Πάνος Bαλαβάνης
Αν. καθηγητής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών
Ο ρόλος του
Δελφικού Μαντείου στον αρχαίο κόσμο ήταν πολυδιάστατος. Από το τέλος
του 9ου αι. π.Χ. τουλάχιστον, που εμφανίζονται οι πρώτες ενδείξεις της
λατρείας του Απόλλωνος στους Δελφούς και της έναρξης της μαντικής
διαδικασίας, μέχρι τον 4ο αι. μ.Χ., που δόθηκε ο πολύ γνωστός,
τελευταίος, συμβολικός ψευδοχρησμός στον αυτοκράτορα Ιουλιανό, για
περισσότερο δηλαδή από 1.200 χρόνια, το δελφικό μαντείο εξέδιδε χρησμούς
και σε ιδιώτες και σε πόλεις-κράτη, επηρεάζοντας, όσο κανένας άλλος
θεσμός, ολόκληρη τη μικρή και τη μεγάλη αρχαία ελληνική ιστορία.
Η
μεγάλη σημασία του μαντείου στον αρχαίο κόσμο μπορεί να γίνει κατανοητή
από το γεγονός ότι από τους 615 δελφικούς χρησμούς που μας έχουν
διασωθεί, οι 73, δηλαδή ποσοστό 12%, αναφέρονται στην ίδρυση αποικιών,
οι 130, δηλαδή 21%, είναι πολιτικού περιεχομένου και οι 185, δηλαδή 31%,
είναι δημόσιου θρησκευτικού περιεχομένου. Από το σύνολο των χρησμών, οι
388, δηλαδή το 64%, αφορούσαν θέματα άμεσα σχετιζόμενα με την πορεία
της αρχαίας ελληνικής ιστορίας.
Φυσικά,
η επιρροή επίκοιλλε από εποχή σε εποχή. Αρχικά, η ακτινοβολία ήταν
περιορισμένη. Η μαντική λατρεία θα πρέπει να προϋπήρχε πριν ακόμη και
από την «έλευση» του Απόλλωνος, και ίσως αυτό να υπήρξε η αφορμή για την
οποία ο συγκεκριμένος θεός «εγκαταστάθηκε» στους Δελφούς. Η μαντική
διαδικασία ελάμβανε χώρα μέσα σε κάποιο σπήλαιο (άντρον), είχε λαϊκό
χαρακτήρα και δεν είχε τεθεί ακόμα υπό τον έλεγχο κάποιας κρατικής
εξουσίας. Πάντως, έχουν βρεθεί πρώιμα αναθήματα στο ιερό, τα οποία,
εκτός από την κυρίως Ελλάδα, προέρχονται και από πιο μακρινές περιοχές,
όπως, π.χ., από την Κρήτη και την Κύπρο, και αποτελούν ενδείξεις για
πρώιμη διασπορά της φήμης του μαντείου.
Η
φήμη του μαντείου αναπτύχθηκε σημαντικά με τον ρόλο που έπαιξε κατά τον
μεγάλο ελληνικό αποικισμό. Ήδη από τα μέσα του 8ου αι. η κατάκτηση των
θαλάσσιων δρόμων, το εμπόριο, αλλά κυρίως τα μεγάλα κοινωνικά και
πολιτικά προβλήματα που δημιουργήθηκαν στις ελληνικές πόλεις μεταξύ
αντιμαχόμενων αριστοκρατικών γενών, οδήγησαν στη δημιουργία αποικιών στα
παράλια όλης της Μεσογείου. Για τον αποικισμό αυτόν και συγκεκριμένα
για τις περιοχές που κατευθύνονταν οι άποικοι, για τους αρχηγούς της
κάθε αποστολής, για τις πιθανότητες επιτυχίας του εγχειρήματος κ.ά.
πάντα ρωτούσαν το μαντείο, η συμβολή του οποίου υπήρξε καθοριστική.
Βέβαια
η άποψη ότι το μαντείο είχε γνώση της κατάστασης ακόμα και μακρινών
περιοχών σε όλη τη Μεσόγειο και μπορούσε έτσι να κατευθύνει το κύμα του
αποικισμού δεν γίνεται πλέον δεκτή από την έρευνα. Σήμερα πιστεύεται ότι
όλη την προεργασία για την αποστολή μιας αποικίας την είχαν κάνει οι
ίδιες οι ενδιαφερόμενες πόλεις-κράτη και είχαν θέσει τα στοιχεία αυτά εκ
των προτέρων στη διάθεση των ιερέων. Με τον τρόπο αυτόν ο χρησμός
ετίθετο υπό τη σκέπη του Απόλλωνος και, φυσικά, η απόφαση που κάλυπτε το
θεϊκό κύρος γινόταν ευκολότερα δεκτή από όλους, βουλόμενους και μη.
Eτσι, οι Δελφοί όχι μόνο έδωσαν διέξοδο στις ασφυκτικές
πολιτικοκοινωνικές συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί στην κυρίως Ελλάδα,
αλλά δημιούργησαν και σημαντικούς δεσμούς με τις νέες αποικίες,
αποτελώντας πόλο μεγάλης επιρροής σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο.
Μαντείο και διεθνείς σχέσεις
Κατά
τον 7ο και 6ο π.Χ. αι., οπότε λαμβάνει χώρα η μεγαλύτερη οικονομική,
κοινωνική και πολιτική ανάπτυξη των ελληνικών πόλεων-κρατών, συνεχίζεται
και εξελίσσεται ακόμη περισσότερο ο ρόλος των Δελφών και του μαντείου.
Οι πληροφορίες του Ηροδότου για χρησμούς που δόθηκαν σε βασιλείς μη
ελληνικών περιοχών, όπως ο Μίδας της Φρυγίας, ο Γύγης και ο Κροίσος της
Λυδίας και ο Άμασις της Αιγύπτου, δείχνουν διεύρυνση της ακτινοβολίας
του μαντείου σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Παρόλο δε που η αυθεντικότητα
των συγκεκριμένων χρησμών έχει πολλαπλώς αμφισβητηθεί, η προσφορά
πολύτιμων αναθημάτων των ηγεμόνων αυτών στους Δελφούς υποδηλώνει
τουλάχιστον προσπάθεια προσεταιρισμού της θετικής γνώμης του μαντείου,
αλλά και όλων των Ελλήνων στα πολιτικά τους σχέδια.
Η
σύνδεση του ιερού με την αμφικτιονία των πόλεων της Θεσσαλίας και της
Στερεάς Ελλάδος, που έγινε τον 7ο ή τον 6ο αι. π.Χ., έδωσε τη δυνατότητα
στους Δελφούς να αναδειχθούν και σε πανελλήνιο πολιτικό κέντρο. Έτσι,
πολύ συχνά οι αντιμαχόμενοι κατέφευγαν στην Πυθία για την επίλυση των
διαφορών τους, δίνοντας τη δυνατότητα στο μαντείο να παρεμβαίνει ως
διαιτητής σε πολλές διαμάχες μεταξύ των πόλεων-κρατών, φαινόμενο που
απαντάται για πρώτη φορά στην ιστορία του πολιτισμού. Επίσης, συχνά
ρωτούσαν αν έπρεπε να ξεκινήσουν κάποια εκστρατεία, αν ήταν καλύτερο να
συνάψουν ειρήνη, με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να αποφύγουν τα δεινά ενός
πολέμου ή μιας καταστροφικής θεομηνίας. Με τον τρόπο αυτόν το μαντείο
κατόρθωσε να παίζει σπουδαίο ρόλο στην πολιτική σκηνή της αρχαίας
Ελλάδος, κυρίως από τον 6ο έως τον 4ο αι. π.Χ.
Μαντείο και εσωτερική πολιτική
Κρίνοντας
από τον μεγάλο αριθμό των χρησμών θρησκευτικού περιεχομένου,
αντιλαμβανόμαστε πως ένας συνήθης τρόπος παρέμβασης του μαντείου σε
εσωτερικά θέματα των πόλεων-κρατών ήταν και οι αποφάσεις που σχετίζονταν
με την εγκαθίδρυση νέων λατρειών. Τις πολλές σχετικές ερωτήσεις προς
την Πυθία τις προκαλούσαν συνήθως διάφορα καταστροφικά συμβάντα, όπως
επιδημίες, ανομβρία, κακές χρονιές για σπαρτά και ζώα κ.λπ. Ο Απόλλων
συμβούλευε τότε ποιους θεούς ή ήρωες να τιμήσουν, ποια παλιά ξεχασμένη
λατρεία να επαναφέρουν, σε ποιον να απευθυνθούν για να τους καθάρει από
το μίασμα που προκάλεσε το κακό.
Σημαντικότερος
όμως υπήρξε ο ρόλος των μαντείων στη διαμόρφωση και εξέλιξη της
νομοθεσίας και των πολιτευμάτων στις αρχαίες ελληνικές πόλεις-κράτη, με
τη στήριξη που έδωσαν, σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, σε καινοτομίες
που σταδιακά οδήγησαν στην κατάκτηση της δημοκρατίας. Γνωρίζουμε ότι οι
Δελφοί ρωτήθηκαν για την έγκριση της «ρήτρας του Λυκούργου», που έθεσε
τις βάσεις του σπαρτιατικού πολιτεύματος, καθώς και για τους νόμους του
Σόλωνος, που έφεραν τη συνδιαλλαγή μεταξύ των αντιμαχόμενων πολιτικών
ομάδων στην Αθήνα του πρώιμου 6ου αι. π.Χ.
Ακόμη,
το μαντείο συνέβαλε ξεκάθαρα στην εγκαθίδρυση της αθηναϊκής
δημοκρατίας, προκαλώντας τη σπαρτιατική στρατιωτική συνδρομή προς την
πλευρά του Κλεισθένους. Και αμέσως μετά, όταν ο Κλεισθένης προσπάθησε να
ανακατανείμει το κοινωνικό σώμα με τη δημιουργία των δέκα νέων
αθηναϊκών φυλών, μέτρο που ασφαλώς θα αντιμετώπιζε πολλές αντιδράσεις
από την πλευρά των αριστοκρατών, χρησιμοποίησε και πάλι τη βοήθεια του
μαντείου: Έστειλε στους Δελφούς κατάλογο με τα ονόματα 50 ή 100 μυθικών
Αθηναίων ηρώων, για να διαλέξει η Πυθία δέκα, με τα οποία θα
ονοματίζονταν οι νέες φυλές. Η θετική απάντηση του ιερατείου δήλωνε
αυτομάτως και την αποδοχή της καινοτομίας από τον θεό, και με τον τρόπο
αυτόν περιόριζε δραστικά τις οποιεσδήποτε πιθανές αντιδράσεις από τους
θιγόμενους.
Στην
ουσία, δηλαδή, οι πολιτικοί δεν ζητούσαν τίποτε άλλο παρά την
επιδοκιμασία του Απόλλωνος στις αποφάσεις τους, οι οποίες με τον τρόπο
αυτόν ετίθεντο υπό τη θεία σκέπη και είχαν έτσι μεγάλες πιθανότητες να
εφαρμοστούν χωρίς ουσιαστικές αντιδράσεις. Το ότι το μαντείο είχε
συνήθως θετική στάση απέναντι σε καινοτομικές προτάσεις οφειλόταν κυρίως
σε στάθμιση των πολλών και ποικίλων παραγόντων που επηρέαζαν κάθε φορά
την απόφασή του. Υπήρχε όμως και ένα άλλο κριτήριο, που, σταθερό
πάντοτε, διείπε τις αποφάσεις του μαντείου των Δελφών:
Μαντείο και ηθική διδασκαλία
Μία
από τις βασικές αρχές του μαντείου ήταν η σταθερή προσπάθεια να
ημερέψει τα ήθη των ανθρώπων, και σε προσωπικό και σε συλλογικό επίπεδο.
Και αυτό ήταν μία από τις σπουδαιότερες εκπολιτιστικές συμβολές του,
που σταδιακά οδήγησε στην κατάκτηση από τους αρχαίους Έλληνες του
ανθρωπισμού.
Σε
προσωπικό επίπεδο, αυτό επετεύχθη με την επίμονη διδασκαλία του
μαντείου ότι ο φόνος δεν ήταν ανάγκη να καθαρθεί και πάλι με το αίμα του
φονιά αλλά και με άλλους, ηπιότερους και ανθρωπινότερους τρόπους, όπως η
θυσία ενός ζώου, η υποβολή του δράστη σε κάποιες καθαρτήριες τελετές
κ.λπ. Αν σκεφτούμε ότι οι κρητικές και μανιάτικες βεντέτες επιβίωναν
μέχρι πολύ πρόσφατα, μπορούμε εύκολα να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος
αυτής της ηθικής διδασκαλίας των Δελφών σε μια τόσο πρώιμη περίοδο.
Η
αντίληψη αυτή για τον κατευνασμό των παθών, τον εξανθρωπισμό των ηθών
και τον έλεγχο των βίαιων αντιδράσεων μετεξελίχθηκε σε δογματική αρχή
όλης της διδασκαλίας του ιερού και αποτέλεσε θεμελιώδες στοιχείο στις
αποφάσεις του. Γι’ αυτό όλοι οι χρησμοί διαπνέονται από ήμερο ανθρώπινο
λόγο, που εκφράζει την ηθική απολλώνεια διδασκαλία. Αυτή δηλωνόταν
συμπυκνωμένη στα ρητά που ήταν γραμμένα από τον 6ο ήδη αι. στους τοίχους
του προνάου του ναού του Απόλλωνος και θεωρήθηκαν εκ των υστέρων ως
αποφθέγματα των επτά σοφών. Τα γνωστότερα από αυτά ήταν το «μηδέν άγαν»,
δηλαδή να μη γίνεται τίποτε καθ’ υπερβολήν, και το «γνώθι σαυτόν»,
δηλαδή να προσπαθεί ο καθένας να γνωρίζει τον εαυτό του. Με το πρώτο
ρητό, συμβούλευε ο θεός ανθρώπους και πολιτείες να θέτουν το μέτρον,
δηλαδή τη μετριοπάθεια και τη σωφροσύνη, ως κριτήρια στις αποφάσεις
τους, διδάσκοντάς τους να γνωρίζουν τα όρια που δεν πρέπει να υπερβούν
στις αποφάσεις της ζωής, γιατί κινδύνευαν να γίνουν υβριστές. Και,
φυσικά, ο καλύτερος τρόπος να μαθαίνει κανείς τα όριά του εμπεριέχεται
στο δεύτερο ρητό, στην αυτογνωσία, που οδηγεί στη επίγνωση της
προσωπικής ευθύνης και στην επιλογή της συνειδητής ζωής.
Στο
κεντρικό, επομένως, σημείο της απολλώνειας διδασκαλίας, που εκφράζεται
μέσω του μαντείου και των χρησμών, στέκονται δύο βασικότατες αντιλήψεις
της αρχαίας ελληνικής σοφίας, το μέτρο και η αυτογνωσία, που, όχι
τυχαία, αποτελούν ταυτοχρόνως και δύο από τις θεμελιώδεις αρχές σε όλη
την πορεία του ανθρώπινου γένους.
Παρά
τις πολυετείς έρευνες και τις χιλιάδες των σελίδων που έχουν γραφτεί
για το θέμα, δεν είναι εύκολο να απαντήσει κανείς ξεκάθαρα για το τι
ακριβώς γινόταν στους Δελφούς. Οι απόψεις των ερευνητών κυμαίνονται
ανάμεσα σε δύο άκρα: Στο ένα βρίσκονται οι απόλυτοι πραγματιστές, που
ισχυρίζονται ότι όλη η διαδικασία δεν ήταν παρά μια καλοστημένη
επιχείρηση που εκμεταλλευόταν την άγνοια, την ευπιστία και την
προκατάληψη των αρχαίων. Για να ισχύει αυτό, προϋποθέτει την καθολική
βλακεία των Ελλήνων, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Χρ. Καρούζος, κάτι
το οποίο δεν πιστοποιείται από άλλα φαινόμενα και δράσεις του αρχαίου
κόσμου. Στο άλλο άκρο βρίσκονται οι οπαδοί του εσωτερισμού, που
πιστεύουν ότι οι Πυθίες ήταν πραγματικά διάμεσα (μέντιουμ), που έχοντας
τη δυνατότητα να επικοινωνούν με την «άλλη πλευρά», μπορούσαν και να
προβλέπουν κατά κάποιο τρόπο το μέλλον. Η αλήθεια, όπως σε όλα τα
πράγματα, θα πρέπει να βρισκόταν κάπου στη μέση. Και αυτήν θα
προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε παρακάτω, αναφέροντας μια σειρά από
δεδομένα, που θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του όποιος θα ήθελε να
προσεγγίσει καλύτερα το φαινόμενο.
Ο
αρχαίος κόσμος ζούσε σε μιαν ατμόσφαιρα δεισιδαιμονίας και είχε μεγάλη
δίψα, ασχέτως μορφωτικού επιπέδου, για συγκεκριμένη καθοδήγηση είτε στα
καθημερινά του προβλήματα είτε στις μεγάλες ιστορικές αποφάσεις. Στην
αρχαία ελληνική θρησκεία δεν υπήρχαν ιερές γραφές, όπως, π.χ., η Βίβλος
στον ιουδαϊσμό, όπου να είναι εκπεφρασμένη η βούληση του θείου και οι
βασικές αρχές της ζωής των ανθρώπων. Οι ιερείς των ολυμπίων θεών δεν
έδιναν συμβουλές ούτε άκουγαν εξομολογήσεις. Ήταν μόνον υπεύθυνοι για
την τέλεση των θυσιών και των άλλων ιεροτελεστιών. Έτσι, οι πολιτείες ή
τα άτομα αναζητούσαν συνεχώς καθοδήγηση από τους θεούς μέσω της μαντικής
και, κατά συνέπειαν, τα μαντεία υπήρξαν οι φυσικοί δέκτες της αγωνίας
και των ανθρώπων αλλά και των πόλεων – κρατών για βοήθεια.
Η
Πυθία, η γυναίκα που αποτελούσε το διάμεσο μεταξύ του θεού και των
πιστών, δεν ήταν τυχαία. Θα πρέπει να ήταν ένα υπερευαίσθητο πλάσμα, που
είχε τη δυνατότητα να περιπίπτει σε κατάσταση καταληπτικής αλλοτρίωσης,
όχι μόνο πιστεύοντας ότι επικοινωνεί με τον θεό αλλά πείθοντας και τους
άλλους γι’ αυτό. Πιθανότατα οι πρώτες Πυθίες ή κάποια συγκεκριμένη
γυναίκα των Δελφών να είχε το χάρισμα αυτό, γεγονός που δημιούργησε την
πρώτη φήμη του μαντείου. άλλωστε, η επιλογή των Πυθιών από το ιερατείο
θα πρέπει να σχετιζόταν με την πίστη και την αφοσίωσή τους στη λατρεία
του Απόλλωνος, γι’ αυτό και γινόταν μόνο από τη γύρω περιοχή. Ο εκεί
πληθυσμός θα πρέπει να διαβιούσε σε ατμόσφαιρα άκρου σεβασμού προς τον
θεό. Η βεβαιότητα ότι ο Απόλλων θεωρούσε τη μελλοντική Πυθία εκλεκτή του
ασφαλώς θα επηρέαζε την ψυχολογία ορισμένων γυναικών, καλλιεργώντας ένα
είδος προδιάθεσης για την κατάκτηση του αξιώματος. Δεν είναι απίθανο
ακόμη, για την επιλογή της νέας Πυθίας να ακολουθούσαν μια διαδικασία
όπως αυτή που γίνεται για την επιλογή ενός θρησκευτικού ηγέτη, όπως π.χ.
του νέου Δαλάι Λάμα στη θιβετιανή θρησκεία. Να επέλεγαν δηλαδή ένα
μικρό κορίτσι, που να μεγάλωνε με την αναγκαία θεωρητική και πρακτική
διδασκαλία, έτσι ώστε να μπορεί επάξια να αναλάβει υπηρεσία στον ναό,
μόλις πέθαινε η προηγούμενη ιέρεια.
Το
ιερατείο των Δελφών, που έκανε και την τελική καταγραφή και σύνθεση των
χρησμών, αποτελούνταν από ικανούς και έμπειρους ανθρώπους. Ο
Πλούταρχος, ιερέας στους Δελφούς τον 2ο μ.Χ. αι., που το επίπεδό του το
γνωρίζουμε απευθείας από τα κείμενά του, δεν ήταν μεμονωμένη περίπτωση.
Οι ιερείς θα πρέπει να κατείχαν ακόμη γνώσεις ψυχολογίας για τις
προσωπικές υποθέσεις, ενώ για τους χρησμούς που αναφέρονταν σε μακρινές
περιοχές (π.χ. αποικισμός) καθώς και για απαντήσεις σε διεθνή θέματα, θα
πρέπει να γνώριζαν τη μυθολογία και ιστορία του κάθε τόπου, καθώς και
τις γεωγραφικές, πολιτικές και κοινωνικές του συνθήκες. Πιθανότατα
επίσης να ενημερώνονταν εκ των προτέρων από τους ενδιαφερομένους για
θέματα που δεν γνώριζαν.
Σημαντικό
ρόλο στη μαντική διαδικασία έπαιζαν και οι πρόξενοι. Αυτοί ήταν
κάτοικοι των Δελφών και λειτουργούσαν ως αντιπρόσωποι συγκεκριμένων
πόλεων, έχοντας ως καθήκον να καθοδηγούν τους προσκυνητές και να τους
βοηθούν σε όλες τις φάσεις της μαντικής διαδικασίας. Δεν υπάρχει
αμφιβολία ότι κατά τον συγχρωτισμό τους στους Δελφούς οι ενδιαφερόμενοι
θα ανακρίνονταν διακριτικά από τους προξένους, που θα μπορούσαν να
αντλήσουν έτσι πληροφορίες για την κατάστασή τους, το πρόβλημα που τους
απασχολούσε κ.λπ. Oλα αυτά θα διοχετεύονταν στους ιερείς, οι οποίοι
ασφαλώς θα τις ελάμβαναν υπόψη τους κατά την τελική σύνταξη του χρησμού.
Οι
χρησμοί ήταν συνήθως πάρα πολύ γενικοί και αμφίσημοι, αφήνοντας μεγάλα
περιθώρια ερμηνείας τους. Οι ιερείς είχαν μακρά πείρα στην τέχνη της
αόριστης, γριφώδους, αντιφατικής, ακόμα και πολυσήμαντης διατύπωσης των
λόγων της Πυθίας. Συνήθως οι χρησμοί αυτοί είχαν ανάγκη περαιτέρω
ερμηνείας, εργασία για την οποία οι χρησμολήπτες, μόλις επέστρεφαν στην
πατρίδα τους, κατέφευγαν σε τοπικούς χρησμολόγους και εξηγητές.
Παράπονα
των πιστών ότι ο θεός τούς παραπλάνησε με τα «σκοτεινά» και
δυσερμήνευτα λόγια του, αναφέρονται πολλά από τους αρχαίους ιστορικούς.
Αλλά στο τέλος ο θεός αποδεικνυόταν πάντοτε αληθινός, γιατί τελικά
βρισκόταν μια διαφορετική ερμηνεία απ’ αυτήν που είχε αρχικά πιστέψει ο
μαντευόμενος. Έτσι, το λάθος δεν το απέδιδαν ποτέ στον θεό, αλλά στους
ανθρώπους που είχαν παρερμηνεύσει τα λόγια του. Αυτό μπορεί να μην
ικανοποιούσε τελικά τον ενδιαφερόμενο αλλά ασφαλώς γινόταν πιστευτό από
τον πολύ κόσμο.
Τέλος,
ακόμα και αν, παρ’ όλ’ αυτά, οι χρησμοί αποδεικνύονταν λανθασμένοι, το
ίδιο το ιερατείο ή οι τοπικοί χρησμολόγοι κυκλοφορούσαν ψευδοχρησμούς ή
μυθικά γεγονότα με τα οποία προσπαθούσαν να δώσουν πειστική εξήγηση για
τη μαντική απάντηση της Πυθίας. Πρόκειται για τους χρησμούς που έχουν
ονομαστεί υστερομαντείες ή εκ των υστέρων προφητείες, φαινόμενο σύνηθες,
αν κρίνουμε από την πληθώρα τους σε όλη την αρχαία γραμματεία.
Είναι
πάντως αδιαμφισβήτητη και συνάγεται από όλες τις αρχαίες πηγές που
αναφέρονται στο θέμα, τουλάχιστον κατά τους αρχαϊκούς και τους κλασικούς
χρόνους, η βαρύτητα και το κύρος των χρησμών στη ζωή και των πολιτειών
και των ανθρώπων, από τους πιο απλοϊκούς ώς τους πιο πεπαιδευμένους.
Αυτό ήταν φυσικά απόρροια της βαθιάς πίστης τους στην παρουσία του θεού
και στην αλήθεια των λόγων του. Η αντίληψη αυτή, καθώς και η πεποίθηση
ότι οι άνθρωποι δεν κατανοούν εύκολα και αμέσως τη βούληση των θεών,
ήταν που προστάτευαν το κύρος του μαντείου και σε στιγμές αστοχίας. Ο
Ηράκλειτος μας δίνει και εδώ το κλειδί για να εξηγήσουμε αυτήν την
ακλόνητη πίστη των αρχαίων στους χρησμούς του Απόλλωνος: «Ὁ ἄναξ οὐ τό μαντεῖον ἐστι τό ἐν Δελφοῖς, οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει ἀλλά σημαίνει»/
Ο βασιλιάς που έχει το μαντείο του στους Δελφούς ούτε μιλάει καθαρά
ούτε κρύβει· μόνο δείχνει σημάδια. Το πρόβλημα λοιπόν βρίσκεται, όπως
και σε όλες τις εποχές, στο γεγονός ότι εκείνοι που πρέπει να
κατανοήσουν τα θεϊκά σημάδια δεν είναι θεοί, αλλά άνθρωποι.