πηγή : http://www.onestory.gr/post/21938226136
Η ΣΧΕΣΗ ΜΟΥ ΜΕ ΤΑ ΤΡΑΙΝΑ
του Ευθύμιου Καλλή *
Αν επρόκειτο να ταξιδέψω σήμερα με τραίνο, θα προτιμούσα να είναι ένα
από αυτά της δεκαετίας του 30 με τα οποία πηγαινοερχόμουνα
Σέρρες-Αθήνα. Το σημερινό μονόχωρο βαγόνι, με τα αεροπορικού τύπου
καθίσματα, καθαρό και περιποιημένο, ψυχρό και απρόσωπο, έστω και αν
ταξιδεύει γρήγορα, δεν με συγκινεί. Εξ άλλου εγώ δεν βιάζομαι. Μετά από
40 τόσα χρόνια τρεχαλητού στα νοσοκομεία και στη ζωή, ενδιαφέρομαι
κυρίως για το ρελαντί.
Η ταχεία αμαξοστοιχία ήταν το καμάρι μας και η προτίμησή μας.
Είχαμε το προνόμιο και την εξαιρετική τύχη να ταξιδεύουμε στη Β!
θέση, με μειωμένο εισιτήριο, λόγω της δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας του
πατέρα μας. Τα παιδιά κάτω των 4 ετών ταξίδευαν δωρεάν, ενώ τα
μεγαλύτερα πλήρωναν μισό. Δηλαδή το μισό του μισού.
Νομίζω πως αυτή η Β! θέση ήταν η καλλίτερη του τραίνου. Η Α! ήταν
πολυτελής αλλά φάνταζε ψυχρή και δυσπρόσιτη. Η Γ! ήταν κοσμοβριθής και
χωρίς καθόλου ανέσεις, για ένα ταξίδι πολλών ωρών που μερικές φορές
διαρκούσε περισσότερο από μια ολόκληρη νύχτα.
Σε αυτές τις περιπτώσεις το ξημέρωμα και το αντίκρισμα της αυγής σε
αποζημίωνε για το σκοτάδι της νύχτας, που μόνη της όαση ήταν οι
φωτισμένοι, και με τη δική τους ο καθένας ατμόσφαιρα σταθμοί.
Καθώς με σχετική δυσκολία ανέβαινα τα σκαλιά του βαγονιού, γιατί ήταν
πολύ ψηλά για μένα, έμπαινα στο χώρο των ονείρων μου. Ένα μακρύς
διάδρομος με τη δική του μυρωδιά και ατμόσφαιρα. Από τη μια μεριά τα
παράθυρα του διαδρόμου, όπου ήξερα ότι θα πέρναγα πολλές ώρες όρθιος,
και από την άλλη τα κουπέ. Η αναζήτηση του δικού μας κουπέ ήταν μια
εύκολη υπόθεση. Κάθε κουπέ είχε πάνω από την πόρτα του τον αριθμό, που
ήταν γραμμένος και στο εισιτήριό μας. Στους καναπέδες του κουπέ ήταν
επίσης ψηλά γραμμένος ακόμα ένας αριθμός που καθόριζε τη θέση του κάθε
επιβάτη. Τρεις από την κάθε μεριά. Η καλύτερη θέση ήταν κοντά στο
παράθυρο και με πρόσωπο προς τη μηχανή. Να ταξιδεύεις τρέχοντας μαζί της
προς τα εμπρός και όχι να τρέχεις με την πλάτη προς τα πίσω. Να είσαι
ας πούμε ένα είδος φανταστικού συνοδηγού.
Να μπορείς να βλέπεις τα πράγματα πριν φθάσουν στο παράθυρό σου και φύγουν γρήγορα.
Να αναρωτιέσαι για αυτό που έρχεται καταπάνω σου, και να προσπαθείς
να μαντέψεις τη φύση του. Να προλαβαίνεις να μετράς τα τηλεγραφόξυλα
αλλά και να μαντεύεις τον επόμενο σταθμό έγκαιρα.
Και όταν πια το τραίνο έστριβε προς τη μεριά που καθόσουνα, τότε όλα ήταν δικά σου.
Η θέα απεριόριστη. Έβλεπες τον μηχανοδηγό στο πλάι να παρατηρεί τη
διαδρομή και τους τεράστιους τροχούς να γυρίζουν ασταμάτητα. Τα έμβολα
της μηχανής να παλινδρομούν δυνατά και να νοιώθεις πως είσαι μέρος αυτής
της δύναμης.
Να βλέπεις το τραίνο να ξεχύνεται στον κάμπο ξέφρενα και να πάσχεις μαζί του στο αγκομαχητό του ανήφορου.
Με την συχνότητα του ρυθμικού θορύβου από τις ενώσεις των ραγών,
ρύθμιζες και συ τους ρυθμούς σου. Μερικές φορές παίζαμε συγχρονίζοντας
τον επαναλαμβανόμενο θόρυβο με την αναπνοή μας. Έτσι ήξερες πόσο γρήγορα
τρέχει το τραίνο. Καταλάβαινες τον ανήφορο και τον κατήφορο. Πεταγόσουν
στο παράθυρο του διαδρόμου μόλις έπιανες αργό ρυθμό.
Μάντευες πως επιβραδύνει. Κάποιο εμπόδιο? Πρόβλημα στις ράγες? Κάτι έκτακτο?
Γνώριμοι οι περισσότεροι από τους κύριους σταθμούς. Τα ονόματά τους φάνταζαν μυθικά.
Δεν χόρταινες τα πέτρινα κτίριά τους με τις κόκκινες γραμμές και τις πράσινες πόρτες.
Κρεμασμένος στα παράθυρα του διαδρόμου απολάμβανα την κίνηση του
σταθμού. Αναγνώριζα στον σταθμάρχη υπερεξουσίες και μια μεγαλοπρέπεια.
Περίμενα τις κινήσεις του για να επιβεβαιώσω όσα προέβλεπα ότι θα κάνει.
Έψαχνα για κάποιον καθυστερημένο και θαύμαζα τον επιθεωρητή που πήδαγε
τελευταίως στο τραίνο που είχε αρχίσει να κινείται.
Παρακολουθούσα το σταθμό να απομακρύνεται και ξαναγύριζα στο παράθυρό μου για τη συνέχιση των παρατηρήσεων.
Η εναλλαγή του τοπίου ήταν φανταστική. Πεδιάδες, ζώα, βουνά, ποτάμια, γέφυρες. Γνώριμα όλα τα ποτάμια και οι γέφυρες.
Με λαχτάρα η αναμονή για την γαλαρία
Θαύμαζα τη γέφυρα της Παπαδιάς και με δέος και σχετικό φόβο κάθε φορά
την περνούσα. Το βάθος ήταν τεράστιο και τα αντικείμενα και οι άνθρωποι
στο ποτάμι φαινόντουσαν μικροσκοπικά.
Η πολυτέλεια του κουπέ ασυναγώνιστη. Δυο καναπέδες με ύφασμα
βελούδινο σε χρώμα βαθύ κόκκινο. Πάνω από τους καναπέδες σε ειδικά
δίχτυα και ράφια οι θέσεις για τις αποσκευές. Δίπλα στο παράθυρο
αναδιπλούμενο μικρό τραπεζάκι και κάτω από αυτό ένα περίεργο
σταχτοδοχείο, που η θήκη του γύριζε ανάποδα για να αδειάσει, χωρίς να
βγαίνει από τη θέση της. Φαίνεται πως πολλοί θα το είχαν ζηλέψει. Λίγο
πάνω από το έδαφος περνούσε ένας ειδικός σωλήνας που εξασφάλιζε τη
θέρμανση το χειμώνα.
Κουρτίνες στόλιζαν το παράθυρο και εξασφάλιζαν σκιά .
Κουρτίνες επίσης στην πόρτα και στα δύο μικρά πλαϊνά της παράθυρα
εξασφάλιζαν την απομόνωση από τους περαστικούς του διαδρόμου, αλλά
σκοτείνιαζαν και το χώρο τις νυκτερινές ώρες.
Η πόρτα του κουπέ ένα έργο τέχνης. Βαριά, συρρόμενη και με ένα μηχανισμό για να κλείνει, μπρούντζινο, μοναδικής ομορφιάς.
Το ταξίδι πολύωρο και μερικές φορές με ένα συνδυασμό νύχτας και μέρας αφού ξεπέρναγε το 12ωρο. Όνειρο ανεπανάληπτο.
Κράταγες στα χέρια σου αυτά τα μικρά και σκληρά εισιτήρια που σου άνοιγαν το δρόμο για την ανείπωτη ευτυχία.
Δίχρωμα ενίοτε, με γράμματα και αριθμούς ακαταλαβίστικους, αλλά
μαγευτικούς για αυτό. Και περίμενες με καμάρι να το δώσεις στον ελεγκτή,
έστω και μισό, για να του δείξεις πως μεγάλωσες και πληρώνεις πια
εισιτήριο. Και τότε εκείνος με το μικρό του περίεργο και μαγικό εργαλείο
του έκανε μια τρυπίτσα που άφηνε ένα μικρό και χαρακτηριστικό θόρυβο
και επιβεβαίωνε πως ταξιδεύεις. Οι επιθεωρήσεις σε ένα τέτοιο ταξίδι
ήταν αρκετές. Όταν φθάναμε στον προορισμό μας, το εισιτήριο ήταν
κατατρυπημένο.
Ποτέ δεν κατάλαβα αν οι τρύπες αυτές ήταν τυχαίες ή ανάλογα με τη
θέση τους πάνω στο εισιτήριο είχαν τη σημασία τους. Είχαν όμως
διαφορετικό σχήμα από ελεγκτή σε έλεγκτή. Στρογγυλή, τρίγωνη, τετράγωνη,
σαν αστεράκι κ. ά. Είχα βγάλει το αυθαίρετο συμπέρασμα πως είναι η
ταυτότητα του ελεγκτή. Δεν ρώτησα και δεν έμαθα ποτέ. Ούτε και σήμερα.
Και δεν ενδιαφέρομαι να μάθω. Μου φτάνει πως πέρασα μαζί τους κάποιες
από τις ατέλειωτες ώρες του ταξιδιού, χαζεύοντας τα διάφορα και
μυστηριώδη σχήματα, με τη φαντασία μου να τρέχει σε εξηγήσεις ποικίλες.
Κρεμασμένος ψηλά στο παράθυρο αγωνιούσες να προλάβεις το σουβλάκι πριν το τραίνο φύγει.
Τα σουβλάκια, ήταν σε καλαμάκι πελεκημένο και καψαλισμένο για να μην
τραυματίζει. Τα σημερινά ξυλάκια δεν είχαν ακόμα ανακαλυφθεί. Στην μύτη
τους ήταν καρφωμένο το ψωμάκι, που έπαιρνε και αυτό λίγο από το νόστιμο
ζουμί που άφηναν τα σουβλάκια και δεν χόρταινες να το τρως. Πάντα μας
φαινόταν λίγο και απορούσαμε γιατί δεν έδιναν περισσότερο. Τα σουβλάκια
όλα ήταν όλα τακτοποιημένα σε ένα ταψί ολόγυρα που το σήκωνε ψηλά με το
ένα χέρι ο σουβλατζής.
Τα καλύτερα και με πανελλαδική φήμη σουβλάκια ήταν αυτά στο σταθμό Λιανοκλάδι και στο Σχηματάρι.
Προϊόντα και τρόπος διατροφής της στερεάς Ελλάδας. Οι Μακεδόνες και οι άλλοι άργησαν να ανακαλύψουν την νοστιμάδα του ψητού.
Το σουλατσάρισμα στο διάδρομο εμπειρία μοναδική. Είχες τη δυνατότητα
να επιλέγεις τη θέα. Να σκύβεις όσο έφθανε το μπόι σου για να σε κτυπάει
ο αέρας, ανάμικτος με καρβουνάκια της μηχανής, στο πρόσωπο έστω και αν
αυτό ήταν απαγορευμένο.
Το έγραφε μια πολύ όμορφη μικρή πινακίδα, με καλλιτεχνικά μαύρα
γράμματα, στα Γαλλικά, στο κάτω μέρος του παραθύρου. Είχα αποστηθίσει
αυτή τη μικρή φράση, με τη δική μου αυθαίρετη προφορά, αφού Γαλλικά δεν
ήξερα.
Με την παραβίασή της δοκίμαζα τις δυνάμεις μου και τις αντοχές των δικών μου κατά την πρόσκαιρη ελευθερία του διαδρόμου .
Αυτός ο διάδρομος είναι που ακόμα και σήμερα με θέλγει σε ένα τραίνο.
Απέριψα αργότερα τα διάφορα ωτομοτρίς και τα σύγχρονα παρόμοιά τους.
Από τότε πολύ σπάνια ταξίδεψα με τραίνο.
.
Ο Ευθύμιος Καλλής είναι συνταξιούχος
γιατρός. Έχει γράψει ένα βιβλίο με 18 ιστορίες που κινούνται μεταξύ
πραγματικότητας και φαντασίας με τίτλο: “Ιστορίες νοσταλγίας και παραφροσύνης”.