της Ελένης Μπετεινάκη
Τ΄ αυγουστιάτικο φεγγάρι το ολόγιομο, γεννά ιστορίες πολλές. Για δράκους, πριγκίπισσες, ξωτικά, μάγους, νεράιδες, και κείνα  τα παραμύθια, τα παράξενα που όλα μπορούν να συμβούν όλα τα άψυχα να ζωντανέψουν. Όπως μια καρπουζιά να φυτρώσει στην μέση τ΄ ουρανού πάνω σε ένα σύννεφο  ή μια υπέροχη μουσική από τη φωνή των τζιτζικιών να το κάνει να χαμογελάσει ή ακόμα και να κλειστεί στο χώμα φέγγοντας μόνο για έναν κήπο. Έτσι γίνεται στα παραμύθια , αυτά και άλλα πολλά ανιστόρητα αλλά πάντα με την  φαντασία ενός συγγραφέα, που δεν τελειώνει ποτέ!



Ο κλέφτης των καρπουζιών, Χρήστος Μπουλώτης,( Εικον : Φωτεινή Στεφανίδη),εκδ. Πατάκης
Αύγουστος ήταν, εκείνα τα χρόνια τα παλιά ,στην Πόλη,  και κανείς δεν ήξερε αν όλα όσα συνέβαιναν ήταν αληθινά ή …παραμύθια. Όπως η καρπουζιά που σκαρφάλωσε  πάνω ψηλά στον ουρανό,  σ΄ένα σύννεφο που έμεινε ακίνητο και φύτρωσε ένα και μόνο καρπούζι, θεόρατο που σκίαζε την Πόλη από το μέγεθός του κι ήταν γλυκό σαν πετιμέζι. Χόρταιναν μ αυτό όλοι οι κάτοικοι  και οι  ξένοι  που την επισκέπτονταν, οι περαστιοκοί, οι ι καμηλιέρηδες, οι ναυτέμποροι, οι  σαλτιμπάγκοι, οι  κτιστάδες και οι  χαλκιάδες.
Μόνο που όλες από τότε, όλες οι άλλες  καρπουζιές μαράθηκαν. Κανένας δεν παραπονέθηκε γι αυτό . Ισα ίσα γλέντια και χοροί γίνονταν και η φήμη του έφτασε σ όλο τον κόσμο. Για να το κόψουν ανέβαιναν στον ουρανό εκατό ζευγάρια χήνες δεμένες με κόκκινες κορδέλες που πάνω τους κρέμονταν παλληκάρια.
Την τρίτη χρονιά όλα άλλαξαν, κάποιος  έκλεψε  το μεγάλο καρπούζι  κι όσους κι αν έβαλε να ψάξουν, ο μεγάλος άρχοντας απ άκρη σ΄ άκρη του ορίζοντα, κανείς δεν το είχε δει. Τα χρόνια περνούσαν και το ίδιο συνέβαινε κάθε χρόνο  με τον κλέφτη των καρπουζιών.  Η  λύση  δόθηκε  όταν ένα δεκάχρονο αγόρι , ο μικρός γιος του φούρναρη, ανέβηκε και κρύφτηκε μέσα σ αυτό, παραφυλώντας  να δει ποιος θα ερχόταν. Ένα όμορφο παλληκάρι ήταν ο κλέφτης, θλιμμένο , που βάζοντας  σε δοκιμασία τον μικρό γενναίο αγόρι του διηγήθηκε την μαγεμένη του ιστορία. Μια ιστορία για τον άρχοντα του Αμάραντου Χαμόγελου, μιας άλλης ξακουστής πολιτείας που ζήλεψε ο μάγος με την τσίγκινη καρδιά και την μάγεψε κι όλα έγιναν  θλιμμένα και στενάχωρα. Μέσα από περιπέτειες και  μαγικές στιγμές  που συμβαίνουν μόνο στα παραμύθια  και με  συντροφιά  τη  φλογέρα του μικρού αγοριού ,που έπαιζε μουσική, τα μάγια λύθηκαν , το χαμόγελο επέστρεψε στην Χώρα του παλικαριού  και μαζί του κι οι χαρές, οι κάτοικοι, η ομορφιά και τα πανηγύρια. Ο μικρός γιος του Φούρναρη έγινε Υπουργός του Θάρρους στην δική του Πόλη, και η Ιστορία έγραψε με χρυσά γράμματα ένα σωρό εκδοχές  για το τέλος της. Τούτη, την παραμυθένια,  ο ίδιος διέσωσε για να θυμούνται όλοι τον « κλέφτη των Καρπουζιών »!
Κι όπως λεν τα παραμύθια έζησαν όλοι καλά κι εμείς  καλύτερα. Ένα παραμύθι από τούτα τα παλιά γεμάτο χρώματα, εικόνες και νοσταλγικές στιγμές. Ο μύθος άραγε που συναντά την αλήθεια σε μια Πόλη που παραμένει θρύλος  και μαγεία ακόμα και στις μέρες μας;  Ίσως γιατί τον  Αύγουστο με τον ξάστερο ουρανό και το ολόγιομο φεγγάρι , πάντα οι ιστορίες ζωντανεύουν  και εκείνες που  γράφονται, είναι οι πιο όμορφες , οι πιο παρα΄ξενς και οι πιο μαγικές!



Γιατί χαμογελάει αυγουστιάτικο φεγγάρι, Θάλεια Αντωνιάδη, (εικον: Χρήστος Δήμος), εκδόσεις Καστανιώτη.
Όλοι γνωρίζουμε τον μύθο του Αισώπου , που θέλει τον τζίτζικα να είναι τεμπέλη και να κάθεται όλη μέρα σε ένα κλαδί να τραγουδά σ΄όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού , ενώ το μυρμήγκι δουλεύει ασταμάτητα για τις προμήθειες του χειμώνα. Ο βασιλιάς των τζιτζικιών, μην αντέχοντας άλλο αυτή τη « συκοφαντία » για τον λαό του, καλεί τον τελάλη Τζικ για να μαζέψει μια μέρα όλα τα τζιτζίκια, και να τους πει πως είναι καιρός να ψάξουν να βρουν μια δουλειά να τους ταιριάζει.  Ύστερα από διάφορε μικροπαρεξηγήσεις και ασάφειες , καταφέρνουν  να συγκεντρωθούν και να ακούσουν το βασιλιά τους, χωρίς όμως να ενθουσιαστούν και πολύ με την ιδέα του. Σε μια βδομάδα που ανανεώνεται το ραντεβού τους κανείς δεν έχει βρει δουλειά ταιριαστή για ένα τζιτζίκι κι ο καθένας έχει επιστρέψει στη φωλιά του κάνοντας αυτό που μόνο τόσο καλά ξέρει να κάνει, να τραγουδά. Ο βασιλιάς καταστεναχωρήθηκε και πήγε στο δάσος να κλάψει με την ησυχία του. Εκεί συνάντησε την κουκουβάγια που και κείνη είχε τις στεναχώριες της. Δεν έβρισκε κανέναν μουσικό για την μεγάλη γιορτή, την νύχτα της αυγουστιάτικης πανσελήνου  και ήταν σε απόγνωση. Τότε, ήρθε η μεγάλη ιδέα στην κουκουβάγια, εκείνη της συνεργασίας των δύο « λαών» και όλα άρχισαν να παίρνουν μια ευχάριστη εξέλιξη. Τα τζιτζίκια θα έφτιαχναν μια τεράστια χορωδία και ορχήστρα με μαέστρο τον ίδιο τον βασιλιά και θα αποκτούσαν επιτέλους μια δουλειά,  και οι κουκουβάγιες θα είχαν αυτό που επιθυμούσαν για την γιορτή της Κουκουβάγιας, χορωδία και μουσική! Οι πρόβες άρχισαν και σαν έφτασε η μεγάλη στιγμή, όλα ήταν υπέροχα. Ακόμα και το ίδιο το φεγγάρι άρχισε να χαμογελάει από ευχαρίστηση , σαν άκουσε αυτήν την θεσπέσια μελωδία, κάτι που συνέβαινε για πρώτη φορά ύστερα από  αιώνες ατελείωτων μοναχικών περιπάτων του στον ουρανό.
Συνεργασία λοιπόν, φιλία και έξυπνες λύσεις και τι άλλο μια βραδιά μαγική με οδηγό τον μάστορα της νύχτας του καλοκαιριού, την Αυγουστιάτικη Πανσέληνο !  


Που πήγε το φεγγάρι απόψε; Βούλα Μάστορη,( εικον: Σόνια Μηταλιά) εκδ. Πατάκης
Το φεγγάρι στα παραμύθια έχει συνήθως γελαστό, κίτρινο πρόσωπο, κάνει βόλτες τα καλοκαιρινά βράδια στο στερέωμα ή στους κήπους και παρέα σε όλους τους ανθρώπους μα πιο πολύ σ ΄όλα εκείνα τα παιδιά που ξενυχτούν ή που κοιμούνται έξω  τις νύχτες  που η ζέστη είναι  αφόρητη, για λίγη δροσιά. Έτσι  τούτο το φεγγάρι στην ιστορία της κ. Βούλας , μιας ιστορίας που ίσως και να την έζησε μαζί με τα αδέλφια της, θέλοντας να μάθει  με κάθε τρόπο για το τι είναι επιτέλους αυτή η Σελήνη, οι φάσεις και ο προορισμός της. Την είπαν λοιπόν με  τρόπο επιστημονικό, με ποιητικό και με τον πιο όμορφο απ΄όλους , τον παραμυθένιο, αυτόν που όλα μπορούν να συμβούν. Ίσως να πουν  και να ακούσουν ένα σωρό φεγγαροκουβέντες.
Κι αφού όλα μπορούν να συμβούν στα παραμύθια , ίσως το φεγγάρι να φυλακιστεί για λίγο στον κήπο και να τα « πει» λιγάκι με την Αφροδίτη. Κι εκείνη θα προσπαθήσει να φτιάξει ένα φεγγάρι καταδικό της, με ασημόχαρτο και χάντρες και άλλα πολύτιμα κι ένα τζάμι να το σκεπάζει πάνω από την μικρή του τρύπα στο χώμα. Και αν μείνει για πάντα εκεί να λάμπει  και να  γίνει φίλος της; Να μείνει εκεί; Ε, τότε το φεγγάρι θα της λέει πολλές κουβέντες… Οι άνθρωποι όμως  θα το ψάχνουν στον ουρανό κι ας έχει πραγματοποιήσει η Αφροδίτη το όνειρό της. Που πήγε άραγε το φεγγάρι, ενώ θα έπρεπε να λάμπει απόψε, θα αναρωτιούνται όλοι …
Μια μόνο νύχτα , μέσα σε ένα παραμύθι το φεγγάρι θα βρεθεί σε έναν κήπο , παρέα μόνο με ένα κοριτσάκι κι αυτό ώσπου να ακουστεί η δυνατή φωνή του μπαμπά να λέει σε όλους καληνύχτα !
Έτσι είναι  οι νύχτες με φεγγάρι, ξυπνούν ιστορίες, ανθρώπους και όμορφες στιγμές γεμάτες με ασημένιο φως και φεγγαροκουβέντες !
*Η Ελένη Μπετεινάκη είναι νηπιαγωγός
http://zhtunteanagnostes.blogspot.gr/