Τα αισθητηριακά δεδομένα
Η δυνατότητά μας να γνωρίζουμε την πραγματικότητα προέρχεται από αυτήν
την ίδια, στην οποία είμαστε σαν ένα από τα μέρη της και η γνώση μας
έχει αρχίσει -με την πρώτη αντίληψή μας- πριν αναρωτηθούμε αν την
έχουμε. Όπως δεν είναι αναγκαίο να διανοηθούμε ποιο είναι γενικά το
Σύμπαν για να μπορούμε να διαπιστώνουμε ποια από εκείνα που
αντιλαμβανόμαστε υπάρχουν πραγματικά. Η ίδια η αντίληψη είναι ένας
τρόπος εννόησης δημιουργημένη έμμεσα από τα ίδια τα πράγματα και γι’
αυτό είναι απ΄ όλους αυτονόητη και χρησιμεύει στις δραστηριότητές μας
σαν βάσιμη, υπολογίσιμη και αξιόπιστη αλήθεια.
Τα πράγματα έχουν κοινά και σταθερά στοιχεία, δεν είναι τελείως άσχετα,
διαφορετικά ή απροσδιόριστα το ένα από το άλλο και εμείς μπορούμε να τα
αντιλαμβανόμαστε, με πρώτα αφηρημένα γνωστικά στοιχεία τα αισθήματα. Από
τους συνδυασμούς των αισθημάτων προσέχουμε, ξεχωρίζουμε και
διαμορφώνουμε τις έννοιες του λόγου. Η αντίληψη πρέπει να αρχίζει από
κάποια αφαίρεση, που γίνεται μόνη της (απρόσεκτα), γιατί αν όχι , τότε
δε θα υπήρχαν μη αντιληπτά μέρη της πραγματικότητας. Θα ήταν όλα αμέσως
αντιληπτά. Αν ο προσδιορισμός της αντίληψης γινόταν μόνο από τα
εξωτερικά πράγματα, τότε αυτή θα έπρεπε να μας δείχνει πολύ περισσότερα,
αν όχι το σύνολο τους. Εξαρτάται από τους δυνατούς τρόπους, με τους
οποίους μπορεί να επηρεάζεται η ελλιπής πραγματικότητα του εαυτού μας.
Δηλαδή δεν είμαστε τα πάντα και δεν επηρεαζόμαστε ταυτόχρονα με όλους
τους δυνατούς τρόπους.
Χωρίς την ύπαρξή μας, βεβαίως θα ήταν αδύνατο να έχουμε κάποια αντίληψη ή
εμπειρία και επομένως, αυτή δεν μπορεί ποτέ να είναι ανεξάρτητη από την
ποιότητα και τις δυνατότητες της ύπαρξής μας. Η ποιότητα της αντίληψης
δεν είναι ανεξάρτητη από τον εαυτό μας στο σύνολό του. Αυτό μπορούμε να
το πούμε, χωρίς να χρειάζεται να αναφερθούμε ειδικότερα σε κάποια από τα
μέρη του εαυτού μας ή για μερικές ιδιότητές του. Όπως λ.χ. στον
εγκέφαλο, στο νευρικό σύστημα, στα αισθητήρια όργανα. Ο επηρεασμός ή η
αλλαγή στην ποιότητα, στις δυνατότητες και στις σχέσεις του εαυτού μας
με τα εξωτερικά πράγματα επηρεάζει (άμεσα ή πιο έμμεσα) ποια πράγματα,
που και πότε τα αντιλαμβανόμαστε, όπως και τη δυνατότητα της αντίληψης.
Για τον ίδιο λόγο, ένας άλλος, ο οποίος δεν είναι με την ίδια ποιότητα,
δυνατότητες και σχέσεις δεν αντιλαμβάνεται τα ίδια πράγματα ή στην ίδια
στιγμή.
Η αντίληψη των εξωτερικών πραγμάτων είναι πάντοτε ένα αποτέλεσμα από τη
σχέση ανάμεσα σ’ εκείνα και στον εαυτό μας. Αυτή η σχέση μας με τα
πράγματα (η θέση, η στιγμή, η κατεύθυνση, η απόσταση, η γωνία, η
βιολογική και η ψυχική κατάσταση κ.λπ.) αλλάζει με διάφορους τρόπους
και δείχνει πάντοτε ένα μέρος από την πραγματικότητα, ποτέ το σύνολό
της. Η αντίληψη του συνόλου δε θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί. Έτσι, η
ίδια η αντίληψη (η πληροφορία μας, εάν προτιμάτε) είναι αποσπασματική
γνώση της πραγματικότητας, όπως είναι οι έννοιες του λόγου και δεν
δείχνει τα πράγματα, όπως ακριβώς είναι μόνα τους (και με όλους τους
δυνατούς τρόπους). Το ότι η αντίληψη δεν είναι άμεσα τα πράγματα και δεν
μας τα δείχνει ακριβώς όπως είναι (δηλαδή ανεξάρτητα από τον εαυτό
μας), αυτό δεν σημαίνει ότι τα πράγματα δεν υπάρχουν. Αντιθέτως
σημαίνει, ότι εκείνα δεν είναι τελείως διαφορετικά από εμάς και ακόμα,
ότι τα πράγματα δεν είναι χωρίς σχέσεις, αλληλεπιδράσεις και κοινά
στοιχεία.
Δεν είναι δυνατό ν’ αντιλαμβανόμαστε όλα τα πράγματα στην ίδια στιγμή (ή
όλα τα μέρη τους) και η αντίληψη πρέπει ν’ αποτελείται από μερικά
σταθερά γνωρίσματα, ανεξάρτητα από το αν αντιστοιχούν σε κάποια στοιχεία
των πραγμάτων. Αυτά τα «ασύνθετα» γνωρίσματα στη σύσταση μιας
πολυσήμαντης αντίληψης, τα οποία ονομάζουμε «αισθήματα», είναι και αυτά
έννοιες, δηλαδή κοινά και σταθερά γνωρίσματα με αφηρημένη σημασία. Τα
αισθήματα, όπως λ.χ. ένα χρώμα ή το αίσθημα της θερμοκρασίας είναι
έννοιες υπό την αισθητικότητα (με εξωτερική επίδραση), διότι είναι κοινά
και σταθερά γνωρίσματα. Γνωρίσματα από κάποια αφαίρεση, η οποία γίνεται
μόνη της και μας δείχνουν χωρίς διαφορές (και λεπτομέρειες) ακόμα και
όταν τα πράγματα δεν είναι διαρκώς τα ίδια. Η "παρανόηση" αρχίζει άμεσα
από την αντίληψη, όπως και η εννόηση, από την οποία αφαιρούνται αναγκαία
κάποια γνωρίσματα των πραγμάτων και τα ίδια τα αισθήματα συνταυτίζονται
με ανύπαρκτα πράγματα ή ουσίες. Έτσι εξηγείται, γιατί η αντίληψη δε μας
δείχνει ακριβώς όπως είναι τα πράγματα. Εάν η αφαιρετική δυνατότητα
ονομάζεται διάνοια ή είναι μια διανοητική δραστηριότητα, τότε το ίδιο
πρέπει να πούμε και για τη δυνατότητα της αντίληψης.
Η αισθητικότητα και η νοητικότητα δεν είναι δύο αντίθετες ιδιότητες και η
μία δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς την άλλη. Η διαφορά τους είναι, ότι η
πρώτη πραγματοποιείται έμμεσα, από έξω, ενώ η άλλη άμεσα, από το έσω.
Στην ίδια την αντίληψη μπορούμε να προσθέτουμε ή να αφαιρούμε γνωρίσματα
(όπως κάνουμε στις γλωσσικά εξωτερικευμένες έννοιες) και τότε λέμε, ότι
στρέφουμε την προσοχή μας ή ότι συγκεντρωνόμαστε. Μία αντίληψη, την
οποία συνταυτίζουμε με μία ή περισσότερες άλλες, όταν δεν διαπιστώνουμε ή
δεν προσέχουμε τις διαφορές τους, μπορεί να θεωρηθεί σαν έννοια. Η
ανασύνθεση μίας αντίληψης μέσα στην αυτοσυγκέντρωση δεν έχει τη σαφήνεια
και τη λεπτομέρεια, που διαπιστώνουμε σ’ εκείνη. Δηλαδή, μερικά από τα
γνωρίσματά της δεν υπάρχουν στην εσωτερική ανασύνθεσή της και επομένως
μπορούμε να τη θεωρήσουμε σαν έννοια, αντί για ασαφή και ανακριβή
αντίληψη.
Ο Ρόλος της νόησης
Για πολλούς, η έννοια έχει έναν ειδικότερο ορισμό και με αυτόν φαίνεται
τελείως άσχετη από την πραγματικότητα και σαν κάτι, το οποίο χρειάζεται
μία ολότελα νέα δυνατότητα για να υπάρχει, την οποία έχει ανεξήγητα μόνο
ο άνθρωπος. Όταν λέμε, ότι η έννοια είναι μία αφηρημένη παράσταση την
εννοούμε αρνητικά με συνέπεια να την αντιπαραθέτουμε με την παράσταση ή
με την αντίληψη και ακόμα να τη θεωρούμε λιγότερο χρήσιμη από την
τελευταία.
Η ανθρώπινη διάνοια δεν είναι απλώς περισσότερη ή μεγαλύτερη από των
άλλων ζώων. Είναι ευφυέστερη, γιατί διαθέτει τη νέα δυνατότητα να
διατηρεί και να συγκεντρώνει τα κοινά και τα σταθερά γνωρίσματα δια
μέσου της γλώσσας. Έτσι αναγνωρίζει, προβλέπει και αναμένει τα ίδια (τις
ίδιες σχέσεις και συνέπειες) εκεί που αντιλαμβάνεται τα ίδια στοιχεία
πιο πέρα στο χώρο και στις άλλες χρονικές στιγμές. Κατά συνέπεια, οι
πράξεις μπορούν να καθορίζονται με περισσότερη γνώση στην ίδια στιγμή.
Πέρα από τη γνώση των πιο άμεσων αντιλήψεων, η οποία δεν διατηρείται
χωρίς τη σταθερότητα των πραγμάτων που αντιλαμβανόμαστε και των σχέσεών
μας με εκείνα.
Δε θα μπορούσαμε ν’ αφαιρέσουμε καμία διαφορά ή τις λεπτομέρειες από τις
κατ’ αίσθηση παραστάσεις και να διατηρήσουμε έννοιες, εάν στα ίδια τα
πράγματα δεν υπήρχαν κοινά και σταθερά στοιχεία. Δεν θα ήταν δυνατή ούτε
η συνήθεια*. Όταν ακούσουμε κάποιον να μιλάει σε μια γλώσσα που δεν τη
γνωρίζουμε, δεν καταλαβαίνουμε τίποτα. Μας φαίνεται δύσκολο να μάθουμε
να μιλάμε την ίδια γλώσσα και απίστευτο πως με αυτή τη γλώσσα που εμείς
δεν καταλαβαίνουμε τίποτα οι άλλοι επικοινωνούν τόσο άνετα μεταξύ τους.
Όταν ακούσουμε για πρώτη φορά μουσικές συνθέσεις όπως αυτές της κλασικής
μουσικής, τότε θα μας φανούν όλες ίδιες και χωρίς ιδιαίτερες διαφορές.
Μάλλον, μετά δεν θα θυμόμαστε τι ακούσαμε. Μετά από περισσότερα και
συχνότερα ακούσματα θα αρχίσουμε να παρατηρούμε τις μεγάλες διαφορές
τους και μερικές από αυτές τις συνθέσεις θα ξεχωρίσουν από τις άλλες και
θα τις θυμόμαστε με όλες τις νότες και τις αποχρώσεις τους. Αυτό το
φαινόμενο της εξοικείωσης, , της προσαρμογής, της γρήγορης και βέβαιης
αναγνώρισης και της αίσθησης του καλά γνωστού που επιτυγχάνεται όταν
αυξηθεί η συχνότητα της επανάληψης ή η διάρκεια της πληροφορίας, το
αποκαλούμε "συνήθεια". Η συνήθεια είναι η πίστη και η αυτόματη
βεβαιότητα που προκαλείται με τις ίδιες πάντα πληροφορίες και όταν αυτές
οι πληροφορίες επιβεβαιώνουν πάντα τις ίδιες παρατηρήσεις, τα ίδια
συναισθήματα, τις ίδιες σκέψεις, τις ίδιες απόψεις. Η συνήθεια, λοιπόν,
συνδέεται με την πληροφορία, με τη γνώση και μαζί με την αίσθηση της
σταθερότητας. Να σημειωθεί ότι και η αίσθηση της σταθερότητας για να
προκαλείται πρέπει να υπάρχει ένα βιολογικό ον σε μία κατάσταση
ισορροπίας και με τάσεις επαναφοράς στην κατάσταση ισορροπίας, παρά τις
επιδράσεις επάνω του. Η ίδια η διαίρεση της Επιστήμης σε ασαφώς
οριοθετημένους χώρους της εμπειρίας και σε "ομοειδή" γνώση, προϋποθέτει
αυτήν την αποδοχή για την ύπαρξη κοινών και σταθερών στοιχείων. Έτσι,
με τις γενικές έννοιες μπορούμε να διανοούμαστε σχέσεις, δυνατότητες και
στοιχεία, που δεν διαπιστώνουμε άμεσα στις εμπειρικές αντιλήψεις μας.
Γιατί τα ίδια τα πράγματα έχουν τη δυνατότητα και μοιάζουν, συγγενεύουν,
έχουν κοινές και σταθερές δυνατότητες, σχέσεις, τρόπους δράσης και
αντίδρασης.
Η Γνώση πέρα απο την προσωπική εμπειρία
Μπορούμε να μιλάμε για κάποια εμπειρία την οποία δεν έχουμε και αυτή η
δυνατότητά μας προέρχεται από την εμπειρία, με το διάμεσο ορισμένων
εννοιών, οι οποίες μπορεί να προήλθαν από έναν ελάχιστο αριθμό
αντιλήψεων, αλλά να αναλογούν και να βρίσκονται σε πολύ μεγαλύτερο. Όταν
λ.χ. λέμε, ότι ο άνθρωπος έχει δύο πόδια, αυτό είναι αλήθεια όχι μόνο
για όσους έχουμε αντιληφθεί -αυτή είναι η πραγματική εμπειρία μας- αλλά
και για αναρίθμητους άλλους, παρόντες και απόντες. Το ότι θα πεθάνουμε
το γνωρίζουμε, χωρίς να έχουμε εμπειρία του θανάτου μας, ότι ένα γυάλινο
ποτήρι θα σπάσει όταν το εκσφενδονίσουμε το γνωρίζουμε πριν το πράξουμε
και τη χημική σύσταση ενός μακρινού αστέρα μπορούμε να τη γνωρίζουμε,
χωρίς να πάμε εκεί.
Συχνά, με τις έννοιες αντανακλάμε -θέλουμε δε θέλουμε- πολύ πιο πολλά
και η ανεπάρκειά τους δεν είναι περισσότερη από αυτήν των καθαρών
αντιλήψεων. Αντιθέτως, όταν αντιλαμβανόμαστε αυτό δεν σημαίνει, ότι
διαπιστώνουμε ή προσέχουμε όλα τα γνωρίσματα στη σύνθετη αντίληψη και
συχνά διαπιστώνουμε στα πράγματα ανύπαρκτες μορφές, σχέσεις, δυνατότητες
και τη διατηρούμε παραμορφωμένη, χωρίς να μπορούμε να καταλάβουμε τι
πραγματικά αντιλαμβανόμαστε.
Εξάλλου, πολλά απ’ όσα γνωρίζουμε δεν μπορούμε να τα βρούμε στη δική μας
εμπειρία ή δεν είναι δυνατό ν’ αποκαλυφθούν άμεσα από τους
αισθητηριακούς λήπτες μας, όπως λ.χ. ο περίπλοκος ανθρώπινος εσωτερικός
κόσμος. Πιο πολύ βασιζόμαστε «τυφλά» στην εμπειρία κάποιων άλλων, παρά
στη δική μας, όπως λ.χ. γίνεται με την ιστοριολογική γνώση. Όμως τα
πράγματα συνδέονται και αλληλεπηρεάζονται και είναι δυνατό να
καταλαβαίνουμε μερικά από τα στοιχεία τους με έμμεσο τρόπο, από τις
συνέπειες και τις ομοιότητές τους. Οι σχέσεις των μερών, οι δυνατοί
τρόποι ν’ αλληλεπιδράσουν, οι τρόποι με τους οποίους γίνονται και
συνδέονται και τα κοινά στοιχεία τους είναι πάντοτε ένα μεγάλο μέρος της
πραγματικότητας -το μεγαλύτερο-, το οποίο δεν είναι ορατό και μόνο με
τη διάνοια μπορούμε να το ανακαλύψουμε, να το προσέξουμε και να το
γνωρίσουμε καλύτερα.
Αν περιορίσουμε την έννοια της «εμπειρίας» και της «πράξης» μόνο στις
πιο άμεσες αντιλήψεις μας, τότε πρέπει ν’ αμφιβάλλουμε -αν όχι ν’
αρνηθούμε- για την ύπαρξη αναρίθμητων πραγμάτων και δυνατοτήτων, τα
οποία εμείς οι ίδιοι δεν τα έχουμε αντιληφθεί, να αποκαλέσουμε «θεωρία»
την ύπαρξή τους και να πιστέψουμε μόνο όταν εμείς οι ίδιοι τα
αντιληφθούμε. Με τέτοιο περιορισμό στην έννοια της εμπειρίας και της
πράξης είναι ασυνέπεια να εννοούμε γενικά σαν εμπειρική γνώση, τη
σχετική εμπειρία κάποιων άλλων και σαν απόδειξη τη δυνατότητά μας να την
αποκτήσουμε. Αναρίθμητα είναι εκείνα, τα οποία ο καθένας δεν θ’
αντιληφθεί ποτέ, για τον έναν ή για τον άλλο λόγο και όσο δεν
πραγματοποιείται αυτή η δυνατότητά μας είναι ασυνέπεια να μιλάμε για
εμπειρία (με το πρόσχημα πως είναι δυνατή).
Όμως, όλοι το γνωρίζουμε, υπάρχουν ορισμένα πράγματα και δυνατότητες,
ασχέτως αν εμείς δεν μπορούμε ή δεν έτυχε ακόμα να αντιληφθούμε (λ.χ.
μία μακρινή μας περιοχή). Όλοι γνωρίζουμε, ότι δεν είναι τυχαίο, που δεν
μπορούμε να είμαστε το ίδιο αβέβαιοι για όλα όσα δεν έχουμε αντιληφθεί
(λ.χ. το ίδιο αβέβαιοι, ότι τα γεγονότα που βλέπουμε στην τηλεόραση
είναι αληθινά, ότι αύριο ο ήλιος δε θα ανατείλει και ότι υπάρχει
εξελιγμένη ζωή και σε άλλους πλανήτες). Έτσι προσδιορίζουμε τις πράξεις
μας επηρεασμένοι από την έμμεση θεωρητική γνώση μας και συχνά υπό πίεση
χρόνου, χωρίς να είμαστε απεγνωσμένοι ή περιορισμένοι όπως τα ζώα. Η
δυνατότητα να τα αντιληφθούμε ανατρέπει αυτόν τον περιορισμό της
εμπειρίας και επιβεβαιώνει, ότι η εμπειρία δεν είναι μόνο η δική μας και
η πιο άμεσα προσληφθείσα. Περιλαμβάνει και ένα πολύ μεγάλο μέρος
θεωρητικής και έμμεσης γνώσης, η οποία δεν παύει να είναι θεωρητική (και
εν δυνάμει πραγματική) σχετικά με εμάς, ασχέτως αν αυτή η γνώση είναι ή
έγινε εμπειρία για κάποιους άλλους.
Η Αυθαιρεσία των λέξεων
Όπως γίνονται λάθη από την ανεπίτρεπτη γενικότητα των εννοιών, έτσι
γίνεται και το αντίθετο λάθος, ν’ αποκρύπτουμε τα κοινά στοιχεία πολλών
πραγμάτων, συγκεντρώνοντας πολλές συγγενικές ή ειδικότερες έννοιες μέσα
σε πολλές διαφορετικές λέξεις. Είναι συνηθισμένο να γίνονται
διαπιστώσεις για μικρότερο αριθμό πραγμάτων απ’ όσο μας επιτρέπεται ή ν’
ανακαλύπτονται σχέσεις ανάμεσα σε πράγματα, για τα οποία είχαμε
προκαταλάβει ότι δεν συνδέονται.
Όταν λ.χ. λέμε σε κάποιον, πως η ζωή του θα ήταν διαφορετική αν είχε
γεννηθεί σ’ ένα διαφορετικό τόπο ή από μία διαφορετική πράξη του στο
παρελθόν, αυτή είναι μία αξιόπιστη διαπίστωση, η οποία μπορεί να γίνει
για αναρίθμητους άλλους. Παλαιότερα, έτσι περιόριζαν την έννοια της
ουσίας στα χημικά στοιχεία, αντιπαρέθεταν την ενέργεια με την ύλη, το
φως δεν ήταν ένα μέρος της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, η ψυχή ήταν
ανεξάρτητη αν όχι διαφορετική από την υλική βιοσύνθεση, η φυσική πιο
άσχετη από τη χημεία…και η αισθητικότητα δεν ήταν ένας άλλος τρόπος της
διάνοιας.
Πολύ συχνά διατυπώνουμε τις ίδιες γενικές αλήθειες με άλλα διαφορετικά
λόγια και οι εξειδικευμένοι ανακαλύπτουν τις μερικές περιπτώσεις, ύστερα
από μεγάλη διάρκεια αναζήτησης και με πολύ κόπο. Δεν είναι τυχαίο, που ο
άνθρωπος μπορεί να διανοείται και να διαμορφώνει απόψεις για πράγματα
που ξεπερνούν την εμπειρία του, για τα πιο μακρινά, τα πιο μεγάλα και τα
πιο μικρά, για τα αόρατα και για όλο το Σύμπαν. Και οι φιλόσοφοι δεν
ήταν τόσο παραπλανημένοι και ξεροκέφαλοι, όσο φαίνεται από τις
ασυνέπειες, τα λάθη και τις διαφορές τους.
Αναρίθμητες συγγενικές λέξεις εκφράζουν το ίδιο πράγμα από άλλη οπτική
γωνία, με διαφορετικές σχέσεις και συμπεριφορά. Μάνα ως προς το παιδί,
γιαγιά προς το εγγόνι, κόρη η ίδια προς τους δικούς της γονείς, γυναίκα
προς τον άνδρα, άνθρωπος προς το ζωικό βασίλειο, μητέρα με διαφορετική
λέξη. Όταν έχουμε παρακολουθήσει πως γίνεται ένα και το ίδιο πράγμα να
ενεργεί με διαφορετικούς τρόπους, να μεταμορφώνεται και να περνάει από
διάφορες φάσεις, τότε οι διαφορετικές λέξεις δεν μας μπερδεύουν.
Αντιθέτως, μας αποκαλύπτουν τις δυνατές αποκλίσεις και τις πιθανές
διασυνδέσεις τους. Όταν, όμως, έχουμε ονομάσει διαφορετικά και τυχαία
ένα πλήθος πραγμάτων, χωρίς να έχουμε προσέξει προηγουμένως όλους τους
τρόπους, που εκείνα συνδέονται και εξελίσσονται, τότε οι λέξεις γίνονται
αυταπάτες. Σαν χιλιάδες καθρέφτες που αντανακλούν αυτό το οποίο θέλουμε
να πλησιάσουμε. Το νόημα αυτών των λέξεων μπορεί να είναι αρκετό για να
προσδιορίσουμε κάτι αναγνωρίσιμο και το όνομα βοηθάει στην
αρχειοθέτηση. Είναι ωστόσο, αβάσιμα επιλεγμένο και αποσπασμένο και αυτό
προκαλεί λάθος εντυπώσεις, ανύπαρκτες αντιθέσεις, ανόητες απορίες και
διαστρεβλωμένες απόψεις.
Αυτή η ποικιλία στο λεξιλόγιο και οι λεπτές διαφορές των νοημάτων μπορεί
να εμπνέουν τους λογοτέχνες και τους φιλόσοφους και να προσφέρουν
διέξοδο στην εκφραστικότητά τους. Προκαλούν, όμως, σύγχυση και
παραπλάνηση στη συνεπή διαμόρφωση των απόψεών μας και στη συνέπεια των
διατυπώσεων. Φανταστείτε τους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες,
πόσο ανώμαλοι γίνονται για τη θεωρητική αναζήτηση, όταν επιτρέπουν να
εκφράσουμε σαν ουσιαστικό κάτι που πραγματικά υπάρχει μόνο σαν ενέργεια ή
με πιο πολύπλοκο τρόπο (λ.χ. η ψυχή). Όπως όταν διαχωρίζουν τα άψυχα
πράγματα σε αρσενικά και σε θηλυκού γένους ή όταν άσχετα πράγματα έχουν
παρόμοια ονομασία.
Ένα από τα πιο ξεχωριστά παραδείγματα ασυνέπειας από αβάσιμη χρήση των
εννοιών στο χώρο της Επιστήμης είναι η χρήση του όρου «δύναμη» με
υπονοούμενη την άπειρη ταχύτητα μετάδοσής της. Στη συγκεκριμένη
περίπτωση δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με αβάσιμη αποδοχή της άπειρης
ταχύτητας αλλά βλέπουμε ακόμα, πως η εμπειρία μπορεί να μας εξαπατήσει,
όταν προέρχεται από άγνωστα φαινόμενα και όταν είναι δύσκολο να
μετρηθούν. Από την αβάσιμη αποδοχή της άπειρης ταχύτητας μετάδοσης
ορισμένων δυνάμεων, η σύγχρονη φυσική έπεσε σε περιπέτειες και οι
επιστήμονες με μεγάλη καθυστέρηση και με έκπληξη ανακαλύπτουν την
ανακρίβεια προγενέστερων θεωριών, οι οποίες ήταν τυφλά αποδεκτές επί
μερικούς αιώνες. Όλοι οι τύποι και οι υπολογισμοί, οι σχετικοί με τη
μετάδοση της δύναμης, με την ταχύτητα, την επιτάχυνση δεν είναι συνεπείς
για όλα τα φαινόμενα και ακόμα διορθώνονται. Η έννοια του χρόνου έχει
γίνει πολύ ρευστή αγγίζοντας τα όρια της τρέλας.
Στον επιστημονικό χώρο μεταχειρίζονται όρους και νοήματα, τα οποία
οδηγούν μόνα τους από τον ένα ειδικό γνωστικό χώρο στον άλλο και εκτός
αυτού. Είναι όροι και έννοιες για φαινόμενα, τα οποία δεν είναι
ξεκομμένα από άλλα πράγματα και φαινόμενα και τα οποία ξεφεύγουν από τα
προκαθορισμένα όρια του γνωστικού χώρου που διεκδικούν. Όχι λίγες φορές,
ασαφείς έννοιες χρησιμοποιήθηκαν επιπόλαια και οδήγησαν σε αδιέξοδα
κορυφαίους επιστήμονες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, δικαιοδοτούμαστε να
αναφερθούμε «παράπλευρα» σε ζητήματα της αρμοδιότητάς τους και να
εισχωρήσουμε σαν διωγμένοι στον οικειοποιημένο χώρο τους, όπως εκείνοι
τον υπερβαίνουν σαν πειρατές. Η γλώσσα για τις επιστήμες είναι το κοινό
διάμεσο της δημιουργίας και της ανάπτυξής τους, όπως είναι ο κορμός για
το δέντρο.
Δεν έχουμε ανάγκη να γνωρίσουμε ένα προς ένα το κάθε μόριο της ύλης ή
τον κάθε άνθρωπο για να γνωρίσουμε μερικά από τα στοιχεία και τις
δυνατότητες του καθενός και δεν απελπιζόμαστε από την ύπαρξη της μεγάλης
ποσότητας αυτών των πραγμάτων. Για τον ίδιο λόγο, μπορούμε να
στοχαστούμε για το Σύμπαν, χωρίς να χρειάζεται να γνωρίσουμε ή ν’
αντιληφθούμε το κάθε μέρος του. Μπορούμε να το περιγράψουμε και να το
αιτιολογήσουμε με ορισμένες αφηρημένες έννοιες, χωρίς να δείξουμε τα
περισσότερα από τα στοιχεία και τις δυνατότητές του. Ωστόσο, αυτή η
ελάχιστη γνώση μπορεί να είναι εύστοχη και με δυνατότητα αναλυτικής
ανάπτυξης. Θα σας δείξω, πως με αυτή την απλή και προσγειωμένη λογική
για την ύπαρξη κοινών και σταθερών στοιχείων στα διάφορα πράγματα, εμείς
μπορούμε να εξηγήσουμε και να συμπεράνουμε επιτυχώς ένα πλήθος
διαφορετικών φαινομένων.