Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2015

...θεϊκός Κοῦρος τοῦ Σουνίου...

 

Έτσι σώθηκαν οι θησαυροί από τους αρχαιοκάπηλους ναζί.

Σὰν σήμερα τὸ 1940, ἡ Διεύθυνση Ἀρχαιολογίας, ἐξέδωσε γενικὲς τεχνικὲς ὁδηγίες γιὰ τὴν προστασία τῶν ἀρχαίων τῶν Μουσείων ἀπό ἐναέριους κινδύνους, συνοδευόμενες ἀπό δύο σχέδια, τὸ πρῶτο γιὰ τὴν κατασκευὴ ὀρυγμάτων καὶ τὸ δεύτερο γιὰ τὴν προστασία τῶν ἀγαλμάτων.

Ἡ κατάχωση τῶν τελευταίων καὶ ἄλλων λίθινων ἀντικειμένων προτεινόταν ὡς ὁ καταλληλότερος τρόπος ἐξασφαλίσεώς τους. Γιὰ τοὺς ἀνώνυμους ἥρωες τῶν μετόπισθεν, ἄρχισε ἕνας ἀγῶνας μὲ τὸν χρόνο, ἔτσι ὥστε νὰ πραγματοποιήσουν ἐγκαίρως τὴν διαφύλαξη τῶν ἀρχαιολογικῶν θησαυρῶν μας.

(Εικόνα: Ὁ ὑπέροχος, θεϊκός Κοῦρος τοῦ Σουνίου, καθὼς τὸν κατεβάζουν οἱ ἐργατοτεχνῖτες τοῦ Μουσείου στὴν ἀγκαλιὰ τῆς ἑλληνικῆς γῆς, γιὰ νὰ τὸν προστατεύσῃ.)

[Κείμενο: Τα μέτρα που λήφθηκαν για την προστασία των αρχαιοτήτων μας επί Κατοχής (http://ellinoistorin.gr/?p=22316)]

[Ἑλληνικό Ἡμερολόγιο http://ellinoistorin.gr/]

Ο Προστάτης του Μεγάλου Κάστρου!

http://www.cretalive.gr/history/view/h-kathe-psuchh-htan-ki-auth-ena-frourio-aiwnia-poliorkoumeno-ki-eiche-kapet/285529

"Η κάθε ψυχή ήταν κι αυτή ένα φρούριο, αιώνια πολιορκούμενο κι είχε καπετάνιο ένα Άγιο..."


Άγιος Μηνάς …Ο Προστάτης του Μεγάλου Κάστρου!
Tης Ελένης Μπετεινάκη*
Κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, μια μεγάλη, λαμπρή γιορτή για το Μεγάλο μας Κάστρο. Μια γιορτή  για τον Καβαλάρη Άγιο Μηνά με την άσπρη γενειάδα που πάντα είναι εκεί, στα καλά, στα άσχημα, στα δύσκολα. Μια εκκλησία από τις πιο επιβλητικές. Κτισμένη σε εκείνο τον κήπο του Αγά… πλημυρισμένη και τούτη από μύθους και ιστορίες. Και δίπλα η μικρή ταπεινή εκκλησία που γνώρισε αίμα, πόνο, θαύματα για αιώνες!
Άγιος Μηνάς …Ο Προστάτης μας …. Aν μπεις μέσα και κοιτάξεις ψηλά από το λίγο φως που μπαίνει από τους φεγγίτες θαρρείς  πως  νοιώθεις  μέσα σου εκείνη τη μυστική σχέση που χεις με το Θεό, την συνάντηση μαζί  Του, μέσα από μια αχτίδα φωτός που  διαχέεται παντού και  φτάνει κι ακουμπάει την ψυχή σου. Μπροστά μπροστά  η πιο λαμπρή Του εικόνα, κι απ΄έξω στην μεγάλη αυλή, όπως κοιτάς από την αριστερή  πλευρά, βλέπεις το μικρό εκκλησάκι και αυτό αφιερωμένο στη χάρη Του. Κι εμείς οι ταπεινοί, φθαρτοί θνητοί γεμάτοι θύμησες και δέος. Δύο εκκλησίες, θεόρατες στα μάτια μου, περήφανη που ζω κι εγώ στο Μεγάλο μας Κάστρο, που περπατώ αυτόν τον δρόμο που κάποτε Καβαλάρης Εκείνος έσωζε τους Χριστιανούς από βέβαιο θάνατο…

«… ‘Αγιε Μηνά μου, καλησπερούδια σου! …Σήκωσε μ΄ ευλάβεια τα μάτια, είδε, από την άκρα του δρόμου φάνηκε μέσα στο σκοτάδι να φεγγοβολάει, καβάλα στο χρυσοχάμουρο ντορή του με το κόκκινο κοντάρι ακουμπισμένο στον ώμο, με τα ψαρά του κοντόσγουρα  γένια, με την ασημένια διχτάτη  αρμάτα του, ο λεβεντόγερος προστάτης του Μεγάλου Κάστρου, ο Αι-Μηνάς. Έκανε κι απόψε τη βόλτα του. Κάθε μεσάνυχτα, την ώρα που ΄ναι χαμένη στον ύπνο η πολιτεία, ο Αι-Μηνάς κατεβαίνει αθόρυβα από το κόνισμά του, παίρνει σβάρνα τα μουράγια, διαβαίνει στις ρωμέικες γειτονιές, αν έχουν ξεχάσει καμίαν πόρτα ανοιχτή, τη σφαλνάει, αν κανείς χριστιανός είναι άρρωστος κι είναι φωτισμένο το παραθύρι του, στέκεται και παρακαλάει το Θεό να τον γιάνει. Μάτι ανθρώπου δεν έχει τη δύναμη να τον δει, μονάχα τα σκυλιά κουνούν τις ουρές τους, κι από τους ανθρώπους δύο μονάχα σε ολάκερη την πολιτεία: Ο Μπαρμπαγιάννης ετούτος κι η Εφεντίνα Καβαλίνα, ο παρακούζουλος  χότζας. Κι άμα τελέψει τη βόλτα του, χαράματα πια, γυρίζει πάλι στο κόνισμά του, και κανένας δε θα καταλάβαινε τι μυστήρια γίνουνται την πάσα νύχτα, αν δεν έβρισκε ο καντηλανάφτης ο Μούρτζουφλος, το πρωί που πάει να συγυρίσει την εκκλησιά, το άλογο του Αι-Μηνά ιδρωμένο…»
(Καπετάν Μιχάλης, Νίκος Καζαντζάκης)

Μέρα γιορτής η 11η του Νοέμβρη κάθε χρόνο! Είναι  η γιορτή του Αγίου που από τα πολύ παλιά χρόνια τιμάται με ιδιαίτερη λαμπρότητα. Κάνοντας μια αναδρομή στο χρόνο θα δούμε πως εξελίχθηκε η ιστορία και των δύο εκκλησιών που φέρουν το όνομά  του από τα χρόνια των Ενετών ως τις μέρες μας.

παλιά είναι η εκκλησία του Αγίου Μηνά, η μικρή,  είναι γεγονός που παραμένει άγνωστο. Στους καταλόγους των εκκλησιών από τον G.Gerola  και του χειρόγραφου καταλόγου του Ιερέα Κομητά, που ήταν Έλληνας, καθώς και από τοπογραφικούς  χάρτες του έτους 1667 αναφέρεται πως το κτίσμα υπήρχε και την περίοδο της Ενετοκρατίας. Δύσκολο να βρει κανείς στοιχεία και  μόνο μια φαγεντιανή πλάκα με έγχρωμη διακόσμηση που βρισκόταν εξωτερικά του ναού μαρτυρούσε  το γεγονός και την χρονολογία ύπαρξης του. Στους καταλόγους των Ενετών βέβαια φέρει το όνομα S.Maria dicte Pandanasso, δηλαδή εκκλησία της Παναγιάς της Παντάνασσας με χρονολογία 1548. Το ένα κλίτος ήταν αφιερωμένο στην Παναγία και μάλιστα η πεποίθηση από τις λιγοστές πληροφορίες που διασώζονται είναι  πως ο ναός υπήρχε και πριν το 1548. Τα τελευταία έτη της Ενετικής κυριαρχίας αναφέρεται και το όνομα Agios Minas idest S.Menas . Πιστεύεται πως ήταν δίκλιτος ναός  αφιερωμένος στους δύο παραπάνω αγίους .Ωστόσο υπάρχει και η εκδοχή-ιστορία του  Άγιου Μαρτίνου που λατρευόταν στην ίδια εκκλησία, και   που τα σωζώμενα αρχεία  θέλουν να τον γιορτάζουν στον Χάνδακα από τότε που οι Ενετοί κατέκτησαν το νησί δηλαδή από τον 13ο αιώνα. Ο Σαν Μαρτί όπως τον αποκαλούσαν « μοιάζει » με τον Αι Γιώργη τον Μεθυστή γιατί  την ημέρα της γιορτής του από τον Μεσαίωνα ακόμα οι Δυτικοί άνοιγαν τα βαρέλια τους και δοκίμαζαν το νέο κρασί . Γλέντια πολλά γίνονταν τότε, τραγούδια, πανηγύρια και ξεφαντώματα  γέμιζαν την πόλη. Λένε πως από τον 14ο αιώνα η γιορτή είχε αφομοιωθεί πλήρως από τους κατοίκους όλης της Κρήτης και από τους επόμενους αιώνες καθιερώθηκε επίσημα την 11η Νοεμβρίου.
Η σχέση των δύο αυτών Αγίων της Εκκλησίας, καθολικού και Ορθόδοξου  έχει να κάνει με την γνωστή  κατά την περίοδο της ενετοκρατίας  συντεχνία των Βαρελάδων του Χάνδακα.
Γράφει η Ιστορικός Αγγελική Πανοπούλου σε μια έρευνά της  :
«…Στα 1617 οι βαρελοποιοί του Χάνδακα καταφέρνουν να αποκτήσουν στέγη , μιας και συνηθιζόταν όλες οι συντεχνίες εκείνη την περίοδο να έχουν την δική τους ιδιόκτητη εκκλησία προκειμένου να συγκεντρώνονται τα μέλη τους. Παραχωρείται λοιπόν σε αυτούς η εκκλησία της Παναγίας της Παντάνασσας, η οποία ανήκε στα αδέλφια Γιώργη, Νικολό και Μανέα  Μουζουράκη με τον όριο να κρατήσουν το κτητορικό  δικαίωμα καθώς και το δικαίωμα εκλογής εφημέριου της εκκλησίας.
Δείτε πως συνδέεται τώρα αυτή η λεπτομέρεια με τον Άγιο Μηνά. Ο δίκλιτος ναός που στεγάστηκε η συντεχνία ήταν ο σημερινός  Μικρός Άγιος Μηνάς.  Αυτό που σώζεται από τότε είναι  μόνο μια  διακοσμητική επιγραφή και το τόξο ενός παραθύρου, η ίδια ξανακτίστηκε. Οι υποχρεώσεις της συντεχνίας ήταν την πρώτη Κυριακή κάθε μήνα να τελούν μια λειτουργιά και να ανάβουν μια λαμπάδα στον τάφο της οικογένειας Μουζουράκη καθώς και την ημέρα της γιορτής του Αγίου Μηνά να στέλνουν μια λαμπάδα στα σπίτια των ιδιοκτητών.

Η Αγγελική Πανοπούλου συμπληρώνει: « Η απόκτηση της εκκλησίας – έδρας αφιερωμένης σε ένα ορθόδοξο άγιο σηματοδότησε μια σημαντική αλλαγή στην ιστορία της συντεχνίας των βαρελάδων του Χάνδακα. Σταδιακά από την χρονιά αυτή και ύστερα, στο μεγαλύτερο μέρος των πηγών ως προστάτης – άγιος συντεχνίας αναφέρεται ο Άγιος Μηνάς και όχι ο Άγιος Μαρτίνος. Ο Ορθόδοξος άγιος καβαλάρης επικράτησε τελικά του καθολικού. Η εύκολη επικράτησή του είχε σχέση με το επάγγελμα των βαρελοποιών το οποίο ασκούσαν Κρητικοί και όχι Βενετοί.»
Είναι επίσης γνωστό πως λείψανα του Αγίου Μαρτίνου φυλάσσονταν στο μητροπολιτικό ναό του Αγίου Τίτου στον Χάνδακα από το 1446 και σαν αργία η 11η Νοεμβρίου ορίστηκε από το 1519 για όλους τους υπαλλήλους και τεχνίτες.
«…Το Μεγάλο Κάστρο δεν ήταν παρά ένα μπουλούκι σπίτια, μαγαζιά και στενοσόκακα, στριμωγμένα σ' ένα ακρογιάλι της Κρήτης, μπροστά από ένα ακατάπαυστα αγριεμένο πέλαγο κι οι ψυχές που το κατοικούσαν δεν ήταν ακέφαλο ή πολυκέφαλο ρέμπελο τσούρμο από άντρες και γυναικόπαιδα που σπατάλευαν όλο τους τον αγώνα στις καθημερινές έγνοιες του ψωμιού, του παιδιού, της γυναίκας. Άγραφτη, αυστηρή τάξη τους κυβερνούσε, κανένας δε σήκωνε αντάρτικο κεφάλι στο σκληρό απάνω του νόμο. Κάποιος πάνω από το κεφάλι του έδινε προσταγές. Ολάκερη η πολιτεία ήταν ένα φρούριο, η κάθε ψυχή ήταν κι αυτή ένα φρούριο αιώνια πολιορκούμενο κι είχε καπετάνιο ένα Άγιο, τον Άγιο Μηνά, τον προστάτη του Μεγάλου Κάστρου...".Αναφορά στο Γκρέκο, Ν. Καζαντζάκης
Κι ερχόμαστε στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Όπως ήδη γνωρίζουμε μετά  το 1669, ο Χάνδακας  περνάει στα χέρια των Τούρκων και ο Φεζίλ Αχμέτ Κιοπρουλής Πασάς μπαίνει σε μια έρημη πόλη που το χριστιανικό στοιχείο έχει σκορπίσει. Όσοι ναοί δεν έχουν ερειπωθεί ή καταστραφεί γίνονται τζαμιά και ο χριστιανικός κόσμος που θα αρχίσει στα επόμενα χρόνια να επανέρχεται, θα έχει σαν μόνο ναό του για τα θρησκευτικά του καθήκοντα τον Άγιο Ματθαίο και θα παραμένει έτσι τα πρώτα 65 χρόνια μετά την άλωση του Χάνδακα από τους Τούρκους. Λένε πως τον μικρό Άγιο Μηνά, το κτίσμα που υπήρχε τότε το μετέτρεψαν σε στάβλο. Ακολούθησαν πλήθος γεγονότων ωσότου η εκκλησία μπορέσει ξανά να « λειτουργήσει » σαν χριστιανικό ναός.  Πέρασε καιρός και μητροπολίτης τοποθετείται ο Γεράσιμος Λετίτζης από το χωριό Βενεράτο στα 1725. Ένα φιρμάνι έρχεται από την Κωνσταντινούπολη να κτίσει μια εκκλησιά. Και ως εκ θαύματος θα λέγαμε,οι Τούρκικες αρχές του επιτρέπουν να επισκευάσει την παλιά εκκλησία του αγίου Μηνά και με αρκετά εμπόδια, παρεμβάσεις και απειλές να καταφέρει, να γίνουν τα εγκαίνια του νέου Αγίου Μηνά και της Υπαπαντής  στις 10 Νοεμβρίου 1735.Από εκείνη την ημέρα μάλιστα ο Άγιος Μηνάς γίνεται πολιούχος της πόλης. 
Χαρακτηριστική είναι η μετάφραση του Φιρμανιού που στάλθηκε στον Ναϊλή Αβτουλλάχ Πασά και λέει : «…θέλει γίνει γνωστόν υμίν άμα τη αφίξει της παρούσης Υψηλής Αυτοκρατορικής Μου διαταγής, ότι ο έν τη νήσω Κρήτη Μητροπολίτης Γεράσιμος, υπέβαλεν εις τους πόδας του Υψηλού και πανένδοξου Αυτοκρατορικού Μου θρόνου αναφοράν, δι ης αναφέρει ότι εν τη συνοικία Κεχτουδά Βέη της πόλεως Ηρακλείου κείται οικία Βακουφική ήτις περιήλθεν είς αυτόν εκ του πατρός του από της εποχής της αλώσεως, εγκαταλειφθήσα τότε κατά την κατάλειψιν του φρουρίου ως εκκλησία…ως εγνώσθη και εξηκριβώθη καταλλήλως, η ειρημένη εκκλησία υπήρξεν εκ παλαι οίκος προσευχής και εκτελέσεως των ιεροτελεστιών των Χριστιανών… ».Αμέσως μετά την έλευση των εγκαινίων ο Μητροπολίτης Γεράσιμος έγινε στόχος αποτρόπαιων πράξεων των Τούρκων. Λέγεται πως δεκατέσσερις μέρες είχαν μόνο περάσει και τα ξημερώματα της 25ης Νοεμβρίου, ημέρα Τρίτη δέχτηκε επίθεση από όχλο Τούρκων, οι οποίοι έριξαν  πέντε πυροβολισμούς  και άγρια κτυπήματα "καδρέτων" στην Πύλη της Μητρόπολης την οποία άφησαν διάτρητη. Ο Μητροπολίτης μη έχοντας άλλον τρόπο να πολεμήσει τους άγριους Τούρκους άρχισε μαζί με τους κληρικούς που βρίσκονταν κοντά του δεήσεις στον Άγιο  και την ώρα της μεγάλης επίθεσης στην πόρτα ακούστηκε μια φωνή: «Τώρα θα μας πιάσουν». Οι Τούρκοι νομίζοντας ότι εκδιώκονταν από χιλιάδες χριστιανούς τράπηκαν σε φυγή και από τότε με εντολή του Πασά κανένας πια δεν επιτρεπόταν να προβεί σε οποιαδήποτε βάρβαρη πράξη κατά των Χριστιανών γιατί θα είχε βαρύτατη τιμωρία. Όσους μεθόδους κι αν χρησιμοποίησαν , όσες ύβρεις και αν εξαπέλυσαν το μόνο που κατάφεραν ήταν κατόπιν εξέτασης αιτημάτων των πιο φανατικών Οθωμανών, να βγει αυστηρότατη διαταγή που πλέον έδινε ποινή θανάτου και δήμευση περιουσίας σε όποιον εξέφραζε παράπονα για την εκκλησία του αγίου Μηνά και τη γειτνίασή της με το Μουσουλμανικό Τέμενος.

Είναι γνωστή επίσης η ιστορία με την μεγάλη σφαγή των Χριστιανών επισκόπων στον περίβολο του αγίου Μηνά στις 24 Ιουνίου του 1821, καθώς και εκείνη που συνέβη και θεωρείται ένα από τα θαύματα του Αγίου στις 18 του Απρίλη του 1826. Νύχτα της Αναστάσεως και η εκκλησία περιτριγυρίζεται από Βασιβουζούκους Τούρκους και στρατιώτες. Οι άοπλοι χριστιανοί δεν μπορούν να αντιδράσουν και τότε παρουσιάζεται ένας λευκογένης ηλικιωμένος αξιωματικός καβάλα σε ένα άλογο με ένα σπαθί στο χέρι του. Έμοιαζε πολύ στον αρχηγό των Τούρκων τον Αγιάν Αγά. Τον βλέπουν να ορμά κατά των Τούρκων και η οπισθοχώρηση αρχινά. Όταν διαλύθηκαν όλοι και εξακρίβωσαν πως ο Αγάς κοιμόταν αμέριμνος εκείνη την ώρα της επίθεσης στο κονάκι του κατάλαβαν την θαυματουργή επέμβαση του Αγίου και από τότε άρχισαν και σέβονται περισσότερο τη χάρη Του. Μάλιστα λέγεται πως το συμβάν αυτό είδε η Τούρκικη οικογένεια Τσαλικάκη και από τότε έστελναν στην γιορτή του κάθε χρόνο ένα ασκί λάδι και αποκαλούσαν τον Άγιο Μηνά «ο καλός μας γείτονας».
Κι η ιστορία συνεχίζεται στα χρόνια της Τουρκοκρατίας με τον διακαή πόθο όλων των Χριστιανών του Μεγάλου Κάστρου για μια εκκλησιά μεγάλη που η φήμη και ο όγκος της να φτάσει σε όλον τον τότε γνωστό κόσμο. Ήδη από τον μεγάλο σεισμό του 1856 η μικρή εκκλησία είχε υποστεί σοβαρές ζημιές. Και τότε την επιθυμία όλων και το όραμα των Χριστιανών του Μεγάλου Κάστρου έκανε πραγματικότητα ο Μητροπολίτης Κρήτης Διόνυσος Χαριτωνίδης από την Αδριανούπολη. Σε συνέλευση των μελών της Δημογεροντίας Ηρακλείου και άλλων φορέων και έξοχων προσώπων της εποχής,   ανήγγειλε επίσημα την πρόθεση ανέγερσης νέου ναού .Ήταν  στις 11 Νοεμβρίου 1861.  Ο επιβλητικός ναός του Αγίου Μηνά, ένας από τους μεγαλύτερους στην Ελλάδα, θεμελιώθηκε στις 25 Μαρτίου 1862 με εργασίες που προχώρησαν με γοργούς ρυθμούς και με την συνεισφορά χρηματικών ποσών και εθελοντικής εργασίας. Δόθηκαν αρκετά μεγάλα ποσά, χρυσά κοσμήματα, ενδύματα, ρούχα, δωρεές αστικών ακινήτων, ακόμα και σφάγια μικρά και μεγάλα, προκειμένου να «κληρωθούν» ή να πουληθούν για εύρεση χρηματικών πόρων. Μα λίστα πρωτοφανής ήταν η προσφορά από  τον Σουλτάνο Αβδούλ Αζίζ Χαν που ήθελε να δείξει τα φιλανθρωπικά του αισθήματα στους Ευρωπαίους και το ύψος του της δωρεάς του έφτασε τα 40.000 γρόσια. Και ο Σαϊτ Πασάς της Αιγύπτου, χώρας καταγωγής του Αγίου , 24.700 γρόσια.
Η θέση στην οποία χτίστηκε, λέγεται ότι υποδείχθηκε από έναν καλόγερο, νεωκόρου και φύλακα της μικρής εκκλησίας, που έμενε εκεί κοντά. Ο θρύλος λέει πως ο άγιος παρουσιάστηκε στον ύπνο του και του υπέδειξε την εξαγορά ενός  ωραιότατου κήπου ενός Τούρκου. Ο καλόγηρος βρήκε τους Δημογέροντες και προεστούς άρχοντες της πόλης και τους διηγήθηκε το όραμά του κι εκείνοι μετέβησαν αμέσως στον κάτοχο του κήπου ο οποίος αρνήθηκε την πώληση. Το επόμενο βράδυ εμφανίστηκε και πάλι ο Άγιος Μηνάς στον καλόγηρο και του είπε πως θα έπρεπε να αγοραστεί ο κήπος με κάθε τίμημα. Ο Οθωμανός αρνήθηκε και πάλιν την πώληση και με τρόπο ειρωνικό τους είπε πως θα δεχόταν να δώσει τον κήπο του μόνο αν ο μεγάλος φοίνικας που είχε στη μέση του εκριζωνόταν και έπεφτε μόνος του στη γη χωρίς να πάθουν τίποτα τα άλλα δέντρα. Την επόμενη μέρα ενώ ακόμα κοιμόταν  αισθάνθηκε μιαν ισχυρή σεισμική δόνηση και την ίδια στιγμή είδε σαν σε όραμα τον ίδιο τον Άγιο Μηνά να του λέει να παραχωρήσει τον κήπο αν δεν θέλει να  στεναχωρηθεί από την απώλεια του γιού του που αιφνιδίως είχε αρρωστήσει εκείνο το πρωινό. Κάνοντας την πρωινή του βόλτα στον κήπο του βλέπει εκριζωμένο τον φοίνικα αρκετά μέτρα μακριά από το σημείο όπου ήταν η θέση του και θυμήθηκε  το βίαιο θρόισμα του ανέμου που συνόδευε τη σεισμική δόνηση που είχε νοιώσει το πρωί,  και τότε πείστηκε πως αυτό ήταν ένα θαύμα. Αμέσως, πούλησε στους Χριστιανούς την περιουσία του και  σε πολύ μικρότερο ποσό από αυτό που του είχε προσφερθεί  στην τελευταία τους συνάντηση.
Αρχιτέκτονας του ναού ήταν ο ηπειρώτης Αθανάσιος Μούσης, ο οποίος είχε αναλάβει επίσης τον Άγιο Τίτο και τους στρατώνες στην Πλατεία Ελευθερίας, το κτίριο που στεγάζει σήμερα την Περιφέρεια Κρήτης και τα Δικαστήρια.
Η ανοικοδόμησή του ναού σταμάτησε στη διάρκεια της επανάστασης του 1866 και συνεχίστηκε το 1883. Η προσπάθεια για την ανέγερσης του, σε τόσο δύσκολους καιρούς, υποστηρίχτηκε από όλους τους Καστρινούς με ενθουσιασμό.
Αναφέρεται στην εφημερίδα "Ηράκλειο" της εποχής εκείνης, ότι στο λιμάνι του Ηρακλείου έφτασε κάποτε ιστιοφόρο που μετέφερε οικοδομικά υλικά για το κτίσιμο του ναού. Ωστόσο η επιτροπή που είχε αναλάβει την ανέγερσή του, δεν είχε τα χρήματα για να πληρώσει εργάτες να μεταφέρουν τα υλικά από το καράβι στον τόπο της οικοδομής. Το γεγονός αυτό πληροφορήθηκαν οι μαθητές της πόλης, που με ενθουσιασμό προσφέρθηκαν να ξεφορτώσουν το καράβι και να μεταφέρουν τα υλικά. Στήθηκε έτσι μια ανθρώπινη αλυσίδα από το λιμάνι μέχρι τον Άγιο Μηνά, μεταφέροντας όλα τα υλικά με τα χέρια ή με την ράχη τους με τραγούδια και πολύ χαρά. Κι οι ιστορίες για το χτίσιμο του Μητροπολιτικού ναού συνεχίζονται κι είναι  πολλές,  δείχνοντας την διάθεση των Χριστιανών να βοηθήσουν στην ανοικοδόμηση μεταφέροντας με τετράτροχα αμάξια, μεγάλους ογκόλιθους από  το λατομείο που είχε στηθεί στον Ξηροπόταμο , μάρμαρα από το λιμάνι στους ώμους ή τα χέρια τους και με την εμψύχωση του Μπάρμπα Γιάννη Τζουαννάκη ή Τζαννετάκη, ο οποίος κρατώντας  ένα ξύλινο σπαθί και ένα σταυρό εμψύχωνε όλο τον κόσμο που βοηθούσε.  Η ιστορία, γράφει πάλι, ένα μικρό επεισόδιο με τον Μπάρμπα Γιάννη και τον Πασά  που ήθελε να παρουσιαστεί μπροστά του με το ξίφος του και στη διάρκεια της παρατήρησης αυτού, έσπασε, και εκείνος του δώρισε ένα αληθινό και με το φιρμάνι να μπορεί να  το φέρει μαζί του στις επίσημες εορτές των Φώτων και του Πάσχα.
Τα εγκαίνια του ναού έγιναν με μεγαλοπρέπεια στις 16 Απριλίου 1895.Ήταν Κυριακή των Μυροφόρων και  επί μητροπολίτη Τιμόθεου Καστρινογιαννάκη. Αν και η Κρήτη βρίσκονταν ακόμα υπό τουρκική κατοχή, οι γιορτές για τα εγκαίνια του Αγίου Μηνά κράτησαν 3 μέρες και ολόκληρη η πόλη  είχε γίνει αγνώριστη από τους στολισμούς και τον λαμπρό φωτισμό. Στην  εφημερίδα « Ηράκλειο » περιγράφεται όλη η ατμόσφαιρα της μεγάλης αυτής ημέρας « …Οι οφθαλμοί πάντων εκπληρούντο δακρύων χαράς…». Όλοι ήσαν παρόντες στην τελετή, Χριστιανοί και Τούρκοι, Άρχοντες, δημογέροντες, Πασάδες και ανώτατοι στρατιωτικοί.  Όλα είχαν ένα πανηγυρικό χαρακτήρα που περιγράφεται περίτρανα στις εφημερίδες.
"Σπίτια, σοκάκια και τσαρσά τώρα μορφίσαν όλα,
τώρα που ξετελεύτηκε Αη Μηνάς στη χώρα.
Σαββάτ' αργά και Κυριακή η νύχτα ήτο μέρα
απού τα φώτα που 'φτανε και ρίκταν στον αέρα.
Λάμπες, φανάρια και κεριά, χρωματιστά κανδήλια
όλη η χώρα ήφεγγε σαν να 'τον μέρα ίδια"

« …Και ήτο το όντι λίαν μαγευτική η θέα της εορτάζουσας  πόλεως, ιδίως κατά την μεταξύ του Σαββάτου και της Κυριακής και την μεταξύ της Κυριακής και Δευτέρας νύχτα, καθώς ήσαν πλουσίως φωταγωγημέναι αι αψίδες και αι προσόψεις των οικιών και των καταστημάτων δια κανδηλίων και κηρίων και ενετικών φανών……
Η εκ δαφνών και μυρτιών διακόσμησις και η ανάρτησις διαφόρων εικόνων εις τας κεντρικοτέρας οδούς, εις τα επισημότερα καταστήματα και εις τα περίοπτα μέρη, ένθα εκυμάτιζον σημαίαι και κοσμητικαί ταινίαι και ήσαν τοποθετημέναι επιγραφαί πλαισιούμεναι υπό χρωματιστών πλαισίων και ποικίλων διακόσμων, διήγειρον την περιέργειαν…Στη συνοικία «Δερμιτζίδικα», πάνω σε μια αψίδα, που έιχε στηθεί εδώ, ήταν αναρτημένη επιγραφή μέσα στο πλαίσιο, που με χρυσά γράμματα έγραφε «Ζήτω  ο Κρήτης Τιμόθεος- Ζήτω οι κτήτορες του ναού του Αγίου Μηνά». Παρόμοια επιγραφή είχε αναρτηθεί επίσης σε μια από τις αψίδες που βρισκόταν στην αγορά « Μεϊντάνι», μπροστά από το κατάστημα του Γ. Κανετάκη…»    (Εφημερίδα Ηράκλειον)
Και οι περιγραφές της πόλης συνεχίζονται σε μεγάλα αφιερώματα  και λένε πως αφού τελείωσαν όλες οι διαδικασίες και οι επίσημοι επέστρεψαν στις έδρες τους , ο απλός λαός συνέχισε να πανηγυρίζει και να χορεύει σε πλατείες και δρόμους με τους ήχους της κρητικής λύρας.
Κι ο καιρός πέρασε, μεγάλα γεγονότα σημάδεψαν πάλι το νησί της Κρήτης ,μα ο Άγιος πάντα ήταν εκεί , βαθιά ριζωμένος στην πίστη και την  ψυχή του κόσμου. Στον 20ο αιώνα πια ο Άγιος συνέχισε να κάνει τα θαύματα του.Με καταγεγραμμένο εκείνο το φοβερό πρωινό του βομβαρδισμού της πόλης μας στις 23 Μαΐου του 1941.Είμαστε στις μέρες της περίφημης Μάχης της Κρήτης και η βόμβα που πέφτει  κοντά στον ναό δεν εξεράγει ποτέ…
Κι ύστερα θυμήθηκα άλλη μια ιστορία που λίγοι γνωρίζουν και  που έχει να κάνει με το όνομα Μηνάς, που στην πόλη που τον έχει προστάτη και πολιούχο ήταν  σπάνιο. Τον καιρό του τούρκικου ζυγού ήταν συνηθισμένο να αφήνουν τα νόθα παιδιά στα σκαλιά της εκκλησίας του Αγίου που τα φρόντιζαν οι άνθρωποι πού ήσαν εκεί και στα αγόρια έδιναν το όνομα Μηνάς. Έτσι για πολλά χρόνια, το όνομα αυτό, δήλωνε ότι αυτός που το έφερε ήταν νόθος, οπότε όλοι απέφευγαν να ονοματίσουν έτσι το παιδί τους…
Κι όλα αυτά τα θυμήθηκα ξανά σήμερα. Ένα κερί στη μικρή κι ένα στη μεγάλη εκκλησιά του Αγίου Μήνα. Αυτή είναι η δική μας προσφορά στη Χάρη Του. Κι ήρθα ξανά και κάθισα στο πεζούλι έξω, ώρα πολύ κι ήρθαν στο μυαλό μου όλα τα παραπάνω  και  με όλες αυτές τις θύμησες δεν κατάλαβα πόσο είχε περάσει η ώρα… Νύχτωνε και τα  φώτα της πλατείας άναψαν. Ένα σωρό παιδιά έπαιζαν κι έτρεχαν εδώ κι εκεί ανάμεσα στα περιστέρια που κυνηγούσαν να τα πιάσουν. Κι άλλα τα τάιζαν κι εκείνα μαζεύονταν μέσα σε ένα λεπτό, εκατοντάδες, δίνοντας μάχη για να αποκτήσουν ένα τόσο δα σπυρί. Το ρολόι κτύπησε επτά φορές…
Πήρα το ποδήλατο μου κι άρχισα να απομακρύνομαι… Κοντοστάθηκα για μια ακόμα φορά,  γύρισα και κοίταξα  την …μεγαλοπρέπεια του Ναού. Δεν ξέρω αν Του ταιριάζει στη ζωή και στο σέβας που του ΄χουμε όλοι αυτού του Αγίου, όμως είναι αλήθεια πως συχνά τον επικαλούμαστε στα δύσκολα. Κι εκείνος μοιάζει να είναι πάντα εκεί …Σαν να περπατά κάθε βράδυ στα τωρινά δρομάκια του Μεγαλόκαστρου, να σφαλίξει τις πόρτες, να μανταλώσει τις ψυχές να μην σκιάζονται κι ας μην έχει πια Ενετούς ή Τούρκους τούτη η πολιτεία. Έχει άλλους εχθρούς, άλλους θορύβους, άλλες εποχές, άλλες οι έννοιες μας…
Καλή σου Νύχτα Άγιε Μηνά μου…και Χρόνια μας  πολλά!

Πηγές :
-Απ όσα θυμούμαι το Παλιό Κάστρο , Μανόλης Δερμιτζάκης,εκδ. Δοκιμάκης
*Ο καπετάν Μιχάλης,Ν. Καζαντζάκη,εκδ. Ελένης Καζαντζάκη, 1974
-Αναφορά στον Γκρέκο, Νίκου Καζαντζάκη.
-Γεώργιος Συλαμιανάκης, "Άγιος Μηνάς" ,1939
Εφημερίδα Καθημερινή
Αγγελική Πανοπούλου, Ανακοίνωση στο ΙΓ΄Συμπόσιο Ιστορίας και Τέχνης : Η αντίληψη του Χρόνου
Η καθημερινή ζωή, Η. Μαλτέζου
Οι επαγγελματίες του Χάνδακα ,Χ. Γάσπαρης, 1989
Εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ
Αρχεία Βικελαίας βιβλιοθήκης Ηρακλείου
Αρχεία Μηνά Γεωργιάδη
Εφημερίδα Ηράκλειον, 20 Απριλίου 1895.
Cretalive.gr
http://zhtunteanagnostes.blogspot.gr/

Ο καπετάν Μηνάς


http://www.candianews.gr/2015/11/10/o-kapetan-minas-tou-megalou-kastrou-prostatis-apo-tous-tourkous-i-istories-gia-ton-polioucho-stin-paradosi-ke-ton-kazantzaki/

Ο καπετάν Μηνάς του Μεγάλου Κάστρου, προστάτης από τους Τούρκους- Οι ιστορίες για τον πολιούχο στην παράδοση και τον Καζαντζάκη

Αγιος Μηνάς
Ο Νίκος Καζαντζάκης, ως φανατικός Κρητικός και Καστρινός, διατήρησε με τη γραφή του τη φήμη του Αγίου Μηνά ως προστάτη της πόλης του Ηρακλείου. Ως καβαλάρη Αγίου, που συχνά εμφανιζόταν ως από μηχανής θεός και έσωζε τους χριστιανούς από τη μανία του Τούρκου κατακτητή. 
Οι χριστιανοί θεωρούσαν τον Άγιο Μηνά προστάτη τους από το Πάσχα του 1826, όταν τότε προσπάθησαν οι Τούρκοι να αποκλείσουν τους πιστούς που βρίσκονταν στον μικρό Ναό του Αγίου Μηνά, προγενέστερο του σημερινού, που είχε κτισθεί τον 18ο αιώνα. Η παράδοση λέει ότι τότε ξαφνικά εμφανίστηκε ένας καβαλάρης, γενειοφόρος, κραδαίνοντας ένα σπαθί και μ' αυτό προστάτευσε τους χριστιανούς. Οι Τούρκους νόμιζαν πως ήταν κάποιος δικός τους αξιωματικός και τους κάλεσε να σταματήσουν. Την ιστορία έχει περιγράψει ο Στέφανος Νικολαΐδης, που ήταν 9 ετών εκείνο το Πάσχα. 

"Οι Τούρκοι τότε, επειδή ακούγανε τις επιτυχίες των επαναστατημένων Ελλήνων από παντού, ξεσπούσανε εκεί εναντίον των Ελλήνων και προβαίνανε σε σφαγές και λεηλασίες. Η ζωή των Ραγιάδων κρεμότανε στο καπρίτσιο ή στα κακούργα ένστικτα του κάθε Τούρκου.
Την ημέρα του Πάσχα στις 18 Απριλίου 1826 νομίσανε, πως ήταν η καταλληλότερη ευκαιρία να τους χτυπήσουν. Θα τους εύρισκαν όλους μαζεμένους να παρακολουθούν την Ακολουθία της Αναστάσεως μέσα στο Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Μηνά.
Ο Ναός του Αγίου Μηνά ήτανε τότε μικρότερος από τον σημερινό. Είχε κτιστεί κατά τον 18ο αιώνα. Σώζεται μάλιστα μέχρι σήμερα( μικρός ΄Αγιος Μηνάς ). Σ' αυτόν τον Ναό επιχείρησαν και άλλοτε σφαγή οι Τούρκοι :στις 24 Ιουνίουτου 1821.Τότε έσφαξαν έξι επισκόπους και πολλούς άλλους κληρικούς και λαϊκούς.
Και τώρα επιχείρησαν να σφάξουν όλους μαζεμένους τους Χριστιανούς. Ουδείς θα τους ξέφευγε, διότι τα φανατισμένα στίφη των Τούρκων, με σπαθιά και μαχαίρια και με κάθε είδους φονικών όπλων, είχαν περικυκλώσει το Ναό. Άλλες γραμμές είχαν σχηματισθεί σε όλες τις παρόδους και τις κατευθύνσεις. Για να παραπλανήσουν δήθεν τη προσοχή της ντόπιας διοίκησης, βάλανε φωτιές σε διάφορες απομακρυσμένες συνοικίες της πόλης. Το σχέδιο είχε καταστρωθεί και στη παραμικρή του λεπτομέρεια. Την ώρα που διάβαζε το ιερό Ευαγγέλιο ο Μητροπολίτης Καλλίνικος, ξαφνικά ακούστηκε η κλαγγή των όπλων. Τα μανιασμένα στίφη των βαζιβιζούκων πλησίασαν τις πόρτες. Ήταν έτοιμα ν΄αρχίσουν τη σφαγή των Χριστιανών, που ήσαν ανύποπτοι και απροετοίμαστοι.Κρίσιμη ώρα !
Μα ξαφνικά βλέπουν ένα αστραφτερό φως, γιομάτο από αίγλη, που πλημμύρισε την Εκκλησία, από την μια άκρη ως την άλλη. Ένας δε ασπρομάλλης γέρος αξιωματικός με σεβάσμια μορφή φάνηκε καβάλα στο άσπρο περήφανο άτι του, κραδαίνοντας το ξεγυμνωμένο σπαθί του. 
'Ηταν αγριεμένος και έμοιαζε καταπληκτικά με τον αρχηγό των εκεί Τούρκων, τον Αγιάν Αγά. Το άλογό του είχε χρυσοποίκιλτα χάμουρα και σέλλα στολισμένη με πολύτιμα πετράδια. Ήταν αγριεμένος και η ματιά του, όταν έπεφτε στους Χριστιανούς, ήταν γλυκειά και θεϊκή, όταν όμως ερρίχνετο στους βαρβάρους, που είχανε ζωσμένη την Εκκλησία, άλλαζε και πετούσε αστραπές, που προμηνούσαν όλεθρο σ΄αυτούς οι οποίοι δε σεβάστηκαν την άγια μέρα και τον ι ε ρ ό  Ν α ό ν  του. Οι Τούρκοι τότε, που ήταν έτοιμοι να εξαπολύσουν την αλύπητη σφαγή, κατατρομαγμένοι και πανικόβλητοι το έβαλαν στα πόδια και διελύθηκαν.
Πήγανε τότε και διαμαρτυρήθηκαν στο Διοικητή τους, διότι τους έστειλε το Αγιάν αγάν και τους διέλυσε, ώστε να μη φέρουν σε πέρας το έργο τους. Αλλά ο διοικητής τους είπε, ότι δεν εγνώριζε τίποτε και ότι δεν έστειλε κανένα. Ο δε Αγιάν Αγάς κοιμόταν εκείνο το βράδυ μακαρίως ήσυχος στο σπίτι του. Τότε κατάλαβαν οι Τούρκοι, ότι ήταν ο Άγιος Μηνάς, που φάνηκε να σώσει τους Χριστιανούς.
Και πράγματι τους έσωσε. Δεν έπαθε κανείς τίποτε, εκτός από μια γυναίκα, η οποία επάνω στη σύγχυση έπεσε και πέθανε. 'Ολο μάλιστα το Εκκλησίασμα φοβήθηκε και έφυγε. 'Έμεινε μόνος του ο Μητροπολίτης Καλλίνικος και συνέχισε την Θεία Λειτουργία.
Ο Μητροπολίτης για να επισημοποιήσει περισσότερο το θαύμα και να εξευτελίσει τους Τούρκους, επισκέφθηκε την άλλη μέρα τον Τούρκο Διοικητή, για να τον ευχαριστήσει δήθεν, διότι έστειλε τον αξιωματικό Αγιάν Αγά και τους έσωσε από τον συρφετόν εκείνο. 'Ο Διοικητής όμως του είπε, ότι δεν έστειλε κανένα Αγάν Αγιάν."
Ο Άγιος του Καζαντζάκη
Την παράδοση αυτή διατηρεί και ενισχύει ο Καζαντζάκης. Στην "Αναφορά στο Γκρέκο", γράφει:.
"Στα παλιά εκείνα ηρωικά χρόνια, το Μεγάλο Κάστρο δεν ήταν ένα μπουλούκι σπίτια, μαγαζιά και στενοσόκακα, στριμωγμένα σ' ένα ακρογιάλι της Κρήτης, μπροστά από ένα ακατάπαυστα αγριεμένο πέλαγο κι οι ψυχές που το κατοικούσαν δεν ήταν ακέφαλο ή πολυκέφαλο ρέμπελο τσούρμο από άντρες και γυναικόπαιδα που σπατάλευαν όλο τους τον αγώνα στις καθημερινές έγνοιες του ψωμιού, του παιδιού, της γυναίκας.
Άγραφτη, αυστηρή τάξη τους κυβερνούσε, κανένας δε σήκωνε αντάρτικο κεφάλι στο σκληρό απάνω του νόμο. Κάποιος πάνω από το κεφάλι του έδινε προσταγές. Ολάκερη η πολιτεία ήταν ένα φρούριο, η κάθε ψυχή ήταν κι αυτή ένα φρούριο αιώνια πολιορκούμενο κι είχε καπετάνιο ένα Αγιο, τον Άγιο Μηνά, τον προστάτη του Μεγάλου Κάστρου...".
Το περιστατικό που αναφέρει στον "Καπετάν Μιχάλη" μοιάζει με την ιστορία του θαύματος του 1826:
"Έκαμαν κορδόνι και του 'φραξαν το δρόμο. Η Εφεντίνα στάθηκε, ξεγλωσσισμένη απελπισμένος... θα 'χει φτάσει πια ο Αράπης, θα ΄χει σπάσει την πόρτα, θα 'χει σφάξει τον καπετάν Μιχάλη.
- Δεν έχετε, μωρέ, Θεό απάνω σας; κλαψούρισε. Αφήστε με να περάσω. Βιάζουμαι, μωρέ αδέρφια!
- Ποιος σε κυνηγάει, Εφεντίνα Καβαλίνα; Αυτό να μας πεις, να περάσεις! Το μυαλό της Εφεντίνας άστραψε. Κοίταξε πίσω του, έσυρε φωνή:
-Ο Αι- Μηνάς!
Οι τουρκαλάδες ξέσπασαν στα γέλια.
- Τι γελάτε, μωρέ αθεόφοβοι; Δεν ακούτε τα πέταλα του αλόγου του; Τον είδα να βγαίνει από την εκκλησία, τον είδα! Και με πήρε ξοπίσω . Δεν ακούτε; Νάτος! ζυγώνει!
Οι τουρκαλάδες ένιωσαν να σηκώνεται η τρίχα τους. Σα ν΄άκουσαν, αλήθεια, πεταλιές αλόγου. Κάποιος καβαλάρης ζύγωνε!
- Νάτον! φώναξε πάλι η Εφεντίνα και τα μάτια της γούρλωσαν τρομαγμένα. Νάτος! Νάτος!
Μα οι τουρκαλάδες που να γυρίσουν να δουν! πήραν δρόμο κι αφανίστηκαν.
Ως τους είδε η Εφεντίνα να φεύγουν αλαφιασμένοι, κοκάλωσε. «Μωρέ, έχει το χάζι του να ΄ναι αλήθεια!» συλλογίστηκε με τρόμο. Κι άλλη φορά, στην άλλη Επανάσταση, δεν τον είχε δει να χιμάει καβαλάρης και να κυνηγάει τους Τούρκους που ήθελαν να πατήσουν την εκκλησία του; Κρύος σπυρωτός ιδρώτας τον έκοψε...πεντακάθαρα τώρα γρικούσε το άλογο που ζύγωνε.
- Αλλάχ! Αλλάχ! ξεφώνισε, ανασκουμπώθηκε πάλι και έβαλε τις φτέρνες στον ώμο.
Έτρεχε, έτρεχε αλαλιασμένος. Ως ξεπρόβαλε στου Ιδομενέα τη βρύση, ξέκρινε απόξω από του καπετάν Μιχάλη τον αράπακα και τους συντρόφους του να βαρούν την πόρτα, να τη σπάσουν. Χύθηκε καταπάνω τους. - Βάρδα, παιδιά φώναξε, βάρδα και θα μας φάει! Έρχεται καβαλάρης!
- Ποιος, μωρέ κουζούλακα; ούρλιασε ο Αράπης.
- Ο γείτονας
- Ποιος γείτονας;
- Ο Αι- Μηνάς, νάτος!
Όλοι στράφηκαν. Τα μάτια τους πεταλούδιζαν, δε διάκριναν τίποτα.
- Νάτος! Νάτος! φώναζε η Εφεντίνα κι ακούμπησε στην πόρτα του καπετάν Μιχάλη αλλοπαρμένος
Κόλλησε πιτακώθηκε απάνω στην πόρτα, σα να 'θελε να κρυφτεί και να περάσει ο Αϊ Μηνάς, χωρίς να τον αρπάξει το μάτι του. Είχε προβάλει τώρα στου Ιδομενέα τη βρύση, τον έβλεπε καθαρά, ο ίδιος απαράλλαχτος όπως ήταν στο κόνισμα: ηλιοκαμένος, ψαροσγουρογένης, απάνω σε μούρτζινο άλογο και χρυσά σελοχάλινα. Όλος ο αέρας μπροστά από του Ιδομενέα τη βρύση γέμισε ψαρά γένια, μούρτζινο άλογο και σελοχάλινα.
- Νάτος! Νάτος! φάνηκε μουρμούριζε και το κατωσάγονό του καταχτυπούσε.
- Που 'ναι, μωρέ; τα μάτια μου θάμπωσαν!
- Δεν τον θωράς; νάτος! νάτος! μαύρος ψαρογένης, μ' ένα κόκκινο κοντάρι... Μας είδε, χύνεται καταπάνω μας!
Έδωσε ένα σάλτο, ξεκόλλησε από την πόρτα, πήρε κατά το λιμάνι. Πίσω του φυσομανώντας, έτρεχαν πιλάλα κι οι Τούρκοι άκουγαν τώρα κι αυτοί το άλογο που τους είχε πάρει του κυνήγου, κι ο Αράπης, που στράφηκε μια στιγμή, ξέκρινε από πάνω του, στον αέρα, έναν καβαλάρη:
- Γρήγορα πόδια, μωρέ πόδια! φώναξε κι είχε κυλήσει το κίτρινο μπουρνούζι του χάμω - μα που να σταθεί να το περιμαζώξει, πιλαλούσε τώρα ολόγυμνος,
Ξεπνεμένοι έφτασαν στο λιμάνι. Σφούγγιξαν τον ιδρώτα τους, κουκούβισαν στον ίσκιο, έβγαλαν έξω τις γλώσσες τους κι αναβόλιαζαν σα σκύλοι. Η Εφεντίνα είχε πέσει μπρούμυτα κάτω στις πέτρες και σπάραζε. Κάμποσην ώρα δεν μπορούσαν να μιλήσουν. Τέλος ο Αράπης άνοιξε το στόμα:
- Φτηνά τη γλιτώσαμε, είπε."

Δημοφιλείς αναρτήσεις