Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2018

Τα ελληνικά ονόματα ...

Τα ελληνικά ονόματα ...

πηγή http://anoixti-matia.blogspot.gr/2012/09/blog-post_28.html?spref=fb

Τα ελληνικά ονόματα σχεδόν πάντα σημαίνουν κάτι...

Όπως και η ίδια η ελληνική γλώσσα, οι λέξεις και οι φθόγγοι της, έτσι και τα ονόματά μας δεν έχουν δημιουργηθεί τυχαία. Σε αντίθεση με την ονοματοδοσία στις περισσότερες χώρες του δυτικού κόσμου, τα ελληνικά ονόματα -ακόμα και αυτά της σύγχρονης Ελλάδας- σχεδόν πάντα σημαίνουν κάτι.

Λεξικά που καταγράφουν τα ελληνικά ονόματα, όπως το «Τα νεοελληνικά κύρια ονόματα» από τις εκδόσεις Πατάκη, υποστηρίζουν μάλιστα, βάσει ερευνών, ότι το όνομά μας όχι μόνο σημαίνει κάτι αλλά ότι υπάρχει μια ολόκληρη λαϊκή αντίληψη γύρω από αυτό -θυμηθείτε τις παροιμίες που εμπλέκουν έναν τουλάχιστον «Γιάννη»- ότι συχνά συγκεκριμένοι άνθρωποι έχουν συγκεκριμένο όνομα και ότι τελικά, η βαφτιστική ή λαϊκή ονομασία μας αποτελεί σφραγίδα της ίδιας μας της ύπαρξης.

Άλλη έρευνα, η οποία αναφέρεται στην ηλεκτρονική εφημερίδα
Scripta Manent, του καθηγητή φυσικής και συγγραφέα Ανδρέα Ιωάννου Κασσέτα, επιδιώκει, πέρα από την ετυμολογία του κάθε ονόματος, να αναζητήσει τα πιο διαδεδομένα ελληνικά ονόματα -και ταυτόχρονα τα πιο σπάνια- θέτοντας παράλληλα το ερώτημα γιατί συμβαίνει ένα όνομα να είναι πιο διαδεδομένο από ένα άλλο. 

Σύμφωνα με την έρευνα αυτή
, η οποία διεξήχθη σε 60.000 ανδρικά ονόματα, έδειξε ότι το πλέον διαδεδομένο ελληνικό όνομα είναι το Γεώργιος. Ακολουθούν τα Ιωάννης, Κωνσταντίνος, Δημήτριος, Νικόλαος και Παναγιώτης –τουλάχιστον οι μισοί Έλληνες έχουν αυτά τα έξι ονόματα.

Ως προς τα γυναικεία ονόματα, αντίστοιχη έρευνα του κ. Κασσέτα
σε 20.000 ονόματα ελληνίδων υποστηρίζει πως το πιο διαδεδομένα από αυτά είναι, φυσικά, το Μαρία (σε ποσοστό 10,6%), ενώ ακολουθούν τα Ελένη, Αικατερίνη, Βασιλική, Σοφία και Αγγελική.

Η παράδοση, η θρησκεία, ακόμα και η μόδα είναι κάποιες πιθανές εξηγήσεις στο γιατί κάποια ονόματα εμφανίζονται συχνότερα από κάποια άλλα.
Δεν είναι αυτό, ωστόσο, που θα μας απασχολήσει εδώ. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να μάθουμε τι σημαίνει, σύμφωνα με την ελληνική γλώσσα, να λένε κάποιον Γιώργο ή Μιχάλη, ή κάποια Κατερίνα ή Χριστίνα.  

Γιατί; Για να γνωριστούμε καλύτερα. Όλοι θέλουμε να ξέρουμε κάτι παραπάνω για τον ίδιο μας τον εαυτό!


Ποια είναι, σύμφωνα με τα λεξικά, η ετυμολογία κάποιων διαδεδομένων ελληνικών ονομάτων;


A
Αγαθή: εκ του αχασός και αγασός (δωρ.) που πιθανόν να προέρχονται από το ρήμα χασέω (είχε την έννοια του χωρίζω αλλά και του επιθυμώ διακαώς), αυτή που ενεργεί με καλές και αγνές προθέσεις.
Αγαθόκλεια: αγαθή + κλέος, η έχουσα καλή φήμη.
Αγαθοκλής: αγαθός + κλέος, ο έχων καλή φήμη.
Αγαθονίκη: αγαθή + νίκη, η νικήτρια ένδοξης νίκης.
Αγγελική: από το άγγελος και το ρήμα αγγέλω: φέρνω είδηση, προμηνύω.
Άγγελος: αγγελιοφόρος, απεσταλμένος.
Αγησίλαος: άγω + λαός, αυτός που οδηγεί τον λαό
Aγλαΐα: αγλαός = φωτεινός, λαμπερός
Αθανάσιος: ο αθάνατος, ο αιώνιος.
Αθηναγόρας: Αθήναι + αγορά, ο σοφός αγορητής.
Αθηνόδωρος: Αθηνά + δώρο, δώρο της Αθηνάς, ο σοφός.
Αικατερίνη: εκ του καθαρός: εξαγνισμένη ή εαρινή, ανοιξιάτικη
Αιμίλιος: εκ του λατινικού aimilius > aemulus = ζηλότυπος, ανταγωνιστής.
Αισχύλος: ντροπαλός.
Αίσωπος: ο βλέπων το πεπρωμένο.
Αλέξανδρος: αλέξω = απομακρύνω + ανήρ, ο ανδρείος.
Άλκηστης: αλκή = αποκρούω + εστία, η ατρόμητη, η ικανή.
Αλκιβιάδης: αλκή + βία
Αλκμήνη: αλκή + μήνη:σελήνη
Αμαλία: ετυμολογία από την τευτονική (σημ. γερμανική): εργατική, δραστήρια.
Ανάργυρος: α(στερητ.) +αργύρια
Αναστάσιος: ανα + ίστημι: στέκομαι, σχετιζόμενος με την ανάσταση του Χριστού
Ανδρέας: ανδρείος, εκ του ανήρ
Ανδριάνα: παραλλαγή της Ανδρεανής (αυτή που ανήκει στον Ανδρέα)
Ανδροκλής: ανήρ + κλέος, άνδρας με καλή φήμη
Ανδρομάχη: ανήρ + μάχω, η μαχόμενη εναντίον των ανδρών
Ανδρόμεδα: ανήρ + μέδω = άρχω, εκείνη που κυβερνά τους άνδρες.
Ανθή: εκ του ανθώ= ακμάζω, ευδοκιμώ, αυτή που ακμάζει.
Άννα: από το εβραϊκό Χάνα που σημαίνει εύνοια, χάρη
Αντιγόνη: αντί + γίγνομαι (γεννιέμαι) = ισάξια με τον γεννήτορα, τον πατέρα της.
Αντώνιος: εκ του άντωση= άνωση, ο ορμητικά αντίθετος
Αργυρώ: από το επίθετο αργύριος (σχετικός με τα χρήματα), η πολύτιμη
Αρετή: από το αρχ. ουσιαστικό αρετή., η τέλεια, υπέροχη.
Αριάδνη: άρι: πολύ + αγνή
Αριστόβουλος: άριστος + βουλή, ο άριστος σύμβουλος.
Αριστογένης: άριστος + γένος, ο ευγενής.
Αριστοκλής: άριστος + κλέος, ο έχων άριστη δόξα.
Αριστομένης: άριστος + μένος, ο ανδρειότατος
Άρτεμης: η λέξη "Άρτεμις" είναι άγνωστης προέλευσης. Ίσως να συσχετίζεται με προ-ελληνική θεότητα της Μ.Ασίας. Ωστόσο, η αρτεμισία είναι αρωματικό αειθαλές φυτό.
Ασπασία: θηλυκό του αρχ. επιθέτου ασπάσιος (χαρούμενη, ευτυχισμένη)
Αφροδίτη: αφρός + αναδύω

B

Βαρβάρα: εκ του βάρβαρος
Βασίλειος: βασιλεύς ή αυτός που ανήκει στον βασιλιά
Βερόνικα = από το αρχαίο μακεδονικό όνομα Φερενίκη (φέρω + νίκη, αυτή που φέρνει τη νίκη)

Γ

Γεράσιμος: εκ του γεράσμιος, ο σεβάσμιος
Γλυκερία: εκ του γλυκύς, η γλυκειά
Γεώργιος: εκ του γεωργώ = γη + έργο, ο εργαζόμενος στην γη
Γρηγόριος: εκ του γρηγορώ, ο άγρυπνος, ακοίμητος φρουρός.

Δ

Δέσποινα: εκ του αρχαιοελληνικού δέσποινα, θηλυκό του δεσπότης < *despotnia < *dems, αρχαϊκή γενική του δόμος, σπίτι + πότνια. Η οικοκυρά, η κυρία του σπιτιού.
Δημήτριος: Δη (δωρικός τύπος του Γη) + μήτηρ, αυτός που ανήκει στη θεά Δήμητρα
Δημοσθένης: δήμος + σθένος, η δύναμη του λαού
Διογένης: Ζευς + γένος, ο Θεογέννητος
Διομήδης: Διός + μέδων: άρχων, ο άρχων με θεία δύναμη.
Διώνη: εκ του Διός, η θεϊκή.

Ε

Ελένη: ελένη, που σημαίνει «λαμπάδα» ή από τη ρίζα ελε- που σημαίνει κυριεύω, κατακτώ.
Ειρήνη: είρω (λέγω ) + νους, αυτή που μιλά ήρεμα και λογικά.
Έκτωρ: εκ του έχω, ο έχων.
Εμμανουήλ: από το εβραϊκό Immánu El (ο Θεός είναι μαζί μας), ο σωτήρας, ο ελευθερωτής.
Ευάγγελος: αγγελιοφόρος που φέρνει καλά νέα, καλός άγγελος [από το αρχαίο επίρρημα ευ- (καλά, εύκολα) + το ουσιαστικό άγγελος]
Ευτυχία: καλή τύχη
Ευφροσύνη :αυτή που έχει κέφι, χαρά, η καλοδιάθετη.
Επαμεινώνδας: επί + άμεινον, ο προοδευτικός.
Ερατώ: ερώ: αγαπώ, αυτή που αγαπά.
Εριφύλη: έρι: πολύ + φύλον, η έξοχη των γυναικών.
Ετεοκλής: ετεός: αληθής + κλέος, ο έχων αληθινή δόξα.
Ευάγγελος: ευ + αγγέλω, αυτός που φέρνει ευχάριστα νέα.
Ευαγόρας: ευ + αγορεύω, ο καλός ομιλητής.
Ευανθία: ευ + άνθος, η όμορφη.
Ευγενία: ευ + γένος, αυτή που είναι από καλό γένος.
Ευδοκία: ευ + δοκώ, η έχουσα καλή άποψη.
Ευδοξία: ευ + δόξα, η έχουσα καλή φήμη
Ευνομία: ευ + νέμω: αυτή που μοιράζει καλά, δίκαια.
Ευρυσθένης: ευρύς + σθένος, ο πολύ ισχυρός.
Ευτέρπη: ευ + τέρπω, η πολύ ευχάριστη
Ευτύχιος: ευ + τύχη, αυτή που έχει καλή τύχη.
Ευφημία: ευ + φημί, αυτή που έχει καλή φήμη.

Ζ
Ζαφείριος: από την αρχαία λέξη σάπφειρος, ένας πολύτιμος λίθος με χρώμα βαθύ γαλάζιο (το ζαφείρι).
Ζηνοβία: από το αρχαίο κύριο όνομα Ζάν (Ζευς ήταν ο Δίας) + το ουσιαστικό βίος (ζωή). Σημαίνει αυτή που ζει σαν θεά, έχει τη δύναμη του Δία.

H

Ήβη: εκ του αρχαίου ήβη που σημαίνει ακμή, η ισχυρή, η ακμάζουσα.
Ηλίας: (εβραϊκή), «ο Θεός είναι Κύριος» ή «είναι ο θεός μου»
Ηλέκτρα: εκ του ηλέκτωρ: ο ακτινοβολών ήλιος, η λαμπρή, η φωτεινή.
Hρακλής: Ήρα +κλέος, ο δοξασμένος από την Ήρα ή πολύ δυνατός.
Ησαΐας: (εβραϊκή) η σωτηρία του Θεού
Ησίοδος: ρίχνω, εκτοξεύω φωνή, ωδή
Ηώ: χάραγμα, αυγή.

Θ

Θάλεια: εκ του θάλλω, η πλήρης, η ανθηρή.
Θέμις: τίθημι = θεσμός, αυτός που θέτει.
Θεμιστοκλής: θέμις (δικαιοσύνη) + κλέος, αυτός που δοξάζει την δικαιοσύνη.
Θεοδώρα: θεού + δώρο, δώρο θεού.
Θεόφιλος: θεού + φίλος, ο φίλος του θεού.
Θησέας: θήσω, εκ του τίθημι, αυτός που θέτει.
Θουκυδίδης: Θεού + κύδος: δόξα, ο δοξάζων τον θεό.
Θρασύβουλος: θρασύς + βουλεύομαι, αυτός που σκέφτεται με υπερβολική τόλμη.
Θωμάς: (εβραϊκή) ο δίδυμος.

Ι

Ιάσων: εκ του ίασις, αυτός που θεραπεύει.
Ιάκωβος: (εβραϊκό) αυτός που υποσκελίζει
Ιωσήφ-ίνα: εβραϊκό, ο πολύτεκνος, -η
Ιγνάτιος: αν και η ετυμολογία της λέξης είναι αβέβαιη, ίσως συνδέεται με το λατινικό ignis= φωτιά
Ιερώνυμος: εκ του ιερό + ώνυμος (όνομα), ο φέρων ιερό όνομα
Ιορδάνης: (εβραϊκή) Yarden που σημαίνει εκροή, αυτός που κατεβαίνει ορμητικά.
Ιοκάστη: ίον + κάζω: στολίζω, αυτή που στολίζει
Ιππολύτη: ίππος + λύω, αυτή που ελευθερώνει τα άλογα.
Ισμήνη: αγνώστου ετυμολογίας, κατά μία άποψη εκ του ίσμεν>οίδα>γνωρίζω, η συνετή.
Ιφιγένεια: ίφι: αρχαία δοτ. του "ις", ισχυρώς, κραταιώς + γίγνομαι, η πολύ ισχυρή.
Ιωάννης: από την εβραϊκή λέξη Ιωννάθαν, η χάρη του Θεού

Κ

Καλλιόπη: εκ του καλή + όπη= φωνή, η καλλίφωνη.
Καλλιρρόη: καλώς + ρέω, αυτή που κυλά με χάρη ή αυτή που έχει άφθονα νερά.
Κασσάνδρα: αρχαίο κύριο όνομα, υποκοριστικό του Αλεξάνδρα.
Κίμων: εκ του "κίω", αυτός που βαδίζει γρήγορα.
Κλέαρχος: κλέος + άρχω, ο ένδοξος άρχων
Κλειώ: εκ του "κλείω"= ονομάζω, καλό και "κλέος"= δόξα, η έχουσα υπόληψη.
Κλεόβουλος: κλέος + βουλή, ο επινοητικός.
Κλεομένης: κλέος + μένος, ο ένδοξος για τη γενναιότητά του.
Κλεονίκη: κλέος + νίκη, η ένδοξη νικήτρια.
Κλεοπάτρα: κλέος + πάτρη, η δόξα της πατρίδος.
Κορνήλιος: (λατινική) εκ του cornelius > cornu= κέρας, αυτός που έχει κέρατα
Κοσμάς: από το αρχαίο ουσιαστικό κόσμος (στολισμός), αυτός που αγαπάει την τάξη, το στολισμό
Κυριακή: εκ του επιθέτου "κυριακός" που σημαίνει "η ημέρα του Κυρίου"
Κυπριανός: από το φυτό κύπρος που είναι η σημερινή χέννα, ο χάλκινος
Κωνσταντίνος: προέρχεται από τη λατινική λέξη Constantinus < constans που σημαίνει ο σταθερός, ο αποφασισμένος, ο βέβαιος.

Λ

Λαέρτης: λαός + αίρω = εκλέγω, αυτός που εκλέγεται από τον λαό.
Λάζαρος: (εβραϊκή) Ελεάζαρ= αυτός που τον έχει βοηθήσει ο Θεός.
Λέανδρος: λαός + ανήρ, ο ανδρείος του λαού.
Λεωνίδας: λαός + οιδα + γνωρίζω, αυτός που γνωρίζει τον λαό ή εκ του λέων, λιοντάρι.
Λυδία: 1) η ευγενική, με καλούς τρόπους 2) η καταγόμενη από τη Λυδία, την αρχαία χώρα της Μ. Ασίας.
Λυσιστράτη: λύω + στρατός, αυτή που αφήνει ελεύθερο τον στρατό.

Μ

Μάρθα: (αραμαϊκή) Marta= κυρία, οικοδέσποινα.
Μαρία: προέρχεται από τη λέξη Μαριάμ της αραμαϊκής γλώσσας που μιλιόταν στη Μέση Ανατολή. Σημαίνει πίκρα, οργή, παράπονο.
Μαρίνα: η θαλασσινή.
Μάρκος: εκ του mars (Άρης), ο φιλοπόλεμος.
Μενέλαος: μένος + λαός, αυτός που εκπροσωπεί την ορμή του λαού.
Μηνάς: πιθανώς εκ του "μηνώ", στέλνω μήνυμα, ειδοποιώ.
Μιλτιάδης: μίλτος: ερυθρά βαφή, κοκκινωπός, στο χρώμα του αίματος.
Μιχαήλ: από την εβραϊκή λέξη Mikhaél, όμοιος με τον Θεό.

Ν

Ναταλία: η λέξη προέρχεται από τη μεταφορά του γαλλικού natalie= γενέθλια, ημέρα γεννήσεως.
Ναυσικά: ναυς + καίνυμαι: υπερτερώ, αυτή που υπερτερεί στην θάλασσα.
Νεοκλής: νέος + κλέος, αυτός που δοξάζει τους νέους.
Νέστωρ: εκ του νεομαι = επιστρέφω, αυτός που επιστρέφει ευτυχής
Νεφέλη: νέφω: χύνω ύδωρ, αυτή που φέρνει το σκότος
Νικηφόρος: νίκη + φέρω, αυτός που φέρνει τη νίκη
Νικόλαος: νίκη + λαός, αυτός που χαρίζει τη νίκη στον λαό.

Ξ

Ξένη: εκ του ξένος ή ξενία= φιλοξενία, η φιλόξενη
Ξενοφών: ξένος + φωνέω, αυτός που ηχεί ξένα, παράξενα.

Ο

Οδυσσέας: οδύσσομαι: διώκομαι, αυτός που διώκεται.
Όθων: ο έχων πλούτη και περιουσία.
Όλγα: από αρχαία σκανδιναβική ρίζα, η υγιής, η ευτυχισμένη.
Ορέστης: όρος + ίσταμαι, ο ορεινός

Π
Πανδώρα: παν + δώρο, αυτή που έχει πολλά δώρα
Παρασκευή: παρα + σκευάζω, αυτή που προετοιμάζει
Πάτροκλος: πατρίς + κλέος, αυτός που δοξάζει την πατρίδα
Παυσανίας: εκ του παύω και ανία, αυτός που ανακουφίζει την θλίψη
Περικλής: περί + κλέος, ο ένδοξος, ο φημισμένος
Περσέας: εκ του πέρθω = εκπορθώ, καταστρέφω, αυτός που καταστρέφει
Πέτρος: από το αρχαίο ουσιαστικό πέτρος (πέτρα). ο σταθερός, ο ακλόνητος
Πηνελόπη: από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις πήνη (νήμα) + λέπω (ξετυλίγω). Η υφάντρια
Πολυδεύκης: πολύ + δεύκος: γλεύκος, ο πολύ γλυκός
Ποσειδών: πόσις (ποταμός) + είδω, αυτός που είναι αρμόδιος
Προμηθέας: 1) προ + μύθος 2) προ + μήθος = μέριμνα = ο προνοητικός
Πυθαγόρας: πυνθάνομαι + αγορεύω

Ρ

Ρέα: προελληνικής προέλευσης, εκ του ράος= έτοιμος, η έτοιμη
Ρεγγίνα: η βασίλισσα
Ρήγας: (μεσαιωνική ελληνική) εκ του ρηξ> λατινικά rex, ο βασιλιάς
Ρωμανός: εκ της "ρώμης"= δύναμη, ο σφρηγιλός

Σ

Σάββας: (εβραϊκή) από το Σάββατο.
Σέργιος: αυτός που του αρέσει ο περίπατος, το σεργιάνι
Σοφοκλής: σοφός + κλέος, ο έχων δόξα σοφού
Σπυρίδων: πιθανόν να προέρχεται από το αρχαίο ουσιαστικό σπυρίς, γεν. σπυρίδος (ψαροκόφινο). Επομένως Σπυρίδων είναι ο κοφινάς, ο καλαθάς
Σταμάτιος/Σταματία/Σταματούλα: αυτός/ή που σταματάει κάτι
Στέλλα: (λατινικά) stella= το αστέρι.
Στέργιος: στέργω = δείχνω στοργή
Στυλιανός: εκ του στύλος, αυτός που στεριώνει σαν στύλος.
Σωκράτης: σώζω + κράτος, αυτός που σώζει το κράτος, ο ισχυρός.
Σωτήρης: εκ του σωτήρ= ο λυτρωτής

Τ

Τατιάνη: (λατινικά) tatianus, ονομασία ρωμαϊκής φυλής
Τερψιχόρη: τέρπω + χορός, αυτή που αρχίζει τον χορό
Τερέζα: από το ελλην. θερίζω δηλώνοντας γονιμότητα και κατ΄ άλλους από το τοπωνύμιο Θήρα
Τηλέμαχος: τηλέ: μακριά + μάχομαι
Τιμόθεος: τιμή + Θεός, αυτός που τιμά τον θεό
Τρύφων: ο φιλήδονος

Φ

Φαίδρα: η λαμπερή, η χαρούμενη
Φαίδων: εκ του φαιδρός, χαρούμενος, γελαστός
Φειδιππίδης: φείδομαι + ιππος
Φίλιππος: φίλος + ίππος, ο φίλος των αλόγων
Φραγκίσκος: από τη λατινική λέξη Franciscus (γαλλικός), ο γνήσιος Γάλλος ή αυτός που αγαπά τη Γαλλία
Φρίξος: φρίττω, αυτός που φρίττει
Φοίβος: εκ του φάος= φωτεινός
Φώτιος: από το αρχαίο ουσιαστικό φως, γεν. φωτός (ο φωτεινός, ο λαμπρός)
Φωτεινή: η θηλυκή μορφή του ονόματος Φώτιος (η λαμπερή)

Χ
Χαράλαμπος: από τα ουσιαστικά χαρά + λάμπω. αυτός που λάμπει από χαρά
Χαρίκλεια: αρχαίο όνομα από τα ουσιαστικά χάρις (η χάρη) + κλέος (δόξα), η ξακουστή για τη χάρη της
Χρήστος: παράλληλη γραφή του Χρίστος. Υπάρχει και μια άλλη εκδοχή-λιγότερο πιθανή, από το επίθετο χρηστός (χρήσιμος, ωφέλιμος)
Χρίστος: από το Χριστός (αυτός που χρίσθηκε, επαλείφθηκε με λάδι και μύρο)
Χαρίλαος: χάρη + λαός, αυτός που έχει την εύνοια του λαού
Χριστόφορος: Χριστός + φέρω, ο φέρων τον Χριστό

Ω
Ωρίων: ώρα, φροντίδα, αυτός που φροντίζει.

in2life.gr

Κεμπάμπ σουβλάκι

Γνώση και Εμπειρία

πηγή http://gerasimos-politis.blogspot.com/2012/05/gnwsh-kai-empeiria.html#.UGL2QK720yk

Γνώση και Εμπειρία

Γνώση,Εμπειρία,Αντίληψη,Νους,Νόηση,Εγκέφαλος

Τα αισθητηριακά δεδομένα

Η δυνατότητά μας να γνωρίζουμε την πραγματικότητα προέρχεται από αυτήν την ίδια, στην οποία είμαστε σαν ένα από τα μέρη της και η γνώση μας έχει αρχίσει -με την πρώτη αντίληψή μας- πριν αναρωτηθούμε αν την έχουμε. Όπως δεν είναι αναγκαίο να διανοηθούμε ποιο είναι γενικά το Σύμπαν για να μπορούμε να διαπιστώνουμε ποια από εκείνα που αντιλαμβανόμαστε υπάρχουν πραγματικά. Η ίδια η αντίληψη είναι ένας τρόπος εννόησης δημιουργημένη έμμεσα από τα ίδια τα πράγματα και γι’ αυτό είναι απ΄ όλους αυτονόητη και χρησιμεύει στις δραστηριότητές μας σαν βάσιμη, υπολογίσιμη και αξιόπιστη αλήθεια.

Τα πράγματα έχουν κοινά και σταθερά στοιχεία, δεν είναι τελείως άσχετα, διαφορετικά ή απροσδιόριστα το ένα από το άλλο και εμείς μπορούμε να τα αντιλαμβανόμαστε, με πρώτα αφηρημένα γνωστικά στοιχεία τα αισθήματα. Από τους συνδυασμούς των αισθημάτων προσέχουμε, ξεχωρίζουμε και διαμορφώνουμε τις έννοιες του λόγου. Η αντίληψη πρέπει να αρχίζει από κάποια αφαίρεση, που γίνεται μόνη της (απρόσεκτα), γιατί αν όχι , τότε δε θα υπήρχαν μη αντιληπτά μέρη της πραγματικότητας. Θα ήταν όλα αμέσως αντιληπτά. Αν ο προσδιορισμός της αντίληψης γινόταν μόνο από τα εξωτερικά πράγματα, τότε αυτή θα έπρεπε να μας δείχνει πολύ περισσότερα, αν όχι το σύνολο τους. Εξαρτάται από τους δυνατούς τρόπους, με τους οποίους μπορεί να επηρεάζεται η ελλιπής πραγματικότητα του εαυτού μας. Δηλαδή δεν είμαστε τα πάντα και δεν επηρεαζόμαστε ταυτόχρονα με όλους τους δυνατούς τρόπους.

Χωρίς την ύπαρξή μας, βεβαίως θα ήταν αδύνατο να έχουμε κάποια αντίληψη ή εμπειρία και επομένως, αυτή δεν μπορεί ποτέ να είναι ανεξάρτητη από την ποιότητα και τις δυνατότητες της ύπαρξής μας. Η ποιότητα της αντίληψης δεν είναι ανεξάρτητη από τον εαυτό μας στο σύνολό του. Αυτό μπορούμε να το πούμε, χωρίς να χρειάζεται να αναφερθούμε ειδικότερα σε κάποια από τα μέρη του εαυτού μας ή για μερικές ιδιότητές του. Όπως λ.χ. στον εγκέφαλο, στο νευρικό σύστημα, στα αισθητήρια όργανα. Ο επηρεασμός ή η αλλαγή στην ποιότητα, στις δυνατότητες και στις σχέσεις του εαυτού μας με τα εξωτερικά πράγματα επηρεάζει (άμεσα ή πιο έμμεσα) ποια πράγματα, που και πότε τα αντιλαμβανόμαστε, όπως και τη δυνατότητα της αντίληψης. Για τον ίδιο λόγο, ένας άλλος, ο οποίος δεν είναι με την ίδια ποιότητα, δυνατότητες και σχέσεις δεν αντιλαμβάνεται τα ίδια πράγματα ή στην ίδια στιγμή.

Η αντίληψη των εξωτερικών πραγμάτων είναι πάντοτε ένα αποτέλεσμα από τη σχέση ανάμεσα σ’ εκείνα και στον εαυτό μας. Αυτή η σχέση μας με τα πράγματα (η θέση, η στιγμή, η κατεύθυνση, η απόσταση, η γωνία, η βιολογική και η ψυχική κατάσταση κ.λπ.) αλλάζει με διάφορους τρόπους και δείχνει πάντοτε ένα μέρος από την πραγματικότητα, ποτέ το σύνολό της. Η αντίληψη του συνόλου δε θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί. Έτσι, η ίδια η αντίληψη (η πληροφορία μας, εάν προτιμάτε) είναι αποσπασματική γνώση της πραγματικότητας, όπως είναι οι έννοιες του λόγου και δεν δείχνει τα πράγματα, όπως ακριβώς είναι μόνα τους (και με όλους τους δυνατούς τρόπους). Το ότι η αντίληψη δεν είναι άμεσα τα πράγματα και δεν μας τα δείχνει ακριβώς όπως είναι (δηλαδή ανεξάρτητα από τον εαυτό μας), αυτό δεν σημαίνει ότι τα πράγματα δεν υπάρχουν. Αντιθέτως σημαίνει, ότι εκείνα δεν είναι τελείως διαφορετικά από εμάς και ακόμα, ότι τα πράγματα δεν είναι χωρίς σχέσεις, αλληλεπιδράσεις και κοινά στοιχεία.

Δεν είναι δυνατό ν’ αντιλαμβανόμαστε όλα τα πράγματα στην ίδια στιγμή (ή όλα τα μέρη τους) και η αντίληψη πρέπει ν’ αποτελείται από μερικά σταθερά γνωρίσματα, ανεξάρτητα από το αν αντιστοιχούν σε κάποια στοιχεία των πραγμάτων. Αυτά τα «ασύνθετα» γνωρίσματα στη σύσταση μιας πολυσήμαντης αντίληψης, τα οποία ονομάζουμε «αισθήματα», είναι και αυτά έννοιες, δηλαδή κοινά και σταθερά γνωρίσματα με αφηρημένη σημασία. Τα αισθήματα, όπως λ.χ. ένα χρώμα ή το αίσθημα της θερμοκρασίας είναι έννοιες υπό την αισθητικότητα (με εξωτερική επίδραση), διότι είναι κοινά και σταθερά γνωρίσματα. Γνωρίσματα από κάποια αφαίρεση, η οποία γίνεται μόνη της και μας δείχνουν χωρίς διαφορές (και λεπτομέρειες) ακόμα και όταν τα πράγματα δεν είναι διαρκώς τα ίδια. Η "παρανόηση" αρχίζει άμεσα από την αντίληψη, όπως και η εννόηση, από την οποία αφαιρούνται αναγκαία κάποια γνωρίσματα των πραγμάτων και τα ίδια τα αισθήματα συνταυτίζονται με ανύπαρκτα πράγματα ή ουσίες. Έτσι εξηγείται, γιατί η αντίληψη δε μας δείχνει ακριβώς όπως είναι τα πράγματα. Εάν η αφαιρετική δυνατότητα ονομάζεται διάνοια ή είναι μια διανοητική δραστηριότητα, τότε το ίδιο πρέπει να πούμε και για τη δυνατότητα της αντίληψης.

Η αισθητικότητα και η νοητικότητα δεν είναι δύο αντίθετες ιδιότητες και η μία δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς την άλλη. Η διαφορά τους είναι, ότι η πρώτη πραγματοποιείται έμμεσα, από έξω, ενώ η άλλη άμεσα, από το έσω. Στην ίδια την αντίληψη μπορούμε να προσθέτουμε ή να αφαιρούμε γνωρίσματα (όπως κάνουμε στις γλωσσικά εξωτερικευμένες έννοιες) και τότε λέμε, ότι στρέφουμε την προσοχή μας ή ότι συγκεντρωνόμαστε. Μία αντίληψη, την οποία συνταυτίζουμε με μία ή περισσότερες άλλες, όταν δεν διαπιστώνουμε ή δεν προσέχουμε τις διαφορές τους, μπορεί να θεωρηθεί σαν έννοια. Η ανασύνθεση μίας αντίληψης μέσα στην αυτοσυγκέντρωση δεν έχει τη σαφήνεια και τη λεπτομέρεια, που διαπιστώνουμε σ’ εκείνη. Δηλαδή, μερικά από τα γνωρίσματά της δεν υπάρχουν στην εσωτερική ανασύνθεσή της και επομένως μπορούμε να τη θεωρήσουμε σαν έννοια, αντί για ασαφή και ανακριβή αντίληψη.

Ο Ρόλος της νόησης

Για πολλούς, η έννοια έχει έναν ειδικότερο ορισμό και με αυτόν φαίνεται τελείως άσχετη από την πραγματικότητα και σαν κάτι, το οποίο χρειάζεται μία ολότελα νέα δυνατότητα για να υπάρχει, την οποία έχει ανεξήγητα μόνο ο άνθρωπος. Όταν λέμε, ότι η έννοια είναι μία αφηρημένη παράσταση την εννοούμε αρνητικά με συνέπεια να την αντιπαραθέτουμε με την παράσταση ή με την αντίληψη και ακόμα να τη θεωρούμε λιγότερο χρήσιμη από την τελευταία.

Η ανθρώπινη διάνοια δεν είναι απλώς περισσότερη ή μεγαλύτερη από των άλλων ζώων. Είναι ευφυέστερη, γιατί διαθέτει τη νέα δυνατότητα να διατηρεί και να συγκεντρώνει τα κοινά και τα σταθερά γνωρίσματα δια μέσου της γλώσσας. Έτσι αναγνωρίζει, προβλέπει και αναμένει τα ίδια (τις ίδιες σχέσεις και συνέπειες) εκεί που αντιλαμβάνεται τα ίδια στοιχεία πιο πέρα στο χώρο και στις άλλες χρονικές στιγμές. Κατά συνέπεια, οι πράξεις μπορούν να καθορίζονται με περισσότερη γνώση στην ίδια στιγμή. Πέρα από τη γνώση των πιο άμεσων αντιλήψεων, η οποία δεν διατηρείται χωρίς τη σταθερότητα των πραγμάτων που αντιλαμβανόμαστε και των σχέσεών μας με εκείνα.

Δε θα μπορούσαμε ν’ αφαιρέσουμε καμία διαφορά ή τις λεπτομέρειες από τις κατ’ αίσθηση παραστάσεις και να διατηρήσουμε έννοιες, εάν στα ίδια τα πράγματα δεν υπήρχαν κοινά και σταθερά στοιχεία. Δεν θα ήταν δυνατή ούτε η συνήθεια*. Όταν ακούσουμε κάποιον να μιλάει σε μια γλώσσα που δεν τη γνωρίζουμε, δεν καταλαβαίνουμε τίποτα. Μας φαίνεται δύσκολο να μάθουμε να μιλάμε την ίδια γλώσσα και απίστευτο πως με αυτή τη γλώσσα που εμείς δεν καταλαβαίνουμε τίποτα οι άλλοι επικοινωνούν τόσο άνετα μεταξύ τους. Όταν ακούσουμε για πρώτη φορά μουσικές συνθέσεις όπως αυτές της κλασικής μουσικής, τότε θα μας φανούν όλες ίδιες και χωρίς ιδιαίτερες διαφορές. Μάλλον, μετά δεν θα θυμόμαστε τι ακούσαμε. Μετά από περισσότερα και συχνότερα ακούσματα θα αρχίσουμε να παρατηρούμε τις μεγάλες διαφορές τους και μερικές από αυτές τις συνθέσεις θα ξεχωρίσουν από τις άλλες και θα τις θυμόμαστε με όλες τις νότες και τις αποχρώσεις τους. Αυτό το φαινόμενο της εξοικείωσης, , της προσαρμογής, της γρήγορης και βέβαιης αναγνώρισης και της αίσθησης του καλά γνωστού που επιτυγχάνεται όταν αυξηθεί η συχνότητα της επανάληψης ή η διάρκεια της πληροφορίας, το αποκαλούμε "συνήθεια". Η συνήθεια είναι η πίστη και η αυτόματη βεβαιότητα που προκαλείται με τις ίδιες πάντα πληροφορίες και όταν αυτές οι πληροφορίες επιβεβαιώνουν πάντα τις ίδιες παρατηρήσεις, τα ίδια συναισθήματα, τις ίδιες σκέψεις, τις ίδιες απόψεις. Η συνήθεια, λοιπόν, συνδέεται με την πληροφορία, με τη γνώση και μαζί με την αίσθηση της σταθερότητας. Να σημειωθεί ότι και η αίσθηση της σταθερότητας για να προκαλείται πρέπει να υπάρχει ένα βιολογικό ον σε μία κατάσταση ισορροπίας και με τάσεις επαναφοράς στην κατάσταση ισορροπίας, παρά τις επιδράσεις επάνω του. Η ίδια η διαίρεση της Επιστήμης σε ασαφώς οριοθετημένους χώρους της εμπειρίας και σε "ομοειδή" γνώση, προϋποθέτει αυτήν την αποδοχή για την ύπαρξη κοινών και σταθερών στοιχείων. Έτσι, με τις γενικές έννοιες μπορούμε να διανοούμαστε σχέσεις, δυνατότητες και στοιχεία, που δεν διαπιστώνουμε άμεσα στις εμπειρικές αντιλήψεις μας. Γιατί τα ίδια τα πράγματα έχουν τη δυνατότητα και μοιάζουν, συγγενεύουν, έχουν κοινές και σταθερές δυνατότητες, σχέσεις, τρόπους δράσης και αντίδρασης.

Γνώση,Εμπειρία,Αντίληψη,Νους,Νόηση,Εγκέφαλος

Η Γνώση πέρα απο την προσωπική εμπειρία

Μπορούμε να μιλάμε για κάποια εμπειρία την οποία δεν έχουμε και αυτή η δυνατότητά μας προέρχεται από την εμπειρία, με το διάμεσο ορισμένων εννοιών, οι οποίες μπορεί να προήλθαν από έναν ελάχιστο αριθμό αντιλήψεων, αλλά να αναλογούν και να βρίσκονται σε πολύ μεγαλύτερο. Όταν λ.χ. λέμε, ότι ο άνθρωπος έχει δύο πόδια, αυτό είναι αλήθεια όχι μόνο για όσους έχουμε αντιληφθεί -αυτή είναι η πραγματική εμπειρία μας- αλλά και για αναρίθμητους άλλους, παρόντες και απόντες. Το ότι θα πεθάνουμε το γνωρίζουμε, χωρίς να έχουμε εμπειρία του θανάτου μας, ότι ένα γυάλινο ποτήρι θα σπάσει όταν το εκσφενδονίσουμε το γνωρίζουμε πριν το πράξουμε και τη χημική σύσταση ενός μακρινού αστέρα μπορούμε να τη γνωρίζουμε, χωρίς να πάμε εκεί.

Συχνά, με τις έννοιες αντανακλάμε -θέλουμε δε θέλουμε- πολύ πιο πολλά και η ανεπάρκειά τους δεν είναι περισσότερη από αυτήν των καθαρών αντιλήψεων. Αντιθέτως, όταν αντιλαμβανόμαστε αυτό δεν σημαίνει, ότι διαπιστώνουμε ή προσέχουμε όλα τα γνωρίσματα στη σύνθετη αντίληψη και συχνά διαπιστώνουμε στα πράγματα ανύπαρκτες μορφές, σχέσεις, δυνατότητες και τη διατηρούμε παραμορφωμένη, χωρίς να μπορούμε να καταλάβουμε τι πραγματικά αντιλαμβανόμαστε.

Εξάλλου, πολλά απ’ όσα γνωρίζουμε δεν μπορούμε να τα βρούμε στη δική μας εμπειρία ή δεν είναι δυνατό ν’ αποκαλυφθούν άμεσα από τους αισθητηριακούς λήπτες μας, όπως λ.χ. ο περίπλοκος ανθρώπινος εσωτερικός κόσμος. Πιο πολύ βασιζόμαστε «τυφλά» στην εμπειρία κάποιων άλλων, παρά στη δική μας, όπως λ.χ. γίνεται με την ιστοριολογική γνώση. Όμως τα πράγματα συνδέονται και αλληλεπηρεάζονται και είναι δυνατό να καταλαβαίνουμε μερικά από τα στοιχεία τους με έμμεσο τρόπο, από τις συνέπειες και τις ομοιότητές τους. Οι σχέσεις των μερών, οι δυνατοί τρόποι ν’ αλληλεπιδράσουν, οι τρόποι με τους οποίους γίνονται και συνδέονται και τα κοινά στοιχεία τους είναι πάντοτε ένα μεγάλο μέρος της πραγματικότητας -το μεγαλύτερο-, το οποίο δεν είναι ορατό και μόνο με τη διάνοια μπορούμε να το ανακαλύψουμε, να το προσέξουμε και να το γνωρίσουμε καλύτερα.

Αν περιορίσουμε την έννοια της «εμπειρίας» και της «πράξης» μόνο στις πιο άμεσες αντιλήψεις μας, τότε πρέπει ν’ αμφιβάλλουμε -αν όχι ν’ αρνηθούμε- για την ύπαρξη αναρίθμητων πραγμάτων και δυνατοτήτων, τα οποία εμείς οι ίδιοι δεν τα έχουμε αντιληφθεί, να αποκαλέσουμε «θεωρία» την ύπαρξή τους και να πιστέψουμε μόνο όταν εμείς οι ίδιοι τα αντιληφθούμε. Με τέτοιο περιορισμό στην έννοια της εμπειρίας και της πράξης είναι ασυνέπεια να εννοούμε γενικά σαν εμπειρική γνώση, τη σχετική εμπειρία κάποιων άλλων και σαν απόδειξη τη δυνατότητά μας να την αποκτήσουμε. Αναρίθμητα είναι εκείνα, τα οποία ο καθένας δεν θ’ αντιληφθεί ποτέ, για τον έναν ή για τον άλλο λόγο και όσο δεν πραγματοποιείται αυτή η δυνατότητά μας είναι ασυνέπεια να μιλάμε για εμπειρία (με το πρόσχημα πως είναι δυνατή).

Όμως, όλοι το γνωρίζουμε, υπάρχουν ορισμένα πράγματα και δυνατότητες, ασχέτως αν εμείς δεν μπορούμε ή δεν έτυχε ακόμα να αντιληφθούμε (λ.χ. μία μακρινή μας περιοχή). Όλοι γνωρίζουμε, ότι δεν είναι τυχαίο, που δεν μπορούμε να είμαστε το ίδιο αβέβαιοι για όλα όσα δεν έχουμε αντιληφθεί (λ.χ. το ίδιο αβέβαιοι, ότι τα γεγονότα που βλέπουμε στην τηλεόραση είναι αληθινά, ότι αύριο ο ήλιος δε θα ανατείλει και ότι υπάρχει εξελιγμένη ζωή και σε άλλους πλανήτες). Έτσι προσδιορίζουμε τις πράξεις μας επηρεασμένοι από την έμμεση θεωρητική γνώση μας και συχνά υπό πίεση χρόνου, χωρίς να είμαστε απεγνωσμένοι ή περιορισμένοι όπως τα ζώα. Η δυνατότητα να τα αντιληφθούμε ανατρέπει αυτόν τον περιορισμό της εμπειρίας και επιβεβαιώνει, ότι η εμπειρία δεν είναι μόνο η δική μας και η πιο άμεσα προσληφθείσα. Περιλαμβάνει και ένα πολύ μεγάλο μέρος θεωρητικής και έμμεσης γνώσης, η οποία δεν παύει να είναι θεωρητική (και εν δυνάμει πραγματική) σχετικά με εμάς, ασχέτως αν αυτή η γνώση είναι ή έγινε εμπειρία για κάποιους άλλους.

Η Αυθαιρεσία των λέξεων

Όπως γίνονται λάθη από την ανεπίτρεπτη γενικότητα των εννοιών, έτσι γίνεται και το αντίθετο λάθος, ν’ αποκρύπτουμε τα κοινά στοιχεία πολλών πραγμάτων, συγκεντρώνοντας πολλές συγγενικές ή ειδικότερες έννοιες μέσα σε πολλές διαφορετικές λέξεις. Είναι συνηθισμένο να γίνονται διαπιστώσεις για μικρότερο αριθμό πραγμάτων απ’ όσο μας επιτρέπεται ή ν’ ανακαλύπτονται σχέσεις ανάμεσα σε πράγματα, για τα οποία είχαμε προκαταλάβει ότι δεν συνδέονται.

Όταν λ.χ. λέμε σε κάποιον, πως η ζωή του θα ήταν διαφορετική αν είχε γεννηθεί σ’ ένα διαφορετικό τόπο ή από μία διαφορετική πράξη του στο παρελθόν, αυτή είναι μία αξιόπιστη διαπίστωση, η οποία μπορεί να γίνει για αναρίθμητους άλλους. Παλαιότερα, έτσι περιόριζαν την έννοια της ουσίας στα χημικά στοιχεία, αντιπαρέθεταν την ενέργεια με την ύλη, το φως δεν ήταν ένα μέρος της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, η ψυχή ήταν ανεξάρτητη αν όχι διαφορετική από την υλική βιοσύνθεση, η φυσική πιο άσχετη από τη χημεία…και η αισθητικότητα δεν ήταν ένας άλλος τρόπος της διάνοιας.

Πολύ συχνά διατυπώνουμε τις ίδιες γενικές αλήθειες με άλλα διαφορετικά λόγια και οι εξειδικευμένοι ανακαλύπτουν τις μερικές περιπτώσεις, ύστερα από μεγάλη διάρκεια αναζήτησης και με πολύ κόπο. Δεν είναι τυχαίο, που ο άνθρωπος μπορεί να διανοείται και να διαμορφώνει απόψεις για πράγματα που ξεπερνούν την εμπειρία του, για τα πιο μακρινά, τα πιο μεγάλα και τα πιο μικρά, για τα αόρατα και για όλο το Σύμπαν. Και οι φιλόσοφοι δεν ήταν τόσο παραπλανημένοι και ξεροκέφαλοι, όσο φαίνεται από τις ασυνέπειες, τα λάθη και τις διαφορές τους.

Αναρίθμητες συγγενικές λέξεις εκφράζουν το ίδιο πράγμα από άλλη οπτική γωνία, με διαφορετικές σχέσεις και συμπεριφορά. Μάνα ως προς το παιδί, γιαγιά προς το εγγόνι, κόρη η ίδια προς τους δικούς της γονείς, γυναίκα προς τον άνδρα, άνθρωπος προς το ζωικό βασίλειο, μητέρα με διαφορετική λέξη. Όταν έχουμε παρακολουθήσει πως γίνεται ένα και το ίδιο πράγμα να ενεργεί με διαφορετικούς τρόπους, να μεταμορφώνεται και να περνάει από διάφορες φάσεις, τότε οι διαφορετικές λέξεις δεν μας μπερδεύουν. Αντιθέτως, μας αποκαλύπτουν τις δυνατές αποκλίσεις και τις πιθανές διασυνδέσεις τους. Όταν, όμως, έχουμε ονομάσει διαφορετικά και τυχαία ένα πλήθος πραγμάτων, χωρίς να έχουμε προσέξει προηγουμένως όλους τους τρόπους, που εκείνα συνδέονται και εξελίσσονται, τότε οι λέξεις γίνονται αυταπάτες. Σαν χιλιάδες καθρέφτες που αντανακλούν αυτό το οποίο θέλουμε να πλησιάσουμε. Το νόημα αυτών των λέξεων μπορεί να είναι αρκετό για να προσδιορίσουμε κάτι αναγνωρίσιμο και το όνομα βοηθάει στην αρχειοθέτηση. Είναι ωστόσο, αβάσιμα επιλεγμένο και αποσπασμένο και αυτό προκαλεί λάθος εντυπώσεις, ανύπαρκτες αντιθέσεις, ανόητες απορίες και διαστρεβλωμένες απόψεις.

Αυτή η ποικιλία στο λεξιλόγιο και οι λεπτές διαφορές των νοημάτων μπορεί να εμπνέουν τους λογοτέχνες και τους φιλόσοφους και να προσφέρουν διέξοδο στην εκφραστικότητά τους. Προκαλούν, όμως, σύγχυση και παραπλάνηση στη συνεπή διαμόρφωση των απόψεών μας και στη συνέπεια των διατυπώσεων. Φανταστείτε τους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες, πόσο ανώμαλοι γίνονται για τη θεωρητική αναζήτηση, όταν επιτρέπουν να εκφράσουμε σαν ουσιαστικό κάτι που πραγματικά υπάρχει μόνο σαν ενέργεια ή με πιο πολύπλοκο τρόπο (λ.χ. η ψυχή). Όπως όταν διαχωρίζουν τα άψυχα πράγματα σε αρσενικά και σε θηλυκού γένους ή όταν άσχετα πράγματα έχουν παρόμοια ονομασία.

Ένα από τα πιο ξεχωριστά παραδείγματα ασυνέπειας από αβάσιμη χρήση των εννοιών στο χώρο της Επιστήμης είναι η χρήση του όρου «δύναμη» με υπονοούμενη την άπειρη ταχύτητα μετάδοσής της. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με αβάσιμη αποδοχή της άπειρης ταχύτητας αλλά βλέπουμε ακόμα, πως η εμπειρία μπορεί να μας εξαπατήσει, όταν προέρχεται από άγνωστα φαινόμενα και όταν είναι δύσκολο να μετρηθούν. Από την αβάσιμη αποδοχή της άπειρης ταχύτητας μετάδοσης ορισμένων δυνάμεων, η σύγχρονη φυσική έπεσε σε περιπέτειες και οι επιστήμονες με μεγάλη καθυστέρηση και με έκπληξη ανακαλύπτουν την ανακρίβεια προγενέστερων θεωριών, οι οποίες ήταν τυφλά αποδεκτές επί μερικούς αιώνες. Όλοι οι τύποι και οι υπολογισμοί, οι σχετικοί με τη μετάδοση της δύναμης, με την ταχύτητα, την επιτάχυνση δεν είναι συνεπείς για όλα τα φαινόμενα και ακόμα διορθώνονται. Η έννοια του χρόνου έχει γίνει πολύ ρευστή αγγίζοντας τα όρια της τρέλας.

Στον επιστημονικό χώρο μεταχειρίζονται όρους και νοήματα, τα οποία οδηγούν μόνα τους από τον ένα ειδικό γνωστικό χώρο στον άλλο και εκτός αυτού. Είναι όροι και έννοιες για φαινόμενα, τα οποία δεν είναι ξεκομμένα από άλλα πράγματα και φαινόμενα και τα οποία ξεφεύγουν από τα προκαθορισμένα όρια του γνωστικού χώρου που διεκδικούν. Όχι λίγες φορές, ασαφείς έννοιες χρησιμοποιήθηκαν επιπόλαια και οδήγησαν σε αδιέξοδα κορυφαίους επιστήμονες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, δικαιοδοτούμαστε να αναφερθούμε «παράπλευρα» σε ζητήματα της αρμοδιότητάς τους και να εισχωρήσουμε σαν διωγμένοι στον οικειοποιημένο χώρο τους, όπως εκείνοι τον υπερβαίνουν σαν πειρατές. Η γλώσσα για τις επιστήμες είναι το κοινό διάμεσο της δημιουργίας και της ανάπτυξής τους, όπως είναι ο κορμός για το δέντρο.

Δεν έχουμε ανάγκη να γνωρίσουμε ένα προς ένα το κάθε μόριο της ύλης ή τον κάθε άνθρωπο για να γνωρίσουμε μερικά από τα στοιχεία και τις δυνατότητες του καθενός και δεν απελπιζόμαστε από την ύπαρξη της μεγάλης ποσότητας αυτών των πραγμάτων. Για τον ίδιο λόγο, μπορούμε να στοχαστούμε για το Σύμπαν, χωρίς να χρειάζεται να γνωρίσουμε ή ν’ αντιληφθούμε το κάθε μέρος του. Μπορούμε να το περιγράψουμε και να το αιτιολογήσουμε με ορισμένες αφηρημένες έννοιες, χωρίς να δείξουμε τα περισσότερα από τα στοιχεία και τις δυνατότητές του. Ωστόσο, αυτή η ελάχιστη γνώση μπορεί να είναι εύστοχη και με δυνατότητα αναλυτικής ανάπτυξης. Θα σας δείξω, πως με αυτή την απλή και προσγειωμένη λογική για την ύπαρξη κοινών και σταθερών στοιχείων στα διάφορα πράγματα, εμείς μπορούμε να εξηγήσουμε και να συμπεράνουμε επιτυχώς ένα πλήθος διαφορετικών φαινομένων.


Αναρτήθηκε από:
Τρέλα είναι απλά μια άλλη μορφή της συνείδησης

Το Μυστήριο των Συμπτώσεων

πηγή http://gerasimos-politis.blogspot.com/2012/05/c-jung-symptwseis-sygxronikothta.html#.UGIpGa720yk
Το Μυστήριο των Συμπτώσεων, Ο C. Jung και η Συγχρονικότητα, μεταφυσική, νευροεπιστήμες

Το Μυστήριο των Συμπτώσεων - Ο C. Jung και η Συγχρονικότητα

Σας έχει συμβεί κάποια φορά να συναντάται συνέχεια μπροστά σας για ένα διάστημα το ίδιο αριθμό; Ή να σιγοτραγουδάτε ένα τραγούδι και ανοίγοντας το ραδιόφωνο να το ακούτε; Θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί ότι κάποια υπερφυσική αιτία, κρύβεται πίσω απ' αυτές τις συμπτώσεις. Αλλά η πλειοψηφία των σύγχρονων επιστημόνων μιλάει απλά για άγνοια των φυσικών νόμων που τις προκαλούν, μια δημιουργία γεγονότων απ' αυτά που είναι δυνατόν να συμβούν. Τίποτα το περίεργο ή μυστικιστικό ! Αντίθετα οι συμπτώσεις θεωρούνται αναπόφευκτες απ' τους στατιστικολόγους.

Για παράδειγμα, η πιθανότητα από μια τράπουλα 52 χαρτιών, να μοιραστεί μια συγκεκριμένη 13άδα χαρτιών, είναι ίση για κάθε πιθανή 13άδα. Και όλες είναι το ίδιο πιθανές ... όσο απίθανες και να μας φαίνονται εκ πρώτης όψεως. Η πιθανότητα να μοιραστεί η 13άδα των 13 "καρό" είναι ακριβώς ίδια με την πιθανότητα να μοιραστεί μια οποιαδήποτε άλλη 13άδα.

Μια εκπληκτική ιστορία μας φέρνει όμως ξανά το ερώτημα για το αν υπάρχει τύχη ή όχι. Την αναφέρει ο μαθηματικός Warren Weaver, στο βιβλίο του, "Lady Luck: The Theory of Probability" ("Η κυρία Τύχη: η θεωρία των πιθανοτήτων") απ' όπου δημοσιεύτηκε και στο περιοδικό "Life":

Στις 1-3-1950, και τα 15 μέλη της χορωδίας της εκκλησίας της Beatrice στη Nebraska, καθυστέρησαν στο ραντεβού που είχαν στις 7:20 για πρόβα. Όλοι είχαν κάποιο σοβαρό αλλά και συνηθισμένο λόγο να αργήσουν. Στις 7:25 η εκκλησία καταστράφηκε από έκρηξη ! Τα μέλη της χορωδίας θεώρησαν το γεγονός σαν "θεϊκή παρέμβαση". Ο Weaver υπολόγισε τις πιθανότητες να συμβεί ένα τέτοιο γεγονός μαζικής καθυστέρησης, σε μία στο εκατομμύριο. (σ.τ.μ. στην Ελλάδα θα ήταν κάτι παραπάνω από φυσιολογικό να συμβεί !!!)

Πώς λοιπόν να εξηγήσουμε τέτοιες "σκόπιμες" συμπτώσεις;

Όμως αξίζει εδώ να αναφερθεί η θεωρία του ψυχολόγου Carl Jung, ο οποίος διατύπωσε την Αρχή της "Συγχρονικότητας" που συνδέει γεγονότα, τα οποία δεν συνδέονται με κάποια φανερή σχέση αιτίας. Στο έργο του "Δομή και Δυναμική της Ψυχής", αναφέρει πώς άρχισε να παρατηρεί συμπτώσεις που προκαλούσαν ανοικτά τους υπολογισμούς των πιθανοτήτων, στη διάρκεια των ερευνών του για το Συλλογικό Ασυνείδητο.

Για παράδειγμα, καθώς μια νεαρή ασθενής του περιέγραφε ένα όνειρό της, στο οποίο της δίνονταν ένας χρυσός σκαραβαίος, ένα έντομο μπήκε στο σκοτεινό δωμάτιο. Όταν το έπιασε ο Jung διαπίστωσε ότι ήταν ένα σκαραβοειδές σκαθάρι, ό,τι πιο κοντινό σε χρυσό σκαραβαίο, θα μπορούσε να υπάρξει στην περιοχή, το οποίο μάλιστα δεν συνηθίζει να μπαίνει σε σκοτεινούς χώρους. Αντίθετα κινείται στο φως της ημέρας... Και μπήκε την κατάλληλη στιγμή. Ποιος άραγε προκάλεσε τη σύμπτωση: ο Jung ή η ασθενής του; Ο ψυχαναλυτής Nandor Fodor παρατήρησε πάντως ότι, η ασθενής είχε μια ήταν υπερβολικά ορθολογική συμπεριφορά που την έκανε ψυχολογικά απρόσιτη. Μετά την εμφάνιση του σκαραβαίου η συμπεριφορά της βελτιώθηκε και οι συνεδρίες έγιναν πιο αποδοτικές.

Ο Jung πίστευε ότι, το φαινόμενο της Συγχρονικότητας συνδέονταν με ψυχικές καταστάσεις που αναπτύσσονται μέσω της επιρροής των Αρχετύπων, τα οποία όριζε σαν πρότυπα (μοντέλα) έμφυτα στην ανθρώπινη ψυχή και κοινά για όλη την ανθρωπότητα. Ο Jung αναφέρει συχνά τα Αρχέτυπα, σαν "αρχέγονες εικόνες", που παρέχουν την αναπαράσταση όλων των ανθρώπινων στάσεων απέναντι στον θάνατο, τη σύγκρουση, το σεξ, τη μετενσάρκωση και τη μυστικιστική εμπειρία. Κάποιες φορές ένα αρχέτυπο ενεργοποιείται από ένα συναισθηματικά φορτισμένο γεγονός και τότε τείνει να έλκει γεγονότα παρόμοιας φύσης, ανοίγοντας δρόμο στα γεγονότα που ονομάζουμε "συμπτώσεις".

Ο Jung δέχονταν επίσης την ύπαρξη μιας "περίεργης αλληλεξάρτησης των αντικειμενικών στοιχείων μεταξύ τους, καθώς και με τις υποκειμενικές (ψυχικές) καταστάσεις του παρατηρητή". Μάλιστα εντόπισε δείγματα αυτής της αλληλεξάρτησης - που θεωρούσε άρρηκτα δεμένη με την έννοια της Συγχρονικότητας - τόσο στις ψυχιατρικές του σπουδές, όσο και στην έρευνά του πάνω στις εσωτεριστικές πρακτικές. Έτσι, θεωρούσε την κινέζικη μαντική μέθοδο του Ι Τσινγκ σαν έκφραση της Αρχής της Συγχρονικότητας. Θεωρούσε ότι αυτό που θεωρούμε εμείς - στη Δύση - σαν είναι το κύριο ενδιαφέρον της κινέζικης σκέψης ενώ αυτό που εμείς λατρεύουμε σαν αιτιότητα περνάει σχεδόν απαρατήρητο. Ενώ η Δυτική σκέψη προσεκτικά ζυγιάζει, επιλέγει, ταξινομεί και απομονώνει, η Κινέζικη μια πιο ολιστική εικόνα του κόσμου, δίνοντας σημασία και στην παραμικρή λεπτομέρεια που συνθέτει μια στιγμή. Κάθε στιγμή απαρτίζεται από όλα αυτά τα "ασήμαντα" συστατικά.

Το Μυστήριο των Συμπτώσεων, Ο C. Jung και η Συγχρονικότητα, μεταφυσική, νευροεπιστήμες
Αργότερα, ο Jung προέκτεινε την έννοια της Συγχρονικότητας και στην Αστρολογία. Όταν μάλιστα ανέφερε το ενδιαφέρον του για την Αστρολογία και την πεποίθησή του για τη μελλοντική της χρησιμότητα, με ένα γράμμα του στον Freud, ο τελευταίος αντέδρασε, κατηγορώντας τον Jung ότι είχε πέσει θύμα της "μαύρης παλίρροιας του βούρκου του αποκρυφισμού".

Μη εγκαταλείποντας τις θέσεις του ο Jung κατέγραψε στα απομνημονεύματά του, άλλο ένα συνταρακτικό συμβάν εμφάνισης Συγχρονικότητας, που μάλιστα συνέβη ενώ ήταν μαζί με το Freud: Στέκονταν μαζί δίπλα σε μια βιβλιοθήκη όταν ο Jung ένιωσε το διάφραγμά του να γίνεται σαν από σίδερο και να καίει, να πυρακτώνεται. Ταυτόχρονα ακούστηκε ένας δυνατός κρότος σαν να επρόκειτο να πέσει πάνω τους η βιβλιοθήκη.



Ο Jung βρήκε την ευκαιρία να παρουσιάσει το συμβάν σαν ένα παράδειγμα φαινομένου καταλυτικής εξωτερίκευσης. Ο Freud αντέδρασε αποκαλώντας τα αυτά, "ανοησίες". Τότε, ο Jung τον προκάλεσε, υποστηρίζοντας ότι μπορούσε να προβλέψει ότι το πολύ σε ένα λεπτό ο κρότος θα ξανακούγονταν. Πριν καν τελειώσει τα λόγια του ο κρότος ξανακούστηκε, αφήνοντας τον Freud εμβρόντητο.

Σύμμαχό του στην προσπάθεια να διατυπώσει τη θεωρία του για τη Συγχρονικότητα, ο Jung βρήκε τη κβαντική Φυσική, στα πλαίσια της οποίας είχε διατυπωθεί η θεωρία ότι έναπεδίο του χώρου μπορεί να γίνει αντικειμενικά γνωστό, μόνο με την ύπαρξη ενός παρατηρητή, ο οποίος όμως επεμβαίνει (αναγκαστικά, με την παρουσία του) στην κατάσταση του χώρου. Οι ανακαλύψεις αυτές βοήθησαν τον Jung να καταλάβει διαισθητικά ότι ύλη και συνείδηση συνδέονται με ουσιώδη τρόπο, σαν δυο συμπληρωματικές όψεις μιας ενοποιημένης πραγματικότητας.

Αλλά και πολύ πριν τον Jung, άλλοι διανοούμενοι και επιστήμονες είχαν διατυπώσει θέσεις που συνέδεαν αλληλεπιδραστικά την ύλη και τη συνείδηση. Ο ιστορικός Arthur Koestler μιλούσε για τη χωρητικότητα της ανθρώπινης ψυχής σαν "ένα κοσμικό αντηχείο". Παρόμοιες απόψεις είχαν ο Kepler και ο Pico della Mirandola. Ο Koestler γράφει επίσης στο έργο του "The Roots of Coincidence" ("Ρίζες της Σύμπτωσης") για μία "θεμελιώδη ενότητα των πραγμάτων", που υπερβαίνει τη μηχανική αιτιότητα.

Η έννοια ενός πνευματικού μικρόκοσμου που αντανακλούσε συμπαντικά πρότυπα και που ο Leibnitz αποκαλούσε "μονάδα", βασίζονταν στην ιδέα ότι το άτομο και το σύμπαν αλληλεπιδρούν εξαιτίας μιας προ-εγκαθιδρυμένης αρμονίας. Αλλά και για τον Schopenhauer, τα πάντα ήταν "αλληλοεξαρτώμενα και συγχρονισμένα με όμοιο τρόπο."

Ο Koestler έδωσε παραδείγματα ενοποίησης και αλληλεπίδρασης μέσα απ' την ίδια την εξέλιξη της επιστήμης, καθώς οι διάφοροι τομείς της φυσικής συνδυάστηκαν ή συγχωνεύτηκαν, στη διάρκεια του τελευταίου αιώνα: π.χ. ο ηλεκτρισμός και μαγνητισμός συγχωνεύτηκαν στην ηλεκτρομαγνητική θεωρία, ενώ τα Η/Μ κύματα συνδέθηκαν με μια σειρά φαινομένων, όπως το φως, το χρώμα, τη θερμική ακτινοβολία και τα ερτζιανά κύματα. Η Χημεία αγκαλιάστηκε απ' την Ατομική Φυσική. Ο έλεγχος του σώματος απ' τα νεύρα και τους αδένες, συνδέθηκε με ηλεκτροχημικές διεργασίες, ενώ τα άτομα διαιρέθηκαν στα "δομικά στοιχεία" των πρωτονίων, των ηλεκτρονίων και των νετρονίων. Αργότερα, όλα αυτά τα θεμελιώδη σωματίδια, συγκεντρώθηκαν στην έννοια απλών "πακέτων συμπυκνωμένης ενέργειας".

Σήμερα, όλο και πολλοί οικολόγοι και επιστήμονες κλίνουν προς την άποψη ότι, υπάρχει μια αλληλεξάρτηση, που συνδέει τα πάντα στον κόσμο, με όμοιο τρόπο που οι αρχαίοι μιλούσαν για τη "συμπάθεια" της ζωής.

Παράλληλα στο Πανεπιστήμιο του Ώστιν στο Τέξας, ο νομπελίστας φυσικός Ilya Prigogine μελετάει τον τρόπο που χημικές και άλλου τύπου δομές αναπτύσσουν πρότυπα βγαλμένα απ' το χάος. Ο Karl Pribram, νευρολόγος στο Πανεπιστήμιο του Stanford, πρότεινε τη θεωρία ότι, ο εγκέφαλος είναι ένα είδος "ολογράμματος", ένας αναλυτής μοντέλων και συχνοτήτων, που δημιουργεί την "σκληρή" πραγματικότητα, ερμηνεύοντας συχνότητες από μια διάσταση πέρα απ' το χώρο και το χρόνο. Με άλλα λόγια, ο φυσικός κόσμος που ξέρουμε είναι "ισομορφικός" - δηλαδή όμοιος - με τις διαδικασίες του εγκεφάλου.

Ίσως λοιπόν, μια συμμαχία κβαντικών φυσικών, νευρολόγων, παραψυχολόγων και μυστικιστών να μας δώσει μια νέα και διαφορετική εικόνα του σύμπαντος, μη-αιτιοκρατικού αλλά "συμπαθητικού", που λειτουργεί πιο πολύ σαν μια μεγάλη σκέψη παρά σαν μια μεγάλη μηχανή, ενοποιώντας ύλη, ενέργεια και συνείδηση.

Μόνο τότε ίσως να ελευθερωθούν τα παραφυσικά φαινόμενα απ' το στίγμα του "αποκρυφισμού" και να μην αντιμετωπίζονται σαν ενοχλητικά. Στα πλαίσια αυτά, οι αντιλήψεις μας και ο κόσμος μας θα αλλάξουν για πάντα.

Πηγή -- www.strangemag.com/mysteryofchance.html - Peter A. Jordan

Αναρτήθηκε από:

Θεωρία των ανθρώπινων δικτύων

Θεωρία των ανθρώπινων δικτύων

πηγή http://gerasimos-politis.blogspot.com/2012/05/theoria-anthrwpinwn-koinwnikwn-diktywn.html#.UGInWq720yk

Θεωρία των ανθρώπινων δικτύων

Θεωρία των ανθρώπινων δικτύων, κοινωνικά δίκτυα, κοινωνία
Η ανάγκη για καινούργιες και εύστοχες μεθόδους που θα βοηθήσουν στην ερμηνεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς και σκέψης είναι αρχέγονη. Κάθε νέα όμως πρόταση αντιμετωπίζεται αναπόφευκτα με επιφύλαξη. Μία τέτοια επιφύλαξη ίσως προκαλέσει και το παρόν άρθρο της Παπαβασιλείου Σεβαστής.

Η λέξη «δίκτυο» παραπέμπει σε τεχνικούς όρους των Επικοινωνιών και της πληροφορικής. Αποτελεί όμως μεθοδολογικό εργαλείο και για τις κοινωνικές επιστήμες. Η έννοια της «Ανάλυσης των δικτύων» είναι ήδη καταξιωμένη στην Αμερική και στην Γαλλία και εξελίσσετε συνεχώς. Στην Ελλάδα ελάχιστοι είναι οι ερευνητές που την γνωρίζουν και την αξιοποιούν όπως ο κος Γ. Δερτιλής[1], ιστορικός της σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας.

Η έννοια του Δικτύου δεν είναι καινούργια. Την έχουμε συναντήσει σε ιστορικά έργα όταν μιλούν για δίκτυο εξουσίας, πελατειακό δίκτυο, δίκτυο εμπόρων και χρησιμοποιείται για να εξηγήσει τους κοινωνικούς δεσμούς μέσα σε κοινωνικές ομάδες ή ανάμεσα σε ομάδες και άτομα (πολιτικοί παράγοντες, επαγγελματικές τάξεις, μετανάστες κτλ.). Πρόκειται βέβαια για μία μεταφορική χρήση του όρου η οποία γνωρίζει ένα πολύ μεγάλο εύρος προσεγγίσεων.

Υπάρχουν όμως κάποιοι επιστήμονες των κοινωνικών και ανθρωπιστικών σπουδών που χρησιμοποιούν την έννοια του δικτύου πιο συστηματικά (γνωστή ως «network analysis» και «l’analyse de Réseaux»). Δημιουργούν δηλαδή ένα σύνολο από μεθόδους, μοντέλα και έρευνες που εφαρμόζεται σε όλο το εύρος των κοινωνικών επιστημών, Κοινωνιολογία, Ανθρωπολογία, Οικονομικά, Κοινωνική Ψυχολογία, Εθνολογία και Ιστορία.

Η αρχή της συστηματοποίησης της έρευνας βρίσκεται σε αγγλοσαξονικές ανθρωπολογικές προσεγγίσεις και στην κλασσική Κοινωνιομετρία. Κατά βάση υπάρχουν τρία ρεύματα σκέψης σύμφωνα με τον Scott[2] : Το πρώτο κατάγεται από την Ψυχολογία της Αλληλεπίδρασης του Moreno και Lewis κατά την δεκαετία του ΄30 στις ΗΠΑ, το δεύτερο επίσης στις ΗΠΑ και χρονικά παράλληλα αφορά τις διαπροσωπικές σχέσεις και την διαμόρφωση της «κλίκας» και αναπτύχθηκε στα Πανεπιστήμια του Harvard και Chicago, τέλος, το τρίτο ρεύμα αναπτύχθηκε από τους Βρετανούς Κοινωνικούς Ανθρωπολόγους από την δεκαετία του ΄30 αλλά κυρίως τις δεκαετίες του 1960 και 1970.

Αν και υπάρχει μεγάλη διαφοροποίηση στις απόψεις μπορούν να συνοψιστούν σε μια βασική ιδέα αρκετά απλή που η συστηματοποίηση της όμως έχει φέρει καινούργια δυναμική.

Αφορά, λοιπόν, την αναπαράσταση της κοινωνικής ζωής με την μορφή ενός δικτύου με τελείες και γραμμές. Οι τελείες αντιπροσωπεύουν τα άτομα ή τις ομάδες και οι γραμμές τις σχέσεις μεταξύ τους. Έτσι, όλο το κοινωνικό σύνολο αντιλαμβάνεται με αυτή τη μορφή και η ανθρώπινη συμπεριφορά εξηγείται από τον τρόπο που συνδέονται οι άνθρωποι και οι ομάδες μεταξύ τους παρά από τις συμπεριφορές των ίδιων των ατόμων. Το περιεχόμενο ή ο όγκος των πληροφοριών που φέρουν τα άτομα ενδιαφέρει εξίσου όσο η φύση των σχέσεων μεταξύ των ατόμων. Συνοψίζοντας, το μοντέλο αυτό υπογραμμίζει την σημασία της αλληλεπίδρασης των ανθρωπίνων σχέσεων. Η δύναμη τους είναι διαχρονική και μπορεί να αναδείξει τις κοινωνικές ανισότητες χωρίς να έχει λάβει υπόψη το κοινωνικό status ή άλλα δεδομένα των ατόμων. Η αξία αυτής της προσέγγισης είναι τεράστια κυρίως γιατί μπορούμε να αναδείξουμε την κοινωνική διαστρωμάτωση μεταβαλλόμενη με τον χρόνο αλλά και με την σχέση εξουσίας μεταξύ των ατόμων μελετώντας τις αλλαγές στις σχέσεις των δικτύων.


κοινωνία, κοινωνικά δίκτυα, Η θεωρία των Ανθρώπινων Δικτύων, Το σύγχρονο μεθοδολογικό εργαλείο των Ανθρωπιστικών Επιστημών
Σήμερα μπορούμε να διακρίνουμε δύο βασικές σχολές σκέψης τη σχολή του Manchester» με εκπροσώπους του Βρετανούς Ανθρωπολόγους και τη σχολή με τους Κοινωνιολόγους του Harvard. Οι μεν αντιπροσωπεύουν τα «προσωποκεντρικά δίκτυα» και οι δε τα «πλήρη δίκτυα». Οι πρώτοι βασίζουν την ανάλυση τους παίρνοντας πληροφορίες για ότι μπορεί να ενδιαφέρει τα άτομα που έχουν επιλέξει και τις σχέσεις τους ενώ οι δεύτεροι επιλέγουν συγκεκριμένες σχέσεις από μία συγκεκριμένη ομάδα επιλέγοντας το πεδίο των σχέσεων που θα τους απασχολήσει.

Αν και η σημασία των διαπροσωπικών σχέσεων είχε ήδη τονιστεί και από τον Γερμανό κοινωνιολόγο Georg Simmel[3] ο οποίος υποστήριζε ότι οι δομές αναδεικνύονται από την ανθρώπινη αλληλεπίδραση και ασκούν τεράστια δύναμη σε αυτές αλλά και τον Nobert Elias[4] ο οποίος με της σειράς του αντιλαμβάνεται τις κοινωνικές ομάδες και τους θεσμούς συμπεριλαμβανομένου της εξουσίας και της αγοράς ως μία διαστρωμάτωση που κυμαίνεται με βάση τις σχέσεις των ατόμων, αλλά και από πολλούς άλλους (Durkheim,Wundt, Bretano, Dithley, Mach, Helmholtz κ.α.) η συστηματοποίηση και η ενδελεχής έρευνα τους έχει φέρει νέα δεδομένα.


Ένα ενδεικτικό παράδειγμα είναι το έργο του Mark Granovetter (1973), "The strength of Weak Ties", American Journal of Sociologie, n° 78, Η δύναμη του αδύνατου κρίκου.

Ο πρωτοπόρος αυτός Αμερικάνος κοινωνιολόγος ταξινόμησε τις διαπροσωπικές σχέσεις σε δεσμούς ισχυρούς και αδύνατους. Το κριτήριο της διάκρισης ποικίλει αλλά κατά βάση λαμβάνονται υπόψη τέσσερα κριτήρια: η συχνότητα των επαφών, ο συναισθηματικός δεσμός, η σημασία που έχει ο βαθμός της εξάρτησης και ο βαθμός της εχεμύθειας. Στη πλειονότητα των δικτύων διακρίνονται καθαρά οι ισχυροί και οι αδύναμοι δεσμοί. Όσο περισσότεροι είναι οι ισχυροί δεσμοί σε ένα δίκτυο τόσο περισσότερο αυτό έχει την τάση να είναι αλληλένδετο και κλειστό. Οι αδύναμοι κρίκοι είναι αυτοί που γίνονται γέφυρες που συνδέουν διαφορετικά δίκτυα μεταξύ τους και που μπορούν να μεταφέρουν πληροφορίες.

Εφαρμόζοντας τη σχέση αυτή σε μία έρευνα[5] πάνω σε 300 στελέχη, τεχνικούς και επιχειρηματίες μίας περιοχής της Βοστόνης οι οποίοι είχαν προσφάτως αλλάξει δουλεία ο Granovetter απέδειξε ότι: 1) η πλειονότητα (56%) βρήκε την δουλεία της από τις προσωπικές σχέσεις, 2) μόνο το 16,7% βοηθήθηκε για την εύρεση της εργασίας από το στενό περιβάλλον, το 27,8% από πιο ευρύ κύκλο, ενώ το 55,6% από απλούς γνωστούς. Συμπερασματικά, οι αδύνατοι κρίκοι είναι πιο πιθανό να σε βοηθήσουν στην αναζήτηση της εργασίας σου.



Η ανάλυση των δικτύων έδωσε και εξακολουθεί να δίνει μία σειρά από αξιόλογες έρευνες και σημαντικά αποτελέσματα. Οι αδυναμίες και οι βελτιώσεις τίθενται υπό σκέψη και δεν έχουμε παρά να αναμένουμε τα επόμενα επιστημονικά πορίσματα.

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Δερτιλής, Γ. (2004), Ιστορία του ελληνικού κράτους, Αθήνα
Barnes, J. A., (1954),"Class and Committees in a Norwegian Island Parish", Human Relations, 7, p.39-58.
Berkowitz, S. D., et Wellman, B., (1988), Social Structures. A Network Approach, Cambridge: Cambridge University Press.
Bott, E., (1957), Family and Social Network, London: Tavistock Institute of Human Relations, MacMillan.
Castellano, Juan-Luis, Dedieu, Jean-Pierre, (2002), Réseaux, familles et pouvoirs dans le monde ibérique à la fin de l’Ancien Régime, Paris: CNRS, (1ère édition : 1998).
Degenne, A., Forsé, M., (1994), Les réseaux sociaux, Paris: Armand Colin.
Elias, N. (1987), La société des individus, trad. française (1991) Paris: Fayard.
Granovetter M., (1974), Getting a Job, Harvard University Press.
Gribaudi, M., (1998), Espaces, Temporalités, Stratifications. Paris: EHESS.
Lazega, E., (1998), Réseau Sociaux et structures relationnelles, Paris: PUF.
Lemercier, C., (2005), "Analyse de réseaux et histoire", Revue d’histoire moderne et contemporaine, 52-2, avril-juin, p. 88-112.
Mercklé, P., (2004), Sociologie des réseaux sociaux, Paris: La Découverte.
Mitchell, J.C., (1969), Social Networks in Urban Situation. Analyses of Personal Relationships in Central African Towns, (n.p.), Manchester: Manchester University Press.
Scott, J., (1991), Social Network Analysis. A Handbook, London: Sage

[1] Δερτιλής Γ. (2004), Ιστορία του ελληνικού κράτους, Αθήνα
[2] Scott, J., (1991), Social Network Analysis. A Handbook, London: Sage
[3] Gribaudi (1988), Espaces, Temporalités, Stratifications. Paris: EHESS. σ.22
[4] Elias, N. (1987), La société des individus, trad. française (1991) Paris: Fayard
[5] Granovetter, M. (1974), Getting a Job.

Πηγή - Παπαβασιλείου Σεβαστή

Αναρτήθηκε από:

Δημοφιλείς αναρτήσεις