Σάββατο 12 Μαΐου 2012

Ακροβατώντας στο όριο

πηγή : εφημερίδα  TA NEA   -  Διαδρομές  23-11-2001
Επιμέλεια: Γιάννηs Ντρενογιάννηs

....Τα όρια που δημιουργεί το φυσικό τοπίο είναι πάντοτε σεβαστά από όλους, και τούτο δεν γίνεται τυχαία. ΄Ενας γκρεμός, η κοίτη ενός ορμητικού ποταμού, είναι σαφή όρια στο χώρο, που είναι πολύ επικίνδυνο να τα υπερβείς. Κατά κάποιο τρόπο, η ύπαρξη ορίων συνδυάζεται με την επικινδυνότητα. Άλλοι μπορούν να πετάξουν από το γκρεμό με αιωρόπτερο και άλλοι δεν τολμούν να τον πλησιάσουν. Ακόμα όμως και για τον αιωροπτεριστή υπάρχει όριο. Άν τα αέρια ρεύματα δεν βοηθούν, ο γκρεμός αυτός είναι πολύ επικίνδυνος....Χιλιάδες οριακά σημεία υπάρχουν στο χώρο και καλό θα είναι να τα αναγνωρίζουμε. Οριακό σημείο είναι ακόμα και η πόρτα που μπαίνεις στην εκκλησία. Οριοθετεί τη νοητή γραμμή ανάμεσα στο ιερό και το βέβηλο. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που στις περισσότερες εισόδους εκκλησιών -αλλά και σπιτιών- θα δούμε σκαλιστά σύμβολα -παραστάσεις αποτροπής- στο υπέρθυρο. Σε τούτο το κομμάτι διάλεξα μόνο τέσσερα από τα οριακά σημεία που έχω συναντήσει στην πατρίδα μας.Δεν είναι τυχαίο πως δυο από αυτά βρίσκονται πάνω στη γραμμή των συνόρων.... Και στα τέσσερα αυτά σημεία νιώθεις πως φτάνεις κάπου και από εκεί δεν έχει συνέχεια....θα πρέπει να επιστρέψεις...


Δρακόλιμνη - Γράμμος  Για να φτάσεις στη Δρακόλιμνη του Γράμμου  πρέπει να περπατήσεις μέχρι τα 2.350 μέτρα, ακολουθώντας ένα δυσδιάκριτο μονοπάτι, είτε από τη Γράμμοστα είτε από την Αετομηλίτσα. Χωρισμένη στα δύο η Δρακόλιμνη του Γράμμου βρίσκεται πάνω στο νοητό όριο που χωρίζει την Ελλάδα από την Αλβανία, αλλά δεν είναι αυτό που σου κόβει την ανάσα...ουτε η τρομερή θέα... ούτε η αίσθηση ότι αν πάρεις λάθος κατεύθυνση θα βρεθείς σε άλλη χώρα!  Είναι η ψυχή σου που αγγίζει το όριο κι η φαντασία σου που ζωντανεύει τους μύθους και θρύλους για το στοιχειό του Γράμμου. Ετούτη η λίμνη είναι γεμάτη δρακάκια (τρίτωνες), βρίσκεται σε μεγάλο υψόμετρο, έχει νερό όλο το χρόνο και είναι αρκετά βαθιά. Θεωρείται η μεγαλύτερη από τις δρακολίμνες στην Ελλάδα, αλλά και η πλέον δυσπρόσιτη και άγνωστη. Λένε λοιπόν ότι το στοιχειό του Γράμμου βρισκόταν πιο κάτω, προς τη μεριά της Αετομηλίτσας, κοντά στο χωριό, κρατούσε τον τόπο να μην πέφτει Τρείς μάγισσες  Γραμμοστιάνες το έκλεψανμια νύχτα για να το φέρουν στο τόπο τους να   στεριώσει. Ανηφορίζοντας έκαναν μια στάση και το στοιχειό δάκρυσε. Έτσι έγινε  η Δρακόλιμνη της  Σκρίτζας  (πιο κάτω προς Αετομηλίτσα) Τελικά οι μάγισσες το έφεραν εδώ επάνω.   Η Γράμμοστα στέριωσε,αλλά η Αετομηλίτσα όχι  (πολλές κατολισθήσεις λόγω  διάβρωσης,αποτέλεσμα της υπερβόσκησης)....


Ακροταίναρο

Με αργά βήματα προχωρώ σε ένα λαξευτό πέτρινο λούκι πολλών μέτρων. Ακολουθώ τη ροή του που οδηγεί στη θάλασσα, σε έναν μικρό ήσυχο όρμο με βράχια τριγύρω. Ένας ψαράς λύνει τη βάρκα του για να βγεί στ' ανοιχτά, γυρίζει, με κοιτάει,τον χαιρετώ και χαμογελάει. "Είναι μακριά η σπηλιά του Άδη;" τον ρωτώ και εκείνος μου απαντά : "'Όχι πολύ, αλλά δεν έχει και τίποτε σπουδαίο να δείς".   Περπατώ επάνω σε ένα αρχαίο ψυχοπομπείο και ομολογώ   πως αισθάνομαι περίεργα. Οι πύλες του Άδη δεν είναι μακριά, μα ο βαρκάρης δεν δέχεται να με πάει μέχρις εκεί.Όλα τα παραπάνω μπορεί να ακούγονται μακάβρια, αλλά σκηνοθετούν απλά ένα ταξίδι που κάποτε όλοι θα ακολουθήσουμε... είτε το θέλουμε, είτε όχι.  Βρίσκομαι στο Πόρτο- Στέρνες, στην άκρη του ακρωτηρίου Ταίναρο, και περπατάω σ' αυτόν τον αρχαίο λαξευτό διάδρομο που οι ιστορικοί λένε πως ήταν ψυχοπομπείο. Από εδώ κατέβαιναν οι "ταχυδρόμοι" και έπαιρναν τον "περαματάρη" τον μακάβριο βαρκάρη για τον κάτω  κόσμο!
Είναι πραγματικά ασύλληπτο πως ετούτο το σημείο της Ελλάδας σε υποβάλλει από τα φυσικά του χαρακτηριστικά και μόνο. Το τέλος του δρόμου κοιτάει τη θάλασσα. μπροστά σου ακριβώς βρίσκεται ο μικρός θολωτός ναός των Αγίων Ασωμάτων, αριστερά είναι το λιμανάκι που δένουν τις βάρκες και δεξιά ξεκινάει το μονοπάτι για το φάρο του Ταίναρου...για το τέλος του δρόμου. Όλα δένουν με τα βράχια, το υγρό στοιχείο και τον αέρα που συνήθως εδώ είναι δυνατός αυτή την εποχή. Δεν είσαι στη μέση του τίποτα, δεν έχεις φτάσει στο τέλος του κόσμου , κι όμως έτσι αισθάνεσαι.

Ψαράδες-Πρέσπα
Απ΄όπου κι αν φτάνει κανείς στην Πρέσπα (δηλ.την περιοχή που καταλαμβάνουν οι δυο λίμνες και η γή γύρω απ' αυτές) έχει την αίσθηση ότι... φτάνει. Ότι δε γίνεται να προχωρήσει άλλο, δεν έχει πού αλλού να πάει. Φτάνει στην άκρη της ελληνικής γής, μια άκρη που δεν είναι άκρη και -κυρίως- δεν είναι γή. μια νοητή ευθεία μέσα στα νερά της Μεγάλης Πρέσπας μόνο καταχρηστικά μπορεί να θεωρηθεί σίγουρο. Απ' αυτό όμως το ακαθόριστο όριο πρέπει να ξεκινήσει κανείς την περιήγηση στην Πρέσπα. Εδώ ο χρόνος μετράει στα τυφλά όσο ο επισκέπτης παίζει κρυφτό με
την ελληνική του συνείδηση και την οικολογική του ευαισθησία.
Αφού περάσουμε τον δίαυλο ανάμεσα στις δύο λίμνες στη θέση Κούλια, όπου βρίσκεται και το στρατιωτικό φυλάκιο, ανηφορίζουμε προς το ύψωμα που είναι γεμάτο από αιωνόβια κέδρα και στη συνέχεια κατηφορίζουμε για το τελευταίο χωριό του δρόμου... για το τέλος του.
Οι Ψαράδες, όπως δηλώνει και το όνομά τους (παλιά λεγόταν Νίβιστα), ήταν και είναι ένα ψαροχώρι χωμένο σε έναν φυσικό όρμο της Μεγάλης Πρέσπας.
Ενδιαφέρουσα παραμένει η αρχιτεκτονική των σπιτιών των Ψαράδων, γι' αυτό έχει ανακηρυχθεί παραδοσιακός οικισμός. Στις μέρες μας το εισόδημα των κατοίκων συμπληρώνεται από τον τουρισμό και δεν είναι παράξενο να δείτε λεωφορεία με ημερήσιους επισκέπτες να πλημμυρίζουν τον γύρω χώρο. Ελάχιστοι από αυτούς θα νοικιάσουν μια βάρκα για να δούν τα περίφημα ασκηταριά στους βράχους, και ακόμα πιο λίγοι θα παρατηρήσουν ότι τα μικρόσωμα μοσχάρια που βόσκουν ελεύθερα γύρω από τη λίμνη αποτελούν μια σπάνια ράτσα. Όλοι όμως θα αισθανθούν πως ο υγρός όγκος της λίμνης αποτελεί ένα οριακό σημείο, όχι μόνο στο χάρτη, αλλά και στην καρδιά τους.

                                                                    Μπελόη-Φαράγγι του Βίκου

Όταν προσεγγίσεις την άκρη του πέτρινου τείχους που δημιουργούν οι πλαγές του φαραγγιού του Βίκου, βλέπεις πως έχεις φτάσει σε  ένα όριο. Μπροστά σου ανοίγεται ένα βαθύ χάσμα, μια απίστευτη όσο και γιγάντια χαραγματιά, που δημιουργήθηκε τουλάχιστον τριάντα εκατομμύρια χρόνια πιο πριν, όταν σημειώνονταν τεράστιες γεωλογικές αλλαγές στον κόσμο.
Δεν χρειάζεται να έχεις υψοφοβία για να "κοκκαλώσεις" στη θέση σου. Το σφίξιμο στη καρδιά και το στομάχι είναι δεδομένο ενώ το δικό σου μέγεθος μπροστά του είναι ασήμαντο. Τοπ ύψος των βράχων της Τύμφης(Γκαμήλα) και του Στούρου, (των βουνών που στέκονται θυμωμένα το ένα απέναντι στο άλλο), ξεπερνά τα 700 μέτρα , ενώ σε μερικά σημεία νομίζεις ότι αγγίζει το ένα το άλλο.
Δύο είναι τα εντυπωσιακότερα σημεία θέας του ελληνικού Γκράν - Κάνιον .  Το ένα είναι πάνω από το χωριό Μονοδέντρι και αναφέρεται ως θέση "Οξυά".Η πρόσβαση είναι εύκολη και πηγαίνεις  μέχρι εκεί με το αυτοκίνητο.  Για να φτάσεις όμως στη θέση  Μπελόη   χρειάζεται μεγαλύτερη προσπάθεια, αλλά το σημείο αυτό είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό κατά την προσωπική μου άποψη. Το χωριό στο οποίο πρέπει πρώτα να φτάσεις είναι το Βραδέτο και ο πρόσφατος ασφαλτόδρομος αποτελεί την εύκολη λύση. Η ωραιότερη διαδρομή όμως ξεκινάει λίγο πιο έξω από το Καπέσοβο και σκαρφαλώνει τη φημισμένη πέτρινη "Σκάλα του Βραδέτου" Σε μια ώρα είσαι στο Βραδέτο και ακολουθώντας τις ταμπέλες φτάνεις (έπειτα από δυο χιλιόμετρα απόσταση από το χωριό) στο σημείο που ξεκινάει το      μονοπάτι για τη Μπελόη. Πάνω στα πέτρινα βάθρα που οριοθετούν τη διαδρομή σου, περπατάς για 20 λεπτά περίπου. Κανέναν σημάδι δε σου δείχνει που πρόκειται να φτάσεις...το φαράγγι μοιάζει αόρατο. Την ώρα όμως που θα αγγίξεις το μικρό πέτρινο μπαλκόνι, το ξάφνιασμα είναι τόσο άμεσο, όσο και οι λέξεις που θα ψιθυρίσεις... "Χριστέ μου!"

Καφενείο "Ο κόσμος": 10 πράγματα που πρέπει να είστε σε θέση να πείτε ό...

Καφενείο "Ο κόσμος": 10 πράγματα που πρέπει να είστε σε θέση να πείτε ό...: 1. Ακολούθησα την καρδιά μου και την διαίσθησή μου.  2. Είπα όσα είχα ανάγκη να πω.  3. Έκανα όσα είχα ανάγκη να κάνω.  4. Έκανα τ...


 
1. Ακολούθησα την καρδιά μου και την διαίσθησή μου. 
2. Είπα όσα είχα ανάγκη να πω. 
3. Έκανα όσα είχα ανάγκη να κάνω. 
4. Έκανα την διαφορά. 
5. Ξέρω τι είναι αληθινή αγάπη. 
6. Είμαι ευτυχισμένος και ευγνώμων. 
7. Είμαι περήφανος για τον εαυτό μου. 
8. Έγινα η καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου. 
9. Έχω συγχωρέσει όσους με πλήγωσαν. 
10. Δεν μετανιώνω για τίποτα.

Η μικρή συμμορία του Σάκη Αθανασιάδη

http://www.onestory.gr/post/22612088947

_Η ΜΙΚΡΗ ΣΥΜΜΟΡΙΑ

του Σάκη Αθανασιάδη *
.
Το βουητό του ανέμου δυνάμωνε, τους σκέπασε ένα σύννεφο κόκκινης σκόνης. Τα κλαδιά των δέντρων λύγιζαν σαν πελώρια χέρια, γυμνά σαν αγάλματα από την πρώτη πάχνη του φθινόπωρου. Στο βάδισμά τους σάρωναν ξερά χόρτα που τα έπαιρνε ο βοριάς και τα ταξίδευε στη θάλασσα. Πάνω απ’ τα κεφάλια τους το ακούραστο μάτι του ήλιου έσπερνε κίτρινο.
Φορούσαν κασκόλ και βαριά πανωφόρια, τα μικρά κορμιά τους έδειχναν σαν πάνινες μπάλες. Μέσα Νοέμβρη και ο ήλιος ήταν ανίκανος να τους ζεστάνει. Η λάμψη του μια αυταπάτη θερμότητας. Μόνο το έντονο φως του έμενε, τόσο πολύ που αν το έκοβες σε φέτες και το έκανες εξαγωγή σαν Ελλάδα θα γινόσουν πλούσιος.
Με τις ανάσες τους ζέσταιναν τα χέρια μιλώντας μεταξύ τους συνωμοτικά κι ανέβαιναν όλο και περισσότερο το ύψωμα. Λαχανιασμένοι, αλλά και σίγουροι πως η αποστολή τους άξιζε κάθε θυσία. Στις χούφτες τους κρατούσαν θρίαμβο, μα άφηναν τα χαμόγελα για αργότερα, όταν η αποστολή θα τελείωνε.
Φτάνοντας στο στόχο τους μαζεύτηκαν όλοι πίσω από ένα τοίχο, για να ξεκουραστούν. Με τα μάτια τους έψαξαν τη γύρω περιοχή, δεν υπήρχε κανείς.
«Περιμένετε, θα πάω εγώ» φώναξε ο Κώστας και προχώρησε βιαστικά προς την πόρτα του μικρού ναού.
«Πρόσεχε να μην αφήσεις αποτυπώματα» τους φώναξαν οι άλλοι που έμειναν πίσω.
«Είμαστε τυχεροί, είναι ξεκλείδωτα» είπε λίγο πριν χαθεί μέσα στο εκκλησάκι.
Στάθηκαν όλοι ακίνητοι για ένα λεπτό, ένα λεπτό που έμοιαζε αιώνας, περιμένοντας την τιμωρία από τον ουρανό. Αφού δεν έγινε τίποτε άρχισαν να πανηγυρίζουν.
«Το δάχτυλό σου τρέχει ακόμη αίμα» είπε με συμπόνια ο Παύλος στο φίλο του καθώς άφηναν πίσω τους το εκκλησάκι.
«Το τρύπησα αρκετά» του απάντησε ο Κώστας φέρνοντας το πληγωμένο δάχτυλο στο στόμα, για να σταματήσει την αιμορραγία.
«Πάμε στα αμπέλια να κρυφτούμε κι από εκεί να βλέπουμε τον κόσμο όταν φτάσει» ακούστηκε να λέει ο Δημήτρης που ήταν ο μικρότερος της παρέας, σηκώνοντας ψηλά τα βαριά κιάλια του πατέρα του που είχε μαζί. 
Οι σφεντόνες χτυπούσαν στο στήθος τους καθώς άρχισαν να τρέχουν. Τα πρώτα δέντρα τους έκρυψαν στις σκιές τους. Τα είχαν καταφέρει και κανείς δεν θα καταλάβαινε τίποτα, σίγουρα ήταν ανίκητοι σαν τους ήρωες στα βιβλιαράκια που διάβαζαν. Ήταν ο Μπλέκ, ο Ζαγκόρ, ο Όμπραξ και ο Κάπτεν Μάρκ.
Η μικρή συμμορία ξεχύθηκε στα αμπέλια αναζητώντας κάποιο πουλί να χτυπήσει με τις σφεντόνες της. Ο Παύλος, ο Κώστας, ο Δημήτρης και ο Τάσος, όλοι κάτω από δώδεκα χρονών. Ρουφούσαν τις ιστορίες από τα κόμικς που διάβαζαν και αγωνίζονταν να ξεπεράσουν τους ήρωές τους. Η παιδική τους άγνοια τους απαγόρευε να δουν οτιδήποτε άλλο πέρα από τη χαρά της περιπέτειας, αν και η τιμωρία δεν τους ήταν καθόλου άγνωστη. Η βέργα του δασκάλου παρέμενε μια μόνιμη απειλή. Τα καλοκαίρια που αυτός ο φόβος δεν υπήρχε γύριζαν πάνω κάτω στο χωριό από το πρωί ως το βράδυ και λειτουργούσαν σαν μια μυστική οργάνωση. Με αρχηγό, υπαρχηγό και μέλη.
Με κοντά παντελόνια έτρεχαν στις γειτονιές σημαδεύοντας με τις σφεντόνες τους εκτός από πουλιά και τζαμαρίες. Μερικές φορές έλυναν από τη βοσκή γαιδάρους τους καβαλούσαν κι έτρεχαν στους χωματόδρομους. Το ποτάμι ήταν το μόνο εμπόδιο που έφραζε την πορεία τους. Από τα αγαπημένα παιχνίδια των μικρών φίλων ήταν τα εμπόδια στους περαστικούς. Κρυμμένοι στην άκρη του δρόμου περίμεναν το θύμα τους και μόλις πλησίαζε στο σημείο της ενέδρας τραβούσαν ένα μακρύ σύρμα και ο περαστικός έπεφτε κάτω σα να τον χαστούκιζε ο θεός. Μετά χάνονταν στο σκοτάδι.
Οι μεγάλες απώλειες από χτυπήματα και σχισμένα ρούχα υπήρχαν στις ποδοσφαιρικές αναμετρήσεις με τις άλλες γειτονιές. Λίγο πριν τη λήξη του αγώνα, όποια ομάδα έχανε μοίραζε κλωτσιές στα τυφλά κι έτσι η μάχη σώμα με σώμα άρχιζε. Συμμαθητές δεν υπήρχαν, μονάχα αντίπαλοι κι έπρεπε να συντριβούν με κάθε τρόπο.
Κουρασμένοι κάθισαν στη ρίζα ενός δέντρου να μετρήσουν τα πουλιά που είχαν χτυπήσει. Ο Κώστας έλειπε, τον έψαχναν με τα μάτια τους. Ξαφνικά από μακριά άκουσαν τη φωνή του.
«Παιδιά ελάτε…»
Την ώρα που είχαν σκαρφαλώσει σε μια αμυγδαλιά ακούστηκε από το χωριό η καμπάνα της εκκλησίας.
«Ξεκινάνε. Σε μια ώρα θα έχουν φτάσει. Μαζέψτε γρήγορα τα αμύγδαλα να βρούμε ένα σημείο να βλέπουμε καλύτερα» μουρμούρισε ο Κώστας.
Οι χωρικοί βάδιζαν αμίλητοι, τα πόδια τους είχαν το βάρος παρατημένων. Η σκόνη έσμιγε με τα χνώτα τους, αδιαμαρτύρητα έγλυφαν την κόκκινη λάσπη. Κανείς δεν θα ήθελε να κρατήσει στη μνήμη του όλα αυτά τα σκαμμένα απ’ τον μόχθο πρόσωπα, όλοι ήθελαν να τα πετάξουν μακριά σαν να μην υπήρξαν ποτέ.
Το ανθρώπινο ποτάμι ανέβαινε με δυσκολία το λόφο. Οι περισσότεροι περπατούσαν έχοντας το κεφάλι σκυμμένο προς τη γη λες και ήθελαν να παρατήσουν την κούρασή τους στο χώμα και να ελευθερωθούν. Πίσω του η κατακίτρινη από την ξηρασία πεδιάδα, δεκάδες χωριά και στο βάθος ο Αξιός ποταμός που το λιγοστό νερό του έφτανε ίσα-ίσα να ξεδιψάσουν τα κοπάδια με τα ζώα.
Θα μπορούσε ο θεός να δώσει εντολή στα σύννεφα να φέρουν βροχή κι όλη αυτή η λύπη να μετατραπεί σε χαρά; Κανείς δεν ήθελε να το συζητήσει με τον διπλανό του. Η τελευταία τους ελπίδα ήταν ο θεός και σε αυτόν έτρεχαν σήμερα. Χωρίς μεγάλη πίστη.
Ο παπάς του χωριού οδηγούσε την πορεία. Ο βοριάς έπαιζε με το άσαρκο κορμί του, συχνά του σήκωνε το ράσο, του έκρυβε το πρόσωπο κι έπεφτε καταγής, αλλά αυτός πεισματικά αγνοούσε όλα τα εμπόδια και συνέχιζε την πορεία.
Όταν έφτασε έξω από το εκκλησάκι στάθηκε ακίνητος. Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά και κοίταξε άκεφα τον ουρανό ζητώντας βοήθεια. Κατόπιν έστρεψε το βλέμμα του προς τον κόσμο, μασούλισε μερικές λέξεις που κόλλησαν στα χείλη του και χαμογέλασε λυπημένα.
«Παρακαλώ να περιμένετε όλοι εδώ και να κάνετε απόλυτη ησυχία. Θα πάω μέσα να προσευχηθώ και να φέρω έξω την εικόνα» είπε στη συνέχεια με μεγάλη δυσκολία.
Η εικόνα του Αγίου Παντελεήμονα είχε έρθει στη μακεδονική γη μαζί με τα κοπάδια των προσφύγων από την Ανατολική Θράκη που κατέκλισαν τα γύρω χωριά και επέβαλαν μια σιωπηλή κυριαρχία στον ντόπιο πληθυσμό καθώς τον βρήκαν αφανισμένο από το ανελέητο κυνηγητό των Βουλγάρων και των Τούρκων. Άλλοτε η εικόνα έκλαιγε κι άλλοτε ακούγονταν ήχοι από το πουθενά. Μερικές γυναίκες έλεγαν πως γέννησαν, ενώ ο γιατρός τους τις είχε βγάλει στείρες, όταν στον ύπνο τους είδαν την εικόνα του αγίου.
Από την ανοιχτή πόρτα φαινόταν ο παπάς πεσμένος στα γόνατά του να προσεύχεται. Ο κόσμος άρχιζε να μουρμουρίζει για την καθυστέρηση. Αν ήσουν ξένος θα έτρεχες να φύγεις μακριά και να πετάξεις όλη τη λύπη που μάζεψες στο ύψωμα, αλλά σε αυτή τη λιτανεία δεν υπήρχαν ξένοι. Μονάχα οι απελπισμένοι χωρικοί και η μικρή συμμορία που είχε σκαρφαλώσει στα κλαδιά μιας μουριάς και παρατηρούσε με τα κιάλια αυτά που συνέβαιναν στο εκκλησάκι ελπίζοντας το αίμα που έτρεξε από το χέρι του Κώστα να μη πήγαινε χαμένο.
Ξαφνικά ο παπάς σηκώθηκε όρθιος. Πλησίασε την βαριά ξύλινη εικόνα και την πήρε στην αγκαλιά του σαν μωρό, κατόπιν έμεινε ακίνητος. Τα μάτια του βούρκωσαν, το ράσο του βρέχονταν από τα δάκρυα. Με αποφασιστικά βήματα προχώρησε προς την έξοδο αγνοώντας τις σκόρπιες φωνές και τον κόσμο που τον κύκλωνε. Έσπρωξε μερικούς κι ανέβηκε πάνω σε μια μεγάλη πέτρα. Χωρίς να μιλήσει έκλεισε τα μάτια λες και οι εικόνες στη μνήμη του άρχισαν να λιγοστεύουν ή πως είχε ναυαγήσει σε κάποια θάλασσα κι έψαχνε τρόπο να σωθεί.
Σκούπισε τα υγρά του μάγουλα, αφήνοντας να περάσει ένα λεπτό αιώνιας σιωπής. Τέλος, έστρεψε την εικόνα προς το μέρος των χωρικών και τη σήκωσε ψηλά.
«Αυτή είναι η φωνή του θεού. Το αίμα που τρέχει εδώ σήμερα από την εικόνα του Αγίου Παντελεήμονα. Οι αμαρτίες μας είναι τόσες πολλές που ο θεός μας έστειλε ένα σημάδι για να βρούμε την αγάπη στην ψυχή μας» τα χέρια του έτρεμαν από τη συγκίνηση και ανίκανος για μια ακόμη φορά να κρύψει την συντριβή του, κάθισε στη πέτρα.
Το πλήθος γονάτισε. Χαμήλωσε τα μάτια στη γη κι άρχισε να προσεύχεται.
Ο παπάς σηκώθηκε ξανά όρθιος. Έμοιαζε σαν να γύριζε στο παρόν μετά από ένα μακρινό και κοπιαστικό ταξίδι.
«Θα κάνουμε αγρυπνία σήμερα. Ο θεός είναι μεγάλος και θα μας λυπηθεί αν ζητήσουμε συγνώμη για τις αμαρτίες μας» γύρω του κάποιοι γέροντες έκλαιγαν σαν μικρά παιδιά κοιτάζοντας με δέος τον ουρανό.
«Ο θεός είναι εδώ, δεν μας ξέχασε, ας μην τον αφήσουμε να ξαναφύγει» είπε κάποιος πιο ψύχραιμος.
Ο ήλιος σταδιακά έδυε. Στην τελευταία του βουτιά πίσω απ’ το λόφο ένα κοπάδι μαυροπούλια σκέπασε τον ουρανό, πάνω απ’ τα κεφάλια των χωρικών, πριν χαθεί κι αυτό στο μισοσκόταδο.
Ο παπάς ακίνητος στη θέση του έμοιαζε με λείψανο κάποιας διαλυμένης αυτοκρατορίας.
«Να πάνε μερικοί στο χωριό να φέρουν ρούχα και να ειδοποιήσουν και τους άλλους» είπε ξαναβρίσκοντας τη δύναμή του την ώρα που η νύχτα έκρυβε τα πρόσωπα.
Περπατούσαν στο χωματόδρομο με τις τσέπες τους γεμάτες θρίαμβο. Έριχναν πότε- πότε μια ματιά στο εκκλησάκι και γελούσαν με τα σκόρπια φώτα που χόρευαν στο λόφο. Ξαφνικά ο βοριάς που φυσούσε με λύσσα για μέρες σταμάτησε. Τα σύννεφα άρχισαν να μουτζουρώνουν το φεγγάρι ώσπου το έσβησαν, την ώρα που τα παιδιά πλησίαζαν τα πρώτα σπίτια του χωριού.
«Καλά τα καταφέραμε» είπε στους φίλους του ο Κώστας.
«Ο Μπλεκ δεν χάνει ποτέ» απάντησε ο Τάσος κι έσφιξε τη σφεντόνα.
«Παιδιά βρέχει…» ακούστηκε μια τρίτη φωνή. «Πάμε στα σπίτια μας γρήγορα θα γίνουμε μούσκεμα»
«Ουγκ…ο μεγάλος Μανιτού στέλνει τα δάκρυά του στα χλομά πρόσωπα» ψέλλισε ο Δημήτρης, παριστάνοντας τον ινδιάνο κι άρχισε να τρέχει καθώς η βροχή δυνάμωνε.
Μια συμμορία του απογεύματος, πολύ μακριά απ’ τον έρωτα, απ’ τον θάνατο και το φόβο…
.
Ο Σάκης Αθανασιάδης γεννήθηκε το 1965 στο Άγιο Πέτρο του Κιλκίς και από τις όχθες του Αξιού ποταμού βρέθηκε στα ανθρώπινα ποτάμια της Αθήνας κυνηγώντας μια θέση στα Ελληνικά γράμματα. Τώρα διαμένει στην Λαμία, όπου εργάζεται στο Τ.Ε.Ι. της πόλης. Το πεζογραφικό και ποιητικό του έργο έχει αποσπάσει τιμητικές διακρίσεις, ενώ ποιήματά του βρίσκονται σε πολλές ανθολογίες. Έχει κυκλοφορήσει τέσσερα βιβλία με ποιήματα, δύο βιβλία με διηγήματα, μία νουβέλα και ένα μυθιστόρημα. Οι ΑrpeggiosMP μελοποίησαν στίχους του το 2012.
[ ιστολόγιο ] [ e-mail ]

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω.

Μας ενδιαφέρει!

http://www.ftiaxno.gr/

Πως να επιβιώσεις οικονομικά-Δωρεάν βιβλίο

Ξεπεράστε την Οικονομική Κρίση! Η εποχή είναι τόσο δύσκολη που επιβάλλει να κατεβάσουμε ιδέες για να επιβιώσουμε. Εμείς σας προτείνουμε να κατεβάσετε κάτι πολύ πιο εύκολο. Για την ακρίβεια, το πιο χρήσιμο e-book που διατίθεται αυτή τη στιγμή ηλεκτρονικά.
Εξοικονομήστε χρήματα από εκεί που δεν το περιμένατε! Στις 148 σελίδες του ηλεκτρονικού βιβλίου (e-book) θα βρείτε πολλούς τρόπους οικονομίας που μπορούν να γίνουν από όλους…

Αυτοκράτειρα Ματθίλδη

http://lefobserver.blogspot.com/2012/02/mathilde-of-england.html?utm_source=feedburner&utm_medium=feed&utm_campaign=Feed%3A+blog


MATHILDE OF ENGLAND - ΑΥΤΟΚΡΑΤΕΙΡΑ ΜΑΤΘΙΛΔΗ

Η Αυτοκράτειρα Ματθίλδη (Γουίντσεστερ 1102 - 1167), αποκαλούμενη και Μαώ, ήταν η πρώτη γυναίκα κυρίαρχος της Βρετανίας στην αμφίβολη περίοδο αναρχίας που είχε επικρατήσει το 1141. Ήταν κόρη του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Α' και της Σκωτσέζας πριγκίπισσας Ματθίλδης. Ήταν επίσης σύζυγος του Γοδεφρείδου Πλανταγενέτη κόμητος του Ανζού, γενάρχη της μεγαλύτερης στην ιστορία Αγγλικής δυναστείας των Πλανταγενετών και μητέρα του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Β'. Αρραβωνιάστηκε σε ηλικία 9 ετών τον αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Ερρίκο Ε' και τον παντρεύτηκε τρία χρόνια αργότερα σε μεγαλοπρεπή τελετή. Με τον αυτοκράτορα σύζυγο της επισκέφθηκε τη Ρώμη και την Τοσκάνη, ενώ διετέλεσε και αντιβασιλέας την περίοδο απουσίας του.
Ο σύζυγος της πέθανε το
1125 χωρίς να έχουν κατορθώσει να αποκτήσουν παιδιά, ενώ προηγουμένως ο αδελφός της Γουλιέλμος χάθηκε σε ναυάγιο (1120) οπότε και δημιουργήθηκε μεγάλο πρόβλημα διαδοχής στον Αγγλικό θρόνο. Ο τίτλος που κράτησε σαν αυτοκράτειρα είναι αμφίβολος, αφού η ίδια προσωπικά δεν είχε στεφθεί ποτέ, μονάχα στάθηκε σύντροφος στον Γερμανό αυτοκράτορα σύζυγο της. Όμως οι περισσότεροι μεταγενέστεροι ιστορικοί υποθέτουν ότι έγινε η στέψη.
Επέστρεψε στην Αγγλία, όπου ο πατέρας της την όρισε διάδοχο του θρόνου και προχώρησε σε δεύτερο γάμο μαζί της με τον γιο του
Φούλκωνος Ε' του Ανζού ή Φούλκωνος των Ιεροσολύμων, Γοδεφρείδο Πλανταγενέτη (1128). Εκείνη την εποχή ο νέος σύζυγός της -που ήταν κατά 11 χρόνια μικρότερός της- είχε τον τίτλο του κόμη του Μαίν, αφού δούκας του Ανζού ήταν ακόμα ο πατέρας του. Αμέσως μετά την παραίτηση του πατέρα του προκειμένου να φύγει στα Ιεροσόλυμα πήρε τον τίτλο του δούκα. Ο γάμος δεν στάθηκε ευτυχής, αφού αμέσως η Ματίλδη διαπληκτίστηκε με τον σύζυγο της και κατέφυγε στον πατέρα της στην Αγγλία. Όμως επέστρεψε στο Ανζού (1131) και συμφιλιώθηκε μαζί του και λίγο αργότερα γεννήθηκε ο μεγαλύτερος γιος τους, Ερρίκος (1133).
Η γέννηση του δεύτερου γιου της,
Γοδεφρείδου της Νάντης (1134), ήταν τόσο πολύ δύσκολη, που η ζωή της και η ζωή του βρέφους γλύτωσαν από θαύμα. Ο πατέρας της διαπληκτίστηκε άσχημα με τον σύζυγό της, σε βαθμό που πιστεύεται ότι ο θάνατος του από τροφική δηλητηρίαση από γαρίδες ήταν έργο του Γοδεφρείδου.
Πήγε στην Αγγλία, προκειμένου να διαδεχθεί τον πατέρα της στον Αγγλικό θρόνο, αλλά ο ξάδελφος της,
Στέφανος του Μπλουά, με την υποστήριξη των βαρόνων σφετερίστηκε τον θρόνο, με την ψεύτικη δικαιολογία ότι στο νεκρικό του κρεβάτι ο Ερρίκος Α' της Αγγλίας τον όρισε διάδοχο. Η Ματθίλδη είχε και την υποστήριξη του ισχυρότατου εκείνη την εποχή θείου της βασιλιά Δαυίδ Α' της Σκωτίας, που με τις επιδρομές του είχε λεηλατήσει σκληρά την επικράτεια του Στέφανου, και του είχε καταφέρει σημαντικά πλήγματα. Μία μεγάλη σειρά εμφυλίων πολέμων εξελίχθηκε ως το 1139, οπότε η Ματθίλδη στάθηκε εξίσου ικανή να αντιμετωπίσει τον ξάδελφο της, μέσα στο ίδιο το βασίλειο του.
Τελικά τον Απρίλιο του
1141 η Ματθίλδη πέτυχε τον τελικό θρίαμβο απέναντι στον Στέφανο, όταν τον αιχμαλώτισε και πήρε την εξουσία, αποφεύγοντας να χρησιμοποιήσει τον τίτλο βασίλισσα, παρά μονάχα Κυρία σύμφωνα με την Αγγλοσαξονική συνήθεια. Αλλά τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου ο Στέφανος ελευθερώθηκε από την αιχμαλωσία, αφού έγινε ανταλλαγή του με τον Ροβέρτο του Γκλόστερ, ετεροθαλή αδελφό της Ματθίλδης. Την πολιόρκησε στην Οξφόρδη, όμως η Ματθίλδη κατόρθωσε να δραπετεύσει στην Γαλλία με τέχνασμα, μεταμφιεζόμενη σε πτώμα. Μετά τον θάνατο του Ροβέρτου (1148), πιέστηκε να επιστρέψει στην Αγγλία. Όλες όμως οι ελπίδες της Ματθίλδης χάθηκαν, αλλά αναζωπυρώθηκαν με τις ικανότητες του μεγαλύτερου γιου της, Ερρίκου. Μετά τον θάνατο του γιου του Στέφανου, Ευστάθιου, και την επιτυχημένη στρατιωτική εκστρατεία του Ερρίκου κατά του Στεφάνου αναγκάστηκε ο Στέφανος το 1153 να τον ανακηρύξει διάδοχο του.
Η Ματθίλδη επέστρεψε στη
Ρουέν στη Νορμανδία, όπου έζησε το υπόλοιπο της ζωής της. Δεν επέστρεψε ξανά στην Αγγλία, όπου είχε γίνει μισητή από τον τοπικό πληθυσμό. Ο Ερρίκος αντιμετώπισε έντονα προβλήματα με τον δεύτερο γιο της Ματθίλδης, Γοδεφρείδο της Νάντης, που εξεγέρθηκε επανειλημμένα κατά του αδελφού του ως τον απότομο θάνατο του (1158). Οι σχέσεις του με τον μικρότερο αδελφό του, Γουλιέλμο, ήταν αντίθετα πολύ καλές και του παραχώρησε μεγάλες εκτάσεις στην Αγγλία σχεδιάζοντας με τον γάμο του με την κόμισσα του Σάρεϊ να τον στέψει βασιλιά της Ιρλανδίας. Ο αρχιεπίσκοπος Τόμας Μπέκετ όμως αρνήθηκε να αναγνωρίσει τον γάμο και ο Γουλιέλμος συντετριμμένος ψυχολογικά επέστρεψε μαζί με την μητέρα του στην Νορμανδία, όπου πέθανε από την τεράστια θλίψη του και την οργή του απέναντι στον Μπέκετ το 1164. Από τότε ο Ερρίκος Β' που θεώρησε τον Μπέκετ υπεύθυνο για τον θάνατο του αγαπημένου του αδελφού ήταν σε συνεχή σύγκρουση μαζί του με αποκορύφωμα τη δολοφονία του (1170).ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ


σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω. 

Το παράξενο παραμύθι του Κωνσταντίνου Δριτσέλη

ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
του Κωνσταντίνου Δριτσέλη * .
Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια παράξενη πόλη, πρωτεύουσα ενός παράξενου βασιλείου ζούσαν κάτι παράξενοι άνθρωποι για τους οποίους η λέξη παραξενιά ήταν συνώνυμη με την δικιά μας καθημερινότητα. Κάθε παράξενο γι αυτούς ήταν τόσο φυσικό όπως είναι για παράδειγμα σε μας παράξενο κάθε μη-φυσιολογικό. 
Η νύχτα σε αυτό το βασίλειο φωτίζονταν από δεκάδες ήλιους, ενώ την μέρα ένα ασημένιο φεγγάρι γέμιζε με σκιές τους δρόμους της πόλης. Ο ουρανός είχε χρώμα κόκκινο κι έβρεχε μόνο όταν τα μαύρα σύννεφα κρυβόταν πίσω από τα βουνά. Το χιόνι ήταν μαύρο, τα φυτά και τα δέντρα περπατούσαν στους δρόμους, τα ζώα μιλούσαν με ανθρώπινη λαλιά, κι οι άνθρωποι, αχ αυτοί οι άνθρωποι είχαν την μεγαλύτερη παραξενιά που μπορεί να φανταστεί ανθρώπου νους: Δεν είχαν ανάγκες. Καμία ανάγκη. Κανείς τους δεν πεινούσε ποτέ, δεν διψούσε, δεν κρύωνε, δεν ένοιωθε, πόνο, φόβο, στέρηση, άρνηση, νοσταλγία, μοναξιά. Τουλάχιστον έτσι νόμισα, αυτή ήταν η πρώτη εντύπωση που αποκόμισα, όταν πριν από χρόνια βρέθηκα τυχαία στο βασίλειο αυτό και παρασυρόμενος από την άκρατη περιέργεια της νιότης μου, πέρασα ένα χάλκινο απόβραδο την τεράστια μεταλλική πύλη για να βρεθώ πίσω απ τα τείχη της παράξενης αυτής πόλης. 
Ήταν Καλοκαίρι και χιόνιζε, κι εγώ περπατούσα στους μαύρους της δρόμους χωρίς κανείς να μου δίνει σημασία. Ξενοδοχεία δεν υπήρχαν (κι ο ύπνος ανάγκη δεν είναι;) φαγάδικα δεν υπήρχαν, βρύσες για να ξεδιψάνε τα άλογα ούτε λόγος, κι οι άνθρωποι στους δρόμους και στις δουλειές τους να μοιάζουν απλοί κι ευτυχισμένοι, κανείς τους να μην κρυώνει –και πώς να μην είναι ευτυχισμένος χωρίς τις ανάγκες του ο άνθρωπος σκέφτηκα (έτσι νόμιζα τότε.) 
Ήμουν τόσο κουρασμένος όμως κι ήθελα κάπου να πάω, κάτι να βρω για να πλαγιάσω, ένα καταφύγιο να προστατευτώ από το κρύο και την παγωνιά. Ξαφνικά, και πίσω απ τις μαύρες νιφάδες του χιονιού, είδα ένα δέντρο από μακριά να με πλησιάζει. Ήταν ένα δέντρο θεόρατο, λυγερό και πυκνόφυλλο. Το παρακάλεσα να μείνει κοντά μου για να ξαπλώσω στις ρίζες του να ξαποστάσω. Υπάκουσε. Έγειρε πάνω μου το υγρό φύλλωμά του και μ αγκάλιασε σαν χάδι.
Πόσες ώρες κοιμήθηκα… Δεν μπορώ να το πω με σιγουριά. Μπορεί μια στιγμή, ένα λεπτό, μπορεί ώρες, ώρες ατέλειωτες. Αυτό που κάποτε με ξύπνησε ήταν ο ήχος μιας λανθάνουσας συγχορδίας και μια βαθιά, αισθαντική φωνή που ακροβατούσε αντιστικτικά πάνω σε μια μελωδία νέα και παλιά, όπως νέο και παλιό είναι κάθε παιδικό όνειρο όταν το βλέπουμε πια ξανά στην αβάσταχτη ωριμότητά μας. Άνοιξα τρομαγμένος τα μάτια μου, κι αυτό που αντίκρισα ήταν η μορφή ενός γκρίζου γάτου να κρατά μια ξύλινη κιθάρα στην τριχωτή αγκαλιά του. Και να τραγουδάει. Κι ήταν ένα τραγούδι νοσταλγικό. Τρυφερό. Αβάσταχτο. Ένα τραγούδι που μιλούσε όπως κάθε τραγούδι: Για τον έρωτα. Σκέφτηκα ότι εδώ κάτι δεν πάει καλά. «Γάτε» του λέω «…κι ο έρωτας ανάγκη δεν είναι; Προς τι λοιπόν το τραγούδι;» «Τούτη η πόλη δεν έχει έρωτα, έχει μαγνητισμό» μου απάντησε ο γάτος, τρίβοντας τα μουστάκια του και γουργουρίζοντας σαν αδέκαρος βασιλιάς. «Να προσέχεις Άνθρωπε Της Ανάγκης τον μαγνητισμό…» μου φώναξε σιβυλλικά κι αφού τίναξε την ουρά του δεξιά κι αριστερά, μ ένα σάλτο πήδηξε μακριά μου κι εξαφανίστηκε στο σκοτάδι της μέρας. 
Δεν πρόλαβα να σκεφτώ κάτι περισσότερο όταν από μακριά είδα να ξεπροβάλλει η μορφή μιας γυναικείας φιγούρας. Κι όχι βέβαια μιας οποιασδήποτε γυναίκας, αλλά της ωραιότερης γυναίκας του κόσμου. Τουλάχιστον της ωραιότερης γυναίκας που είχαν αντικρίσει ποτέ τα μάτια μου –το ίδιο δεν είναι;
Δεν θα προσπαθήσω να την περιγράψω. Όχι δεν θα κάνω αυτό το λάθος. Πώς μπορεί κανείς να μεταφέρει την τελειότητα σε μια κόλλα χαρτί, να υποκαταστήσει την θεϊκή έμπνευση στηριζόμενος σε ξόανα και δεκανίκια; Το μόνο που μπορώ να πω με βεβαιότητα και χωρίς να υποπέσω στο λάθος της ύβρης είναι ότι τα μάτια της ήταν τα πιο πράσινα-πράσινα μάτια που έχει δημιουργήσει ο Πλάστης. Εκείνη περνώντας σε λίγο από κοντά μου, γύρισε και μου χάρισε ένα χαμόγελο της. Τα ‘χασα. Σηκώθηκα σαν κεραυνοβολημένος με πρόθεση να την πλησιάσω κι άλλο, να της μιλήσω. Αλίμονο …μια αόρατη δύναμη σαν δίνη με απωθούσε κρατώντας με πεισματικά μακριά της. Τα ‘χασα. Εκείνη κατάλαβε την έκπληξη μου και γέλασε χαριτωμένα. «…δεν μ αγαπάς, γι αυτό!» μου πέταξε μαλώνοντας με λες τρυφερά κι απομακρύνθηκε. Απέραντη θλίψη γέμισε απ’ άκρη σ άκρη κάθε μου κύτταρο. Πώς ήταν δυνατόν να μην αγαπήσει κανείς την τελειότητα;
Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα καθόλου. Παρέμεινα στο ίδιο μέρος με την ελπίδα ότι και την άλλη μέρα, θα περάσει η γυναίκα, και θα την ξαναδώ, και ίσως ποιος ξέρει, να καταφέρω να της μιλήσω. Πράγματι την επομένη και την ίδια περίπου ώρα έκανε την εμφάνιση της από μακριά. Και πάλι προσπάθησα να την πλησιάσω, να της μιλήσω, αλλά η αόρατη εκείνη δύναμη με κράτησε μακριά της, πεισματικά, παράλογα, ανεξήγητα. «Έχεις τα πιο πράσινα-πράσινα μάτια…» κατάφερα να της πω πριν χαθεί στο σκοτάδι της μέρας. Μπόρεσα όμως να συλλάβω έστω και φευγαλέα το χλωμό της πρόσωπο να γυρίζει προς το μέρος μου, και να μου χαμογελά με μια αίσθηση απέριττης μελαγχολίας. Κάτι μέσα μου σκίρτησε. Ένας παλμός άρχισε το μονότονα επαναλαμβανόμενο ρυθμικό του μέτρο. Και κατάλαβα –έτσι απλά- ότι πια δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτή τη γυναίκα. Έτσι απλά…
Την άλλη μέρα έγινε το ίδιο. Και την άλλη. Και την άλλη. Μόνο που τώρα πια, μέρα με την μέρα, η αόρατη αυτή δίνη, που σαν μέγγενη μας απωθούσε, εξασθένιζε. Μέρα με την μέρα ό, τι μας κρατούσε μακριά, έδινε την θέση του σε κάτι άλλο, που έμοιαζε με φυγόκεντρη δύναμη, με έλξη, με παραδοχή, με ακαταμάχητη ανάγκη για προσέγγιση. Καθημερινά περνούσε απ το στέκι μου και μιλούσαμε. Μιλούσαμε με τις ώρες. Για πράγματα έξω από μας, για πράγματα δικά μας, για τα όνειρά μας, τις ελπίδες, τους φόβους μας. Κάποια μέρα μάλιστα κατάφερα να την πλησιάσω τόσο ώστε μπόρεσα να την αγγίξω –κι όταν την άγγιξα νόμισα πως θα πέθαινα… 
Πέρασε λοιπόν πολύς καιρός έτσι. Μήνες. Ώσπου μια μέρα η γυναίκα δεν εμφανίστηκε. Δεν ξαναπέρασε απ το μέρος μου. Στην αρχή σκέφτηκα ότι κάτι θα της έτυχε, μια μικρή αδιαθεσία, μια επείγουσα δουλειά. Δεν ανησύχησα. Όταν όμως και την επόμενη μέρα δεν εμφανίστηκε, τρόμος γέμισε κάθε μου ύπαρξη. Τι είχε γίνει; Γιατί εξαφανίστηκε; Ποτέ της δεν μ αγάπησε; Απαρηγόρητος ήμουν. Χωρίς ζωή ήμουν. Χωρίς ανάσα. Σε βαθύ συλλογισμό και μελαγχολία βυθίστηκα. Κι εκεί που είχα αρχίσει να συμβιβάζομαι με την κακιά μου μοίρα, με την άτυχη ζωή μου, με τον αβάσταχτο πόνο μου, ένοιωσα το κορμί μου ξαφνικά να δονείται. Όλες μου οι ίνες κυκλώθηκαν λες από μια αόρατη δύναμη, και τα άκρα μου, σαν μαριονέτας άκρα, πήραν ένα δρόμο τυφλό και παράλογο. Ξαφνικά το κορμί μου το ένοιωσα, το αφουγκράστηκα, το είδα να αιωρείται. Κι είχε αρχίσει να με τυλίγει το σεντόνι της απόλυτης, της παράλογης τρέλας, όταν μια σκέψη σαν αποκάλυψη διαπέρασε το λογικό μου. Ήταν αυτήν. Ναι αυτήν. Μόνο αυτή θα μπορούσε να είναι. Κοίταξα στο βάθος του ορίζοντα. Πράγματι, είδα τη σιλουέτα της να πετά με ταχύτητα προς το μέρος μου. «Τα μάτια σου είναι το πιο σκληρό ναρκωτικό μου» πρόλαβε να μου πει μια στιγμή πριν, σαν δυο αντίρροποι κομήτες συγκρουστούμε με μια ασύλληπτης έντασης ερωτική μανία στο άπειρο… 

http://www.onestory.gr/post/22551598271  
 
Ο Κωνσταντίνος Δριτσέλης γεννήθηκε στην Καλαμπάκα. Σπούδασε στο ΤΕΦΑΑ Αθηνών, όμως το ανήσυχο πνεύμα του τον οδήγησε σε μονοπάτια μουσικής και συγγραφής. Εργάζεται στο Ωδείο Καλαμπάκας, ωστόσο ο κόσμος των λέξεων ουδέποτε έπαψε να τον «ταλανίζει». Το 2008 εκδίδει την πρώτη του συλλογή διηγημάτων. Μοναχικός, ευαίσθητος κι αιρετικά σκεπτόμενος ταξιδεύει με νότες και λέξεις, προσπαθώντας να ξορκίσει μοναξιά, θάνατο, φθορά, έρωτα. Απεχθάνεται την αναπαραγωγή κλισέ και ονειρεύεται την αέναη δημιουργία.
[ e-mail ]

Δημοφιλείς αναρτήσεις