την
βαλίτσα και αποφάσισε ότι δεν την χρειαζόταν. Της ήταν αρκετά τα
μαντίλια της, τα στραβοπατημένα της παπούτσια, η μαύρη τσάντα και τα
ποιήματά της.
Επιτέλους απελευθερώθηκε από τούτο το σπίτι, τη φθορά του, κυρίως
όμως από την ατολμία της τόσων χρόνων να βγει, να δει την πολιτεία, να
γλιτώσει από τις σκιές. Άσπρισαν τα μαλλιά της εδώ μέσα, ζάρωσε το
πρόσωπο και χλόμιασε. Το σώμα λύγισε, καμπούριασε με τόσο πόνο και
μοναξιά. Βαρέθηκε να παλεύει με τις σκιές και τον ήχο, από τα
ξυλοπάπουτσα των τύψεων, κάθε βράδυ. Οι σκιές στο σπίτι μπορούν
ανενόχλητες πλέον να γράφουν στη σκόνη του πιάνου λόγια που της θύμιζαν
τις μεγάλες ελπίδες που στήριζαν οι δικοί της στο μουσικό της ταλέντο
σαν ήταν κοριτσάκι με δυο ξανθές πλεξούδες.
Η πολιτεία απλώνει μπροστά της διαδρόμους τα φώτα της, αέρινη,
μεταφυσική, άυλη. Κει μέσα της θα χωθεί, μακριά από το σπίτι, από το
χρόνο, τη φθορά, από τον εαυτό της. Δυο δυνατά φτερά θα την σύρουν στον
γαλάζιο αέρα χωρίς να έχει σημασία προς τα πού. Αρκεί να μπορέσουν να το
κάνουν, για να ασπρίσει επιτέλους η καρδιά της, όπως ασπρίσαν τα μαλλιά
της. Θα πετάξει στον ανοιξιάτικο αέρα μοναχή, όπως πορεύθηκε στον
έρωτα, την δόξα και τον θάνατο. Μοναχή και ας το ξέρει πως δεν ωφελεί.
Τίποτε πια δεν την κρατά. Το στοιχειωμένο σπίτι, τα κάδρα, οι σουβάδες, η
ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα, την διώχνουν μακριά. Όλοι όσοι κάθισαν σε
τούτη την πολυθρόνα κάνοντας όνειρα, όπως ταιριάζει στους νέους, δεν
υπάρχουν πια. Κάτω από το χώμα ξεκουράζονται δίχως να τους νοιάζει το
φεγγάρι ή η βροχή. Θα αφήσει τα μαντίλια σα πανί ψαρόβαρκας να ανοίξουν
διάπλατα στον ουρανό μια που δεν έχει τίποτα να κρατήσει δεμένο μέσα
τους και να ξεφύγει έτσι από κείνη την κουραστική ιδιοτροπία της με τα
μαντίλια.
Θα σταθεί στο εκκλησάκι του Αϊ Νικόλα, για να βγάλει από πάνω της τη
ζέστα από το «τυχαίο» άγγιγμα του σακακιού του νέου και να συνομιλήσει
ξανά με τον θεό, όπως έκανε και άλλες ανοιξιάτικες νύχτες, όταν ντυμένος
στο σεληνόφως εμφανίστηκε μπροστά της. Κάθε φορά που ένοιωθε τα
αχόρταγα μάτια των αντρών να την πολιορκούν, μιλούσε μαζί του για να
ξεφύγει από την λάγνα σάρκα και τα πάθη. Τόσα χρόνια, μέρες, νύχτες και
μεσημέρια, έμεινε μόνη, ανένδοτη, μόνη και πάναγνη, γράφοντας στίχους,
γι’ αυτόν.
Η ώρα είναι περασμένη.
Επιτέλους …Βγήκε από αυτό το σπίτι. Πρέπει να ακούσει τα βήματα της
πολιτείας, να σταματήσει να ακούει τα βήματα του θεού, να μάθει να
περπατάει χωρίς τις σκιές και τον ήχο του πιάνου, χωρίς τους νεκρούς και
τους ραγισμένους καθρέπτες. Να δει επιτέλους καθάριο και αδιαίρετο το
πρόσωπο της, τις δυο ξανθές πλεξούδες και τον άσπρο γιακά. Πρέπει να
πετάξει από πάνω της τη δαντελένια σκουφίτσα και τους κρίκους, τα
τριβόλια και τα αγκάθια και να δείξει όλη της την ανυπακοή στο λουρί και
της πενταροδεκάρες των άλλων. Κουράστηκε να λέει «ευχαριστώ » και να
βυθίζεται σε μια κουζίνα ανάμεσα σε πιάτα, δίσκους και πρέπει. Την
κούρασε και ο ίλιγγος της σιωπής, το φεγγάρι που την τραβάει μέσα,
κείνες οι αέρινες σκιές στο σκοτάδι που ζωντανεύουν και οι απόκοσμες
φωνές που ακούει, σαν την ανάσα του ωκεανού. Προτιμά «τη σονάτα του
σεληνόφωτος », έστω… από το ραδιόφωνο του απέναντι μπαρ.
Το φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Και στις γωνιές οι σκιές σφίγγονται από
μιαν σχεδόν οργή, όχι τόσο για τη ζωή όσο για την άχρηστη εξομολόγηση.
.
Ο Μανόλης Χουρσανίδης γεννήθηκε στο Τεφέλι
Ηρακλειου το 1965. Σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο και
Δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο του Ουρμπίνο της Ιταλίας Ζει στο Ηράκλειο
Κρήτης και εργάζεται ως Καθηγητής σε δημόσιο Σχολειο της πόλης.
[ ιστολόγιο ] [ e-mail ]
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω