Δευτέρα 20 Μαΐου 2013

20 Μαΐου 1825

Αντί δεσπότης, μπουρλοτιέρης του Μοριά...
- - -
Του Φλέσσα η μάνα κάθεται στης Πολιανής την ράχη,
τα Κοντοβούνια αγνάντευε και τα πουλιά ρωτάει:
- Πουλάκια μ’ κι αηδονάκια μου, που ‘ρχεσθε στον αέρα,
μην είδατε το στρατηγό, τον Φλέσσα αρχιμανδρίτη;
- Στα Κοντοβούνια πέρασε και στα Σουλιμοχώρια,
και παλικάρια μάζωνε όλους Κοντοβουνίσιους,
τα μάζωξε, τα σύναξε τα ‘καμε τρεις χιλιάδες.
Κάθονταν και τ’ αρμήνενε σαν μάνα, σαν πατέρας:

- Εμπρός, εμπρός, μωρέ παιδιά, στο Νιόκαστρο να πάμε,
να κάμομ’ έναν πόλεμο με τούς στραβαραπάδες
κι αν δεν σας ντύσω μάλαμα, Φλέσσα να μην με πούνε.
Και ο Κεφάλας τό ᾿λεγε, και ο Κεφάλας λέγει:
- Τού Μισιριού η Αραπιά στο Νιόκαστρο είν’ φερμένη.
- Σιώπα, Κεφάλα, μην το λες, και μην το κουβεντιάζης,
να μην τ’ ακούσ’ η Διοίκηση, λουφέδες δεν μας στείλη,
να μην τ’ ακούσουν τα ορδιά, μεντάτι δεν ελθούνε,
να μην τ’ ακούσουν τα παιδιά, και τα λιγοκαρδίσεις.

Ακόμη λόγος έστεκε και συτυχιά κρατιέται,
κι η Αραπιά τους έζωσε μια κoσαργιά χιλιάδες.
- Άϊντε, παιδιά, να πιάσομε στο Ερημομανιάκι.
Κι αρχίσανε τον πόλεμο απ’ την αυγή ως το βράδυ.
Μπραϊμης βάνει την φωνή, λέγει του παπά Φλέσσα.
- Εύγα, Φλέσσα, προσκύνησε με ούλο σου τ’ ασκέρι.
- Δεν σε φοβούμ’ Μπραήμ πασά, στο νουν μου δεν σε βάνω
κι εμέ μεντάτι μόρχονται οι Κολοκοτρωναίοι!

Και στα ταμπούρια πέσανε αυτοί οι Αραπάδες.
Ο Φλέσσας βάνει μια φωνή και λέγει των στρατιωτών του
- Τώρα παιδιά θα σας ειδώ αν είστε παλικάρια!
Και τα σπαθιά τραβήξανε και κάμνουν το γιουρούσι.
Μια μπαταριά του ρίξανε πικρή φαρμακωμένη.
- - -
Στις 20 Μαΐου 1825 δόθηκε η πολυθρύλητη μάχη του Μανιακίου στην οποία έπεσε ηρωικά ο Παπαφλέσσας και οι περισσότεροι από τους συντρόφους του, περίπου πεντακόσιοι.

Ήξεραν ότι θα πεθάνουν. Έφραξαν το δρόμο στη στρατιά του Ιμπραήμ για οκτώ ώρες και πέθαναν ως Έλληνες...

(To παρόν έχει αναδημοσιευτεί από το αξιόλογο μέλος της σελίδας μας Θανάση Διάκο.)

72 XΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

 72 XΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ-Xαράματα της 20 Μαίου 1941 γερμανικά μεταγωγικά ju 52 απογειώθηκαν από αεροδρόμια της Ηπειρωτικής Ελλάδος για την κατάληψη της ελεύθερης έως τότε Κρήτης.Η"επιχείρηση Ερμής" προέβλεπε την αποστολή επίλεκτων μονάδων για την γρήγορη κατάληψη των τριών μεγάλων πόλεων,Ηρακλείου,Χανίων και Ρεθύμνου και των αεροδρομίων της Κρήτης.Μετά από ένα δεκαήμερο σκληρών αναμετρήσεων,η μάχη της Κρήτης,έληξε με μια "πύρρειο νίκη" των γερμανών και τεράστιες απώλειες της αφρόκρεμας του επίλεκτου σώματος των αλεξιπτωτιστών.Η Κρήτη στην συνέχεια ,πλήρωσε τραγικά το τίμημα της αντίστασης.Εκτελέσεις.θηριωδίες,συλλήψεις,εμπρησμοί,τα αντίποινα των γερμανών σε βάρος του Κρητικού λαού.- (Νικ.Φουκ)

Σαν σήμερα στις 20 Μαΐου 1941

 Σαν σήμερα στις 20 Μαΐου 1941 ξεκινάει η επιχείρηση κατάληψης της Κρήτης από τους Γερμανούς κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η αεροπορική έφοδος των Γερμανών με το συνθηματικό όνομα «Unternehmen Merkur» (Επιχείρηση Ερμής) εναντίον του νησιού ξεκινάει από τα Χανιά και συνεχίζεται για 11 μέρες σε ολόκληρη την Κρήτη. Οι κατακτητές μετά από την απίστευτη αντίσταση των Κρητικών, αφήνουν χιλιάδες στρατιώτες νεκρούς από την πρώτη μέρα των επιχειρήσεων.

Σήμερα... 20/5



Αλεσσάντρο ντι Μαριάνο Φιλιπέπι

Ο Αλεσσάντρο ντι Μαριάνο Φιλιπέπι (Alessandro di Mariano di Vanni Filipepi) (1444/1445 – 17 Μαΐου 1510), γνωστός περισσότερο ως Σάντρο Μποττιτσέλλι[1], (Sandro Botticelli) ήταν διακεκριμένος Ιταλός ζωγράφος της αναγέννησης. Αποτέλεσε έναν από τους πιο γνωστούς και επιτυχημένους καλλιτέχνες της εποχής του, του οποίου η φήμη άρχισε να εξανεμίζεται κατά τις αρχές του 16ου αιώνα, όταν οι φιλοσοφικές ιδέες που διαπερνούσαν τους πίνακές του άρχισαν να εκτοπίζονται. Το ενδιαφέρον για το έργο του αναθερμάνθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, αποκτώντας τη θέση και την αναγνώριση που κατέχει μέχρι σήμερα.

Σχεδόν το σύνολο των πληροφοριών για τη ζωή του Μποτιτσέλι προέρχεται από τη βιογραφία του Τζόρτζιο Βαζάρι, καθώς και από επίσημα έγγραφα της εποχής. Γεννήθηκε το 1445 (ως έτος γεννήσεως αναφέρεται επίσης το 1444) στη Φλωρεντία και ήταν το τελευταίο παιδί του βυρσοδέψη Μαριάνο ντι Βάνι και της Σμεράλντα. Σε νεαρή ηλικία άρχισε να εξασκείται ως χρυσοτέχνης, αξιοσέβαστο επάγγελμα της εποχής, το οποίο ακολούθησαν στα πρώτα τους βήματα και άλλοι ζωγράφοι της Αναγέννησης. Σε ηλικία περίπου δεκαοκτώ ετών αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χρυσοτεχνία και να ασχοληθεί με τη ζωγραφική. Μαθήτευσε στο πλευρό του Φρα Φιλίππο Λίππι (περ. 1406-1469), ενός από τους διασημότερους ζωγράφους της Φλωρεντίας, ο οποίος συνεργαζόταν με ισχυρές οικογένειες της πόλης, όπως των Μεδίκων, λαμβάνοντας σημαντικές παραγγελίες. Ο Μποττιτσέλλι βρέθηκε στο εργαστήριό του, στο Πράτο, πιθανότατα από το 1461 ή 1462 μέχρι το 1467 και ο πρώτος πίνακας που φιλοτέχνησε, μία Προσκύνηση των Μάγων, χρονολογείται στην περίοδο 1465-67.

Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του κοντά στον Λίπι, επέστρεψε στη γενέτειρά του και απέκτησε το δικό του εργαστήριο. Την ίδια περίοδο, δέχθηκε την επιρροή του Αντρέα ντελ Βερρόκκιο, δασκάλου του Λεονάρντο ντα Βίντσι. Μία από τις πρώτες παραγγελίες που ανέλαβε, χρονολογείται με ακρίβεια στο 1470 και περιλάμβανε μία σειρά πινάκων που θα απεικόνιζαν τις επτά βασικές αρετές (δύναμη, πίστη, ελπίδα, δικαιοσύνη, αγάπη, σύνεση και εγκράτεια), για λογαριασμό ενός ειδικού δικαστηρίου, με αρμοδιότητα σε υποθέσεις εμπορικού δικαίου. Ο Μποτιτσέλι φιλοτέχνησε τελικά μόνο τη Δύναμη, έργο για το οποίο έλαβε την αμοιβή του στις 18 Αυγούστου 1470. Δύο χρόνια αργότερα, έγινε μέλος της συντεχνίας του Αγίου Λουκά, ενώ στα πρακτικά της συντεχνίας αναφέρεται επίσης ο γιος του δασκάλου του και ζωγράφος Φιλίππο Λίππι ως βοηθός του. Το 1474 ταξίδεψε στην Πίζα, όπου κατόπιν παραγγελίας ανέλαβε να φιλοτεχνήσει νωπογραφίες για το Καμποσάντο, ωστόσο εργάστηκε τελικά για τη διακόσμηση του καθεδρικού ναού της πόλης φιλοτεχνώντας την Ανάληψη της Παναγίας, έργο που όμως δεν ολοκλήρωσε, για άγνωστους λόγους. Στη δεκαετία του 1470, ο Μποττιτσέλλι ολοκλήρωσε αρκετές προσωπογραφίες μέσα από τις οποίες εδραιώθηκε η φήμη του, όπως φαίνεται από το γεγονός πως φιλοτέχνησε πορτρέτα επιφανών προσωπικοτήτων της υψηλής κοινωνίας της Φλωρεντίας. Στις σημαντικότερες από αυτές, ανήκει η Προσωπογραφία του Τζουλιάνο των Μεδίκων (περ. 1476-78) καθώς και η Προσωπογραφία νέου που κρατά μετάλλιο του Κόζιμο των Μεδίκων (περ. 1475). O Μποτιτσέλι συνδέθηκε στενά με την οικογένεια των Μεδίκων και μέσα από τον ευρύτερο κύκλο των γνωριμιών της, ήρθε σε επαφή με τις ιδέες του νεοπλατωνισμού.
Το 1480, η οικογένεια Βεσπούτσι του ανέθεσε μία νωπογραφία για την εκκλησία των Αγίων Πάντων στη Φλωρεντία, με θέμα το όραμα του Αγίου Αυγουστίνου στο οποίο εμφανίστηκε ο Άγιος Ιερώνυμος. Το έργο αυτό, επρόκειτο να συνοδεύσει τη νωπογραφία του Αγίου Ιερώνυμου, έργο του Ντομένικο Γκιρλαντάγιο. Τον επόμενο χρόνο επισκέφτηκε τη Ρώμη, προσκεκλημένος του πάπα Σίξτου Δ΄, προκειμένου να διακοσμήσει μαζί με άλλους διακεκριμένους ζωγράφους της εποχής όπως ο Γκιρλαντάγιο, ο Κόζιμο Ροσέλι και ο Περουτζίνο, τους τοίχους της Καπέλα Σιξτίνα. Ο Μποττιτσέλλι φιλοτέχνησε, για το σκοπό αυτό, τρεις νωπογραφίες στις οποίες απεικονίζονται οι Πειρασμοί του Μωυσή, η Τιμωρία των εξεγερμένων Εβραίων οι Πειρασμοί του Χριστού. Επέστρεψε στη Φλωρεντία την άνοιξη του 1482 και τα επόμενα χρόνια ολοκλήρωσε αρκετά αλληγορικά έργα, με θέματα δανεισμένα από τη μυθολογία, χωρίς ωστόσο να εγκαταλείψει τις θρησκευτικές συνθέσεις. Σε αυτή την περίοδο ανήκει και ένα από τα σημαντικότερα έργα του, η Αλληγορία της Άνοιξης (La Primavera), πίνακας που συμβολίζει τον ερχομό της ομώνυμης εποχής και αποτελεί ένα από τα πλέον δυσερμήνευτα έργα του Μποτιτσέλι. Κεντρική μορφή του έργου είναι η θεά του έρωτα Αφροδίτη, η οποία απεικονίζεται στον κήπο της, πλαισιωμένη από τις τρεις Χάριτες που εκτελούν ένα κυκλικό χορό, τον αγγελιοφόρο Ερμή, τον φτερωτό Έρωτα, τη θεά των λουλουδιών Φλώρα και τον Ζέφυρο, ο οποίος κυνηγά μία νύμφη. Θεωρείται πιθανό πως ο Μποτιτσέλι εμπνεύστηκε την Άνοιξη από το έργο του ποιητή της αυλής των Μεδίκων, Άντζελο Πολιτσιάνο, ενώ άλλες γραπτές πηγές που έχουν προταθεί για την κατανόηση των λεπτομερειών του πίνακα είναι το έργο του Οβίδιου Fasti, καθώς και το De rerum naturae του Λουκρήτιου.Το 1482 συμμετείχε στη διακόσμηση της Sala dei Gigli στο Παλάτσο Βέκιο, αν και δεν διασώζεται κανένα ίχνος από το έργο του. Τον επόμενο χρόνο φιλοτέχνησε τέσσερις σκηνές, βασισμένες στο Δεκαήμερο του Βοκάκιου, παραγγελία του εμπόρου της Φλωρεντίας Αντόνιο Πούτσι. Οι πίνακες προορίζονταν ως δώρο για το γάμο του γιου του, Τζιανότσο, και απεικόνιζαν την ιπποτική ιστορία αγάπης με πρωταγωνιστή τον ήρωα Ναστάζιο ντέλι Ονέστι. Στα μέσα της δεκαετίας του 1480 ολοκληρώθηκε επίσης ένας από τους πλέον δημοφιλείς πίνακές του, η Γέννηση της Αφροδίτης, έργο του οποίου δεν γνωρίζουμε τον παραγγελιοδότη, ωστόσο εικάζεται πως αποτέλεσε παραγγελία της οικογένειας των Μεδίκων καθώς βρισκόταν στην κατοχή της οικογένειας στις αρχές του 16ου αιώνα. Ο Μποτιτσέλι φιλοτέχνησε το έργο χρησιμοποιώντας ως πηγή τον Όμηρο και απεικόνισε τη στιγμή κατά την οποία η Αφροδίτη φθάνει στο νησί των Κυθήρων, μετά τη γέννησή της. Στο αριστερό άκρο του πίνακα, απέδωσε το Ζέφυρο μαζί με την Αύρα, οι οποίοι προσπαθούν να φυσήξουν έτσι ώστε η Αφροδίτη να φτάσει στη στεριά όπου θα την υποδεχτεί μία από τις Ώρες. Ο Μποτιτσέλι απεικόνισε την Αφροδίτη σύμφωνα με τις κλασικές αναλογίες των αρχαίων αγαλμάτων, ενώ για τη στάση της ακολούθησε το πρότυπο της Αιδήμονος Αφροδίτης (Venus Pudica).

Σύμφωνα με τον Βαζάρι, ο Μποττιτσέλλι ανταποκρίθηκε στην έξαρση του θρησκευτικού συναισθήματος που σημειώθηκε στη Φλωρεντία στα τέλη του 1480 με υπαίτιο τον μοναχό Τζιρόλαμο Σαβοναρόλα. Στην προτροπή του τελευταίου, προς τους πολίτες της Φλωρεντίας, να ρίξουν στην «πυρά της ματαιοδοξίας» (falò delle vanità) όλα τα πολύτιμα αντικείμενά τους, ανταποκρίθηκαν αρκετοί ζωγράφοι της εποχής, καταστρέφοντας μέρος των έργων τους, ωστόσο δεν είναι βέβαιο αν ο Μποττιτσέλλι ανήκε σε αυτούς. Η επίδραση του Σαβοναρόλα αποτυπώθηκε στο έργο του και ειδικότερα μέσα από την εμφανή μείωση των πινάκων με κοσμικά θέματα. Ο τελευταίος μη θρησκευτικός πίνακας που φιλοτέχνησε ήταν Η Συκοφαντία του Απελλή (περ. 1495), έργο που βασίστηκε σε ένα χαμένο έργο του ζωγράφου της αρχαιότητας Απελλή, γνωστό μόνο μέσα από τους Νεκρικούς Διαλόγους του Λουκιανού. Ένα από τα σημαντικότερα έργα του Μποτιτσέλι σε αυτή την περίοδο, ενδεικτικό της επιρροής του Σαβοναρόλα αλλά και της θρησκευτικής έξαρσης της εποχής, υπήρξε επίσης η Μυστική Γέννηση (1500), έργο που αποτελεί μία εκδοχή του θέματος της προσκύνησης των ποιμένων και φιλοτεχνήθηκε μετά τον απαγχονισμό του Σαβοναρόλα. Είναι ο μοναδικός πίνακας που φέρει την υπογραφή του Μποττιτσέλλι καθώς και την ημερομηνία ολοκλήρωσής του, χάρη στην αρχαία ελληνική επιγραφή που φιλοτέχνησε ο ίδιος, η οποία έγραφε:

Εγώ, ο Αλέξανδρος, ζωγράφισα το έργο αυτό, στο τέλος του έτους 1500, σε καιρούς ταραγμένους για την Ιταλία, στο μισό του χρόνου, κατά την εκπλήρωση της προφητείας του 11ου κεφαλαίου [της Αποκάλυψης] του Ιωάννη, στην εποχή της δεύτερης πληγής της Αποκάλυψης, όταν ο διάβολος αφήνεται ελεύθερος για τρεισήμισι χρόνια. Μετά θα αλυσοδεθεί σύμφωνα με το 12ο κεφάλαιο και θα τον δούμε να συντρίβεται, όπως σε αυτό τον πίνακα.

Στα τελευταία έργα του, ο Μποττιτσέλλι υιοθέτησε ένα απλούστερο ύφος, απέριττο και απαλλαγμένο από έντονα διακοσμητικά στοιχεία που θα αποσπούσαν την προσοχή του θεατή από το κεντρικό θέμα, πιθανά διότι δεν στόχευε στην τέρψη όσο στη διδακτική λειτουργία του πίνακα. Στο τέλος της ζωής του, διάφορες ασθένειες καθώς και μία αναπηρία εξαιτίας της παραμόρφωσης της πλάτης του, του στέρησαν την επαφή με τη ζωγραφική. Πέθανε στις 17 Μαΐου του 1510 και τάφηκε στο κοιμητήριο της εκκλησίας των Αγίων Πάντων.

 

Ο Τυφών και η μάχη του με τον Δία

http://arxaia-ellinika.blogspot.gr/2013/05/o-tyfwn-kai-h-maxh-tou-me-ton-dia.html

Ο Τυφών και η μάχη του με τον Δία



Κατά την Ελληνική μυθολογία ο Τυφών ή Τυφάων ή Τυφωεύς ήταν γιγαντιαίο τερατώδες ον που γέννησε η Γαία μετά την εξόντωση των γιγάντων.
Πατέρας του ήταν ο Τάρταρος*. Το μέγεθος και η δύναμή του ήταν πολύ μεγαλύτερη από τα άλλα παιδιά της Γαίας. Ήταν μεγαλύτερος από όλα τα βουνά και το κεφάλι του έφτανε τα αστέρια. Τα ανοικτά του χέρια έφταναν από την Ανατολή ως τη Δύση.
Στους ώμους του είχε εκατό κεφάλια δρακόντων. Το σώμα του μέχρι τη μέση έμοιαζε με άνθρωπο, αλλά απ' τη μέση και κάτω είχε σώματα κουλουριασμένων φιδιών. Από τα μάτια του έβγαινε φωτιά και από τα κεφάλια του παντοειδείς κραυγές και συριγμοί. Επίσης το σώμα του το κάλυπταν φτερά.
Μάχη του Τυφώνα με τον Δία
Ο Τυφών έριχνε βράχους κι ανάγκασε τους θεούς να καταφύγουν στην Αίγυπτο και να μεταμορφωθούν σε ζώα. Η Αθηνά του αντιστάθηκε και κατηγόρησε τον Δία για δειλία.
Ο Δίας προσπάθησε να φυλάξει τον Όλυμπο και χτυπούσε με κεραυνούς τον Τυφώνα, μα αρχικά ο Τυφών υπερίσχυσε σε πάλη εκ του συστάδην και άφησε τον Δία ανήμπορο κόβωντας τους τένοντές του (χεριών και ποδιών) και αναγκάζοντάς τον να καταφύγει στο Κωρύκιο Άντρο στη Κιλικία.

Τότε ο Τυφών έδωσε στην Δελφύνη, την αδερφή του, να φυλάει τους τένοντες του Δία, μα ο Ερμής με τον Πάνα τους έκλεψαν και απελευθέρωσαν τον Δία που ανέκτησε τη δύναμή του και κυνήγησε τον Τυφώνα κατακεραυνώνοντάς τον και ρίχνοντας εναντίον του τεράστιους όγκους βουνών τον έκλεισε στα έγκατα της γης απ΄ όπου συνεχίζει κατά καιρούς να εκβάλλει κραυγές και πύρινες γλώσσες.
Το βουνό Αίμος πήρε το όνομά του επειδή αιμορράγησε πάνω του ο Τυφώνας καθώς τον χτυπούσε με κεραυνούς ο Δίας. Τέλος, ο Τυφών κυνηγημένος απ' τον Δία επιχείρησε να του πετάξει το όρος Αίτνα, μα ο Δίας το κεραυνοβόλησε πολλές φορές και καταπλάκωσε τον Τυφώνα.
Κατά τον Όμηρο ο Τυφών βρίσκεται αλυσοδεμένος στη χώρα των Αρίμων δηλαδή στη Κιλικία και Φρυγία, ενώ κατά τον Πίνδαρο βρίσκεται θαμμένος στα έγκατα της Αίτνας στη Σικελία. Κατ΄ άλλους μύθους ο Τυφών ήταν γιος της Ήρας που γεννήθηκε σε κάποια στιγμή διχόνοιας του ουράνιου ζεύγους, εκφράζοντας έτσι τη διαταραχή της ατμόσφαιρας.
Τάρταρος σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία είναι δευτερεύουσα θεότητα του κάτω κόσμου, γιος του Πλούτωνα ή του Αιθέρα ή του Χάους και της Γαίας.

Φαράγγι του Αγίου Αντωνίου (Φαράγγι Πατσού)

Αποτέλεσμα εικόνας για Φαράγγι του Αγίου Αντωνίου (Φαράγγι Πατσού):
Βάλτε τα αθλητικά παπούτσια και τα γυαλιά ηλίου σας και πάμε μονοήμερη εκδρομούλα στο... Φαράγγι του Αγίου Αντωνίου (Φαράγγι Πατσού), μόνο 35 λεπτάκια από την πόλη του Ρεθύμνου στην Κρήτη!

Σπάνια άγρια λουλούδια, τεράστια δέντρα, πηγές, και ένα μικρό ποτάμι μα το πιό όμορφο είναι η παλιά εκκλησία μέσα στο φαράγγι... γευτείτε τον «Αγιασμό» που αναβλύζει μέσα από το βράχο!

To πάνελ μας προτείνει στάση για φαγητό στην εξοχική ταβέρνα Δρυμός ... «παράδεισος» για μικρούς και μεγάλους: περιφραγμένος παιδότοπος, ζωολογικό πάρκο και περιβόλι!

ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ


Οι θαμώνες του παραλιακού καφενείου του Σουκρή αγά, χαμένοι μέσα στους καπνούς των τσιγάρων και των ναργιλέδων, άκουγαν με προσοχή το γραμμόφωνο που σκορπούσε τους ήχους ενός μελαγχολικού αμανέ στο μισοσκόταδο. Καθισμένοι παρέες – παρέες γύρω στα ξύλινα τραπέζια, ρουφούσαν την υγρή νικοτίνη και βούλιαζαν σε μια ναρκωτική και απόκοσμη ρέμβη. Κάπου – κάπου άλλαζαν καμμιά κουβέντα συναμεταξύ τους, ή έσκυβαν ο ένας στο αυτί του άλλου , για να πουν κανένα χοντρό αστείο και να ξεσπάσουν μετά σε πνιχτά γέλια, που έμοιαζαν με φωνές κρωκτικών πουλιών σ’ έρημο δάσος.

Στο βάθος της αίθουσας ξεχώριζε μια παρέα κάπως επίσημη. Τα μέλη της φορούσαν φράγγικα κοστούμια και καινούριες στολές αξιωματικών με σειρήτια και καλογυαλισμένα χρυσά κουμπιά. Στο περισπούδαστο ύφος τους, καθώς κουβέντιαζαν, διακρινόταν μια αλαζονική αυτοπεποίθηση. Μόνο ο πιο ηλικιωμένος της παρέας, ένας καλοκάγαθος άντρας που φορούσε πράσινο σαρίκι τυλιγμένο γύρω στο βυσσινί φέσι του, έδειχνε μετριοπαθής και γεμάτος αμφιβολίες για τα λεγόμενα των άλλων. Φαινόταν καθαρά πως διαφωνούσε ριζικά με τους συνομιλητές του, γιατί στο πρόσωπό του άναβε συχνά ένας συγκρατημένος θυμός. Τα μεγάλα γλαρά μάτια του έλαμπαν ανήσυχα και το παχύ πάνω χείλι του ανεβοκατέβαζα νευρικά το χοντρό καλοστριμμένο μουστάκι του. Ωστόσο οι σύντρoφοί του, μόλο που δεν συμφωνούσαν κι αυτοί μαζί του, τον πρόσεχαν και τον άκουγαν με σεβασμό.

-Μην είστε αχάριστοι, είπε δυνατά σε μια στιγμή. Οι χριστιανοί είναι σήμερα το στήριγμα του κράτους μας. Είναι εργατικοί άνθρωποι, έξυπνοι και δραστήριοι. Το Δοβλέτι μας κερδίζει πολλά από τους φόρους που πληρώνουν, και οι συμπατριώτες μας εξυπηρετούνται από τις δουλειές, που ανοίγουν κάθε τόσο.

-Καλύτερα να λείψουν από τη γη μας, Μουράτ αγά, κι ας είναι για ζημία μας, είπε ο δικηγόρος Εμίν, ένας γεροδεμένος και μελαψός άντρας με εξογκωμένα μογγολικά μάγουλα και μικρά ευκίνητα μάτια.

-Είναι βδέλλες οι χριστιανοί και ρουφούν το αίμα μας, πρόστεσε βιαστικά κι ο Μουσταφά ζαδέ, ο πιο νέος άντρας της παρέας με ισχνό πρόσωπο και μαύρα, χωμένα στις κόχες τους μάτια.

-Αν δεν λείψουν αυτοί, δε θα δει χαΐρι το μιλέτι μας, κι όλο πίσω – πίσω θα πηγαίνει, συμπλήρωσε σα να ήταν συννενοημένος κι ο Χατζή Χουσείν, ένας μεσήλικας με κόκκινο πρόσωπο και άσπρα μαλλιά στους κροτάφους του.
Ο γερό Μουράτ έστρεψε το πρόσωπό του προς τον αστυνομικό Διευθυντή Αλή – Ριζά , σα να του ζητούσε ενίσχυση στον άνισο αγώνα που έκανε, μα ο κουμαντάν της αστυνομίας χαμογελούσε ειρωνικά και σώπαινε. Ο γέρος κυριεύτηκε από αμηχανία και ταραχή. Τέτοια αλλαγή στα αισθήματα και τη σκέψη των φίλων του δεν την περίμενε. Ωστόσο δεν τα έβαλε κάτω. Κοίταξε στα μάτια τον πιο φανατικό Νεότουρκο, τον Χατζή Χουσείν και του είπε.

-Όπως και να κάνετε, όσα και να λέτε, ένα είναι η αλήθεια. Οι Ρωμιοί μας άνοιξαν τα μάτια. Τι θα ήταν η Σαμψούντα χωρίς αυτούς; Ένα χωρίο ένα μαραζιάρικο λιμανάκι βουτηγμένο στα μπατάκια και τις καλαμιές.
Ο Χουσείν έσμιξε τα φρύδια του στη ρίζα της μύτης του, μισόκλεισε τα μάτια του και σφίγγοντας τα φτενά χείλη του είπε:

-Μουράτ αγά, εσύ τα βλέπεις τα πράματα απ’ έξω. Είσαι χτηματίας, έχεις τα ζώα σου, παίρνεις τα νοίκια σου από τα καπνοχώραφα, που νοικιάζεις σε Ρωμιούς αγρότες, και έχεις το κεφάλι σου ήσυχο, σαν όλους τους όμοιούς σου. Μα ρώτα και μας; Ρώτα τους μικροκαπνέμπορους και τους επαγγελματίες που δεν μπορούμε να σηκώσουμε κεφάλι; Έλα μαζί μας στα καπνοχώραφα, στα καπνοχώρια, κατέβα στην αγορά, στην πιάτσα, στο λιμάνι, μπες στις τράπεζες, ρίξε μια ματιά στα μαγαζιά και στα εργαστήρια και θα δεις ποιοι είναι εκείνοι που τρώνε το ψωμί μας. Ποιοι είναι οι αφέντες μέσα στην Σαμψούντα, μα και σ’ όλα τα αστικά κέντρα του Πόντου. Μας πατάνε σα σκουλήκια, Μουράτ αγά. Βήμα δε μπορούμε να κάνουμε. Όλος ο παράς είναι στα χέρια τους και μας εκτοπίζουν απ’ όλα τα πόστα, απ’ όλες τις δουλειές. Πρέπει να μπει ένας φραγμός, ένα ντουβάρι, για να σπάσουν τα μούτρα τους, έτσι που τρέχουν πίσω από το χρήμα! Η Τουρκία πρέπει να μείνει μόνο για τους Τούρκους! Αυτό πρέπει να γίνει! …
Ο Μουράτ αγάς τρόμαξε με τα λόγια του συνομιλητή του. Του φάνηκε πως κάποιος κακός δαίμονας γύρισε ξαφνικά τα μυαλά των συμπατριωτών του, που ήθελαν, από καθαρό φθόνο και αντιζηλεία, ν’ αναστατώσουν την ήρεμη ζωή του τόπου. Το μέλλον της Τουρκίας με τούτους τους Νεότουρκους διαφαινόταν πια μαύρο και ματωμένο.

-Ένα πράμα να ξέρεις Χατζή Χουσείν, εσύ και οι ομοϊδεάτες σου, είπε ο Μουράτ αγάς, ότι πολύ προχωράτε! Πολύ επιπόλαια παίρνετε στο λαιμό σας τον κόσμο γεμίζοντάς τον φούμαρα και άδικο μίσος. Τι σας έφταιξαν οι καημένοι οι χριστιανοί και τους βάλατε στο μάτι; Δε σκέφτεστε, τουλάχιστον, πως αν τύχει και τους χάσουμε, θα μας έρθουν ξένοι στο σβέρκο, που θα μας γδύσουν, θα μας ξεζουμίσουν, και τα χρήματά μας θα τα κουβαλήσουν στο εξωτερικό; Οι ξένοι είναι ο κίνδυνος! Όχι οι χριστιανοί, που είναι δικοί μας, κατοικούν μαζί μας, ξέρουν τη γλώσσα και τα ατέτια μας, έχουν αδελφικές φιλίες μαζί μας, σα να είμαστε ένα μιλέτι.
Τα λόγια του Μουράτ αγά, ειπωμένα με πάθος και πόνο, έβαλαν σε βαθιά συλλογή την παρέα. Μα ο δικηγόρος Εμίν εφέντης, μπήκε στη μέση για να βγάλει τους φίλους του από τις αμφιβολίες τους.

-Μουράτ αγά, είπε, εγώ ένα πράμα ξέρω. Οι Ρωμιοί και οι Αρμένιοι κρατάνε σήμερα όλο το χρήμα στα χέρια τους. Αυτό βλέπω κι αυτό έχει σημασία προς το παρόν. Στη δική μας την τσέπη όμως τι μπαίνει; Τίποτε! Το δεύτερο που ξέρω είναι ότι ο τούρκικος λαός ζη ανάμεσα σε εχθρικές φυλές, ανάμεσα σε Ρωμιούς, σε Αρμένιους, σε Κούρδους, σε Τσερκέζους, σε Λαζούς, σε Κιζιλμπάσηδες και άλλους. Όλοι αυτοί έχουν γερή οργάνωση, συνοχή και οικονομική δύναμη που θα τους βοηθήσουν μια μέρα να κυριαρχήσουν. Πρέπει λοιπόν, να προλάβουμε να τους επιβληθούμε εμείς! Με κάθε μέσο…

-Έχεις δίκιο, Εμίν, είπε ο Χατζή Χουσείν αναθαρρημένος. Πολύ δίκιο. Είμαστε κυκλωμένοι. Από ανατολή μας απειλούν οι Κούρδοι και οι Αρμένιοι. Από τη δύση οι Γιουνάνηδες, τ’ αδέλφια των Ρωμιών, κι από βορρά είναι οι Ρώσοι, οι θείοι τους. Και μέσα στη χώρα μας τι γίνεται; Σας το είπε ο Εμίν. Για κοιτάξτε και στην περιφέρειά μας; Η πυκνότητα του Ρωμαίικου πληθυσμού είναι φοβερή. Είναι δυο αυτοί και ένας εμείς. Για κοιτάξτε και την οργάνωσή τους; Σχολεία, εκκλησίες, επιτροπές, αυτοδιοίκηση, γερά οικονομικά. Ο,τι συμβαίνει, δηλαδή και στις πόλεις.

-Βρισκόμαστε στο χείλος της αβύσσου, συνέχισε ο Εμίν ξαναμμένος. Κι όλα αυτά γιατί; Γιατί οι Σουλτάνοι μας έδειξαν μεγαλοψυχία. Άφησαν τους άπιστους γκιαούρηδες, αυτά τα φίδια, να μεγαλώνουν μέσα στον κόρφο της πατρίδας μας, και σήμερα μας απειλούν, αντί να τους είχαν εξοντώσει όλους ως τώρα!…

-Πολύ σωστά, διέκοψε ενθουσιασμένος ο Χατζή Χουσείν.

-Ο Γερμανός πρόξενος στη Θεσσαλονίκη, συνέχισε ο παθιασμένος δικηγόρος, στις παραμονές του κινήματος για το Χουριέτ, ξέρετε τι έλεγε; Ότι οι χριστιανοί Ρωμιοί και Αρμένιοι, απορροφούν σιγά σιγά όλες τις οικονομικές δυνάμεις της Τουρκίας και ετοιμάζουν μέσα στη χώρα μας την πολιτική κυριαρχία τους. Για αυτό σας λέω πως πρέπει να ξυπνήσει αυτό το κοιμισμένο έθνος μας, που μετά τις λαμπρές καταχτήσεις του στους περασμένους αιώνες, έπεσε σε λήθαργο, σε χειμερία νάρκη. Πρέπει να ξυπνήσει και να εξοντώσει το χριστιανικό στοιχείο. Όχι σε μιας. Τώρα πια είναι αργά για κεραυνοβόλες ενέργειες, γιατί ξεσηκώνονται αμέσως οι Ευρωπαίοι. Τώρα πρέπει να γίνει το ξεπάστρεμα κρυφά, σιγά σιγά, με μέθοδο , και με κάθε ευκαιρία που θα μας παρουσιάζεται.

-Εγώ δε συμφωνώ στο σιγά – σιγά, είπε αγριεμένος από τα ίδια τα λόγια του Εμίν ο Μουσταφά ζαδέ. Θα έβλεπα με πολλήν ευχαρίστηση μια κεραυνοβόλο ενέργεια. Το φίδι, αν δεν το χτυπήσεις ξαφνικά στο κεφάλι δε γλυτώνεις.
Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα του καφενείου και στο κατώφλι της πρόβαλλε ο Γιουσούφ. Με γοργές και εξεταστικές ματιές ανακάλυψε στη γωνιά το τραπέζι των φίλων του. Προχώρησε βιαστικά ως εκεί, έβγαλε το φέσι του, σα να τον βάραινε και σέρνοντας μια καρέκλα δίπλα στον φίλο του τον Αλή -Ριζά, κάθισε.

-Τι έγινε; ρώτησε ψιθυριστά και με αγωνία ο αστυνόμος.

-Τίποτε απάντησε ο Γιουσούφ. Έλειπε από το σπίτι η παλιογυναίκα.

-Και κείνος;
-Εκείνος ήταν πάλι εκεί. Σωστός Τσάκαλος. Θαρρείς και το ήξερε και την έκρυψε…
……………………
στη συνέχεια ο Γιουσούφ που ποθεί τη Ρωμιά γυναίκα του Τσάκαλου, της επιτίθεται να την βιάσει, αλλά τον σκοτώνει ο Τσάκαλος πριν προλάβει και βγαίνει στο κλαρί…
Ότι είπε ο Μουράτ έγινε…

Από το “Ακριτική Γενιά” του Χρήστου Σαμουηλίδη, για την αντιγραφή Antexoume

http://olympia.gr

Δημοφιλείς αναρτήσεις