_ΒΑΣΑΝΙΖΟΜΑΙ
του Γιάννη Βλοντάκη *
.
Ντριιιν… Ο μονότονος ήχος του ξυπνητηριού χάλασε την REM εγκεφαλική
δραστηριότητα του Μάριου. Είναι και αυτό το ρημάδι που δουλεύει
ακατάπαυστα μέρα-νύχτα. Βέβαια αυτή τη φορά ήταν για καλό… Έβλεπε ένα
υπέροχο, λέει, όνειρο που, ως συνήθως, το πρωί αδυνατεί να το
ανακαλέσει. Φταίει ο αισθητηριακός βομβαρδισμός από το πρώτο φως της
ημέρας και το μυαλό δεν μπορεί να συγκρατήσει τις ονειροπολήσεις. Το
χέρι ψαχουλεύει το ξυπνητήρι, άλλα 10 λεπτά υπενθύμιση. Ίσως καταφέρει
να μπει ξανά στο όνειρο… Αυτή η πραγματικότητα έχει γίνει πολύ δύσκολη,
μονότονη, χωρίς εκπλήξεις, αυτιστική επανάληψη. Βυθίζεται ξανά στην
προηγούμενη λυκοφωτική κατάσταση και εκεί είναι μια συστάδα σγουρά μαύρα
μαλλιά!… Κάτι του θυμίζουν, κάπου έχουν ξανασυναντηθεί. Μόλις την
πλησιάσει και δει το πρόσωπο θα καταλάβει.
Ντριιιν!! Πέρασαν τόσο γρήγορα 10 λεπτά; Η μέρα έχει ξεκινήσει και
δεν τον περιμένει. Σηκώνεται ράθυμα από το κρεβάτι, ενώ τα μάτια του δεν
μπορούν να εξοικειωθούν με την ηλιόλουστη μέρα. Ένα όμορφο ζεστό πρωινό
με χρώματα και μυρωδιές, ό, τι πρέπει για βόλτα και τεμπέλιασμα. Όχι
όμως σήμερα… Πάει παραπαίοντας στο μπάνιο για να δεχτεί ακόμα ένα
αισθητηριακό σοκ, αυτή τη φορά από το νερό που πέφτει με ορμή από την
ντουζιέρα.. Νοιώθει σαν να συνέρχεται, νοιώθει πως έχει ξυπνήσει.
«Μακάρι να ήμουν ακόμη στο όνειρο!» Το καθημερινό τελετουργικό
συνεχίζεται με τον ίδιο ζήλο και προθυμία, όμοια με εκείνη του νεκρού
που προετοιμάζει τα τρέχοντα για την κηδεία του… Προετοιμασία καφέ και
ενός πλούσιου πρωινού… Όχι αυτά είναι μόνο στην τηλεόραση… Η πρώτη
ρουφηξιά καφέ συνοδεύεται από μια ρουφηξιά νικοτίνης. Ο καπνός
εισέρχεται στην τραχεία, ερεθίζοντας τους βρόγχους, προκαλώντας
αντανακλαστικά βήχα. Αυτό είναι!! Η μέρα τώρα ξεκινά! Το ράδιο παίζει
ένα χαρούμενο ελληνικό τραγούδι, ενώ επιτηδευμένα εύθυμοι ραδιοπαραγωγοί
αναλώνονται σε ανούσιες συζητήσεις και ελαφριά σχόλια. Κατευόδια
καλημέρας και καλής εβδομάδας δίνουν και παίρνουν από τη ραδιοσυχνότητα.
«Ναι, σκατά», μονολογεί και αλλάζει συχνότητα. Έχει βάλει ήδη τα ρούχα,
τα παπούτσια, ένα γρήγορο χτένισμα και πλέον πληροί όλα τα
κοινωνικοπολιτισμικά πρότυπα για να μπορέσει να συναγελαστεί με τα
υπόλοιπα δίποδα ανώτερα θηλαστικά.
Δύο τζούρες καφέ ακόμη, δύο τζούρες τσιγάρο σιγοκαίνε τα χείλη του, η κάθε μια με τον δικό της μοναδικό, αλλά εθιστικό τρόπο.
Ρίχνει μια ματιά έξω από το παράθυρο ελπίζοντας πως κάτι θα έχει
αλλάξει. Όμως είναι ακόμα εκεί για να του θυμίζει πόσο ανοικτίρμονες και
σκαιοί είναι οι άνθρωποι. Το μεγάλο μαύρο βέλγικο λυκόσκυλο, αγορασμένο
μια χριστουγεννιάτικη ημέρα, δώρο στην κόρη της οικογένειας, είναι εκεί
δεμένο, καθηλωμένο, με μια σκουριασμένη χοντρή αλυσίδα. Η κόρη μεγάλωσε
και έφυγε, το μαύρο σκυλί όμως έμεινε… Έμεινε ξεχασμένο σε ένα
μπαλκόνι. Μαύρο, ογκώδες και με μια λευκή τούφα στο στήθος, σαν σημάδι
της αγνής λευκής καρδιάς που συγχωρεί όλους όσους τον ξέχασαν. Άλφι τον
έλεγαν, αλλά τώρα είναι ο σκύλος, μια υποχρέωση για την οικογένεια, που
ευχαρίστως θα την μετέφεραν αλλού. Ο Άλφι όμως τους συγχωρεί, τους αγαπά
και τους το δείχνει κάθε φορά με τον ίδιο έντονο τρόπο, όταν,
σπανιότατα πλέον, θα ξοδέψουν έστω και ένα λεπτό μαζί του. Η μεγάλη
κατάλευκη καρδιά του μπορεί να τα υπομείνει και να τα συγχωρήσει όλα,
ακόμα και να μην δίνει σημασία στα σκατά γύρω του, μέσα στα οποία
αναγκάζεται να ζει. Αυτά είναι οι καρδιές κάποιων ανθρώπων και τις έχει
συνηθίσει…
Για τον Μάριο, ο Άλφι είναι η προσωποποίηση όλης της κοσμικής
αδικίας. Είναι μια υπενθύμιση της δικής του αδυναμίας ότι δεν μπορεί να
αλλάξει τίποτα. Είναι η φωτογραφική μαρτυρία του απανταχού στην Αθήνα
ζωγραφισμένου γκράφιτι που γράφει μια μόνο λέξη… «ΒΑΣΑΝΙΖΟΜΑΙ»… Πόσες
φορές έχει σκεφτεί να πάει απέναντι και να τους πάρει ο διάολος. Πόσες
φορές κάνει σενάρια δικαίωσης για τον μαύρο μαλλιαρό φυλακισμένο. Πόσες
φορές ήθελε να γίνει η φωνή αυτού του ζωντανού και να πει: «Ρεεεε, γιατί
με ξεχάσατε;;; Δεν σας διάλεξα εγώ, εσείς με διαλέξατε!!».
Έχουν κάτι κοινό αυτοί οι δύο, που τον κάνει να νοιώθει τόση
οικειότητα γι’ αυτό το σκυλί. Δεν έχουν διαλέξει τη ζωή τους, τους την
επιβάλανε και μετά τους ξέχασαν, όπως τον ξέχασαν τόσα χρόνια οι γονείς
του…, όπως του επέβαλαν τη ζωή που ζει οι κάθε τύπου άρχοντες και
επαΐοντες. «ΒΑΣΑΝΙΖΟΝΤΑΙ!!!».
Τι θυμάται τώρα!! Προϊστορικές αναμνήσεις…
Αύριο το πρωί υπόσχεται στον εαυτό του και στον Άλφι ότι θα τον πάρει
κοντά του. Θα πάρει το λυκόσκυλο με την λευκή καρδιά σπίτι του και δεν
θα είναι Χριστούγεννα…
Βρίσκεται σε μια υπνοπομπική ψευδαίσθηση, το δωμάτιο γύρω του
φαίνεται άγνωστο και ο καθρέφτης μπροστά του φαντάζει να είναι μέτρα
μακριά. Τα βλέφαρα του χαλαρώνουν και σιγοκλείνουν. Ο Άλφι απέναντι έχει
ξαπλώσει και ονειρεύεται μια νέα καινούργια μέρα, έτοιμος να χαρίσει
την κάτασπρη καρδιά του στο καινούργιο αφεντικό.
Αφεντικό;;; Να πάρει, ήδη έχει αργήσει… Πάλι… Εε και;…
Βγάζει τα ρούχα του και τα σκορπά φύρδην μίγδην στο δωμάτιο, ενώ
πέφτει κεραυνόπληκτος στο κρεβάτι. Ένα μειδίαμα απλώνεται στα χείλη του,
το οποίο εξελίσσεται, χωρίς να το καταλάβει, σε έναν Αιάντειο γέλωτα.
Γελάει με μανία, δίχως να γνωρίζει τον λόγο. Δάκρυα πλημμυρίζουν τα
μάτια του και ο κλαυσίγελος βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη στη γερασμένη
μονοκατοικία στο Πέραμα. Τέτοιο δράμα, μαυρίλα και αίσθημα εγκλωβισμού,
αναμεμιγμένα με μια δόση παραφροσύνης και παντοδυναμίας, έχει να
γνωρίσει η ανθρωπότητα από την εποχή των αυτοχείρων Ρώσων συγγραφέων που
συναντούν το εκδικητικό παραλήρημα όλων των Φυρερίσκων της Ιστορίας. Σε
λίγο τα δάκρυα έχουν κυριαρχήσει στη σκηνή, ενώ το γέλιο αποτελεί έναν
κομπάρσο που αχνοφαίνεται στο βάθος.
Από το ράδιο κάποιος κουλτουριάρης βαρεμένος παραγωγός, δίκην
υποβολέα, απαγγέλλει πρωί-πρωί Καβάφη… «Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην,
χωρίς αιδώ, μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη. Και κάθομαι και
απελπίζομαι τώρα εδώ… Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω…»
Η ένταση στο μέτωπό του χαλάρωσε και οι μυς έκφρασης στο πρόσωπο δεν
έχουν πια κάτι να εκφράσουν. Το δωμάτιο ξανάγινε οικείο και ασφαλές και o
ύπνος ξεκίνησε το νανουριστικό παρλάτο του… Ήδη νοιώθει τον μαύρο
βελγικό ποιμενικό να του γλύφει το πρόσωπο…
Η μέρα έχει μόλις ξεκινήσει…
.
O Γιάννης Βλοντάκης γεννήθηκε πριν 39 χρόνια
στον Πειραιά. Είναι Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπευτής και η επαφή του με την
συγγραφή ανύπαρκτη. Θεωρεί πως μέσω αυτής θα μπορέσει να αυτοθεραπευτεί
με μία μικρή επιφύλαξη μήπως αρρωστήσει όσους τον διαβάσουν..
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω