ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ : Το να καθηλώσεις την προσωπικότητα της άπιαστης και
λαμπερής Μελίνας με την πένα, είναι προσπάθεια καθαρά ουτοπική. Ο
βαθύτερος και ουσιαστικός εαυτός της, ήταν δώρο άγνωστων δυνάμεων που
βάσταγε από ψηλά σα να κρατιέται μετέωρη ανάμεσα σε ουρανό και γη. Η
Μελίνα, αγγίζοντας πάνω στη γη, με τη βοήθεια φτερών μικρών ή και
μεγάλων αγγέλων, λες και είναι φτερό πεταλούδας, έλιωνε μέσα στα χέρια
μας. Σαν τον υδράργυρο, ξεγλιστρούσε και σκορπιζόταν. Εκεί που
ετοιμαζόσουν να την ντύσεις με κάποια χαρακτηριστικά επίθετα, ένιωθες τα
μάτια της να σε λοξοκοιτούν καλόβουλα και κάπως δεικτικά, ακούγοντας τη
φωνή της να σε παγιδεύει ανάμεσα στη νοικοκυρεμένη λογική της αστικής
ευπρέπειας και την εμπνευσμένη παραδοξολογία μιας ατίθασης και άσεμνης
ευφυΐας.
Η Μελίνα Μερκούρη ήταν μια από τις σημαντικότερες ελληνίδες του 20ου
αιώνα. Τη χαρακτήρισαν « τελευταία ελληνίδα θεά » και « γυναίκα φλόγα
». Όλη της η ζωή ήταν γεμάτη όνειρα, ελπίδες, αγωνίες και αγώνες. Υπήρξε
πολύμορφη προσωπικότητα με παγκόσμια εμβέλεια. Κορυφαία αγωνίστρια της
δημοκρατίας στον αγώνα κατά της χούντας. Σπουδαία ηθοποιός του θεάτρου
και του κινηματογράφου με διεθνή καριέρα και με ερμηνείες που έχουν
καταγραφεί στις σελίδες της έβδομης τέχνης. Πολιτικός που σημάδεψε με
την παρουσία της τον πολιτισμό της Ελλάδας. Τον έφερε στις πρώτες
σελίδες των εφημερίδων. Πίστευε ακράδαντα ότι ο πολιτισμός είναι η βαριά
βιομηχανία μας. Ο πολιτισμός για την Μελίνα, ήταν ένα σοβαρό εξαγώγιμο
προϊόν, θεωρώντας ότι έχει μεγάλη σημασία και αξία η ανάδειξή του. Η
Μελίνα του Θεάτρου, η Μελίνα του Κινηματογράφου, η Μελίνα των Παιδιών
του Πειραιά, η Μελίνα του Παρθενώνα, η Μελίνα των Ελλήνων.
Μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες, της σύγχρονης ελληνικής
ιστορίας, βραβευμένη με διεθνή βραβεία, υπουργός πολιτισμού, υπήρξε
αναμφισβήτητα μια παγκόσμιας ακτινοβολίας προσωπικότητα. Η δημοφιλία της
ήταν μεγάλη, τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων, ιδιότητα που την
αξιοποίησε στο έπακρον, προς όφελος της Ελλάδας. Θελκτική, τολμηρή,
προκλητική, σαγηνευτική, αεικίνητη, πλανεύτρα, επικοινωνιακή,
γοητευτική. Η ταλαντούχα ηθοποιός, η θερμή αγωνίστρια της δημοκρατίας, η
ασυμβίβαστη πολιτικός. Πρέσβειρα της πατρίδας. Πρέσβειρα της ευγενικής
διακονίας του ελληνικού πνεύματος. Πρέσβειρα της γοητείας. Πρέσβειρα της
ύπαρξης που ορίζει και καθορίζει την ουσία, την αξία των προσώπων στο
εκράν της αθανασίας. Γεννήθηκε για να ξεχωρίζει κι αυτό έκανε σε
ολόκληρη τη ζωή της. Ήταν επικοινωνιακή, ακραία γοητευτική, παθιασμένη
και αγωνίστρια. Αν συνυπολογίσουμε και το αστείρευτο ταλέντο της, τότε
μπορούμε εύκολα να κατανοήσουμε για ποιο λόγο διέπρεψε τόσο ως ηθοποιός,
αλλά και αργότερα ως πολιτικός.
Ελληνίδα με όλη τη σημασία της λέξης. Άνθρωπος αληθινός έλλογος, που
είχε το χάρισμα να διακρίνει τα ελληνικά πράγματα και άτομα και να τα
κρίνει ελληνικά με ελληνικό μάτι και τρόπο. Ν α ξεχωρίζει καίρια τα
χαρακτηριστικά, τις τέμνουσες, τις συντεταγμένες αυτού του τόπου και της
φυλής, να τα ζυγίζει νηφάλια και να τα στιγματίζει με ευκρίνεια και
σαφήνεια. Να διαχωρίζει το γνήσιο από το κάλπικο, την παρρησία από την
απάτη, την επίδραση απ’ τη μίμηση, την εικόνα απ’ τον αντικατοπτρισμό,
τα είδωλα των αισθητικών παραστάσεων από τα παραισθησιογόνα είδωλα της
αγοράς. Και αυτή, βέβαια, ήταν η ουσιαστικότερη και καρπερή ελληνικότητα
της Μελίνας Μερκούρη. Όχι οι παραχαραγμένες ταυτότητες της κούφιας
εθνολογίας, αλλά η χάρη της γνώσης και της γνώσης και της κρίσης, της
αυτογνωσίας και της αυτοκριτικής. Η Μερκούρη παραμένοντας πεισματικά
αναλλοίωτη στην πίστη και στις αξίες της τέχνης και της ζωής, υπήρξε
σίγουρα μια από τις ελάχιστες καλλιτεχνικές φυσιογνωμίες αυτού του
τόπου, που ευτύχισαν να γίνουν ζωντανοί μύθοι.
Η Μελίνα της σιωπής και της δημιουργικής επικοινωνίας, μετριόταν όχι με
τα λόγια, αλλά με την αναπνοή της ίδιας της ψυχής. Η ματιά της επάνω
στον άνθρωπο, στο σκηνικό της ζωής μας, καθώς και στο τοπίο της πόλης,
υπήρξε και εξακολουθεί να είναι καθοριστικός παράγοντας στην όρασή μας.
Μια παθιασμένη, αξεδίψαστη ηθοποιός, που έμεινε πιστά προσηλωμένη και
στα προβλήματα του θεάτρου , με αδιάπτωτο ανανεωμένο και διευρυμένο
πάθος. Έχοντας πολλά δει με ανοιχτά τα μάτια της. Ανοιχτά όλα τα κύτταρα
της στην αίσθηση της ζωής, έχοντας πολλά βιώσει, τον έρωτα και τα όριά
του, την ιστορία και τα όρια της ιστορίας, η Μερκούρη διαμοίραζε με την
τέχνη της το προσωπικό της χάρισμα να αποκρυπτογραφεί την ύλη.
Ζωγραφίζοντας την ύλη, αποκάλυπτε την ουσία της ανθρώπινης μορφής, την
ιερότητα των ανθρώπινων σωμάτων, την αγιότητα της ύλης που είναι ο
άνθρωπος, την τραγωδία, τις αντιφάσεις, την καθολική πείνα και δίψα της
περιδιάβασης του ανθρώπου, που ανάμεσα στην θέαση και στη πτώση,
κατάφερνε να μιλήσει σε όλο τον κόσμο, ακόμα και τους λαϊκούς ανθρώπους.
Τόσο αγάπησαν και τόσο πολύ κατάλαβαν το έργο της Μελίνας, που
απευθυνόταν κατευθείαν στη ψυχή του ανθρώπου. Με την πολιτική της
βούληση και παρόρμηση, έδωσε την αστείρευτη ποιητική της έμπνευση και
διαίσθηση, για να σώσει, να προστατέψει, να διαφυλάξει μια τέχνη από τις
πιο σημαντικές για τον πολιτισμό της χώρας μας, από την επέμβαση
πιθανότατων υβριστών ή ετοιματζήδων, ή έστω και καλλιτεχνών, που δεν
άκουγαν καθαρά τα όσα καθαρά έλεγε η Μελίνα.
Από πολύ παλιά, μας έδινε η Μερκούρη την εντύπωση ότι πονούσε το δικό
της « γέννημα » θεατρικό έργο, που διέσωζε μια αλήθεια κατορθωμένη με
πόνο, διαίσθηση, διαύγεια, κόπο και προφητική δύναμη. Αισθητική και
αισθησιακή, δε χάραξε ποτέ μια γραμμή, δε ζευγάρωσε ποτέ δυο χρώματα,
χωρίς την υστεροβουλία της ηδονής. Ίσως όμως η βαθύτερη ηδονή που μας
επιφύλασσε η υποκριτική της, ήταν η αταλάντευτη προσήλωσή της στον
ανθρωποκεντρικό μύθο. Τα πρόσωπά της μέσα στον χώρο που για τίποτα δεν
τα θυσίαζε, ζητούσαν συγγραφέα, ζητούσαν σκηνοθέτη. Το πρόσωπο και το
σώμα της Μελίνας, διατηρούσε απαραβίαστα την ακεραιότητα και την ομορφιά
της. Πρόσωπο και σώμα παγανιστικό, ερωτικό, αθώο και σκληρό,
προχριστιανικό ή αναγεννησιακό, χωρίς το βάρος της αμαρτίας. Η Μελίνα
δημιουργούσε ρόλους προσεγμένης αισθητικής και σε αναλογίες ρυθμικών
εναλλαγών, χάρη στις οποίες είχε την άνεση να αναπνεύσει για να συνθέσει
τα δεσπόζοντα χαρακτηριστικά των ρόλων της. Ανέθετε το φόρεμα ενός
θεατρικού ρόλου. Λάμπρυνε το φόρεμα και διά του φορέματος λαμπρυνόταν το
φόρεμα της ψυχής της. Αυτός δεν είναι ο ρόλος μιας πραγματικής ηθοποιού
;
Φώτιζε το εστιακό σημείο της δράσης, τις μορφές, τις καταστάσεις, τις
διαπλοκές και τους έντονους προβληματισμούς που ταλανίζουν την ανθρώπινη
ύπαρξη, όταν αυτή ερχόταν αντιμέτωπη με το απόλυτο αδιέξοδο. Ό, τι
συνέβαινε πάνω στο σανίδι έμοιαζε συνέχεια μιας εξωσκηνικής
πραγματικότητας που δραματοποιείται, ανασύροντας απ’ τον ρεαλισμό της
συνειδήσεως του θεατή τον λυρισμό μιας ποιητικής σύλληψης του κόσμου. Ο
λόγος της ο σπάνιος και αυτάρεσκος, ανασήκωνε το παραπέτασμα για ν’
αποκαλύψει τη δρώσα και άγρυπνη συνείδηση της ηθοποιού. Με παλλόμενη
ένταση, στη γνώριμη υποκριτική της υφολογία, σχηματοποιούσε όσο
χρειαζόταν τη φιγούρα της για να κάνει διακριτές τις αντικρουόμενες
πτυχές ενός εύφλεκτου υλικού. Τα διλλήματα και τις απορίες της, τις
απαντήσεις και τις λύσεις που βρήκε για να θεραπεύσει. Η συνετή χρήση
του λόγου της, θα μπορούσε να προσπορίσει πυξίδα χρήσιμη στον εξερευνητή
ενός έργου απέραντου και κρυμμένου περιπλανητικού, πίσω από την
πληθωρική και πληθωριστική της οικειότητα. Κατόρθωσε να μεταδώσει στον
θεατή τρία αρχετυπικά μεγέθη τα οποία χειρίστηκε με την απαιτούμενη από
την θεματική δραματικότητα αλλά και με ελαφρούς ελιγμούς που διατηρούσαν
ανέπαφο το πρόσωπο και το προσωπείο της ηρωίδας. Η Μερκούρη, ευέλικτη
στη σκηνή, απέδιδε με ακρίβεια τα εξέχοντα στιγμιότυπα που συνδέουν την
ηρωίδα με το ισχυρό φύλο, ισορροπώντας ανάμεσα στη φεμινιστική πλευρά
της και στην ενδεχόμενη επικριτική ματιά της απέναντι στους άνδρες.
Άπλωνε τις ερμηνείες της σε επίπεδα πολλαπλών και ιδιαζόντων θεματικών
σε συνάρτηση με δομικές κατασκευές του λόγου και της σκηνικής
δραστηριότητας. Απογείωνε το πρόσωπο και κατεύθυνε το βλέμμα του θεατή
στον εκτός σκηνής ήρωα, όμως τον επεξεργαζόταν στη μυθιστορία του ο
συγγραφέας. Με άλλα λόγια, η Μελίνα Μερκούρη, δημιουργούσε μια έξοχη
ηρωίδα σε χρωματισμούς παλέτα, εστιάζοντας εντούτοις στις απόχρωση.
Η Μερκούρη, είχε μια εσωτερική ένταση, ένα ρυθμό δραματικό, που
καθιστούσε τη σύνθεση συνοπτικά εκρηκτική. Μας παρέπεμπε πάντα σε κάποια
οικειότητα και ως εκ τούτου, μας παγίδευε για να μας εκπλήξει στη
δραματική της εκδήλωση. Αποτελούσε παράδειγμα μιας εξαϋλωμένης ύπαρξης
που αναζητεί ερείσματα ισορροπίας ανάμεσα στο εγώ του ήρωα και στις
υπέρτατες δυνάμεις που περιστρέφονταν γύρω της. Είχε ήθος με την έννοια
που δίνει στη λέξη ο Αριστοτέλης, μια συμπεριφορά που πηγάζει από
κινήματα της ψυχής « εικότα και αναγκαία ». Το μυστικό της, ήταν ότι
κατάφερε να μας εξαπατήσει. Νομίζαμε ότι όχι μόνο δέθηκε από τους
κίονες της Ακρόπολης, αλλά ότι είχε κλείσει και τ’ αυτιά της για να
προστατευτεί από τα σαγηνευτικά ακούσματα των καρυάτιδων. Εκείνη όμως «
πλείονα ειδών », όχι μόνο άκουγε, αλλά φαινόταν πως αφουγκράζονταν έναν
άλλο ανήκουστο φθόγγο, ένα άλλο βαθύτερο νόημα. Με καλλιεργημένο
αισθητήριο, αφομοιωμένη γνώση και ευρεία παιδεία, η Μελίνα Μερκούρη
περιείχε τας ρύμας και τας αγυίας της αίσθησης, της μνήμης, της ιστορίας
και της καθημερινότητας, με ευχέρεια μοναδική. Το γυμνασμένο της μυαλό,
γνώριζε τους τρόπους να συνενώσει τα διιστάμενα και να χαράξει
υποδειγματικές τομές, συντονίζοντας αίσθημα και σκέψη, μ’ ένα ρυθμό
αποκαλυπτικό, γεμάτο προσδοκία. Η Μελίνα με ετοιμότητα και με ειλικρινή
σεμνότητα, κυλούσε απρόσκοπτα. Καίρια στην διατύπωση της, πνευματώδης
και τις περισσότερες φορές αποφθεγματική. Οι φιγούρες της ευσύνοπτες,
χυμώδεις πειστικές και εμβληματικές, πρόδιδαν πίσω από το λιτό και
απέριττο ύφος μιας υποψιασμένης αθωότητας, ένα μυστικό και πάλλοντα
ψυχισμό, που διεγείρει και συντονίζει κατάλληλα τα βιώματα, τις μνήμες,
τις προσδοκίες και τα οράματα της διαχρονικής πολιτισμικής μας
ιστορίας.
Σαν πολιτικός και σαν ηθοποιός Μελίνα Μερκούρη, είχε δώσει ένα τεράστιο
έργο, που όχι μόνο απέδιδε και κατέγραφε τις χαρακτηριστικές μορφές της
ελληνικής ζωής και της καθημερινής ανάγκης, αλλά εξέφραζε την
εσωτερικότητα και το βάθος της ελληνικής ψυχής. Μέσα σ’ αυτό το
κομφούζιο που καθημερινά μας περιβάλλει και ταλαιπωρεί, πρέπει να
ανατρέξουμε σ’ ότι πιο αληθινό και καθαρό που μας απομένει, ώστε η κρίση
μας για την τέχνη να είναι προσωπική, αληθινή και συνεπώς σωστή, μια
και η αλήθεια για την Μελίνα ήταν ίδια για τον καθένα μας. Στο
αποκαλυπτικό φως αυτής της χώρας, η Μελίνα υπήρξε πάντα υπεράνθρωπα
όμορφη και έξοχα άτρωτη. Έτσι, μας έπεισε ότι, αν και θνητοί, πολλά
έχουμε να πούμε, πολλά να πράξουμε, πολλά να αφήσουμε ως κληρονομιά. Μας
έμαθε να βιώνουμε τον πόνο, να μπορούμε να ενσαρκώσουμε τη χαρά. Μας
έπεισε πως η ζωή θέλει δουλειά πολλή, για να εκπληρώσεις το χρέος σου
απέναντι της. Ακόμη μας έδειξε πώς να εκφράσουμε τον θυμό στον διπλανό
μας, για να μπορέσουμε να συμφιλιωθούμε με ειλικρίνεια. Μας ενθάρρυνε να
αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες με χιούμορ και να μην παίρνουμε τον εαυτό
μας στα σοβαρά. Μας έλεγε να αγαπάμε τη χώρα μας αλλά και τις χώρες των
άλλων και αγαπάμε προπάντων τις αξίες : την ελευθερία, την ειρήνη, τη
δικαιοσύνη.
Στο στόμα της Μελίνας οι λέξεις αυτές είχαν βρει το μέτρο τους. Δεν
φαίνονταν « ψεύτικα μεγάλα λόγια ». Ζούμε σε μια εποχή κυνική. Και η
Μελίνα μας λείπει ως φορέας ειλικρινούς ελπίδας, πραγματικής πίστης και
ως υποστηρικτής του ονείρου. Ζούμε σε μια εποχή επιφανειακή. Και η
Μελίνα μας λείπει ως κυνηγός του βάθους και ατρόμητος βουτηχτής
ανεξερεύνητων θαλασσών. Ζούμε σε μια εποχή που ο καθένας δικαιούται να
απαιτεί. Και η Μελίνα μας λείπει ως δίκαιος παίχτης, ως άνθρωπος που
κάνει λάθει και τα παραδέχεται, αλλά και ως άνθρωπος που χαίρεται τις
όποιες νίκες του σαν σπαθί. Μελινάκι, έγινες τηλεκάρτα, γραμματόσημό,
άγαλμα, θέατρο, δρόμος, πλατεία, γυμναστήριο, πνευματικό κέντρο,
κινηματογράφος θερινός και χειμερινός, ίδρυμα, στάδιο, τραγούδι και
αφορμή για δεκάδες εκδηλώσεις. Όλα αυτά για να μη μας λείπεις.
Η Μελίνα Μερκούρη γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου του 1920, στην Αθήνα και
καταγόταν από σπουδαία οικογένεια πολιτικών Η οικογένεια της είχε
απώτερη καταγωγή από την Αργολίδα και μέλη της είχαν πολεμήσει στην
επανάσταση του 1821. Ο παππούς της Μελίνας, Σπυρίδων Μερκούρης, είχε
διατελέσει για πολλά χρόνια δήμαρχος Αθηναίων. Ο πατέρας της, Σταμάτης
Μερκούρης, ήταν αξιωματικός του Ιππικού και χρημάτισε βουλευτής και
υπουργός, ενώ για πολλά χρόνια συμμετείχε στη διοίκηση της ομάδας του
Παναθηναϊκού. Ο θείος της, Γεώργιος Μερκούρης, είχε ακροδεξιές πολιτικές
απόψεις και ήταν ιδρυτής του Ελληνικού Εθνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος,
καθώς και διοικητής της Εθνικής Τράπεζας την περίοδο της Κατοχής.
Την πρώτη θεατρική της πρόβα η Μελίνα Μερκούρη την έκανε μπροστά στον
καθρέφτη, προσπαθώντας να καταφέρει να κυλήσουν κάποια δάκρυα σε
κατάλληλη στιγμή, προκειμένου να πειστούν οι δικοί της να της αγοράσουν
κάτι που επιθυμούσε. Ήταν μόλις πέντε ετών. Σε ηλικία δέκα ετών,
«ντεμπουτάρισε» στις Σπέτσες, στο τραπέζι ενός καφενείου, όπου τη
χειροκρότησαν θερμά. Η μητέρα της όμως, που φτάνει τρέχοντας μόλις
πληροφορείται ότι η κόρη της δίνει αυτοσχέδια παράσταση, τη «φιλοδωρεί»
με ένα μεγαλοπρεπές χαστούκι.. Όταν έδωσε εξετάσεις στη Δραματική Σχολή
του Εθνικού θεάτρου, απήγγειλε ένα ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη. Ανάμεσα
στους εξεταστές της, και ο Αιμίλιος Βεάκης. Έγινε δεκτή πανηγυρικά και
την ανέλαβε ο Δημήτρης Ροντήρης. Διέγνωσε μέσα της την τραγωδό και την
έβαλε να δουλεύει σκληρά, με συμμαθητές, μεταξύ άλλων τη Δέσπω
Διαμαντίδου, την Αλέκα Αλέκα Παΐζη, τον Ανδρέα Φιλιποείδη, τον Αλέξη
Δαμιανό κ.α
Πρωτοεμφανίζεται στη θεατρική σκηνή το 1944 στο Θέατρο Βρετάνια με το
θίασο του Γιώργου Παππά και Αντώνη Γιαννίδη, με το έργο του Αλέξη
Σολομού "Το μονοπάτι της Λευτεριάς" και ακολουθεί το έργο του Laszlo
Bus-Fekete "H κόμισσα και ο καμαριέρης". Ακολουθούν: 1945-1946 "Μις
Μπα", "Θα σε παντρευτώ Τέρας", "Το Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα",
"Πωλείται Κέφι", "Η Μπόρα Πέρασε", "Επικίνδυνη Στροφή", "Ο Άνθρωπος και
τα Όπλα", "Φαύλος Κύκλος", "Της Νύχτας τα Καμώματα", "Ένας Φίλος θα
‘ρθει απόψε" 1946 "Τρισεύγενη", "Ανατολικά του Σουέζ", "Το πορτραίτο του
Ντόριαν Γκρέυ", "Δεν θα τα πάρεις μαζί σου", 1947 "Άνθρωπος και
Υπεράνθρωπος", "Γαμήλιο Εμβατήριο", "Ο Βασιλικός", "Το τραγούδι της
Κούνιας", 1949 "Λεωφορείον ο Πόθος", ήταν η Μπλάνς, που αποτέλεσε μια
από τις παραστάσεις σταθμούς στην καριέρα της ( παράσταση για την οποία
γράφτηκε το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι "Χάρτινο το Φεγγαράκι") καθώς
το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν για τους ηθοποιούς του Εθνικού ήταν
"απαγορευμένο", "Το μικρό Καλύβι","Το χαμόγελο της Τζοκόντα","Ο Θάνατος
του Εμποράκου", "Bolero", 1950 "Άννα Δουκάτσα", "Η Άννα των Χιλίων
Ημερών" ( Ιστορική παράσταση που σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Μυράτ και
έπαιζαν μεταξύ άλλων η Μελίνα Μερκούρη, η Ειρήνη Παππά, η Άννα
Συνοδινού, η Νίτσα Τσαγανέα, ο Χρήστος Τσαγανέας, ο Δημήτρης Μυράτ, ο
Τίτος Βανδής, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ο Μίμης Φωτόπουλος, η Βούλα
Ζουμουλάκη κλπ), 1951 "Το Επάγγελμα της Κυρίας Ουόρεν", "Η Μεγάλη
Παρένθεση".
Συνεχίζει τη συνεργασία της με τον Κάρολο Κουν και εμφανίζεται σε έργα
των Άλντους Χάξλεϊ, Άρθουρ Μίλλερ, Φίλιπ Τζόρνταν και Αντρέ Ρουσέν. Η
Άννα των Χιλίων Ημερών" ( Ιστορική παράσταση που σκηνοθέτησε ο Δημήτρης
Μυράτ και έπαιζαν μεταξύ άλλων η Μελίνα Μερκούρη, η Ειρήνη Παππά, η Άννα
Συνοδινού, η Νίτσα Τσαγανέα, ο Χρήστος Τσαγανέας, ο Δημήτρης Μυράτ, ο
Τίτος Βανδής, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ο Μίμης Φωτόπουλος, η Βούλα
Ζουμουλάκη κλπ), 1951 "Το Επάγγελμα της Κυρίας Ουόρεν", "Η Μεγάλη
Παρένθεση". Από το 1951 αρχίζει να πρωταγωνιστεί παράλληλα και στην
Γαλλική θεατρική σκηνή, όπου έγινε μούσα ενός από τους μεγαλύτερους
θεατρικούς συγγραφείς, του Μαρσέλ Ασάρ. Η Μελίνα εμφανίζεται στη
θεατρική σκηνή της Πόλης του Φωτός σε μπουλβάρ των Ζακ Ντεβάλ και Μαρσέλ
Ασάρ. Παίζει στο “Le Moulin de la Galette”, στο “Les Compagnons de la
Marjolaine”, στο “Il etait une gare”. Εκεί θα γνωρίσει τον Ζαν Κοκτώ,
τον Ζαν Πωλ Σαρτρ, την Κολέτ, τη Φρανσουάζ Σαγκάν. Συνεχίζει την
παράλληλη πορεία της και στις δύο σκηνές, την αθηναϊκή και την
παριζιάνικη. Το 1953 παίρνει το έπαθλο « Μαρίκα Κοτοπούλη ».
Δύο χρόνια μετά επιστρέφει στην Ελλάδα και πρωταγωνιστεί στο θέατρο
Κοτοπούλη – Ρεξ σε έργα από όλο το φάσμα του δραματολογίου, όπως ο
«Μάκβεθ» του Σαίξπηρ και ο «Κορυδαλλός» του Ανούιγ. Σε αυτή τη δεκαετία
ανακαλύπτει το κοινωνικό πρόσωπο που κρύβει μέσα της και αναμιγνύεται με
τον θεατρικό συνδικαλισμό. Με την επιστροφή της στην πατρίδα, της
γίνεται η πρώτη πρόταση να πρωταγωνιστήσει σε κινηματογραφική ταινία.
Πρόκειται για τη «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη από το θεατρικό έργο του
Ιάκωβου Καμπανέλλη «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια». Η ταινία επαινέθηκε
ιδιαίτερα στο κινηματογραφικό φεστιβάλ των Κανών το 1956. Παρότι το
αξίζει, δεν θα πάρει το βραβείο του Φεστιβάλ των Κανών το 1956. Η
εμφάνισή της σ’αυτό, όμως, θα είναι μοιραία, αφού εκεί θα γνωρίσει τον
αμερικανό σκηνοθέτη Ζυλ Ντασσέν, κατοπινό σύντροφό της δια βίου. Η
Μελίνα θα πρωταγωνιστήσει στην ταινία του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται»
την ίδια χρονιά και από τότε θα παίξει σε πολλές ακόμα ταινίες του, όπως
στο «Ποτέ την Κυριακή», στη «Φαίδρα», στο «Τοπκαπί» κ.α. Για την
ερμηνεία της στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή» θα πάρει στις Κάνες το
βραβείο γυναικείας ερμηνείας (εξ’ ίσου με την Ζαν Μορό για το Moderato
Cantabile) (1960). Η ταινία είναι υποψήφια για πέντε Όσκαρ (σκηνοθεσίας,
σεναρίου – Ζύλ Ντασσέν, πρώτου γυναικείου ρόλου – Μελίνα Μερκούρη,
κοστουμιών για ασπρόμαυρη ταινία – Ντένη Βαχλιώτη, τραγουδιού – Μάνος
Χατζιδάκις, που παίρνει το βραβείο).
Η Μελίνα πρωταγωνιστεί σε ταινίες διακεκριμένων δημιουργών όπως ο
Βιτόριο Ντε Σίκα (Η Δευτέρα παρουσία), ο Νόρμαν Τζούισον
(Σικάγο-Σικάγο), ο Καρλ Φόρμαν (Οι Νικητές) κ.α. Συνολικά, έχει
πρωταγωνιστήσει σε 19 ταινίες. Το 1960, είναι η χρονιά της. Τότε
σημειώνεται και η μεγαλύτερη επιτυχία αυτής της περιόδου στο θέατρο,
όπου συνεχίζει αδιάλειπτα την πορεία της έως το 1967. Είναι το «γλυκό
πουλί της νιότης» σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν και παραγωγή του «θεάτρου
τέχνης» με συμπρωταγωνιστή τον Γιάννη Φέρτη.
Η διεθνής αναγνώριση είναι πλέον γεγονός. Η Μελίνα θα ανοίξει τα φτερά
της το 1967 για το Μπρόντγουεϊ της Νέας Υόρκης, για να παίξει στο «Ίλια
Ντάρλινγκ» με τον Ζυλ Ντασσέν, σύζυγό της από την προηγούμενη χρονιά,
στο πλευρό της. Τα μεσάνυχτα της 21ης Απριλίου, ο Μάνος Χατζιδάκις
τηλεφωνεί σε κείνη και στον Ζυλ για να τους πει ότι στην Ελλάδα έγινε
στρατιωτικό πραξικόπημα. Η Μελίνα κάνει δηλώσεις στις τηλεοπτικές
κάμερες των αμερικανικών μέσων μαζικής ενημέρωσης. «Σας παρακαλώ μην
πάτε στη χώρα μου» λέει κλαίγοντας. Για τις δηλώσεις αυτές, η χούντα θα
της αφαιρέσει την ελληνική ιθαγένεια στις 12 Ιουλίου του ίδιου χρόνου.
Εκείνη θα απαντήσει με το ιστορικό πλέον : «Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα
πεθάνω Ελληνίδα. Ο Παττακός γεννήθηκε φασίστας και θα πεθάνει φασίστας».
Από τον Νοέμβριο του 1967 και επί τρεις μήνες, το FBI την παρακολουθεί
παντού. Υπάρχει προειδοποίηση ότι θα γίνει δολοφονική απόπειρα εναντίον
της. Το σύνθημα για την αντιδικτατορική δράση έχει δοθεί. Με τον Ζυλ
Ντασσέν, με τον Μίκη Θεοδωράκη, με άλλους φίλους, η Μελίνα θα γίνει ο
εφιάλτης της χούντας. Σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς θα γνωρίσει και
τον Ανδρέα Παπανδρέου. Κάνει πολιτική περιοδεία στις ευρωπαϊκές χώρες
(Αυστρία, Ελβετία, Γαλλία, Αγγλία, Γερμανία, Ιταλία, Δανία, Σουηδία,
Νορβηγία, Βέλγιο, Ολλανδία). Οργανωτής, ο Σπύρος Μερκούρης. Θα
συμμετάσχει σε διαδηλώσεις, απεργίες πείνας, συναυλίες και πολιτικές
εκδηλώσεις. Δημιουργούνται πολιτικές και καλλιτεχνικές επιτροπές,
επιτροπές Ελλήνων που στηρίζουν όλα τα προγράμματα. Η Μελίνα δίνει
συνεντεύξεις, κάνει ομιλίες, τραγουδά ενάντια στους συνταγματάρχες. Η
χούντα αντιδρά, απαγορεύει στην Ελλάδα τα τραγούδια της και δεσμεύει την
περιουσία της. Στις 7 Μαρτίου του 1969, στο θέατρο της Γένοβας γίνεται
βομβιστική επίθεση εναντίον της με βόμβα πέντε κιλών η οποία και
εκρήγνυται, χωρίς ευτυχώς θύματα. Στο πλαίσιο της ίδιας περιοδείας,
γίνεται επίθεση εναντίον της από φασιστική οργάνωση στο Βέλγιο.
Ο θάνατος του πατέρα της (7 Ιουλίου 1968) τη βρίσκει στην ξενιτιά. Δεν
έχει ιθαγένεια, ούτε διαβατήριο. Όταν πεθαίνει η μητέρα της (Ιούλιος
1972) της επιτρέπουν την είσοδο στη χώρα για λίγες ώρες. Στις 26 Ιουλίου
του 1974, δύο μόλις μέρες μετά την πτώση της χούντας, επιστρέφει στην
Ελλάδα. Στο αεροδρόμιο γίνεται διαδήλωση, θα κατέβει από το αεροπλάνο
κάνοντας το σήμα της νίκης και θα χαθεί στις αγκαλιές των αγαπημένων
της. Με την επιστροφή και την οριστική εγκατάστασή της στην Ελλάδα,
συνεχίζει την πολιτική της δράση μέσα από το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό
Κίνημα, του οποίου είναι από τα ιδρυτικά μέλη. Το 1974 είναι υποψήφια
του κόμματος στη Β΄περιφέρεια Πειραιά. Συγκεντρώνει 7.500 σταυρούς, αλλά
χάνει την έδρα για 33 ψήφους. Θα διατελέσει μέλος της Κεντρικής
Επιτροπής, του Εκτελεστικού Γραφείου, αλλά και εισηγήτρια στον
Κοινοβουλευτικό Τομέα Ελέγχου Πολιτισμού. Παράλληλα με την πολιτική της
παρουσία αρχίζει το γύρισμα μιας σειράς τηλεοπτικών εκπομπών με τον
τίτλο «Διάλογοι» που περιλαμβάνουν κοινωνικά θέματα. Από τα 14 επεισόδια
μεταδίδονται μόνο δύο για την Κύπρο και η εκπομπή απαγορεύεται από την
ΕΡΤ. Το θέμα συζητείται στη Βουλή, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Γυρίζονται
άλλες δύο ταινίες οι «Επαρχίες της Αθήνας» και «Νόελ Μπαίκερ-Το κτήμα
του Αχμέτ-Αγά». Συνεχίζει επίσης τη δουλειά της στο θέατρο και στον
κινηματογράφο, με εξέχουσες ερμηνείες στην «΄Όπερα της πεντάρας» του
Μπρεχτ, σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν (1975) και στη «Μήδεια» του Ευριπίδη
από το Κρατικό θέατρο Βορείου Ελλάδος σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη
(1976). Η παράσταση παίζεται σε όλη τη Μακεδονία και στο Λυκαβηττό,
αρνούνται όμως την παρουσίασή της στο επίσημο φεστιβάλ αρχαίου δράματος,
στην Επίδαυρο. Η απαγόρευση της χαρίζει τον τίτλο της «Εξόριστης
Μήδειας». Με την πρώτη της εμφάνιση ως τραγωδού, επιβάλλεται, η
ανταπόκριση του κοινού είναι πολύ μεγάλη. Το 1978 γυρίζει μια ταινία
βασισμένη στη «Μήδεια», την «Κραυγή γυναικών» σε σκηνοθεσία Ζυλ
Ντασσέν.
Η εκλογή της, τον Νοέμβριο του 1977, ως βουλευτή (με μεγάλη πλειοψηφία
σταυρών προτίμησης – αποτέλεσμα της αφοσίωσης που είχε δείξει στην
Β΄Πειραιά) της στερεί την ενασχόλησή της με το θέατρο. Εκλέγεται στη
Β΄Περιφέρεια Πειραιά, και δίνει όλη της την ενέργεια στην πολιτική,
πάντοτε στον τομέα του πολιτισμού. Για ένα μικρό διάστημα, πρωταγωνιστεί
σε μια παράσταση με κείμενα του Μπρεχτ, που σκηνοθετεί ο Ζυλ Ντασσέν
(«Συντροφιά με τον Μπρέχτ», 1978 στο Μπρόντγουεϊ. Το 1980 πρωταγωνιστεί
στο «Γλυκό πουλί της νιότης» του Τένεσι Ουίλιαμς, σε σκηνοθεσία Ζυλ
Ντασσέν (και στο καινούργιο αυτό ανέβασμα, που έχει και πάλι μεγάλη
επιτυχία, συμπρωταγωνιστής της είναι ο Γιάννης Φέρτης), και το καλοκαίρι
ερμηνεύει την Κλυταιμνήστρα στην «Ορέστεια» που παρουσιάζει ο Κάρολος
Κουν με το «Θέατρο Τέχνης» στην Επίδαυρο. Το κοίλο του αρχαίου θεάτρου
γεμίζει ασφυκτικά.
Εκλέγεται και πάλι βουλευτής το 1981. Στις εκλογικές αναμετρήσεις που θα
ακολουθήσουν (1985, Ιούνιος 1989, Νοέμβριος 1989, 1990 και 1993) είναι
στο ψηφοδέλτιο των βουλευτών επικρατείας σε εκλόγιμη θέση. Η διεθνής
ακτινοβολία της, της επιτρέπει να έρχεται σε επαφή με κορυφαίους
ευρωπαίους ηγέτες (ανάμεσα στους οποίους και ο προσωπικός της φίλος
Φρανσουά Μιτεράν) και να προβάλει τα εθνικά μας θέματα. Επιθυμία της, να
επιβάλλει την Ελλάδα και να την κάνει σεβαστή παντού. Τον Οκτώβριο του
1981, η Μελίνα Μερκούρη ορίζεται Υπουργός Πολιτισμού και παραμένει στη
θέση αυτή και τα οκτώ χρόνια διακυβέρνησης της χώρας από το κόμμα. Κατά
τη διάρκεια της θητείας της θα φέρει, με τις πολιτικές της πρωτοβουλίες
και τα πολιτικά της οράματα, τον πολιτισμό στις πρώτες σελίδες των
εφημερίδων. Θα εντυπωσιάσει με τη δημοκρατική διακυβέρνηση του
υπουργείου της και με τον αέρα αλλαγής που θα πνεύσει στις σχέσεις της
πολιτικής ηγεσίας με τους υπαλλήλους αλλά και στις σχέσεις των υπηρεσιών
με τον πολίτη. Ως Υπουργός εφάρμοσε μια έντονη εξωτερική πολιτιστική
πολιτική. Οργάνωσε πολλές και σημαντικές εκθέσεις σε μουσεία του
εξωτερικού, καθώς και εκδηλώσεις ουσίας. Συναντήθηκε με σπουδαίες
προσωπικότητες όπως ο Λάνγκ, ο Αντρεότι, ο Γκένσερ, ο Πάλμε, ο
Γκονζάλεθ, ο Πάπας, η Γκάντι, ο Μιτεράν κ.α. και διεκδίκησε μια εξέχουσα
θέση για την Ελλάδα και τον πολιτισμό της. Το Υπουργείο Πολιτισμού
λειτούργησε επί των ημερών της όσο ποτέ άλλοτε. Έκανε διάλογο με τους
υπαλλήλους της και τις διευθύνσεις, θεωρώντας ότι αποδοτικός υπάλληλος
είναι ο ευχαριστημένος υπάλληλος. Οι ξένες εφημερίδες παρακολουθούσαν
την πορεία της ανελλιπώς.
Η Μελίνα Μερκούρη είχε χαράξει την πολιτική της στο υπουργείο εξαρχής
και την ακολούθησε απαρέγκλιτα, φροντίζοντας για την σταδιακή υλοποίηση
των πολλών και μεγάλων οραμάτων της. Ένα από τα σημαντικότερα, υπήρξε η
επιστροφή στην Ελλάδα των Μαρμάρων του Παρθενώνα, που σύλησε και
απέσπασε τον προηγούμενο αιώνα ο λόρδος Έλγιν και που βρίσκονται στο
Βρετανικό Μουσείο.
Η ιδέα της επιστροφής των Μαρμάρων της γεννήθηκε κατά τη δεκαετία του
΄60, όταν, στα γυρίσματα της ταινίας «Φαίδρα», οι Βρετανοί ζήτησαν
πληρωμή για να αφήσουν το ελληνικό συνεργείο να κινηματογραφήσει τα
γλυπτά. Έθεσε το θέμα επίσημα για πρώτη φορά ως Υπουργός Πολιτισμού τον
Ιούλιο του 1982 στο Μεξικό, στη Διεθνή Διάσκεψη Υπουργών Πολιτισμού της
UNESCO και δεν σταμάτησε να αγωνίζεται γι’ αυτό μέχρι το θάνατό της.
«Πρέπει να καταλάβετε τι σημαίνουν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα για μας»,
έλεγε. «Είναι το καμάρι μας. Είναι οι θυσίες μας. Είναι το υπέρτατο
σύμβολο ευγένειας. Είναι φόρος τιμής στη δημοκρατική φιλοσοφία. Είναι η
φιλοδοξία και το όνομά μας. Είναι η ουσία της ελληνικότητάς μας». Και «
Αν με ρωτήσετε εάν θα ζω όταν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα επιστρέψουν στην
Ελλάδα, σας λέω πως ναι, θα ζω. Αλλά κι αν ακόμη δεν ζω πια, θα
ξαναγεννηθώ». Δεν έπαυσε να επαναλαμβάνει ότι η Ελλάδα ζητούσε μόνο την
επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα και όχι και των άλλων
αριστουργημάτων που βρίσκονται σε ξένα μουσεία. Κι αυτό επειδή τα
Μάρμαρα του Παρθενώνα αποτελούν μέρος ενός μοναδικού μνημείου. Για να
υποβοηθηθεί το αίτημα της επιστροφής, συνέλαβε την ιδέα ενός νέου
Μουσείου Ακροπόλεως και προκήρυξε διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για
την κατασκευή του, το 1989. Αποφάσισε να ενεργοποιήσει τον αρχαίο θεσμό
των χορηγών, προκειμένου να δημιουργηθεί σύντομα το μουσείο αυτό και
διοργάνωσε διάφορες εκδηλώσεις όπως οι συναυλίες των Μ. Ροστροπόβιτς, Β.
Παπαθανασίου κ.α.
συνέχεια