ΒΑΙΣ ΠΡΟΤ
της Μαρίας Μυλωνάκη *
.
«Όλα ξεκίνησαν και τελείωσαν σε ένα διάστημα τριών μηνών. Τόσο
γρήγορα και αναπάντεχα. Σπάνια αρρώστια, για ένα σπάνιο άνθρωπο. Και το
όνομα αυτού Θρασύβουλος. Η σπάνια έμπνευση, της πεθεράς μου. Και το
όνομα αυτής Καντή. Άγγελος κυρίου την επισκέφτηκε στον ύπνο της και
επέβαλλε το όνομα του παιδιού. Έφτασε μέχρι τη δεύτερη τάξη του
Δημοτικού κι όμως πρόλαβε να μάθει για τα κατορθώματα του Αθηναίου
στρατηγού, του μεγάλου επαναστάτη που κατατρόπωσε τους Σπαρτιάτες και
επισφράγισε με ένα ένδοξο θάνατο στον Πελοποννησιακό Πόλεμο τη μοίρα
του.
Στο νοσοκομείο της Κρήτης, οι γιατροί διέγνωσαν πνευμονία. Αφαίρεσαν
το υγρό από τους πνεύμονες, πέρασε η δύσπνοια. Για τόσο λίγο. Προλάβαμε
να πάμε στο χωριό μια Κυριακή. Σε 18 μέρες στο Γενικό Κρατικό. «Όλα τα
κύτταρα του αίματός μας προέρχονται από τα αρχέγονα κύτταρα»,
«Πολλαπλούν μυέλωμα», «Καρκίνος», «Αλλαγή βαλβίδας». Αυτά ψέλλισα στον
ανηψιό μου από το τηλεφωνικό κέντρο του Γενικού Κρατικού και τη 19η μέρα
δίχως να καταλαβαίνω πολλά - πολλά, βρέθηκα στο ασθενοφόρο που μας
περίμενε στο αεροδρόμιο στο Αννόβερο. Μέσα ήταν και τα δυο μου ανήψια, ο
Νίκος, καρδιοχειρουργός και ο Λευτέρης ενδοκρινολόγος. «Μην κλάψεις».
Αυτό μου είπε προτού τους δούμε».
Οι Γερμανοί δεν είδαν τη μαυροντυμένη γυναίκα που βλέπω εγώ από τότε
που θυμάμαι τον εαυτό μου, τη γιαγιά μου. Μαύρα ρούχα, μαύρο μαντήλι στα
μαλλιά. Οι Γερμανοί στο Αννόβερο το 1959, είδαν μια γυναίκα ετών50, με
γαλαζοπράσινα μάτια και καστανά μαλλιά. Τη γνώρισαν από το νοσοκομείο
μέχρι το φούρνο. Μια ευθεία ατελείωτη, με λεύκες να κρεμούν τα φύλλα
τους δεξιά και αριστερά. Έμπαινε στο φούρνο, της έβαζε η κυρία με τα
λευκά γάντια «βάις προτ» στη σακούλα κι έπαιρνε πάλι το δρόμο για το
νοσοκομείο.
«Εκείνος είχε προ πολλού περάσει στην απέναντι όχθη. Αμίλητος,
εξαντλημένος, μισός άνθρωπος, μισό φάντασμα. Κρατιόταν απ’ τη ζωή με το
στανιό, όσο ήμουν εγώ εκεί να τον κρατάω. Λίγες στιγμές, τα μάτια του
άφηναν μια παράκληση: «Σε παρακαλώ άφησέ με να φύγω». Χλωμός, χείλη
άσπρα, αξεχώριστα από το υπόλοιπο πρόσωπο, τα συμπλήρωνα με τη φαντασία
μου, βλέμμα χαμένο, ποιος ξέρει που. Σπάνια απαντούσε σε ερωτήσεις,
άλλοτε άφηνε ένα «ε» να πλανάται στο χώρο ανάμεσά μας πλάνην οικτράν.
Κάποτε έκανε ερωτήσεις: «Είσαι καλά;», «Χιονίζει;», «Οι Γερμανοί είναι
όλοι ξανθοί;», «Τα μικρά είναι καλά;». Κι εκεί στην τελευταία ερώτηση
έκλεινε τα μάτια. Κανένας μορφασμός. Σήκωνε μόνο το ένα του χέρι ελαφρώς
για να μην τον πλησιάσω, για να μην τον ακουμπήσω. Κι έτρεχαν τα μάτια
του κι έβρεχαν ως και το λαιμό του. «Μαρία, γυρίζοντας, θα πρέπει να
είσαι δυνατή. Τα παιδιά».
56. πριν το πρώτο χειρουργείο δεν είπαμε κουβέντα.
56. δέκα μέρες δούλεψε η πρώτη βαλβίδα.
56. πριν το δεύτερο χειρουργείο: «Μαρία, ή ταν ή επί τας».
56. 165.000 δραχμές το ΄79 για ένα ξύλινο κουτί.
56 χρόνων σε ένα ξύλινο κουτί, ο άντρας μου.
Τι να συγκρατήσει την ορμή μου. «Να είσαι δυνατή», «η ταν η επι τας».
Τι να μου κάνουν τα τόσα ηρεμιστικά που με μπούκωνα για να περνάω από
τη μια μέρα στην άλλη. 56 χρονών σ’ ένα κουτί ο άντρας μου. Όλα έγιναν
όπως έπρεπε. Το ταξίδι, η κηδεία και ο άντρας μου κάτω απ΄ τη γη. 56
χρονών μέσα στη γη. Όλα έγιναν όπως έπρεπε να γίνουν και η φωτογραφία
του κρεμάστηκε στον τοίχο. Η φωτογραφία στον τοίχο και δεν τον είδα ποτέ
ξανά.
Από κει που με μπούκωναν άρχισα να μπουκώνομαι μόνη μου˙ ζανάξ,
ταβόρ, στεντόν. Τροφή, νερό, μηδέν. Ηρεμιστικά και άγιος ο θεός. Ένα για
κάθε πρωί που θα ξυπνούσα μαζί του, ένα για τη μεσημεριανή μας βόλτα
μετά το φαγητό, ένα για τα βραδινά ουζάκια στο κύμα και δύο για τη
βραδινή αγκαλιά. Εκείνος κάτω από τη γη κι εγώ ένα μηδενικό, ένα θλιβερό
απομεινάρι ανθρώπου. Η κουζίνα, η σαλοτραπεζαρία, ένα μπάνιο και δύο
υπνοδωμάτια. Τόσος είχε απομείνει ο κόσμος μου. Ο κόσμος μου ο άχρονος.
Ακόμα και το φως που τρύπωνε από τις κλειστές κουρτίνες, έπαιζε παιχνίδι
στις πλάτες μου πικρό, για να μου θυμίζει τη σκοτεινιά του τάφου του.
Όσοι κι όποιοι κι αν μ’ αγκάλιαζαν, μου έκανε το ίδιο. Δεν με άγγιζε
τίποτα. Κι αναρωτιόμουν που πήγε ο πάτος αυτού του πηγαδιού, του
σκοτεινού. Μια πτώση δίχως τέλος. Και το τέλος αυτού, άφαντο. Τόσα γιατί
και τόσα αν. και απαντήσεις, πουθενά. Πουθενά, ούτε στο θεό ούτε
πουθενά. Θεοί και δαίμονες, πήραν κι αυτοί τη θέση τους κάτω από τη γη,
δίπλα στον καλό μου. Ανεπιστρεπτί. Γιατί το ένα, αν το άλλο. Το καντήλι
στο εικονοστάσι αναμμένο, οι εικόνες αλάλητες και οι ουρανοί κλειστοί.
Κανείς.
Σηκώθηκα από το κρεβάτι. Κάθισα στην άκρη. Ακούμπησα τις πατούσες των
ποδιών μου στο παγωμένο μάρμαρο. Και τότε σκέφτηκα. Έπαψα να θυμάμαι
και σκέφτηκα. Άρπαξα μια σακούλα των σκουπιδιών και πέταξα πρώτα ό, τι
κουτί βρήκα μπροστά μου. Μέχρι και το κουτί της οδοντόκρεμας περιμάζεψε η
φόρα μου. Κι αφού ξεμπέρδεψα με τα κουτιά, με ή χωρίς σημασία, συνέχισα
να σκέφτομαι. Τα τσάμπα αλληλούια, δι’ ευχών και δόξα σοι. Δεν του
έφταναν τα τόσα «λαδώματα», ήρθε ξανά ο τραγόπαπας. Μα αυτή τη φορά
έφτασε στη λάθος στιγμή.
-Τέκνο μου, να κάνουμε άλλο ένα ευχέλαιο την άλλη βδομάδα. Η ψυχούλα
του είναι στην παράδεισό μας. Τας θύρας του παραδείσου άνοιξε και μπήκε
και του συγχωρέθηκαν όλες οι αμαρτίες του Μαρία παιδί μου.
Τας θύρας! Τας θύρας, όχι του παραδείσου, μα του φτωχικού μου έλαβε
στα μούτρα ο τράγος-παπάς. Άκου αμαρτίες ο άντρας μου! Κύριε ελέησον και
κουραφέξαλα για να έχει να λαβαίνει κάθε τόσο η τρομάρα του
παπα-Νικόλη. Αμαρτίες ο άντρας μου, που έκανε το σκατό του παξιμάδι για
να δώσει τον άρτον τον επιούσιον στο γείτονα. Κι εγώ η τρελή, που θα
πρεπε να δίνω το παραδάκι στο γείτονα που πεινάει, τα έσκαγα στον τράγο,
με τα μάτια χαμηλά, που βρώμαγε πιοτίλα και παρά κλεμμένο. Κι έβαζα τον
κερατά μέσα στο σπίτι μου να μου συχωρέσει αυτός τα πεθαμένα μου. Και
δως του να τσεπώνει τον παρά, για να αναγείρει τον οίκο του θεού, στους
άγριους της Ζουαζιλάνδης και του Τουρκμενιστάν. Κι όσο θυμάμαι πόσο
μάλωνα το κορίτσι μου όταν της βρήκα την κομματική ταυτότητα της ΚΝΕ.
Έτσι καθάρισα με τα θεία κι έκανα επιτέλους κολλητή μου την Μαργαρίτα,
που’ ταν Ιαχωβού. Μού μειναν όμως τα εγκόσμια. Τα χθόνια, τα υποχθόνια
και τα καταχθόνια.
Τόσο καιρό χαπακωμένη, πειθήνια, δέχτηκα, αποδέχτηκα και καταδέχτηκα
τα μύρια όσα. Η καλή τους η αγελάδα που έβοσκε κάτω στη λιακάδα, η καλή
τους αγελάδα έτοιμη για τη σφαγή, ένα όμορφο πρωί. Μα λίγο προτού πέσει
πάνω μου η μάχαιρα, λειτούργησε το σωσίβιο ένστικτο της επιβίωσης. Ήταν
16 του Απρίλη. Είχε ένα νοτιά άλλο πράμα κι είχε πάρει να βρέχει
λυσσασμένα και να φυσάει εκεί κατά το απογεματάκι. Τότε έκανε και την
εμφάνιση της η Κική. Φάντης μπαστούνης, μπροστά στα μούτρα μου την ώρα
που άνοιξα την πόρτα για να ξεβουλώσω το σιφόνι της αυλής από τα φύλλα.
Από τη μέρα της κηδείας, το σπίτι μου, ήταν γεμάτο με κοράκια που
κατέφθαναν για να με συλλυπηθούν, να με λυπηθούν και κλείνοντας την
πόρτα πίσω τους να παρατηρήσουν ανακουφισμένοι: «Πωπω… πώς καταντάει ο
άνθρωπος….». τι καλή τύχη να ρίχνει η μοίρα τα βάσανα στους άλλους. Όλοι
αυτοί και μαζί και τα ποικιλόχρωμα χαπάκια με κράτησαν μακριά από τα
κιτάπια. Ως τη μέρα που ξεκίνησα τα ξεκαθαροξεκαθαρίσματα. Τότε
ανακάλυψα τα κιτάπια με τα βερεσέδια του γιου μου. Όχι του άντρα μου,
του γιού μου. Γιατί ο άντρας μου τα έδινε δανεικά και αγύριστα και
άγραφα, αλίμονο. Αλίμονο. Ο γιος μου όμως πίσω από τον πάγκο σημείωνε,
σημείωνε, σημείωνε, σημείωνε, ώσπου γέμισε καμιά δεκάδα σταχωμένα
τεττράδια. Η ΔΟΜΗ με τα βερεσέδια στο μπαούλο μου. Όπως άνοιγα την πόρτα
του σπιτιού εκείνο το απόγευμα με τη βροχή, να τη μπροστά μου η Κική.
-Κάτσε να σε κεράσω ένα καφεδάκι. Έκανα κυδώνι σήμερα το πρωί.
-Μπα μωρέ, με περιμένει ο Αριστείδης στο σπίτι.
-Ε, κάτσε μια στιγμή να στο βάλω στο ταπεράκι. Και να σου δώσω και κάτι να το πας στον Αριστείδη.
Πάνω στο ταπεράκι με το γλυκό, ήταν τα βερεσέδια του πανούργου του
άντρα της. 173.000 δραχμές. Παραπάνω κι απ’ όσα πλήρωσα για να φέρω τον
άντρα μου στο ξύλινο κουτί.
-Ξέρεις… Μαρία…
-Ναι ξέρω Κική. Μα να ξέρετε κι εσείς πως το κορόιδο πέθανε ενώ εσείς ακόμα ξερογλύφεστε πάνω από τον τάφο του.
Έφυγε από το σπίτι μου με όλα τα σε –ην και –ως. Τροχάδην και κακήν
κακώς. Έτσι καθάρισα και με τα εγκόσμια. Το νέο διαδόθηκε γρήγορα και το
σπίτι μου έγινε για όλους αυτούς άβατο. Ούτε από το πεζοδρόμιο δεν
τόλμησαν να περάσουν οι οφειλέτες.
Όσο για τα κιτάπια, αυτά τα μελέτησα ώρες ατελείωτες κάνοντας
αφαιροπροσθέσεις και πολλαπλασιασμοδιαιρέσεις. Κι αφού δεν μπόρεσα να
πάρω αποφάσεις οριστικές, τα κλείδωσα αμετάκλητα στη μέσα μεριά της
σοφίτας. Εκεί, πίσω από το μπαούλο με τις φωτογραφίες μιας γυναίκας ετών
50, με τεράστια γαλαζοπράσινα μάτια. Κάτι για να μου θυμίζει από την
περασμένη μου ζωή.
.
Η Μαρία Μυλωνάκη γεννήθηκε το 1980 στο Ηράκλειο
Κρήτης, όπου και ζει, μαζί με το αστέρι της. Γράφει, διαβάζει, βλέπει
ταινίες, τραβάει φωτογραφίες, μυρίζει, ακούει, κοιτά, σωπαίνει. Κι
εξακολουθεί, λες και της εκμυστηρεύτηκε κανένας θεός πως το παιχνίδι δεν
τελειώνει ποτέ.
[ ιστολόγιο ] [ facebook ]
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω