Ἦλθαν
μερικοὶ καὶ ἠθέλησαν νὰ γένουν μπαρμπέρηδες εἰς τοῦ κασίδη τὸ κεφάλι.
Μᾶς πονοῦσε τὸ μπαρμπέρισμά τους μὰ τί νὰ κάνουμε; Εἴχαμε κι αὐτουνῶν
τὴν ἀνάγκη.
Ἀπὸ τότε ἤρχισεν ἡ διχόνοια καὶ ἐχάθη ἡ πρώτη
προθυμία καὶ ὁμόνοια. Κι ὅταν ἔλεγες τοῦ Κώστα νὰ δώσει χρήματα διὰ τὰς
ἀνάγκας τοῦ ἔθνους, ἢ νὰ πάει στὸν πόλεμο, τοῦτος πρόβαλλε τὸ Γιάννη.
Καὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο κανεὶς δὲν ἤθελε νὰ συντράμει, μήτε
νὰ πολεμήσει. Καὶ τοῦτο ἐγίνετο, ἐπειδὴ δὲν εἴχαμε ἕναν ἀρχηγὸ καὶ μίαν
κεφαλή. Ἀλλὰ μᾶς ἔμπαινε Πρόεδρος ἕξι μῆνες, ἐσηκώνετο ὁ ἄλλος καὶ τὸν
ἔρριχνε, καὶ ἐκάθετο αὐτὸς ἄλλους τόσους, καὶ ἔτσι ὁ ἕνας ἤθελε τοῦτο κι
ὁ ἄλλος τὸ ἄλλο. Ἴσως ὅλοι ἠθέλαμε τὸ καλό, πλὴν καθένας κατὰ τὴ γνώμη
του. Ὅταν προστάζουνε πολλοί, ποτὲ τὸ σπίτι δὲν κτίζεται, οὔτε
τελειώνει. Ὁ ἕνας λέει ὅτι ἡ πόρτα πρέπει νὰ βλέπει στὸ ἀνατολικὸ μέρος,
ὁ ἄλλος στὸ ἀντικρυνὸ κι ὁ ἄλλος στὸ βοριά, σὰν νὰ ἦταν τὸ σπίτι στὸν
ἀραμπὰ καὶ νὰ γυρίζει καθὼς λέγει ὁ καθένας. Μὲ τοῦτον τὸν τρόπο δὲν
κτίζεται ποτὲ τὸ σπίτι, ἀλλὰ πρέπει νὰ εἶναι ἀρχιτέκτονας, ὁπού νὰ
προστάζει πῶς θὰ γίνει. Παρομοίως κι ἐμεῖς χρειαζόμαστε ἕναν ἀρχηγὸ κι
ἕναν ἀρχιτέκτονα, ὅστις νὰ προστάζει κι οἱ ἄλλοι νὰ ὑπακοῦνε καὶ ν'
ἀκολουθᾶνε. Ἀλλὰ ἐπειδὴ εἴμαστε σὲ τέτοια κατάσταση, ἐξαιτίας τῆς
διχόνοιάς μας, ἔπεσε ἡ Τουρκιὰ πάνω μας καὶ κοντέψαμε νὰ χαθοῦμε καὶ εἰς
τοὺς στερνοὺς ἑπτὰ χρόνους δὲν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα.
Ὁ λόγος τοῦ Κολοκοτρώνη στὴν Πνύκα, 1838
(*Αναγνωστικόν Ε΄Δημοτ. 1956)