Το δέντρο που έδινε
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια μηλιά και αγαπούσε ένα αγοράκι.
Και κάθε μέρα το αγόρι θα ερχόταν και θα μάζευε τα φύλλα του και θα έφτιαχνε στέμματα παίζοντας τον βασιλιά του δάσους.
Σκαρφάλωνε στον κορμό του και τραμπαλιζόταν στα κλαδιά του και έτρωγε τα μήλα του.
Και έπαιζαν κρυφτό.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια μηλιά και αγαπούσε ένα αγοράκι.
Και κάθε μέρα το αγόρι θα ερχόταν και θα μάζευε τα φύλλα του και θα έφτιαχνε στέμματα παίζοντας τον βασιλιά του δάσους.
Σκαρφάλωνε στον κορμό του και τραμπαλιζόταν στα κλαδιά του και έτρωγε τα μήλα του.
Και έπαιζαν κρυφτό.
Κι όταν κουραζόταν το αγόρι πλάγιαζε στη σκιά του δέντρου.
Και το αγόρι αγαπούσε το δέντρο πάρα πολύ.
Και το δέντρο ήταν ευτυχισμένο.
Μα ο χρόνος περνούσε.
Και το αγόρι μεγάλωσε.
Και το δέντρο έμενε συχνά μόνο του.
Τότε μια μέρα το αγόρι ήρθε στο δέντρο και το δέντρο είπε «έλα, Αγόρι, έλα και σκαρφάλωσε στον κορμό μου, κάνε κούνια στα κλαδιά μου και φάε τα μήλα μου και παίξε στον ίσκιο μου και γίνε ευτυχισμένο.»
«Είμαι πολύ μεγάλο για να σκαρφαλώνω και να παίζω», απάντησε το αγόρι.
«Θέλω να αγοράζω πράγματα και να περνάω καλά. Θα ήθελα κάποια χρήματα. Μπορείς να μου δώσεις μερικά;»
«Λυπάμαι», είπε το δέντρο, «αλλά δεν έχω χρήματα. Μόνο φύλλα και μήλα έχω. Πάρε τα μήλα μου, Αγόρι, και πούλησέ τα στην πόλη. Έτσι θα κερδίσεις χρήματα και θα είσαι ευτυχισμένο.»
Και το αγόρι σκαρφάλωσε στο δέντρο και αφού μάζεψε τα μήλα του τα πήρε μαζί του.
Και το δέντρο ήταν ευτυχισμένο. Αλλά το αγόρι έμεινε μακριά από το δέντρο για πολύ καιρό…και το δέντρο ήταν δυστυχισμένο.
Και τότε, μια μέρα, το αγόρι ήρθε πάλι πίσω και το δέντρο τραντάχτηκε από τη χαρά του και είπε
«έλα, Αγόρι, σκαρφάλωσε στον κορμό μου και τραμπαλίσου στα κλαδιά μου και γίνε ευτυχισμένο.»
«Έχω πολλές δουλειές για να σκαρφαλώνω σε δέντρα», είπε το αγόρι.
«Θέλω ένα σπίτι για να με ζεσταίνει», είπε.
«Θέλω μια γυναίκα και θέλω και παιδιά, γι” αυτό χρειάζομαι ένα σπίτι. Μπορείς εσύ να μου δώσεις ένα σπίτι;»
«Δεν έχω σπίτι να σου δώσω», απάντησε το δέντρο.
«Το δάσος είναι το σπίτι μου, αλλά μπορείς να κόψεις τα κλαδιά μου και να χτίσεις ένα σπίτι. Τότε θα είσαι ευτυχισμένος.»
Και έτσι το αγόρι έκοψε τα κλαδιά του δέντρου και τα πήρε μαζί του για να χτίσει το σπίτι του.
Και το δέντρο ήταν ευτυχισμένο.
Αλλά το αγόρι έλειψε για πολύ καιρό. Και όταν επέστρεψε, το δέντρο ήταν τόσο ευτυχισμένο που μόλις που μπορούσε να μιλήσει.
«Έλα, Αγόρι, έλα και παίξε.»
«Είμαι πολύ γέρος και θλιμμένος για να παίξω», είπε το αγόρι. «Θέλω μια βάρκα που να με πάει κάπου πολύ μακριά. Μπορείς να μου δώσεις μια βάρκα;»
«Κόψε τον κορμό μου και φτιάξε μια βάρκα» είπε το δέντρο. «Τότε θα μπορέσεις να ταξιδέψεις και να είσαι ευτυχισμένο.»
Τότε το αγόρι έκοψε τον κορμό του δέντρου και έφτιαξε μια βάρκα και ταξίδεψε μακριά.
Και το δέντρο ήταν ευτυχισμένο….αλλά όχι αληθινά.
Μετά από πολύ καιρό το αγόρι ξαναγύρισε.
«Λυπάμαι, Αγόρι, αλλά δεν έχω πια τίποτα να σου δώσω. Τα μήλα μου τέλειωσαν.»
«Τα δόντια μου είναι πολύ αδύναμα πια για μήλα», απάντησε το αγόρι.
«Τα κλαδιά μου κόπηκαν. Δε μπορείς να κάνεις κούνια σ” αυτά», είπε το δέντρο.
«Είμαι πολύ γέρος πια για να κάνω κούνια», είπε το αγόρι.
«Ο κορμός μου κόπηκε», είπε το δέντρο, «δε μπορείς να σκαρφαλώσεις»
«Είμαι πολύ κουρασμένος για να σκαρφαλώνω» , είπε το αγόρι.
«Λυπάμαι», απάντησε το δέντρο, «μακάρι να μπορούσα να σου δώσω κάτι. Αλλά δε μου έχει μείνει πια τίποτα. Είμαι μόνο ένα γερασμένο κούτσουρο. Λυπάμαι…»
«Δε χρειάζομαι πολλά πια», είπε το αγόρι, «μόνο ένα ήσυχο μέρος να καθήσω και να ξεκουραστώ. Είμαι πολύ κουρασμένος.»
«Τότε» είπε το δέντρο ισιώνοντας όσο μπορούσε τον κορμό του, «ένα παλιό κούτσουρο είναι ένα καλό μέρος να καθήσεις και να ξεκουραστείς. Έλα, Αγόρι, κάθισε. Κάθισε και ξεκουράσου.»
Και το αγόρι κάθησε και ξεκουράστηκε.
Και το δέντρο ήταν ευτυχισμένο.
Shel Silverstein (1930 – 1999)
Και το αγόρι αγαπούσε το δέντρο πάρα πολύ.
Και το δέντρο ήταν ευτυχισμένο.
Μα ο χρόνος περνούσε.
Και το αγόρι μεγάλωσε.
Και το δέντρο έμενε συχνά μόνο του.
Τότε μια μέρα το αγόρι ήρθε στο δέντρο και το δέντρο είπε «έλα, Αγόρι, έλα και σκαρφάλωσε στον κορμό μου, κάνε κούνια στα κλαδιά μου και φάε τα μήλα μου και παίξε στον ίσκιο μου και γίνε ευτυχισμένο.»
«Είμαι πολύ μεγάλο για να σκαρφαλώνω και να παίζω», απάντησε το αγόρι.
«Θέλω να αγοράζω πράγματα και να περνάω καλά. Θα ήθελα κάποια χρήματα. Μπορείς να μου δώσεις μερικά;»
«Λυπάμαι», είπε το δέντρο, «αλλά δεν έχω χρήματα. Μόνο φύλλα και μήλα έχω. Πάρε τα μήλα μου, Αγόρι, και πούλησέ τα στην πόλη. Έτσι θα κερδίσεις χρήματα και θα είσαι ευτυχισμένο.»
Και το αγόρι σκαρφάλωσε στο δέντρο και αφού μάζεψε τα μήλα του τα πήρε μαζί του.
Και το δέντρο ήταν ευτυχισμένο. Αλλά το αγόρι έμεινε μακριά από το δέντρο για πολύ καιρό…και το δέντρο ήταν δυστυχισμένο.
Και τότε, μια μέρα, το αγόρι ήρθε πάλι πίσω και το δέντρο τραντάχτηκε από τη χαρά του και είπε
«έλα, Αγόρι, σκαρφάλωσε στον κορμό μου και τραμπαλίσου στα κλαδιά μου και γίνε ευτυχισμένο.»
«Έχω πολλές δουλειές για να σκαρφαλώνω σε δέντρα», είπε το αγόρι.
«Θέλω ένα σπίτι για να με ζεσταίνει», είπε.
«Θέλω μια γυναίκα και θέλω και παιδιά, γι” αυτό χρειάζομαι ένα σπίτι. Μπορείς εσύ να μου δώσεις ένα σπίτι;»
«Δεν έχω σπίτι να σου δώσω», απάντησε το δέντρο.
«Το δάσος είναι το σπίτι μου, αλλά μπορείς να κόψεις τα κλαδιά μου και να χτίσεις ένα σπίτι. Τότε θα είσαι ευτυχισμένος.»
Και έτσι το αγόρι έκοψε τα κλαδιά του δέντρου και τα πήρε μαζί του για να χτίσει το σπίτι του.
Και το δέντρο ήταν ευτυχισμένο.
Αλλά το αγόρι έλειψε για πολύ καιρό. Και όταν επέστρεψε, το δέντρο ήταν τόσο ευτυχισμένο που μόλις που μπορούσε να μιλήσει.
«Έλα, Αγόρι, έλα και παίξε.»
«Είμαι πολύ γέρος και θλιμμένος για να παίξω», είπε το αγόρι. «Θέλω μια βάρκα που να με πάει κάπου πολύ μακριά. Μπορείς να μου δώσεις μια βάρκα;»
«Κόψε τον κορμό μου και φτιάξε μια βάρκα» είπε το δέντρο. «Τότε θα μπορέσεις να ταξιδέψεις και να είσαι ευτυχισμένο.»
Τότε το αγόρι έκοψε τον κορμό του δέντρου και έφτιαξε μια βάρκα και ταξίδεψε μακριά.
Και το δέντρο ήταν ευτυχισμένο….αλλά όχι αληθινά.
Μετά από πολύ καιρό το αγόρι ξαναγύρισε.
«Λυπάμαι, Αγόρι, αλλά δεν έχω πια τίποτα να σου δώσω. Τα μήλα μου τέλειωσαν.»
«Τα δόντια μου είναι πολύ αδύναμα πια για μήλα», απάντησε το αγόρι.
«Τα κλαδιά μου κόπηκαν. Δε μπορείς να κάνεις κούνια σ” αυτά», είπε το δέντρο.
«Είμαι πολύ γέρος πια για να κάνω κούνια», είπε το αγόρι.
«Ο κορμός μου κόπηκε», είπε το δέντρο, «δε μπορείς να σκαρφαλώσεις»
«Είμαι πολύ κουρασμένος για να σκαρφαλώνω» , είπε το αγόρι.
«Λυπάμαι», απάντησε το δέντρο, «μακάρι να μπορούσα να σου δώσω κάτι. Αλλά δε μου έχει μείνει πια τίποτα. Είμαι μόνο ένα γερασμένο κούτσουρο. Λυπάμαι…»
«Δε χρειάζομαι πολλά πια», είπε το αγόρι, «μόνο ένα ήσυχο μέρος να καθήσω και να ξεκουραστώ. Είμαι πολύ κουρασμένος.»
«Τότε» είπε το δέντρο ισιώνοντας όσο μπορούσε τον κορμό του, «ένα παλιό κούτσουρο είναι ένα καλό μέρος να καθήσεις και να ξεκουραστείς. Έλα, Αγόρι, κάθισε. Κάθισε και ξεκουράσου.»
Και το αγόρι κάθησε και ξεκουράστηκε.
Και το δέντρο ήταν ευτυχισμένο.
Shel Silverstein (1930 – 1999)