«Μείνε στη Θεσσαλονίκη. Εδώ όλα είναι χαλαρά, σε λέω!»
Γράφει η Δήμητρα Τράκα
Με φωνάζουν Πολ, αλλά κάποτε με βάφτισαν Παύλο, γιατί γεννήθηκα ανήμερα
της γιορτής Πέτρου και Παύλου. Ακόμα και οι γονείς μου το έχουν ξεχάσει
ή τουλάχιστον θέλουν να το έχουν ξεχάσει. Δεν είναι και λίγα τα σαράντα
χρόνια στην ξενιτιά βλέπεις.
«Μείνε στη Θεσσαλονίκη. Εδώ όλα είναι
χαλαρά, σε λέω!» μια φράση που δεν ξέρω αν θα μπορέσω να ξεχάσω ποτέ,
γιατί μου άλλαξε τη ζωή. Μια ζωή στρωμένη, εύκολη, ιδανική. Μια ζωή όμως
άδεια. Μια ζωή που απέτυχα να την γεμίσω μία φορά και τώρα προσπαθώ να
ξαναρχίσω από την αρχή.
Καλύτερα όμως να σας τα πω και από την
αρχή, για να καταλάβετε, γιατί αν συνεχίσω να μιλάω ασυνάρτητα πιο πολύ
θα μοιάζω με τρελό που χάθηκε, παρά με λογικό που ξαναγεννήθηκε.
Σαράντα χρόνια είπα πριν; Ε, πες σαράντα και κάτι ψιλά. Κόντευα να γίνω
ενός, όταν μαζί με τη μάνα μου μπήκαμε στο τρένο, που θα μας πήγαινε στη
Γερμανία. Ο πατέρας μου είχε φύγει πρώτος, αλλά επειδή η μάνα μου ήταν
σε ενδιαφέρουσα δεν τον ακολούθησε. Μόλις όμως ξεπετάχτηκα σαν μωρό λίγο
και ετοιμάστηκαν τα χαρτιά μας, με πήρε και πήγαμε κι εμείς κοντά του.
Οικονομικούς μετανάστες τους έλεγαν τότε, όσους έφευγαν από την πατρίδα
τους για να βρουν μια καλύτερη τύχη. Εγώ σήμερα, τους λέω ονειροπόλους,
αλλά κινούμενους προς λάθος κατεύθυνση. Έκαναν όνειρα φεύγοντας για ένα
καλύτερο αύριο. Και δεν είναι ψέμα ότι πολλοί το βρήκαν. Κάποιοι
παρέμειναν και συνέχισαν τη ζωή τους εκεί και κάποιοι επέστρεψαν μόλις
μάζεψαν όσα χρειάζονταν.
Δεν ξέρω πώς ήταν τα πράγματα κάποτε, πριν
σαράντα χρόνια στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη, ούτε και
μπορώ να θυμηθώ βέβαια, αφού ήμουν πολύ μικρός, αλλά τώρα που γύρισα,
δεν μπορώ να καταλάβω πώς άντεξαν κι έφυγαν από αυτόν τον τόπο. Το μόνο
που παρακαλάω τον Θεό τώρα, είναι να μην χρειαστεί να ακολουθήσω κι εγώ
τα βήματα των γονιών μου.
Φύγαμε λοιπόν και όταν φτάσαμε στο Μόναχο,
δεν μας περίμενε κανείς. Ο πατέρας μου είχε βάρδια στο εργοστάσιο και
δεν μπορούσε να έρθει να μας παραλάβει. Η μάνα μου άρχισε να ρωτά δεξιά
και αριστερά στα ελληνικά βέβαια, αφού δεν ήξερε λέξη γερμανικά, όποιον
έβλεπε μπροστά της και του έδειχνε ένα χαρτί που έγραφε τη διεύθυνση που
της είχε στείλει ο πατέρας μου. Το χαρτί ήταν ένα κομμάτι από τον
φάκελο που περιείχε ένα από τα γράμματα που της έστελνε. Έτσι, μετά από
ώρα, ενώ την παρατηρούσε ένας σταθμάρχης να ψάχνει εδώ κι εκεί, την
πλησίασε και της εξήγησε, δεν ξέρω κι εγώ πώς, ότι έπρεπε να ανέβουμε σε
ένα άλλο τρένο και σε λίγα λεπτά θα ήμασταν εκεί που έγραφε το χαρτί.
Τη βοήθησε να βγάλει το εισιτήριο και της κουβάλησε τη ξύλινη βαλίτσα
επάνω στο βαγόνι. Η μάνα μου ακόμα τον μελετάει εκείνο τον άνθρωπο στις
προσευχές της και παρακαλεί το Θεό να τον έχει καλά.
Όταν φτάσαμε
κάποια στιγμή τέλος πάντων στο σπίτι του πατέρα μου, ποιο σπίτι δηλαδή,
σε μια κάμαρη όλη κι όλη, εκείνος μόλις είχε μπει μέσα και μας περίμενε.
Είχε νυχτώσει και ήμασταν όλοι κουρασμένοι. Η μάνα μου με είπε, ότι
εκείνο το βράδυ το μόνο που πρόφτασαν να πουν είναι μια καληνύχτα και να
κοιμηθούμε όλοι μαζί, στριμωγμένοι στο ίδιο κρεβάτι, σ’ αυτό το ένα από
τα ελάχιστα έπιπλα της κάμαρας.
Μέσα σε μια εβδομάδα, ήθελαν δεν
ήθελαν προσαρμόστηκαν στις καινούργιες συνθήκες. Δούλευαν βάρδιες
εναλλάξ για να είναι κάποιος σπίτι και να με προσέχει. Μόνον όταν
μεγάλωσα λίγο και άρχισα να πηγαίνω σχολείο, οι γονείς μου κάπως
ξεκουράστηκαν. Κάπως όμως, όχι τελείως. Γιατί τότε άρχισε καινούργιος
αγώνας. Τις ώρες που ήμουν εγώ στο σπίτι και διάβαζα, όποιος από τους
δύο τύχαινε να μην δουλεύει, καθόταν μαζί μου και διάβαζε κι εκείνος.
Αυτό γινόταν μέχρι να βγάλω το δημοτικό. Μέχρι εκεί έφταναν τα γράμματα
που τους χρειάζονταν, για να μπορούν να συνεννοηθούν καλύτερα στα
γερμανικά. Από εκεί και πέρα, μου έλεγαν πως όσα παραπάνω και να μάθαινα
θα ήταν για δικό μου καλό, για εκείνους δεν ήταν άλλο πια απαραίτητο.
Τότε δεν το κατάλαβα, αλλά όταν κατάφερα και μπήκα σε μια σχολή
οικονομικών και είδα τη χαρά τους μόλις αποφοίτησα και βρήκα αμέσως
δουλειά, τότε αντιλήφθηκα πόσο δίκιο είχαν. Ως τότε βέβαια, δεν μέναμε
πια σ’ εκείνη την κάμαρα, αλλά σε ένα μικρό διαμέρισμα σε μια μικρή πόλη
κοντά στο Μόναχο. Εκεί ήταν πιο κοντά στο εργοστάσιο που δούλευαν οι
γονείς μου. Και φυσικά, εκεί μένουν ακόμα οι δυο τους. Συνταξιούχοι κι
ευτυχισμένοι που πρόκοψα εγώ κι ας στερήθηκαν μια ολάκερη ζωή εκείνοι.
Όταν τελείωσα με το Πανεπιστήμιο κι επειδή είχα καλούς βαθμούς, ένας
καθηγητής μου με σύστησε σε κάποιον γνωστό του, που έχει ένα εργοστάσιο
που κατασκευάζει μηχανήματα παραγωγής διαφόρων υλικών. Εκεί με πήραν
στην αρχή σαν βοηθό στο λογιστήριο, μέχρι να μάθω τα κατατόπια. Μέσα σε
δυο χρόνια όμως, όταν πια είχα φτάσει στα είκοσι επτά, έγινα κι εγώ ένα
από τα υψηλόβαθμα στελέχη της εταιρείας, γιατί όπως έλεγε ο καθηγητής
μου, το μυαλό μου είναι ξουράφι. Η αλήθεια είναι, πως συμμετείχα ενεργά
στην επίλυση κάποιων σημαντικών οικονομικών προβλημάτων της εταιρείας
και ο διευθυντής το εκτίμησε δεόντως κι έτσι μου πρότεινε μια καλή
προαγωγή κι έφτασα εδώ που έφτασα σήμερα.
Παρέλειψα να σας πω, ίσως
όχι τυχαία, αλλά επειδή δεν θέλω να αναφέρομαι συχνά σε αυτό το θέμα
γιατί ακόμα με πονάει λιγάκι, πως όσο σπούδαζα γνώρισα μια κοπέλα. Την
ερωτεύτηκα τρελά και μέσα σε έναν χρόνο παντρευτήκαμε κιόλας. Επειδή
ακόμα ήμασταν όμως φοιτητές, στην αρχή μέναμε μαζί με τους γονείς μου κι
αργότερα νοικιάσαμε μια γκαρσονιέρα και μείναμε μόνοι μας. Ο έρωτας
όμως, μάλλον δεν ήταν αρκετός για να καλύψει κάποιες επιπλέον ανάγκες
μας και σύντομα, με τη δικαιολογία της ασυμφωνίας χαρακτήρων, το
διαλύσαμε. Μου κόστισε, γιατί έκανα όνειρα με αυτή τη κοπέλα, αλλά ως
φαίνεται δεν ήταν κοινά με τα δικά της. Εκείνη βιάζονταν να τα
πραγματοποιήσει πιο γρήγορα, ενώ εγώ περίμενα πάντα την κατάλληλη
στιγμή. Έτσι, επέστρεψα στους δικούς μου για να μην έχω επιπλέον έξοδα,
γιατί ακόμα ο μισθός μου δεν ήταν και πολύ μεγάλος κι έπειτα δεν άντεχα
να μένω κάπου, όπου όλα γύρω μου θύμιζαν εκείνη.
Στο μεταξύ μέχρι
τώρα, έκανα κι άλλες σχέσεις, όχι κάτι σοβαρό, αλλά δεν άφησα να με
πάρει από κάτω. Άλλωστε παραδέχομαι ότι πάντα ήμουν, είμαι και θα είμαι
λάτρης του ωραίου φύλου, μέχρι να βρεθεί η μία και μοναδική. Στη δουλειά
μου τα πήγαινα όλο και καλύτερα, μέχρι που έφτασα στο σημείο να αναλάβω
τις συμφωνίες που κλείνονταν εκτός συνόρων της χώρας. Κάπως έτσι
βρέθηκα και πάλι πίσω στην Ελλάδα.
Τέλη Ιουλίου, είχα κανονίσει
αφού πρώτα κλείσω τη δουλειά με την εταιρεία στην οποία με έστειλαν να
συζητήσω, να πάρω ένα μήνα άδεια και να τον περάσω την Ελλάδα. Και όπως
ήρθαν τα πράγματα στο τέλος, δεν έφυγα ποτέ πια πίσω. Επέστρεψα στη
Γερμανία δηλαδή να τακτοποιήσω κάποιες εκκρεμότητες της δουλειάς μετά τη
λήξη της άδειάς μου, να αποχαιρετίσω τους γονείς μου, αφού δεν ήθελαν
προς το παρόν να με ακολουθήσουν και να γυρίσω πίσω εκεί όπου ανήκω
τελικά.
Το πατρικό μου στην Αγίου Δημητρίου, απέναντι ακριβώς από
την εκκλησία του πολιούχου αγίου, ήταν άδειο εκείνη την εποχή. Όταν
έφυγα με την μάνα μου, είχε αναλάβει μια θεία μου να το νοικιάζει και να
μας στέλνει τα χρήματα και τα τελευταία χρόνια το νοίκιαζε σε φοιτητές,
γιατί τους βόλευε η περιοχή. Τα καλοκαίρια όμως ήταν πάντα άδειο.
Αποφάσισα να μείνω στο σπίτι μου λοιπόν, ήταν κι επιπλωμένο, έτσι το
νοικιάζαμε και βολεύτηκα μια χαρά.
Δυο τετράγωνα μακριά μένει και η
θεία μου που έχει δυο γιους περίπου στην ηλικία μου και είχα και παρέα
στην Ελλάδα από την πρώτη στιγμή. Μέσα στην πρώτη εβδομάδα είχα
τελειώσει με τη δουλειά που είχα να κάνω και γρήγορα ξεκίνησε η άδειά
μου. Τα ξαδέρφια μου, ο Γρηγόρης και ο Κυριάκος φρόντισαν να μου κάνουν
ξεναγήσεις σχεδόν σε όλη τη Θεσσαλονίκη, αλλά πολλές φορές επειδή ήμουν
πολύ κοντά στο κέντρο της πόλης έβγαινα και περπατούσα με τα πόδια.
Περπάτησα ώρες μέσα στο ιστορικό κέντρο της πόλης. Με χτύπησαν χαρμάνια
φτιαγμένα με μεράκι. Αγόρασα φρέσκα λουλούδια από τα Λουλουδάδικα και τα
έβαλα σ’ ένα βάζο στο σπίτι μου. Ψώνισα κρέατα ντόπια και λαχανικά από
το Καπάνι, για να τα πάω στη θεία μου να μας μαγειρέψει ένα βράδυ. Κάθε
μέρα μου είχε και κάτι νόστιμο αφημένο στην κουζίνα μου όταν γύριζα από
τις βόλτες μου, σήμερα ήθελα να της ψωνίζω εγώ για να μας τα ετοιμάσει.
Και λίγο πριν γυρίσω σπίτι, πέρασα από την Αριστοτέλους και μπήκα σ’ ένα
από τα παλιά γνωστά ζαχαροπλαστεία, μια μεγάλη τούρτα για να τους
γλυκάνω και να τους ευχαριστήσω που με δέχτηκαν στην οικογένειά τους σαν
ισότιμο μέλος της.
Τις επόμενες μέρες, πήραν ρεπό τα ξαδέρφια μου
εναλλάξ και πήγαμε για μπάνιο σε κοντινές παραλίες. Η ζέστη που για
εκείνους ήταν αποπνικτική, για εμένα ήταν πολύ ευχάριστη και δεν με
ενοχλούσε καθόλου. Δούλευαν και οι δύο στο κατάστημα υποδημάτων του
πατέρα τους και δεν ήθελαν να τον αφήνουν τελείως μόνο. Εγώ πάλι, όταν
πήγαινα να δω τον θείο μου κάθε φορά που κατέβαινα στο κέντρο, μου άρεσε
να κάθομαι έξω από τη βιτρίνα του μαγαζιού.
Το κατάστημα ήταν πάνω
στην Εγνατία, στον κεντρικότερο δρόμο της Θεσσαλονίκης. Από εκεί
περνούσαν όλα τα μέσα μαζικής μεταφοράς και μπορούσε κανείς να πάει σε
οποιοδήποτε σημείο της πόλης από εκεί. Ακόμα και οι διαβάτες που άσχετα
με τον προορισμό τους και τον λόγο που βρέθηκαν στο κέντρο, ένα πέρασμα
από την Εγνατία το έκαναν πάντα. Αυτούς μου άρεσε να χαζεύω. Τους
περαστικούς. Οι άνθρωποι σε αυτή την πόλη έχουν έναν παράξενα γοητευτικό
τρόπο να κινούνται. Πότε θα είναι βιαστικοί και πότε χαλαροί. Πότε
χαρούμενοι και πότε σκυθρωποί. Πότε κουρασμένοι και πότε ξεκούραστοι.
Κάθε φορά πάντως που περνούν από ένα κατάστημα, θα σταθούν έστω και για
λίγα δευτερόλεπτα και θα χαζέψουν στη βιτρίνα του.
Μου έκανε
εντύπωση δε, ότι ακόμα και οι βιαστικοί δεν περπατούσαν με το κεφάλι
χαμηλά. Έτρεχαν μεν, με το κεφάλι να κοιτάζει γύρω δε. Σαν να μην
βιάζονταν ένα πράγμα. Άσχετα αν κοιτούσαν συχνά πυκνά το ρολόι τους. Και
φυσική κατάληξη των περισσότερων που κινούνταν στο κέντρο είτε για
δουλειά είτε για βόλτα, ήταν η παραλία και ο καφές μπροστά στη θάλασσα.
Ακόμα κι αν χρειαζόταν να περιμένουν στην ουρά για ένα τραπεζάκι,
επέμεναν να στέκονται όρθιοι μέχρι κάποιο να αδειάσει. Κάθε μαγαζί και
ένα διαφορετικό στέκι. Κάθε τραπεζάκι και ένα διαφορετικό θέμα
συζήτησης. Και καθόλου απίθανο, με αφορμή για παράδειγμα την αναζήτηση
ενός χαμένου αναπτήρα, η παρέα μπορεί και να μεγάλωνε.
Τότε ήταν που άκουσα τον θείο να μου λέει αυτή τη φράση:
«Μείνε στη Θεσσαλονίκη. Εδώ όλα είναι χαλαρά, σε λέω!» μου είπε όταν με
είδε να κοιτάζω γύρω μου κάπως ‘ζηλιάρικα’. Κατάλαβε ότι αυτό που
έβλεπα γύρω μου, μου άρεσε και ήθελα να το ζήσω. Ή μάλλον κατάλαβε, ότι
αυτή η πόλη με μάγεψε, με πλάνεψε, με έριξε στα δίχτυα της σαν γυναίκα
και με φυλάκισε, μην αφήνοντάς με να την αποχωριστώ ποτέ πια.
Ακόμα
και στο τέλος της ημέρας, τίποτε δεν ηρεμούσε για να ξεκινήσει την
επομένη από την αρχή. Αυτή η πόλη δεν κοιμάται ποτέ τελικά, αλλά κυρίως
δεν βιάζεται καθόλου. Ίσως γι’ αυτό και αντέχει τόσα χρόνια η ομορφιά
της. Όπου και να σταθείς, όλο και κάτι όμορφο θα δεις.
Από την
παραλία της, με φύλακά της τον Μέγα Αλέξανδρο, λίγο πιο πέρα από τον
Λευκό Πύργο. Από τα Κάστρα και την Άνω Πόλη, που απλώνεται όλη η
Θεσσαλονίκη στα πόδια σου. Από τις άπειρες εκκλησίες της που κρατούν
καλά κρυμμένους τους θησαυρούς της πίστης μας και μαρτυρούν όσα πέρασε η
πόλη μέσα στο χρόνο. Από τα μουσεία που φέρουν στο φως τη βαριά ιστορία
των προγόνων και των εποχών.
Ή μήπως από τους ανθρώπους; Τους
μερακλήδες, τις νοικοκυρές, τους έμπορους και τους βιοπαλαιστές. Τους
γηραιότερους που ακόμα θυμούνται και πασχίζουν να μην ξεχάσουν για να
παραδώσουν στους νεότερους που προσπαθούν να διατηρήσουν, κάποιες φορές
ίσως λίγο άγαρμπα, αλλά στο τέλος τα καταφέρνουν. Έτσι δεν γίνεται σε
κάθε τόπο; Ο άνθρωπος προσπαθεί να κρατήσει ζωντανό ότι αγαπά και τον
τόπο του πάντα τον αγαπά…
Σε αυτή την πόλη γεννήθηκα και
μεγάλωσα κι εγώ αγαπητοί μου αναγνώστες. Στην Θεσσαλονίκη. Ταξίδεψα
σχεδόν σε ολόκληρη την Ελλάδα. Γνώρισα και αγάπησα τόπους και ανθρώπους.
Όμως πάντα επιστρέφω εδώ! Δήμητρα Τράκα