Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

Το "Σωματίδιο του Θεού"

http://www.afipnisi.org/2012/04/blog-post_23.html?utm_source=feedburner&utm_medium=feed&utm_campaign=Feed%3A+afipnisi+%28%CE%91%CF%86%CF%8D%CF%80%CE%BD%CE%B9%CF%83%CE%B7+%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%AE%CE%BD%CF%89%CE%BD%29&utm_content=FaceBook

Μ. Δανέζης για το «σωματίδιο του Θεού» και η νέα πραγματικότητα «άνευ ανάτου»

«Οταν λέμε ότι κάποιος γεννιέται ή πεθαίνει, εννοούμε επιστημονικά ότι χάνεται ή εμφανίζεται η δυνατότητα να τον αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας»

Πριν λίγες μέρες μια είδηση έκανε το γύρο του κόσμου, κάνοντας λόγο για τη μεγαλύτερη επιστημονική ανακάλυψη των τελευταίων ετών: οι ερευνητές στο Cern εντόπισαν επιτέλους το πολυδιαφημιζόμενο Σωματίδιο του Θεού ή Μποζόνιο του Χιγκς, όπως είναι η επίσημη ονομασία του.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, πρόκειται για το πρωταρχικό στοιχείο ύλης που θα μας αποκαλύψει ό,τι δεν γνωρίζουμε για τη φύση της πραγματικότητας και το σύμπαν, από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του εως τώρα. Μια ανακάλυψη που αναμένεται να φέρει τα πάνω- κάτω στην εικόνα που έχουμε για τον κόσμο...

Καθώς λοιπόν τα διθυραμβικά σχόλια για τη σπουδαία αυτή ανακάλυψη έδιναν και έπαιρναν, αποφασίσαμε να ζητήσουμε την άποψη ενός ειδικού, παλιού γνώριμου του ΑΒΑΤΟΝ, του επίκουρου καθηγητή αστροφυσικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Μάνου Δανέζη.

Στη συζήτηση που ακολουθεί, ο Δρ. Δανέζης μας λέει ότι το μοντέλο της ύλης που ξέραμε έχει πλέον ριζικά αλλάξει και μας αποκαλύπτει τι στην πραγματικότητα είναι η υλική υπόσταση του ανθρώπου. Στο πλαίσιο αυτής της «νέας πραγματικότητας» ακόμα και ο θάνατος θα μπορούσε να ξεπεραστεί!


Χρήστος Ελμάζης, Καθηγητά Δανέζη ξέρω ότι παρακολουθείτε με μεγάλο ενδιαφέρον τα τεκταινόμενα στο CERN. Πως σχολιάζεται τις τελευταίες εκκωφαντικές εξελίξεις;

Να ξεκινήσω λέγοντας ότι σέβομαι απεριόριστα όλους τους επιστήμονες που αγωνίζονται να βρουν κάτι καινούργιο, που υπόσχεται να αλλάξει τη ζωή μας. Αυτό όμως που με βρίσκει αντίθετο είναι όλο αυτό το μάρκετινγκ που αρχίζει να απλώνεται γύρω από την επιστήμη. Επιχειρείται ένας εξευτελισμός της δηλαδή, με όρους αγοράς. Η έρευνα για την ανεύρεση του Μποζονίου Χίγκς είναι η μόνη έρευνα που δοξάστηκε και πλασαρίστηκε ως μεγάλο γεγονός, προτού καν αυτό ανακαλυφθεί. Μιλάμε για κάτι καθαρά αντιεπιστημονικό. Χρειάζονται πολλές επαναλήψεις ενός πειράματος, επαληθεύσεις και αξιολόγηση των δεδομένων από την υπόλοιπη επιστημονική κοινότητα για να δημοσιευτεί κάτι επίσημα. Πρέπει να έχει προηγηθεί μια «βάσανος επιστημονική» πριν αρχίσουμε τις ανακοινώσεις. Δεν στήνουμε γιορτές και πανηγύρια για κάτι το οποίο υποτίθεται ότι ΘΑ βρούμε.


Μα όλα τα ΜΜΕ παρουσίασαν ως γεγονός την ανακάλυψη του σωματιδίου...

Προσέξτε, δεν είπε κανένας ότι το βρήκαν. Είπαν ότι έχουμε μια ένδειξη ότι ίσως κάτι υπάρχει. Ο ίδιος ο διευθυντής του CERN προέτρεψε τους συναδέλφους του να έχουν υπομονή, να επιδείξουν σωφροσύνη και να είναι συγκρατημένοι στις προσδοκίες τους. Ερωτηθείς δε από δημοσιογράφους για το πώς νοιώθει για τον επικείμενο εντοπισμό του Μποζονίου, απάντησε ότι η Φυσική δεν έχει να κάνει με συναισθήματα αλλά με τη λογική. Εκτός όμως από αυτοσυγκράτηση, υπάρχουν πολλοί σοβαροί άνθρωποι που αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό το ζήτημα και αμφισβητούν το κατά πόσο το υποατομικό σωματίδιο είναι το «άγιο δισκοπότηρο» των επιστημών.

Εκφραστής αυτής της άποψης είναι και ο δημοσιογράφος της εφημερίδας Guardian, Andrew Brown ο οποίος σε άρθρο του λέει κατά λέξη: «Η ονομασία του Μποζονίου σε σωματίδιο του Θεού ήτανε μια ευφυέστατη κίνηση μάρκετινγκ γιατί αμέσως όλοι κατέγραψαν την ύπαρξή του στην μνήμη τους, χωρίς ουσιαστικά να πλουτίσουν την γνώση τους γύρω από αυτό. Σε διαφορετική περίπτωση, οι επιστήμονες δε θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν τις επιχορηγήσεις που όπως φαίνεται κέρδισαν». Όπως καταλαβαίνετε, παίζονται διάφορα παιχνίδια εδώ. Πάντως όταν το βρουν και το δημοσιεύσουν επίσημα, θα μπορεί και η υπόλοιπη επιστημονική κοινότητα να εκφέρει άποψη.


Γιατί όμως είναι τόσο σημαντική η ανακάλυψή του;

Γιατί θα μπορέσουμε να γυρίσουμε πίσω στις ρίζες αυτού που λέμε «ύλη». Παραμένει ένα άλυτο μυστήριο ακόμα τι ακριβώς είναι. Είτε όμως η ύλη προέρχεται από το Μποζόνιο του Χίγκς είτε από οτιδήποτε άλλο, δεν έχει καμία σχέση με αυτά που ξέραμε- δηλαδή αυτή η ουσία που επεξεργαζόμαστε με τα χέρια και τα όργανά μας και γίνεται αισθητή μέσω των αισθήσεών μας. Και όλα αυτά τα σώματα και τα αντικείμενα που μας περιβάλλουν; Εκεί έξω στο σύμπαν δεν υπάρχει τίποτα από όλα αυτά. Εκεί υπάρχει μόνο ένας ωκεανός από κοχλάζουσα ενέργεια. Η ενέργεια αυτή προσπίπτει στα όργανά μας, αυτά παίρνουν ένα τμήμα της, το μεταφέρουν μέσω των νευρώνων στον εγκέφαλο και εκεί η ενέργεια μεταμορφώνεται σε αυτό που ονομάζουμε αισθητό κόσμο.


Άρα ο κόσμος που βλέπω και αισθάνομαι, στην ουσία κατασκευάζεται μέσα στο κεφάλι μου;

Ακριβώς!


Κι εμείς οι άνθρωποι, όμως, ανήκουμε σε αυτόν τον «κόσμο». Τι συμβαίνει με τη δική μας υπόσταση;

Ο Δημόκριτος με σαφήνεια μας λέει πως, «οτιδήποτε αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας είναι ψευδές. Το μόνο πραγματικό είναι ότι αντιλαμβάνεται η νόησή μας». Τα ίδια λέει και ο Πλάτωνας. Με τον όρο νόηση εννοούμε τη συνείδηση, που ταυτίζεται με την έννοια του πνεύματος και της ελευθερίας. Σκέφτομαι άρα υπάρχω. Από τη στιγμή που διαθέτουμε νόηση, έχουμε ύπαρξη. Το υλικό μας υπόστρωμα ( τα σώματά μας) παρόλα αυτά είναι κομμάτι του φυσικού κόσμου.

Εφόσον δε η νέα επιστήμη έχει αλλάξει το παλιό μοντέλο για το φυσικό νόμο (ύλη, χώρος, χρόνος) καταλήγουμε στο ότι αυτό που ονομάζουμε «άνθρωπος» είναι επίσης ένα κατασκεύασμα των αισθήσεών μας.


Είμαστε δηλαδή ένα τίποτα;

Όχι, είμαστε κάτι πολύ περισσότερο, απλά στην παρούσα κατάστασή μας δεν μπορούμε να το συλλάβουμε. Ας το δούμε σε ένα άλλο επίπεδο: σύμφωνα με τη θεωρία της σχετικότητας αυτό που ονομάζουμε ύλη δεν είναι τίποτε άλλο από μια καμπύλωση του τρισδιάστατου χώρου προς την τέταρτη διάσταση (χρόνος).

Όταν προκύψει αυτή η καμπύλωση των τριών διαστάσεων προς την τέταρτη, και αν περάσει ένα ελάχιστο όριο, τότε η φυσιολογία του ανθρώπου αντιλαμβάνεται αυτή την καμπύλωση ως πυκνότητα υλοενέργειας.

Αν συνεχίσει να αυξάνεται αυτή η πυκνότητα του υλικού (το «πηγάδι» της καμπύλωσης να βαθαίνει κατά κάποιο τρόπο) και φτάσει πάλι ένα ανώτατο όριο, τότε θα χάσουμε από τα μάτια μας, δηλαδή από τις αισθήσεις μας,αυτή την πυκνότητα υλοενέργειας. Αυτό ονομάζεται Φαινόμενο των Μελανών Οπών.

Άρα αν πάρω το χώρο των τριών διαστάσεων και αρχίσω να τον καμπυλώνω προς την τέταρτη, αρχίζουμε να βλέπουμε το υλικό υπόστρωμα του ανθρώπου. Αυτό το ονομάζουμε ανάπτυξη. Αν αρχίζει να μικραίνει το «πηγάδι» της καμπύλωσης, αυτό το ονομάζουμε φθορά.

Την ανάπτυξη και τη φθορά μαζί την ονομάζουμε κύκλο της ζωής του ανθρώπου. Καταλαβαίνεται λοιπόν πως το μόνο γεγονός που δεν μπορούν να αντιληφθούν οι αισθήσεις μας είναι η αυξομείωση της τέταρτης διάστασης, που μας δίνει την αίσθηση της ύπαρξης της ζωής.


Ακούγεται σαν υπάρχει η δυνατότητα μέσα από τη συνάρτηση αυτή να ξεφύγουμε από τον κύκλο της φθοράς. Θα μπορούσαμε ίσως να αποφύγουμε το θάνατο.

Θεωρητικά, ναι. Αφού η υλική μας υπόσταση δεν είναι τίποτα άλλο από μια καμπύλωση του χώρου, το πρωτογενές στοιχείο που γεννά αυτή την ύλη και εκείνη αρχίζει να διέπεται από όρους ανάπτυξης/ φθοράς, είναι ο χώρος.

Ο χώρος, για να σας δώσω να καταλάβετε, είναι αυτό το τίποτα, το μη αντιληπτό γύρω μας- ένα κατασκεύασμα έξω από τη δυνατότητα των ανθρώπινων αισθήσεων. Ένα μαθηματικό γεγονός. Ε, αυτό δε χάνεται, υπάρχει πάντα πιθανότατα έτοιμο να ξανακαμπυλωθεί.


Τελικά, όταν λέμε ότι κάποιος γεννιέται ή πεθαίνει, εννοούμε επιστημονικά ότι χάνεται ή εμφανίζεται η δυνατότητα να τον αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας.

Όλα αυτά τα λέμε στην αστροφυσική για τα αστέρια. Δηλαδή για να πούμε ότι κάπου υπάρχει η ιδέα της δημιουργίας ενός αστεριού, πρέπει η πυκνότητα της υλοενέργειας να είναι από μια τιμή και πάνω. «Όπως πάνω έτσι και κάτω» σύμφωνα με το γνωστό ερμητικό ρητό...

Έχουμε μια αίσθηση ατομικότητας και διαίρεσης. Εσύ είσαι εσύ και εγώ είμαι εγώ. Η διαίρεση, η τομή σε πολλά κομμάτια είναι προϊόν της δυνατότητας του εγκεφάλου μας και της φυσιολογίας μας. Εκεί έξω στο σύμπαν δεν υπάρχουν τομές, όλα είναι Ένα. Υπάρχει ένα συστατικό, θες να το πεις ενέργεια, θες να το πεις αόρατο κενό, θες να το πεις Θεό; Αυτή την ενιαία δημιουργία, αυτή τη κοχλάζουσα ενέργεια εκεί έξω, όταν την προσλάβει η φυσιολογία του ανθρώπου της δημιουργεί τομές, της δημιουργεί ατομικότητες.

Εξαιτίας της νέας αυτής οπτικής, η σύγχρονη επιστήμη καθαίρει την ύλη από το μέχρι πρότινος θρόνο της;

Ένας ολόκληρος πολιτισμός, ο δυτικός, στηριζόταν στο εννοιολογικό περιεχόμενο αυτού που λέμε ύλη. Ότι δηλαδή είναι το πρωταρχικό γεγονός του σύμπαντος. Έτσι είχε προκύψει από τις ανακαλύψεις του 16ου και 17ου αιώνα. Εφόσον λοιπόν η ύλη είναι το πρωταρχικό συμπαντικό γεγονός, αρχίσαμε στη ζωή μας να αναζητάμε την ύλη και τα παράγωγά της, θυσιάζοντας προς όφελός της το σύνολο των αξιών, των ιδεών και των «πιστεύω» μας.

Φτάσαμε σε σημείο να εξευτελιστούμε για να μπορέσουμε να αποκτήσουμε την ύλη και τα επακόλουθά της. Σύντομα όμως η ύλη θα χάσει αυτόν τον αξιακό της χαρακτήρα. Διότι δεν είμαστε ύλη πια!


Μια τέτοια δήλωση θα μπορούσε να επιφέρει τρομαχτικές αλλαγές...

Ακριβώς. Για φαντάσου όμως έναν άνθρωπο που έχει αντιληφθεί τον ανώτερο χαρακτήρα του και το ανώτερο εγώ του, μέσα σε μια ενότητα συμπαντική- τι θα ζητάει από την κοινωνία; Θα ζητάει άλλα αγαθά, τα οποία δεν είναι έτοιμα και δε μπορεί η παρούσα κοινωνική δομή να τα δώσει.

Όταν λες ότι όλα είναι ένα, χάνεται η αίσθηση της ατομικότητας, του «εγώ». Συνειδητοποιώντας κανείς ότι δεν είναι αυτό το φθαρτό σαρκίο, δεν είναι πράγμα, θα αντιληφθεί ότι αυτό που βλέπουν οι αισθήσεις είναι μια εικόνα, ένα matrix.

Και για να υπάρχει η εικόνα, θα πρέπει αναγκαστικά να υπάρχει κάπου το πρότυπό της. Αν αρχίσει να αναζητάει αυτό το πρότυπο, τότε τίποτα δε θα τον συγκρατεί πια. Μια κοινωνία που θα βάλει το σαρκίο σε δεύτερη μοίρα, χωρίς να το παραγνωρίζει βέβαια, είναι επικίνδυνη για τον παλιό πολιτισμό.


Οπότε χρειάζεται μια μεταστροφή, μια μετά-νοια;

Ακριβώς, όμως αυτή η μεταστροφή είναι επώδυνη. Θα πρέπει να αλλάξουμε συνειδησιακό καθεστώς.


Πρακτικά ποιό θα μπορούσε να είναι το πρώτο βήμα για μια τέτοια μεταστροφή;

Το πρόβλημα μιας κοινωνίας είναι ο φόβος. Ό,τι κακό προκύπτει στον άνθρωπο είναι μέσω του φόβου. Ο φόβος δημιουργείται από την έννοια της ανάγκης. Φοβάμαι γιατί θα στερηθώ κάτι που έχω ανάγκη.

Όταν δημιουργώ πλαστές ανάγκες, δημιουργώ παραπανίσιους φόβους. Άρα το φούσκωμα των αναγκών δημιουργεί γιγάντεμα των φόβων. Και ένας φοβισμένος άνθρωπος, ποτέ δε μπορεί να είναι ελεύθερος άνθρωπος.

Να λοιπόν το πρώτο βήμα: να περιορίσουμε τις ανάγκες μας στις φυσικές μας ανάγκες, για να περιορίσουμε τους φόβους μας στους φυσικούς φόβους. Έτσι κάθε μέρα θα γινόμαστε όλο και πιο ελεύθεροι.
Τα λεγόμενα της σύγχρονης επιστήμης, μέσα από τα έργα του Πλάτων, 

Αντίφωνο, πρωτοδημοσιεύτηκε στο Περιοδικό ΑΒΑΤΟΝ, 
Φεβρουάριος 2012, Τεύχος 114, σελ.40-43
Αφύπνιση Ελλήνων | www.afipnisi.org
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω 

Έρικ Άρθουρ Μπλαιρ

Τζορτζ Όργουελ (25 Ιουνίου 1903 – 21 Ιανουαρίου 1950)25.06.2012
O Έρικ Άρθουρ Μπλαιρ (Eric Arthur Blair, 25 Ιουνίου 1903 – 21 Ιανουαρίου 1950), γνωστός περισσότερο με το ψευδώνυμο Τζορτζ Όργουελ, ήταν Βρετανός συγγραφέας και δημοσιογράφος. Ανάμεσα στα δημοφιλέστερα έργα του ανήκουν Η Φάρμα των Ζώων και το 1984.
Ο Τζορτζ Όργουελ γεννήθηκε στο Μοντιχάρι της Ινδίας το 1903, γιος κατώτερου διοικητικού υπαλλήλου. Η οικογένειά του επέστρεψε στην Αγγλία το 1911.
Τα χρόνια 1917-1921 σπούδασε υπότροφος στο Ήτον, όπου πρωτοδημοσίευσε κείμενά του σε περιοδικά. Το 1922 διορίστηκε αξιωματούχος στην αστυνομία της Βιρμανίας, απ' όπου παραιτήθηκε έξι χρόνια μετά, αμφισβητώντας το ρόλο του στην αποικιακή διοίκηση, την οποία οι ντόπιοι δεν αποδέχτηκαν ποτέ. Έκτοτε έζησε για καιρό φτωχική ζωή στο Παρίσι και το Λονδίνο, αλλάζοντας περιστασιακά επαγγέλματα και συναναστρεφόμενος με περιθωριακούς. Επρόκειτο για μια συνειδητή από μέρους του απόρριψη του αστικού τρόπου ζωής, που συνοδεύτηκε από την πολιτική του ωρίμανση. Ο ίδιος χαρακτήριζε τον εαυτό του αναρχικό.
Τα βιβλία του Οι αλήτες του Παρισιού και του Λονδίνου (1933), Μέρες της Μπούρμα (1934), Η κόρη του παπά (1935) και Ο δρόμος προς την αποβάθρα του Γουίγκαν (1937), δίνουν το χρονικό της περιόδου αυτής και καταγράφουν την εξέλιξη των ιδεών του.
Από τις κορυφαίες στιγμές της ζωής του ήταν η συμμετοχή του στον ισπανικό Εμφύλιο. Στρατευμένος αρχικά στη δημοκρατική πολιτοφυλακή, πολέμησε και τραυματίστηκε, για να συγκρουστεί αργότερα και με τους κομμουνιστές. Στο βιβλίο του Πεθαίνοντας στην Καταλωνία (1938) αποτύπωσε μοναδικά τις εμπειρίες και τη δράση του.
Με την έκρηξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου τοποθετήθηκε διευθυντής της Ινδικής Υπηρεσίας του BBC, απ' όπου αποχώρησε το 1943. Ως λογοτεχνικός συντάκτης, εν συνεχεία, στην εφημερίδα Tribune, διαμόρφωσε πολιτικές θέσεις με σοσιαλιστική κατεύθυνση, διαφοροποιημένος ωστόσο από την επίσημη γραμμή των Εργατικών. Στην περίοδο αυτή ανήκουν μερικά από τα καλύτερα δοκίμιά του.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έγραψε τα δύο βιβλία που του χάρισαν τη μεγάλη του φήμη. Το 1944 ολοκλήρωσε τη Φάρμα των Ζώων, πολιτική αλληγορία εμπνευσμένη από τη Ρωσική Επανάσταση και τη σταλινική περίοδο της ΕΣΣΔ. Το βιβλίο τον έκανε πλούσιο και διάσημο. Το 1949 κυκλοφόρησε το τελευταίο του έργο, το περίφημο 1984, κορυφαία ίσως στιγμή του συγγραφέα και πολιτικού στοχαστή. Με τη δράση τοποθετημένη στο μελλοντικό τότε έτος 1984, σκιαγραφεί αριστουργηματικά όσο και εφιαλτικά το ολοκληρωτικό αστυνομικό κράτος, όπου τα πάντα εξελίσσονται υπό την παρακολούθηση του Μεγάλου Αδελφού.
To 1950, λίγο πριν τον θάνατό του, μακριά από το αγαπημένο του νησί Τζούρα, ο Βρετανός λογοτέχνης απαγόρευσε ρητά τη συγγραφή της βιογραφίας του, κάτι που τελικά δεν τηρήθηκε από τους πολυάριθμους βιογράφους του.
Ο Τζορτζ Όργουελ πέθανε τον Ιανουάριο του 1950 σε νοσοκομείο του Λονδίνου, σε ηλικία των 47 ετών.


σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Η κοσμοθεωρία του Ν. Καζαντζάκη

http://www.afipnisi.org/2012/05/blog-post.html?utm_source=feedburner&utm_medium=feed&utm_campaign=Feed%3A+afipnisi+%28%CE%91%CF%86%CF%8D%CF%80%CE%BD%CE%B9%CF%83%CE%B7+%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%AE%CE%BD%CF%89%CE%BD%29&utm_content=FaceBook

Η κοσμοθεωρία του Ν. Καζαντζάκη

Του Γιώργου Κουμάκη

Το έργο του Νίκου Καζαντζάκη αν έχει σημειώσει τόσο ευρεία διάδοση, αν έχει βρει τόσο βαθιά απήχηση στις ψυχές ανθρώπων διαφόρων εθνικοτήτων και ανόμοιων πολιτικών και θρησκευτικών πεποιθήσεων, αν επιβλήθηκε και καταξιώθηκε στα χρόνια μας, αν απέκτησε παγκόσμια φήμη και κέρδισε μεγάλες πιθανότητες να παραμείνει κλασικό στη ροή των αιώνων, ένα έργο δηλαδή πάντα επίκαιρο, αυτό ίσως οφείλεται περισσότερο στο στέρεο φιλοσοφικό του υπόβαθρο και λιγότερο στην απλή και περίτεχνη λογοτεχνική του μορφή και πλοκή που κρατά πάντα σταθερά ζωηρό το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Ο Καζαντζάκης είναι ίσως μοναδικό φαινόμενο εργατικότητας στα ελληνικά γράμματα και από τα παραγωγικότερα πνεύματα σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Οδύσσειά του είναι το μεγαλύτερο έπος της λευκής φυλής. Σ’ αυτήν αναπτύσσονται ιδέες που υπάρχουν συμπυκνωμένες στην Ασκητική του και που είναι διάχυτες σ’ όλα του τα έργα. Η Αναφορά στον Γκρέκο αποτελεί κι αυτή μια συνοπτική έκθεση των αντιλήψεων του γύρω από τον κόσμο και τη ζωή.
Μελέτησε και αντιμετώπισε κριτικά τα παγκόσμια ιδεολογικά ρεύματα, στα οποία βρήκε τις αφετηρίες και κατευθυντήριες γραμμές του στοχασμού του. Στο έργο του όμως διακρίνεται έντονα η προσωπική του σφραγίδα. Αυτά που εμελέτησε ήταν κυρίως έργα φιλοσόφων και λογοτεχνών, από τους οποίους επηρεάστηκε η σκέψη του. Καθοριστικό παράγοντα βέβαια για τη διαμόρφωση της πνευματικής του φυσιογνωμίας έπαιξε ο δάσκαλος του Bergson, καθηγητής της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού. Η φιλοσοφία του είναι μια φιλοσοφία της ζωής, που ο Καζαντζάκης αναχώνεψε κι εσκόρπισε στα έργα του. Σημαντικό επίσης ρόλο στη διαμόρφωση του έργου του έπαιξαν ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Νίτσε, ο Τζέιμς, ο Λένιν, ο Χριστός, ο Βούδας, ο Όμηρος, ο Τολστόι, ο Ντοστογιέφσκι, ο Δάντης κ.α. Ο Τολστόι και ο Ντοστογιέφσκι ήταν οι δυο «Ρούσοι δράκοι που τον είχαν αρπάξει στα μυθικά χρόνια της νιότης του». Το 1915 σημειώνει στο ημερολόγιο του ότι έπρεπε να αρχίσει από εκεί που κατάληξε ο Τολστόι.
Η ορμητική σκέψη του, η χειμαρρώδης γλώσσα, η απαράμιλλη εκφραστική ικανότητα, η δημιουργική φαντασία, η βαθιά αίσθηση της πραγματικότητας και προπάντων η λογική τεκμηρίωση των απόψεών του τον ανέδειξαν δικαιολογημένα σ’ ένα από τα λαμπρότερα και καθολικότερα πνεύματα όλων των εποχών.
Κύριο θέμα του Καζαντζάκη είναι η εξέταση του τρόπου του βίου, δηλαδή το π ς βιωτέον του Σωκράτη, αναπτύσσει δηλαδή μια βιοθεωρία, η οποία όμως εντάσσεται στην κοσμοθεωρία του και αποτελεί μέρος της. Η βιοθεωρία εξαρτάται από την κοσμοθεωρία του, διότι από την αντίληψη που διαμορφώνει κανείς για τον κόσμο γενικά και τις αξίες του, επηρεάζεται η θεώρηση της ζωής, στο βαθμό βέβαια που βιοθεωρία και κοσμοθεωρία δεν ταυτίζονται. 
Τα χρόνια 1907 ως το 1909, που ο Καζαντζάκης βρίσκεται στο Παρίσι έχοντας ως δάσκαλο τον Μπερξόν, ήταν τα αποφασιστικότερα για τη διαμόρφωση της κοσμοθεωρίας του που παρουσιάζει στην Ασκητική, στην Οδύσσεια, στην Αναφορά στον Γκρέκο και γενικά σ’ όλα του τα έργα. Η Ασκητική περιέχει τη σύνοψη της κοσμοθεωρίας του που ενσάρκωσε και ανάπτυξε στο νέο Οδυσσέα. Τα χρόνια εκείνα των σπουδών του στο Παρίσι έγραφε: 
«Θέλω να σχηματίσω μια ατομική, δική μου αντίληψη της ζωής, μια θεωρία του κόσμου και του προορισμού του ανθρώπου και σύμφωνα μ’ αυτή, συστηματικά μ’ ορισμένο σκοπό και πρόγραμμα, να γράφω –ό,τι γράφω».
Αργότερα στην Αναφορά στον Γκρέκο, που ο ίδιος δεν την θεωρεί αυτοβιογραφία του, δίνει μια επιγραμματική σύνοψη της αντίληψής του για τον κόσμο και τη ζωή: 
«Η ζωή μου η προσωπική, για μένα μονάχα έχει κάποια, πολύ σχετική αξία, για κανέναν άλλον η μόνη αξία που της αναγνωρίζω, είναι ετούτη: ο αγώνας της ν’ ανέβει από σκαλοπάτι σε σκαλοπάτι και να φτάσει όσο πιο υψηλά μπορούσαν να την πάνε η δύναμη της και το πείσμα –στην κορυφή, που αυθαίρετα ονομάτισα Κρητική Ματιά»... «Θα βρεις λοιπόν αναγνώστη, στις σελίδες ετούτες την κόκκινη γραμμή, καμωμένη από στάλες αίμα μου, που σημαδεύει την πορεία μου ανάμεσα στους ανθρώπους, στα πάθη και στις ιδέες. Κάθε άνθρωπος άξιος να λέγεται γιος του ανθρώπου σηκώνει το σταυρό και ανεβαίνει το Γολγοθά του. Τέσσερα στάθηκαν τ’ αποφασιστικά σκαλοπάτια στο ανηφόρισμά μου, και το καθένα φέρνει ένα ιερό όνομα: Χριστός, Βούδας, Λένιν, Οδυσσέας. Αυτή την αιματηρή πορεία μου...μάχομαι στο οδοιπορικό μου ετούτο να σημαδέψω... Αλάκερη η ψυχή μου μια κραυγή κι όλο μου το έργο, το σχόλιο στην Κραυγή αυτή».

Το νόημα της ελευθερίας
Το πρόβλημα της ελευθερίας του ανθρώπου, της αθανασίας της ψυχής και της ύπαρξης του Θεού απετέλεσαν αναμφίβολα τα βασικότερα μεταφυσικά εντρυφήματα της σκέψης του Καζαντζάκη. Αυτά αποτελούν τα τρία μεγάλα θέματα της μεταφυσικής κατά τον Kant. Ο πόθος της ελευθερίας, είναι το κυρίαρχο πάθος του ήρωα της Οδύσσειας, που είναι μια αναζήτηση και μια «εξερεύνηση του νοήματος της ελευθερίας». Ο ίδιος ο Καζαντζάκης σ’ ένα σημείο της Αναφοράς του, που κατά τον Πρεβελάκη περιέχει τη σύνοψη της κοσμοθεωρίας του, θέτει σε πρώτη γραμμή τον αγώνα για τη λευτεριά. Λέγει: 
«Ένας αγωνιζόμενος ανηφορίζει από την ύλη στα φυτά, από τα φυτά στα ζώα, από τα ζώα στους ανθρώπους και μάχεται για λευτεριά. Σε κάθε κρίσιμη εποχή ο Αγωνιζόμενος παίρνει νέα όψη_ σήμερα η όψη του είναι ετούτη: είναι ο αρχηγός της προλετάρικης τάξης που ανεβαίνει. Φωνάζει, δίνει συνθήματα. Δικαιοσύνη, ευτυχία, λευτεριά».
Ελευθερία και άνθρωπος ταυτίζονται στον Καζαντζάκη όπως και στο Γάλλο υπαρξιστή φιλόσοφο Σαρτρ, κατά τον οποίο η ανθρώπινη ελευθερία προηγείται από την ουσία του ανθρώπου, την οποία και καθιστά δυνατή. Η ελευθερία είναι αδύνατο να διακριθεί από το είναι της ανθρώπινης πραγματικότητας. Ο άνθρωπος δεν υπάρχει πρώτα και μετά γίνεται ελεύθερος, αλλά τόσο στο Σαρτρ όσο και στον Καζαντζάκη δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο είναι του ανθρώπου και στο να είναι ελεύθερος. 
Η ελευθερία στον Καζαντζάκη παίρνει διαφορές μορφές: ελευθερία είναι η απουσία φόβου και ελπίδας, είναι η αυτάρκεια, είναι η αναγωγή της ανάγκης σε βούληση και τέλος ελευθερία είναι η λύτρωση από τη λευτεριά όλες αυτές οι μορφές ελευθερίας εκφράζουν κατά βάθος το ίδιο νόημα. Απαραίτητη δηλαδή προϋπόθεση της ελευθερίας για όλες τις μορφές είναι η απουσία φόβου και ελπίδας, και κυρίως της ελπίδας, αφού αυτή είναι προϋπόθεση και αιτία του φόβου.
Αυτές οι μορφές αφορούν τη μεταφυσική και όχι την πολιτική έννοια της ελευθερίας που τον απασχόλησε εξίσου ζωηρά. Επειδή μάλιστα η πατρίδα του η Κρήτη ήταν Τουρκοκρατούμενη και ο ίδιος έζησε τις πίκρες και τις στενοχώριες της σκλαβιάς, ετοποθέτησε την ελευθερία στην πρώτη γραμμή των αξιών και της έδωσε τόση βαρύτητα, ώστε τη θεώρησε ανώτερη ακόμη και από την ευτυχία.
Ελευθερία με την πολιτική έννοια εννοεί ο Καζαντζάκης την ελευθερία που έχει κάθε πολίτης να ζει σε μια ευνομούμενη πολιτεία, δηλαδή να κάνει ό,τι θέλει και μπορεί πάντα μέσα στα νομικά και ηθικά πλαίσια, δηλαδή σ’ αυτά που υπαγορεύει ο ορθός λόγος. Πιστεύει στη διακυβέρνηση της χώρας με δημοκρατικές διαδικασίες και με βάση τη λαϊκή κυριαρχία που εκφράζεται με τη «γενική θέληση» κατά το πρότυπο του Ρουσώ. Ελεύθερος είναι αυτός που είναι αφέντης του εαυτού του «α το νεκα κα μ λλου ν» κατά την έκφραση του Αριστοτέλη (Μ.τ.φ. 982 b 26).
Το ότι όλες οι μορφές ελευθερίας με τη μεταφυσική έννοια του όρου ανάγονται σε μια, δηλαδή στην απουσία φόβου και ελπίδας και ότι η ελευθερία ήταν το κεντρικό φιλοσοφικό πρόβλημα και το υψηλότερο αγώνισμα της ψυχής του προκύπτει και από το ότι οι φράσεις: «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λεύτερος», έχουν σφραγίσει κατά τρόπο επιγραμματικό τον απλό και απέριττο τάφο του. Οι φράσεις αυτές υπάρχουν βέβαια στην Ασκητική του. Είναι οι φράσεις που ο ίδιος είχε παραγγείλει να γραφούν πάνω στον τάφο του.
Το να κοιτάζει κανείς την ¶βυσσο χωρίς ελπίδα και χωρίς φόβο όρθιος στην άκρα του γκρεμού το αποκαλεί ο Καζαντζάκης Κρητική ματιά. Η παρομοίωση αυτή είναι εμπνευσμένη από τη «στορισμένη στους τοίχους προαιώνια πάλη του ανθρώπου και του ταύρου που σήμερα τον λέμε θεό». Η ζωή φαίνεται στον Καζαντζάκη, όπως στον Πλάτωνα και τον Πλωτίνο, να είναι μια διαρκής ανάβαση.
Όσον αφορά την πρώτη μορφή ελευθερίας: «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, είμαι λεύτερος», τη βρίσκουμε σχεδόν αυτολεξεί στον Κύπριο κυνικό φιλόσοφο Δημώνακτα, που ζούσε στην Αθήνα το δεύτερο αιώνα μ.Χ. Γνωστή είναι η προσπάθειά του για μια εσωτερική ανεξαρτησία. Κατά το Δημώνακτα ελεύθερος είναι αυτός που δεν ελπίζει τίποτε και δεν φοβάται τίποτε.
To ίδιο πράγμα επαναλαμβάνεται επίσης σχεδόν αυτολεξεί τον αιώνα του νεοελληνικού διαφωτισμού από τον ανώνυμο συγγραφέα της Ελληνικής Νομαρχίας. Ο ανώνυμος λέγει: «Ο μεν ελεύθερος λοιπόν ούτε ελπίζει ούτε φοβάται εις ό,τι μέλει να πράξη». Ο ίδιος ορισμός υπάρχει παράλληλα και στις Ινδίες που διατυπώνεται μ’ ένα μύθο. Ο Βιργίλιος λέει ότι η μόνη ελπίδα που απομένει στον άνθρωπο είναι να μην έχει καμιά. Η έννοια αυτή της ελευθερίας δεσπόζει στη λατινική λογοτεχνία. Υπάρχει συγκεκριμένα στη Φαίδρα του Σενέκα, στη Συνωμοσία του Κατιλίνα του Σαλλούστιου και στα Χρονικά του Τάκιτου. 
Η δεύτερη μορφή ελευθερίας, δηλαδή η αναγωγή της ανάγκης σε βούληση απαντά στον Έγελο, Μαρξ κ. ά. Στους δυο αυτούς φιλοσόφους ελευθερία είναι «η κατανόηση της αναγκαιότητας». Παράλληλη άποψη συναντάμε στον Πίνδαρο: «Ω ψυχή μου, μην ποθείς αθάνατη ζωή μονάχα επιδίωκε ό,τι μπορείς να κατορθώσεις».
Όμοια άποψη είναι αυτή που υποστηρίζει πως ελευθερία δεν είναι δύναμη, όπως ο Ντεκάρτ: «Ελευθερία δεν είναι να μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, αλλά να θέλεις ότι μπορείς». Αυτό έχει ως συνέπεια να περιορίζει κανείς τις επιθυμίες του σε ό,τι μπορεί, όπως δέχονται ο Σαρτρ και ο Γιάσπερς.
Την τρίτη μορφή ελευθερίας, δηλαδή την ελευθερία ως αυτάρκεια τη συναντούμε στον Αριστοτέλη και γενικότερα στην αρχαία ελληνική διανόηση, όπως και στον Επίκουρο που λέγει: «Τ ς α ταρκείας καρπούς μέγιστος λευθερία». Η αυτάρκεια, όσο και να το κάνει κανείς βούληση του την ανάγκη, απαντά επίσης στην Ινδική φιλοσοφία.Η τέταρτη τέλος μορφή, δηλαδή η λύτρωση από την ελευθερία, απαντά στο Βούδα, όπως μαρτυρεί ο ίδιος ο Καζαντζάκης, που μυήθηκε στο Βουδισμό από το Νίτσε. Η Βουδική σκέψη επηρέασε Γερμανούς, φιλοσόφους και προπάντων τον Σοπενχάουερ και το Νίτσε.
To έργο του Καζαντζάκη είναι γεμάτο αντιθέσεις, όχι όμως οπωσδήποτε και αντιφάσεις. Κάθε φορά που νόμιζα ότι εντόπισα μια αντίφαση, μια βαθύτερη κατανόηση του νοήματος μ’ έπειθε ότι δεν επρόκειτο για γνήσιες αντιφάσεις, αλλ’ απλώς για φαινομενικές που λύνονται. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει με κανένα τρόπο ότι δεν υπάρχουν γνήσιες αντιφάσεις στο έργο του. Είναι πιθανό και εύλογο να υπάρχουν, όπως υπάρχουν και σε άλλους στοχαστές.
Εξ άλλου ο ίδιος ο Καζαντζάκης –όσο τουλάχιστο εγώ μπόρεσα να διαπιστώσω δεν μιλάει ρητά για αντιφάσεις, αλλά για αντιθέσεις και για εναρμόνιση αντικρουόμενων κοσμοθεωριών: 
«Μια δύναμη κατηφορίζει και θέλει να σκορπίσει, ν’ ακινητήσει, να πεθάνει. Μια δύναμη ανηφορίζει και ζητάει ελευτερία κι αθανασία. Αιώνια τα δυο τούτα στρατέματα, τα σκοτεινά και φωτερά, τα στρατέματα της ζωής και του θανάτου συγκρούονται. Τα ορατά για μας χνάρια της σύγκρουσης τούτης είναι τα πράματα, τα φυτά, τα ζώα, οι άνθρωποι. Αιώνια οι αντίθετες δυνάμεις συγκρούονται, σμίγουν, παλεύουν, νικούν και νικούνται, συμβιβάζουνται και ξαναρχίζουν πάλι να πολεμούν σε όλο το Σύμπαντο από τον αόρατο στρόβιλο σε μια στάλα νερό ως τον απέραντο αστροκατακλυσμό του Γαλαξία». 
Το ίδιο περίπου νόημα εκφράζουν και τα παρακάτω λόγια του: «στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα, τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν: α) ο ανήφορος προς τη σύνθεση, προς τη ζωή. προς την αθανασία β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο .... Και τα δυο αντίδρομα ρέματα είναι άγια. Χρέος μας λοιπόν να συλλάβουμε τ’ όραμα που χωράει και εναρμονίζει τις δυο τεράστιες τούτες άναρχες, ακατάλυτες ορμές με τ’ όραμα τούτο να ρυθμίσουμε το στοχασμό και την πράξη». «Δυο σφοδροί αντίθετοι άνεμοι...συναντήθηκαν και συγκρούονται σ’ ένα σταυροδρόμι. Σοζυγιάστηκαν μια στιγμή, πύκνωσαν, γεννήκαν ορατοί». 
Ευτυχία θα πει «να ζεις όλες τις δυστυχίες» και φως θα πει «να κοιτάς μ’ αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια». Ο Καζαντζάκης πιστεύει στην ενότητα των αντιθέτων. «Εγώ και συ είμαστε ένα», και το ένα αυτό τελικά δεν υπάρχει.
Η ευτυχία φέρεται πολλές φορές να έχει άμεση σχέση με τη γαλήνη και την ηρεμία της ψυχής, την ευζωΐα και την ασφάλεια. Αυτή η αταραξία ήταν το ιδεώδες της ζωής κατά την επικούρεια και στωϊκή φιλοσοφία. Ο πρώτος όμως, που ανήγαγε την αταραξία σε ευτυχία, είναι ο Δημόκριτος.
Αυτό σημαίνει ότι εκείνο που αξίζει περισσότερο δεν είναι η ποσότητα αλλά η ποιότητα της ζωής, το ευ ζην. Αυτό καταφαίνεται από το εξής: «Ο άρτιος άνθρωπος δε νιώθει χαρά ζώντας πολύ μήτε λυπάται πεθαίνοντας πρόωρα». Δεν μπορεί όμως να υπάρξει ευτυχία σ’ έναν κόσμο άδικο. Γι’ αυτό λέγει: 
«Ο άνθρωπος κι αυτό είναι το οικόσημο της οικογένειας του θα μάχεται αιώνια ν’ αντικαταστήσει τους απάνθρωπους φυσικούς νόμους με τους νόμους της καρδιάς του. Έπλασε ιδανικά καθαρά ανθρώπινα, πλάσματα κατ’ εικόνα και ομοίωση του τη δικαιοσύνη, την ισότητα, την ευτυχία».
Ευτυχία είναι να σμίγει η επιθυμία του ανθρώπου με την επιθυμία του Θεού, δηλαδή η θέωση του ανθρώπου. Αυτό είναι το πιο μεγάλο το πιο δύσκολο χρέος του. 

Η γνωσιοθεωρία του
Σε άμεση συνάρτηση με την κοσμοθεωρία η βιοθεωρία του Καζαντζάκη βρίσκεται το γνωσιολογικό πρόβλημα, δηλαδή η θεωρία του για το δυνατό και το κύρος της γνώσης. Στο θέμα αυτό ο Καζαντζάκης ακολούθησε το φιλοσοφικό ρεύμα του ιδεαλισμού και όχι του ρεαλισμού. Στο ρεαλισμό το καθοριστικό είναι το αντικείμενο και όχι το υποκείμενο. Ο κόσμος υπάρχει ανεξάρτητα από το αν σκέφτομαι ή όχι. Η πραγματικότητα λοιπόν του κόσμου είναι ανεξάρτητη από το αν τον γνωρίζομε ή όχι.
Κατά τον ιδεαλισμό αντίθετα, ο κόσμος υπάρχει μόνο εφόσον τον γνωρίζομε υπάρχει δηλαδή με τη σκέψη μας, με το νου μας. Αναφέρομε ως παραδείγματα τον Παρμενίδη και τον Μπέρκλεϋ. Ο πρώτος εταύτισε το είναι με τη νόηση και ο δεύτερος με την αντίληψη.
Ο Καζαντζάκης ακολουθώντας το Σοπενχάουερ λέγει ότι ο κόσμος είναι μια παράσταση που δίνουν οι πέντε αισθήσεις του σώματος μας. Η ίδια η ζωή είναι «μιας ζυγαριάς παιχνίδι» και «μετώρισμα του παιχνιδιάρη νου μου».
Ο κόσμος αυτός υπάρχει μόνο εφόσον υπάρχουν ο νους και οι αισθήσεις, που είναι όργανα του νου. Οι αισθήσεις δηλαδή χωρίς το νου δεν μπορούν να εκτελέσουν την αποστολή τους, αλλά και ούτε ο νους χωρίς τις αισθήσεις. Αυτό εκφράζεται με το αρχαίο ρητό: «νος ρ κα νο ς κούει» και με τη φράση του Καντ: «Έννοιες χωρίς περιεχόμενο είναι κενές, και εποπτείες χωρίς έννοιες είναι τυφλές».
Ο νους, κατά τον Καζαντζάκη, με τη βοήθεια των πέντε αισθήσεων μόνο φαινόμενα μπορεί να συλλάβει και πιο συγκεκριμένα τους συνειρμούς φαινομένων, που δεν είναι πραγματικοί, δηλαδή ανεξάρτητοι από τον άνθρωπο. Ο ίδιος εκφράζει τον πόθο να μπορέσει να γνωρίσει και την ουσία: 
«Ένα μονάχα λαχταρίζω: Να συλλάβω τι κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα, τι είναι το μυστήριο που με γεννάει και με σκοτώνει, κι αν πίσω από την ορατή ακατάπαυστη ροή του κόσμου κρύβεται μια αόρατη, ασάλευτη παρουσία. Αν ο νους δεν μπορεί, δεν είναι έργο του να επιχειρήσει πέρα από τα σύνορα την ηρωική απελπισμένην έξοδο, να ’ταν να μπορούσε η καρδιά μου». «Σβήνει το μυαλό μου, κι όλα, ουρανός και γης αφανίζονται. Εγώ μονάχα υπάρχω! φωνάζει ο Νους... Όξω από μένα τιποτε δεν υπάρχει». 

Ο μηδενισμός του
Η κοσμοθεωρία ή βιοθεωρία του Καζαντζάκη καταλήγει στο μηδενισμό, παίρνει δηλαδή μηδενιστικό χαρακτήρα. 
«Χρέος σου, ήσυχα, χωρίς ελπίδα, με γενναιότητα, να βάνεις πλώρα κατά την άβυσσο. Και να λες: Τίποτα δεν υπάρχει! Μήτε ζωή, μήτε θάνατος». 
Την τελική μηδενιστική κοσμοθεωρία του τη διαμόρφωσε ο Καζαντζάκης στη Ρωσία, απ’ όπου έγραφε στις 11 Ιουνίου 1928 στον Πρεβελάκη τα ακόλουθα: «Πρόσθεσα ένα μικρό κεφάλαιο ‘Σιγή’ μπόμπα που ανατινάζει όλη την Ασκητική».
Πράγματι, στη σύντομη αυτή προσθήκη φαίνεται πια καθαρά ο μηδενιστικός χαρακτήρας της φιλοσοφίας του. Εκεί θέτει το αμείλικτο ερώτημα για το νόημα της ζωής: 
«Από πού ερχόμαστε; Πού πηγαίνουμε; Τι νόημα έχει τούτη η ζωή; Φωνάζουν οι καρδιές, ρωτούν οι κεφαλές, χτυπώντας το χάος. Και μια φωτιά μέσα μου κίνησε ν’ απαντήσει. Θα ’ρθει μια μέρα, σίγουρα η φωτιά να καθαρίσει τη γης. Θα ’ρθει μια μέρα, σίγουρα η φωτιά να εξαφανίσει τη γης. Αυτή είναι η Δευτέρα παρουσία. Μια γλώσσα πύρινη είναι η ψυχή κι αγλύφει και μάχεται να πυρπολήσει τον κατασκότεινο όγκο του κόσμου. Μια μέρα όλο το σύμπαντο θα. γίνει πυρκαγιά... Πώς μπορείς να φτάσεις στο σπλάχνο της ¶βυσσος και να την καρπίσεις;... Διδασκαλία δεν υπάρχει, δεν υπάρχει λυτρωτής που ν’ ανοίξει δρόμο. Δρόμος ν’ ανοιχτεί δεν υπάρχει».
Συχνά επαναλαμβάνεται στην Ασκητική η φράση: «Δεν υπάρχει τίποτε», που έχει τις ρίζες της στη φιλοσοφία του Νίτσε, ο οποίος πιστεύει πως κάθε προσπάθεια της ηθικής να θέσει αξίες χωρίς θρησκευτικό υπόβαθρο, οδηγεί αναγκαστικά στο μηδενισμό, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ριζική άρνηση αξιών, επιθυμιών και νοήματος. Στο μηδενισμό οι ανώτατες αξίες χάνουν το κύρος τους, αφού λείπει ο σκοπός κι η απάντηση στο ερώτημα του «γιατί». Ο μηδενισμός κατά την άποψή του δεν εμφανίστηκε στις μέρες του, επειδή έχει αυξηθεί η αποστροφή του ανθρώπου προς την ύπαρξη, αλλ’ επειδή ο άνθρωπος έχει γίνει γενικά δύσπιστος για το νόημα της ύπαρξης του. Ο μηδενισμός του Νίτσε σημαίνει ότι τα ιδεώδη που ίσχυαν τόσους αιώνες, γκρεμίζονται τώρα. Μηδενιστής δεν είναι αυτός που δεν πιστεύει σε τίποτε, αλλ’ αυτός που δεν πιστεύει σ’ αυτό που υπάρχει. Το τίποτα και το μηδέν δεν σημαίνει το μη είναι, αλλά το είναι χωρίς αξία. Ο μηδενισμός ζητάει να δώσει μια ουσιαστικότερη απάντηση για το σκοπό του όλου, δηλαδή του κόσμου και της ζωής.
Παράλληλη είναι και η θεωρία του Μπερξόν, που δέχεται ότι η εργασία του ανθρώπου συνίσταται στο να δημιουργήσει μια ωφελιμότητα. Όταν λοιπόν λέμε ότι δεν υπάρχει τίποτε, σημαίνει ότι δεν υπάρχει τίποτε απ’ αυτό που θα θέλαμε ν’ αποκτήσουμε. Με τη σκέψη αυτή συνδέεται η θεωρία του πραγματισμού. 

Η θεολογία του 
Στο θέμα του Θεού επηρεάστηκε βαθύτατα από το Νίτσε, από τον οποίο υιοθέτησε τη φράση «ο θεός πέθανε» και από τον Μπερξόν, από τον οποίο πήρε το όραμα του αγωνιζόμενου θεού που δεν είναι άλλο από τη «ζωική ορμή», élan vital. Μπορεί επίσης να υποστηριχθεί ότι επηρεάστηκε και από το Ντοστογιέφσκι, στα έργα του οποίου η ύπαρξη του Θεού απετέλεσε το κεντρικό θέμα που τον βασάνιζε σ’ όλη του τη ζωή. Έκδηλη φαίνεται επίσης και η επίδραση του Ηράκλειτου, κατά τον οποίο ο κόσμος είναι –όπως και για τον Καζαντζάκη– είζωον πυρ».
Η φράση ότι «ο Θεός πέθανε», δεν εννοεί ότι ο θεός πράγματι έχει αποθάνει, αλλά ότι είναι νεκρός στις ψυχές μιας μεγάλης μερίδας ανθρώπων της εποχής του, αφού έπαυσαν να πιστεύουν σ’ αυτόν. Η πίστη είναι ο συνεκτικός δεσμός ανάμεσα στον άνθρωπο και το Θεό, και συνεπώς ο θεμέλιος λίθος κάθε θρησκείας. Η φράση αυτή δεν ειπώθηκε για πρώτη φορά από τον Καζαντζάκη, αλλά έχει μακρά παράδοση στην ιστορία του φιλοσοφικού στοχασμού. Την είπε ο Πλούταρχος: «πάγγειλον τι Π ν μέγας τέθνηκεν», την είπε ο Έγελος, την είπε ο Νίτσε και τόσοι άλλοι. 
Όταν λέει ότι ο Θεός είναι αγώνας, εννοεί ότι οι πιστοί οφείλουν να αγωνίζονται για το καλό, να διεξάγουν δηλαδή τον αγώνα τον καλό, όπως είπε και ο Απόστολος Παύλος: «Τοναγωνα τον καλον γώνισμαι». Ο Καζαντζάκης λέει σχετικά: 
«Η ουσία του Θεού μας είναι ο αγώνας. Μέσα στον αγώνα τούτον ξετυλίγονται και δουλεύουν αιώνια ο πόνος, η χαρά κι η ελπίδα». «Το βαθύ ανθρώπινο χρέος μας είναι όχι να ξεδιαλύνουμε και να φωτίσουμε το ρυθμό της πορείας του Θεού, παρά να προσαρμόσουμε όσο μπορούμε μαζί του το ρυθμό της μικρής λιγόχρονης ζωής μας». «Από τα παιδικά μου χρονιά το πρόσωπο του Χριστού είχε απάνω μου απερίγραπτη γοητεία… Για ένα ήμουν σ’ όλη μου τη ζωή βέβαιος, πως ένας δρόμος, ένας μονάχα οδηγάει στο Θεό, ο ανήφορος. Ποτέ ο κατήφορος, ποτέ ο δρόμος ο στρωτός, ο ανήφορος μονάχα. Πολλές φορές δίστασα, δεν μπόρεσα καθαρά να ξεχωρίσω τι περιεχόμενο έχει η πολυμεταχειρισμένη, η πολύμολεμένη από τους ανθρώπους λέξη Θεός ποτέ δε δίστασα για το δρόμο που οδηγάει ως το Θεό θέλω να πω ως την ανώτατη κορυφή της λαχτάρας του ανθρώπου». «Είπα στη μυγδαλιά: Αδελφή, μίλησέ μου για το Θεό. Κι η μυγδαλιά άνθισε».
Ο Καζαντζάκης στο θέμα του Θεού ήταν για πολλούς μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Όμως αυτό που έκανε δεν ήτανε τίποτε άλλο από το να διατυπώσει με θάρρος και παρρησία τις απορίες και να εξομολογηθεί τις αγωνίες του για τον Θεό. Έτσι, έχοντας βαθιά συνείδηση της αμαρτωλότητας του εγχειρήματός του, που προσπάθησε ως ταπεινός εργάτης του πνεύματος να διερευνήσει στα πρόθυρα μιας αρχόμενης παγκοσμιοποίησης όχι μόνον τη δυνατότητα αλλά και την αναγκαιότητα της ύπαρξης ενός Θεού, που να είναι αποδεκτός από όλους τους λαούς της γης. Προσπάθησε δηλαδή να συλλάβει μια έννοια του Θεού, στην οποία μπορεί ίσως να αναχθεί το πλήθος των υπαρκτών θρησκειών. Ο Θεός αυτός αντικατοπτρίζει τον αγώνα και ενσαρκώνει την αρετή. 
Η δε αγάπη προς τον πλησίον αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της όλης προσπάθειας, διότι μόνον με τον αγώνα και την αγάπη μπορεί να ξεπεράσει κανείς τη φύση του, ώστε να συντελεστεί η αυθυπέρβαση. Στόχευε δηλαδή να αντικαταστήσει την πολυθεΐα με την μονοθεΐα, υπό την έννοια ότι όλοι οι λαοί του κόσμου θα πιστεύουν στον ίδιο Θεό και όχι άλλοι σε άλλον. Η ανθρωπότητα έχει μέχρι σήμερα πληρώσει πολύ ακριβά το τίμημα της σύγκρουσης των θρησκειών και κατ’ επέκταση των πολιτισμών. 
Πάντως στον καθολικής αποδοχής που οραματίζεται, οι ιδέες του Χριστιανισμού έχουν την πρωτοκαθεδρία. Αυτά ίσως φαντάζουν ουτοπικά και ανάρμοστα, δεν παύουν ωστόσο να αποτελούν μια τολμηρή σύλληψη κι ένα σχεδιασμό ενός ανήσυχου πνεύματος. 
Το θέμα του Θεού ήταν στην πρώτη γραμμή των στοχασμών του. Αυτό προκύπτει από την ομολογία του: «Το κύριο, σχεδόν μοναδικό θέμα όλου μου του έργου είναι ο αγώνας του ανθρώπου με τον θεό».

Η τραγικότητα του παιδαγωγικού φαινομένου 
Το Καζαντζακικό έργο δεν είναι πάντα εύκολο στην κατανόηση αλλ’ ενίοτε σκοτεινό και δυσνόητο, όπως εκείνο του Ηράκλειτου του «Σκοτεινού», που δίδαξε πως η φύση αρέσκεται να κρύβεται. Από αυτόν και τον Πλάτωνα, επηρεάστηκε βαθύτατα ο Καζαντζάκης. Τα πνευματικά του δημιουργήματα έχουν βαθύ φιλοσοφικό υπόβαθρο, που η επαρκής γνώση του προϋποτίθεται για ένα ελπιδοφόρο εγχείρημα ερμηνευτικής προσέγγισης. Ο στοχασμός του περιέχεται κρυμμένος ακόμα και σε φράσεις, τις οποίες είναι δύσκολο να υποπτευθούν όχι μόνον αδαείς και ανίδεοι αλλά ακόμα και λόγιοι. Η τραγικότητα είναι ουσιαστικό στοιχείο της φιλοσοφίας του. O Καζαντζάκης παρουσιάζει στο πρόσωπό του την τραγικότητα κάθε παιδαγωγούμενου, κάθε μαθητή, κάθε νέου ατόμου.
Από πολύ νωρίς, όταν ο ίδιος ήταν ακόμα μαθητής Γυμνασίου στην Φράγκικη σχολή της Νάξου, βρέθηκε εγκαταλελειμμένος στο πιο αινιγματικό, μα και πιο καθοριστικό, σταυροδρόμι για τη μετέπειτα διαμόρφωση της πνευματικής του φυσιογνωμίας. Εκεί μετέφρασε ένα αγγλογαλλικό λεξικό έγραψε δηλαδή σε κάθε γαλλική λέξη την αντίστοιχη ελληνική. Για την εργασία αυτή αφιέρωσε πολλούς μήνες και επένδυσε τεράστιο για την παιδική αντοχή του μόχθο. Όταν τελείωσε η παράτολμη αυτή για την ηλικία του προσπάθεια, έτρεξε ολόχαρος να επιδείξει τα αποτελέσματα της δουλειάς του στο διευθυντή του σχολείου του Περ Λωράν, ο οποίος γεμάτος καλοσύνη του είπε:
«Αυτό που έκαμες, Κρητικόπουλο, δείχνει πως μια μέρα θα γίνεις σημαντικός άνθρωπος χαρά σε σένα, που από τόσο μικρός βρήκες το δρόμο σου αυτός είναι ο δρόμος ο δικός σου, η μάθηση έχε την ευκή μου».
Πήγε στη συνέχεια γεμάτος χαρά στον υποδιευθυντή Περ Λελιέβρ και του ’δειξε το κατόρθωμά του. Εκείνος όμως αντέδρασε κατά εντελώς διαφορετικό τρόπο λέγοντάς του:
Δε ντρέπεσαι, παιδί ’σαι συ ή γέρος; Τι ’ναι αυτά τα γεροντίστικα που κάνεις και χάνεις τον καιρό σου; Αντί να παίζεις, να γελάς, να κοιτάζεις από το παράθυρο τα κορίτσια που περνούνε, εσύ κάθεσαι σα μπαμπόγερος και μεταφράζεις λεξικά! Φύγε, να μη σε βλέπω! Αν ακολουθήσεις το δρόμο αυτόν, ποτέ σου, μάθε το από μένα, ποτέ σου δεν θα προκόψεις θα γίνεις ένας δασκαλάκος, ένας καμπουράκος, με γυαλάκια. Αν είσαι αληθινός Κρητικός, κάψε το αυτό το καταραμένο λεξικό και φέρε μου τη στάχτη. Τότε θα δώσω την ευκή μου. Σκέψου και πράξε - φεύγα».
Ο νεαρός τότε Καζαντζάκης ένιωσε ταυτόχρονα χαρά και λύπη κι ένα βαθύτατο συγκλονισμό ψυχής. Διευθυντής και υποδιευθυντής του σχολείου του ήταν γι’ αυτόν τα ανώτερα πρόσωπα, που χάραζαν αργά αλλά σταθερά το δύσκολο και ανηφορικό δρόμο της ζωής του. Η γνώση, που τόσο αγαπούσε, τον έφερνε από το ψέμα στην αλήθεια και σμίλευε υπομονετικά τη μετέπειτα φωτεινή και γαλήνια προσωπικότητα του. Ήταν οι άνθρωποι που ασκούσαν τεράστια επιρροή στον υπό διαμόρφωση ακόμα ψυχικό και πνευματικό του κόσμο, κατά τους χαλεπούς και πολυτάραχους εκείνους για τη σκλαβωμένη μας πατρίδα καιρούς. Ας ακούσουμε όμως ποια στάση πήρε ο ίδιος στις διαμετρικά αντίθετες αυτές νουθεσίες.
«Έφυγα και τα ’χα σαστίσει ποιος έχει δίκιο, τι να κάμω, ποιος από τους δυο δρόμους είναι ο σωστός; Χρόνια παράδερνα κι όταν βρήκα ποιος είναι ο δρόμος ο σωστός, τα μαλλιά μου είχαν ψαρύνει ανάμεσα στον Περ Λωράν και στον Περ Λελιέβρ πηγαινοερχόταν αναποφάσιστη, σαν τη γαϊδούρα του Μπουριντάν, η ψυχή μου. Κοίταζα το λεξικό, τις ελληνικές λέξεις γραμμένες με κόκκινο μελάνι, με ψιλά ψιλά γραμματάκια στο περιθώριο, θυμόμουν τα λόγια του Περ Λελιέβρ κι η καρδιά μου ράγιζε όχι, όχι, δεν είχα το κουράγιο να το κάψω και να του πάω τη στάχτη. Αργότερα, ύστερα από πολλά χρόνια, όταν άρχισα πια να καταλαβαίνω, το ’ριξα στην φωτιά μα δε μάζεψα τη στάχτη του, ο Περ Λελιέβρ είχε από καιρό πεθάνει».
Ο Καζαντζάκης με το παράδειγμα αυτό θέλει προφανώς να επισημάνει ότι ο επισφαλής δρόμος της διαπαιδαγώγησης είναι πορεία ολόκληρης ζωής, όπως ορθά επισημαίνεται τόσο από τον Πλάτωνα όσο και από σύγχρονους παιδαγωγούς. Η λήψη της ορθής απόφασης περί του «πρακτέου», σε κάθε συγκεκριμένη στιγμή, είναι κάτι που ταλανίζει αδιάκοπα την προσωπικότητα του νέου και γενικότερα κάθε ανθρώπινη ψυχή. Ορθότερες ίσως απαντήσεις και λύσεις στα κρίσιμα προβλήματα της καθημερινής ζωής είναι δυνατές στην ώριμη ηλικία, η οποία διαθέτει το φυσικό προνόμιο να έχει αποκομίσει μακροχρόνια πείρα. Έτσι αποτυπώνεται με το παράδειγμα αυτό η τραγικότητα του μαθητή όχι μόνο μέσα στα τείχη των σχολικών κτιρίων, αλλά κυρίως στο μεγάλο σχολείο της ζωής, κατά τις εναγώνιες μεταφυσικές αναζητήσεις του. Το ότι ήταν αναποφάσιστος καθόλη σχεδόν τη διάρκεια της ζωής του, δείχνει πόσο δύσκολες και επισφαλείς είναι οι αποφάσεις που λαμβάνουμε στη ζωή, πράγμα που απαιτεί μεγάλη υπευθυνότητα και περισυλλογή.

Η απορία και ο αγώνας στο έργο του
Ο Καζαντζάκης ήταν βαθύς γνώστης της φιλοσοφίας, την οποία μεταδίδει εκλαϊκευμένα για ένα γόνιμο και δημιουργικό διάλογο. Δεν έμεινε συνεπώς αναποφάσιστος στα σταυροδρόμια της ζωής του, έστω και αν ενίοτε σε στιγμές αυτοελέγχου και περισυλλογής έπεφτε σε απορία σχετικά με την ορθότητα ή μη των πράξεων και θεωριών του. Η Σωκρατική απορία, ο υπέρτατος αυτός αναβαθμός της γνώσης και η πιο συμπαθής έκφραση της νόησης του ανθρώπου, εκδηλώθηκε εντονότερα, τις τελευταίες στιγμές της ζωής του, την οποία και σφράγισε ανεξίτηλα. Σ’ ένα από τα τελευταία έργα του, την Αναφορά στον Γκρέκο, που είναι μια έκθεση της κοσμοθεωρίας και βιοθεωρίας του, απορεί για το δρόμο που διάλεξε και την ποιότητα των πνευματικών του δημιουργημάτων. Κατά την απορία, μια από τις πιο έντονες στιγμές αυτοελέγχου, ο άνθρωπος αίρεται στο δύσκολο μα και θετικό στάδιο της αυτογνωσίας, θέτει υπό έλεγχο και αυτοκριτική την ίδια του τη γνώση, με αποτέλεσμα να γκρεμίζεται ο αλαζονικός και στείρος εγωισμός. Ο Καζαντζάκης προχωρεί ακόμα ένα βήμα περαιτέρω, με το να παραδίδει τα λόγια (δηλαδή τη σκέψη) και τα έργα του στην κρίση των άλλων. Πάντως, ο ίδιος απόρησε στο τέλος της ζωής του, αφού πρώτα διάλεξε μόνος το δρόμο του, που ήταν ο αγώνας κι ο ανήφορος, δηλαδή η οδός η άγουσα προς το Θεό. Έτσι μόνο μπόρεσε να βρει την ευτυχία του, έστω και αν ήταν εφήμερη και παροδική, όπως λέει: «Όλη μας η ζωή, παππού, ήταν ανήφορος ανήφορος και γκρεμός κι ερημιά κινήσαμε με πολλούς συναγωνιστές, με ιδέες πολλές, συνοδεία μεγάλη μα όσο ανηφορίζαμε κι η κορφή μετατοπίζουνταν κι αλάργαινε, αγωνιστές κι ιδέες κι ελπίδες μας αποχαιρετούσαν, λαχάνιαζαν, δεν ήθελαν, δεν μπορούσαν ν’ ανέβουν πιο πάνω κι απομέναμε μονάχοι με τα μάτια καρφωμένα στην κινούμενη μονάδα, στη μετατοπιζόμενη κορφή. Δε μας κινούσε η αλαζονεία, μήτε η απλοϊκή βεβαιότητα πως θα σταθεί μια μέρα η κορφή και θα τη φτάσουμε μήτε κι αν φτάναμε, πως θα βρούμε εκεί πάνω την ευτυχία, τη σωτηρία και τον Παράδεισο ανεβαίναμε, γιατί ευτυχία, σωτηρία και παράδεισος για μας ήταν η ανάβαση». Επειδή ο αγώνας έχει γι αυτόν ύψιστη σπουδαιότητα, αποδίδει περισσότερη βαρύτητα στη συντροφικότητα παρά στη φιλία. Έτσι θα πει: «Ν’ αγαπάς τον καθένα ανάλογα με τη συνεισφορά του στον αγώνα. Μη ζητάς φίλους να ζητάς συντρόφους». Ο Καζαντζάκης πιστεύει σε μια πάλη ανιδιοτελή και χωρίς τον κρυφό πόθο της αμοιβής, δηλαδή σ’ έναν αγώνα δύσκολο, που είναι πηγαίο απαύγασμα της ψυχής του ανθρώπου. Έτσι θα διαλαλήσει ότι η αξία του ανθρώπου έγκειται στο να εργάζεται και να μάχεται κανείς χωρίς αμοιβή:
«Ξέρω καλά πως ο θάνατος δε νικιέται μα η αξία του ανθρώπου δεν είναι η Νίκη, παρά ο αγώνας για τη Νίκη. Και ξέρω ακόμα ετούτο, το δυσκολότερο: δεν είναι ούτε ο αγώνας για τη Νίκη η αξία του ανθρώπου είναι μονάχα ετούτη: να ζει και να πεθαίνει παλικαρίσια και να μην καταδέχεται αμοιβή. Κι ακόμα ετούτο, το τρίτο, ακόμα πιο δύσκολο: η βεβαιότητα πως δεν υπάρχει αμοιβή, να μη σου κόβει τα ήπατα παρά να σε γεμίζει χαρά, υπερηφάνεια και αντρεία». 

Το θεωρητικό υπόβαθρο των στοχασμών του
Αν η αποτίμηση του έργου του Νίκου Καζαντζάκη έχει κάποια σημασία, αυτή δεν αφορά το παρελθόν αλλά το παρόν και κυρίως το μέλλον, γιατί από το παρελθόν αντλούμε μόνο όσα μας χρειάζονται για την καλύτερη αντιμετώπιση του παρόντος και την ανοικοδόμηση του μέλλοντος. Δεν καταγράφονται και δεν αξιολογούνται όλες οι πράξεις του ανθρώπου ως ιστορικές, παρά μόνον όσες έχουν ιδιαίτερη σημασία κάτω από συγκεκριμένη σκοπιά. Από τις παρωχημένες εποχές χρησιμοποιούμε όσα γεγονότα είναι επίκαιρα, ώστε να προσφέρουν κάποια βοήθεια για μια βαθύτερη, δηλαδή ουσιαστικότερη αντίληψη της πραγματικότητας και έναν ασφαλέστερο προσανατολισμό στον κόσμο. Οι επερχόμενες γενιές –βασισμένες στην παράδοση– θα οικοδομήσουν τη μέλλουσα κοινωνία με νέους θεσμούς και αξίες. Η νεολαία διακατέχεται από μια ορμητική και εναγώνια αναζήτηση ιδανικών, εμφορείται από φιλοδοξία για ανεύρεση και σταθεροποίηση της τροχιάς που διαγράφει η ζωή της, καθώς και από έντονο πόθο για αλήθεια και δικαιοσύνη καταβάλλει δε απεγνωσμένες προσπάθειες για μια ομαλή και πετυχημένη ένταξή της στο κοινωνικό σύνολο. 
Αρκετοί νέοι και νέες είναι φυσικό να θέλουν να αντλήσουν διδάγματα από τη σκέψη και τη ζωή του πατριώτη μας στοχαστή. Δεν μπορεί όμως να τους δώσει το μίτο της Αριάδνης, για να ξεφύγουν από τα δύσκολα και περίπλοκα μονοπάτια της προσωπικής τους ζωής και να οδηγηθούν με ασφάλεια στην αλήθεια και το φως. Αλλά ακόμα και αν τους τον έδινε, δεν θα είχαν να ωφεληθούν πολλά, επειδή πίστευε ότι αυτό έχει νόημα, μόνο αν ο καθένας προσπαθεί μόνος του να βρει το δρόμο της ζωής του, που δεν χρειάζεται να είναι οπωσδήποτε ανθόσπαρτος ο δικός του πάντως ήταν ανηφορικός και «κακοτράχαλος». Το αίτημα αυτό του Καζαντζάκη δε στερείται βέβαια θεωρητικής θεμελίωσης, η οποία όμως ξεφεύγει από τα στενά πλαίσια μιας ομιλίας. Θα προσπαθήσω ωστόσο να σκιαγραφήσω με συντομία τον προβληματισμό αυτόν.
Γενική σχεδόν είναι η πεποίθηση, ότι αιώνιες και απόλυτες αλήθειες –αν τελικά υπάρχουν– είναι ελάχιστες και κοινότοπες: Αυτό σημαίνει ότι όλες οι αξίες δεν είχαν και δεν μπορούν να έχουν διαχρονική και καθολική ισχύ για την ανθρωπότητα. Η αλήθεια δεν είναι οριστική και τελειωτική αλλά προσεγγιστική, επειδή η γνώση μας είναι περιορισμένη λόγω της πεπερασμένης φύσης του ανθρώπινου νου. Η γνώση, που είναι σε τελευταία ανάλυση κοινωνική διαδικασία, προϋποθέτει ένα ερμηνευτικό κύκλο από το υποκείμενο στην πραγματικότητα. Σε περίπτωση λάθους ο κύκλος μπορεί να επαναλαμβάνεται επ’ άπειρον. Συνεπώς οι γνώσεις μας παραμένουν κατ’ ανάγκη ατελείς, επειδή δεν είναι δυνατόν σε πεπερασμένο χρόνο να επαναληφθεί άπειρες φορές ο κύκλος. Η θέση αυτή είναι πλατωνική, αφού η αλήθεια μόλις και μετά βίας μπορεί να προσεγγισθεί. Τα λόγια είναι αδύναμα να εκφράσουν τα νοήματά μας. Ποιος όμως εξασφαλίζει τη σύγκλιση απόψεων προς το ορθό σημείο προσέγγισης της αλήθειας; Κανείς με σιγουριά. Γι’ αυτό το βασικό ερώτημα σε μια επιστημονική ή φιλοσοφική θεωρία δεν είναι τόσο αν φαίνεται αληθής ή ψευδής, αλλά πού βρίσκεται η αλήθεια και το ψεύδος και σε ποιο βαθμό είναι ακριβής. Η τυπική λογική συλλαμβάνει δυστυχώς μέρος μόνο της δομής της πραγματικότητας, ενώ το όλο παραμένει ασύλληπτο. Δεν μπορούμε να αναχθούμε σε μια θεωρία, χωρίς να ξεκινήσουμε από ένα ορισμένο σημείο ή τομέα της πραγματικότητας. Η επιλογή αυτή αποτελεί αναγκαίο στοιχείο μιας επιστημονικής μελέτης. Επομένως, επειδή η σύλληψη της πραγματικότητας είναι αποσπασματική και υπεισέρχεται σ’ ένα βαθμό ο παράγοντας του τυχαίου, είναι εύλογο να διαπράττονται σφάλματα και να αναφύονται αντιφάσεις στη ζωή.
Κατά τη γνωστική διαδικασία μαθαίνουμε μόνο ή κυρίως από τα σφάλματά μας. Ο Νίτσε μάλιστα είχε διατυπώσει την άποψη, ότι από λάθος δρόμους οδηγούμαστε στην αλήθεια. Ο μόνος τρόπος να τ’ αποφύγουμε είναι να μην κάνουμε τίποτα, πράγμα που είναι ακόμα μεγαλύτερο ατόπημα. Οι νέοι λοιπόν θα μάθουν κι αυτοί από τα ίδια τους τα σφάλματα. Μόνοι θα προσπαθήσουν να βρουν το δρόμο της ζωής τους, αρκεί να αναγνωρίζουν τα αστοχήματά τους –αν βέβαια υπάρχουν– και να επιμένουν να τα διορθώσουν. Με ποιο τρόπο όμως θα γίνει ο εντοπισμός και η επανόρθωση του ημαρτημένου; Πώς μπορώ να ξέρω ποιο είναι το σωστό; Δεν είναι του παρόντος να επιχειρήσω να απαντήσω στο καίριο αυτό ερώτημα. Ας θεωρηθεί όμως αρκετή έστω η απλή επισήμανση του προβληματισμού. Ο Καζαντζάκης πάντως, ακολουθώντας τη λαϊκή σοφία των Κρητικών, που λέει: «Όπου αστοχήσεις γύρισε, κι όπου πετύχεις, φύγε!» φαίνεται ότι όχι μόνο αναγνωρίζει τα παραπτώματά του, αλλά και καταβάλλει κάθε προσπάθεια –στα όρια βέβαια του εφικτού– για τη διόρθωσή τους. Έτσι θα πει: 
«Αν αστόχησα, και μια ώρα ζωή ακόμα να μου απομένει, θα ξαναγυρίσω στην έφοδο αν πέτυχα, θ’ ανοίξω τη γη, να ’ρθώ να ξαπλώσω στο πλάι σου». 
Αυτή είναι ίσως μια έγκυρη συμβουλή, που αφήνει ως ιερή παρακαταθήκη όχι μόνο στους νέους της Κρήτης, την οποία τόσο αγάπησε, αλλά και όλου του κόσμου για πολλούς ακόμα αιώνες. Αφήνει επίσης μια αγάπη ανιδιοτελή, θερμή, πλουσιοπάροχη. Η αγάπη έχει ίσως πολύ μεγαλύτερη σημασία παρά ο αγώνας της ζωής.

Το μήνυμα του Καζαντζάκη είναι κήρυγμα αγάπης και συναδέλφωσης των λαών 
Με τη διατύπωση αυτήν τίθεται τέλος το ερώτημα, αν από το πλήθος και το βάθος των στοχασμών του μπορεί να συναχθεί κάποιο συμπέρασμα για το κύριο μήνυμα που εκπέμπεται από το συνολικό του έργο. Αν θα έλεγε κανείς ότι η πεμπτουσία των διαλογισμών του και το βασικό μήνυμα για τις μέλλουσες γενιές σε όλη την ανθρωπότητα είναι μια έκκληση για αγάπη, δεν θα απείχε –κατά την ταπεινή μου τουλάχιστον γνώση– πολύ από την αλήθεια. Πρόκειται για το «Αγαπάτε αλλήλους», ένα κήρυγμα βαθύτατα χριστιανικό, το οποίο μάλιστα εναρμονίζεται πλήρως με την αρχαία ελληνική παράδοση. Γνωστή είναι η περίφημη φράση της Αντιγόνης του Σοφοκλή: «Ο_τε συνέχθειν λλά συμφιλε ν φυν», «δεν γεννήθηκα για να μισώ, αλλά για ν’ αγαπώ».
Πώς προκύπτει όμως η ιδέα της αγάπης από το έργο του; Εκτός από τις πολυάριθμες αναφορές στην αξία και το μεγαλείο της αγάπης μνημονεύει με αξιολογική μάλλον σειρά τις επιδράσεις που δέχτηκε από τους προγενέστερούς του. Ομολογεί λοιπόν ότι από τον Αλέξη Ζορμπά έμαθε ν’ αγαπά τη ζωή και να μη φοβάται το θάνατο. 
Ο ίδιος δηλώνει ότι σημαντική επίδραση άσκησαν επάνω του τα ταξίδια και τα ονείρατα, καθώς και ο Όμηρος, ο Βούδας, ο Νίτσε, ο Μπερξόν και ο Ζορμπάς. Επεξηγεί δε στην συνέχεια σε τι τον βοήθησε ο καθένας απ’ αυτούς, πράγμα που δείχνει ταυτόχρονα και τις συνιστώσες της πνευματικής του φυσιογνωμίας και προσφοράς. Λέει λοιπόν:
«Ο πρώτος στάθηκε για μένα το γαληνό κατάφωτο μάτι, σαν το δίσκο του ηλίου, που φωτίζει με απολυτρωτικιά λάμψη τα πάντα ο Βούδας, το άπατο κατάμαυρο μάτι, όπου πνίγεται και ημερώνεται ο κόσμος ο Μπέρξονας με αλάφρωσε από μερικά άλυτα φιλοσοφικά ρωτήματα που με τυραννούσαν στα πρώτα νιάτα ο Νίτσε με πλούτισε με καινούριες αγωνίες και μ’ έμαθε να μετουσιώνω τη δυστυχία, την πίκρα, την αβεβαιότητα σε περηφάνια κι ο Ζορμπάς μ’ έμαθε ν’ αγαπώ τη ζωή και να μη φοβούμαι το θάνατο».
Δεν είναι όμως δυνατόν ν’ αγαπά κανείς τη ζωή, χωρίς ν’ αγαπά τους ανθρώπους, επειδή ως εκ φύσεως κοινωνικό και πολιτικό ον δεν μπορεί να ζήσει έξω από την κοινωνία, με την οποία και συναλλάσσεται σχεδόν καθημερινά. Θεωρεί δε αδύνατη την ανύψωση του ανθρώπου χωρίς την αγάπη. Λέγει μάλιστα ρητά: «Αγάπα τον άνθρωπο γιατί είσαι εσύ». Αυτό νομίζω πως είναι το ύψιστο δίδαγμα και η μέγιστη πνευματική κληρονομιά στις επερχόμενες γενιές. Η μορφή της αγάπης και της θυσίας χαρακτηρίζεται από τον Καζαντζάκη τρισεύγενη (Αναφορά στον Γκρέκο). Η πεμπτουσία λοιπόν των στοχασμών και επιθυμιών του είναι ένα κήρυγμα αγάπης και συγκατάβασης, έννοιες βαθύτατα χριστιανικές και κατ’ επέκταση θρησκευτικές.

Η πορεία και οι άξονες των προβληματισμών του 
Ο Καζαντζάκης, ο πολυπλάνητος αυτός σταυροφόρος της δημοκρατίας και ακαταπόνητος κυνηγός της αλήθειας, προσπαθούσε από την τρυφερή παιδική ηλικία έως την προχωρημένη ωριμότητά του– να πλησιάσει το απρόσιτο και να συμφιλιωθεί με την ιδέα, πως η φυσική απόληξη της ζωής είναι ο θάνατος. Προσπαθούσε να είναι αισιόδοξος παρά τις σχεδόν ανυπέρβλητες δυσχέρειες και τις αλλεπάλληλες απογοητεύσεις, που φέρει η καταθλιπτική σκέψη της αφόρητα πικρής γεύσης της αποτυχίας. Ο ίδιος πολλές φορές δοκίμασε τη ζωογόνο χαρά της δημιουργίας και προσπάθησε να αποφύγει το φοβερό αδυσώπητο διχασμό της προσωπικότητας, που πολύ εύστοχα αποτύπωσαν ο Απόστολος Παύλος και ο Οβίδιος στις Μεταμορφώσεις του. Και οι δύο βλέπουν και επιδοκιμάζουν τα καλύτερα, ακολουθούν όμως τα χειρότερα. Η ιδέα αυτή αντικατοπτρίζει τη συνεχή πάλη του ανθρώπου με το κακό.
Σ’ όλα τα στάδια της πολυκύμαντης πορείας του ρηξικέλευθου, καινοτόμου και φιλοπρόοδου πνεύματος του δέσποζε ο αγώνας, που έκφραση του ήταν το χτίσιμο και το γκρέμισμα, η πλημμυρίδα κι η παλίρροια. Αυτός ήταν ο άξονας των στοχασμών, η δε αγάπη έδινε περιεχόμενο και νόημα στην εφήμερη ύπαρξή του. Ήξερε επίσης καλά πως ο εξαναγκασμός δεν είναι το ανώτερο σύμβολο ούτε η ασφαλέστερη εγγύηση της προόδου και της υπεροχής αλλ’ η πειθώ και ο λόγος. Αυτό που χαρακτηρίζει το έργο του είναι ο έντονος παλμός και ο πλατύς ορίζοντας του στοχασμού του, ο οποίος ανεβαίνει τα σκαλοπάτια των μεταρσιώσεων και θεωρητικών συλλήψεων, η τολμηρή φαντασία, η διεισδυτική οξυδέρκεια, ο δυναμικός οραματισμός και το θελκτικό ύφος του λόγου. Στο κείμενό του ενυπάρχει πλήθος εκφραστικών μέσων, τα οποία καθιστούν πλουσιότερο το εννοιολογικό περιεχόμενο της γλώσσας μας. Γλώσσα και σκέψη δεν είναι δύο ξεχωριστά πράγματα, αλλά συνδέονται στενά μεταξύ τους. 
Φάνηκε, νομίζω, καθαρά πως η προβολή της πνευματικής φυσιογνωμίας του Νίκου Καζαντζάκη είναι θέμα δύσκολο, εδώ προσπάθησα να παρουσιάσω μια μικρή μόνο πτυχή της, έχοντας βέβαια επίγνωση των αδυναμιών και ατελειών, που εμπεριέχονται σε τέτοιου είδους εγχειρήματα. Αυτό οφείλεται αφενός στο ότι η προσωπικότητα κάθε στοχαστή δεν είναι ευδιάκριτη σ’ όλες τις φάσεις και τις εκδηλώσεις της αλλ’ ούτε και αναλλοίωτη, αφού συνεχώς ανασχηματίζεται και αναμορφώνεται κατά τη διάρκεια της γεμάτης κίνηση σωματικής και πνευματικής υπόστασης. Πάντως, με κίνδυνο να χαρακτηριστεί αυτό προγονοπληξία, θα μπορούσε ίσως να λεχτεί ότι η μεγάλη και. Δυνατή ευκρασία της πνευματικής παρουσίας του Έλληνα στοχαστή είναι ανεκτίμητη κληρονομιά, που βαραίνει τους ώμους και μας επισκιάζει, όπως και παρόμοιες μορφές του λαμπρού ελληνικού παρελθόντος. 
Έτσι θα μας συνοδεύει πάντα η αδύνατη ηχώ μιας μακρινής φωνής που χάνεται σιγά σιγά και γίνεται ακατάληπτη στα βάθη των αιώνων, μα που επιτρέπεται νομίζω να ελπίζουμε πως δε θα σβήσει ποτέ, αλλά θα συνεχίσει να εκπέμπει ακόμα κάποιες αμυδρές αχτίδες φωτός .
Το κείμενο αυτό δόθηκε ως διάλεξη στο Ηράκλειο Κρήτης στις 6 Οκτωβρίου 2004
Γιώργος X. Kουμάκης
Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Iωαννίνων
Αφύπνιση Ελλήνων, www.afipnisi.org

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Ἕλληνες, μὴν φοβᾶστε τίποτα!!!

http://www.apocalypsejohn.com/2012/06/blog-post_4633.html

Τετάρτη, 27 Ιουνίου 2012


Ἕλληνες, μὴν φοβᾶστε τίποτα!!!

Δὲν μπορεῖ ΚΑΝΕΙΣ νὰ μᾶς καταβάλλῃ καὶ νὰ μᾶς νικήσῃ. Θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ ἔχουμε ἀντιληφθεῖ πρὸ καιροῦ. Τόση λύσσα… Τόση ἐπίθεσις… Τόση προσπάθεια χειραγωγήσεως… Γιατί; Μήπως γιατί κάποιοι παίζουν τὰ τελευταῖα τους χαρτιά; Μήπως βλέπουν κάτι ποὺ ἐμεῖς ἀκόμη ἀδυνατοῦμε νὰ πιστέψουμε; Ὅλα μαζί… Ὅλοι μαζί… Ὅλοι κατά μας…

Καὶ ξαφνικὰ ἀπὸ κάθε ἄκρη τοῦ πλανήτου ἐμφανίζονται «φιλέλληνες». Οἱ νέοι μας καθοδηγητές; Ὄχι… Τὰ νέα φερέφωνα… Τὰ φερέφωνα μίας παλαιᾶς τάξεως ποὺ μεταμορφώνεται σὲ νέα, ἀλλάζοντας προσωπεῖα. Γιατί ὅμως τώρα; Τώρα ποὺ ὑποτίθεται πὼς ὅλος ὁ πλανήτης τὰ ἔχει μαζί μας; Ποὺ εἴμαστε ἡ ἀρχή τοῦ τέλους τῆς κάθε οἰκονομικῆς ἰσορροπίας; Τί ἄλλαξε; Γίναμε ξαφνικὰ ἄνθρωποι ἀπὸ ῥουφῆκτρες; Τίποτα δὲν ἄλλαξε…

Ὑπάρχουν κανόνες στὰ παιχνίδια. Κάποιοι πρέπει νὰ παίζουν τοὺς καλούς καὶ κάποιοι τοὺς κακούς. Οἰ κακοί ἔπαιξαν τὸν ῥόλο τους. Τώρα ἀναλαμβάνουν οἱ ἄλλοι. Αὐτοὶ ποὺ θὰ μᾶς προσεταιριστοῦν γιὰ νὰ προσπαθήσουν ἐκ νέου νὰ μᾶς χειραγωγήσουν. Ἕλληνες, μὴν σᾶς καλοπιάνουν. Μὴν σᾶς πείσουν. Δὲν τοὺς χρειαζόμαστε. Μποροῦμε καὶ μόνοι μας. Ἕλληνες, μὴν φοβᾶστε τίποτα. Ἔχουμε κάτι μοναδικό ποὺ δὲν μποροῦν νὰ τὸ καταβάλλουν. Δὲν μποροῦν νὰ τὸ νικήσουν. Αὐτοὶ τὸ ξέρουν.

Ἐμεῖς πρέπει νὰ τὸ συνειδητοποιήσουμε. Αὐτὸ τρέμουν. Τὴν ἐπίγνωσι. Ἕλληνες. Κρατῆστε τὴν καρδιά σας γεμάτη Ἑλλάδα. Κρατῆστε τὴν καρδιά σας γεμάτη φῶς. Γεμάτη θάλασσα. Γεμάτη ἀέρα. Τίποτα καὶ κανεῖς δὲν μποροῦν νὰ μας νικήσουν. ΚΑΝΕΙΣ!!! Θὰ προσπαθήσουν τόσοι καὶ τόσοι νὰ μᾶς πείσουν γιὰ τὴν ἀδυναμία μας. Θὰ πασχίσουν νὰ μᾶς καταστήσουν ἀδυνάμους καὶ ἀνικάνους. Θὰ κάνουν τὰ πάντα γιὰ νὰ μὴν μπορέσουμε νὰ δοῦμε ποιοί εἴμαστε. Ἀλλὰ αὐτοί ξέρουν πὼς μόνον ἐμεῖς μποροῦμε νὰ τοὺς ἀνατρέψουμε καὶ νὰ τοὺς νικήσουμε. Ἀρκεῖ νὰ τὸ πιστέψουμε.

Καὶ τότε δὲν μπορεῖ κανεῖς νὰ μᾶς σταματήσῃ. Ἕλληνες. Μὴν φοβᾶστε τίποτα. Τώρα ξεκινᾶμε! Κι ἔχουμε δρόμο ἐμπρός μας μακρύ. Ἀλλά ὠραῖο δρόμο. Δρόμο μὲ ἀρώματα ἐλευθερίας. 

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Η Αρχαιοελληνική αντίληψη για την ψυχική αθανασία

http://gerasimos-politis.blogspot.com/2011/10/blog-post_05.html#.T-tGvZHzrTA

Η Αρχαιοελληνική αντίληψη για την ψυχική αθανασία

Γεράσιμος Πολίτης 2011-10-05T00:19:00+03:00

Η Αρχαιοελληνική αντίληψη για την ψυχική αθανασία,Ειμαρμένη, Ελευσίνια, Ηλύσια Πεδία, Ηράκλειτος, Ησίοδος, Ορφικά, Πλάτων, Πλούταρχος, Πρόκλος, Σωκράτης, ψυχή


Αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός η διαπίστωση ότι επί χιλιάδες χρόνια, ανάμεσα στις δοξασίες των ανθρώπων, κυρίαρχη διάσταση κατέχει η προσήλωση στην ιδέα της αθανασίας της ψυχής. Από αυτή τη δήλωση συνάγεται το συμπέρασμα ότι η ψυχική αθανασία ή Παλιγγενεσία όπως απεκαλείτο από τους προγόνους μας, αντίληψη σύμφωνα με την οποία η ψυχή είναι άφθαρτη και παραμένει αναλλοίωτη και μετά τον λεγόμενο θάνατο ή μετάσταση του σώματος, του θνητού της δηλαδή περιβλήματος, δεν είναι ούτε πρόσφατη, ούτε βέβαια και παρωχημένη. Ανάγεται ιστορικά στο απώτατο παρελθόν, η προέλευσή της προέρχεται από την αρχέγονη αρχαιότητα, συνυφασμένη με τα καίρια υπαρξιακά ερωτήματα τα οποία διακατέχουν την ανθρώπινη ύπαρξη, ίσως ακόμη και από κτίσεως κόσμου. Συνδέεται δε άμεσα, λόγω της φύσεώς της, με τα υπαρξιακά και μεταφυσικά ερωτήματα τα οποία προβληματίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη. Και αυτό είναι απόλυτα λογικό, αφού η απάντηση σε ένα τέτοιο κρίσιμο όσο και θεμελιώδες ερώτημα, παρέχει αλλυσιδωτά απαντήσεις σε μία σειρά από καίρια ζητήματα σχετιζόμενα με την προέλευση, τον σκοπό της ανθρώπινης ζωής, και την τελική κατάληξή της. Το τρίπτυχο του Εγώ, της ανθρώπινης δηλαδή υποστάσεως, συνίσταται σε πνεύμα, σώμα και ψυχή. Το τρίτο από αυτά τα συστατικά στοιχεία της ζώσης υπάρξεως, είναι Θεϊκό και αθάνατο.

Η πεποίθηση ότι η ψυχή είναι άφθαρτη, αντιπροσωπεύοντας την αθάνατη υπόσταση του ανθρώπου, αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις αρχές των Μυστών οι οποίοι διαιωνίζουν την πανάρχαια μυστηριακή παράδοση. Σε αυτή ακριβώς την αρχή, εδραιώνεται και ο Νόμος της Μετενσαρκώσεως. Ένας νόμος ο οποίος πρεσβεύει την επιστροφή της πνευματικής αρχής σε ένα νέο σαρκικό, θνητό, περίβλημα.

Οι Μυστηριακοί θεσμοί, με προεξέχοντες αυτόν των Ορφικών Μυστηρίων και εκείνον της Ελευσίνος, αποτελούσαν τελετουργικά δρώμενα. Διαρθρώνονταν στα Ελάσσονα (ή μικρά) Μυστήρια, κατά τη διάρκεια των οποίων λάμβαναν χώρα προκαταρκτικοί καθαρμοί, ενώ επακολουθούσε η συμβολική απεικόνιση της καταβάσεως της ψυχής στην υλική ουσία, στο σώμα, καθώς και η περιγραφή των δοκιμασιών που υφίσταται, εξαιτίας αυτής της ενώσεως με τον υλικό παράγοντα. Αντιθέτως, τα Μείζονα Μυστήρια, αποσκοπούσαν στο να καταστήσουν τον μυούμενο γνώστη της καταστάσεως εκείνης που επιφέρει την ψυχική ευφορία, η οποία επιτυγχάνεται όταν η αείζωη ψυχική ουσία αποδεσμευθεί από την κατώτερη υλική φύση.

Την αθανασία της ψυχής πρέσβευαν ήδη πρώτοι οι Πελασγοί, μέσω των θρησκευτικών τους αντιλήψεων, κάνοντας λόγο για πέραν του θανάτου ζωή. Στα Ελευσίνια Μυστήρια, κατά την διεξαγωγή της Μυήσεως στο Τελεστήριο, οι μυούμενοι, εν μέσω αμυδρου φωτός, έβλεπαν παραστάσεις από την μετά θάνατον ζωή, προερχόμενες τόσο από τα Ηλύσια Πεδία, όσο και από τον ζοφερό Άδη.

Αρχικά, θα πρέπει να μας προβληματίσει ένα επιτάφιο επίγραμμα Ιεροφάντου, στο οποίο όπως συνάγεται από την Αρχαιολογική Εφημερίδα (1883, σελ. 81) αναφέρονται τα ακόλουθα: "Ωραία πραγματικά απόκρυφη διδασκαλία (μας μεταβιβάσθηκε) από τους Θεούς. Ότι ο θάνατος, όχι μόνο δεν είναι επιζήμιος για τους ανθρώπους, αλλά αντίθετα είναι ωφέλιμο πράγμα". Πρόκειται για μία επιγραφή, η οποία σαφέστατα αναφέρεται στην αντίληψη της διαιωνίσεως του βίου και μετά την μετάσταση του σώματος, ένα οριακό γεγονός που δίνει τέλος στην ανθρώπινη ύπαρξη, υπό τη γήϊνη-φθαρτή της μορφή.

Το Αθάνατο είναι θνητό. Το θνητό είναι αθάνατο. Ο θάνατος είναι αθάνατη ζωή για τους θνητούς. Για τους αθάνατους, η θνητή ζωή είναι θάνατος", διατείνεται ο φιλόσοφος Ηράκλειτος, ο αποκαλούμενος και "σκοτεινός" (και αυτό διότι το "Περί Φύσεως" σύγγραμμά του απευθυνόταν μόνο σε μυημένους, γi' αυτό και το νόημά του ήταν στριφνό και συνεπώς "σκοτεινό", δυσνόητο για τους αδαείς περί της ουσίας των μυστηρίων). Ο ίδιος φιλόσοφος και μύστης αναφέρει ότι 'Το ίδιο πράγμα είναι ο ζωντανός και ο νεκρός, ο ξύπνιος και ο κοιμισμένος, ο νέος και ο γέρος. Γιατί τα πρώτα αφού αλλάξουν κατάσταση, γίνονται τα δεύτερα και αυτά πάλι όταν αλλάξουν κατάσταση γίνονται τα πρώτα"(Diels, I). 

Πρόκειται ευκρινώς περί μίας φιλοσοφικής ενατενίσεως του ζητήματος της ψυχικής αθανασίας, η οποία μας παρέχει με σαφήνεια την αντίληψη των μυημένων στα αρχαία μυστήρια περί της εννοίας την οποία προσλαμβάνουν οι όροι "θάνατος" και "ζωή", οι τόσο σχετικοί σε περιεχόμενο, από ουσιαστικής απόψεως για όσους δύνανται να δουν την βαθύτερη έννοια των πραγμάτων, σύμφωνα με το προαιώνιο εξελικτικό σχέδιο που διέπει κάθε κοσμική δημιουργία.

Ανατρέχοντας στους ακατάλυτους φυσικούς νόμους, οι οποίοι διέπουν κάθε Κοσμική έκφανση, όντας διακρινόμενη από μία ακατάβλητη ισχύ, καθίσταται αντιληπτό ότι καμμίας υλικής φύσεως μορφή αλλά και κανενός είδους ενέργεια δεν υπόκειται σε οριστικό αφανισμό. Απλά υπόκειται σε αέναες μεταβολές, υφίσταται διάφορους μετασχηματισμούς, επιβεβαιώνοντας τη θεμελιώδη αρχή του Ηρακλείτου 'Τα πάντα ρει". Τίποτε στο κοσμικό βασίλειο δεν αφανίζεται, δεν πεθαίνει, υπόκειται όμως σε μορφική μεταβολή. Με γνώμονα αυτήν την αρχή, θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε ότι τα πάντα βρίσκονται σε ένα διαρκές γίγνεσθαι. Τα πάντα υπόκεινται στον νόμο της μεταβολής, τίποτε δεν παραμένει αμετάβλητο. Παράλληλα όμως δεν υφίσταται κανένα υλικό δημιούργημα το οποίο να αποτελεί μία ύπαρξη ολοκληρωτικά καινούργια. Κάθε έκφανση στο σύμπαν ανάγεται ως προς τα συστατικά της στοιχεία σε μία ανασύνθεση αρχών.Σε αυτή ακριβώς τη διαπίστωση προέβη και ο μέγας φιλόσοφος και επιστήμων Θαλής, όταν αποφαινόταν 'Τίποτε δεν διαφέρει ο θάνατος από τη ζωή" (Διογένους Λαερτίου Βίοι Φιλοσόφου, I, 35).

Συνεπώς, με βάση τα όσα αναφέρθηκαν, επέρχεται η διαπίστωση ότι καμμία από τις μορφές που έρχεται σε εκδήλωση στη φύση δε συνιστά μία νέα δημιουργία. Αντίθετα, αποτελεί μία αναδημιουργία, καθώς συντίθεται από προαιώνιες αρχές και στοιχεία τα οποία ουδέποτε καταστράφηκαν, απλώς υπέστησαν μία διαδικασία μεταστοιχειώσεως. Εφ’ όσον λοιπόν υφίσταται μία μεταλλαγή και κατ’ επέκταση εξέλιξη των υλικών δημιουργημάτων, και κατ' ακολουθία και του φυσικού-υλικού φορέα του ανθρώπου (σώμα), τότε είναι λογικό και απολύτως παραδεκτό ότι θα επέρχεται και μία εξελικτική μεταβολή και του ψυχικού φορέα ο οποίος ζωογονεί την ύλη.

Πριν υπεισέλθουμε στην ουσία του εξεταζομένου ζητήματος, ας επιχειρήσουμε μία ετυμολογική ανάλυση της λέξεως "ψυχή". Θα διαπιστώσουμε ότι προέρχεται από το ρήμα "ψύχω", το οποίο σημαίνει "φυσώ’αλλά και "αναπνέω". Έτσι, η ψυχή κατά τούς Ομηρικούς χρόνους, αποκτά την έννοια της ζωτικής δυνάμεως. Συνεπώς, κατ’ αυτή την αντίληψη, η ψυχή εισέρχεται στο σώμα καθιστώντας το έμβιο ον, με την πρώτη αναπνοή, εγκαταλείπει δε αυτό με την τελευταία αναπνοή. Πνεύμα και ψυχή, αυτές είναι οι ενεργειακές δυνάμεις οι οποίες καθιστούν τη ζωή ενσυνείδητη. Συνεπώς ο άνθρωπος πρωτίστως αποτελεί μία πνευματική οντότητα, η οποία καθ’ όλη τη διάρκεια της υπάρξεώς της, στο γήινο επίπεδο, χρησιμοποιεί ένα θνητό περίβλημα για την ανάπτυξή της. Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο, συχνά αποδίδεται στο σώμα ο χαρακτηρισμός "όχημα της ψυχής". Ασφαλώς επ’ αυτού δεν είναι καθόλου τυχαίος ο ισχυρισμός του Πλουτάρχου ο οποίος στα "Ηθικά" (163 Ε) αποφαίνεται ότι: "Ψυχής γap όργανον το σώμα". Ο δε Ισοκράτης στον "Περί Αντιδόσεως" λόγο του (180) αναφέρει ότι Ή φύση, μας δημιούργησε με σώμα και ψυχή...της μεν ψυχής έργο είναι να σκέπτεται...του δε σώματος να εκτελεί τις αποφάσεις της ψυχής".Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η άποψη του Πλάτωνος στον "Μένωνα" (81 β) όπου υποστηρίζει ότι: Ή ψυχή του ανθρώπου είναι αθάνατη και συμβαίνει άλλοτε μεν να τελειώνει -την επίγεια παρουσία της-, πράγμα που ως γνωστάν οι άνθρωποι το ονομάζουν θάνατο, άλλοτε να ξαναγιεννιέται, αλλά ποτέ δεν χάνεται". Την ίδια αντίληψη προβάλλει και στον "Γοργία" (524Β) όπου ισχυρίζεται ότι Ό θάνατος δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ο χωρισμός δύο πραγμάτων του ενός από το άλλο, δηλαδή της ψυχής από το σώμα".

Υπό μία γενική έννοια, κυριαρχεί η αντίληψη ότι η ψυχή κατά την επίγεια παρουσία της εξελίσεται μέσω των πράξεων του ατόμου φορέα της. 'Οταν αυτός ο ψυχικός φορέας επιτελέσει την εκπλήρωση της αποστολής του, τότε η ψυχή τον εγκαταλείπει, και μεθιστάμενη εκ νέου στο ουράνιο πεδίο, αναμένει την επανενσάρκωσή της σε ένα νέο υλικό φορέα, προκειμένου να συνεχίσει το έργο της προς την ηθική τελειοποίηση στο γήϊνο και πάλι επίπεδο. Όταν αντίθετα μία ψυχή ενσαρκώνεται, εγκαταλείπει το υπερπέραν και αποχωρίζεται από μία οικογένεια ψυχών, ενώ όταν επέρχεται ο λεγόμενος θάνατος, εισέρχεται εκ νέου στο ουράνιο πεδίο, απ’ όπου άλλωστε έλκει και την προέλευσή της. Εάν η ψυχή κατά την γήϊνη παρουσία της κατόρθωσε να ανελιχθεί σε ικανοποιητικό βαθμό, εκδηλώνοντας τις μέγιστες πνευματικές δυνάμεις, τότε επέρχεται η ολοκλήρωση της αποστολής της και μετά την διάλυση του ανθρώπινου οργανισμού, όντας ευρισκόμενη στην υπέρτατη βαθμίδα της εξελικτικής ανελίξεως (Θέωση), μεταβαίνει στα Ηλύσια Πεδία, έναν ουράνιο χώρο ο οποίος ανταποκρίνεται στην ποιοτική της κατάσταση. Αντίθετα, εάν η τελείωση δεν πραγματώθηκε κατά την διάρκεια του ενσαρκωμένου βίου της, τότε η ψυχή μεθίσταται στον Άδη.

Πλατων, Τιμαιος
Το εκπαιδευτικό έργο που χαρακτηρίζει τη δόμηση της ψυχικής προσωπικότητας, δεν παύει να διεξάγεται κατά τη διάρκεια που η ψυχή παραμένει στο ουράνιο πεδίο. Απλά προσλαμβάνει διαφορετικές εκφράσεις από αυτές με τις οποίες εκδηλώνεται κατά την επίγεια παρουσία της, εκδηλώσεις οι οποίες δεν είναι αντιληπτές με τις αντικειμενικές αισθήσεις. Κατά τον Πλάτωνα, η ψυχή ενσαρκώνεται, μέχρι να επέλθει η τελειοποίησή της, κατά μέσο όρο 777 φορές. Κάθε δε πλήρης κύκλος ενσαρκώσεώς της, διαρκεί κατά μέσον όρο 144 έτη και ακολούθως καλείται εκ νέου να εμψυχώσει έναν υλικό φορέα. Οπωσδήποτε, εάν αποδεχόμαστε την αθανασία της ψυχής μετά τη μετάσταση, ευνόητο είναι ότι θα πρέπει να αποδεχθούμε ότι η αθάνατη υπόστασή της υφίσταται και προ της γεννήσεως. Ο Πλάτων μάλιστα στον 'Τίμαιο"προσδιορίζει και τον σαρκικό φορέα εντός του οποίου θα ενσαρκωθεί η ψυχή, ανάλογα με την πορεία της στον πρότερο βίο. Οι δειλοί θα γίνουν γυναίκες, οι επιπόλαιοι πουλιά, οι αμαθείς άγρια ζώα, ενώ οι διεφθαρμένοι ερπετά.

Καθόλου τυχαία, η ψυχή αποκαλείται ως "ο εσωτερικός άνθρωπος" (Πολιτεία, IX, 589Α). Το καθήκον της ψυχής επικεντρώνεται στο να καταστήσει εφικτό να διεισδύσουν οι αμετάβλητοι νόμοι της Αρμονίας μέσα στο σώμα, νόμοι οι οποίοι κυριαρχούν στον ουρανό. Ο Πλάτων στον 'Τίμαιο" (90 Γ-Δ) υποστηρίζει ότι αρχικά η ψυχή κατοικεί σε ένα άστρο και όταν αποφασισθεί κατέρχεται σε ένα σώμα. Από αυτή την εξ ιστόρηση συνάγεται η διαπίστωση ότι η ψυχή ως προϋπάρχουσα είναι αρχαιότερη του σώματος.

Θα πρέπει λοιπόν να φροντίζουμε ιδιαιτέρως την ψυχική αγωγή και καλλιέργεια, αφού όπως δηλώνει ο Πλάτων στο Συμπόσιο" (209Α), η ψυχή αποτελεί την πηγή της γνώσεως. Έτσι ο ψυχικός παράγοντας αναδεικνύεται σε ένα θεϊκό δώρο, είναι το θείο πνεύμα μέσα στην ανθρώπινη φύση, ο δαίμων εκείνος που πρέπει να κατευθύνει τον άνθρωπο σε κάθε πράξη του, ισχυρίζεται και πάλι ο Πλάτων στον "Τίμαιο" (90Α). Τον κυρίαρχο ρόλο του δαίμονος της ψυχής, όπου δαίμων είναι το πνεύμα, υποδηλώνοντας την αφύπνιση και εγρήγορση του Εσώτερου Εαυτού, διαπιστώνουμε στην περίπτωση του Σωκράτη, ο οποίος ανήγαγε κάθε πράξη του στις παρορμήσεις ή στις αποτροπές που δεχόταν από το δαιμόνιο που έδρευε στον Ναό της ψυχής του.

Ορφικά Μυστήρια και Ψυχη

Τα πρώτα επίσημα στοιχεία για την αθανασία της ψυχής, ενυπάρχουν στα Ορφικά Μυστήρια, τα οποία αποτελούν το υπόβαθρο όλων των Ελληνικών Μυστηρίων. Σύμφωνα με τις ορφικές κοσμογονικές αντιλήψεις, ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από την τέφρα των κατακεραυνωμένων Τιτάνων, γι' αυτό και διαθέτει θνητή υπόσταση. Ωστόσο όμως, της κεραυνοβολήσεως των Τιτάνων, προηγήθηκε ο εξ’ αυτών κατασπαραγμός των σαρκών του Διονύσου, γεγονός στο οποίο οφείλεται και η θεϊκή πτυχή της ανθρώπινης προελεύσεως. Με τον διαμελισμό του Διονύσου, επήλθε και ο κατακερματισμός της Θεϊκής ουσίας στις επιμέρους εκφράσεις και μορφές του Κοσμικού Όλου. 

Στον άνθρωπο επομένως συνυπάρχει τόσο το θνητό-τιτανικό, όσο και το αθάνατο-Θεϊκό στοιχείο, τα οποία εκφράζονται από το σώμα και την ψυχή αντίστοιχα. Η συμπεριφορά της ψυχικής προσωπικότητας δεν είναι ανεξέλεγκτη, υπόκειται σε αρχές και κανόνες, καθώς οι Θεοί θέσπισαν τον Νόμο της Ειμαρμένης ή Νόμο της Ανταποδοτικής Δικαιοσύνης. Σύμφωνα με τον Νόμο αυτό, ο οποίος έχει απαρέγκλιτη ισχύ, και εφαρμόζεται έναντι των πάντων, σε έκαστο αποδίδεται αυτό ακριβώς που του αξίζει, σύμφωνα με τα έργα του. Η δε διάπραξη ανομημάτων, επιδέχεται εξιλέωση μόνο δια της διαπράξεως αντιστοίχως αξιόλογων θετικών πράξεων. Η διαδικασία της κρίσεως των έργων τα οποία σχετίζονται προς την ψυχική προσωπικότητα. ονομάσθηκε ψυχοστασία, κατά την οποία η ψυχή του ετοιμοθανάτου ζυγιζόταν, ενώπιον δικαστών (Αίαντας, Αιακός, Ραδάμανθυς), σύμφωνα με τις αντιλήψεις πάντοτε που επικρατούσαν στα αρχαία Μυστήρια, και αποφαίνονταν σε σχέση προς αυτήν. Αξίζει να αποδωθεί έμφαση στο γεγονός ότι στον Πλατωνικό Ταργία"εκφράζεται αυτή η αντίληψη της ψυχοστασίας κατά τρόπο έκδηλο. Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι οι υποχθόνιοι δικαστές του Άδη θα εξετάσουν την ψυχή γυμνή, αποστερημένη από το θνητό της περίβλημα που τη συσκοτίζει. Περί της Ειμαρμένης, ο ατομικός φιλόσοφος Λεύκιππος (Αέτιος 1, 24, 4) αναφέρει τα ακόλουθα: 'Τα πάντα γίνονται κατ' αναγκαιότητα, την αναγκαιότητα δε αυτή ονομάζουμε ειμαρμένη".

Κοινή ήταν η αντίληψη στους Ορφικούς μυσταγωγούς (Λίνο, Ορφέα, Μουσαίο κ.α.) αλλά και στους μεταγενέστερους Πυθαγορείους φιλοσόφους, ότι η ψυχή προϋπάρχει του σώματος και επιζεί της μεταστάσεως αυτού. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονισθεί ότι ο Πυθαγόρας απέδωσε στην ψυχή ηθική σημασία. Ο Πορφύριος (DK 14, 8α) στον Βίο του Πυθαγόρα, αναφέρει τα ακόλουθα: "Πρώτα λέει (ο Πυθαγόρας) ότι η ψυχή είναι αθάνατη, ύστερα ότι μεταβάλλεται σε άλλα είδη ζωντανών όντων κι ακόμα, ότι όλα ξαναγίνονται σύμφωνα με περιοδικές κινήσεις. Κι όλα τα ζωντανά και έμψυχα είναι συγγενή".

Ορφικοι Μυστες και Ψυχη
Οι Πυθαγόρειοι απέδιδαν ιδιαίτερη έμφαση στην ψυχική καθαρότητα, την οποία επετύγχαναν τόσο καταφεύγοντας στην μέθοδο των σωματικών αποχών, όσο και μέσω της μουσικής τέχνης, η οποία μέσω της αρμονικής της διαστάσεως, καθορίζει το ήθος της ψυχής. Κάτω από αυτή τη θεώρηση, η ψυχή, κατά τους Πυθαγόρειός φιλοσόφους, αποτελούσε παράγοντα αρμονίας, αλλά και εξισορροπήσεως μεταξύ δυνάμεων αντιθέτων τα οποία ενυπήρχαν στο σώμα. Η ίδια αντίληψη εκτίθεται, μεταγενέστερα, και στον πλατωνικό διάλογο "Φαίδων1' (85ε-86δ), όπου ο Σιμμίας ισχυρίζεται ότι η ψυχή συνιστά αρμονία των αντιθέσεων οι οποίες συνθέτουν το σώμα. Από την αντίληψη της ανωτερότητος της ψυχής, απέρρευσε μάλιστα και η Ορφική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία το σώμα αποτελεί για την ψυχή μία ασφυκτική φυλακή, είναι το σήμα, δηλαδή ο τάφος που περιορίζει τραγικά τη δράση της ψυχικής προσωπικότητας. Επομένως, κατά τους Ορφικούς φιλοσόφους, η Αληθινή Ζωή εκκινά μετά τον διαχωρισμό της ψυχής από τα δεσμό του σώματος. 

Όπως μας πληροφορεί ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πρόκλος ("Τίμαιος", Ε'), οι Ορφικοί μύστες διατύπωναν την ακόλουθη ευχή: "Κύκλου τ' αν λήξαι και αναπνεύσαι κακότητος", η οποία είναι ευχή απαλλαγής της ψυχής από το μαρτύριο των ενσαρκώσεων, ούτως ώστε να αναπνεύσουν από την ανθρώπινη κακία. Μέρος μάλιστα της διαδικασίας της νεκρικής τελετής, στον κύκλο των Ορφικών φιλοσόφων, ήταν η απόθεση στα χέρια των μεταστάντων, μίας μικρής πλάκας, προερχομένης από χρυσό, επί της οποίας χαράσονταν τα ακόλουθα λόγια: "Αυτάμ εμοί γένος ουράνιον". Επρόκειτο για μία σαφή δήλωση της ουράνιας καταγωγής του ανθρώπου.

Περί της αντιλήψεως της Θεϊκής καταγωγής της ψυχής, συνηγορούν οι Ορφικές πινακίδες της Πετέλιας, στις οποίες ο νεκρός εμφανίζεται να επαίρεται για την ουράνια καταγωγή του, ενώ σε μία άλλη πινακίδα προερχομένη από τους Θουρίους, άλλος μεταστάς, αναφέρεται αορίστως στην πτώση του στο γήϊνο πεδίο, συνεπεία των αδίκων πράξεων και των συστημάτων τα οποία διέπραξε κατά τη διάρκεια του γήϊνού του βίου.

Σύμφωνα με τους Ορφικούς Μύστες, η ψυχή εξέπεσε από το Θεϊκό πεδίο στο γήϊνο, πλήρης λήθης και ανηθικότητας,όπως συνάγεται και από τον Πλατωνικό "Φαιδρό", κατάσταση όμως η οποία δεν είναι οριστική, καθώς μέσα από τον κύκλο των επανενσαρκώσεών της, η ψυχική προσωπικότητα επιζητεί την επανένωσή της με τη Θεϊκή αρχή, από την οποία άλλωστε και προέρχεται. Από όσα εκτέθηκαν, προκύπτει ότι η πίστη στην επανενσάρκωση των ψυχών στο γή'ίνο επίπεδο αποτελούσε μία πανάρχαιη δοξασία, όμως μόνο οι Ορφικοί φιλόσοφοι και μύστες προσέδωσαν ένα περιεχόμενο μυ- στηριακό σε αυτή την αντίληψη. Στη Θεϊκή καταγωγή της ψυχής αναφέρονται με σαφήνεια και οι Ορφικοί Ύμνοι.

Αξίζει να γίνει μνεία στο γεγονός ότι στα Ορφικά η ψυχή αποκαλείται γλυκύ τέκνο του Διός. Συγκεκριμένα, όπως συνάγεται από τα "Ορφέως Αποσπάσματα" (XXIV, Πρόκλου Εις Τίμαιον, (Λ. 2 σ. 124, 33) υπό τον τίτλο "Ο Θεός πατήρ των Ψυχών", αναφέρεται: "Απεκαλείτο δε (η ψυχή) γλυκύ τέκνον του Διός". Και ολίγον, κατόπιν, αφού προεκάλεσε την Θεολογίαν, που παρεδόθη υπό του Θεού, λέγει λοιπόν η ψυχή περί του Διός, ο οποίος εδημιούργησε το σύμπαν. "...εν μέσω των διανοιών του πατρός, κατοικώ εγώ η ψυχή, που εμψυχώνω τα πάντα με την θερμότητα. Διότι έθεσε τον μεν νουν εντός της ψυχής, την δε ψυχήν εντός του οκνηρού σώματος, ημάς (τον νουν και την ψυχήν) εγκαχέστησεν ο πατήρ των ανθρώπων και των Θεών".

Μετενσαρκωση στην Αρχαια Ελλαδα
Από την παράθεση των ανωτέρω, καθίσταται αντιληπτό ότι η Ψυχή είναι άϋλη και αόρατη, αποτελεί δε τμήμα της Συμπαντικής ψυχής. Μία φάση δε των Ορφικών τελετουργιών, των τόσο μεστών σε περιεχόμενο αλλά και σε συμβολισμούς, περιελάμβανε και την Τελετή του Τροχού, κατά την οποία ο Ιεροφάντης κατηχούσε τους μυουμένους σχετικά με την εσωτερική αντίληψη της επανενσαρκώσεως της ψυχής. Επίσης, αξίζει να τονισθεί ότι κατά την μεγάλη Εορτή των Ανθεστηρίων, η ψυχή αναδυόταν συμβολικά από ένα πιθάρι που αντιπροσώπευε τον τάφο, ένα τελετουργικό δρώμενο το οποίο είναι πρόδηλο ότι έλκει την καταγωγή του από τις εσώτερες Ορφικές παραδόσεις. Η Ψυχή επιπροσθέτως, ασκεί καθοδηγητικό ρόλο, έχει δηλαδή προορισμό όχι να υποτάσσεται και να υπακούει, αλλά να οδηγεί και να άρχει, όπως αναφέρει ο Πλάτων στον "Φαίδωνα" (80.α). Κατά τον Όμηρο, η ψυχή ενυπάρχει στο σώμα, ενώ όταν επέρχεται ο θάνατος, η ψυχή αποσύρεται στον Άδη, όπου και κινείται σαν μία άϋλη σκιά. Για τους Ορφικούς φιλοσόφους, όπως αναφέρθηκε, η ψυχή αποτελεί “πραγματικό ον Θείας φύσεως και αθάνατον ειμαρμένης". Τα Ορφικά Μυστήρια δίδασκαν ότι μόλις η ψυχή απαλλαγεί από το σώμα, εφ’ όσον διήγαγε βίο αγαθό, ανέρχεται σε Ανώτερους Κόσμους, τελειοποιηθείσα, ενώ στην αντίθετη περίπτωση μετενσαρκώνεται, έως ότου ανελιχθεί. Η ψυχή, ανερχόμενη την διαβαθμισμένη εξελικτική κλίμακα των θνητών, ημιθέων, Θεών,ανελίσεται σε ανώτερα πνευματικά στάδια, φθάνοντας τελικά στην ιδεώδη κατάσταση της γαλήνης και της ευδαιμονίας. Δια των διαδοχικών της εξαγνισμών και ανελίξεων, η ψυχή κατορθώνει να αποκτήσει έναν πνευματικό και πλέον υλικό οργανισμό, δια του οποίου ανέρχεται στην ουράνια κλίμακα. Ο μυσταγωγός Πλούταρχος, μυημένος στα Δελφικά Μυστήρια, στο έργο του "Βίοι Παράλληλοι" (Ρωμύ- λος, 28) δικαιώνει αυτή την αντίληψη, προσθέτοντας μάλιστα ότι: "Οι ψυχές. πολύ φυσικά και σύμφωνα με τη Θεία δικαιοσύνη, μεταβάλλονται από ανθρώπους σε ήρωες, από ήρωες σε ημιθέους και από ημιθέους σε Θεούς, αν καθαριστούν και εξαγνιστούν τελείως, αποβάλλοντας κάθε τι που είναι θνητό και που υπόκειται σε πάθη".

Οι Πυθαγόρειοι, όπως αναφέρεται στα “Χρυσά Έπη του Πυθαγόρα", θεωρούσαν ότι μετά το θάνατο και την απαλλαγή από το θνητό περίβλημα, αναδεικνύεται η άφθαρτη υπόσταση του ανθρώπου, επί της οποίας ο θάνατος δεν έχει κυριαρχία. Περί της ψυχικής αθανασίας αποφαίνεται όμως και ο Εμπεδοκλής, στο σύγγραμμά του "Καθαρμοί", όπως άλλωστε και ο Ηράκλειτος, ο οποίος μάλιστα κάνει λόγο για εξωτερικό και εσωτερικό -ψυχικό- φως. Ο "σκοτεινός" Εφέσιος φιλόσοφος ακόμη υπεστήριζε ότι η γνώση της ψυχής έχει άμεση συνάφεια με την γνώση της δομής του κόσμου. Ο Εμπεδοκλής συγκεκριμένα, στο προαναφερόμενο έργο του, υποστηρίζει ότι βρίσκεται στα πρόθυρα της απολυτρώσεως από τον κύκλο των γεννήσεων. Σε αυτή την αντίληψη αποδίδεται και η δήλωση "Αθάνατος εγώ κι όμοιος Θεός.. .Τια τους προσωκρατικούς φιλοσόφους και ειδικότερα για τον Αναξι• μένη (6ος αιών π.Χ.), η ψυχή ταυτίζεται με την αρχή της φύσεως. Σύμφωνα με την κοσμοαντίληψη του Αναξιμένους, η ψυχή εκπροσωπεί την κοσμική τάξη, από τις αρχές της οποίας διέπεται και ο άνθρωπος. Ο γνωμικός ποιητής Φωκυλίδης, θεωρεί ότι η μετάσταση αποτελεί την αφετηρία για την Θέωση και αυτό διότι "αφού θα εγκσταλείψουμε το νεκρό σώμα μας εδώ κάτω, θα γίνουμε Θεοί, γιατί μέσα μας κατοικούν ψυχές αθάνατες και αδιάφθαρ- τες".

Ο Ησίοδος ακόμη στη Θεογονία του υπαινίσσεται τη Θεϊκή καταγωγή της ψυχής αλλά ταυτόχρονα επεσήμανε και τη θνητή υπόσταση του ανθρώπου, απευθυνόμενος δε προς τις Μούσες, τις παρότρυνε:

Ησιοδος Θεογονια
‘Υμνήστε των αθανάτων το Ιερό γένος, που αιώνια ζουν, αυτούς που από τη γη γεννήθηκαν και τον έναστρο ουρανό". Την αθανασία της ψυχής, αποδέχονται και άλλες μεγάλες προσωπικότητες της πνευματικής ζωής της αρχαίας Ελλάδας, όπως ο τραγικός ποιητής Σοφοκλής, ο οποίος ενστερνιζόμενος την αντίληψη ότι η ψυχή απελευθερώνεται μόλις αποδεσμευθεί από το σώμα, ισχυρίζεται ότι το πρώτο από τα αγαθά, είναι να μη γεννηθείς (τελειωθείς πλέον και ανερχόμενος σε Ανώτερα Πεδία), το δεύτερο είναι να πεθάνεις όσο το δυνατόν νωρίτέρα”. Έχοντας διαποτισθεί από ανάλογες αντιλήψεις, ο φιλόσοφος Κλεόμβροτος ο Αμβρακεύς, θα οδηγηθεί στην μέλλουσα ζωή, πηδώντας από έναν πύργο, ενώ ο πασίγνωστος φιλόσοφος Ηγησίας ο Πεισιθάνατος ασκούσε τόσο μεγάλη επιρροή στις τάξεις των μαθητών του, ώστε όταν οι αυτοκτονίες αυξήθηκαν σε σημαντικό βαθμό εξαιτίας των κηρυγμάτων του περί της αξίας του θανάτου και την προσδοκία της μελλούσης ζωής, ο Πτολεμαίος ο Φιλάδελφος έκλεισε τις σχολές του προκειμένου να ανασχέσει αυτό το φιλοσοφικό και κοινωνικό φαινόμενο.

’Αλλο σαφές δείγμα το οποίο υποδηλώνει την προσήλωση στην ιδέα της ψυχικής αθανασίας, προέρχεται από χωρία της Οδύσσειας, όπου εμφανίζεται ο Οδυσσέας, κατερχόμενος στον Άδη, να καλεί τις ψυχές των νεκρών, προκειμένου να συναντήσει και να συμβουλευθεί τον Τειρεσία. Στην Οδύσσεια (Λ 489-491), ο Όμηρος παραθέτει τον διάλογο που λαμβάνει χώρα ανάμεσα στον Οδυσσέα και στην ψυχή του μάντη Τειρεσία, σύμφωνα με τον οποίο, η ψυχή του μάντη φέρεται να λέει: "Θα προτιμούσα να είμαι δούλος ενός φτωχού αγρότη, παρά να είμαι των νεκρών του Άδη βασιλιάς". Πρόκειται για μία φράση που υποδηλώνει την απέχθεια της ψυχής του νεκρού προς το ζοφερό βασίλειο του Κάτω Κόσμου.

Κατά την ομηρική περίοδο, κυριαρχούσε η αντίληψη ότι η ψυχή όχι μόνο ζει μετά την μετάσταση, αλλά ότι καταφεύγει στα οστά του νεκρού. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οι Έλληνες διατηρούσαν την ωμοπλάτη του Πέλοπος, πιστεύοντας ότι είχαν έτσι εξασφαλισμένη και την συμπαράσταση της ψυχής του. Ο Κίμων ακόμη, πολύ αργότερα, έφερε τα οστά του Θησέως στην Αθήνα, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο θεωρούσαν ότι έτσι επετύγχαναν την υπηρεσία και την βοήθεια της ψυχής του σε αντιξοότητες που ανέκυπταν για την Πολιτεία. Ο Ησίοδος μνημονεύει το γεγονός ότι οι Λακεδαιμόνιοι απέκτησαν "μία μεγάλη ανωτερότητα στις μάχες ενάντια στους 7εγεάτες", όταν μετέφεραν από την Τεγέα στην Σπάρτη τα οστά του Ορέστη.

Δεν θα πρέπει επίσης να παραβλεφθεί η παραδοσιακή αντίληψη που διακατείχε τις οικογένειες των νεκρών κατά το απώτατο παρελθόν, ότι τα πνεύματα και οι ψυχές των μεταστάντων της οικογένειας και κατ' επέκταση της φυλής, διατηρούν τους συνεκτικούς τους δεσμούς με τα οικεία τους πρόσωπα. Ασκούν συμβουλευτικό αλλά και προστατευτικό ρόλο επί αυτών, λαμβάνουν μέρος σε πολέμους και αγωνίζονται "υπέρ βωμών και εστιών", πλησίον των ζώντων.Σύμφωνα με τον Πλούταρχο (Θησεύς, παρ. 35) οι Έλληνες είχαν δει στον Μαραθώνα αλλά και στην Σαλαμίνα, την ψυχή του Θησέως να ηγείται του στρατεύματος και να πολεμά κατά των Περσών, διασπείροντάς τους τον φόβο και τον πανικό. 

Άλλο σχετικό παράδειγμα συμμετοχής των ψυχών στα εγκόσμια, ενισχύοντας την αντίληψη της ψυχικής αθανασίας, αντλείται από τον επικό κύκλο του Τρωικού Πολέμου. Στην Ιλιάδα συγκεκριμένα, οι Θεοί και οι Θεές, που συνιστούν ψυχές αναχθείσες στην Θεϊκή Τάξη, τοποθετούνταν άλλες μεν υπέρ των Ελλήνων, άλλες δε υπέρ των Τρώων. Επίσης ανάλογη περίπτωση έχουμε και με το περιστατικό του Κλεισθένους, τυράννου της Συκιώνος, ο οποίος πολεμώντας τον Άργο, φρόντισε να εξασφαλίσει από τη Θήβα τα οστά του Μελανίππου και του Μενεσθέως, δύο επιφανών πολεμικών μορφών του Θηβαϊκού κύκλου, προκειμένου να αντιτάξει τον δυναμισμό της ψυχής τους στον ήρωα του Άργους Άδραστο.

Ανάλογα και οι Έλληνες της Ομηρικής περιόδου καλούσαν τις ψυχές των νεκρών με τα ονόματά τους, κάνοντας γι* αυτούς ειδικές σπονδές με γλυκό κρασί καθώς και με μελόνερο με πασπαλισμένο αλεύρι (Οδ. XI,26).

Από αυτή την περιγραφή, διαφαίνεται ότι οι αρχαιοέλληνες είχαν καθιερώσει τις χοές ως ένα είδος τελετουργικής επικλήσεως, το οποίο συνεδύαζε τον εξευμενισμό με την έκκληση προς τις ψυχές. Οπωσδήποτε όμως υπήρχαν και ειδικές τελετουργίες με ψυχολατρικές διαστάσεις, οι οποίες εκτελούνταν σε Ιερούς χώρους, στα επωνομαζόμενα Νεκυμαντεία, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και το Ψυχοπομπείο του Ταινάρου.

Σύμφωνα με την Αρχαιοελληνική εξ’ άλλου αντίληψη, η ψυχή αφού υποστεί τη διαδικασία της ψυχοστασίας, στη συνέχεια προπαρασκευάζεται για την προσεχή της επανενσάρκωση, για τα δε αδικήματα που διέπραξε, καλείται να αντιμετωπίσει τη Θεά Νέμεση και τις Ερινύες, οι οποίες και την καταδιώκουν ανηλεώς. Κατά την μεταομηρική περίοδο η οποία τελεί υπό την ιδεολογική επίδραση του Ηρωικού στοιχείου, κυριαρχεί η αντίληψη ότι η ψυχή του τεθνεώντος Ήρωος ανελίσσεται, ακολουθώντας την Ατραπό της Θεώσεως.

Πότε όμως και γιατί επέρχεται ο θάνατος και ποιά είναι η αναγκαιότητα που τον επιβάλλει;

Αναμφίβολα ο θάνατος δεν συνιστά παρά το βιολογικό τέλος το οποίο επισφραγίζει είτε μία δυσαρμονική κατάσταση, είτε δίνει τέλος στην κατάρρευση του οργανισμού η οποία επέρχεται από την νέκρωση των περισσοτέρων κυττάρων του, καθώς πλέον δεν είναι σε θέση να τα αντικαταστήσει με την δημιουργία νέων και υγιών. Ο Πλάτων τόσο στον Ύίμαιο" και στον "Θεαίτητο" όσο και στον διάλογο "Φαιδρός", διαπραγματεύεται το ζήτημα της Αθανασίας της Ψυχής: "Κάθε ψυχή είναι αθάνατη, διότι κάθε τι που κινείται από μόνο του είναι αθάνατο. Κάθε άλλο όμως, που κάτι άλλο κινεί και από κάτι άλλο κινείται, όταν τερματίζει την κίνησή του τερματίζει και τη ζωή του. Μόνο λοιπόν αυτό που κινεί το ίδιο τον εαυτό του είναι και πηγή κίνησης για το υπόλοιπα, όσα κινούνται, επειδή ακριβώς ποτέ δεν εγκαταλείπει τον εαυτό του. Η αρχή επομένως, είναι κάτι που δεν δημιουργείται. Διότι κατ' ανάγκη, κάθε τι που δημιουργείται οφείλει τη δημιουργία του σε μία αρχή. Η αρχή όμως σε τίπστε. Διότι εάν η αρχή πραγματοποιείται από κάτι άλλο, δεν θα ήταν δυνατό να ονομασθεί αρχή. Εφ' όσον λοιπόν δεν δημιουργείται, αναγκαστικά είναι και άφθαρτη. Διότι εάν πραγματικά χαθεί η αρχή, ούτε η ίδια είναι δυνατόν να δημιουργήσει κάτι άλλο, ούτε κάτι άλλο από αυτήν, εάν αναγκαστικά τα πάντα οφείλουν τη δημιουργία τους σε μία αρχή. Έτσι λοιπόν η αρχή της κίνησης είναι το ον εκείνο που κινεί μόνο του τον εαυτό. Αυτό μάλιστα δεν είναι δυνατό ούτε να χαθεί ούτε να γεννηθεί, διαφορετικά και ολόκληρος ο ουρανός και στο σύνολό της η δημιουργία θα καταποντισθούν και θα σταθούν και ποτέ δεν θα έχουν αρχή, από την οποία θα κινηθούν και πάλι. Αφού λοιπόν αποδείξαμε πως είναι αθάνατο αυτό που κινεί τον εαυτό του, δεν θα διστάσει κανείς να ομολογήσει ότι και η ουσία και η αιτία ύπαρξης της ψυχής είναι αυτή η ίδια η ύπαρξη. Διότι κάθε σώμα στο οποίο η κίνηση προέρχεται από εξωτερικές δυνάμεις, είναι άψυχο. Αυτό όμως στο οποίο η κίνηση προέρχεται από τον ίδιο τον εαυτό του, είναι έμψυχο και τέτοιου είδους είναι η φύση της ψυχής. Αν όμως αυτό έτσι έχει, εάν δηλαδή αυτό που κινεί μόνο του τον εαυτό του δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ψυχή, αναγκαστικά η ψυχή θα είναι κάτι αδημιούργητο και αθάνατο...''.

Σωκρατης και αθανασια ψυχης
Ο Σωκράτης, δια της μεταστάσεώς του, διδάσκει στους μαθητές του την αρχή της Αθανασίας της Ψυχής. Στον "Φαίδωνα" αναπτύσετα ι η σχετική σωκρατική αντίληψη με ιδιαίτερη ευκρίνεια: Εκείνος που χρησιμοποιώντας καθαρή διάνοια επιδιώκει να συλλάβει την εσωτερική έννοια των πραγμάτων, απαλλαγμένος, όσο μπορεί από τα μάτια και τα αυτιά και όλο γενικά το σώμα, που ταράζει την ψυχή και δεν την αφήνει να αποκτήσει την αλήθεια και τη φρόνηση. Θάνατος δεν ονομάζεται η λύση και ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα. Να λύνουν όμως την ψυχή πιο πολλή προθυμία δείχνουν πάντα μόνο εκείνοι που φιλοσοφούν αληθινά και το μελέτημα τούτο είναι χαρακτηριστικό των φιλοσόφων, η λύση και ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα. Όπως ανέφερα στην αρχή, θα ήταν φαιδρό ο άνθρωπος να προπαρα- σκευάζεται σε όλη του τη ζωή για να είναι είναι κοντά στον θάνατο και να αγανακτεί σαν έρθει τέλος σ' αυτόν...". Και προσθέτει: "Και μεν το σώμα εστίν ημίν σήμα, της δε ψυχής τούτο". Στον "Γοργία" ο μεγάλος μυσταγωγάς Σωκράτης εκφράζει την ακόλουθη αντίληψη: "Ποιός γνωρίζει εάν η ζωή είναι θάνατος και ο θάνατος ζωή;".

Επανερχόμενοι στις σωκρατικές διδαχές,διαπιστώνεται ότι ο Σωκράτης διαμόρφωσε την ηθική του στάση με γνώμονα την επιδίωξη της απελευθερώσεως της ψυχής από το θνητό της περίβλημα, το σώμα. Σύμφωνα προς αυτήν, η ψυχή με την επανενσάρκωσή της διέρχεται μέσα από τη λήθη και κατά συνέπεια δεν διατηρεί μνήμες από τις προηγούμενες ενσαρκώσεις της. Σε σχέση με το γεγονός αυτό, υφίσταται μία σκοπιμότητα η οποία άπτεται του ιδίου του σχεδιασμού της ζωής. Η ψυχή δεν διατηρεί μνήμες από πρώτερες ενσαρκώσεις της, ώστε να έχει την ευχέρεια να δοκιμασθεί εκ νέου και μέσα από την υπέρβαση των δοκιμασιών που υφίσταται, να εξελιχθεί και να ανελιχθεί. Ωστόσο η ανάμνηση των αιωνίων αρχετύπων υφίσταται υποσυνείδητα. Επειδή η ψυχή είναι άμεσα συνυφασμένη με το Αιώνιο Ον, όταν παραμείνει μόνη της, αποχωριζόμενη από το σώμα, επανακτά τις αναμνήσεις της και επανευρίσκει την Αιώνια Αλήθεια. Τίθεται επομένως το ζήτημα της αθανασίας της ψυχής, όντας αχώριστη από την Αιώνια Αρχή που κυριαρχεί στο σύμπαν. Αυτή η διαπίστωση παρέχει στον Πλάτωνα την ευχέρεια να ισχυρίζεται στον διάλογο "Θεαίτητος"ότι "Κάθε άνθρωπος έχει εν εαυτώ το θειον Άρχον", μετέχει δηλαδή της Θείας ουσίας, δια του ψυχικού τμήματος της δυαδικής υποστάσεώς του. Γι' αυτό λοιπόν, όταν η ψυχή ερευνά μέσα της πηγαίνει κατ’ ευθείαν στο ον το καθαρό, το αιώνιο, το αθάνατο, το αναλλοίωτο, και συγγενεύοντας συνενώνεται πάντα μαζί του απαλλασσόμενη από την προηγούμενη πλάνη και υπάρχει πάντα αναλλοίωτη, αφού ενώνεται και με το αναλλοίωτο εκείνο ον. Η ψυχική αυτή κατάσταση, ονομάζεται φρόνηση, διατείνεται ο Σωκράτης. Και συνεχίζει στον διάλογο "Φαίδων", υποστηρίζοντας τα κατωτέρω: "Σκέψου λοιπόν αν από όσα είπαμε δεν συμπεραίνεται ότι η ψυχή μεν είναι όμοια με το Θείο, το αθάνατο, το λογικό, το αδιάλυτο, και πάντα ίσο, προς τον εαυτό του, ενώ το σώμα είναι όμοιο με κάθε τι ανθρώπινο, θνητό, άλογο, διαλυτό και ουδέποτε ίσο προς τον εαυτό του...".

Στο έργο του Πλάτωνος "Αξίοχρς" (Ε’ 365), ο Σωκράτης υποστηρίζει ότι αφ' ης στιγμής η σύνθεση σώματος-ψυχής παύσει να υφίσταται και η ψυχή εγκατασταθεί πλέον σε οικείο της τόπο, δηλαδή στο Ουράνιο πεδίο, το εναπομείναν σώμα δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά χώμα στερούμενο λογικής και άρα δεν αποτελεί πλέον άνθρωπο. "Ημείς μεν γαρ εσμέν ψυχήν", υποστηρίζει και η ψυχή είναι ένα ζώο αθάνατα εγκλωβισμένο σε θνητό φρούριο, διδάσκει ανά τους Αιώνες ο μύστης Σωκράτης.

Στον Αξίοχο, επίσης, ο Σωκράτης υποστηρίζει ότι η ψυχή μετέχει των ανθρωπίνων δοκιμασιών και πόνων ως συνάλγουσα, επιζητώντας πάντοτε όμως τον συγγενή της αιθέρα. Επομένως, η μετάσταση, συνιστά μεταβολή κακού σε καλό. " Ώστε η του ζην απαλλαγή κακού τινός έστιν εις αγαθόν μεταβολή". Καταλήγοντας, ο Σωκράτης απευθυνόμενος στον ετοιμοθάνατο Αξίοχο, του λέγει τα ακολουθα: “Ώστε ουκ εις θάνατον αλλά εις αθανασίαν μεταβάλλεις ω Αξίοχε". Στον Φαίδωνα εξ' άλλου υποστηρίζει τα ακόλουθα: 'Το μεν θνητόν αποθνήσκει, το δε αθάνατον σων και αφιάφθορον ρίχεται απών υπεκχώρησαν τω θανάτω".

Σύμφωνα με την σωκρατική αντίληψη, όπως αυτή προκύπτει από το έργο "Απομνημονεύματα" του Ξενοφώντος, και τα ζώα διαθέτουν ψυχή, πλην όμως ο Δημιουργός επιμελήθηκε ώστε ο άνθρωπος να αποκτήσει ψυχή αρίστη, δηλαδή απείρως εξελιγμένη. Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ ανθρώπων και ζώων. έγκειται στο γεγονός ότι ο μεν άνθρωπος είναι αυτοσυνείδητος, ενώ τα ζώα όχι. Επιπροσθέτως στον "Φίληβο", ο Σωκράτης εκθέτει την αντίληψη ότι "Σοφία μην και νους άνευ ψυχής ουκ αν ποτέ γενοίσθην" δηλαδή νους και σοφία άνευ ψυχής δεν δύνανται να υπάρξουν. Επίσης οι Στωϊκοί φιλόσοφοι, έχοντας δεχθεί επιρροές από την πλατωνική διδασκαλία, δέχονταν ότι η ψυχή αποτελεί τμήμα της αναπόσπαστης ψυχής του Κόσμου. Ακόμη και αυτός ο ορθολογιστής Αριστοτέλης, ο οποίος αντέκρουε τις πλατωνικές ιδέες περί μετεμψυχώσεως και ψυχικής αθανασίας, υπεστήριζε ότι η ψυχή ταυτίζεται με το στοιχείο της ζωής.

Πλατων και Τρισυποστατη Ψυχη
Ο Πλάτων υπεστήριξε ότι η ψυχή είναι τρισυπόστατη, δηλαδή διακρίνεται σε τρία επιμέρους τμήματα. Πρόκειται για το θυμοειδές και επι- θυμητικόν, καθώς και για την ανώτερη ψυχή, η οποία προϋπάρχει της ανθρώπινης γεννήσεως στο γήϊνο πεδίο και επιζεί της μεταστάσεώς της. Πρέπει να αναφερθεί ότι ο Πλάτων, όντας μυημένος,προσέδιδε στην Ψυχή έναν καταφανώς εσωτερικό συμβολισμό, σύμφωνα με τον οποίο η ψυχή απεικονιζόταν ως ένα ζεύγος φτερωτών αλόγων, αγόμενα από τον ηνίοχο. Ο ηνίοχος, που αλληγορικά αντιστοιχεί στον Νου, από κοινού με το λευκό άλογο που αντιπροσωπεύει το θυμικό, προσπαθούν να συμμορφώσουν το μελανό άλογο το οποίο ανταποκρίνεται στο επιθυμητικό, ώστε ευθυγραμμιζόμενο προς τον προορισμό τους, να πορευθούν προς την ουράνια ανάταση, στην οποία οδηγεί η πορεία προς τον μυητικό Όλυμπο. Ακριβώς στο σημείο αυτό πραγματοποιείται σαφής μνεία στις δύο πολικότητες οι οποίες διαπερνούν ολόκληρο το σύμπαν, στη θετική και στην αρνητική δύναμη, η σύνθεση των οποίων άγει και υπηρετεί τον σκοπό της Δημιουργίας.

Σύμφωνα εξ’ άλλου με τον Πλατωνικό διάλογο Τίμαιος", η γένεση της ψυχής του κόσμου ανάγεται στον Ύπατο θεό Δία, στον θεϊκό Τεχνίτη, διαχεόμενη σε ολόκληρη την έκφανση της δημιουργίας.Επιπροσθέτως στη Ζ’ Επιστολή του Πλάτωνος, εκφράζεται η αντίληψη ότι η ψυχή είναι αθάνατη, βρίσκει δε απόλυτη ανταπόδοση για τις πράξεις της μόνο όταν απαλλαγεί από το σωματικό της περίβλημα, οπότε έχοντας καθαρθεί ολοκληρωτικά και εξελιχθεί, μεθίσταται πλέον στα Ηλύσια Πεδία.

Η υπέρτατη αρχή στο Σύμπαν, δημιούργησε τον άνθρωπο κατ' εικόνα και καθ’ ομοίωσή του. Αστό το βαρυσήμαντο γεγονός υποδηλώνει άλλωστε και η ετυμολογική ανάλυση της λέξεως “Άνθρωπος". Ο Άνω Θρώσκων, αυτός που τείνει θα λέγαμε συμβολικά προς τα πάνω, αυτός που είναι προορισμένος να επιτελέσει το σχέδιο της Ανατάσεως. Δεν θα είχε κανένα νόημα η εξελικτική συνέχεια του Πολιτισμού, δεν θα είχε καμμία σημασία η τάση για πρόοδο και ανύψωση σε όλες τις εκφάνσεις του πολιτιστικού γίγνεσθαι, εάν τα πάντα ήταν φθαρτά, εφήμερα, παροδικά. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει. Οι φυσικοί νόμοι διδάσκουν ότι τίποτε δεν πεθαίνει, απλά όλα μεταβάλλονται. Όπως προαναφέρθηκε, ο ψυχικός παράγοντας και η αείζωη ιδιότητα - ποιότητα αυτού, αναδείχθηκε μέσω των αρχέγονων μυστηριακών θεσμών. Ο βαθύτερος σκοπός των μυσταγωγικών θεσμοθεσιών ήταν η δια τελετουργικών πράξεων Αφύπνιση του Εσώτερου, Αθάνατου, Εαυτού, η ψυχική και πνευματική ανάταση, ο εξαγνισμός και η ανύψωση στον Μυητικό Όλυμπο με στόχο την κατανόηση του ανθρωπίνου προορισμού και τη βαθμιαία επίτευξη της αυτογνωσίας. Τα Ελευσίνια, όπως και όλα τα πανάρχαια Ελληνικά Μυστήρια, δίδασκαν δια της αλληγορίας και των συμβολισμών ότι η Ζωή εκδηλώνεται κατά περιοδικό τρόπο άλλοτε στο γήινο επίπεδο, δια της παρουσίας της Περσεφόνης στον κόσμο των ζώντων, και άλλοτε στον κάτω κόσμο, στο πεδίο των ψυχών δια της παρουσίας της στο βασίλειο του Άδη.

Η αληθινή ευτυχία δεν συνίσταται στην απόκτηση απλά ορισμένων υλικών αγαθών, είναι συνυφασμένη με την εμπέδωση ορισμένων ψυχικών αρετών και εσωτερικών ιδιοτήτων, μεταξύ των οποίων διακρίνουμε το θάρρος, την ευθύτητα στον χαρακτήρα και την ευφυΐα, σύμφωνα με τον διάλογο "Ευθυδημος"Ύου Πλάτωνος (279 Α).

Ίσως βέβαια να υποστηριχθεί η άποψη ότι η ευτυχία στο εξωτερικό επίπεδο διακόπτεται από το οριακό γεγονός του θανάτου, το οποίο νεκρώνει κάθε βιολογική διεργασία του ζώντος οργανισμού. Ωστόσο, όμως, ο κατά τον Πυθαγόρα Γεωμέτρης του Σύμπαντος, ο οποίος έθεσε τα πάντα σε τάξη ηπως επιμαρτυρεί ο Πλάτων στον διάλογο "Φιληβος" (62 Α-Γ). μερίμνησε ωστε η αδιάκοπη εναλλαγή θανάτων και γεννήσεων να προσδίδει στην εξελικτική πορεία της ύλης, μία συμβολική συνέχεια, μία αέναη ανακύκλωση.

Η ψυχή στο αιώνιο ταξίδι της, ακολουθώντας τον Θεό και περιφρονώντας αυτό που άτοπα ονομάζουμε όντα και σηκώνοντας το βλέμμα της προς το μόνο πραγματικό Ον, το είχε θαυμάσει και ξαναθυμάται αυτό που είχε δει, υποστηρίζει ο Πλάτων στον "Φαιδρό", κάνοντας λόγο για τα Αιώνια Αρχέτυπα. Τι επιζητεί όμως η ψυχή. εδραζόμενη εντός της ύλης; Αναμφίβολα επιζητεί το νοητό Αγαθό, το οποίο μόνο μέσα στον Απόλυτο κόσμο των ιδεών ανευρίσκεται. Στην αρχή της εργασίας αυτής υποστηρίχθηκε ότι σύμφωνα με τις αρχέγονες αρχαιοελληνικές μυστηριακές αντιλήψεις, το πνευματικό στοιχείο και η ψυχή ζωτικοποιούν την ύπαρξη. Αυτή ακριβώς η αντίληψη ενυπάρχει αυτούσια στην αρχαία ελληνική φιλοσοφική σύλληψη όπου σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, στο έργο του "Περί Ψυχής" (Α,2, 4030) υποστηρίζεται ότι η ψυχή παρέχει στο ζωντανό ον εντός του οποίου εισέρχεται, την εμψυχωτική κίνηση και την αίσθηση. Η δε ψυχή του Κόσμου, τυγχάνει αλάνθαστη, όπως προκύπτει από τους "Νόμους" του Πλάτωνος (X, 898).

Ποιες είναι όμως οι ιδιότητες που χαρακτηρίζουν την Ψυχή; Η Ψυχή κατ’ αρχήν είναι αόρατη, νοητή και θεία διατείνεται ο μυσταγωγός Πλάτων στο "Φαίδωνα" (80 Β).Διάνοια και Ψυχή βρίσκονται σε άμεση συνάφεια. Μέσω της γυμναστικής και του χορού, η ψυχή επιδιώκει να εμφυτεύσει τους αμετάβλητους και ακατάβλητους νόμους της Αρμονίας εντός του σώματος το οποίο εμψυχώνοντας καλείται παράλληλα και να διαπλάσσει. Ας προσέξουμε την υψηλή αντίληψη της πλατωνικής διδασκαλίας για τον καθο- δηγητικό ρόλο που ασκεί η ψυχή, μία αντίληψη η οποία δικαιολογείται, βρίσκοντας άλλωστε την ιστορική της δικαίωση μέσα από την ανωτερότητα του ίδιου του Ελληνικού Πολιτισμού. Μέσα από τήν ύψιστη εμπειρία της πνευματικής καθοδηγήσεως του σώματος, καθίσταται αντιληπτή η ηγεμονική φύση της ψυχής.

Γιατί όμως η ψυχή ενσαρκώνεται στην ύλη; Στο καίριο αυτό ερώτημα, προηγήθηκε η απάντηση, υποστηρίζοντας ότι μέσω των διαδοχικών ενσαρκώσεων η ψυχή σταδιακά τελειοποιείται, δηλαδή φροντίζει για τον εαυτό της, όπως αποφαίνεται ο Πλάτων στην Απολογία του Σωκράτους, στον Φαίδωνα αλλά και στους Νόμους. Παράλληλα, όμως, ο Πλάτων στον "Φαίδρο" (246 Β) μας αποκαλύπτει και έναν άλλο επιπρόσθετο και εξ’ ίσου σημαντικό ρόλο που ωθεί την ψυχή στην διαδικασία της ενσαρκώσεως. Η Ψυχή είναι επιφορτισμένη να εμψυχώνει αυτό που είναι στερημένο από ψυχή, δηλαδή εμψυχώνοντας τον προηγουμένως άψυχο άνθρωπο, του παρέχει τη δυνατότητα να ανυψωθεί στη Θεϊκή τάξη, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Ύπατου Δημιουργού, έχοντας μέσα του πλέον εμφωλεύσει ο σπινθήρας του Θείου Πνεύματος.

Πηγή: 'Απολλώνιο Φως', Ενθετο Νο 1, Ιωάννης Θ. Χαραλαμπόπουλος
Αναρτήθηκε από:
Τρέλα είναι απλά μια άλλη μορφή της συνείδησης 

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω 

Δημοφιλείς αναρτήσεις