Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2019

ΚΑΛΛΙΡΟΗ ΠΑΡΡΕΝ

Αποτέλεσμα εικόνας για ΚΑΛΛΙΡΟΗ ΠΑΡΡΕΝ ( 1861 – 15 Ιανουαρίου 1940)ΚΑΛΛΙΡΟΗ ΠΑΡΡΕΝ ( 1861 – 15 Ιανουαρίου 1940)

Η Καλλιρρόη Παρρέν (Ρέθυμνο, 1861 – Αθήνα, 15 Ιανουαρίου 1940), το γένος Σιγανού, ήταν δημοσιογράφος λογία και μια από τις πρώτες Ελληνίδες φεμινίστριες.
Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο αλλά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα (1867). Αρχικά φοιτά στο σχολείο Σουρμελή και στην συνέχεια στην Γαλλική σχολή των Καλογραιών στον Πειραιά . Το 1878 παίρνει το πτυχίο της δασκάλας από το Αρσάκειο. Στη συνέχεια ανέλαβε διευθύντρια του Παρθεναγωγείου της ελληνικής κοινότητας Οδησσού. Μετά διετία επέστρεψε στην Αθήνα και παντρεύτηκε τον Κωνσταντινουπολίτη Ιωάννη Παρρέν, γιο Γάλλου πατέρα και Αγγλίδας μητέρας, ο οποίος ήταν ο ιδρυτής του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων.

Έχοντας την υποστήριξη του συζύγου της Ιωάννη Παρρέν, ο οποίος την ενθάρρυνε στους αγώνες της, αποφασίζει να ακολουθήσει το επάγγελμα της δημοσιογραφίας. Έτσι η πρώτη Ελληνίδα φεμινίστρια διεκδικεί και τον τίτλο της πρώτης Ελληνίδας δημοσιογράφου και εκδότριας όταν το 1888 άρχισε να εκδίδει την εβδομαδιαία εφημερίδα Εφημερίς των Κυριών, που συντάσσονταν αποκλειστικά από γυναίκες και απευθυνόταν σε γυναίκες κυρίως της Αθήνας και του Πειραιά. Η εφημερίδα αυτή συνέχισε να εκδίδεται για τριάντα σχεδόν χρόνια μέχρι το 1918 όταν η Καλλιρρόη εξορίστηκε στην Ύδρα για τα πολιτικά της φρονήματα. Στόχος της εφημερίδας ήταν να εισάγει και στην Ελλάδα τους φεμινιστικούς προβληματισμούς που ήδη απασχολούσαν τις γυναίκες των δυτικοευρωπαϊκών κρατών και να αφυπνίσει τις συνειδήσεις των γυναικών της τότε εποχής.

Η Καλλιρρόη Παρρέν αντιπροσώπευσε την Ελλάδα σε διάφορα διεθνή τότε συνέδρια στο Παρίσι (1889, 1891 και 1896) στο πρώτο των οποίων είχε προεδρεύσει ο φιλόσοφος Ζυλ Σιμόν. Το 1893 αντιπροσώπευσε τις Ελληνίδες στο Διεθνές Συνέδριο του Σικάγου και το ίδιο έτος μετά την επιστροφή της ίδρυσε την "Ένωση υπέρ της Χειραφετήσεως των Γυναικών" προς βοήθεια περισσότερο της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης των απόρων γυναικών. Ίδρυσε επίσης πολλά κοινωφελή ιδρύματα και οργανώσεις όπως τη "Σχολή της Κυριακής, απόρων γυναικών και κορασίδων" (1890), την οποία και έθεσε υπό την προστασία (αιγίδα) και προεδρεία της Βασίλισσας Όλγας, το "Άσυλο Ανιάτων Γυναικών" μαζί με την Ναταλία Σούτσου το (1896), το "Άσυλο της Αγίας Αικατερίνης" και την "Ένωση των Ελληνίδων" υπό την διεύθυνση της Αικατερίνης Λασκαρίδου, και δύο χρόνια μετά τον "Πατριωτικό Σύνδεσμο" (1898), ενώ δεν έπαψε και τις κινήσεις υπέρ της παροχής ίσων ευκαιριών συμμετοχής στην εκπαίδευση και την πολιτική ζωή της χώρας, στις γυναίκες, που όλες δυστυχώς από τις κρατούσες τότε κυβερνήσεις ατύχησαν.

Μετά από δικά της διαβήματα, η κυβέρνηση Θ. Δηλιγιάννη επέτρεψε τη φοίτηση των γυναικών στο Πανεπιστήμιο και το Πολυτεχνείο, όταν πλέον αυτό είχε γενικευθεί στην Ευρώπη. Επίσης, η Παρρέν ήταν η πρώτη που κίνησε το θέμα της παραχώρησης δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες, ήδη από τη δεκαετία του 1890, που όμως καμία κυβέρνηση δεν αποδέχτηκε, ούτε του Βενιζέλου, ούτε του Παπαναστασίου, μέχρι που κατέληξε να γίνει πραγματικότητα μετά από 70 χρόνια.

Τελικά το 1949 οι Ελληνίδες μετά από πολλούς αγώνες και πιέσεις αποκτούν το δικαίωμα του «εκλέγειν και εκλέγεσθαι» στις δημοτικές εκλογές, το οποίο είχαν μόνον οι εγγράμματες άνω των 30 ετών, απόφαση η οποία επεκτάθηκε το 1952 και για τις βουλευτικές εκλογές. Η Ελένη Σκούρα, εκλέχθηκε το 1953 σε επαναληπτική εκλογή στη Θεσσαλονίκη με τον συνδυασμό «Ελληνικός Συναγερμός» που μαζί με την Βιργινία Ζάννα («Κόμμα Φιλελευθέρων»), υπήρξαν οι δύο πρώτες γυναίκες υποψήφιες για το βουλευτικό αξίωμα στην Ελλάδα. Η πρώτη Ελληνίδα που κατέλαβε υπουργικό αξίωμα, ήταν η Λίνα Τσαλδάρη, σύζυγος του πολιτικού Παναγή Τσαλδάρη. Εκλέχθηκε βουλευτής στις εκλογές του 1956 και του 1958 και διατέλεσε υπουργός κοινωνικής πρόνοιας για την περίοδο 1956-1958.

Η Καλλιρρόη Παρρέν έγραψε επίσης πολλά άρθρα, δοκίμια, τα μυθιστορήματα και θεατρικά έργα με βασικό θέμα πάντα τη θέση της γυναίκας στα τότε κοινωνικά προβλήματα, όπως: "Ιστορία της γυναικός" (1889), "Η μάγισσα" (1901), "Το νέον συμβόλαιον" (1901), "Η νέα γυναίκα", "Η Χειραφετημένη" (1915) και "Επιστολές Αθηναίας προς Παρισινή"

52 χρόνια μετά το θάνατό της, στις 6 Ιουνίου 1992, η Καλλιρρόη Παρρέν τιμήθηκε από την Ελληνική Δημοκρατία με τα αποκαλυπτήρια της προτομής της στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, αριστερά της εισόδου προ των μεγάλων μαυσωλείων.ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Αριστείδης Δαμαλάς


Αποτέλεσμα εικόνας για Αριστείδης ΔαμαλάςΑριστείδης Δαμαλάς
Από τη Βικιπαίδεια,


Ο Αριστείδης Δαμαλάς ήταν Έλληνας ηθοποιός του 19ου αιώνα.
Βιογραφικά στοιχεία

Γεννήθηκε στον Πειραιά στις 15 Ιανουαρίου 1855 από σημαντική οικογένεια. Πατέρας του ήταν ο Αμβρόσιος Δαμαλάς, δήμαρχος της Ερμούπολης. Μητέρα του ήταν η Καλλιόπη Δαμαλά, το γένος Ράλλη, θυγατέρα του Χίου ευπατρίδη και δημάρχου Πειραιώς Λουκά Ράλλη.

Σχολείο πήγε στον Πειραιά, και μετά σπούδασε στο Παρίσι και Λονδίνο. Γεμάτος πατριωτικά αισθήματα παρουσιάστηκε στην επιστράτευση του 1878 και κατατάχτηκε εθελοντής στο ιππικό. Υπηρέτησε με πολύ ζήλο επί τέσσερα χρόνια.
Παντρεύτηκε την Γαλλίδα Σάρα Μπερνάρ και απόκτησε παγκόσμια φήμη. Απεβίωσε απρόοπτα στο Παρίσι από υπερβολική δόση ναρκωτικών στις 18 Αυγούστου 1889. Κηδεύτηκε στην Αθήνα με πολύ μεγαλοπρέπεια. Λιθογραφία του Αριστείδη Δαμαλά από το περιοδικό Ποικίλη Στοά του 1884.

Μολιέρος

Molière - Nicolas Mignard (1658).jpgΟ Μολιέρος (γαλλικά: Molière – Μολιέρ, κανονικό όνομα Jean-Baptiste Poquelin – Ζαν-Μπατίστ Ποκλέν, Παρίσι 15 Ιανουαρίου 1622 - Παρίσι 17 Φεβρουαρίου 1673) ήταν Γάλλος θεατρικός συγγραφέας, διευθυντής θεάτρου και ηθοποιός. Οι Γάλλοι τον θεωρούν ως τον καλύτερο κλασσικό ποιητή τους, ενώ για πολλούς είναι και ο καλύτερος Γάλλος λογοτέχνης. Μπόρεσε και έφερε την κωμωδία σε ίση θέση με την τραγωδία, και αυτό είναι το μεγαλύτερο κατόρθωμά του. Ανήκε στο καλλιτεχνικό κίνημα του κλασσικισμού.



Ο Μολιέρος ήταν ο μεγαλύτερος γιος ενός έμπορου υφασμάτων στο Παρίσι, ο οποίος έγινε το 1631 βασιλικός διακοσμητής. Έτσι, ο πατέρας του Μολιέρου τον προόριζε να γίνει θαλαμηπόλος του βασιλιά. Φοίτησε σε ένα Ιησουητικό κολέγιο στο Παρίσι. Την πρώτη του επαφή με το θέατρο την έκανε μαζί με τον παππού του, ο οποίος αγαπούσε το θέατρο.


Στα 16 του χρόνια έφυγε να σπουδάσει νομική στην Ορλεάνη. Όταν επέστρεψε στο Παρίσι έγινε δικηγόρος. Το 1642 γνώρισε μία ηθοποιό, την Μαντλέν Μπεζάρ (Madeleine Bejart), η οποία ενίσχυσε την αγάπη του για το θέατρο. Ο πατέρας του όμως ήταν αντίθετος προς το θέατρο. Έτσι, το 1643 ο Μολιέρος αναγκάστηκε να παρατήσει το επάγγελμα του δικηγόρου και ίδρυσε μαζί με τους αδερφούς της ερωμένης του και μαζί με μερικούς άλλους κωμικούς έναν θεατρικό θίασο. Αυτός ο θίασος μετά από τις πρώτες αποτυχίες (είχε καταλήξει και σε χρεοκοπία για μια στιγμή) άρχισε να παρουσιάζει επιτυχίες στην Δυτική και στην Νότια Γαλλία. Ο Μολιέρος όμως άρχισε μόλις το 1665 να γράφει δικά του θεατρικά έργα.
Το 1658 ο Μολιέρος επέστρεψε στο Παρίσι και άρχισε να έχει επαφές με τον αδερφό του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ΄. Προσκλήθηκε να παρουσιάσει μερικά έργα στην βασιλική αυλή. Την ίδια περίοδο άρχισε να γίνεται σιγά σιγά διάσημος. Το 1659 εμφανίστηκε το έργο του "Οι γελοίες κομψές κυρίες", το οποίο έκανε θραύση και κέρδισε αμέσως την εμπιστοσύνη του βασιλιά. Η επόμενη πολύ μεγάλη επιτυχία ήταν το 1662 το θεατρικό έργο "Το σχολείο των γυναικών". Ο βασιλιάς, βλέποντας την μεγάλη επιτυχία του Μολιέρου, άρχισε να τον ενισχύει οικονομικά. Σε προσωπικό επίπεδο η ζωή του Μολιέρου ήταν πολύ καλή και απέκτησε μαζί με την μνηστή του και παιδί, το οποίο όμως πέθανε σε μικρή ηλικία. Τον Μάιο του 1664 ο Μολιέρος, που είχε γίνει διευθυντής του θεατρικού θίασου του βασιλιά, διοργάνωσε μια φαντασμαγορική γιορτή στους κήπους των Βερσαλλιών, όπου παρουσίασε 4 νέα θεατρικά κομμάτια: την Πριγκίπισσα της Ελίδας (La Princesse d'Élide), τον Γάμο με το στανιό, τους Εκνευριστικούς και τον Ταρτούφο (Le Tartuffe). Η τελευταία αυτή κωμωδία, ο Ταρτούφος, είχε ήδη αρχίσει να προκαλεί την έντονη κριτική και τις αντιδράσεις μερικών ευγενών της Αυλής πριν ακόμη γίνει η πρώτη επίσημη παρουσίαση. Ο Μολιέρος γράφει τον Ταρτούφο το 1664, σε ηλικία 43 χρονών. Προτού τον τελειώσει, ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ τον επιστρατεύει για να συνεργαστεί με το συνθέτη Λουλύ και το σκηνογράφο Βιγκαρίνι σε μια φαντασμαγορική φιέστα στις Βερσαλλίες. Ο ίδιος ο Μολιέρος υποδύεται το θεό Πάνα, σκαρφαλωμένος σ΄ ένα τεράστιο μαγικό βουνό. Τη στερνή μέρα της γιορτής παρουσιάζει, σαν επίλογο, τις τρεις πρώτες πράξεις απ΄ τον Ταρτούφο. Ο βασιλιάς τον έχει ωστόσο προειδοποιήσει: «Μην τα βάζεις με τους θρησκόληπτους. Θα σε φάνε».Η κωμωδία είχε ως βασικό πρωταγωνιστή έναν επιφανειακά πολύ θρησκομανή άνθρωπο,ο οποίος όμως στην πραγματικότητα ήταν ένας απατεώνας που επιδίωκε δύναμη. Μετά την παρουσίαση ξέσπασε μεγάλη αγανάκτηση στην "παλαιά αυλή",στους ευγενείς δηλαδή που ήταν μεγάλη σε ηλικία και αναπολούσαν τις μέρες πριν το 1661, πριν αναλάβει την εξουσία ο Λουδοβίκος ΙΔ΄, τότε δηλαδή που είχαν πολιτική δύναμη. Ο Λουδοβίκος ΙΔ΄, αν και κατηγορηματικός απέναντι στην στάση των ευγενών αυτών, κάτω από την μεγάλη πίεση τους αναγκάστηκε να απαγορεύσει επίσημα κάθε παρουσίαση του θεατρικού αυτού έργου. Τα επόμενα χρόνια του Μολιέρου πέρασαν με τον διαρκή και επίμονο αγώνα του για τον Ταρτούφο. Παρολ' αυτά ο βασιλιάς συνέχισε να υποστηρίζει το Μολιέρο και μάλιστα το καλοκαίρι του 1665 αύξησε το επίδομα του προς αυτόν από τις 1000 στις 6000 λίβρες, ενώ ο θεατρικός θίασος του οποίου ηγούνταν ο Μολιέρος μετονομάστηκε στον επίσημο θεατρικό θίασο του βασιλιά. Αυτά τα δύο ευχάριστα γεγονότα συνέβησαν αμέσως μετά την γέννηση της κόρης του, η οποία έμελλε να είναι η μόνη που θα επιζούσε από τα παιδιά του Μολιέρου.



Το καλοκαίρι του 1667 ο Μολιέρος ανέλαβε μια επεξεργασμένη έκδοση του Ταρτούφου, την οποία μετονόμασε Ο Απατεώνας. Όμως ο πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου του Παρισιού αντέδρασε άμεσα με μία απαγόρευση του κομματιού, ενώ ο αρχιεπίσκοπος του Παρισιού απείλησε τον Μολιέρο ακόμη και με αφορισμό. Ο βασιλιάς όμως επέτρεψε να γίνει η παρουσίαση του θεατρικού έργου ιδιωτικά από τον αδελφό του. Μόλις στις 5 Φεβρουαρίου 1669, όταν η "παλιά Αυλή" είχε αποδυναμωθεί τελείως, και ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ κρατούσε στα χέρια του γερά τα ηνία της γαλλικής κυβέρνησης, μπόρεσε ο Μολιέρος χωρίς κανένα πρόβλημα πλέον και χωρίς αντιδράσεις, κριτικές και αφορισμούς, να παρουσιάσει επίσημα την θεατρική κωμωδία Ταρτούφος ή ο απατεώνας(Tartuffe, ou l'Imposteur), με τεράστια επιτυχία. Εν τω μεταξύ ασχολήθηκε πάλι με το θέμα της υποκρισίας: στα τέλη του 1664,μετά την πρώτη απαγόρευση του Ταρτούφου,συνέγραψε τον Δον Ζουάν, μία κωμωδία με θέμα έναν αριστοκράτη απατεώνα γυναικών, που στο τέλος καταλήγει στην κόλαση. Τον Ιούνιο του 1666 ο Μολιέρος εξέδωσε την κωμωδία Ο Μισάνθρωπος (Le Misanthrope), μία σάτιρα σχετικά με την υποκριτική ευγένεια και την ανέντιμη κολακεία στην βασιλική αυλή αλλά και στα σαλόνια του Παρισιού. Η ασυνήθιστα έντονα αυτοβιογραφικά αποτυπωμένη φιγούρα του Άλκεστου, του πρωταγωνιστή του Μισάνθρωπου, αντικατοπτρίζει την απέχθεια του Μολιέρου και την μη θέληση του να ενταχθεί στη ζωή της βασιλικής αυλής, όπου κυριαρχούσε το ψεύδος, η υποκρισία, οι ίντριγκες και η κολακεία. Το 1668,μετά την δεύτερη απαγόρευση του Ταρτούφου,ο Μολιέρος για πρώτη φορά εξέφρασε ήπια κριτική στον προστάτη του και μαικήνα του θεάτρου βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ΄, στο έργο του Αμφιτρύωνας (Amphitryon).


http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CE%AD%CF%81%CE%BF%CF%82

Δρ. Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ

Martin Luther King, Jr..jpg
O Δρ. Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ (αγγλικά: Martin Luther King Jr.) (15 Ιανουαρίου 1929 - 4 Απριλίου 1968) ήταν Αμερικανός πολιτικός αγωνιστής, ηγέτης των Αφροαμερικανών και εφημέριος, που πάλεψε ενάντια στο φυλετικό ρατσισμόΟ Κινγκ γεννήθηκε στις 15 Ιανουαρίου του 1929,[1] στην Ατλάντα της Γεωργίας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής,[3] ως Μάρτιν Κινγκ Τζούνιορ. Η οικογένειά του ήταν της μεσοαστικής τάξης και σχετιζόταν άμεσα με το μαύρο κλήρο των Νότιων Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς ο πατέρας και ο παππούς του ήταν Βαπτιστές ιεροκήρυκες. Το Λούθερ προστέθηκε στο όνομα του Κινγκ, σε ηλικία πέντε ετών, προς τιμήν του Λουθήρου. Σε μικρή ηλικία, βίωσε την πρώτη του ρατσιστική εμπειρία, καθώς στις τραπεζαρίες των τραίνων εκείνης της εποχής, χρησιμοποιούνταν κουρτίνες, για το διαχωρισμό των μαύρων και των λευκών επιβατών.Στα 15 του πήγε να φοιτήσει στο Κολλέγιο Μόρχαουζ της Ατλάντα, σε ειδικό πρόγραμμα για ταλαντούχους μαθητές. Ενδιαφερόταν για την ιατρική και τη νομική, όμως εγκατέλειψε τις σπουδές του, λόγω των επανειλημμένων πιέσεων του πατέρα του, για να γίνει κληρικός. Επί τρία χρόνια, σπούδασε στο Θεολογικό Σεμινάριο του Κρόζερ, στο Τσέστερ της Πενσυλβάνια.[1] Το 1948, σε ηλικία 19 ετών, χρίστηκε Βαπτιστής πάστορας.[4] Αποφοίτησε, το 1961, παίρνοντας δίπλωμα θεολογίας. Τότε, άρχισαν να επηρεάζουν τον τρόπο σκέψης του η φιλοσοφία της πολιτικής ανυπακοής και της μη βίας, του Μαχάτμα Γκάντι και οι απόψεις των σύγχρονων προτεσταντών θεολόγων. Ακολούθησε το Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, όπου έθεσε τις βάσεις για τις θρησκευτικές και ηθικές αρχές του, στις οποίες στηρίχθηκε η διδακτορική διατριβή του, με τίτλο: "Συγκριτική μελέτη των ιδεών περί Θεού στη σκέψη του Πάουλ Τίλιχ και του Χένρι Νέλσον Βίμαν". Εκεί, επίσης, γνώρισε τη μετέπειτα σύζυγό του, Κορέττα Σκοτ,[1] την οποία και παντρεύτηκε στις 18 Φεβρουαρίου του 1953. Στις 31 Οκτωβρίου του 1954, μετακινήθηκε -με μεσολάβηση του πατέρα του- στο Μοντγκόμερυ[4] της Αλαμπάμα και έγινε εφημέριοςτης εκκλησίας των Βαπτιστών της Λεωφόρου Ντέξτερ. Την 1η Δεκεμβρίου του 1955, η μοδίστρα Ρόζα Παρκς, αρνούμενη να παραχωρήσει τη θέση της σε έναν λευκό στο λεωφορείο -όπως όριζε ο νόμος- συνελήφθη. Έτσι, οι μαύροι της περιοχής δημιούργησαν την "Ένωση για την Πρόοδο" του Μοντγκόμερυ, με αρχηγό τον Κινγκ, για την καταπολέμηση των φυλετικών διακρίσεων.[1] Στις 26 Ιανουαρίου του 1956, ο Κινγκ συνελήφθη για υπέρβαση του ορίου ταχύτητας και φυλακίστηκε, λόγω της προεδρίας του, στην Ένωση. Tέσσερις ημέρες αργότερα (30 Ιανουαρίου), το σπίτι του δέχθηκε βομβιστική επίθεση. Στις 21 Φεβρουαρίου, καταδικάστηκε με άλλους 88 μαύρους, λόγω της στάσης τους απέναντι στο νόμο για τα λεωφορεία. Στις 20 Δεκεμβρίου του 1956, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε αντισυνταγματικές τις φυλετικές διακρίσεις στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς. Έτσι, το κίνημα του Κινγκ πήρε την πρώτη του μεγάλη νίκη. Στις 8 Αυγούστου του 1957,[4] ο Κινγκ ίδρυσε τη "Συνδιάσκεψη της Χριστιανικής Ηγεσίας των Πολιτειών του Νότου"[1] [3] ή αλλιώς "Χριστιανική Διάσκεψη του Νότου", με επικεφαλής τον ίδιο.[4] Οι μαύροι των Νότιων Πολιτειών τού συμπαραστάθηκαν ένθερμα και έτσι, ο Κινγκ ξεκίνησε τις ανθρωπιστικές περιοδείες του, ανά το κράτος, υπέρ των πολιτικών δικαιωμάτων των μαύρων και της μη βιας, διοργανώνοντας καθιστικές διαμαρτυρίες και ειρηνικές πορείες. Επίσης, είχε συναντήσεις με διάφορους ξένους ηγέτες.[1] Έτσι, στις 9 Σεπτεμβρίου του 1957, το Κογκρέσο αναγνώρισε πολιτικά δικαιώματα και στους μαύρους. Στις 23 Ιουνίου του 1958, πραγματοποιήθηκε η ιστορική συνάντηση του Κινγκ με τον Πρόεδρο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ. Στις 20 Σεπτεμβρίου του 1958, ο Κινγκ μαχαιρώθηκε στο θώρακα, στο κέντρο του Χάρλεμ, από την Αϊζόλα Κάρρυ. Από το Φεβρουάριο μέχρι τον Μάρτιο του 1959, ταξίδεψε και έμεινε στην Ινδία, ως προσκεκλημένος του Ινδού πρωθυπουργού, Νεχρού. Στις 24 Ιανουαρίου του 1960, ο Κινγκ μετακόμισε στην Ατλάντα και ορίστηκε πάστορας, στην ίδια εκκλησία με τον πατέρα του. Στις 22 Ιουνίου του ίδιου έτους, συναντήθηκε με τον υποψήφιο Πρόεδρο, Τζων Κέννεντυ. Στις 19 Οκτωβρίου του 1960, συνελήφθη για καθιστική διαμαρτυρία στην Ατλάντα και φυλακίστηκε, αφού αρνήθηκε να πληρώσει εγγύηση. Στις 16 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, συνελήφθη, κατά τη διάρκεια διαδήλωσης στο Ώλμπανυ, ενώ στις 27 Φεβρουαρίου του 1962, καταδικάστηκε με την κατηγορία της παράνομης διαδήλωσης. Στις 16 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς, ο Κινγκ συναντήθηκε με τον Πρόεδρο, πλέον, Τζων Κέννεντυ, ζητώντας την άμεση κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων.[4]

Το 1963, οργάνωσε μαζικές ειρηνικές διαδηλώσεις,[3] κατά των φυλετικών διακρίσεων, στο Μπέρμιγχαμ της Αλαμπάμα,[4] οι οποίες αντιμετωπίστηκαν με βία, σκύλους και πυροσβεστικές αντλίες από την αστυνομία. Αποτέλεσμα των συρράξεων αυτών ήταν η παγκόσμια ενασχόληση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, με το θέμα των φυλετικών διακρίσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες[3] και η σύλληψή του, στις 16 Απριλίου. Στις 28 Αυγούστου του ίδιου έτους,[4] εκφώνησε τον περίφημο λόγο του "Έχω ένα όνειρο", σε μια ειρηνική συγκέντρωση, στην Ουάσινγκτον,[1] παρουσία 250,000 ανθρώπων[3] όλων των φυλών.[1] Το Δεκέμβριο του 1964, του απονεμήθηκε Νόμπελ Ειρήνης,[4] ενώ ο αγώνας που έδωσε, οδήγησε στην ψήφιση του Νόμου περί Πολιτικών Δικαιωμάτων, ο οποίος εξουσιοδοτούσε την επιβολή της απάλειψης των φυλετικών διακρίσεων σε δημόσιους χώρους, από την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Η ανυπακοή του νόμου αυτού θα επέφερε ποινική δίωξη στους παραβάτες.[1] Στις 2 Ιανουαρίου του 1965, ο Κινγκ ανήγγειλε την έναρξη μιας καμπάνιας για τα διακαιώματα των μαύρων, με τίτλο: "Πρόγραμμα Αλαμπάμα". Επίσης, μέσα στο 1965, οργάνωσε διαδήλωση στη Σέλμα της Αλαμπάμα, για το δικαίωμα ψήφου στους μαύρους. Εκείνον τον καιρό, μάλιστα, υποστήριξε ότι οι νόμοι των πολιτικών δικαιωμάτων είναι άχρηστοι, αν δεν συνοδεύονται από αναγνώριση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών δικαιωμάτων. To Φεβρουάριο του 1965, ο Κινγκ φυλακίστηκε στη Σέλμα, με τον Μάλκολμ Χ να τού συμπαραστέκεται. Το Μάρτιο του ίδιου έτους, μαύροι και λευκοί διαδηλωτές του κινήματός του, συγκρούστηκαν με την έφιππη αστυνομία, του Μοντγκόμερυ. Μετά από εξέγερση μαύρων σε γκέτο του Λος Άντζελες, ο λόγος του Κινγκ έγινε πολύ πιο σκληρός, κατακρίνοντας τους δημάρχους των πόλεων των Βόρειων Πολιτειών και κατηγορώντας τους για τύφλωση και βραδύνοια. Tον Ιούλιο του 1965, ο Κινγκ ξεκίνησε περιοδείες και διαμαρτυρίες στα βόρεια της χώρας. Στις 6 Αυγούστου του 1965, υπογράφηκε από τον Λύντον Τζόνσον νέος νόμος για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων. Επίσης, εκείνον τον καιρό τάχθηκε ανοιχτά κατά του πολέμου του Βιετνάμ και του καθεστώτος της Νοτίου Αφρικής, ενώ συμμάχησε με τους καταπιεζόμενους της Λατινικής Αμερικής, θέλοντας να πετύχει μια ριζική αναδιάρθρωση της κοινωνίας. Την άνοιξη του 1966, ο Κινγκ περιόδευσε στην Αλαμπάμα, για την ενίσχυση των μαύρων υποψηφίων. Στις 16 Μαΐου, ο Κινγκ έκανε αντιπολεμική ομιλία, στην Ουάσινγκτον. Στις 10 Ιουλίου του ίδιου έτους, εγκαινιάστηκε καμπάνια για την ελεύθερη εγκατάσταση των μαύρων, στο Σικάγο. Στις 5 Αυγούστου του 1966, σε πορεία του κινήματός του, διαμέσου των συνοικιών των λευκών του Σικάγο, ο Κινγκ χτυπήθηκε από πέτρα, με τον ίδιο να δηλώνει ότι δεν είχε συναντήσει πουθενά πιο εχθρική ατμόσφαιρα από αυτήν.[4] Στις 4 Απριλίου του 1967, εκφώνησε το λόγο Πέρα από το Βιετνάμ, στην εκκλησία Ρίβερσαϊντ της Νέας Υόρκης, αποκάλώντας τις Η.Π.Α., "μεγαλύτερο προαγωγό βίας στον κόσμο[2] και λέγοντας σε όσους θα τόν αποκαλούσαν προδότη, μετά από αυτήν την ομιλία ότι θα ήταν προδοσία να μη μιλήσει. Το περιοδικό Τάιμ κατέκρινε την ομιλία του, ονομάζοντάς την "δημαγωγική συκοφαντία που ηχεί σαν εκπομπή του Ράδιο Ανόι", ενώ η Washington Post έγραψε: "ο Κινγκ ξεστόμισε πικρές και βλαπτικές καταγγελίες, τις οποίες δεν μπόρεσε (και δεν θα μπορούσε) να τεκμηριώσει. Με την ομιλία προσέβαλε τους φυσικούς του συμμάχους. Πολλοί που μέχρι σήμερα τον άκουγαν με σεβασμό δεν θα του δείξουν ποτέ πια την ίδια εμπιστοσύνη. O Κινγκ ακύρωσε τη χρησιμότητά του, για τον αγώνα, τη χώρα και το λαό του.".

Στις 12 Μαρτίου του 1967, η πολιτεία της Αλαμπάμα αναγκάστηκε να μετατρέψει όλα τα δημόσια σχολεία, σε μεικτά. Στις 25 του ίδιου μήνα, ο Κινγκ σε ομιλία του στο Σικάγο καταδίκασε την αμερικανική εξωτερική πολιτική για τον Πόλεμο του Βιετνάμ, ενώ στις 4 Απριλίου, στη Νέα Υόρκη, έθιξε το ίδιο ακριβώς θέμα. Το καλοκαίρι του 1967, η εξέγερση των μαύρων εξαπλώθηκε σε 150 πόλεις. Για να αντιμετωπίσει την πρωτοφανή κινητοποίηση, η κυβέρνηση του Λύντον Τζόνσον έστειλε στρατό και τανκς, στο Ντιτρόιτ, όπου συνέβαιναν οι σημαντικότερες ταραχές (23 - 30 Ιουλίου), με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 43 άνθρωποι. Την επομένη, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ έστειλε τηλεγράφημα καταγγελίας στον Πρόεδρο. Στα τέλη του 1967, ο Κινγκ προσπάθησε να πάρει μαζί του ανθρώπους από όλες τις φυλές, κυρίως, των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων,[4] ιδρύοντας την Εκστρατεία των Φτωχών[2] ή αλλιώς Καμπάνια του Φτωχού Λαού. Με αυτόν τον τρόπο, η μη βία, έδωσε τη θέση της στη μαζική ανυπακοή. Στις 30 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, ο Κινγκ φυλακίστηκε, ως υπεύθυνος των διαδηλώσεων του Μπέρμιγχαμ. Το Δεκέμβριο του 1967, ο Κινγκ δήλωσε: "Πρέπει να σας ομολογήσω σήμερα, ότι, λίγο καιρό μετά την ομιλία μου εκείνη στην Ουάσιγκτον ("Εχω ένα όνειρο"), άρχισα να βλέπω ότι το όνειρο είχε μεταβληθεί σε εφιάλτη. Ηταν όταν τέσσερα όμορφα, ανυπεράσπιστα, αθώα, μαύρα κορίτσια δολοφονήθηκαν σε μια εκκλησία του Μπέρμιγγχαμ της Αλαμπάμα.". Η προπαγάνδα εναντίον αυτού και του κινήματός του κλιμακώθηκε, όταν ο τύπος ξεκίνησε να προειδοποιεί για την "ένοπλη εξέγερση" που ετοίμαζε ο Κινγκ. Στις 28 Μαρτίου του 1968, ο Κινγκ πήγε στο Μέμφις, για να συμπαρασταθεί σε απεργούς. Κατά τη διάρκεια της διαδήλωσης, δημιουργήθηκαν επεισόδια, κατά τα οποία ένας μαύρος έφηβος δολοφονήθηκε.[4] Στις 3 Απριλίου του 1968 (μια ημέρα πριν από το θάνατό του) έδωσε τον τελευταίο του λόγο: Έφθασα στην Κορυφή του Όρους.[2] Μέχρι και εκείνη την ημέρα, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ αποτελούσε τον "πιο επικίνδυνο νέγρο της χώρας" για τη CIA και το FBI. Παρακολούθηση από το FBI Ο -ανοιχτά ρατσιστής- αρχηγός του FBI, Έντγκαρ Χούβερ πίστευε πως, ο Κινγκ ήταν όργανο υπόπτων κομμουνιστών. Ο Χούβερ προσπάθησε μέσω κοριών να τόν παγιδεύσει αποδεικνύοντας ότι, ο Κινγκ ήταν προδότης των Ηνωμένων Πολιτειών. Το 1963, ο Τέυλορ Μπραντς έγραψε σε μελέτη του, για το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων ότι ο Χούβερ ήταν τόσο σίγουρος για την ενοχή του Κινγκ, ώστε το FBI δεν τόν ειδοποιούσε καν για τις απειλές της ζωής του. Ωστόσο, το μόνο που κατάφεραν να ανακαλύψουν ήταν ερωτικές εξωσυζυγικές σχέσεις του Κινγκ, των οποίων μαγνητοφωνημένο υλικό έστειλαν στη γυναίκα του, προς το τέλος του 1964, με σκοπό να οδηγήσουν τον ίδιο στην αυτοκτονία, ενώ στην οικία των Κινγκ στέλνονταν και πολλές απειλητικές επιστολές. Λέγεται ότι για να τά καταφέρει όλα αυτά ο Χούβερ είχε την πλήρη κάλυψη του Γενικού Εισαγγελέα, Ρόμπερτ Κέννεντυ, καθώς, στις 10 Οκτωβρίου τού 1963 επέτρεψε την παγίδευση του τηλεφώνου του Κινγκ. Πολλά χρόνια αργότερα ο Καρλ Ρόουαν, ο οποίος είχε υπηρετήσει στις κυβερνήσεις Κέννεντυ και Τζόνσον, ισχυρίστηκε πως, αμφότεροι οι Πρόεδροι των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής γνώριζαν για τις δράσεις του Χούβερ.[4] Θρησκευτικές πεποιθήσεις

Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ αντιλαμβανόταν το Θεό ως μια εμπρόσωπη οντότητα, η οποία οδηγεί τον άνθρωπο.
  Θάνατος Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ δολοφονήθηκε στις 4 Απριλίου του 1968 στο Μέμφις του Τεννεσσί, ενώ βρισκόταν στο μπαλκόνι[1] του πανδοχείου Λωρέιν,[2] στο οποίο βρισκόταν μαζί με τους συνεργάτες του.[1] Ο θάνατός του διαπιστώθηκε, στο Νοσοκομείο Σαιντ Τζόζεφς. Στις 9 Απριλίου, ο Κινγκ κηδεύτηκε στην Ατλάντα.[4] Σχεδόν ένα χρόνο μετά, στις 10 Μαρτίου του 1969, ο Τζέιμς Ερλ Ρέυ, ομολόγησε τη δολοφονία του Κινγκ και καταδικάστηκε σε κάθειρξη 99 ετών.[1]


Μεταθανάτια αναγνώριση

Λίγους μήνες μετά τον θάνατο του Κινγκ, ο Καρλ Ουέντελ Χάιμς έγραψε για τον Κινγκ το ποίημα "Ο άβολος ήρωας".[4] Ο Κινγκ τιμήθηκε με το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας, μετά το θάνατό του.[3] Η 4η Απριλίου γιορτάζεται ως η ημέρα του Μάρτιν Λόυθερ Κινγκ Τζούνιορ,[2] ενώ η 15η Ιανουαρίου αποτελεί εθνική εορτή των Η.Π.Α. Ο Ρόναλντ Ρίγκαν υπέγραψε τη διάταξη για τη θέσπιση του εθνικού εορτασμού, το Νοέμβριο του 1983. Ο Ρίγκαν, παλαιοτερα, υποψιαζόταν ότι ο Κινγκ ήταν κομμουνιστής και γι' αυτό, ως κυβερνήτης της Καλιφόρνια, ζήτησε να ληφθούν μέτρα εναντίον του

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%AC%CF%81%CF%84%CE%B9%CE%BD_%CE%9B

Σήμερα... 15/1

Αποτέλεσμα εικόνας για λουλουδια





Δημοφιλείς αναρτήσεις