Από όσα θυμούμαι το Παλιό Κάστρο, Μανώλης Δερμιτζάκης, εκδ. Δοκιμάκης
Ο Μανώλης Δερμιτζάκης εξέδωσε το Από όσα θυμούμαι
σε δύο χωριστούς τόμους , το 1962 και 1963 αντίστοιχα. Η επανέκδοσή του
έγινε από τις εκδόσεις Δοκιμάκη, το 2008 σε έναν τόμο με επιμέλεια της
Τασούλας Μαρκομιχελάκη.
Ώρες φορές, όντας μονάχος στο μπαρμπεργιό κλεισμένος με δίχως δουλειά,
συλλογίζουμαι τη ζωή μου, τη ζωή... Και στο νου μου κατεβαίνουν αράδες.
Γράφω. Τι γράφω; Ένα λόγος να γράφεις. Μεγάλη υπόθεση να το λες.
Μεγαλύτερη να τυπώνεις.
(Μανώλης Δερμιτζάκης, Μάρτιος
1934)
...Με το βιβλίο μου αυτό κάνω μια προσπάθεια να δώσω στον αναγνώστη μου
την εικόνα της παλαιάς πολιτείας του Μεγάλου Κάστρου όπως ήτο το 1899 ως τα
1920. Στην εικόνα αυτή, με την περιγραφή της συγκεντρώνοντας τις αναμνήσεις μου, θα προσπαθήσω να δώσω όλο το ατόφιο Μεγάλο
Κάστρο με τα γεγονότα κάθε εποχής, τα ήθη και έθιμά του, την ατμόσφαιρα και το
χρώμα που του έδινε η τότε ζωή όπως εφαίνουνταν με τους τύπους των λογής-λογής
ανθρώπων εκείνου του καιρού, που καθένας, με το ρόλο που έπαιζε και τη δράση
του στην κοινωνική ζωή, αποτελούσε κι αυτός ένα συντελεστή μέσα στην κοινωνία και
στη γενικότητα του συνόλου, που ανάλογα έχει τοποθετήσει τον καθένα η ανάμνησις
της πολιτείας εκείνου του καιρού.
Αλήθεια. Το παλαιό Μεγάλο Κάστρο,
που όλο και το εξαφανίζει ο κασμάς της ανοικοδομήσεως με τις σύγχρονες μοντέρνες
οικοδομές της, είχε πολύ μεγάλη γραφικότητα. Μικρούτσικο, τόσο δα, κλεισμένο
στα ψηλά βενετσιάνικα μπεντένια, εζούσε τη ζωή του το ψυχομέτρι των δεκαπέντε
χιλιάδων από τους Χριστιανούς* και δέκα από τους Τούρκους. Μέσα στο στενό χώρο
πίσω από τα μπεντένια ήταν χτισμένα, στα στενοσόκακα και στα φιδωτά καλντιρίμια
των μαχαλάδων του, τ’ αψηλά καφασωτά κονάκια των μπέ-ηδων και των αγάδων μαζί με
τ’ αρχοντόσπιτα των Χριστιανών και τα χαμηλοτάβανα λεπιδοσκέπαστα με τις
στρογγυλές πορτούλες φτωχόσπιτα Χριστιανών και Τούρκων. Το 1899 με 1900, το
παλαιό Κάστρο δεν ήταν άλλο από μια μικρή τουρκόπολις με τους αψηλούς μιναρέδες
των τζαμιών και τους τεκέδες στα τσαρσιά και στους μαχαλάδες τους.
Εξαίρεση
αποτελούσε ο επιβλητικός όγκος της εκκλησίας του Αγίου Μηνά, που η πίστις του
ρωμιού ραγιά με πείσμα είχε πυργώσει καταμεσής στην πολιτεία σε βάρος της
αλαζονείας του κατακτητή, ακόμα και από τα χρόνια της σκλαβιάς σιωπηλό δείγμα της
θρησκευτικής και εθνικής του οντότητας.
Μέσα σε τούτη
τη γενικότητα ζούσε στα τσαρσά και τους μαχαλάδες του το παλαιό Μεγάλο Κάστρο.
Ο ξένος όμως που θα ’ρχονταν για πρώτη φορά μουσαφίρης του δε θα ’φευγε καθόλου
με ευχάριστες εντυπώσεις από την επίσκεψή του. Καθώς θα τραβούσε τα στενοσόκακα
με τα καλντιρίμια τους στους μαχαλάδες {η πάστρα που παρουσίαζαν στον ξένον},
καθόλου δεν κολάκευαν οι σωροί των σκουπιδιών σε κάθε γωνιά σοκακιού ή τσαρσού,
που εκεί περιμένανε μέρες ώσπου να τα σήκωναν οι σκουπιδιαρέοι του Μπελεντιέ
(δημαρχείου) ρίχνοντάς τους στα ορθογώνια κασόνια τα φορτωbένα επάνω σε
γαϊδούρια. Εν τω μεταξύ, τις μέρες που έμεναν εκεί εκτεθειμένοι οι σωροί των
σκουπιδιών, αρκετά επάχαιναν τα αμέτρητα σύννεφα της μύγας που εκάθονταν επάνω
τους.
Όσο για τα
κουνούπια, τους ψύλλους και τους κορέους, τη μόνιμη αυτή πληγή του Μεγάλου
Κάστρου, ο καινουργιοφερμένος μουσαφίρης αυτός μόνο γνώριζε πώς περνούσε με τα
ενοχλητικά αυτά έντομα τις θερμές καλοκαιριάτικες νύχτες. Πού τότε τα «ντι-ντι-τί»
και τα λογής εντομοκτόνα που έχομε σήμερα; Εκείνο τον καιρό, οι νοικοκυρές τα
σιχαμερά τούτα έντομα τα ’διωχναν με τα ξόρκια με
τη μαλλιαρόπετρα: η καθεμιά νοικοκερά, την εορτή της Αναλήψεως,
ως εφρόντιζε πηγαίνοντας στη θάλασσα, θα περνούσε τα σαράντα κύματα και θα έπαιρνε μαζί της και τη
μαλλιαρόπετρα. Με τούτη, σειώντας την απειλητικά ολόγυρα σε κάθε κάμαρα του
σπιτιού, ξόρκιζε όλα τα μιαρά ξεφωνίζοντας: «Όξω ψύλλοι και κοριοί και στα όρη μποντικοί».
Μανώλης
Δερμιτζάκης
* [Σ.τ.Ε.] Όταν η λ. «Χριστιανός»
χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, τη γράφω με κεφαλαίο επειδή σε όλο το χρονικό (αλλά
και στη συνείδηση) του Δερμιτζάκη λειτουργεί ως δηλωτικό εθνικότητας (=Έλληνας),
κατ’ αντίστροφη αναλογία προς το Τούρκος, που χρησιμοποιείται αντί για
«μουσουλμάνος».
Η καθημερινή ζωή στο παλιό Κάστρο
Από βαθιά
νύχτα, χειμώνα καλοκαίρι, το παλιό Κάστρο έπρεπε να βρίσκονταν στο πόδι.
Ανασκουμπωμένο, το κάθε βαθύ πρωινό έπρεπε να το ’βρισκε έτοιμο να ρίχνοντανστη
δουλειά. Δεν ήταν τότε καθορισμένες οι ώρες που ο κάθε μαγαζάτορας θα πήγαινε
ν’ άνοιγε το ντουκιάνι του. Ο κάθε τεχνίτης, μεροκαμαθιάρης ή μηνιάτορας, από
πριν ακόμα φέξει η μέρα έπρεπε να βρίσκονταν στη δουλειά.
Έτσι, με τους
πρώτους χτύπους της μικρής καμπάνας του Αγίου Μηνά και του Αγίου Ματθαίου
σημαίνοντας τον όρθρο, και με το πρώτο μακρόσυρτο ξεφωνητό των μουεζίνηδων πάνω
από τους αψηλούς μιναρέδες των τζαμιών, ως
εσκορπούσαν κι αυτοί το θρησκευτικό σαμπαχί (προσευχή), ο κάθε
μαγαζάτορας με τους μεροκαματιάρηδες τεχνίτες του έπρεπε να βρίσκουνταν
σκυμμένοι στη δουλειά. Σε κάθε αργοπορημένο με κατεβασμένα τα μούτρα, τ’ αφεντικό,
παίρνοντάς τονε στο ψιλό, θα του φώναζε λοξοκοιτάζοντάς τονε να ’σβηνε το
φανάρι…
Οι
χιαλεπιτζήδες στα πεζοδρόμια σε κάθε γωνιά του τσαρσού με γιγούμια με το ζεστό
σαλέπι εκαλούσανε τους περαστικούς να τους σερβίριζαν στο πόδι στις γυαλένιες
κούπες το γλυκό σαλέπι πασπαλισμένο με το μπόλικο μυρωδάτο τζεντζεφύλλι και τα
σησαμωτά κουλούρια. Ετούτο ήταν το αγαπημένο προσφάι του κάθε φτωχού
μεροκαμαθιάρη που, δίνοντας τη δεκάρα του, έπαιρνε το σαλέπι του με το κουλούρι
κάνο-ντας το προσφάι του και τραβώντας βιαστικός για τη δουλειά του.
Ακόμα, σε κάθε
τσαρσί οι λογής-λογής τούρκοι και χριστιανοί πρωινοί πουλητάδες με τις φωνές
τους κι αυτοί εκαλούσαν τους περαστικούς να ψωνίζανε τις μυζηθρένιες πίτες
τους, τις ζεστές φραντζόλες και τα καλιτσούνια τους. Απ’ όλους ετούτους
εξεχώριζε με τις νόστιμες σπανακόπιτές του ο Βασίλης ο Αγλούπας .Ήταν ο μοναδικός
στην τέχνη όπως τις έφτιαχνε στο φούρνο του Τουλουπανά μαζί με τα γαρδουμάκια
του, που και για τούτα οι καστρινοί μαγαζατόροι ξεχωριστά τα προτιμούσαν από
άλλο προσφάι που θα ’καναν, με τη μοσχοβολιά και την ανοστιμιά τους.
Με το προχώρημα
της ημέρας ερχομένοι από τα χωριά τους Πεδιαδίτες και Μαλεβιζώτες, ανεβοκατεβαίνοντας
τα τσαρσά εξετελεύανε τις παραγγελιές τους. Οι μαγαζατόροι, ομπρός στις
ορθάνυχτες πόρτες των ντουκιανιών τους, εκαλούσαν τους περαστικούς διαφημίζοντας
τις πραμάθειες τους. Πρόσχαροι εκαλοδέχονταν τον καθένα Nουστερή, και με
τσιριμόνιες, κοπλιμέντα και όρκους τους εσέρβιραν τις λογής-λογής ζυμοπουλίτικες
πραμάθειες τους διαβεβαιώνοντάς τους για την αντοχή και την καλή ποιότητα της
κάθε πραμάθειας. Έτσι φεύγοντας ο κάθε Nουστερής ψωνισμένος με ό,τι είχε
ανάγκη, ο ντουκιαντζής τον συναπόβγανε με τα πιο θερμά χαμόγελα συστήνοντάς του
σύγκαιρα με το καλό να ξανάρχονταν!...
Ο πιο
επιδέξιος ντουκιαντζής στην περιοχή του Σιβρί Τσεσμέ ήταν ο γνωστός σ’ όλη τη
χώρα και στα χωριά τούρκος γιαμαλής με
το όνομα Χατζής, που ήταν το γιαμαλίδικό
του πιο πάνω από το Μεγάλο Μαγατζέ του τούρκου Λιτσαρδάκη, που σήμερα στο ίδιο είναι η έκθεση επίπλων του
Τζομπανάκη στην οδό του Αγίου Μηνά.
Αυτός ο
θεοφοβούμενος μερχαμετλής, όπως ήταν πηγαιμένος και στη Μέκκα και είχε
προσκυνημένο τον τάφο του Προφήτη, για τούτο τον ελέγανε και Χατζή, όχι μόνο ψέματα
δεν έλεγε στο μουστερή του αλλά, μαζί μ’ αυτά που ψώνιζε αυτός που θα πήγαινε,
χωριστά ο πονόψυχος γιαμαλής έδινε για ψυχικό σε κάθε φουκαρά μουστερή και
δυο-τρεις πήχες πανί να βράκωνε τα κοπέλια του και να τα συστύλωνε.
Όσο πλάταινε η
μέρα, ακούγονταν στα σοκάκι και στις άλλες γειτονιές οι λογής-λογής πουλητάδες,
μα απ’ όλους εξεχώριζε η φωνή του ξυπόλυτου Τούρκου που επουλούσε τις ζεστές
φραντζόλες και τα σησαμωτά κουλούρια μέσα στο κοφίνι που κρατούσε στον ώμο
διαλαλώντας τα με το γνωστό τόνο «φρα-ντζό-λες, κο-λό-ρια», και καθώς ψωνίζοντας
κανένας τον αρωτούσε τι ώρα ήτανε, ίδια να ’τονε ρολόι, δίχως ποτέ να του
’φευγε λεπτό, αποκρίνονταν «9 παρά τσεϊρέκι» ή «8 παρά ντερεντζέ».
Με το βαρύ
χτύπημα της μεγάλης καμπάνας του ΑγίουΜηνά, βιαστικά και τα σκολειαροκόπελα με
τις κρεμαστές πάνινες σάκες στον ώμο τραβούσανε βιαστικά καθένα για το απάνω ή
το κάτω σκολειό. Το «απάνω σκολειό» ήταν στη μέση της πλατείας Αγίας
Αικατερίνης σήμερα. Το «κάτω σκολειό» ήταν της Κουτάλας, εκεί που σήμερα είναι
η κλινική «ΕυαγγελισNός». Στο απάνω σκολειό διευθυντής ήταν ο κοντακιανός
αυστηρός δάσκαλος Κοκκινάκης, με τους άλλους δασκάλους, τον Πετρίδη, το
γερο-Βασιλείου, τον Τσαγκαράκη και τον Οικονομίδη. Στο κάτω σκολειό διευθυντής
ήταν ο αγιομυριανός δάσκαλος Φουστανάκης, με δασκάλους το Μανώλη Μελισσείδη,
τον Παλίδη και τον Ρασιδάκη. Σε τούτο το σκολειό έμαθα κι εγώ κι εσυλλάβιζα τις πρώτες δισύλλαβες λέξεις της
φυλλάδας μου στην πρώτη τάξη, ως άρχιζε με το «ίον και ωόν»!, που, καθώς μας
είχε εξηγήσει ο δάσκαλος, δεν ήταν άλλο από το λουλούδι του πανσέ και το
ορνιθίσο αυγό!!...
Ο ίδιος βαρύς
χτύπος της μεγάλης καμπάνας της εκκλησιάς του ΑγίουΜηνά εκαλούσε στο μεγάλο
Κισλά και τους μαθητές που επήγαιναν στο Γυμνάσιο, στο Σχολαρχείο και το
Ιεροδιδασκαλείο. Εκεί εστεγάζουνταν και τα τρία τούτα εκπαιδευτήρια. Επίσης,
στο μεγάλο κονάκι του Πλατύ Σοκακιού επήγαιναν βιαστικά και τα κοριτσόπουλα του
Παρθεναγωγείου.
Στην παρακάτω πλατεία,
του Αγίου Μηνά, ήταν και το Τετρατάξιον Δημοτικόν Θηλέων. Και τα τουρκόπουλα,
όσα δεν αλητεύανε στα τσαρσά και στους μαχαλάδες, τραβούσανε για το μεϊτέπι
(σκολειό). Εκεί ο χότζας τα μάθαινε να διαβάζουνε τον ελιφαδέ τους (μάθημα του
αλφαβήτου) κι ακόμα τα μεγαλύτερα να τυπώνανε στο μυαλό τους πως έπρεπε να μισούνε
τους αλλόθρησκους.
……………………………………………………
Συνεχίζεται……
Απόσπασμα από
το βιβλίο : Από όσα θυμούμαι το Παλιό Κάστρο, Μανώλης Δερμιτζάκης ( Επιμέλεια
Τασούλας Μαρκομιχελάκη ), εκδ. Δοκιμάκης , 2008