Δευτέρα 30 Ιουλίου 2012

Ανάλαφρη μους με γλυκό καρυδάκι

Ανάλαφρη μους με γλυκό καρυδάκι
Bαθμολογία:
       
1 ψήφοι
Προστέθηκε από , 10.11.11

Περιγραφή

Αν θέλετε να φτιάξετε κάτι στα γρήγορα χωρίς πολλά υλικά το οποίο να είναι ελαφρύ και νόστιμο.

Photo

Τι χρειαζόμαστε:

  • 250 γρ. μυζήθρα ανάλατη
  • 125 ml κρέμα γάλακτος (με 35% λιπαρά)
  • 2 κ.σ. ζάχαρη άχνη
  • 2-3 καρυδάκια (κομμένα σε μικρά κομματάκια)
  • 50 γρ. χοντροκομμένα καρύδια (προαιρετικό)
Στα γρήγορα
Κατηγορία
Μέθοδος
Διατροφή

 

 

 

 

 

 

Πως το κάνουμε:


Διαβάστε περισότερο: Ανάλαφρη μους με γλυκό καρυδάκι http://www.sintagespareas.gr/sintages/analafri-mous-me-gliko-karidaki.html#ixzz21lSFohzH

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Ο Ρόλος του Πνευματικού Ανθρώπου στην Εποχή μας

πηγή : http://gerasimos-politis.blogspot.com/2011/11/blog-post_30.html

Ο Ρόλος του Πνευματικού Ανθρώπου στην Εποχή μας

Γεράσιμος Πολίτης 2011-11-30T23:51:00+02:00

Ο Ρόλος του Πνευματικού Ανθρώπου στην Εποχή μας,κοινωνία,πολιτική
Αναμφισβήτητα, η ζωή του ανθρώπου δεν προσδιορίζεται μόνο από τις υλικές ανάγκες,  τη βιοτική μέριμνα,  τη φυσική ένδεια.  Αποκτά νόημα και σκοπό από την προσπάθεια για ικανοποίηση των συναισθηματικών,  ηθικών και πνευματικών αναγκών που απορρέουν από την συμβίωση με τους άλλους στην κοινωνία.   Η προσπάθεια για την καθυπόταξη των αντίξοων συνθηκών και την πλήρωση των πνευματικών αναγκών συνέβαλε στην δημιουργία πολιτισμού.  Και βέβαια,  καθοριστικό ρόλο στην καλλιέργεια του πνεύματος,  στην πνευματική ανέλιξη γενικότερα στην δημιουργία πνευματικού πολιτισμού διαδραματίζουν οι άνθρωποι του πνεύματος, οι διανοούμενοι. 

Ωστόσο στην εποχή των κοσμογονικών ανακατατάξεων η έννοια του πνευματικού ανθρώπου δε θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη,  στατική και αμετακίνητη. Προσαρμόζεται στα νέα κοινωνικά δεδομένα,  αφού άλλωστε ο  «σοφός»  με την αρχαιοελληνική σημασία του όρου δεν υπάρχει πια. Κάθε άνθρωπος που ασχολείται με πνευματικές δραστηριότητες δε δικαιούται πλέον να σηκώνει το βάρος του τίτλου. Πνευματικός άνθρωπος δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ο οποιοσδήποτε επιστήμονας,  καλλιτέχνης ή πολιτικός.  Ο διανοούμενος,  με την ευρεία έννοια του όρου έχει ορισμένα χαρακτηριστικά.

Καταρχήν,  ο πνευματικός άνθρωπος έχει γνωρίσει την επαγγελματική καταξίωση ως απότοκο της δημιουργικής του προσφοράς στον επαγγελματικό του χώρο. Πρόκειται για άτομο που με τις επιστημονικές του εφευρέσεις, τα καλλιτεχνικά του δημιουργήματα ή τις πολιτικές του πεποιθήσεις άλλαξε το ρου της ανθρώπινης ιστορίας, συντέλεσε στην κατάκτηση ποιητικότερης ζωής. Διακρίνεται για την άρτια γνωστική κατάρτιση στο χώρο εργασίας του, αποτελεί αυθεντία και συνεπώς τυγχάνει ευρείας κοινωνικής αποδοχής. Η άπταιστη γνώση του αντικειμένου του, του επιτρέπει να εισάγει καινοτομίες,  να το τελειοποιεί,  να το βελτιώνει. Γενικά είναι άτομο που διαπρέπει στο χώρο των επιστημών, των γραμμάτων και των τεχνών.

Επιπρόσθετα,  ο πνευματικός ηγέτης διακρίνεται για την πολύπλευρη μόρφωση,  την πολυμάθεια,  την ευρύτητα του πνεύματος.  Έχει απαγκιστρωθεί από την αυστηρά εξειδικευμένη γνώση που οδηγεί στην κοινωνική και δημόσια καταξίωση ασχολείται και με  «μεταεπαγγελματικές»  δραστηριότητες.  Αναζητά τη βαθύτερη συνάφεια μεταξύ επιστήμης και πολιτικής και συγχρόνως    προσπαθεί να διεισδύσει στις συνθήκες που καθορίζουν τις κοινωνικές εξελίξεις και διαμορφώνουν τη μοίρα του ανθρώπου.  Επιδιώκει να διευρύνει τους πνευματικούς του ορίζοντες, επιδίδεται σε μια ακάματη προσπάθεια για την απόκτηση πνευματικής ανεκτικότητας και ευλυγισίας. Με άλλα λόγια,  πρόκειται για πολυπρισματικά μορφωμένο άνθρωπο,  απαλλαγμένο από τη στείρα εξειδίκευση,  με άποψη γα καταστάσεις, φαινόμενα και γεγονότα του κοινωνικού βίου που υπερβαίνουν το στενό επαγγελματικό του χώρο. Επίσης,  βασικό χαρακτηριστικό του πνευματικού ανθρώπου είναι η ηθική του καλλιέργεια κα η ψυχική του δύναμη. Πανανθρώπινες αξίες και ιδανικά διέπουν το βίο του και προσανατολίζουν τις πράξεις και τις ενέργειές του.  Ο αλτρουισμός,  η άμιλλα, η ειλικρίνεια η ανιδιοτέλεια αποτελούν γνωρίσματα του χαρακτήρα του. Τα ταπεινά ελατήρια της ανθρώπινης φύσης,  οι ορμές και οι κακές έξεις δεν τον αγγίζουν. Θαρραλέος και αγωνιστής, κρατά ηρωική  στάση απέναντι στη ζωή και δεν υποκύπτει σε κύκλους άνομων συμφερόντων. Υπηρετεί την αλήθεια, τη δικαιοσύνη, την ελευθερία και τη δημοκρατία με οποιοδήποτε κόστος,  είναι πιστός και άξιος θεματοφύλακας κάθε υψηλού φρονήματος.

Τέλος,  μεταξύ των χαρακτηριστικών του πνευματικού ανθρώπου συγκαταλέγεται και η κοινωνική συνείδηση που εκδηλώνεται ως άμεσο ενδιαφέρον τόσο γα τα κοινωνικά δρώμενα όσο και για τους συνανθρώπους του. Ο ενσυνείδητος πνευματικός ηγέτης διακρίνεται για την ιδιαίτερη ευαισθησία του σε ότι αφορά τα κοινά. Ασκεί ενσυνείδητα και υπεύθυνα το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι και μεριμνά για την επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων.  Θεωρεί χρέος του να περιβάλλει με αγάπη και στοργή το συνάνθρωπό του, σέβεται τα δικαιώματά του και προσπαθεί να απελευθερώσει τη σκέψη του.  Στόχος του δεν είναι η ικανοποίηση μόνο προσωπικών συμφερόντων,  η χειραγώγηση των μαζών,  αλλά αντίθετα προσπαθεί με κάθε τρόπο να αφυπνίσει τους συμπολίτες του,  να τους καταστήσει ισάξιούς του. Το κύριο γνώρισμά του είναι ότι οραματίζεται μια ιδανική κοινωνία απαλλαγμένη από προβλήματα και εκφυλιστικά φαινόμενα και αγωνίζεται με όλες του τις δυνάμεις για να την κάνει πραγματικότητα.

Ωστόσο οι απόψεις για την έννοια και το ρόλο του πνευματικού ηγέτη διαφέρουν στην εποχή μας. Πολλοί υποστηρίζουν ότι η πνευματική ηγεσία είναι φαινόμενο των «κλειστών κοινωνιών» όπου η εξέλιξη καθορίζεται από ένα μόνο σύστημα ιδεών και αξιών. Το ιδανικό μιας τέτοιας κοινωνίας περιγράφει ο Πλάτων στην «Πολιτεία». Ακόμα όμως κι αν δεν υπάρχουν στις μέρες πνευματικοί άνθρωποι με την ευρεία σημασία του όρου, υπάρχουν σίγουρα πνευματικές φυσιογνωμίες,  καταξιωμένοι δημιουργοί  που με το έργο τους μπορούν να ανοίξουν νέους ορίζοντες στην ανθρωπότητα.  

Γιατί μέσα στην κοινωνική σφαίρα τα πνευματικά αγαθά είναι τόσο απαραίτητα όσο και τα υλικά. «Η ύλη χωρίς το πνεύμα είναι τυφλή, αλλά και το πνεύμα χωρίς την ύλη είναι κενό». Γι αυτό και ο ρόλος των προικισμένων αυτών ανθρώπων είναι ιδιαίτερα σημαντικός,  μάλιστα στην ταραγμένη εποχή μας που βρίθει προβλημάτων και νοσηρών φαινομένων. Καταρχήν,  η ευθύνη του πνευματικού ηγέτη αναφέρεται στο έργο του,  στον τομέα απασχόλησής του.  Επιβάλλεται να έχει συναίσθηση της ευθύνης που απορρέει από την εργασία του και να αγωνίζεται για την όσο το δυνατόν πληρέστερη ενημέρωση πάνω σε αυτή.   Σεμινάρια,  διαλέξεις ομιλίες και μελέτη συγγραμμάτων πρέπει να περιλαμβάνονται στο καθημερινό του πρόγραμμα,  ώστε να είναι γνώστης των εξελίξεων στον εργασιακό του χώρο. Επίσης, είναι αναγκαίο να προωθεί την έρευνα και να υιοθετεί το διάλογο ως μέσο επιτάχυνσης των προσπαθειών. Η συνεργασία και η άμιλλα πρέπει να διέπουν τις σχέσεις του με τους συναδέλφους του,  καθώς με αυτόν τον τρόπο θα επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Ο ίδιος οφείλει να είναι εργατικός και να μην επαναπαύεται στη δόξα και τα χρήματα που του προσέφεραν τα μέχρι τώρα επιτεύγματά του. 

Επιπρόσθετα,  καθήκον των πνευματικών ανθρώπων είναι να διασφαλίζουν το δημοκρατικό πολίτευμα,  να το υπερασπίζονται και να το προστατεύουν.  Πρέπει να αποκαλύπτουν τη φενάκη που κρύβεται πίσω από τα φιλολαϊκά συνθήματα των δημαγωγών και να ασκούν αυστηρή κριτική στους πολιτικούς ηγέτες. Με αυτόν τον τρόπο μπορούν να συνδράμουν αποφασιστικά στην αφύπνιση των μαζών και συγχρόνως να τις παρωθήσουν στη δημιουργική συμμετοχή στα κοινά. Εάν μάλιστα με την πειθώ τους καταστήσουν κατανοητή την αξία της δημοκρατίας στις μάζες είναι πολύ πιθανό να εξασφαλίσουν την ευρωστία και την ακεραιότητά της. Ο λαός θα συνειδητοποιήσει την αξία της, θα την υπερασπίζεται, θα την καταστήσει τρόπο ζωής και συνεπώς θα την παγιώσει και ως πολίτευμα.  Παράλληλα, οι άνθρωποι του πνεύματος έχουν χρέος να οικοδομήσουν ένα υγιές και στέρεο σύστημα ηθικών αξιών στην κοινωνία.  Πρέπει ως πρότυπα ιδανικής βίωσης της ζωής να εμφυσήσουν στους ανθρώπους το πνεύμα της άμιλλας, του αλτρουισμού της δικαιοσύνης και της ισότητας.  Οφείλουν να σταθούν αρωγοί στην προσπάθεια του ατόμου να  υπερβεί τον ατομικισμό του,  να το στρέψουν στη συνεργασία, να το βοηθήσουν να δει τη ζωή μέσα από το πρίσμα της συλλογικότητας. Με το έργο τους και τη στάση τους να παρωθούν τους ανθρώπους σε ενδοσκόπηση και αυτοπαρατηρησία ώστε να καταπολεμηθούν τα ταπεινά ελατήρια της ανθρώπινης φύσης, οι εξάρσεις του θυμικού που υποβιβάζουν ηθικά τον άνθρωπο στο επίπεδο της αγριότητας. 

Τέλος, καθήκον των πνευματικών ηγετών είναι να συμβάλουν στη μόρφωση των ανθρώπων,  στην πνευματική τους ολοκλήρωση,  γενικότερα στη δημιουργία πνευματικής ζωής. Με τα δημιουργήματά τους πρέπει να παρωθούν τις μάζες,   να θέτουν ερωτήματα που καταργούν τον πνευματικό εφησυχασμό.  Είναι αναγκαίο να επιδιώκουν την παρουσία τους στα μέσα μαζικής ενημέρωσης,  ώστε να μεταλαμπαδεύουν αποτελεσματικότερα τις γνώσεις τους στους δέκτες. Στο έργο τους πρέπει να προβάλλουν την αλήθεια,  την κριτική θεώρηση των πραγμάτων ώστε να διευρύνονται οι πνευματικοί ορίζοντες των ανθρώπων. Με κάθε ευκαιρία, κυρίως με ανεπιτήδευτο διάλογο, οφείλουν να προβληματίζουν τις μάζες και να τις θέτουν προ των ευθυνών τους. Ο πνευματικός ηγέτης λοιπόν,  οφείλει,  να είναι πρωτοπόρος στην προσπάθεια ανύψωσης του βίου του ανθρώπου. Η ανεξάντλητη πνευματική του δύναμη πρέπει να αξιοποιηθεί σωστά από τον ίδιο ώστε να αποτελέσει εφαλτήριο για την κοινωνική αναβάθμιση και δεν υπάρχει αμφιβολία πως ένας τέτοιος αγώνας θα είναι δύσκολος και επίπονος. Από αυτόν όμως εξαρτάται η επιβίωση του ανθρώπου ως ελεύθερου,  πνευματικού και υπεύθυνου όντος.  

Πηγή: Τσανακτσίδης Ελευθέριος, Φοιτητής Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών Δ.Π.Θ. 

Αναρτήθηκε από:
Τρέλα είναι απλά μια άλλη μορφή της συνείδησης 

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Γ. Σαχτούρης

πηγή : http://www.eleysis-ellinwn.gr/2012/07/12000-30-1824.html?utm_source=twitterfeed&utm_medium=facebook

Δευτέρα, 30 Ιουλίου 2012

12.000 Τούρκοι νεκροί!!! 30 Ιουλίου 1824 ο Σαχτούρης τινάζει τα πέταλα στον Τούρκικο στόλο έξω από τη Σάμο!!!


1824 - Ο Γ. Σαχτούρης καταναυμαχεί τον Τουρκικό Στόλο στη Σάμο, με αποτέλεσμα να κυριευθούν 3 τουρκικά πλοία, να βυθισθούν πολλά και να φονευθούν ή να πνιγούν 12.000 Τούρκοι.

Διακεκριμένος ναυμάχος του Αγώνα του 1821, ο Γεώργιος Σαχτούρης γεννήθηκε στην Ύδρα στις 13 Μαΐου 1783, γιος του Δημητρίου Πολύγκαιρου και της Μαρίας Νικολάου Γκίτζα. Η περιπετειώδης νεανική του ηλικία συμπίπτει με την περίοδο της θεαματικής εξέλιξης του νησιού του στον τομέα της ναυτιλίας και του εμπορίου και με τα τεράστια κέρδη που, λόγω του γεγονότος αυτού, συσσωρεύτηκαν στα χέρια των Υδραίων ναυτεμπόρων. Ο πατέρας του, Δημήτρης, εξαίρετος καραβομαραγκός της εποχής, λέγεται ότι έλαβε το προσωνύμιο Σαχτούρης, το οποίο επικράτησε τελικά και ως οικογενειακό επίθετο, από ένα μεγάλο δίστηλο σκαρί 8 τόνων που κατασκεύασε πρώτος στην Ύδρα, μιμούμενος παρόμοια ιστιοφόρα που χρησιμοποιούσαν οι Ιταλοί και που ονόμαζαν σαχτούρια.

Ο Γεώργιος Σαχτούρης από μικρή ηλικία υπηρέτησε σαν τζόβενο (νεαρός μούτσος), για να εξελιχθεί αργότερα σε πλοίαρχος. Πολύ νέος παντρεύτηκε την επίσης Υδραία Πανούργια Δημ. Γκιώνη, με την οποία απέκτησε εφτά παιδιά: Μαρία, Δημήτριο, Σταμάτιο, Νικόλαο, Μιλτιάδη, Κωνσταντίνο και Θεμιστοκλή.

Το 1819 ο Σαχτούρης είναι ήδη πλοιοκτήτης και καπετάνιος ενός ολοκαίνουργιου βριγαντίνου, της περίφημης «Αθηνάς», που κατασκευάστηκε στο Μαντράκι της Ύδρας. Με το πλοίο του αυτό μεγαλούργησε στον Αγώνα. Λίγες μόνο ημέρες μετά την κήρυξη της Επανάστασης στην Ύδρα, στις 22 Απριλίου 1821, ο Σαχτούρης ακολουθεί τον Γιακουμάκη Τομπάζη, αρχηγό της υδραίικης ναυτικής μοίρας, που μαζί με την ψαριανή και τη Σπετσιώτικη εκπλέουν για την απελευθέρωση της Χίου και της Σάμου.

Η ατυχούς έκβασης ελληνική αυτή αποστολή αμαυρώθηκε από το τραγικό γεγονός της σύλληψης και λαφυραγωγίας από τα πλοία των Υδραίων Γ. Σαχτούρη και Λ. Πινότση διερχόμενου τουρκικού βρικιού, γεμάτου προσκυνητές και Τούρκους αξιωματούχους, οι οποίοι κατεσφάγησαν με εντολή των δύο πλοιάρχων. Αργότερα η βέβηλη αυτή, διεθνώς κατακριτέα, πράξη θα αποδοθεί από τους υπευθύνους σε κίνηση αντεκδίκησης για τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ και τη σφαγή των Ελλήνων ναυτών του οθωμανικού στόλου στο Μούρτο, οι περισσότεροι από τους οποίους ήσαν Υδραίοι.

Το Φεβρουάριο του 1822 ο Σαχτούρης έλαβε μέρος στη ναυμαχία των Πατρών υπό τις εντολές του Ανδρέα Μιαούλη και λίγο αργότερα συνετέλεσε με τη δράση του στη λύση του αποκλεισμού του Μεσολογγίου από τουρκική μοίρα η οποία αναγκάστηκε να καταφύγει στα Δαρδανέλια.

Η δράση της υδραίικης ναυτικής μοίρας την οποία διηύθυνε συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του 1823, με ουσιαστικότερη παρουσία του Σαχτούρη από το 1824 και εξής, όπως πλήρως τεκμηριώνεται μέσω του ημερολογίου του πλοίου του «Αθηνά», στο οποίο αναγράφονται και σχολιάζονται από τον ίδιο τα ναυτικά γεγονότα και οι ναυμαχίες εκείνων των χρόνων.

Ο Γ. Σαχτούρης συμμετείχε στην εκστρατεία της Κάσου (Ιούνιος 1824), ενώ τον ίδιο μήνα, αμέσως μετά την καταστροφή των Ψαρών (21 Ιουνίου 1824), πήρε μέρος στην αναποτελεσματική επιχείρηση για την ανακατάληψη τους.

Αποφασιστική υπήρξε και η συμβολή του στη ναυμαχία της Μυκάλης (5 Αυγούστου 1824), ενώ οι πολεμικές του ικανότητες αναδείχθηκαν ιδιαίτερα στην περίφημη ναυμαχία του Γέροντα (29 Αυγούστου 1824). Ο Σαχτούρης μαζί με τους Ν. Αποστόλη και Γ. Ανδρούτσο καταναυμαχεί στις 23 Μαΐου 1825 τον τουρκικό στόλο στη ναυμαχία του Καφηρέα και αργότερα συμμετέχει στην εκστρατεία υπέρ του Μεσολογγίου.

Η νικηφόρα δράση του συνεχίζεται το 1826 με τη συμμετοχή του στη ναυμαχία της Σάμου και της Μυτιλήνης, καθώς και στις άκαρπες προσπάθειες ανεφοδιασμού των αποκλεισμένων του Μεσολογγίου. Το 1827 συμμετέχει στην τολμηρή επιχείρηση των ελληνικών ναυτικών δυνάμεων υπό τον Κόχραν στην Αλεξάνδρεια για την πυρπόληση του αιγυπτιακού στόλου, ενώ στη συνέχεια δρα, και πάλι υπό τον Κόχραν, στις επιχειρήσεις του Βασιλαδίου, έξω από το Μεσολόγγι.

Η νικηφόρα ολοκλήρωση του ελληνικού ναυτικού Αγώνα και η έλευση του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια σήμαναν τη διοικητική αναδιοργάνωση των ναυτικών πραγμάτων. Στο πλαίσιο αυτό ο κυβερνήτης αναθέτει στον Σαχτούρη την αρχηγία της ναυτικής μοίρας των μεσσηνιακών παραλίων με στόχο την παρεμπόδιση ανεφοδιασμού των φρουρίων Μεθώνης, Κορώνης και Νεοκάστρου και αργότερα τον αποκλεισμό της θαλάσσιας περιοχής από τον Αμβρακικό έως την Κρήτη.

Πιστός θεματοφύλακας της πολιτικής Καποδίστρια, ο «…ήπιος Σαχτούρης» – κατά τον Σπετσιώτη ιστορικό Α. Χατζή-Αναργύρου στα «Σπετσιωτικά» του – συγκρούστηκε επανειλημμένα με τους αντιπάλους του Κυβερνήτη. Παρ’ όλ’ αυτά, αναγκασμένος εκ των πραγμάτων, έλαβε μέρος υπό τις εντολές του Α. Μιαούλη στην καταστροφή του ελληνικού στόλου στον Πόρο, τον Ιούλιο του 1831.

Ο Γ. Σαχτούρης διετέλεσε μέλος της Ναυτικής Υπηρεσίας (1830) και της Επιτροπής Ναυτικών Καταλόγων (1833), μαζί με τους Γ. Ανδρούτσο και Α. Ν. Αποστόλη. Στα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα πήρε το βαθμό του αντιναυάρχου και τοποθετήθηκε ως διευθυντής του Ναυστάθμου στον Πόρο, όπου υπηρέτησε μέχρι το θάνατό του. Πέθανε στην Ύδρα στις 30 Ιανουαρίου 1841 και ενταφιάσθηκε στο ναό της Υπαπαντής.

stoxos.gr

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Καββούσι Ιεράπετρας Λασιθίου


Όπως τα έχω ζήσει εγώ! Λείπω κάποια χρόνια και δεν ξέρω αν έχει αλλάξει κάτι. Αλλά κι έτσι, σίγουρα θα είναι ακόμη πολύ όμορφα αφού τότε ήταν περίσσιας ομορφιάς!

Το Καββούσι είναι ένα χωριό στο νομό Λασιθίου στην επαρχία Ιεράπετρας. Επί του βόρειου οδικού άξονα  μετά τον Άγιο Νικόλαο και μόλις περάσουμε το χωριό Παχεία Άμμος υπάρχει μια μεγάλη διασταύρωση. Στο σημείο αυτό αν φύγουμε από την παραλιακή πορεία και στρίψουμε δεξιά οδηγούμεθα προς Ιεράπετρα. Άν όμως συνεχίσουμε, πολύ σύντομα συναντάμε το Καββούσι. 

Ο βόρειος οδικός άξονας περνά μέσα από το χωριό μοιράζοντάς το στα δύο προσδίδοντάς του μια ατμόσφαιρα ...πασαρέλας. Τα περισσότερα  σπίτια και τα καφενεία έχουν μόνιμα το προνόμιο της θέασης όποιου οχήματος περνά κατευθυνόμενο ανατολικά . Ένας μικρός δρόμος 5 λεπτά διαδρομή δίνει πρόσβαση στη θάλασσα στην περίφημη παραλία  "θόλος" . Κυριολεκτικά θόλος αφού έχεις το βουνό θόλο από πάνω σου ενώ κολυμπάς . Αυτό το συναίσθημα δεν εκφράζεται με λόγια και αυτή η εικόνα δεν μεταφέρεται μέσω κάμερας πρέπει να τη ζήσεις. Επίσης είναι πολύ ρηχά μέχρι αρκετά μακρυά από τη στεριά.
Μετά το Καββούσι, σε 10 λεπτά περίπου ανηφορίζοντας  και στο τελικό ύψος αυτού του ανήφορου, βρίσκεται ένας δημοφιλής σταθμός για τους ταξιδιώτες ντόπιους ή ξένους. Είναι το σημείο που βλέπεις από ψηλά όλο τον κόλπο του Μεραμπέλλου . Στο βάθος προς τη δύση φαίνεται η πόλη του  Αγίου Νικολάου και κάτω το απέραντο γαλάζιο με τα νησάκια Ψείρα και Κόνιδα. Φυσικά βλέπεις και το χάος που βρίσκεται κάτω από τα πόδια σου μέχρι τη θάλασσα. Η φωτ. είναι από την Μαλαύρα .

Ηλιοβασίλεμα στη Μαλαύρα
πηγή:http://photoleke.ning.com/photo/3325868:Photo:415365/next?context=user#!/photo/3325868:Photo:415365?context=user

Εκεί πάντα λειτουργεί κάποιο εξοχικό κέντρο καφετέρια, ταβέρνα κ.λ.π  που είναι σαν μπαλκόνι αυτής της καταπληκτικής θέας. Επίσης εκεί βρίσκεται και ένα παλιό εκκλησάκι του Αγίου Νεκταρίου και κάθε χρόνο γίνεται πανηγύρι στη γιορτή του. Το σημείο αυτό λέγεται Μαλαύρα ή Πλάτανος από έναν αιωνόβιο πλάτανο που υπάρχει εκεί. Επίσης υπάρχει και νερό από πηγή που κατεβαίνει σε βρύση δίπλα στην εκκλησία και δροσίζονται οι περαστικοί. Στο μέρος υπάρχουν πολλές πηγές και πρόσφατα έχει δρομολογηθεί η διαδικασία κατασκευής φράγματος προς εκμετάλλευση του νερού.
   
Ο απώτερος προορισμός αυτής της διαδρομής είναι η πόλη της Σητείας και εκεί κοντά βρίσκεται και το Βάι το γνωστό φοινικόδασος .   Ωστόσο η διαδρομή είναι φανταστική , με μια ύπαιθρο απείρου κάλλους που περικλείει μικρά χωριά κοντά ή μακρυά από τον οδικό άξονα, τα οποία είτε ορεινά  είτε ψαροχώρια, σας υπόσχονται ιδιαίτερες εμπειρίες και συγκινήσεις.
                                  
μεγέθυνση φωτογραφίας



 















                                                          




                                         





                                                                                           -------------------------------------------------

 

Καβούσι

Καβούσι-Νομός Λασιθίου
Ανάμεσα σε άγρια και δύσβατα βουνά, σε τρεχάμενα νερά και πυκνή βλάστηση, το Καβούσι, φαίνεται να είναι πνιγμένο κυριολεκτικά στην απερίγραπτη ομορφιά της φύσης, ενώ αποτελεί ευχάριστο σταθμό για εκείνους που κατευθύνονται προς τη Σητεία ή επιστρέφουν από ‘κει.
Βρίσκεται ακριβώς στους πρόποδες του όρους της Θριφτής (1476μ), πάνω στην έξοδο του φαραγγιού του Άβγου, στα νοτιοανατολικά του κόλπου του Μεραμπέλλου.
Μια βόλτα στο χωριό θα σας ταξιδέψει σίγουρα σε άλλες εποχές, αφού σε κάθε γωνία η παράδοση και η ομορφιά παραμονεύουν πρόθυμες να μυήσουν τον επισκέπτη στο μυστήριο του χρόνου.
Δείτε επίσης:
                       --------------------------------------------------------------------

Σε κοντινή απόσταση απο το Καβούσι, στα νότια του χωριού αλλά ψηλότερα στη πλαγιά, εκεί που έχουν βρεθεί οι παλιολιθικοί οικισμοί - Βρόκαστρο - υπάρχει και μια αρχαία ελιά.


Η ελιά εχει χρονολογηθεί και υπολογίζεται σε ηλικία 2500 ετών.

Μπορείτε και σείς να πάτε να τη δείτε. Φανταστείτε οτι η ελιά έχει τόση ηλικία όση και ο Παρθενώνας στην Ακρόπολη της Αθήνας αλλά κάθε χρόνο κάνει ελιές και δίνε ι λάδι.

Είναι μια απο τις δυό μεγαλύτερες ελιές στη Κρήτη. Η άλλη είναι στα Χανιά.

Απ αυτή την ελιά δώσανε κλωνάρια να φτιάξουνε στεφάνια για τους νικητές του Μαραθωνίου στους Ολυμπιακούς της Αθήνας το 2004.

Ο Νίκος πήγε να την αγκαλιάσει την ελιά αλλα έπρεπε να φέρωμε κι άλλους δεκα τουλάχιστον για να την αγκαλιάσουνε όλοι μαζί.

Πιστεύετε εσείς πως το λάδι της ελιάς έχει παράδοση στη Κρήτη;

 

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Ξιφασκία, Λονδίνο 2012

Ρένα Βλαχοπούλου


 Ρένα Βλαχοπούλου
 

Ρένα Βλαχοπούλου (1923[ στην Κέρκυρα, πέθανε στις 29 Ιουλίου 2004 στην Αθήνα) ήταν Ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου και τραγουδίστρια.
Γεννήθηκε το 1923 στην Κέρκυρα. [σύμφωνα όμως με το βιβλίο του Κώστα Παπασπήλιου " Πινακοθήκη γέλιου ", αναφέρεται πως η Βλαχοπούλου εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο Μακέδου στην Αθήνα, στα 18 της χρόνια (το 1940 δηλαδή, όπως αναφέρεται σχεδόν σε όλα τα βιογραφικά της), άρα γεννήθηκε το 1922 αν δεχτούμε την προαναφερθείσα πηγή] ή το 1917 όπως ανέφερε ο Τύπος κατά την διάρκεια της νοσηλείας της στο νοσοκομείο. Ο πατέρας της, Γιάννης Βλαχόπουλος, ανήκε στην αριστοκρατία του νησιού ενώ η μητέρα της, Καλλιόπη, ήταν κόρη κάποιας υπηρέτριας που εργαζόταν στο σπίτι των Βλαχόπουλων. Οι γονείς της αγαπήθηκαν και, παρά τις αντιδράσεις της οικογένειας του νέου που τον αποκλήρωσε, παντρεύτηκαν κι έκαναν εννιά παιδιά. Τα έβγαζαν πέρα με δυσκολία. Η Ρένα ήταν το πέμπτο τους παιδί. Με τον πατέρα της πήγαινε συχνά επίσκεψη στον αρχοντικό του κόντε Θεοτόκη όπου υπήρχε πιάνο αλλά και μια δισκοθήκη με δίσκους των 78 στροφών. Εκεί θα έχει την πρώτη της επαφή με τη μουσική και το τραγούδι.

Σε ηλικία 16 χρονών, τραγούδησε για πρώτη φορά σε κάποιο ζαχαροπλαστείο της Σπιανάδας, όπου το 1938 γνώρισε και ερωτεύτηκε τον ποδοσφαιριστή της ΑΕΚ Κώστα Βασιλείου. Μαζί μετακόμισαν στην Αθήνα όπου παντρεύτηκαν το καλοκαίρι του επόμενου έτους. Τότε, στο βαριετέ "Όασις", στο Ζάππειο, όπου ο Μίμης Τραϊφόρος παρουσίαζε νέους καλλιτέχνες, η Ρένα δοκίμασε τις ικανότητές της στο τραγούδι. Εντυπωσίασε τον Τραϊφόρο, που της ζήτησε να τραγουδά εκεί μονίμως. Πράγματι, την άλλη μέρα πήγε να τραγουδήσει στο βαριετέ φορώντας δανεική τουαλέτα, που την πάτησε και έπεσε κάτω.

Σημείωσε επιτυχία τραγουδώντας τη "Μικρή Χωριατοπούλα", δηλαδή το ιταλικό τραγούδι Reginella Campagnola του Έλντο ντι Λατζάρο που διασκεύασε στα ελληνικά ο Πωλ Μενεστρέλ. Λίγους μήνες αργότερα, κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, το τραγούδι διασκευάζεται και πάλι από τον Γιώργο Οικονομίδη και γνωρίζει ακόμα πιο μεγάλη επιτυχία ως Κορόιδο Μουσολίνι. Εμφανίζεται για πρώτη φορά ως τραγουδίστρια στο θέατρο Μοντιάλ του Μακέδου, στην οδό Πανεπιστημίου σε επιθεώρηση με τη Σοφία Βέμπο, τις αδελφές Καλουτά, τον Μάνο Φιλιππίδη, την Ηρώ Χαντά, τον Μίμη Κοκκίνη και τη Γεωργία Βασιλειάδου. Παράλληλα ξεκινά να ηχογραφεί δίσκους γραμμοφώνου στην Οντεόν.

Το 1940, λίγες μέρες μετά την κήρυξη του πολέμου, οι Ιταλοί βομβάρδισαν την Κέρκυρα. Τότε σκοτώθηκαν και οι δύο γονείς της. Με τον Βασιλείου χώρισε και το 1942 παντρεύτηκε τον τραπεζίτη Γιάννη Κωστόπουλο.

Τότε ξεκίνησε συνεργασία με τον συνθέτη Γιάννη Σπάρτακο στο "Πάνθεον" που της έγραψε τραγούδια τζαζ, τα οποία είχαν μεγάλη επιτυχία. Εξ αιτίας αυτού ο Τύπος την αποκάλεσε «βασίλισσα της τζαζ». Το τραγούδι Θα σε πάρω να φύγουμε, που τραγούδησε για πρώτη φορά στο Σινέ Νιους της οδού Σταδίου και αργότερα, το φθινόπωρο του 1944, στην επιθεώρηση Welcome των Αλέκου Σακελλάριου - Δημήτρη Ευαγγελίδη στο θέατρο Κυβέλη, ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα. Με τον Σπάρτακο συνεργάστηκαν για αρκετά χρόνια. Το 1946 χώρισε με τον Κωστόπουλο.

Στο διάστημα 1946-51 περιόδευσε με τον Σπάρτακο στο εξωτερικό ξεκινώντας από τη Μέση Ανατολή (Λίβανος, Περσία) και καταλήγοντας στις ΗΠΑ). Κατά τη διάρκεια της περιοδείας δέχτηκε την πρόσκληση του Σάχη της Περσίας για να τραγουδήσει στα ανάκτορα: η πριγκίπισσα Σοράγια, γοητευμένη από τη φωνή της Ρένας, θα της χαρίσει και ένα μενταγιόν. Τη βοηθά ιδιαίτερα το γεγονός ότι μιλά πολλές ξένες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, ιταλικά) και με εξαιρετική προφορά. Εμφανίζεται και πάλι στην Αθήνα στο θέατρο Σαμαρτζή, στις 24 Αυγούστου 1951, στην παράσταση «Φεστιβάλ στην Αθήνα», μαζί με τους Ορέστη Μακρή, Κούλη Στολίγκα, Νίκο Σταυρίδη, αδελφές Καλουτά.

Η μυστική συνταγή τυρόπιτας της θείας

Η μυστική συνταγή τυρόπιτας της θείας
Bαθμολογία:
       
145 ψήφοι
Προστέθηκε από , 25.06.09

Περιγραφή

Σε αυτή τη συνταγή ανακατεύουμε όλα τα υλικά μαζί εκτός της φρυγανιάς.

photo: Aleksandra
Photo

Τι χρειαζόμαστε:

  • 1 κούπα του τσαγιού αλεύρι που φουσκώνει μόνο του
  • 1 κεσεδάκι βούτυρο μαλακό
  • 2 κεσεδάκια γιαούρτι στραγγιστό
  • 3-4 αυγά
  • 1/2 kg. φέτα
  • φρυγανιά
  • σουσάμι
Στα γρήγορα
Κατηγορία
Μέθοδος
Σερβίρει
10 άτομα

 

 

 

 

 

 

Πως το κάνουμε:


Διαβάστε περισότερο: Η μυστική συνταγή τυρόπιτας της θείας http://www.sintagespareas.gr/sintages/i-mistiki-sintagi-tiropitas-tis-theias.html#ixzz21lVdKRmf
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Vincent Willem van Gogh



 Βίνσεντ βαν Γκογκ

Vincent van Gogh - Self-portrait with grey felt hat - Google Art Project.jpg
(30 Μαρτίου 1853 – 29 Ιουλίου 1890)
Ο Βίνσεντ βαν Γκογκ (Vincent Willem van Gogh, προφορά στα ολλανδικά: Βίνσεντ φαν Χοχ) ήταν Ολλανδός ζωγράφος. Εν ζωή, το έργο του δεν σημείωσε επιτυχία ούτε ο ίδιος αναγνωρίστηκε ως σημαντικός καλλιτέχνης. Ωστόσο, μετά το θάνατό του, η φήμη του εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα και σήμερα αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους όλων των εποχών.

Η επίδραση του στα μεταγενέστερα κινήματα του εξπρεσιονισμού, του φωβισμού αλλά και εν γένει της αφηρημένης τέχνης, θεωρείται καταλυτική.
Ο Βίνσεντ βαν Γκογκ (Vincent Willem van Gogh, προφορά στα ολλανδικά: Βίνσεντ φαν Χοχ) (30 Μαρτίου 1853 – 29 Ιουλίου 1890) ήταν Ολλανδός ζωγράφος. Εν ζωή, το έργο του δεν σημείωσε επιτυχία ούτε ο ίδιος αναγνωρίστηκε ως σημαντικός καλλιτέχνης. Ωστόσο, μετά το θάνατό του, η φήμη του εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα και σήμερα αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους όλων των εποχών.

Η επίδραση του στα μεταγενέστερα κινήματα του εξπρεσιονισμού, του φωβισμού αλλά και εν γένει της αφηρημένης τέχνης, θεωρείται καταλυτική.

Ο Βίνσεντ βαν Γκογκ γεννήθηκε στο ολλανδικό χωριό Ζούντερτ (Zundert) και ήταν ο μεγαλύτερος από τα συνολικά οκτώ παιδιά της οικογένειάς του, γιος του πάστορα Θεόδωρου βαν Γκογκ. Στον Βίνσεντ δόθηκε το όνομα του παππού του, το οποίο είχε δοθεί και στο πρωτότοκο παιδί της οικογένειας, το οποίο είχε πεθάνει σε βρεφική ηλικία. Ήδη από τα πολύ νεανικά του χρόνια παρουσίασε τάσεις μελαγχολίας και πρώιμα ψυχολογικά προβλήματα.

Σε ηλικία 16 ετών και αφού είχε ήδη καταπιαστεί χωρίς επιτυχία με αρκετά επαγγέλματα, ασχολήθηκε για ένα διάστημα με το εμπόριο έργων τέχνης, στην εταιρεία Goupilator & Company, όπου τον επόμενο χρόνο προσελήφθη και ο αδελφός του Τεό βαν Γκογκ (Theo van Gogh). Το 1873, η εταιρεία τον μεταθέτει στο Λονδίνο και αργότερα στο Παρίσι. Την περίοδο αυτή, εντείνεται το ενδιαφέρον του για τη θρησκεία, επηρεασμένος εμφανώς και από την ιδιότητα του πατέρα του. Αφού απολύεται από την εργασία του το 1876, επιστρέφει στο Άμστερνταμ για να σπουδάσει θεολογία. Οι σπουδές του διαρκούν για περίπου ένα έτος και το 1878 του ανατίθεται μία θέση ιεροκήρυκα στο Βέλγιο και συγκεκριμένα στην υποβαθμισμένη περιοχή Μπορινάζ, όπου λειτουργεί ορυχείο. Ο βαν Γκογκ κηρύτει για περίπου έξι μήνες επιδεικνύοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ένδεια των ανθρώπων της περιοχής. Αυτή είναι και η περίοδος κατά την οποία ξεκινά να σχεδιάζει μικρά έργα και πιθανόν αποφασίζει να ασχοληθεί με την τέχνη.
Οι πατατοφάγοι (1885)

Το 1880, σε ηλικία 27 ετών, ξεικινά να παρακολουθεί τα πρώτα του μαθήματα ζωγραφικής, ωστόσο σύντομα έρχεται σε ρήξη με τον δάσκαλό του, Αντόν Μωβ (Anton Mauve), γύρω από καλλιτεχνικά ζητήματα. Τα επόμενα χρόνια δημιουργεί έργα κυρίως επηρεασμένα από τη ζωγραφική του Ζαν Φρανσουά Μιλλέ (Jean-François Millet), ενώ ταξιδεύει στην ολλανδική επαρχία ζωγραφίζοντας θέματα που εμπνέεται από αυτή. Το χειμώνα του 1885, παρακολουθεί μαθήματα στην Ακαδημία της Αντβέρπης, τα οποία όμως διακόπτονται πολύ σύντομα αφού αποβάλλεται από τον καθηγητή της ακαδημίας Ευγένιο Σιμπέρ (Eugene Siberdt). Παρά το γεγονός αυτό, ο βαν Γκογκ προλαβαίνει να έρθει σε επαφή με την ιαπωνική τέχνη από την οποία και δανείζεται στοιχεία ή πολλές φορές μιμείται την τεχνοτροπία της. Αρκετές από τις προσωπογραφίες του, περιλαμβάνουν επίσης σε δεύτερο πλάνο κάποιο έργο ιαπωνικής τέχνης.

Την άνοιξη του 1886 επισκέπτεται το Παρίσι όπου ζεί με τον αδελφό του — επιτυχημένο πλέον έμπορο τέχνης — στην περιοχή της Μονμάρτης, κέντρο της καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Κατά την παραμονή του, έρχεται σε επαφή με τους ιμπρεσιονιστές Έντγκαρ Ντεγκά, Καμίλ Πισάρο, Πωλ Γκωγκέν και Τουλούζ Λωτρέκ. Επηρεάζεται σημαντικά από το κίνημα του ιμπρεσιονισμού και ειδικότερα σε ότι αφορά τη χρήση του χρώματος. Ο ίδιος ο βαν Γκογκ κατατάσσεται περισσότερο στους μετα-ιμπρεσιονιστές ζωγράφους. Χρησιμοποίησε συχνά τεχνικές των ιμπρεσιονιστών αλλά διαμόρφωσε παράλληλα και ένα προσωπικό ύφος, το οποίο διακρίνεται από την χρήση συμπληρωματικών χρωμάτων που οι ιμπρεσιονιστές αποφεύγουν.
Βάζο με 12 ηλιοτρόπια (1889)

Δύο χρόνια αργότερα, το 1888, ο βαν Γκογκ εγκαταλείπει τη γαλλική πρωτεύουσα και επισκέπτεται τη νότια Γαλλία και την περιοχή της Προβηγκίας. Υπάρχουν αναφορές πως εκεί εμπνέεται από το τοπίο καθώς και την αγροτική ζωή των κατοίκων, θέματα τα οποία προσπαθεί να αποδόσει και στη ζωγραφική του. Την περίοδο αυτή, επινοεί και μία ιδιαίτερη τεχνική των στροβιλισμάτων με το πινέλο ενώ στους πίνακές του κυριαρχούν έντονα χρώματα, όπως κίτρινο, πράσινο και μπλε, με χαρακτηριστικά δείγματα τα έργα Έναστρος ουρανός και μία σειρά πινάκων που απεικονίζουν ηλιοτρόπια. Το έργο Κόκκινο αμπέλι αυτής της περιόδου είναι επίσης το μοναδικό έργο που κατάφερε να πουλήσει ο βαν Γκογκ εν ζωή. Κατά το διάστημα της παραμονής του στην Αρλ, δέχεται και την επίσκεψη του ζωγράφου Γκωγκέν. Ωστόσο, μετά από λίγους μήνες, οι δυό τους διαφωνούν έντονα και λόγω της ασταθούς ψυχικής του υγείας, ο βαν Γκογκ κόβει μέρος του αριστερού του αυτιού καταλήγοντας στο νοσοκομείο της περιοχής. Υπάρχουν ισχυρισμοί πως ο βαν Γκογκ είχε απειλήσει να σκοτώσει τον Γκωγκέν και προέβη στο κόψιμο του αυτιού του αναζητώντας ένα είδος κάθαρσης από τις τύψεις του.
Έναστρη νύχτα (1889)
Στο έργο του αυτό ο Βαν Γκογκ έχει απεικονίσει χαοτικές δίνες που ακολουθούν την κλιμάκωση Κολμογκόροφ, όπως προκύπτει από μαθηματική ανάλυση της εικόνας. Ο Βαν Γκογκ αναπαράγει σε πίνακές του, επακριβώς, νόμους της φύσης.[1]

Το 1889 εισάγεται στο ψυχιατρικό κέντρο του μοναστηριού του Αγίου Παύλου στον Σαιν Ρεμύ, όπου και παραμένει συνολικά για ένα περίπου χρόνο πάσχοντας από κατάθλιψη. Κατά την παραμονή του εκεί, συνεχίζει να ζωγραφίζει. Τον Μάιο του 1890 εγκαταλείπει την ψυχιατρική κλινική και ζει για ένα διάστημα σε μία περιοχή κοντά στο Παρίσι, όπου παρακολουθείται από τον γιατρό Πωλ Γκασέ, στον οποίο είχε συστήσει τον βαν Γκογκ ο ζωγράφος Καμίλ Πισαρό. Στο διάστημα που παρακολουθείται ιατρικά, ο βαν Γκογκ παράγει ένα μόνο έργο, που αποτελεί προσωπογραφία του Γκασέ.

Τον Ιούλιο του 1890, ο βαν Γκογκ εμφανίζει συμπτώματα έντονης κατάθλιψης και τελικά αυτοπυροβολείται στο στήθος στις 27 Ιουλίου ενώ πεθαίνει δύο ημέρες αργότερα. Δεν είναι απολύτως βέβαιο ποιο ήταν το τελευταίο του έργο, αλλά πρόκειται πιθανά για το έργο με τον τίτλο Ο κήπος του Ντωμπινύ ή για τον πίνακα Σιτοχώραφο με κοράκια.

Μετά το θάνατο του βαν Γκογκ, η φήμη του εξαπλώθηκε ραγδαία, με αποκορύφωμα μεγάλες εκθέσεις έργων του που πραγματοποιήθηκαν στο Παρίσι (1901), το Άμστερνταμ (1905), την Κολονία (1912), τη Νέα Υόρκη (1913) και το Βερολίνο (1914).

Συνολικά δημιούργησε σε διάστημα περίπου δέκα ετών περισσότερα από 800 πίνακες και 1000 μικρότερα σχέδια. Σώζεται ακόμα εκτενής αλληλογραφία του με τον αδελφό του, που περιλαμβάνει περισσότερα από 700 γράμματα. Επίσης ο βαν γκογκ είναι διάσημος για τις πινελιές του οι οποίες πολλές φορές παρουσιάζουν μια κίνηση.
Επιλεγμένα έργα
(1885) Οι πατατοφάγοι
(1888) Το δωμάτιο του βαν Γκογκ στην Αρλ (ή Το δωμάτιο του καλλιτέχνη με το κρεβάτι του)
(1888) Εξώστης καφενείου την νύχτα στην Αρλ (ή Εξωτερικό καφενείου την νύχτα)
(1888) Το κόκκινο αμπέλι
(1889) Έναστρη νύχτα
(1889) Ίριδες
(1889) Βάζο με δώδεκα ηλιοτρόπια
(1889) Αυτοπροσωπογραφία (ή Άνδρας με πίπα)
(1890) Πορτραίτο του γιατρού Γκασέ

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%92%CE%AF%CE%BD%CF%83%CE%B5%CE%BD%CF%84_%CE%B2%CE%B1%CE%BD_%CE%93%CE%BA%CE%BF%CE%B3%CE%BA


Ὁ Πολύφημος δέν ἦταν μονόφθαλμος


Μήπως τελικῶς μᾶς προκύψῃ κάπως ἔτσι ὁ Πολύφημος; Λέτε νά ξέχασε καί τό κέρατο ὁ Ὅμηρος;

Ἔχω μάθει ὅταν ἰσχυρίζομαι κάτι νὰ μπορῶ νὰ τὸ ἀποδείξω καὶ νὰ τὸ τεκμηριώσω. 
Σήμερα λοιπὸν ἀπεφάσισα νὰ σας παρουσιάσω τὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν Ὀδύσσεια τοῦ Ὁμήρου, ποὺ οὐσιαστικῶς καταρρίπτουν τὸν μῦθο περὶ μονοφθαλμίας τοῦ Κύκλωπος Πολυφήμου.
Κατ’ ἀρχὰς ὁ Κύκλωψ εἶναι αὐτὸς ποὺ διαθέτει κύκλο+ὀπὴ ἢ ποὺ κυκλικῶς ὀρᾶ (ἐποπτεύει). Δῆλα δή, αὐτὸς ποὺ ἢ διαθέτει ὀφθαλμοὺς κυκλικούς, (πόσοι ἄρα γέ ἀπό ἐμᾶς διαθέτουν κυκλικούς ὀφθαλμούς;) στρογγυλούς ἢ αὐτὸς ποὺ μπορῇ καὶ κυκλικῶς βλέπει. Δῆλα δή, σὲ καμμίαν περίπτωσιν τὸ ὄνομά του δὲν δηλώνει μονοφθαλμία!
Ἀπό ποῦ μᾶς προέκυψε αὐτή ἡ ἐκδοχή;
Χάνεται κάπου στὰ βάθη τῶν …συμφορῶν καὶ τῶν καταστροφῶν τῆς Ἑλληνικῆς γραμματείας. Κάποιος, κάπου, κάποτε τὸ ἔγραψε κι ἀπὸ τότε, ἀντὶ νὰ ἀνατρέχουμε στὸν Ὅμηρο, παπαγαλίζουμε αὐτὴν τὴν βλακεία.
Κι ἐρωτῶ, ὁ Ὅμηρος τί λέει; Γιατί νά παρουσιάζουμε ἕνα κάρο ἑρμηνεῖες, ὑποθέσεις, ἐκτιμήσεις καί νά μήν ἀνατρέχουμε στόν ἴδιον τόν Ὅμηρο;
Ὁ παπποῦς Ὅμηρος εἶχε μίαν πολὺ σοβαρὴ «παραξενιά»!  Ἢταν ἀπίστευτα σχολαστικὸς καὶ λεπτομερὴς στὶς περιγραφές του! Τόσο ποὺ μᾶς «ἀναγκάζει» νὰ ζήσουμε κάθε του περιγραφή, σὰν νὰ ἤμασταν παρόντες. 
Εἶναι λοιπόν ποτέ δυνατόν νά ἔχῃ γράψῃ γιά κάποιον μονόφθαλμο καί νά μήν στέκεται στό γεγονός τῆς μονοφθαλμίας  πρό κειμένου νά τόν περιγράψῃ μέ κάθε λεπτομέρεια; 
Μήπως τελικῶς ὅλοι ἦταν μονόφθαλμοι ἐκείνην τήν ἐποχή καί κατ’ ἐπέκτασιν δέν τοῦ ἔκανε ἐντύπωσιν ἢ μήπως δέν ἀσχολήθηκε μέ κάτι ….ἀνύπαρκτον;
Πρὶν σᾶς παρουσιάσω τὰ ἀποσπάσματα τοῦ  Ὁμήρου ποὺ ἀποσαφηνίζουν  αὐτὲς τὶς «περίεργες» παρακάμψεις τῶν «ἐπιστημόνων» ποὺ τὸν «μετέφρασαν», θὰ σᾶς προτείνω ἀνεπιφύλακτα νὰ μελετήσετε Ὅμηρο. Ὄχι ὅμως ἀπὸ κάποιο κείμενον κάποιου «μεταφραστοῦ» ἀλλὰ ἀπὸ τὸ πρωτότυπον!
Διότι ἔχουμε ΚΑΤΑΝΤΗΣΕΙ νὰ μὴν μποροῦμε νὰ ἀναγνώσουμε κἂν τὰ ὅσα μᾶς μεταφέρει ἡ Ἑλληνικὴ γραμματεία! Ἀμόρφωτοι, ἀπαίδευτοι, τεμπέληδες! Ναί, τεμπέληδες! (Μὴν παρεξηγηθῇ κάποιος! Ξέρετε πὼς γράφω ἀλήθειες! Κι ἂς πονοῦν!)
Ἂντὶ νὰ πιάσουμε λοιπὸν μόνοι μας νὰ ΔΙΑΒΑΣΟΥΜΕ ἀρκούμαστε στὰ ὅσα ἄλλοι κάνουν γιὰ ἐμάς! Καὶ θεωροῦμε, (ἄκου θεωροῦμε!!!) τὶς «μεταφράσεις τους» ὥς θέσφατα! Μετάφρασιν δὲν χρειάζεται ἡ Ἑλληνικὴ Γλώσσα μας! Μελέτη κι ἀνάγνωσιν χρειάζεται! Μεταφράσεις χρειάζονται οἱ λοβοτομημένοι καὶ οἱ τεμπέληδες!!! Καθῶς κι ἐρμηνεῖες!!! Καθῶς καὶ ….ἀποκωδικοποιήσεις! Καθαρὸ μυαλὸ χρειαζόμαστε Ἕλληνες καὶ ΔΟΥΛΕΙΑ!!! ΜΟΝΟΝ!!!

Νὰ κάτσουμε λοιπὸν  νὰ σκεφθοῦμε ὅλοι μας τὸ γιατὶ μᾶς ἔχουν ἀποκρύψει τόσο οὐσιώδεις πληροφορίες. Νὰ ἀναρωτηθοῦμε γιατὶ μᾶς ἀφήνουν στὶς «μεταφράσεις» καὶ δὲν μᾶς ἐπιτρέπουν (ναί, δὲν μᾶς ἐπιτρέπουν διότι μᾶς ἔχουν λοβοτομήσει καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ἀναγνώσουμε τὴν ἴδια μας τὴν γλώσσα!!!) νά κάνουμε μίαν ἀπλῆν ἀνάγνωσιν! Μίαν ἀνάγνωσιν βρὲ παιδιά! Μόνον!
Ἔχει καταντήσει πολυτέλεια πλέον νὰ μποροῦμε νὰ διαβάσουμε τοὺς κλασσικούς μας. Κι αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ ζητούμενον. Νὰ τὸ ἀλλάξουμε! Νὰ γίνουμε ἐμεῖς αὐτοὶ ποὺ θὰ στρωθοῦν κάτω καὶ θὰ ἀναζητήσουν τὶς ἀλήθειες ποὺ τόσο ἐπιμελῶς μᾶς κρύβουν!
Διότι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ θέλουμε πίσω τὴν Πατρίδα μας καὶ νὰ ἀσχολούμαστε μὲ τὰ πάντα ὥς ἡμιμαθεῖς. Ἢ θὰ γίνουμε ΟΛΟΙ Ἕλληνες ἢ θὰ πᾶμε στὸν ἀγύριστον νὰ ἡσυχάσουμε κι ἐμεῖς κι ὁ πλανήτης.
Ἡ μονοφθαλμία λοιπόν τοῦ Κύκλωπος εἶναι τόσο σοβαρόν θέμα γιά νά καταπιαστῇ κάποιος; Δέν ὑπάρχουν σοβαρότερα;
Σαφῶς καὶ ὑπάρχουν! Πάντα ὑπάρχουν! Ἀλλὰ λέγοντας διαρκῶς ΝΑΙ, σκύβοντας καθημερινῶς καὶ χαμηλότερα τὴν κεφαλή,  δεχόμενοι ὅλο καὶ περισσότερες παραπληροφορίες ἀδιαμαρτύρητα, ξυπνᾶμε μίαν ὠραίαν ἡμέρα καὶ διαπιστώνουμε πὼς στὴν παραλία τῆς Σμύρνης τελικῶς ἔγινε συνωστισμός! Ἢ πὼς ὁ Διᾶκος ἐρωτεύτηκε τὴν Διάκαινα καὶ τὴν κοπάνησε μαζύ της, ψήνοντας καὶ τρώγοντας ἀρνιά! Ἢ πὼς ὁ Ὅμηρος δὲν ἦταν ἕνας καὶ δὲν ἦταν Ἕλλην, ἀλλὰ λεγόταν Ὁμέρ καὶ ἦταν ἀπὸ τὰ βόρεια τῆς Κίνας, τὴν γνωστή μας Μογγολία! 
Παραθέτω τὸ κείμενον ἀπὸ τὴν σελίδα καὶ τὴν ἀπόδοσιν τοῦ Κώστα Δούκα ἀπ’ εὐθείας. Γραμμὴ γραμμή! Τὴν θεωρῶ μίαν ἀπὸ τὶς ἐντιμότερες καὶ καθαρότερες ἀποδόσεις, διότι πορεύεται βῆμα τὸ βῆμα, παραμένοντας στὰ τῆς γλώσσης κληροδοτήματα. Ἀξιολογότατον πόνημα. 
(Ἡ ἄλλη ἐκδοχὴ εἶναι νὰ πιάσουμε μόνοι μας τὸν Ὅμηρο. Τὸ εἴπαμε! Ἀλλὰ αὐτὸ  θέλει ὑποδομὴ καὶ ἡ ὑποδομὴ κερδίζεται, δὲν χαρίζεται!)
Κυκλώπων δ᾽ ἐς γαῖαν ἐλεύσσομεν ἐγγὺς ἐόντων,
Στῶν Κυκλώπων  τὴν γῆν ἐφθάσαμεν καθὼςἐγγὺς εἴμαστε,  
καπνόν τ᾽ αὐτῶν τε φθογγὴν ὀίων τε καὶ αἰγῶν.
στὸν καπνὸν αὐτῶν καὶ τὴνφθογγὴ προβάτων καὶ αἰγῶν. 
ἦμος δ᾽ ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθε,
Ὅμως ὁ ἥλιος ἔδυσε καὶ σκότος ἐπῆλθε, 
δὴ τότε κοιμήθημεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης.
καὶ τότε κοιμηθήκαμε στὸ ῥῆγμα τῆς θαλάσσης 
ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,              170
Ὅμως ἡ πρωϊγενὴς φάνη ῥοδοδάκτυλη αὐγή, 
καὶ τότ᾽ ἐγὼν ἀγορὴν θέμενος μετὰ πᾶσιν ἔειπον·
καὶ τότε ἐγὼ ἀγορὰ συγκάλεσα καὶ σὲ ὅλους εἶπα: 
“᾽ἄλλοι μὲν νῦν μίμνετ᾽, ἐμοὶ ἐρίηρες ἑταῖροι·
«Ἄλλοι ἐδῶ νὰ μείνετε, ἀγαπητοὶ ἑταῖροι, 
αὐτὰρ ἐγὼ σὺν νηί τ᾽ ἐμῇ καὶ ἐμοῖς ἑτάροισιν
ἐγὼ πάλι μὲ τὴν νῆα μου καὶ τοὺς ἑταίρους μου 
ἐλθὼν τῶνδ᾽ ἀνδρῶν πειρήσομαι, οἵ τινές εἰσιν,
θὰ πάω αὐτοὺς τοὺς ἄνδρες νὰ δοκιμάσω, ποιοὶ εἶναι 
ἤ ῥ᾽ οἵ γ᾽ ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι,               175
μήπως ὑβριστὲς καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι 
ἦε φιλόξεινοι, καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδής.᾽
ἢ φιλόξενοι, καὶ ἄν ὁ νοῦς τους εἶναι θεοσεβής». 
“ὣς εἰπὼν ἀνὰ νηὸς ἔβην, ἐκέλευσα δ᾽ ἑταίρους
Ἔτσι ὥς εἶπα στὴν νῆα ἀνέβηκα, ἐκέλευσα καὶ τοὺς ἑταίρους 
αὐτούς τ᾽ ἀμβαίνειν ἀνά τε πρυμνήσια λῦσαι.
ν’ ἀνεβοῦν κι αὐτοὶ καὶ τὰ πρυμνήσια νὰ λύσουν. 
οἱ δ᾽ αἶψ᾽ εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῖσι καθῖζον,
Αὐτοὶ στὸ ἆψε ἀνέβηκαν καὶ στὰ κουπιὰ κάθισαν,  
ἑξῆς δ᾽ ἑζόμενοι πολιὴν ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς.           180
κι ἐφ’ ἐξῆς καθεζόμενοι τὴν σταχτιὰ θάλασσαν ἔτυπταν μὲ τὰ κουπιά. 
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τὸν χῶρον ἀφικόμεθ᾽ ἐγγὺς ἐόντα,
 Ἀλλὰ ὅταν σὲ χῶρο ἀφικόμεθαποὺἐγγὺς ἦταν
ἔνθα δ᾽ ἐπ᾽ ἐσχατιῇ σπέος εἴδομεν ἄγχι θαλάσσης,
τότε στὴν ἐσχατιὰ σπήλαιον εἴδαμε, κοντὰ στὴν θάλασσαν, 
ὑψηλόν, δάφνῃσι κατηρεφές. ἔνθα δὲ πολλὰ
ὑψηλό, μὲ δάφνες κατάσπαρτον. Ἐκεῖ πολλὰ  
μῆλ᾽, ὄιές τε καὶ αἶγες, ἰαύεσκον· περὶ δ᾽ αὐλὴ
ποίμνια, πρόβατα καὶ αἶγες κοιμόντουσαν. Γύρω αὐλὴ  
ὑψηλὴ δέδμητο κατωρυχέεσσι λίθοισι                          185
ὑψηλή εἶχε δομηθῇ μὲ καταχωμένους λίθους 
μακρῇσίν τε πίτυσσιν ἰδὲ δρυσὶν ὑψικόμοισιν.
μὲ μακριὰ παῦκα καὶ δρῦς ὑψικόρυφες. 
ἔνθα δ᾽ ἀνὴρ ἐνίαυε πελώριος, ὅς ῥα τὰ μῆλα
Ἐκεῖ ἄνδρας ἀναπαυόταν πελώριος, ποὺ τὰ πρόβατα 
οἶος ποιμαίνεσκεν ἀπόπροθεν· οὐδὲ μετ᾽ ἄλλους
μόνος ποίμαινε χωριστά. Οὐδὲ μὲ τοὺς ἄλλους 
πωλεῖτ᾽, ἀλλ᾽ ἀπάνευθεν ἐὼν ἀθεμίστια ᾔδη.
σύχναζεν, ἀλλὰ μακριὰ ἦταν καὶ τὰ ἄνομα ἤξερε. 
καὶ γὰρ θαῦμ᾽ ἐτέτυκτο πελώριον, οὐδὲ ἐᾐκει           190
Καὶ ἦταν ἀλήθεια ἕνα θαῦμα πελώριον, οὔτε ἔμοιαζε  
ἀνδρί γε σιτοφάγῳ, ἀλλὰ ῥίῳ ὑλήεντι
μὲ ἄνδρα σιτοφάγο, ἀλλὰ μὲ κορυφὴ δασώδη 
ὑψηλῶν ὀρέων, ὅ τε φαίνεται οἶον ἀπ᾽ ἄλλων.
ὑψηλῶν ὀρέων, ποὺ φαίνεται μόνη ἀπὸ τὶς ἄλλες. (6) 
 Κάθεται λοιπὸν ὁ παπποῦς Ὅμηρος καὶ περιγράφει μὲ τόσες λεπτομέρειες τὸν Πολύφημο ἀλλὰ τοῦ διαφεύγει νὰ γράψῃ κάτι γιὰ τὴν μονοφθαλμία του!
Εἴμαστε σοβαροί;
Προσέξτε καὶ παρακάτω πόσο ἀναλυτικὸς εἶναι, ἀλλὰ ὁ «ἄτιμος» δὲν «καταδέχεται» νὰ ἀναφερθῇ σὲ κάτι τέτοιον! Μήπως τελικῶς μᾶς δουλεύουν; 
Καρπαλίμως δ᾽ εἰς ἄντρον ἀφικόμεθ᾽, οὐδέ μιν ἔνδον   216
Βιαστικά, σὲ ἄντρον ἀφικόμεθα, ὅμως ἔνδον 
εὕρομεν, ἀλλ᾽ ἐνόμευε νομὸν κάτα πίονα μῆλα.
δὲν (τόν) εὔρομεν, ἀλλ’ ἔβοσκε σὲ νομὴ παχειὰ πρόβατα 
ἐλθόντες δ᾽ εἰς ἄντρον ἐθηεύμεσθα ἕκαστα.
Ἐλθόντες στὸ ἄντρο κυττάζαμε τὸ κάθε τι. 
ταρσοὶ μὲν τυρῶν βρῖθον, στείνοντο δὲ σηκοὶ
τυρόβολα ἀπὸ τυριὰ ἔβριθαν, στένευαν καὶ οἱ μάντρες 
ἀρνῶν ἠδ᾽ ἐρίφων· διακεκριμέναι δὲ ἕκασται                 220
ἀπὸ ἀρνιὰ κι ἐρίφια, διακεκριμένα τὸ κάθε ἕνα 
ἔρχατο, χωρὶς μὲν πρόγονοι, χωρὶς δὲ μέτασσαι,
ἦσαν μαντρωμένα, χωριστὰ τὰ πρωτογέννητα, χωριστὰ τὰ μεσαῖα 
χωρὶς δ᾽ αὖθ᾽ ἕρσαι. ναῖον δ᾽ ὀρῷ ἄγγεα πάντα,
χωριστὰ πάλι τὰ ὄψιμα. Κι ἦταν γεμᾶτα τυρόγαλα τ’ ἀγγεῖα πάντα,  
γαυλοί τε σκαφίδες τε, τετυγμένα, τοῖς ἐνάμελγεν.
γαβάθες καὶ σκαφίδια, καλόφτιαχτα, ὅπου ἄρμεγε. 
ἔνθ᾽ ἐμὲ μὲν πρώτισθ᾽ ἕταροι λίσσοντ᾽ ἐπέεσσιν
Τότ’ ἐμὲ πρώτιστα οἱ ἑταῖροι παρεκάλεσαν λέγοντας 
τυρῶν αἰνυμένους ἰέναι πάλιν, αὐτὰρ ἔπειτα            225
τυριὰ παίρνοντας νὰ γυρίσωμε πίσω, καὶ πάλιν ἔπειτα  
καρπαλίμως ἐπὶ νῆα θοὴν ἐρίφους τε καὶ ἄρνας
ἁρπαχτὰ στὴν ταχειὰ νῆα ἐρίφια καὶ ἀρνιὰ 
σηκῶν ἐξελάσαντας ἐπιπλεῖν ἁλμυρὸν ὕδωρ·
ἀπὸ τὰ μαντριὰ ἐλαύνοντας νὰ ἐπιπλεύσωμε στὸ ἁλμυρὸν ὕδωρ 
ἀλλ᾽ ἐγὼ οὐ πιθόμην, ἦ τ᾽ ἂν πολὺ κέρδιον ἦεν,
ἀλλὰ ἐγὼ δὲν ἄκουσα -καὶ πολὺ ἐπικερδὲς θὰ ἦταν-  
ὄφρ᾽ αὐτόν τε ἴδοιμι, καὶ εἴ μοι ξείνια δοίη.
γιὰ νὰ ἰδῶ κι αὐτὸν, μήπως δῶρα ξένια μοῦ δώσῃ.  
οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔμελλ᾽ ἑτάροισι φανεὶς ἐρατεινὸς ἔσεσθαι.     230
δὲν ἔμελλεν ὅμως στοὺς ἑταίρους φανεὶς ἀρεστὸς νὰ εἶναι. 
“ἔνθα δὲ πῦρ κήαντες ἐθύσαμεν ἠδὲ καὶ αὐτοὶ
 Ἐκεὶ πῦρ καύσαντες θυσιάσαμε καὶ οἱ ἴδιοι
τυρῶν αἰνύμενοι φάγομεν, μένομέν τέ μιν ἔνδον
τυριὰ παίρνοντας φάγαμε, καὶ μείναμε ἔνδον 
ἥμενοι, ἧος ἐπῆλθε νέμων. φέρε δ᾽ ὄβριμον ἄχθος
καθήμενοι ὥς ποὺ ἦλθε ἀπὸ τὴν νομή. Βαρειὰ σὰν ἀχθοφόρος
ὕλης ἀζαλέ ς, ἵνα οἱ ποτιδόρπιον εἴη,
ἔφερε ξύλα ξερά, γιὰ τὸ δεῖπνο του.  
ἔντοσθεν δ᾽ ἄντροιο βαλὼν ὀρυμαγδὸν ἔθηκεν·       235
Ἐντὸς τοῦ ἄντρου πετῶντας τα ὀρυμαγδὸ σήκωσε 
ἡμεῖς δὲ δείσαντες ἀπεσσύμεθ᾽ ἐς μυχὸν ἄντρου.
κι ἐμεῖς ἀπὸ δέος σπεύσαμε στὸ μυχὸ τοῦ ἄντρου 
αὐτὰρ ὅ γ᾽ εἰς εὐρὺ σπέος ἤλασε πίονα μῆλα
Αὐτὸς πάλι στὸ εὐρὺ σπήλαιον εἰσήλαε παχειὰ πρόβατα 
πάντα μάλ᾽ ὅσσ᾽ ἤμελγε, τὰ δ᾽ ἄρσενα λεῖπε θύρηφιν,
ὅλα ὅσα ἄρμεγε, καὶ τὰ ἀρσενικὰ κατέλιπε πρὸς τὴν θύραν, 
ἀρνειούς τε τράγους τε, βαθείης ἔκτοθεν αὐλῆς.
ἀρνιὰ καὶ τράγους, ἔξω στὴν βαθειὰν αὐλήν.  
αὐτὰρ ἔπειτ᾽ ἐπέθηκε θυρεὸν μέγαν ὑψόσ᾽ ἀείρας,        240
Ἔπειτα πάλιν ἐπέθεσε θυρόπετρα μεγάλη ὑψηλὰ σηκώνοντας, 
ὄβριμον· οὐκ ἂν τόν γε δύω καὶ εἴκοσ᾽ ἄμαξαι
βαρειὰν αὐτὴν οὔτε εἰκοσιδύο ἅμαξες 
ἐσθλαὶ τετράκυκλοι ἀπ᾽ οὔδεος ὀχλίσσειαν·
δυνατὲς τετράκυκλες ἀπὸ τὴν ὁδὸ θὰ μποροῦσαν νὰ κουνήσουν! 
τόσσην ἠλίβατον πέτρην ἐπέθηκε θύρῃσιν.
τόση ἀπόκρημνη πέτρα ἐπέθεσε στὴν θύρα.  
ἑζόμενος δ᾽ ἤμελγεν ὄις καὶ μηκάδας αἶγας,
Καὶ καθιστὸς ἄρμεγε πρόβατα καὶ μυκώμενες αἶγες, 
πάντα κατὰ μοῖραν, καὶ ὑπ᾽ ἔμβρυον ἧκεν ἑκάστῃ.     245
τὰ πάντα κατὰ τὸ πρέπον, καὶ τὸ ἔμβρυον ἔβαλε κάτω ἀπὸ ἑκάστην 
αὐτίκα δ᾽ ἥμισυ μὲν θρέψας λευκοῖο γάλακτος
Ἀμέσως τὸ ἥμισυ πήζοντας τοῦ λευκοῦ γάλακτος  
πλεκτοῖς ἐν ταλάροισιν ἀμησάμενος κατέθηκεν,
σὲ πλεκτὰ τελάρα μαζεύοντας ἔβαλε 
ἥμισυ δ᾽ αὖτ᾽ ἔστησεν ἐν ἄγγεσιν, ὄφρα οἱ εἴη
καὶ τὸ ἥμισυ πάλιν ἔθεσε σὲ ἀγγεῖα, γιὰ νὰ τὸ ἔχῃ 
πίνειν αἰνυμένῳ καί οἱ ποτιδόρπιον εἴη.
νὰ πίνῃ παίρνοντας καὶ προσδόρπιο νὰ τοῦ εἶναι. 
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ σπεῦσε πονησάμενος τὰ ἃ ἔργα,       250
Ἔπειτ’ ἀφοῦ ἔσπευσε νὰ κάμῃ αὐτὰ τὰ ἔργα, 
καὶ τότε πῦρ ἀνέκαιε καὶ εἴσιδεν, εἴρετο δ᾽ ἡμέας·
τότε πῦρ καίγοντας  μᾶς εἶδε καὶ μᾶς ἐρώτησε.
” ᾽ὦ ξεῖνοι, τίνες ἐστέ; πόθεν πλεῖθ᾽ ὑγρὰ κέλευθα;
«Ξένοι, ποιοί εἶστε; Ἀπό ποῦ πλέετε στούς ὑγρούς δρόμους; 
ἦ τι κατὰ πρῆξιν ἦ μαψιδίως ἀλάλησθε,
Μήπως γιά καμιά πρᾶξιν ἢ ἄσκοπα γυρίζετε 
οἷά τε ληιστῆρες, ὑπεὶρ ἅλα, τοί τ᾽ ἀλόωνται
ὅπως οἱ ληστές στήν θάλασσα, πού περιπλανῶνται 
ψυχὰς παρθέμενοι κακὸν ἀλλοδαποῖσι φέροντες;”       255
τίς ψυχές τους ξεγράφοντας, κακὸ σ’  ἀλλοδαπούς φέροντες;» 
“ὣς ἔφαθ᾽, ἡμῖν δ᾽ αὖτε κατεκλάσθη φίλον ἦτορ,
Ἔτσι εἶπε, καὶ σὲ ἐμᾶς πάλιν ἔσπασε τὸ φυλλοκάρδι 
δεισάντων φθόγγον τε βαρὺν αὐτόν τε πέλωρον.
ἀπὸ δέος στὴν βαρειὰ φθογγή  του κι ἀπ‘ αὐτὸν τὸν πελώριον.
Ὅπως ἴσως διαπιστώνετε κι ἐσεῖς, ὁ Πολύφημος εἶναι μόνον ΠΕΛΩΡΙΟΣ!!! 
Ἔχει  κάτσει ὁ παπποῦς Ὅμηρος καὶ μᾶς διηγεῖται τὸ κάθε τί, ἀπὸ αὐτὰ ποὺ κάνει ὁ Κύκλωψ κι …ἀγνοεῖ τὸ «σημαντικότερον»!!! Πᾶμε καλά;)
Σᾶς κούρασα, τὸ γνωρίζω. Ἀλλὰ πιστεύω πὼς ἔπρεπε νὰ διαπιστώσουμε ὅλοι μας πόσο λεπτομερῶς καταγράφει τὰ πάντα ὁ παπποῦς Ὅμηρος. Γιατί «ξεχνᾶ» τήν μονοφθαλμία;
Λίγο πιὸ κάτω ἀπαντᾶ ὁ Ὀδυσσεύς σχετικὰ μὲ τοὺς λόγους ποὺ τὸν ὁδηγησαν στὸν ἄνδρον τοῦ Πολυφήμου. 

Ἄλλες λεπτομέρειες ἐπίσης! Μέσα σὲ 10-15 στίχους τὰ λέει ὅλα! Καὶ δὲν τοῦ περισσεύει μία μόνον λέξι γιὰ τὴν μονοφθαλμία!!! Τς τς τς… Σοβαρά;
Προσέξτε ἀκόμη μίαν περιγραφή ποὺ ἀφορᾶ στὴν ἀνεύρεσιν τοῦ μέσου γιὰ τὴν τύφλωσιν:
Κύκλωπος γὰρ ἔκειτο μέγα ῥόπαλον παρὰ σηκῷ,
Γιατὶ κοντὰ στοῦ Κύκλωπος τὴν μάντρα ἔκειτο μέγα ῥόπαλο,
χλωρὸν ἐλαΐνεον· τὸ μὲν ἔκταμεν, ὄφρα φοροίη        320
χλωρό, ἀπὸ ἐλιά. Τὸ εἶχεν ἐκτάμει, γιὰ νὰ τὸ φέρῃ 
αὐανθέν. τὸ μὲν ἄμμες ἐίσκομεν εἰσορόωντες
σὰν ξεραθῇ. Ἐμεῖς τὸ νομίζαμεν εἰσορῶντας το 
ὅσσον θ᾽ ἱστὸν νηὸς ἐεικοσόροιο μελαίνης,
ὅσον ὁ ἱστὸς νηὸς εἰκοσάκωπης μελανῆς 
φορτίδος εὐρείης, ἥ τ᾽ ἐκπεράᾳ μέγα λαῖτμα·
φορτηγίδος, εὐρείας, ποὺ διαπερνᾶ τὰ μεγάλα βάθη.  
τόσσον ἔην μῆκος, τόσσον πάχος εἰσοράασθαι.
τόσον ἦταν τὸ μῆκος, τόσο τὸ πάχος εἰσορῶντας το.  
τοῦ μὲν ὅσον τ᾽ ὄργυιαν ἐγὼν ἀπέκοψα παραστὰς    325
Τοῦ ἀπέκοψα ὅσο μία ὀργιὰ πλησιάζοντας,  
καὶ παρέθηχ᾽ ἑτάροισιν, ἀποξῦναι δ᾽ ἐκέλευσα·
καὶ τὸ ἔδωσα στοὺς ἑταίρους, νὰ τὸ ἀποξύσουν κελεύοντας. 
οἱ δ᾽ ὁμαλὸν ποίησαν· ἐγὼ δ᾽ ἐθόωσα παραστὰς
ἐκεῖνιο τὸ ὁμαλοποίησαν κι ἐγὼ πῆγα καὶ τοῦ ἔκανα 
ἄκρον, ἄφαρ δὲ λαβὼν ἐπυράκτεον ἐν πυρὶ κηλέῳ.
ἄκρη, καὶ ἀμέσως πιάνοντας πυράκτωσα σὲ πῦρ καυτερό. 
καὶ τὸ μὲν εὖ κατέθηκα κατακρύψας ὑπὸ κόπρῳ,
Μετὰ τὸκαλόθεσα κατακρύβοντας στὴν κοπριὰ 
ἥ ῥα κατὰ σπείους κέχυτο μεγάλ᾽ ἤλιθα πολλή·         330
ποὺ στὸ σπήλαιον ἦταν χυμένη πάρα πολλή. 
αὐτὰρ τοὺς ἄλλους κλήρῳ πεπαλάσθαι ἄνωγον,
Ἔπειτα τοὺς ἄλλους νὰ βάλουν κλῆρο πρόσταξα,  
ὅς τις τολμήσειεν ἐμοὶ σὺν μοχλὸν ἀείρας
ποιὸς θὰ τολμοῦσε μαζὺ μὲ ἐμένα τὸν μοχλὸ σηκώνοντας 
τρῖψαι ἐν ὀφθαλμῷ, ὅτε τὸν γλυκὺς ὕπνος ἱκάνοι.
νὰ τρίψῃ στον ὀφθαλμό του, ὅταν ὁ γλυκὸς ὕπνος τοῦ ἔλθῃ. 
Διαβάσατε κάτι γιά ΜΟΝΟφθαλμία; Μὴν βιάζεστε… Ἔχει καὶ συνέχεια!
Διότι ὁ παπποῦς Ὅμηρος περιγράφει τὰ πάντα! Τὸ μόνον στὸ ὁποῖον δὲν στέκεται εἶναι ἡ βλακεία ποὺ ἀναμασοῦμε ἐδῶ καὶ αἰῶνες. Κι ἐπεὶ δὴ ἐγὼ μόνον τὸν Ὅμηρο παραδέχομαι ὥς Ὅμηρο, κι ὄχι κάποιον ὁποιονδήποτε ἄλλον, στὸν Ὅμηρον δὲν  διεπίστωσα κάτι τέτοιο!
Τὸ ἐπόμενον ἐπιμαχον ἀπόσπασμα ἀφορᾷ στὴν τύφλωσιν τοῦ Κύκλωπος. Γιὰ νὰ δοῦμε, λέει κάτι γιά τό «μοναδικόν» μάτι ἢ δέν λέει;
“ἦ καὶ ἀνακλινθεὶς πέσεν ὕπτιος, αὐτὰρ ἔπειτα    371
 Εἶπε κι ἀνακλινθεὶς ἔπεσεν ὕπτιος, ἔπειτα πάλιν 
κεῖτ᾽ ἀποδοχμώσας παχὺν αὐχένα, κὰδ δέ μιν ὕπνος
ἔγειρε πλαγιαστὰ τὸν παχὺν αὐχένα, καὶ ὕπνος 
ᾕρει πανδαμάτωρ· φάρυγος δ᾽ ἐξέσσυτο οἶνος
τὸν ἔπιασε ποὺ τὰ πάντα δαμάζει. Κι ἀπὸ τὸν φάρυγγά ἔβγαινεν οἶνος 
ψωμοί τ᾽ ἀνδρόμεοι· ὁ δ᾽ ἐρεύγετο οἰνοβαρείων.
καὶ κομμάτια ἀνθρωπίνου  κρέατος καὶ ῥευόταν οἰνοβαρεμένος. 
καὶ τότ᾽ ἐγὼ τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῦ ἤλασα πολλῆς,   375
Τότε ἐγὼ τὸν μοχλὸν  ὑπὸ τὴν πολλὴ στάχτην ἔθεσα, 
ἧος θερμαίνοιτο· ἔπεσσι δὲ πάντας ἑταίρους
ἕως νὰ θερμανθῇ καὶ μὲ ἔπη πάντας τοὺς ἑταίρους
θάρσυνον, μή τίς μοι ὑποδείσας ἀναδύη.
θάρρυνα, μήπως φοβηθῇ κανείς καὶ φύγῃ. 
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τάχ᾽ ὁ μοχλὸς ἐλάινος ἐν πυρὶ μέλλεν
Ἀλλὰ ὅταν ταχειὰ ὁ ἐλάϊνος μοχλὸς στὴν πυρὰν ἔμελλε  
ἅψεσθαι, χλωρός περ ἐών, διεφαίνετο δ᾽ αἰνῶς,
ν’ ἀνάψῃ, κι ἂς ἦταν χλωρός, καὶ διαφαινόταν τρομερά,  
καὶ τότ᾽ ἐγὼν ἆσσον φέρον ἐκ πυρός, ἀμφὶ δ᾽ ἑταῖροι  380
τότ’ ἐγὼ πιὸ πέρα ἔφερα ἐκ τοῦ πυρός, καὶ γύρω οἱ ἑταῖροι 
ἵσταντ᾽· αὐτὰρ θάρσος ἐνέπνευσεν μέγα δαίμων.
ἵσταντο. Τότε θάρρος μέγα μοῦ ἐνέπνευσε κάποιος θεός.  
οἱ μὲν μοχλὸν ἑλόντες ἐλάινον, ὀξὺν ἐπ᾽ ἄκρῳ,
Ἐκεῖνοι τὸν ‘λάϊνο μοχλὸ πιάνοντας, ὀξὺ  στὴν ἄκρη 
ὀφθαλμῷ ἐνέρεισαν· ἐγὼ δ᾽ ἐφύπερθεν ἐρεισθεὶς
στὸν ὀφθαλμὸν ἔμπηξαν. Κι ἐγὼ ἀπὸ ‘πάνω στηριζόμενος 
δίνεον, ὡς ὅτε τις τρυπῷ δόρυ νήιον ἀνὴρ
περιδινοῦσα, ὅπως ὅταν τρυπᾶ ξύλο καραβίσιο κάποιος ἄνδρας 
τρυπάνῳ, οἱ δέ τ᾽ ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι         385
μὲ τρυπάνι, καὶ οἱ ἄλλοι ἀπὸ κάτω γύριζαν τὸν ἱμάντα 
ἁψάμενοι ἑκάτερθε, τὸ δὲ τρέχει ἐμμενὲς αἰεί.
κρατῶντας ἑκατέρωθεν, κι ἐκεῖνο τρέχει σταθερὰ διαρκῶς. 
ὣς τοῦ ἐν ὀφθαλμῷ πυριήκεα μοχλὸν ἑλόντες
Ἔτσι ἐκείνου στὸν ὀφθαλμὸ τὸν πυρόκαυστο μοχλὸ κρατῶντας 
δινέομεν, τὸν δ᾽ αἷμα περίρρεε θερμὸν ἐόντα.
περιδινούσαμε, κι αὐτὸν αἷμα περιέρρεε θερμὸς καθὼς ἦταν. 
πάντα δέ οἱ βλέφαρ᾽ ἀμφὶ καὶ ὀφρύας εὗσεν ἀυτμὴ (7)
Κι ὅλα τὰ βλέφαρα γύρω καὶ τὰ φρύδια τσουρούφλιζεν ὁ ἀτμός 
γλήνης καιομένης, σφαραγεῦντο δέ οἱ πυρὶ ῥίζαι.          390
καθὼς ἡ γλήνα καιγόταν. Κι ἔσκαγαν ἀπὸ τὸ πῦρ οἱ ῥίζες του.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀνὴρ χαλκεὺς πέλεκυν μέγαν ἠὲ σκέπαρνον
Ὅπως ὅταν ὁ χαλκουργὸς μεγάλο πέλεκυ ἢ σκεπάρνι 
εἰν ὕδατι ψυχρῷ βάπτῃ μεγάλα ἰάχοντα
σὲ ψυχρὸν ὕδωρ βαπτίζῃ καὶ δυνατὰ συρίζει 
φαρμάσσων· τὸ γὰρ αὖτε σιδήρου γε κράτος ἐστίν
γιὰ νὰ σκληρύνῃ. Γιατὶ τοῦτο εἶναι ἡ δύναμι τοῦ σιδήρου.  
ὣς τοῦ σίζ᾽ ὀφθαλμὸς ἐλαϊνέῳ περὶ μοχλῷ.
Ἔτσι σύριξεν ὁ ὀφθαλμός του γύρω ἀπὸ τὸν ‘λάϊνο μοχλό.  
σμερδαλέον δὲ μέγ᾽ ᾤμωξεν, περὶ δ᾽ ἴαχε πέτρη,     395
Τρομεὰ οἴμωξε, κι ἀντήχησε γύρω ἡ πέτρα, 
ἡμεῖς δὲ δείσαντες ἀπεσσύμεθ᾽· αὐτὰρ ὁ μοχλὸν
κι ἐμεῖς ἀπὸ δέος ἀποσυρθήκαμε. Ἐκεῖνος πάλι τὸν μοχλό 
ἐξέρυσ᾽ ὀφθαλμοῖο πεφυρμένον αἵματι πολλῷ.
ξέσυρεν ἀπὸ τὸν ὀφθαμόν, αἱμόφυρτον πολύ. 
(ῥαψωδία ι’  Ἀλκίνου ἀπόλογοι. Κυκλώπεια, ἐκδόσεις Ἰδεοθέατρον, Ἀθῆναι 1999, ἀπόδοσις (κι ὄχι μετάφρασις) εἰς τὴν νεοελληνική Κωνσταντῖνος Δούκας, μεταφορὰ κειμένου ἐκ τοῦ διαδικτύου ἀπὸ ἐδῶ καὶ τὴν σελίδα Ὁμήρου Ὀδύσσεια.)
Γιὰ νὰ δοῦμε ὅμως καὶ τὰ σχόλια τοῦ Δούκα, ποὺ παρατίθενται στὸ τμῆμα τῶν σημειώσεων.  (σελίδα 695)
6. Παρέχεται ἡ εὐκαιρία στὸν ποιητὴ περιγράφοντας τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνισι τοῦ Κύκλωπος, νὰ ἐπισημάνῃ τὸ ὅλως ἀξιοπερίεργο καὶ ἐντυπωσιακό, ὅτι ὁ ἄγριος γίγας ἦταν μονόφθαλμος. Δὲν τὸ πράττει, οὔτε ἐδῶ οὔτε σὲ ὁποιδήποτε ἄλλη περικοπὴ τοῦ ἔπους. Ὁ λόγος κατὰ τὸν Σχολιαστὴ εὐνόητος. Ὁ Κύκλωψ δὲν ἦταν μονόφθαλμος! Ἡ μονοφθαλμία εἶναι ἐπινόημα τῆς φαντασίας τῶν μεταγενεστέρων ποιητῶν, οἱ ὁποῖοι τερατολόγησαν γιὰ λόγους ἐντυπωσιασμοῦ. Κύκλωψ εἶναι ὁ κυκλοτερῶς ὁρῶν, ἢτοι ὁ πανάρχαιος κτηνοτρόφος, ὁ ὁποῖος κυκλοτερῶς ὥριζε τὴν γῆ τῆς κυριαρχίας καὶ τῆς ἰδιοκτησίας του. 
7. Ἀπὸ τὸν στίχο αὐτόν (Ὀδ. ι. 389) προκύπτει σαφῶς ὅτι ὁ Κύκλωψ εἶχε δύο μάτια, ἀφοῦ ἀναφέρονται «βλέφαρα» καὶ «φρύδια»  καὶ ὄχι «βλέφαρο» καὶ «φρύδι» ἂν ὁ γίγας εἶχε ἕνα μάτι. Οἱ μετέπειτα τερατολογοῦντες ποιητὲς ἀπεφάσισαν τὸν Κύκλωπα μονόφθαλμο. Ἄλλωστε μὲ τέτοια κακοποίησι τοῦ ὀφθαλμοῦ, ποὺ συμπληρώνεται καὶ στὸν ἐπόμενον στίχο, ὁ Κύκλωψ θὰ τυφλώθηκε ἐντελῶς λόγῳ μεγάλου ἐρεθισμοῦ. Ἐξυπακούεται ὅτι κάτω ἀπὸ τὶς περιστάσεις αὐτές, ὁ Ὀδυσσεύς καὶ οἱ σύντροφοί του, μὲ τὸν Κύκλωπα ὀδυρόμενο ἐκ τοῦ πόνου, δὲν θὰ εἶχαν τὴν εὐκαιρία ἀλλὰ οὔτε καὶ τὴν ἀπαίτησι νὰ σταθῇ ὁ Κύκλωπας γιὰ νὰ τοῦ βγάλουν καὶ τὸ ἄλλο μάτι. 

Σὲ αὐτὴν τὴν ἀπεικόνισιν ἐγὼ διακρίνω ἕναν θεόρατο ἄντρα ποὺ, βάσει σχεδιασμοῦ πάντα, δὲν φαίνεται γιὰ μονόφθαλμος! Πόθεν λοιπόν ἡ μονοφθαλμία;
Λογικά; Τί λέτε; εὐδοκιμεῖ ἀκόμη ἡ λογική σέ αὐτόν τόν τόπο;
Δὲν συνηθίζω νὰ ἔχω γνώμη ἀλλὰ γνώσιν. Ὅταν δὲν ξέρω δὲν μιλῶ! Ὅταν ὅμως ξέρω κι ἔχω γνώσιν, τότε αὐτομάτως ἀκυρώνονται ἐμπρός μου ὅλοι αὐτοὶ ποὺ διαδίδουν φῆμες!!! (Ὅπως γιὰ παράδειγμα κάτι ἀπαίδευτοι κι ἀμόρφωτοι καὶ τεμπέληδες καὶ λοβοτομημένοι καὶ ἀσυνείδητοι καὶ ἀνεύθυνοι δάσκαλοι!!!)
Ἂς ἔλθῃ κάποιος δάσκαλος ποὺ ἀμφισβητεῖ, διότι ὥς σύνηθως ἀγνοεῖ, νὰ μᾶς μιλήσῃ τώρα γιὰ εἰδικούς, ἐπιστήμονες καὶ ἐγκεκριμένα κείμενα τοῦ ὑπουργείου. Ὁ Ὅμηρος τί λέει; Αὐτὸν ἀκολουθοῦμε! Μόνον! Ὅλοι οἱ ἄλλοι ἀκυρώνονται ἐφ’ ὅσον δὲν παραμένουν στὰ ὅσα ὁ Ὅμηρος  γράφει! Σκέτο!
Ἀλλά κι ἔτσι νά εἶναι, νὰ πάρουμε τοὺς ἐπισήμως ἀποδεκτοὺς ἀπὸ τὸ ὑπουργεῖον ἀ-παιδείας. Γράφει ἀκόμη κι ὁ Καζαντζάκης κάτι γιά τήν μονοφθαλμία; Καί ποῦ; (Στὸ τέλος τοῦ κειμένου παραθέτω τὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΝ τοῦ Καζαντζάκη, τὴν ὁποίαν μπορεῖτε νὰ βρεῖτε ἐδῶ.) 
Ὥς συμπλήρωμα στὰ παραπάνω. Τὴν περίοδον ποὺ ξεκίνησα νὰ μελετῶ Ὅμηρο, ὄχι ἀπὸ τὴν ἀπόδοσιν τοῦ Δούκα, ἀλλὰ ἀπο τοῦ Καζαντζάκη τὴν μετάφρασιν κι ἐγώ, ἔπαθα στὸ ἕνα ΜΟΝΟΝ μάτι (ἀρχικῶς) μίαν ἐπιπεφυκίτιδα ἀρκετὰ σοβαρή. Ἀλλὰ στραβώθηκα κι ἀπὸ τὰ δύο. Τὸ μὲν ἀσθενὲς δὲν ἄνοιγε διόλου, τὸ δὲ ὑγιές ἄνοιγε μετὰ μεγάλης δυσκολίας καὶ μὲ πάρα πολλὰ δάκρυα καὶ πόνο!!!
Πῆγα σὲ ὀφθαλμίατρο καὶ μοῦ ἐξήγησε πὼς ἦταν φυσικότατον κάτι τέτοιο διότι τὸ ἕνα νεῦρον ἐπηρέαζε ἄμεσα τὸ ἄλλο. (Δὲν εἶμαι ἰατρός, τὸ ἔχουμε ξαναπεῖ! Ἀλλὰ δὲν μοῦ εἶναι δύσκολο νὰ καταλάβω τοὺς λόγους!)
Τότε μοῦ μπῆκε ἀρχικῶς ἡ ἰδέα περὶ τῆς μουσαντένιας μονοφθαλμίας τοῦ Κύκλωπος Πολυφήμου! Ἔψαξα στὸν Καζαντζάκη νὰ βρῶ κάτι γιὰ μονοφθαλμίες, ἀλλὰ δὲν τὰ κατάφερα. Καὶ μετὰ ἔπεσα ἐπάνω στὸν Δούκα! 
Ὁ Ὅμηρος ἀπὸ τὴν ἄλλην μεριὰ γνωρίζει ΑΡΙΣΤΩΣ ἰατρική, ἀνατομία καὶ φυσιολογία! Αὐτὸ μπορῶ νὰ σᾶς τὸ διαβεβαιώσω. Μόνον οἱ περιγραφὲς ποὺ δίδει γιὰ τὶς μάχες στὴν Ἰλιάδα εἶναι ἀνατριχιαστικές! Εἶναι κυριολεκτικῶς τόσο παραστατικές, ποὺ ὁ ἀναγνώστης αἰσθάνεται πὼς σχεδὸν  …παρίσταται ὁ ἴδιος! 
Λέτε λοιπόν ὁ παπποῦς Ὅμηρος νά ἦταν ἠλίθιος; Νά περιέγραφε λεπτομερῶς ἐπιλεκτικά; Νά παρέκαμπτε κάτι τόσο οὐσιῶδες;
Γιατί κανένας δέν τό ἔχει λάβει  ὑπ’ ὄψιν του; Μήπως διότι διαβάζουν ὅλοι ἀλλά δέν καταλαβαίνουν τί διαβάζουν;
Σίγουρα εἶναι δύσκολο νὰ ἀπαιτήσω ἀπὸ κάποιον φιλόλογο νὰ ἔχῃ γνώσεις ἰατρικῆς. Παράλογον! Ἀλλά τί στά κομμάτια; Οὔτε τῆς δικῆς του ἐπιστήμης τίς βασικές γνώσεις δέν διαθέτει; Μόνον νά παπαγαλίζῃ ξέρει;  Τί διαβάζει; Διαβάζει ἢ νομίζει πώς διαβάζει;
Ξέρετε κάτι φίλοι μου;
Ναί, δὲν εἶναι τὸ σημαντικότερον ἡ μονοφθαλμία τοῦ Κύκλωπος. Ἄλλα εἶναι τὰ σημαντικότερα. Ἀλλὰ ἔχω ἀποφασίσει νὰ ἀποσαθρώσω κάθε κομμάτι αὐτοῦ τοῦ πλαστοῦ οἰκοδομήματος, ποὺ καταχρηστικῶς ἔλαβε τὸν τίτλο «παιδεία». Εἶναι τὸ χειρότερον μέσον χειραγωγήσεώς μας. Εἶναι ἡ μεγαλυτέρα ἀπάτη!
Κι ἐὰν ἀκόμη δὲν μποροῦμε νὰ ἀντιληφθοῦμε στὸ ὅλον τὴν καταστροφὴ ποὺ ἔχουν ἐπιφέρει κάποιοι ἐπιτήδειοι, σίγουρα κομμάτια της διακρίνουμε ὁπουδήποτε.
Φιλονόη.  
Υ.Γ. Ὅπως βλέπετε παρέθεσα ἀρκετὰ μεγαλύτερα τμήματα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἀφοροῦν στὰ ἐπίμαχα σημεῖα περὶ ΜΗ ΜΟΝΟΦΘΑΛΜΙΑΣ τοῦ Κύκλωπος. 
Θὰ ἦταν ὅμως ἄδικο γιὰ τὸν ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ Νίκο Καζαντζάκη νὰ μὴν ἀντιπαραβάλλω  τὸ ἀντίστοιχον κείμενόν του, μὲ τὸ ὁποῖον ἐκεῖνος ΜΕΤΑΦΡΑΖΕΙ ποιητικῶς, κι ὄχι κυριολεκτικῶς (δῆλα δή, δὲν ἀποδίδει κατὰ λέξιν) τὰ ὅσα τὸ κείμενον ἀναφέρει. Ὄχι διότι δὲν λαμβάνουμε τὰ αὐτὰ νοήματα περὶ μονοφθαλμίας, ἀλλὰ διότι ἁπλούστατα ΟΥΔΕΙΣ δύναται νὰ τὰ παρατηρήσῃ!! (Τόση ἡ λοβοτομή; Τόση κι ἄλλη τόση κι ἄλλη τόση….)
Σιμά μας των Κυκλώπων βλέπαμε τη γη και τους καπνούς της      166
κι απ᾿ τα κοπάδια τα βελάσματα και τις φωνές των ίδιων. 
Και σύντας ο ήλιος πια βασίλεψε και πήραν τα σκοτάδια, 
σε ύπνο απογείραμε, στο ακρόγιαλο της θάλασσας απάνω.
Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,              170
όλους σε σύναξη τους κάλεσα κι αναμεσό τους είπα: 
,, Οι άλλοι σας τώρα εδώ να μείνετε, πιστοί μου εσείς συντρόφοι, 
κι ατός μου εγώ με το καράβι μου και με τους σύντροφούς μου 
θα πάω να μάθω, εδώ ποιοι κάθουνται, σαν τι λογής ανθρώποι.
Άνομοι να ‘ναι τάχα, ανέσπλαχνοι, που δεν ψηφούν το δίκιο,         175
για έχουν ψυχή θεοφοβούμενη και συμπαθούν τον ξένο;” 
Είπα, και στο άρμενο ανεβαίνοντας προστάζω τους συντρόφους, 
μόλις ανέβουν στο πλεούμενο, να λύσουν τις πρυμάτσες. 
Μπήκαν κι εκείνοι δίχως άργητα, και στα ζυγά ως καθίσαν
γραμμή, την αφρισμένη θάλασσα με τα κουπιά χτυπούσαν.          180
Και σύντας πια κει πέρα φτάσαμε — μακριά μαθές δεν ήταν — 
στην άκραν άκρα, πλάι στη θάλασσα, θωρούμε ομπρός μας σπήλιο 
ψηλό, με δάφνες κατασκέπαστο᾿ πολλά κοπάδια μέσα, 
γίδες και πρόβατα, μαντρίζουνταν τη νύχτα᾿ και τρογύρα
μια αυλή αψηλή, που την περίζωναν στη γη χωμένες πέτρες          185
κι ακόμα δρυς αψηλοφούντωτοι και τρισμεγάλα πεύκα. 
Ένας πελώριος άντρας πλάγιαζε κει μέσα, που τ᾿ αρνιά του 
βοσκούσε μοναχός, παράμερα᾿ κι που δ᾿ έσμιγε τους άλλους 
ποτέ, μον᾿ πάντα του ασυντρόφιαστος με το κακό στα φρένα
Τόσο θεόρατος που τα ‘χανες, δε θύμιζε άνθρωπο, όχι, 
που τρώει ψωμί, μονάχα ακρόκορφο λες κι ήταν δασωμένο 
βουνού αψηλού, που στ᾿ άλλα ανάμεσα μονάχο ξεχωρίζει.
…….
τ᾿ αρνιά, τα ρίφια᾿ κι ήταν ξέχωρα κλεισμένη η κάθε γέννα,       220
χώρια μαθές τα πρωτογέννητα και χώρια τα μεσάτα, 
και τα ψιμάρνια χώρια᾿ ξέχειλα τ᾿ αγγειά από ορό θωρούσες — 
λεβέτια, σκάφες, όλα, που ‘φτιανε, να τα ‘χει και ν᾿ αρμέγει. 
Τα παρακάλια τότε οι σύντροφοι κινούσαν, πρώτα απ᾿ όλα
να πάρουμε τυριά να φύγουμε, και πάλι διαγυρνώντας             225
αρνιά από τα μαντριά ν᾿ αρπάξουμε και ρίφια, να τα πάμε 
στο πλοίο, κι αμέσως να μακρύνουμε πα στ᾿ αρμυρά πελάγη. 
Μα εγώ δεν άκουσα, και θα ‘μαστε πολύ πιο κερδεμένοι᾿ 
πρώτα να ιδώ τον ίδιον ήθελα κι αν θα μου δώσει δώρα᾿
μα οι σύντροφοί μου δεν θα γνώριζαν καμιά του καλοσύνη!    230
Ανάψαμε φωτιά και στους θεούς προσφέραμε θυσίες, 
μετά κι εμείς να φάμε πήραμε τυρί, και καθισμένοι 
τον καρτερούσαμε, ως που γύρισε· στην πλάτη εκουβαλούσε 
ξύλα στεγνά, ένα ακέριο φόρτωμα, να τα ‘χει για το δείπνο. 
Κι ως χάμω τα ‘ριξε, αντιλάλησε βαριά τρογύρα ο βράχος.      235
Εμείς στην αγκωνή χωθήκαμε του σπήλιου φοβισμένοι, 
κι αυτός στο σπήλιο το πλατύχωρο τα ζωντανά του μπάζει, 
όλα όσα θα ‘ρμεγε, όξω αφήνοντας τ᾿ αρσενικά — τους τράγους 
και τους κριγιούς — στην αψηλόχτιστην αυλή· μετά ένα βράχο,
που ‘χε να κλειεί του σπήλιου το άνοιγμα, σηκώνει και σφαλίζει,   240
κατάβαρο᾿ και να τον φόρτωνες σε εικοσιδυό καρότσια 
γερά και να ‘χουν ρόδες τέσσερεις, δε σάλευε απ᾿ τον τόπο· 
τόσο τρανός ο βράχος που ‘βαλε στην πόρτα, για να κλείσει. 
Κι ως τις αρνάδες πήρε κι άρμεξε και τις βελάστρες γίδες 
με τάξη, τα μικρά στις μάνες τους να τις βυζάξουν σπρώχνει.     245
Μισό απ᾿ το γάλα το άσπρο βάλθηκε μετά γοργά να πήξει, 
κι όπως το μάζωξε, το απίθωσε στα τυροβόλια μέσα᾿ 
το άλλο μισό σε κάδους το ‘βαλε να το ‘χει για την ώρα 
που θα δειπνούσε, με το χέρι του ν᾿ απλώνει και να πίνει.  
Κι ως όλες τις δουλειές ξετέλεψε χωρίς ν᾿ αργήσει, πήρε           250
φωτιά ν᾿ ανάψει, κι ως μας ξέκρινε, τέτοια ρωτώντας είπε: 
,, Ξένοι, πούθε έρχεστε αρμενίζοντας στης θάλασσας τις στράτες; 
Ποιοί ‘στε; Δουλειά καμιά μην έχετε; Για και γυρνάτε ως λάχει, 
σαν τους κουρσάρους, μες στα πέλαγου τριγυρνούν και φέρνουν
κακό στον άλλο κόσμο, παίζοντας την ίδια τη ζωή τους;”       255
Αυτά είπε, κι η καρδιά μας ράγισε· μας έπιασε τρομάρα 
τέτοιο βαρύ γρικώντας μούγκρισμα, τέτοιο θεριό θωρώντας· 
ωστόσο κι έτσι του αποκρίθηκα κι αυτά του συντυχαίνω: 
,, Αργίτες είμαστε· μισεύοντας από την Τροία, μας δείραν
……
κάποιο κορμό θωρούμε ελίτικο, χλωρό, τρανό, κομμένο    319
από τον Κύκλωπα για αργότερα, ραβδί του να τον έχει,       320
σαν ξεραθεί. Κι εμείς, θωρώντας το μπροστά μας, με κατάρτι 
το συνομοιάζαμε γι᾿ απλόχωρο καματερό καράβι, 
μαύρο, εικοσάκουπο, τα πέλαγα που σκίζει τα μεγάλα’ 
τόσο λογιάζαμε το μάκρος του πως είναι και το χόντρος.
Ένα κομμάτι τότε του ‘κοψα, μακρύ σαν την οργιά μου,     325
και στους συντρόφους το παράδωκα, να μου το ξεφλουδίσουν 
κι όπως το ίσιωσαν, πήρα το ‘ξυσα, στην άκρη μύτη να ‘χει, 
κι ευτύς, για να σκληρύνει, το ‘χωσα στης στιάς τη φλόγα μέσα, 
μετά με τέχνη το συγύρισα στην κοπριγιά από κάτω,
που άπλωνε ολούθε σκόρπια, ατέλειωτος σωρός, στο σπήλιο μέσα.    330
Λαχνό στους άλλους τότε πρόσταξα να ρίξουν, για να ιδούμε, 
μαζί μου ποιοί κουράγιο θα ‘παιρναν ν᾿ ασκώσουν το παλούκι 
και να το χώσουν μες στο μάτι του, μόλις τον πάρει ο γύπνος. 
……….
Αυτά είπε, κι έγειρε τ᾿ ανάσκελα, και βρέθη ξαπλωμένος       371
με το χοντρό του σβέρκο ανάζερβα, και βούλιαξε στον ύπνο 
τον παντοδαμαστή᾿ κι ανάβλυζαν κρασί και βούκες σάρκες 
ανθρωπινές απ᾿ το λαρύγγι του, και ξέρναε μεθυσμένος.
Μεμιάς εγώ βαθιά παράχωσα στη θράκα το παλούκι,          375
ως να πυρώσει μόνο, κι έδινα μιλώντας στους συντρόφους 
κουράγιο, μήπως απ᾿ το φόβο του κανείς αναγυρίσει. 
Σαν ήρθεν η ώρα πια το ελίτικο παλούκι να κορώσει, 
χλωρό κι ας ήταν, και κοκκίνιζε σαν κάρβουνο αναμμένο,
το πήρα απ᾿ τη φωτιά και σίμωσα· κι οι σύντροφοι ένα γύρο    380
στάθηκαν ποιος θεός μας φύσηξε τρανό κουράγιο τότε; 
Το σουβλερό στην άκρη πιάνοντας ελίτικο παλούκι 
οι άλλοι στο μάτι του το κάρφωσαν κι εγώ, πεσμένος πάνω, 
το στρούφιζα, καθώς ο μάστορας τρυπάει με το τρυπάνι
μαδέρι καραβιού, κι οι αργάτες του, λουρί απ᾿ τις δυο τις άκρες   385
μια εδώ μια εκεί τραβώντας, άπαυτα γυρίζουν το τρυπάνι· 
παρόμοια στρέφαμε στο μάτι του βαθιά το πυρωμένο 
μπροστά παλούκι, που όπως λάβριζε, πλημμύριζε στο γαίμα’ 
κι η πυρά απ᾿ το βολβό που καίγουνταν ματόκλαδα και φρύδια
του καψαλούσε, και χοχλάκιζαν οι ρίζες του ματιού του.       390
Πως ο χαλκιάς, σκεπάρνι θέλοντας να βάψει για πελέκι, 
πυρό σε κρύο νερό το βούτηξε, και τούτο τσιτσιρίζει, 
τι αυτό είναι που όλη του τη δύναμη στο σίδερο θα δώσει· 
όμοια το μάτι του τσιτσίριζε τρογύρα στο παλούκι.
Κι έσυρε εκείνος άγριο μούγκρισμα, που οι βράχοι αντιλάλησαν.    395
Κάνουμε πίσω απ᾿ την τρομάρα μας εμείς, κι εκείνος σέρνει 
αιματοστάλαχτο απ᾿ το μάτι του το ελίτικο παλούκι 
και το πετάει μακριά του, ξέφρενος σαλεύοντας τα χέρια·
Ἀπό ποῦ στά κομμάτια διαβάζει κάποιος πώς ὁ Κύκλωψ ἦταν μονόφθαλμος; Γιατί ἐγώ ἔχω μείνει …ἄσχετη; Ποιός ἠλίθιος τό ἔγραψε πρῶτος κι ἀπό τότε μᾶς ἔχουν ζαλίσει (στὰ ὅρια τῆς ἐκβιαστικῆς-καταναγκαστικῆς «πειθοῦς»!!!) πώς ἔχουμε νὰ κάνουμε μέ ἕναν Ὅμηρο πού δέν ξέρει τί τοῦ γίνεται; Μήπως κι αὐτό παραμένει στά ὅρια τῆς καταργήσεως τῆς λογικῆς μας; ὅπως γιά παράδειγμα μέ τόν Παρακείμενον; Λέτε;
Σᾶς παρακαλῶ, σᾶς θερμοπαρακαλῶ, βρέστε μου ἕνα σημεῖον, εἶτε τοῦ Ὁμήρου,  εἶτε τοῦ Δούκα εἶτε τοῦ Καζαντζάκη ποὺ νὰ καταγράφῃ μονοφθαλμία! Ἕνα σημεῖον βρὲ παιδιά! Ζητάω πολλά;
ἀναδημοσίευσις ἀπό 23 – 3 – 2012

Δημοφιλείς αναρτήσεις