Σάββατο 30 Ιουνίου 2012

Η Ανακάλυψη... του Σωτήρη Κανελλόπουλου *

http://www.onestory.gr/post/26027266627

 _Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ…

του Σωτήρη Κανελλόπουλου *
.
Μα πού είσαι παιδί μου;
-Δεν με ακούς μωρό μου;
Οι ανήσυχες φωνές, ταυτόχρονες από δυο ξεχωριστές πλευρές, γέμισαν τον χώρο με τη συγκρατημένη αλλά φανερή αγωνία των μεγάλων που έχασαν για λίγο έστω τον έλεγχο των παιδιών τους.
Παρόλο το χαμόγελο που στολίζει τα πρόσωπα που φάνηκαν να πλησιάζουν• οι μεγάλοι ξέρουν να κρύβουν τις σκέψεις τους όταν το θελήσουν…
Τα δυο παιδικά μουτράκια κοιτάχτηκαν χαμογελαστά• συνεννοήθηκαν.
Θα ήταν η δική τους ανακάλυψη.
Είχαν βρει το μόνο πράγμα χωρίς όνομα! Και δεν θα μοιραζόντουσαν το μυστικό τους με κανέναν άλλον.
Τι κι αν, στα πέντε τους χρόνια, οι μεγάλοι δεν τους είχαν ικανούς για τίποτα…
Αυτοί, λίγο πριν, εκεί, είχαν κάνει τη μεγάλη τους ανακάλυψη.
Την κατάδική τους ανακάλυψη.
Μόλις είχαν βρει το μόνο πράγμα στον κόσμο που δεν έχει όνομα.
Έτσι το βάφτισαν οι εμπειρίες των πέντε τους χρόνων…
Δειλά και φοβισμένα γύρισαν προς το μέρος των μαμάδων, μα λίγο πριν απομακρυνθούν οριστικά, άπλωσαν τα τόσο δα χεράκια τους και ίσα που άγγιζαν τα ακροδάκτυλά τους. Δείκτης με δείκτη κάθε χεριού.
-Τα κορίτσια τίποτα δεν ξέρουν,
-Τα αγόρια δεν καταλαβαίνουν τίποτα,
δυο σκέψεις που ταξίδεψαν στο χώρο και τον χρόνο καθώς τα παιδικά κορμάκια χάθηκαν στις μητρικές αγκαλιές.
Ποιος ξέρει αν θα ξανασυναντηθούν;
Τα καλοκαίρια περνούν, οι χειμώνες φέρνουν κρύα, η Άνοιξη στολίζει τη φύση, τα παιδιά μεγαλώνουν οι κόσμοι τους αλλάζουν, τα σχολεία φροντίζουν τα όρια να είναι μετρημένα και τα όνειρα να βγαίνουν από τα σωστά καλούπια.
Ο έρωτας, νέες ανακαλύψεις καθώς τα σώματα γίνονται εργαλεία για πειράματα, ο ουρανός κι η γη κλεισμένοι πια σε φωτισμένες λεωφόρους και απόμερα δρομάκια, τα κορμιά αχόρταγα ζητούν την προλακτίνη να γεμίζει τα κύτταρα τους με κάθε ευκαιρία.
Οι παιδικές ανακαλύψεις γίνονται μακρινές αναμνήσεις που άλλοτε φέρνουν τρυφερό χαμόγελο άλλοτε μικρές ντροπές.
-Μου αρέσεις
-Σε θέλω.
Τι σημασία έχει το ποιο στόμα μίλησε πρώτο…
Και πώς.
Λίγο μετά, κορμιά όρθια, ακουμπισμένα στον κορμό του δέντρου, παντελόνι κατεβασμένο, φούστα -ευτυχώς καλή επιλογή για απόψε-, ανεβασμένη, πόδι με δωδεκάποντο τακούνι, τυλιγμένο φίδι γύρω από τη μέση του, τα βογκητά κι αναστεναγμοί μαζί με την κοφτή ανάσα και το λαχάνιασμα να σμίγουν με τις δονήσεις της μουσικής που βρυχάται από τα μπάσα των ηχείων.
Λίγωμα πριν από το τέλος, κραυγές κι αναστεναγμοί, λύσιμο των κορμιών και των συναισθημάτων.
-Πώς σε λένε; ταυτόχρονη ερώτηση.
Ξάφνιασμα και γέλιο.
-Πώς το λένε, πες καλύτερα, η ξεθωριασμένη ανάμνηση μιας παλιάς ανακάλυψης, που έρχεται απρόσμενα να σταθεί εκεί εμπρός, βγάζοντας περιπαιχτικά τη γλώσσα.
-one night stand
-πήδημα
-γαμήσι
ο καταιγισμός των λέξεων.
Λες να έχει σημασία από ποιον η κάθε μια;
Γέλια.
-Τα λέμε.
Πεταχτό φιλί και μεταβολή.
Λίγο πριν το οριστικό αντίο, -μα πως να δώσεις το χέρι σου σαν σε καθώς πρέπει γνωριμίες;- ένα άγγιγμα δείκτη με δείκτη των απλωμένων χεριών, μπορεί να ορίζει και μια ανομολόγητη επιθυμία.
Επιστροφή της, στον κόσμο τής μουσικής. Άναμμα τσιγάρου, λίγο ποτό στα χείλη να τα ποτίσει για να ανθίσει κι άλλο εκεί η ηδονή. Παράδοση στα κύματα των ήχων.
Επιστροφή του στη σέλα της μηχανής, τέρμα τα γκάζια, ελιγμοί ανάμεσα στα φώτα της νύχτας. Προορισμός ο δρόμος.
Οι κραδασμοί του μοτέρ μεταφέρονται στο σώμα που έχει κολλήσει στο μέταλλο της μηχανής και ψάχνει τη συχνότητα των δονήσεων της φύσης.
Οι ήχοι από τα ηχεία, κραδασμοί στο κορμί που θέλει να χαλαρώσει, -ενώ ταυτόχρονα ζητάει παράταση της ηδονής αιώνια, όχημα για τη μεταφορά του στις δονήσει της φύσης.
Συντονισμό να το πεις; Αιθέρα που συναρμόζει αενάως δονήσεις σωμάτων ασωμάτων και ψυχών;
-Οι άντρες δεν καταλαβαίνουν τίποτα.
-Οι γυναίκες είναι στον κόσμο τους.
Ταυτόχρονη σκέψη.
Η αίσθηση του πριν λίγη ώρα αγγίγματος των ακροδακτύλων, πλημμύρα συναισθημάτων.
Η λάμψη φωτίζει την ανακάλυψη.
Το μόνο πράγμα που δεν έχει όνομα!
Τα καλοκαίρια κάποτε τελειώνουν.
Αν μη τι άλλο, χρειάζεται να προετοιμαστείς για να αντιμετωπίσεις με αξιοπρέπεια, τον χειμώνα που έρχεται.
Στητός, αφύσικα στητός, με τα πόδια μόλις να μπορούν να σηκωθούν από τη γη, ακολουθεί υπάκουα τη διαδρομή που το σταφιδιασμένο χέρι της, τού ορίζει.
Κι αμίλητος. Με το βλέμμα άδειο.
Τα λίγα μαλλιά κάτασπρα, τα γένια μερικών ημερών, χωρίς καμιά περιποίηση από το χέρι που μάλλον δεν ξέρει πια πώς να το κινήσει.
-Κάθισε και περίμενε. Είπα εγώ τι να σου κάνουν. Εντολή και συνάμα μητρικό σχεδόν ενδιαφέρον, από τη συνοδό του, σύντροφο ζωής μάλλον, λίγο πριν εκείνη ανοίξει την πόρτα και ακολουθήσει τις δικές της διαδρομές.
Το βλέμμα πάντα απλανές. Ακόμα κι όταν το χέρι του τεχνίτη κάνει μασάζ με τη σαπουνάδα στο άνυδρο μάγουλο.
Κανείς ήχος. Μόνο εκείνος της λάμας που απομακρύνει τις τρίχες από το απαθές πρόσωπο.
Και της μηχανής που καθαρίζει τον σβέρκο.
Πόσα φιλιά να έχει δεχτεί αυτό το πρόσωπο;
Πόσα γυμνά μπράτσα να τυλίχτηκαν γύρω από αυτόν τον σβέρκο;
-Έτοιμος! η φωνή του μπαρμπέρη, ανακοινώνει τη λήξη των εργασιών.
-Πάμε, η φωνή της γυναίκας, που τώρα βλέπεις κι εσύ μέσα από τον καθρέφτη.
Αλήθεια πότε γύρισε; Αφού την είδες να φεύγει. Πώς ήξερε ποια ώρα ακριβώς να γυρίσει;
Λίγο πιο μετά, οι δυο τους, στον δρόμο πλάι στις γραμμές του τραμ• το βαρύ όχημα ξεκινάει από τη στάση.
Αυτός, αφύσικα στητός, με τα πόδια μόλις να καταφέρνει να τα σηκώσει από τη γη, έχει αφεθεί να τον οδηγεί αυτή, η λιπόσαρκη, με το ρυτιδιασμένο πρόσωπο και τον σταφιδιασμένο λαιμό.
Καθώς το τραμ περνάει από δίπλα τους, το χέρι του απομακρύνεται λίγο από το χέρι της, τόσο που ίσα τα ακροδάκτυλα, δείκτης με δείκτη, να ακουμπούν.
-Οι άντρες είναι πάντα παιδιά, μουρμουρίζει εκείνη προσπαθώντας να του πιάσει σφιχτά προστατευτικά μα και συνάμα τρυφερά το χέρι.
Κάτι σαν χαμόγελο, φάνηκε να σχηματίζεται στο πρόσωπο εκείνου καθώς οι ρόδες του συρμού πάνω στις γραμμές τους, μοιάζουν να χτυπούν στον ρυθμό:
-τα-κορίτσια-τίποτα-δεν-ξέρουν…-τα-κορίτσια-τίποτα-δεν-ξέρουν…-τα-κορίτσια-τίποτα-δεν-ξέρουν…
μέχρι που το βαρύ όχημα χάνεται πίσω από τον κοκκινωπό όγκο της εκκλησιάς, γλιστρώντας πάνω στις γραμμές της προκαθορισμένης τροχιάς του που το φέρνουν πίσω στην αφετηρία…
.
Ο Σωτήρης Κανελλόπουλος γεννήθηκε μεγάλωσε και γερνάει στην Αθήνα. Έκανε σπουδές περί τα οικονομικά, τη μηχανολογία, την πληροφορική και άλλα,  για να  ταλαιπωρήσει τελικά τις μετέπειτα από αυτόν γενιές, επιλέγοντας να υπηρετήσει την επαγγελματική εκπαίδευση. Κείμενά του έχει εμφανίσει στα blog που κατά καιρούς έχει στήσει. Γράφει όποτε έχει διάθεση. Ξεκίνησε να γράφει, κυρίως για να ισορροπήσει τα έξω με τα εντός του.
[ facebook ] [ e-mail ]

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Ο πόλεμος μέσα απο τα μάτια ενός μικρού παιδιού του Τριαντάφυλλου – Αλέξανδρου Κουτρούλη *

http://www.onestory.gr/post/26094353911

_Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΕΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ

του Τριαντάφυλλου – Αλέξανδρου Κουτρούλη *
.
Σκαλίζω τα πράγματα στο γραφείο μου. Ψάχνω να βρω ν’ ακούσω λίγη μουσική, να με χαλαρώσει. Ένα cd πέφτει από τα χέρια μου και καταλήγει στο πάτωμα. Το σηκώνω και βλέπω ένα άγνωστο γραφικό χαρακτήρα, να έχει γράψει πάνω «Μην ξεχάσεις ποτέ».  Το κοιτάω περίεργα, προσπαθώντας να θυμηθώ πως βρέθηκε εδώ, αλλά η μνήμη μου δεν είναι διατεθειμένη να με βοηθήσει απόψε.
«Ας τ’ ακούσουμε» σκέφτομαι, ενώ μ’ έχει φάει η περιέργεια να δω τι έχει μέσα και σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ ποιος μου το είχε δώσει. Το βάζω στο στερεοφωνικό, που μ’ ενημερώνει ότι έχει μόνο δύο κομμάτια μέσα. «Περίεργο» είπα σιωπηλά στον εαυτό μου.
Η μουσική ξεκίνησε να παίζει και εκείνο το «περίεργο» άρχισε να γίνεται «παράξενο» καθώς άκουγα το Ederlezi του Bregovic. Είχα χρόνια να τ’ ακούσω, εκ πεποιθήσεως, μου έφερνε άσχημες αναμνήσεις εκείνο το κομμάτι. «Ας είναι» μονολόγησα και ξάπλωσα στο κρεβάτι. Έκλεισα τα μάτια μου, ακριβώς για μια στιγμή…
Άκουσα πυροβολισμούς κι ερπύστριες αρμάτων να τρίζουν. Φωνές και κόσμο να ουρλιάζει. Πανικό. Προσπάθησα να καταλάβω από πού έρχονται, αλλά δεν καταλάβαινα. Άνοιξα τα μάτια μου και είδα μπροστά μου ένα πεντάχρονο παιδί, να κάθεται μπροστά σε μία τηλεόραση. Να παρακολουθεί, οκλαδόν στο πάτωμα, τις ειδήσεις των έξι. «Πόλεμος!» φώναξα τρομαγμένος κι έτρεξα στο παράθυρο να δω τι γίνεται έξω, μα όλα ήταν ήσυχα. Ήταν ακόμη ένα συνηθισμένο ανοιξιάτικο απόγευμα.
Γύρισα πίσω στην τηλεόραση για να καταλάβω τι γίνεται και διάβασα τους τίτλους των ειδήσεων. «Πόλεμος στο Σαράγεβο» έγραφε κι όσο κι αν ήθελα ν’ ακούσω τους δημοσιογράφους, όσο κι αν μ’ έκαιγε να παρακολουθήσω το πολεμικό ρεπορτάζ, οι πυροβολισμοί και η μουσική δεν μ’ άφηναν να το κάνω.
«Τι γίνεται μπαμπά;» ρώτησε το παιδάκι κάποιον και γύρισε το κεφάλι του προς τα πίσω κοιτάζοντας τον. Γύρισα κι εγώ κι είδα έναν άντρα, όχι πολύ μεγαλύτερο από εμένα, να κάθεται σ’ ένα καναπέ και να παρακολουθεί τις ειδήσεις. «Πόλεμος παιδί μου» απάντησε εκείνος.
Ήθελα να ρωτήσω, να καταλάβω γιατί ήμουν εκεί, γιατί τα έβλεπα όλα αυτά, μα η μόνη απορία που είχα, ήταν ακριβώς η ίδια με του παιδιού που καθόταν δίπλα μου. «Γιατί μπαμπά;»
«Οι άνθρωποι πολεμούν για την ελευθερία τους παιδί μου» μας απάντησε εκείνος.
«Γιατί; Τους έχουν στην φυλακή;» ρώτησε ο μικρός κι εκείνη την στιγμή δεν ήξερα αν έπρεπε να γελάσω ή να κλάψω. Ή αν θα έπρεπε να εξηγήσω στον μικρό γιατί υπάρχει ο πόλεμος.
«Όχι παιδί μου. Δεν τους έχουν φυλακή. Απλά οι άνθρωποι εκείνοι, θέλουν να ζήσουν στην χώρα τους ελεύθερα, χωρίς να έχουν άλλους πάνω από το κεφάλι τους» απάντησε ο πατέρας του μικρού, όσο πιο απλά μπορούσε.
«Και γιατί εκείνοι οι άνθρωποι κάθονται εκεί μπαμπά;» ξαναρώτησε ο μικρός δείχνοντας την τηλεόραση.
«Γιατί δεν θέλουν να υπάρχει πόλεμος παιδί μου» απάντησε εκείνος κι εγώ γύρισα να δω τους Βόσνιους που διαδήλωναν. Η τηλεόραση έδειχνε πλάνα από την πολιορκία του Σαράγεβο και ο εκφωνητής ανακοίνωνε πως οι νεκροί αυξάνονταν καθημερινά.
«Τι σημαίνει σκοτώθηκαν μπαμπά;» ξαναρώτησε ο μικρός με πείσμα, προσπαθώντας να καταλάβει τι γίνεται σ’ εκείνο το κουτί απέναντί του.
«Πέθαναν παιδί μου» απάντησε ο πατέρας του παιδιού λιτά. Ο μικρός δεν το καταλάβαινε. Δεν μπορείς πραγματικά να συνειδητοποιήσεις την δύναμη αυτής της λέξης αν δεν έχεις νιώσει κάποια προσωπική απώλεια.
«Δηλαδή μπαμπά;» συνέχισε ο μικρός.
«Πήγανε στον ουρανό» απάντησε ο πατέρας του.
«Γιατί; Ήταν κακοί άνθρωποι;» ρώτησε πάλι ο μικρός.
«Είσαι μικρός για να καταλάβεις. Είναι κακό πράγμα ο πόλεμος, δεν πρέπει να γίνεται. Μερικές φορές δεν υπάρχουν άλλες λύσεις. Είναι όπως μαλώνω εγώ με την μαμά» απάντησε ο πατέρας του και η μουσική άλλαξε σε κάτι ακόμη πιο παράξενο και περίεργο.
Ένα τραγούδι που είχα ξανακούσει παλιά, μία, ίσως και δύο φορές, μαζί με κάποιο γνωστό όταν είχαμε πιάσει μια παρεμφερή συζήτηση. Ένα παλιό φίλο που τα είχε ζήσει από κοντά και μου το είχε μεταφράσει. Μα δεν μπορούσα να θυμηθώ ούτε τον τίτλο του τραγουδιού, ούτε τι ακριβώς έλεγε. Μιλούσε για τον πόλεμο και τα πρώτα θύματα, για μια κοπέλα, την πρώτη νεκρή του πολέμου.
«Και μια είδηση που μόλις τώρα μας ήρθε» ανακοίνωσε ο εκφωνητής του δελτίου ειδήσεων και η εικόνα άλλαξε απότομα. «Ελεύθεροι σκοπευτές σκότωσαν ένα ζευγάρι που προσπάθησε να βγει απ’ το Σαράγεβο». Η τηλεόραση άρχισε να δείχνει εικόνες από ένα νεκρό ζευγάρι πάνω σε μια γέφυρα, κι ο μικρός το κοιτούσε παραξενεμένος, ίσως και να νόμιζε πως εκείνα τα δυο παιδιά που ήταν πεσμένα κι αγκαλιασμένα στο δρόμο κοιμόντουσαν και κάποια στιγμή θα ξυπνούσαν.
Κι εγώ βρέθηκα, μέσα σ’ ένα άνευ προηγουμένου παραλήρημα, να κλαίω και να βλέπω ξανά εκείνες τις εικόνες. Να αναρωτιέμαι, γιατί πρέπει να πεθαίνουν οι άνθρωποι μ’ αυτόν τον τρόπο; Γιατί να πέφτουν νεκροί από τις σφαίρες άλλων ανθρώπων;
«Κλείσε την τηλεόραση, βλέπει το παιδί» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή μέσα στο χώρο.
«Να βλέπει, να μαθαίνει. Τι θα κάνει αύριο – μεθαύριο, όταν έρθουν να του πάρουν το σπίτι; Τι θα κάνει όταν θα τον κάνουν σκλάβο;» απάντησε ο πατέρας του παιδιού και έβλεπα τον μικρό να έχει κολλήσει στην τηλεόραση, να προσπαθεί να χωρέσει στο μυαλουδάκι του όλα αυτά που συνέβαιναν στον κόσμο.
«Κλαίς;» άκουσα μια φωνή στ’ όνειρό μου κι οι πυροβολισμοί μαζί με το πολεμικό ρεπορτάζ σταμάτησαν απότομα. Μόνο η περίεργη εκείνη μουσική, με τους άγνωστους στίχους παρέμεινε. Τους στίχους που άρχισαν να βγάζουν νόημα.
«Πρέπει να με πήρε ο ύπνος» απάντησα στην γυναίκα μου, που με κοιτούσε απορημένη.
«Μα καλά, τι ακούς;» με ρώτησε απευθυνόμενη στην μουσική, την ώρα που προσπαθούσα να σκουπίσω τα δάκρυά μου και να σηκωθώ από το κρεβάτι.
«Πού ξέρω;» της απάντησα. «Βρήκα ένα cd και το έβαλα να παίξει. Βοσνιακά δεν είν’ αυτά;»
«Ναι, Βοσνιακά είναι. Δεν ήξερα ότι η μουσική σου παιδεία φτάνει μέχρι εκεί καλέ μου» μου απάντησε χαμογελώντας κι άρχισα να θυμάμαι που το είχα βρει εκείνο το cd. Ήμουν με τον φίλο μου, τον Κριστιάν που έζησε τον πόλεμο από κοντά, πιτσιρικάς τότε, μου ‘χε αφηγηθεί τα γεγονότα από την σκοπιά του πιτσιρικά.
Η Ναταλία απέναντί μου γέλασε και έβγαλε το cd από το στερεοφωνικό. Το πήρε στα χέρια της και το κοίταξε. «Μην ξεχάσεις ποτέ;» με ρώτησε.
«Μην ξεχάσεις ποτέ» της απάντησα και ήρθε στην αγκαλιά μου.
«Δεν είναι δικά σου γράμματα αυτά Βασίλη. Ποιος το έγραψε;» με ρώτησε χαμογελαστά.
«Ένας φίλος» της απάντησα.
«Τι σε πιάνει τώρα;» με ρώτησε ανήσυχη.
«Δεν με πιάνει κάτι κορίτσι μου. Απλά θυμήθηκα πολλά με αυτή τη μουσική. Άκουγα πυροβολισμούς στον ύπνο μου, άκουγα ερπύστριες να τρίζουν, κόσμο να φωνάζει, κραυγές, ουρλιαχτά» της απάντησα.
«Βασίλη, δεν έζησες εδώ, δεν ξέρεις πως ήταν τα πράγματα τότε. Γιατί αναλώνεσαι σε μια κατάσταση που δεν πρόκειται να έρθει ποτέ ξανά;» με ρώτησε.
«Μπορεί να μην ήμουν εδώ, αλλά τα έζησα μέσα από ένα μεγάλο τετράγωνο κουτί, που λέγεται τηλεόραση» της απάντησα κι εκείνη την στιγμή συνειδητοποίησα πως ο πιτσιρικάς στ’ όνειρό μου ήμουν εγώ. Κι ο πατέρας μου, ήταν τότε, λίγο μεγαλύτερος από εμένα τώρα. Τι να μου έλεγε και τι να μου εξηγούσε; Πως ο κόσμος πεθαίνει για τα ιδανικά του και για τις αξίες του; Πράγματα που ένας πεντάχρονος δεν θα μπορούσε να καταλάβει ποτέ.
«Τι σκέφτεσαι τώρα κι είσαι έτσι;» με ρώτησε η Ναταλία.
«Έβλεπα τον πατέρα μου στον ύπνο μου και τον εαυτό μου όταν ήμουν πέντε κι έβλεπα μπροστά μου τον πόλεμο. Στην τηλεόραση» της απάντησα.
«Μα δεν ήσουν πέντε τότε» μου είπε.
«Όνειρο ήταν κορίτσι μου. Κοιμήθηκε το ζιζάνιο;» την ρώτησα.
«Ναι, αφού μου έβγαλε την ψυχή, κοιμήθηκε» μου απάντησε γελώντας.
«Τι θα της πω ρε Ναταλία, αύριο – μεθαύριο; Πώς θα της μιλήσω για πόλεμο; Για νεκρούς; Για άρματα και στρατούς; Για ιδεολογίες και για την ιστορία;» την ρώτησα και ένιωθα τα μάτια μου να ξαναγεμίζουν με δάκρυα.
«Όταν κάποτε έρθει ο καιρός θα της πεις όσα πρέπει να της πεις. Και να είσαι σίγουρος ότι θα διαμορφώσει την δική της γνώμη για όλα αυτά. Μπορεί να παραταχθεί στην πρώτη γραμμή και να γίνει το πρώτο θύμα. Μπορεί να είναι στην άλλη μεριά και να πατήσει την σκανδάλη. Μπορεί να γίνει ιδεαλίστρια και να ξεσηκώσει τον κόσμο. Μπορεί να ασχοληθεί με τα κοινά. Πολλά μπορεί να συμβούν, αλλά ζούμε σε μια ειρηνική εποχή. Γιατί να γεμίζεις το μυαλό σου με πράγματα που δεν έχουν καμιά απολύτως σημασία αυτή τη στιγμή; Πάνε Βασίλη, πέρασαν αυτά…» μου απάντησε η Ναταλία σε μια προσπάθεια να μου φτιάξει το κέφι.
«Δεν περνάνε Ναταλάκι μου. Έρχονται και ξανάρχονται και πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι. Έχουμε διαφορετικές απόψεις σ’ αυτό το θέμα» της είπα.
«Ωραία, μπορείς να μου πεις τις απόψεις σου και τις ανησυχίες σου μικρέ Βασίλη;» με ρώτησε και το μυαλό μου γύρισε πολλά χρόνια πίσω, έψαξε και βρήκε εκείνες τις αναμνήσεις. Στις οποίες δεν ήμουν πέντε. Ήμουν αρκετά μεγαλύτερος. Εκείνες τις αναμνήσεις που επί τρία χρόνια και κάτι, έβλεπα καθημερινά στις ειδήσεις την πολιορκία του Σαράγεβο και προσπαθούσα να βρω μια άκρη σ’ όλα αυτά που γινόντουσαν. Προσπαθούσα μόνος μου να καταλάβω το γιατί. Γιατί να σκοτώνονται οι λαοί; Γιατί να στρέφουν τα όπλα τους ο ένας στον άλλον, αδέρφια, γείτονες, και φίλοι;
«Προσπαθούσα τότε να καταλάβω το γιατί καλή μου Ναταλία. Ήθελα να είμαι μεγαλύτερος, να μπορέσω να πολεμήσω κι εγώ για όλα εκείνα που μου έλεγαν. Για την ελευθερία, για τις ιδέες μου, για να έχω το δικαίωμα να ακούγεται η φωνή μου, για την δημοκρατία. Τελείωσε ο πόλεμος και μεγαλώνοντας έμαθα να τον μισώ. Έμαθα να μισώ τον στρατό που σκότωσε τόσο κόσμο. Έμαθα να μισώ τα όπλα που μ’ ένα απλό κλικ αφαιρούνε μία ζωή. Έμαθα να μισώ τις ακραίες λύσεις» της απάντησα.
«Ναι, αλλά πήγες στον στρατό, όταν έπρεπε να πας» μου απάντησε η Ναταλία χαμογελαστά.
«Έπρεπε Ναταλία. Όπως και τα σύνορα πρέπει να υπάρχουν» της είπα κι εγώ.
«Τα σύνορα υπάρχουν για να ενώνουν τους λαούς Βασίλη. Όχι για να τους χωρίζουν. Αυτό να μάθεις στην κόρη μας» είπε η Ναταλία με τον ίδιο χαρούμενο τρόπο.
«Κι όταν ο στρατός γυρνάει ενάντια στο λαό;» την ρώτησα.
«Τότε η Νίνα μας θα βγει σε μια γέφυρα να τους πολεμήσει, να τους κατακτήσει και να βγάλει την ελευθερία της από την φυλακή που την έκλεισαν» μου απάντησε.
«Έχεις πάρει χαμπάρι ότι ζω τα τελευταία εφτά χρόνια στο Σαράγεβο μαζί σου;» την ρώτησα.
«Σε πιάσανε πάλι τα υπαρξιακά σου Βασίλη» μου απάντησε η Ναταλία και μου χάιδεψε τα μαλλιά σαν να ήμουν ένα πεντάχρονο παιδί. «Όταν βγαίνεις έξω βλέπεις ακόμη κτήρια να καίγονται;» με ρώτησε.
«Όχι» της απάντησα.
«Αίματα στους δρόμους;»
«Ούτε».
«Περιμένεις να σε τουφεκίσουν ελεύθεροι σκοπευτές;» συνέχισε με εκείνο το ανακριτικό ύφος.
«Όχι κορίτσι μου».
«Τότε να είσαι χαρούμενος που δεν υπάρχουν αυτά. Και να προσπαθήσεις να μην υπάρξουν ποτέ Βασίλη».
«Δεν είναι εκεί το θέμα μου, στο τι θα κάνω εγώ. Ξέρω. Ξέρω ότι για να προστατεύσω αυτούς που αγαπάω. Τι θα πω στην μικρή; Εκεί κολλάω» της απάντησα.
«Να πάρει τ’ όπλο αν χρειαστεί και να βγει στο δρόμο. Μόνο όμως για να προστατεύσει τον εαυτό της. Όχι για να επιβληθεί στους άλλους» είπε η Ναταλία.
«Εντάξει ψυχή μου» της είπα και σηκώθηκα από το κρεβάτι. Φόρεσα τα παπούτσια μου και είδα πως με κοίταξε παράξενα. «Θα βγω να περπατήσω» της είπα και μου χαμογέλασε, κατάλαβε πως μ’ είχε ηρεμήσει η κουβέντα μας.
«Θα σε περιμένω. Μην αργήσεις» μου απάντησε.
Πήρα τα κλειδιά κι έφυγα από το σπίτι. Έβλεπα γνωστούς δρόμους, τόσα χρόνια που ζούσα εδώ, τους είχα πλέον μάθει. Μα σήμερα που τους ξανακοίταζα, στο μυαλό μου υπήρχαν εκείνες οι εικόνες που ποτέ δεν κατάφερα να σβήσω. Βάδισα αρκετά κι έφτασα στην γέφυρα. Κοίταξα το ποτάμι από κάτω κι άναψα ακόμη ένα τσιγάρο σκεφτόμενος, όσα είχα δει στ’ όνειρό μου. Όλα όσα φοβόμουν.
Φοβόμουν τον κόσμο που μεγάλωνα την κορούλα μου και τον εαυτό μου. Γιατί κι εγώ ένα φοβισμένο παιδί ήμουν, δεν κατάφερα να μεγαλώσω ποτέ. Φοβόμουν τις αξίες που θα έδινα σ’ ένα μικρό πλασματάκι, που σε μερικά χρόνια θα πολεμούσε καθημερινά την πραγματικότητα, όπως το κάναμε εγώ κι η μάνα της κάθε μέρα.
Φοβόμουν τα λάθη που έκαναν άλλοι πριν από εμένα. «Τι θα κάνει όταν έρθουν να του πάρουν το σπίτι;» άκουσα τα λόγια του πατέρα μου στο μυαλό μου.
«Θα παλέψω πατέρα» μονολόγησα. «Θα παλέψω και θα μάθω την κόρη μου να παλεύει, όπως μου δίδαξες εσύ».
.
Ο Τριαντάφυλλος – Αλέξανδρος Κουτρούλης κατάλαβε πως όσο του αρέσει να διαβάζει, τόσο του αρέσει και να γράφει. Κι αποφάσισε να παρατήσει την πληροφορική που τόσο αγάπησε και να αφήσει τους αναγνώστες του, να πλάθουν τις εικόνες πάνω στις ιστορίες του. Έκτοτε γράφει ακατάπαυστα, κυρίως στο ιστολόγιό του (onefrozenmind.blogspot.com) και ελπίζει πως κάποια μέρα θα καταφέρει να δει ένα δικό του έργο στα βιβλιοπωλεία.
[ facebook ] [ e-mail ]

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012

Νηφάλιοι μεσ΄την καταιγίδα

http://www.antifono.gr/portal/%CE%9A%CE%B1%CF%84%CE%B7%CE%B3%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B5%CF%82/%CE%91%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%8E%CF%80%CE%B9%CE%BD%CE%B5%CF%82-%CE%A3%CF%87%CE%AD%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CE%A4%CF%81%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%82-%CE%96%CF%89%CE%AE%CF%82/%CE%86%CF%81%CE%B8%CF%81%CE%B1/3539-%CE%9D%CE%B7%CF%86%CE%AC%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CE%B9-%CE%BC%CE%B5%CF%82-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%B1%CE%B9%CE%B3%CE%AF%CE%B4%CE%B1.html

Νηφάλιοι μεσ΄την καταιγίδα


Γιάννης Δ. ΙωαννίδηςΤο μέγεθος, και η επικινδυνότητα, της παρούσας κρίσης μπορούν να μετρηθούν στο βαθμό στον οποίο δοξολογούνται οι γυμνές βιολογικές ανάγκες καθώς και στην έκταση των πολιτικών δυνάμεων που διαλαλούν ότι, αυτές και όχι άλλες, μπορούν να εγγυηθούν την ικανοποίησή τους.
Όσο περισσότερες φωνές μπαίνουν σε τούτο το παιχνίδι τυφλής αναγωγής του ανθρώπινου στο βιολογικό, τόσο περισσότερο μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πως η κρίση προχωράει προς την καρδιά του υπάρχοντος πολιτισμού. Διότι αυτές οι φωνές πολλαπλασιάζονται όσο περισσότερο καταρρέουν όλες εκείνες οι ιδέες, οι θεσμοί και οι πρακτικές μέσα από τις οποίες ο κυρίαρχος πολιτισμός βεβαιώνει, πως η κοινωνική σχέση είναι ισχυρότερη της γυμνής ανάγκης − δηλαδή όλα όσα του επιτρέπουν να παρουσιάζεται πειστικά ως πολιτισμός.
Αρκετά μακριά από την έμφαση στον «υπερκαταναλωτισμό», που δίνεται από πολλές πλευρές ως εξήγηση αυτής της κρίσης, η αλήθεια είναι πως αυτή συνδέεται με τη σχεδόν 40ετή περίοδο μιας ξέφρενης χρησιμοποίησης του πιστωτικού χρήματος ως όπλου κυριαρχίας − αυτό που ονομάστηκε «νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση» −, η οποία εμπνεύστηκε, στηρίχτηκε και ενισχύθηκε από μια
  • αναδιάρθρωση του κυρίαρχου συστήματος οργάνωσης, δηλαδή διοίκησης των πραγμάτων, στηριγμένη στην «πανοπτικότητα» που φαινόταν να εξασφαλίζει η πληροφορική επέλαση του Τεχνικού Συστήματος,
και οδήγησε σε μια
  • αναδιάρθρωση του κυρίαρχου συστήματος παραγωγής, δηλαδή εργασίας, μέσα από την οποία παραχωρήθηκε στους διευθυντικούς υπαλλήλους του κεφάλαιου μερίδιο στη μετοχική σύνθεσή του και επομένως η συμμετοχή τους στη χρηματιστηριακή-τζογαδόρικη αντίληψη του επιχειρείν∙
μια
  • αναδιάρθρωση του κυρίαρχου συστήματος κυκλοφορίας, δηλαδή του χρηματοπιστωτικού συστήματος, μέσα από την παραγωγή τζογαδόρικων πιστωτικών «προϊόντων» (subprimes, cds, κ.τ.λ) που αντιμετώπισαν το χρήμα ως εμπόρευμα, δηλαδή ως κάτι που δεν είναι και που, μάλιστα, απαγορεύεται αυστηρά να είναι αν θέλει να επιτελεί τον κεντρικό ρόλο του ως «δεσμός όλων των δεσμών»∙
και τέλος (μετά το 1990) μια
  • αναδιάρθρωση του κυρίαρχου συστήματος διανομής, δηλαδή κατανάλωσης, με την πλασματική αύξηση της αγοραστικής δύναμης των μικρομεσαίων και χαμηλών στρωμάτων μέσα από τον ανεξέλεγκτο δανεισμό (αντί μιας αύξησης των μισθών) και την, δι’ αυτού του τρόπου, υπαγωγή και «συμμετοχή» και αυτών (από τη θέση του καρπαζοεισπράκτορα) στη χρηματιστηριακή-τζογαδόρικη αντίληψη του ζην.
Το υποκείμενο αυτών των αναδιαρθρώσεων − τόσο από την πλευρά του πομπού όσο και από την πλευρά του δέκτη τους − δεν ήταν, ασφαλώς, άλλο από το αποχαλινωμένο άτομο της ύστερης νεωτερικότητας,δηλαδή το νεωτερικό άτομο που
  • έχει πλέον εφησυχασθεί ως προς την ικανότητα της Τεχνικής να συντηρεί την κοινωνία υπό τη μορφή Συστήματος και υποσυστημάτων («όπως ανοίγω τη βρύση και τρέχει νερό, έτσι απλά ξυπνώ το πρωΐ και βρίσκω τον πολιτισμό στη θέση του»)∙
  • αισθάνεται αποδεσμευμένο από την ευθύνη να αγωνίζεται το ίδιο για τη συντήρησή της∙ και επομένως
  • ελεύθερο να πραγματώσει το όνειρο της νεωτερικότητας, που είδε τον πολιτισμό σαν «πηγή δυσφορίας» και την κοινωνία σαν ένα απλό μέσο προς ανακούφισή της στην υπηρεσία των ατομικών βλέψεων (από όπου και όλες οι ιδέες περί «αόρατου χεριού», και τα παρόμοια, που τις ισορροπεί μαγικά). 
Έτσι, οι αναδιαρθρώσεις που περιέγραψα, στην ουσία σήμαναν μια αποδιάρθρωση: αποδιάρθρωση όχι μόνο των επιμέρους συστημάτων αλλά και του ίδιου του δεσμού τους, του «δεσμού όλων των δεσμών» και θεσμού όλων των θεσμών στον κυρίαρχο κεφαλαιοκρατικό πολιτισμό, δηλαδή του χρήματος.
Πράγματι, εκείνο που γίνεται ολοένα και πιο έντονα, όσο και τραγικά, αντιληπτό − όχι μόνο στους κυριαρχούμενους αδύνατους αλλά και στους ίδιους τους κυρίαρχους δυνατούς − μέσα από την καταφανή πλέον προσπάθεια των Δυνατών να διασώσουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα γκρεμίζοντας στην εξαθλίωση τους λαούς τους (υπάγοντας ακόμα και τις συντάξεις στο κερδοσκοπικό παιχνίδι με την προοδευτική παράδοσή τους στο χρηματιστήριο και τις ασφαλιστικές εταιρείες), είναι η απογείωση τηςεσωτερικής αντίφασης του χρήματος, δηλαδή της αντίφασης ανάμεσα
  • στην τεράστια μεταφυσική ισχύ που υπόσχεται ως ποιότητα («κατέχοντάς με μπορείς να αποκτήσεις όποιο αντικείμενο θέλεις και επιθυμείς εσύ, τον πλούτο όλου του κόσμου αν το θες»)∙
και
  • την τρομακτική μεταφυσική πενία που πραγματώνει ως ποσότητα («μπορείς ν’ αγοράσεις μόνον ό,τι αντέχει η τσέπη σου και ποτέ δεν μπορείς να εξισώσεις το περιεχόμενο του πορτοφολιού σου με τον πλούτο όλου του κόσμου»).
Όμως η αποδιάρθρωση του χρήματος είναι αποδιάρθρωση του «συμβόλου της πίστεως» τούτου εδώ του πολιτισμού! Δεν είναι τριγμός σε κάποιο υποσύστημά του, ούτε σε κάποια επιμέρους ιδεολογία του. Ούτε καν σε κάποιο κεντρικό «μέσον» του. Είναι τριγμός στη ραχοκοκκαλιά του. Κι ένας τέτοιος τριγμός δεν σταματά χωρίς να χυθούν δάκρυα, αίμα και ιδρώτας.
Ένας ολάκερος κόσμος λοιπόν, κι όχι μια χώρα μόνο, βρίσκεται υπό κατάρρευση. Αλλά αυτό δεν σημαίνει, ούτε ότι θα καταρρεύσει … αύριο, ούτε κι ότι από την κατάρρευσή του − εάν και όταν συντελεστεί − θα προκύψει οπωσδήποτε μια καλύτερη κοινωνία κι ένας πιο ανθρώπινος πολιτισμός. Η κηδεμόνευση μάλιστα του μεγαλύτερου μέρους των «αντιπολιτευτικών» στο σύστημα δυνάμεων από τις βασικές καταγωγικές ιδέες του (ωφελιμισμός, αναγκοκρατία, γραμμική ιστορικότητα, ιεροποίηση της βίας, κ.λπ.), την οποία έχουμε επισημάνει πολλές φορές εδώ, δεν επιτρέπει τέτοιου είδους υπεραισιοδοξίες. Τουλάχιστον όχι προς το παρόν.
Βρισκόμαστε ακόμα σε τροχιά πτώσης προς το πολιτισμικό μηδέν. Η ίδια η επικράτηση στην πολιτική και τη γενικότερη σκηνή των φωνών που μιζάρουν στις γυμνές βιολογικές ανάγκες και την αυτοσυντήρηση τους, καθώς και η αίσθηση ότι όποια φωνή δεν μπαίνει σε τούτο το παιχνίδι είναι απίθανο να εισακουστεί από ένα ευρύτερο ακροατήριο, σηματοδοτεί μια πτώση του Συμβολικού Λόγου και μια αιχμαλώτισή του από το πεδίο της Μαγείας, χαρακτηριστική σε εποχές διάλυσης.
Δυο είναι οι κίνδυνοι, τώρα, για όποιους θέλουν ακόμη να μιλούν, αντέχουν να μιλούν, και δεν μπορούν να κάνουν χωρίς να μιλούν. Η απελπισία, ότι ένας λόγος που δεν υποκύπτει στη «μαγεία» δεν βρίσκει ακροατές∙ και ο πειρασμός να υποκύψει σε αυτήν προκειμένου να εισακουστεί. Απέναντί τους, αυτό που μπορεί να μας βαστήξει όρθιους είναι η πίστη − αυτή η υπέρτατη ένταση ανάμεσα στη βεβαιότητα και την αμφιβολία για κάτι που «γνωρίζουμε» αλλά μας διαφεύγει διαρκώς −, πως μόνο μέσα από την αντίσταση και σ’ αυτή την απελπισία και σ’ αυτό τον πειρασμό θα μπορέσει να αρθρωθεί ο Συμβολικός Λόγος, δηλαδή το «σύμβολο πίστεως» κι η ραχοκοκκαλιά μιας πιο ανθρώπινης κοινωνίας… όχι μόνο μιας «αυριανής» πιο ανθρώπινης κοινωνίας, αλλά και μιας πιο ανθρώπινης κοινωνίας εδώ και σήμερα, μ’ εκείνους που γνωρίζουμε άμεσα κι εκείνους που συναντάμε θελημένα ή αθέλητα στην πορεία μας
Νηφαλιότητα, άλλωστε, πάει να πει επαγρύπνηση.

πηγή: http://dangerfew.blogspot.com/2012/02/blog-post_15.html

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

Το "Σωματίδιο του Θεού"

http://www.afipnisi.org/2012/04/blog-post_23.html?utm_source=feedburner&utm_medium=feed&utm_campaign=Feed%3A+afipnisi+%28%CE%91%CF%86%CF%8D%CF%80%CE%BD%CE%B9%CF%83%CE%B7+%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%AE%CE%BD%CF%89%CE%BD%29&utm_content=FaceBook

Μ. Δανέζης για το «σωματίδιο του Θεού» και η νέα πραγματικότητα «άνευ ανάτου»

«Οταν λέμε ότι κάποιος γεννιέται ή πεθαίνει, εννοούμε επιστημονικά ότι χάνεται ή εμφανίζεται η δυνατότητα να τον αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας»

Πριν λίγες μέρες μια είδηση έκανε το γύρο του κόσμου, κάνοντας λόγο για τη μεγαλύτερη επιστημονική ανακάλυψη των τελευταίων ετών: οι ερευνητές στο Cern εντόπισαν επιτέλους το πολυδιαφημιζόμενο Σωματίδιο του Θεού ή Μποζόνιο του Χιγκς, όπως είναι η επίσημη ονομασία του.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, πρόκειται για το πρωταρχικό στοιχείο ύλης που θα μας αποκαλύψει ό,τι δεν γνωρίζουμε για τη φύση της πραγματικότητας και το σύμπαν, από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του εως τώρα. Μια ανακάλυψη που αναμένεται να φέρει τα πάνω- κάτω στην εικόνα που έχουμε για τον κόσμο...

Καθώς λοιπόν τα διθυραμβικά σχόλια για τη σπουδαία αυτή ανακάλυψη έδιναν και έπαιρναν, αποφασίσαμε να ζητήσουμε την άποψη ενός ειδικού, παλιού γνώριμου του ΑΒΑΤΟΝ, του επίκουρου καθηγητή αστροφυσικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Μάνου Δανέζη.

Στη συζήτηση που ακολουθεί, ο Δρ. Δανέζης μας λέει ότι το μοντέλο της ύλης που ξέραμε έχει πλέον ριζικά αλλάξει και μας αποκαλύπτει τι στην πραγματικότητα είναι η υλική υπόσταση του ανθρώπου. Στο πλαίσιο αυτής της «νέας πραγματικότητας» ακόμα και ο θάνατος θα μπορούσε να ξεπεραστεί!


Χρήστος Ελμάζης, Καθηγητά Δανέζη ξέρω ότι παρακολουθείτε με μεγάλο ενδιαφέρον τα τεκταινόμενα στο CERN. Πως σχολιάζεται τις τελευταίες εκκωφαντικές εξελίξεις;

Να ξεκινήσω λέγοντας ότι σέβομαι απεριόριστα όλους τους επιστήμονες που αγωνίζονται να βρουν κάτι καινούργιο, που υπόσχεται να αλλάξει τη ζωή μας. Αυτό όμως που με βρίσκει αντίθετο είναι όλο αυτό το μάρκετινγκ που αρχίζει να απλώνεται γύρω από την επιστήμη. Επιχειρείται ένας εξευτελισμός της δηλαδή, με όρους αγοράς. Η έρευνα για την ανεύρεση του Μποζονίου Χίγκς είναι η μόνη έρευνα που δοξάστηκε και πλασαρίστηκε ως μεγάλο γεγονός, προτού καν αυτό ανακαλυφθεί. Μιλάμε για κάτι καθαρά αντιεπιστημονικό. Χρειάζονται πολλές επαναλήψεις ενός πειράματος, επαληθεύσεις και αξιολόγηση των δεδομένων από την υπόλοιπη επιστημονική κοινότητα για να δημοσιευτεί κάτι επίσημα. Πρέπει να έχει προηγηθεί μια «βάσανος επιστημονική» πριν αρχίσουμε τις ανακοινώσεις. Δεν στήνουμε γιορτές και πανηγύρια για κάτι το οποίο υποτίθεται ότι ΘΑ βρούμε.


Μα όλα τα ΜΜΕ παρουσίασαν ως γεγονός την ανακάλυψη του σωματιδίου...

Προσέξτε, δεν είπε κανένας ότι το βρήκαν. Είπαν ότι έχουμε μια ένδειξη ότι ίσως κάτι υπάρχει. Ο ίδιος ο διευθυντής του CERN προέτρεψε τους συναδέλφους του να έχουν υπομονή, να επιδείξουν σωφροσύνη και να είναι συγκρατημένοι στις προσδοκίες τους. Ερωτηθείς δε από δημοσιογράφους για το πώς νοιώθει για τον επικείμενο εντοπισμό του Μποζονίου, απάντησε ότι η Φυσική δεν έχει να κάνει με συναισθήματα αλλά με τη λογική. Εκτός όμως από αυτοσυγκράτηση, υπάρχουν πολλοί σοβαροί άνθρωποι που αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό το ζήτημα και αμφισβητούν το κατά πόσο το υποατομικό σωματίδιο είναι το «άγιο δισκοπότηρο» των επιστημών.

Εκφραστής αυτής της άποψης είναι και ο δημοσιογράφος της εφημερίδας Guardian, Andrew Brown ο οποίος σε άρθρο του λέει κατά λέξη: «Η ονομασία του Μποζονίου σε σωματίδιο του Θεού ήτανε μια ευφυέστατη κίνηση μάρκετινγκ γιατί αμέσως όλοι κατέγραψαν την ύπαρξή του στην μνήμη τους, χωρίς ουσιαστικά να πλουτίσουν την γνώση τους γύρω από αυτό. Σε διαφορετική περίπτωση, οι επιστήμονες δε θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν τις επιχορηγήσεις που όπως φαίνεται κέρδισαν». Όπως καταλαβαίνετε, παίζονται διάφορα παιχνίδια εδώ. Πάντως όταν το βρουν και το δημοσιεύσουν επίσημα, θα μπορεί και η υπόλοιπη επιστημονική κοινότητα να εκφέρει άποψη.


Γιατί όμως είναι τόσο σημαντική η ανακάλυψή του;

Γιατί θα μπορέσουμε να γυρίσουμε πίσω στις ρίζες αυτού που λέμε «ύλη». Παραμένει ένα άλυτο μυστήριο ακόμα τι ακριβώς είναι. Είτε όμως η ύλη προέρχεται από το Μποζόνιο του Χίγκς είτε από οτιδήποτε άλλο, δεν έχει καμία σχέση με αυτά που ξέραμε- δηλαδή αυτή η ουσία που επεξεργαζόμαστε με τα χέρια και τα όργανά μας και γίνεται αισθητή μέσω των αισθήσεών μας. Και όλα αυτά τα σώματα και τα αντικείμενα που μας περιβάλλουν; Εκεί έξω στο σύμπαν δεν υπάρχει τίποτα από όλα αυτά. Εκεί υπάρχει μόνο ένας ωκεανός από κοχλάζουσα ενέργεια. Η ενέργεια αυτή προσπίπτει στα όργανά μας, αυτά παίρνουν ένα τμήμα της, το μεταφέρουν μέσω των νευρώνων στον εγκέφαλο και εκεί η ενέργεια μεταμορφώνεται σε αυτό που ονομάζουμε αισθητό κόσμο.


Άρα ο κόσμος που βλέπω και αισθάνομαι, στην ουσία κατασκευάζεται μέσα στο κεφάλι μου;

Ακριβώς!


Κι εμείς οι άνθρωποι, όμως, ανήκουμε σε αυτόν τον «κόσμο». Τι συμβαίνει με τη δική μας υπόσταση;

Ο Δημόκριτος με σαφήνεια μας λέει πως, «οτιδήποτε αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας είναι ψευδές. Το μόνο πραγματικό είναι ότι αντιλαμβάνεται η νόησή μας». Τα ίδια λέει και ο Πλάτωνας. Με τον όρο νόηση εννοούμε τη συνείδηση, που ταυτίζεται με την έννοια του πνεύματος και της ελευθερίας. Σκέφτομαι άρα υπάρχω. Από τη στιγμή που διαθέτουμε νόηση, έχουμε ύπαρξη. Το υλικό μας υπόστρωμα ( τα σώματά μας) παρόλα αυτά είναι κομμάτι του φυσικού κόσμου.

Εφόσον δε η νέα επιστήμη έχει αλλάξει το παλιό μοντέλο για το φυσικό νόμο (ύλη, χώρος, χρόνος) καταλήγουμε στο ότι αυτό που ονομάζουμε «άνθρωπος» είναι επίσης ένα κατασκεύασμα των αισθήσεών μας.


Είμαστε δηλαδή ένα τίποτα;

Όχι, είμαστε κάτι πολύ περισσότερο, απλά στην παρούσα κατάστασή μας δεν μπορούμε να το συλλάβουμε. Ας το δούμε σε ένα άλλο επίπεδο: σύμφωνα με τη θεωρία της σχετικότητας αυτό που ονομάζουμε ύλη δεν είναι τίποτε άλλο από μια καμπύλωση του τρισδιάστατου χώρου προς την τέταρτη διάσταση (χρόνος).

Όταν προκύψει αυτή η καμπύλωση των τριών διαστάσεων προς την τέταρτη, και αν περάσει ένα ελάχιστο όριο, τότε η φυσιολογία του ανθρώπου αντιλαμβάνεται αυτή την καμπύλωση ως πυκνότητα υλοενέργειας.

Αν συνεχίσει να αυξάνεται αυτή η πυκνότητα του υλικού (το «πηγάδι» της καμπύλωσης να βαθαίνει κατά κάποιο τρόπο) και φτάσει πάλι ένα ανώτατο όριο, τότε θα χάσουμε από τα μάτια μας, δηλαδή από τις αισθήσεις μας,αυτή την πυκνότητα υλοενέργειας. Αυτό ονομάζεται Φαινόμενο των Μελανών Οπών.

Άρα αν πάρω το χώρο των τριών διαστάσεων και αρχίσω να τον καμπυλώνω προς την τέταρτη, αρχίζουμε να βλέπουμε το υλικό υπόστρωμα του ανθρώπου. Αυτό το ονομάζουμε ανάπτυξη. Αν αρχίζει να μικραίνει το «πηγάδι» της καμπύλωσης, αυτό το ονομάζουμε φθορά.

Την ανάπτυξη και τη φθορά μαζί την ονομάζουμε κύκλο της ζωής του ανθρώπου. Καταλαβαίνεται λοιπόν πως το μόνο γεγονός που δεν μπορούν να αντιληφθούν οι αισθήσεις μας είναι η αυξομείωση της τέταρτης διάστασης, που μας δίνει την αίσθηση της ύπαρξης της ζωής.


Ακούγεται σαν υπάρχει η δυνατότητα μέσα από τη συνάρτηση αυτή να ξεφύγουμε από τον κύκλο της φθοράς. Θα μπορούσαμε ίσως να αποφύγουμε το θάνατο.

Θεωρητικά, ναι. Αφού η υλική μας υπόσταση δεν είναι τίποτα άλλο από μια καμπύλωση του χώρου, το πρωτογενές στοιχείο που γεννά αυτή την ύλη και εκείνη αρχίζει να διέπεται από όρους ανάπτυξης/ φθοράς, είναι ο χώρος.

Ο χώρος, για να σας δώσω να καταλάβετε, είναι αυτό το τίποτα, το μη αντιληπτό γύρω μας- ένα κατασκεύασμα έξω από τη δυνατότητα των ανθρώπινων αισθήσεων. Ένα μαθηματικό γεγονός. Ε, αυτό δε χάνεται, υπάρχει πάντα πιθανότατα έτοιμο να ξανακαμπυλωθεί.


Τελικά, όταν λέμε ότι κάποιος γεννιέται ή πεθαίνει, εννοούμε επιστημονικά ότι χάνεται ή εμφανίζεται η δυνατότητα να τον αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας.

Όλα αυτά τα λέμε στην αστροφυσική για τα αστέρια. Δηλαδή για να πούμε ότι κάπου υπάρχει η ιδέα της δημιουργίας ενός αστεριού, πρέπει η πυκνότητα της υλοενέργειας να είναι από μια τιμή και πάνω. «Όπως πάνω έτσι και κάτω» σύμφωνα με το γνωστό ερμητικό ρητό...

Έχουμε μια αίσθηση ατομικότητας και διαίρεσης. Εσύ είσαι εσύ και εγώ είμαι εγώ. Η διαίρεση, η τομή σε πολλά κομμάτια είναι προϊόν της δυνατότητας του εγκεφάλου μας και της φυσιολογίας μας. Εκεί έξω στο σύμπαν δεν υπάρχουν τομές, όλα είναι Ένα. Υπάρχει ένα συστατικό, θες να το πεις ενέργεια, θες να το πεις αόρατο κενό, θες να το πεις Θεό; Αυτή την ενιαία δημιουργία, αυτή τη κοχλάζουσα ενέργεια εκεί έξω, όταν την προσλάβει η φυσιολογία του ανθρώπου της δημιουργεί τομές, της δημιουργεί ατομικότητες.

Εξαιτίας της νέας αυτής οπτικής, η σύγχρονη επιστήμη καθαίρει την ύλη από το μέχρι πρότινος θρόνο της;

Ένας ολόκληρος πολιτισμός, ο δυτικός, στηριζόταν στο εννοιολογικό περιεχόμενο αυτού που λέμε ύλη. Ότι δηλαδή είναι το πρωταρχικό γεγονός του σύμπαντος. Έτσι είχε προκύψει από τις ανακαλύψεις του 16ου και 17ου αιώνα. Εφόσον λοιπόν η ύλη είναι το πρωταρχικό συμπαντικό γεγονός, αρχίσαμε στη ζωή μας να αναζητάμε την ύλη και τα παράγωγά της, θυσιάζοντας προς όφελός της το σύνολο των αξιών, των ιδεών και των «πιστεύω» μας.

Φτάσαμε σε σημείο να εξευτελιστούμε για να μπορέσουμε να αποκτήσουμε την ύλη και τα επακόλουθά της. Σύντομα όμως η ύλη θα χάσει αυτόν τον αξιακό της χαρακτήρα. Διότι δεν είμαστε ύλη πια!


Μια τέτοια δήλωση θα μπορούσε να επιφέρει τρομαχτικές αλλαγές...

Ακριβώς. Για φαντάσου όμως έναν άνθρωπο που έχει αντιληφθεί τον ανώτερο χαρακτήρα του και το ανώτερο εγώ του, μέσα σε μια ενότητα συμπαντική- τι θα ζητάει από την κοινωνία; Θα ζητάει άλλα αγαθά, τα οποία δεν είναι έτοιμα και δε μπορεί η παρούσα κοινωνική δομή να τα δώσει.

Όταν λες ότι όλα είναι ένα, χάνεται η αίσθηση της ατομικότητας, του «εγώ». Συνειδητοποιώντας κανείς ότι δεν είναι αυτό το φθαρτό σαρκίο, δεν είναι πράγμα, θα αντιληφθεί ότι αυτό που βλέπουν οι αισθήσεις είναι μια εικόνα, ένα matrix.

Και για να υπάρχει η εικόνα, θα πρέπει αναγκαστικά να υπάρχει κάπου το πρότυπό της. Αν αρχίσει να αναζητάει αυτό το πρότυπο, τότε τίποτα δε θα τον συγκρατεί πια. Μια κοινωνία που θα βάλει το σαρκίο σε δεύτερη μοίρα, χωρίς να το παραγνωρίζει βέβαια, είναι επικίνδυνη για τον παλιό πολιτισμό.


Οπότε χρειάζεται μια μεταστροφή, μια μετά-νοια;

Ακριβώς, όμως αυτή η μεταστροφή είναι επώδυνη. Θα πρέπει να αλλάξουμε συνειδησιακό καθεστώς.


Πρακτικά ποιό θα μπορούσε να είναι το πρώτο βήμα για μια τέτοια μεταστροφή;

Το πρόβλημα μιας κοινωνίας είναι ο φόβος. Ό,τι κακό προκύπτει στον άνθρωπο είναι μέσω του φόβου. Ο φόβος δημιουργείται από την έννοια της ανάγκης. Φοβάμαι γιατί θα στερηθώ κάτι που έχω ανάγκη.

Όταν δημιουργώ πλαστές ανάγκες, δημιουργώ παραπανίσιους φόβους. Άρα το φούσκωμα των αναγκών δημιουργεί γιγάντεμα των φόβων. Και ένας φοβισμένος άνθρωπος, ποτέ δε μπορεί να είναι ελεύθερος άνθρωπος.

Να λοιπόν το πρώτο βήμα: να περιορίσουμε τις ανάγκες μας στις φυσικές μας ανάγκες, για να περιορίσουμε τους φόβους μας στους φυσικούς φόβους. Έτσι κάθε μέρα θα γινόμαστε όλο και πιο ελεύθεροι.
Τα λεγόμενα της σύγχρονης επιστήμης, μέσα από τα έργα του Πλάτων, 

Αντίφωνο, πρωτοδημοσιεύτηκε στο Περιοδικό ΑΒΑΤΟΝ, 
Φεβρουάριος 2012, Τεύχος 114, σελ.40-43
Αφύπνιση Ελλήνων | www.afipnisi.org
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω 

Έρικ Άρθουρ Μπλαιρ

Τζορτζ Όργουελ (25 Ιουνίου 1903 – 21 Ιανουαρίου 1950)25.06.2012
O Έρικ Άρθουρ Μπλαιρ (Eric Arthur Blair, 25 Ιουνίου 1903 – 21 Ιανουαρίου 1950), γνωστός περισσότερο με το ψευδώνυμο Τζορτζ Όργουελ, ήταν Βρετανός συγγραφέας και δημοσιογράφος. Ανάμεσα στα δημοφιλέστερα έργα του ανήκουν Η Φάρμα των Ζώων και το 1984.
Ο Τζορτζ Όργουελ γεννήθηκε στο Μοντιχάρι της Ινδίας το 1903, γιος κατώτερου διοικητικού υπαλλήλου. Η οικογένειά του επέστρεψε στην Αγγλία το 1911.
Τα χρόνια 1917-1921 σπούδασε υπότροφος στο Ήτον, όπου πρωτοδημοσίευσε κείμενά του σε περιοδικά. Το 1922 διορίστηκε αξιωματούχος στην αστυνομία της Βιρμανίας, απ' όπου παραιτήθηκε έξι χρόνια μετά, αμφισβητώντας το ρόλο του στην αποικιακή διοίκηση, την οποία οι ντόπιοι δεν αποδέχτηκαν ποτέ. Έκτοτε έζησε για καιρό φτωχική ζωή στο Παρίσι και το Λονδίνο, αλλάζοντας περιστασιακά επαγγέλματα και συναναστρεφόμενος με περιθωριακούς. Επρόκειτο για μια συνειδητή από μέρους του απόρριψη του αστικού τρόπου ζωής, που συνοδεύτηκε από την πολιτική του ωρίμανση. Ο ίδιος χαρακτήριζε τον εαυτό του αναρχικό.
Τα βιβλία του Οι αλήτες του Παρισιού και του Λονδίνου (1933), Μέρες της Μπούρμα (1934), Η κόρη του παπά (1935) και Ο δρόμος προς την αποβάθρα του Γουίγκαν (1937), δίνουν το χρονικό της περιόδου αυτής και καταγράφουν την εξέλιξη των ιδεών του.
Από τις κορυφαίες στιγμές της ζωής του ήταν η συμμετοχή του στον ισπανικό Εμφύλιο. Στρατευμένος αρχικά στη δημοκρατική πολιτοφυλακή, πολέμησε και τραυματίστηκε, για να συγκρουστεί αργότερα και με τους κομμουνιστές. Στο βιβλίο του Πεθαίνοντας στην Καταλωνία (1938) αποτύπωσε μοναδικά τις εμπειρίες και τη δράση του.
Με την έκρηξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου τοποθετήθηκε διευθυντής της Ινδικής Υπηρεσίας του BBC, απ' όπου αποχώρησε το 1943. Ως λογοτεχνικός συντάκτης, εν συνεχεία, στην εφημερίδα Tribune, διαμόρφωσε πολιτικές θέσεις με σοσιαλιστική κατεύθυνση, διαφοροποιημένος ωστόσο από την επίσημη γραμμή των Εργατικών. Στην περίοδο αυτή ανήκουν μερικά από τα καλύτερα δοκίμιά του.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έγραψε τα δύο βιβλία που του χάρισαν τη μεγάλη του φήμη. Το 1944 ολοκλήρωσε τη Φάρμα των Ζώων, πολιτική αλληγορία εμπνευσμένη από τη Ρωσική Επανάσταση και τη σταλινική περίοδο της ΕΣΣΔ. Το βιβλίο τον έκανε πλούσιο και διάσημο. Το 1949 κυκλοφόρησε το τελευταίο του έργο, το περίφημο 1984, κορυφαία ίσως στιγμή του συγγραφέα και πολιτικού στοχαστή. Με τη δράση τοποθετημένη στο μελλοντικό τότε έτος 1984, σκιαγραφεί αριστουργηματικά όσο και εφιαλτικά το ολοκληρωτικό αστυνομικό κράτος, όπου τα πάντα εξελίσσονται υπό την παρακολούθηση του Μεγάλου Αδελφού.
To 1950, λίγο πριν τον θάνατό του, μακριά από το αγαπημένο του νησί Τζούρα, ο Βρετανός λογοτέχνης απαγόρευσε ρητά τη συγγραφή της βιογραφίας του, κάτι που τελικά δεν τηρήθηκε από τους πολυάριθμους βιογράφους του.
Ο Τζορτζ Όργουελ πέθανε τον Ιανουάριο του 1950 σε νοσοκομείο του Λονδίνου, σε ηλικία των 47 ετών.


σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Η κοσμοθεωρία του Ν. Καζαντζάκη

http://www.afipnisi.org/2012/05/blog-post.html?utm_source=feedburner&utm_medium=feed&utm_campaign=Feed%3A+afipnisi+%28%CE%91%CF%86%CF%8D%CF%80%CE%BD%CE%B9%CF%83%CE%B7+%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%AE%CE%BD%CF%89%CE%BD%29&utm_content=FaceBook

Η κοσμοθεωρία του Ν. Καζαντζάκη

Του Γιώργου Κουμάκη

Το έργο του Νίκου Καζαντζάκη αν έχει σημειώσει τόσο ευρεία διάδοση, αν έχει βρει τόσο βαθιά απήχηση στις ψυχές ανθρώπων διαφόρων εθνικοτήτων και ανόμοιων πολιτικών και θρησκευτικών πεποιθήσεων, αν επιβλήθηκε και καταξιώθηκε στα χρόνια μας, αν απέκτησε παγκόσμια φήμη και κέρδισε μεγάλες πιθανότητες να παραμείνει κλασικό στη ροή των αιώνων, ένα έργο δηλαδή πάντα επίκαιρο, αυτό ίσως οφείλεται περισσότερο στο στέρεο φιλοσοφικό του υπόβαθρο και λιγότερο στην απλή και περίτεχνη λογοτεχνική του μορφή και πλοκή που κρατά πάντα σταθερά ζωηρό το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Ο Καζαντζάκης είναι ίσως μοναδικό φαινόμενο εργατικότητας στα ελληνικά γράμματα και από τα παραγωγικότερα πνεύματα σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Οδύσσειά του είναι το μεγαλύτερο έπος της λευκής φυλής. Σ’ αυτήν αναπτύσσονται ιδέες που υπάρχουν συμπυκνωμένες στην Ασκητική του και που είναι διάχυτες σ’ όλα του τα έργα. Η Αναφορά στον Γκρέκο αποτελεί κι αυτή μια συνοπτική έκθεση των αντιλήψεων του γύρω από τον κόσμο και τη ζωή.
Μελέτησε και αντιμετώπισε κριτικά τα παγκόσμια ιδεολογικά ρεύματα, στα οποία βρήκε τις αφετηρίες και κατευθυντήριες γραμμές του στοχασμού του. Στο έργο του όμως διακρίνεται έντονα η προσωπική του σφραγίδα. Αυτά που εμελέτησε ήταν κυρίως έργα φιλοσόφων και λογοτεχνών, από τους οποίους επηρεάστηκε η σκέψη του. Καθοριστικό παράγοντα βέβαια για τη διαμόρφωση της πνευματικής του φυσιογνωμίας έπαιξε ο δάσκαλος του Bergson, καθηγητής της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού. Η φιλοσοφία του είναι μια φιλοσοφία της ζωής, που ο Καζαντζάκης αναχώνεψε κι εσκόρπισε στα έργα του. Σημαντικό επίσης ρόλο στη διαμόρφωση του έργου του έπαιξαν ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Νίτσε, ο Τζέιμς, ο Λένιν, ο Χριστός, ο Βούδας, ο Όμηρος, ο Τολστόι, ο Ντοστογιέφσκι, ο Δάντης κ.α. Ο Τολστόι και ο Ντοστογιέφσκι ήταν οι δυο «Ρούσοι δράκοι που τον είχαν αρπάξει στα μυθικά χρόνια της νιότης του». Το 1915 σημειώνει στο ημερολόγιο του ότι έπρεπε να αρχίσει από εκεί που κατάληξε ο Τολστόι.
Η ορμητική σκέψη του, η χειμαρρώδης γλώσσα, η απαράμιλλη εκφραστική ικανότητα, η δημιουργική φαντασία, η βαθιά αίσθηση της πραγματικότητας και προπάντων η λογική τεκμηρίωση των απόψεών του τον ανέδειξαν δικαιολογημένα σ’ ένα από τα λαμπρότερα και καθολικότερα πνεύματα όλων των εποχών.
Κύριο θέμα του Καζαντζάκη είναι η εξέταση του τρόπου του βίου, δηλαδή το π ς βιωτέον του Σωκράτη, αναπτύσσει δηλαδή μια βιοθεωρία, η οποία όμως εντάσσεται στην κοσμοθεωρία του και αποτελεί μέρος της. Η βιοθεωρία εξαρτάται από την κοσμοθεωρία του, διότι από την αντίληψη που διαμορφώνει κανείς για τον κόσμο γενικά και τις αξίες του, επηρεάζεται η θεώρηση της ζωής, στο βαθμό βέβαια που βιοθεωρία και κοσμοθεωρία δεν ταυτίζονται. 
Τα χρόνια 1907 ως το 1909, που ο Καζαντζάκης βρίσκεται στο Παρίσι έχοντας ως δάσκαλο τον Μπερξόν, ήταν τα αποφασιστικότερα για τη διαμόρφωση της κοσμοθεωρίας του που παρουσιάζει στην Ασκητική, στην Οδύσσεια, στην Αναφορά στον Γκρέκο και γενικά σ’ όλα του τα έργα. Η Ασκητική περιέχει τη σύνοψη της κοσμοθεωρίας του που ενσάρκωσε και ανάπτυξε στο νέο Οδυσσέα. Τα χρόνια εκείνα των σπουδών του στο Παρίσι έγραφε: 
«Θέλω να σχηματίσω μια ατομική, δική μου αντίληψη της ζωής, μια θεωρία του κόσμου και του προορισμού του ανθρώπου και σύμφωνα μ’ αυτή, συστηματικά μ’ ορισμένο σκοπό και πρόγραμμα, να γράφω –ό,τι γράφω».
Αργότερα στην Αναφορά στον Γκρέκο, που ο ίδιος δεν την θεωρεί αυτοβιογραφία του, δίνει μια επιγραμματική σύνοψη της αντίληψής του για τον κόσμο και τη ζωή: 
«Η ζωή μου η προσωπική, για μένα μονάχα έχει κάποια, πολύ σχετική αξία, για κανέναν άλλον η μόνη αξία που της αναγνωρίζω, είναι ετούτη: ο αγώνας της ν’ ανέβει από σκαλοπάτι σε σκαλοπάτι και να φτάσει όσο πιο υψηλά μπορούσαν να την πάνε η δύναμη της και το πείσμα –στην κορυφή, που αυθαίρετα ονομάτισα Κρητική Ματιά»... «Θα βρεις λοιπόν αναγνώστη, στις σελίδες ετούτες την κόκκινη γραμμή, καμωμένη από στάλες αίμα μου, που σημαδεύει την πορεία μου ανάμεσα στους ανθρώπους, στα πάθη και στις ιδέες. Κάθε άνθρωπος άξιος να λέγεται γιος του ανθρώπου σηκώνει το σταυρό και ανεβαίνει το Γολγοθά του. Τέσσερα στάθηκαν τ’ αποφασιστικά σκαλοπάτια στο ανηφόρισμά μου, και το καθένα φέρνει ένα ιερό όνομα: Χριστός, Βούδας, Λένιν, Οδυσσέας. Αυτή την αιματηρή πορεία μου...μάχομαι στο οδοιπορικό μου ετούτο να σημαδέψω... Αλάκερη η ψυχή μου μια κραυγή κι όλο μου το έργο, το σχόλιο στην Κραυγή αυτή».

Το νόημα της ελευθερίας
Το πρόβλημα της ελευθερίας του ανθρώπου, της αθανασίας της ψυχής και της ύπαρξης του Θεού απετέλεσαν αναμφίβολα τα βασικότερα μεταφυσικά εντρυφήματα της σκέψης του Καζαντζάκη. Αυτά αποτελούν τα τρία μεγάλα θέματα της μεταφυσικής κατά τον Kant. Ο πόθος της ελευθερίας, είναι το κυρίαρχο πάθος του ήρωα της Οδύσσειας, που είναι μια αναζήτηση και μια «εξερεύνηση του νοήματος της ελευθερίας». Ο ίδιος ο Καζαντζάκης σ’ ένα σημείο της Αναφοράς του, που κατά τον Πρεβελάκη περιέχει τη σύνοψη της κοσμοθεωρίας του, θέτει σε πρώτη γραμμή τον αγώνα για τη λευτεριά. Λέγει: 
«Ένας αγωνιζόμενος ανηφορίζει από την ύλη στα φυτά, από τα φυτά στα ζώα, από τα ζώα στους ανθρώπους και μάχεται για λευτεριά. Σε κάθε κρίσιμη εποχή ο Αγωνιζόμενος παίρνει νέα όψη_ σήμερα η όψη του είναι ετούτη: είναι ο αρχηγός της προλετάρικης τάξης που ανεβαίνει. Φωνάζει, δίνει συνθήματα. Δικαιοσύνη, ευτυχία, λευτεριά».
Ελευθερία και άνθρωπος ταυτίζονται στον Καζαντζάκη όπως και στο Γάλλο υπαρξιστή φιλόσοφο Σαρτρ, κατά τον οποίο η ανθρώπινη ελευθερία προηγείται από την ουσία του ανθρώπου, την οποία και καθιστά δυνατή. Η ελευθερία είναι αδύνατο να διακριθεί από το είναι της ανθρώπινης πραγματικότητας. Ο άνθρωπος δεν υπάρχει πρώτα και μετά γίνεται ελεύθερος, αλλά τόσο στο Σαρτρ όσο και στον Καζαντζάκη δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο είναι του ανθρώπου και στο να είναι ελεύθερος. 
Η ελευθερία στον Καζαντζάκη παίρνει διαφορές μορφές: ελευθερία είναι η απουσία φόβου και ελπίδας, είναι η αυτάρκεια, είναι η αναγωγή της ανάγκης σε βούληση και τέλος ελευθερία είναι η λύτρωση από τη λευτεριά όλες αυτές οι μορφές ελευθερίας εκφράζουν κατά βάθος το ίδιο νόημα. Απαραίτητη δηλαδή προϋπόθεση της ελευθερίας για όλες τις μορφές είναι η απουσία φόβου και ελπίδας, και κυρίως της ελπίδας, αφού αυτή είναι προϋπόθεση και αιτία του φόβου.
Αυτές οι μορφές αφορούν τη μεταφυσική και όχι την πολιτική έννοια της ελευθερίας που τον απασχόλησε εξίσου ζωηρά. Επειδή μάλιστα η πατρίδα του η Κρήτη ήταν Τουρκοκρατούμενη και ο ίδιος έζησε τις πίκρες και τις στενοχώριες της σκλαβιάς, ετοποθέτησε την ελευθερία στην πρώτη γραμμή των αξιών και της έδωσε τόση βαρύτητα, ώστε τη θεώρησε ανώτερη ακόμη και από την ευτυχία.
Ελευθερία με την πολιτική έννοια εννοεί ο Καζαντζάκης την ελευθερία που έχει κάθε πολίτης να ζει σε μια ευνομούμενη πολιτεία, δηλαδή να κάνει ό,τι θέλει και μπορεί πάντα μέσα στα νομικά και ηθικά πλαίσια, δηλαδή σ’ αυτά που υπαγορεύει ο ορθός λόγος. Πιστεύει στη διακυβέρνηση της χώρας με δημοκρατικές διαδικασίες και με βάση τη λαϊκή κυριαρχία που εκφράζεται με τη «γενική θέληση» κατά το πρότυπο του Ρουσώ. Ελεύθερος είναι αυτός που είναι αφέντης του εαυτού του «α το νεκα κα μ λλου ν» κατά την έκφραση του Αριστοτέλη (Μ.τ.φ. 982 b 26).
Το ότι όλες οι μορφές ελευθερίας με τη μεταφυσική έννοια του όρου ανάγονται σε μια, δηλαδή στην απουσία φόβου και ελπίδας και ότι η ελευθερία ήταν το κεντρικό φιλοσοφικό πρόβλημα και το υψηλότερο αγώνισμα της ψυχής του προκύπτει και από το ότι οι φράσεις: «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λεύτερος», έχουν σφραγίσει κατά τρόπο επιγραμματικό τον απλό και απέριττο τάφο του. Οι φράσεις αυτές υπάρχουν βέβαια στην Ασκητική του. Είναι οι φράσεις που ο ίδιος είχε παραγγείλει να γραφούν πάνω στον τάφο του.
Το να κοιτάζει κανείς την ¶βυσσο χωρίς ελπίδα και χωρίς φόβο όρθιος στην άκρα του γκρεμού το αποκαλεί ο Καζαντζάκης Κρητική ματιά. Η παρομοίωση αυτή είναι εμπνευσμένη από τη «στορισμένη στους τοίχους προαιώνια πάλη του ανθρώπου και του ταύρου που σήμερα τον λέμε θεό». Η ζωή φαίνεται στον Καζαντζάκη, όπως στον Πλάτωνα και τον Πλωτίνο, να είναι μια διαρκής ανάβαση.
Όσον αφορά την πρώτη μορφή ελευθερίας: «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, είμαι λεύτερος», τη βρίσκουμε σχεδόν αυτολεξεί στον Κύπριο κυνικό φιλόσοφο Δημώνακτα, που ζούσε στην Αθήνα το δεύτερο αιώνα μ.Χ. Γνωστή είναι η προσπάθειά του για μια εσωτερική ανεξαρτησία. Κατά το Δημώνακτα ελεύθερος είναι αυτός που δεν ελπίζει τίποτε και δεν φοβάται τίποτε.
To ίδιο πράγμα επαναλαμβάνεται επίσης σχεδόν αυτολεξεί τον αιώνα του νεοελληνικού διαφωτισμού από τον ανώνυμο συγγραφέα της Ελληνικής Νομαρχίας. Ο ανώνυμος λέγει: «Ο μεν ελεύθερος λοιπόν ούτε ελπίζει ούτε φοβάται εις ό,τι μέλει να πράξη». Ο ίδιος ορισμός υπάρχει παράλληλα και στις Ινδίες που διατυπώνεται μ’ ένα μύθο. Ο Βιργίλιος λέει ότι η μόνη ελπίδα που απομένει στον άνθρωπο είναι να μην έχει καμιά. Η έννοια αυτή της ελευθερίας δεσπόζει στη λατινική λογοτεχνία. Υπάρχει συγκεκριμένα στη Φαίδρα του Σενέκα, στη Συνωμοσία του Κατιλίνα του Σαλλούστιου και στα Χρονικά του Τάκιτου. 
Η δεύτερη μορφή ελευθερίας, δηλαδή η αναγωγή της ανάγκης σε βούληση απαντά στον Έγελο, Μαρξ κ. ά. Στους δυο αυτούς φιλοσόφους ελευθερία είναι «η κατανόηση της αναγκαιότητας». Παράλληλη άποψη συναντάμε στον Πίνδαρο: «Ω ψυχή μου, μην ποθείς αθάνατη ζωή μονάχα επιδίωκε ό,τι μπορείς να κατορθώσεις».
Όμοια άποψη είναι αυτή που υποστηρίζει πως ελευθερία δεν είναι δύναμη, όπως ο Ντεκάρτ: «Ελευθερία δεν είναι να μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, αλλά να θέλεις ότι μπορείς». Αυτό έχει ως συνέπεια να περιορίζει κανείς τις επιθυμίες του σε ό,τι μπορεί, όπως δέχονται ο Σαρτρ και ο Γιάσπερς.
Την τρίτη μορφή ελευθερίας, δηλαδή την ελευθερία ως αυτάρκεια τη συναντούμε στον Αριστοτέλη και γενικότερα στην αρχαία ελληνική διανόηση, όπως και στον Επίκουρο που λέγει: «Τ ς α ταρκείας καρπούς μέγιστος λευθερία». Η αυτάρκεια, όσο και να το κάνει κανείς βούληση του την ανάγκη, απαντά επίσης στην Ινδική φιλοσοφία.Η τέταρτη τέλος μορφή, δηλαδή η λύτρωση από την ελευθερία, απαντά στο Βούδα, όπως μαρτυρεί ο ίδιος ο Καζαντζάκης, που μυήθηκε στο Βουδισμό από το Νίτσε. Η Βουδική σκέψη επηρέασε Γερμανούς, φιλοσόφους και προπάντων τον Σοπενχάουερ και το Νίτσε.
To έργο του Καζαντζάκη είναι γεμάτο αντιθέσεις, όχι όμως οπωσδήποτε και αντιφάσεις. Κάθε φορά που νόμιζα ότι εντόπισα μια αντίφαση, μια βαθύτερη κατανόηση του νοήματος μ’ έπειθε ότι δεν επρόκειτο για γνήσιες αντιφάσεις, αλλ’ απλώς για φαινομενικές που λύνονται. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει με κανένα τρόπο ότι δεν υπάρχουν γνήσιες αντιφάσεις στο έργο του. Είναι πιθανό και εύλογο να υπάρχουν, όπως υπάρχουν και σε άλλους στοχαστές.
Εξ άλλου ο ίδιος ο Καζαντζάκης –όσο τουλάχιστο εγώ μπόρεσα να διαπιστώσω δεν μιλάει ρητά για αντιφάσεις, αλλά για αντιθέσεις και για εναρμόνιση αντικρουόμενων κοσμοθεωριών: 
«Μια δύναμη κατηφορίζει και θέλει να σκορπίσει, ν’ ακινητήσει, να πεθάνει. Μια δύναμη ανηφορίζει και ζητάει ελευτερία κι αθανασία. Αιώνια τα δυο τούτα στρατέματα, τα σκοτεινά και φωτερά, τα στρατέματα της ζωής και του θανάτου συγκρούονται. Τα ορατά για μας χνάρια της σύγκρουσης τούτης είναι τα πράματα, τα φυτά, τα ζώα, οι άνθρωποι. Αιώνια οι αντίθετες δυνάμεις συγκρούονται, σμίγουν, παλεύουν, νικούν και νικούνται, συμβιβάζουνται και ξαναρχίζουν πάλι να πολεμούν σε όλο το Σύμπαντο από τον αόρατο στρόβιλο σε μια στάλα νερό ως τον απέραντο αστροκατακλυσμό του Γαλαξία». 
Το ίδιο περίπου νόημα εκφράζουν και τα παρακάτω λόγια του: «στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα, τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν: α) ο ανήφορος προς τη σύνθεση, προς τη ζωή. προς την αθανασία β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο .... Και τα δυο αντίδρομα ρέματα είναι άγια. Χρέος μας λοιπόν να συλλάβουμε τ’ όραμα που χωράει και εναρμονίζει τις δυο τεράστιες τούτες άναρχες, ακατάλυτες ορμές με τ’ όραμα τούτο να ρυθμίσουμε το στοχασμό και την πράξη». «Δυο σφοδροί αντίθετοι άνεμοι...συναντήθηκαν και συγκρούονται σ’ ένα σταυροδρόμι. Σοζυγιάστηκαν μια στιγμή, πύκνωσαν, γεννήκαν ορατοί». 
Ευτυχία θα πει «να ζεις όλες τις δυστυχίες» και φως θα πει «να κοιτάς μ’ αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια». Ο Καζαντζάκης πιστεύει στην ενότητα των αντιθέτων. «Εγώ και συ είμαστε ένα», και το ένα αυτό τελικά δεν υπάρχει.
Η ευτυχία φέρεται πολλές φορές να έχει άμεση σχέση με τη γαλήνη και την ηρεμία της ψυχής, την ευζωΐα και την ασφάλεια. Αυτή η αταραξία ήταν το ιδεώδες της ζωής κατά την επικούρεια και στωϊκή φιλοσοφία. Ο πρώτος όμως, που ανήγαγε την αταραξία σε ευτυχία, είναι ο Δημόκριτος.
Αυτό σημαίνει ότι εκείνο που αξίζει περισσότερο δεν είναι η ποσότητα αλλά η ποιότητα της ζωής, το ευ ζην. Αυτό καταφαίνεται από το εξής: «Ο άρτιος άνθρωπος δε νιώθει χαρά ζώντας πολύ μήτε λυπάται πεθαίνοντας πρόωρα». Δεν μπορεί όμως να υπάρξει ευτυχία σ’ έναν κόσμο άδικο. Γι’ αυτό λέγει: 
«Ο άνθρωπος κι αυτό είναι το οικόσημο της οικογένειας του θα μάχεται αιώνια ν’ αντικαταστήσει τους απάνθρωπους φυσικούς νόμους με τους νόμους της καρδιάς του. Έπλασε ιδανικά καθαρά ανθρώπινα, πλάσματα κατ’ εικόνα και ομοίωση του τη δικαιοσύνη, την ισότητα, την ευτυχία».
Ευτυχία είναι να σμίγει η επιθυμία του ανθρώπου με την επιθυμία του Θεού, δηλαδή η θέωση του ανθρώπου. Αυτό είναι το πιο μεγάλο το πιο δύσκολο χρέος του. 

Η γνωσιοθεωρία του
Σε άμεση συνάρτηση με την κοσμοθεωρία η βιοθεωρία του Καζαντζάκη βρίσκεται το γνωσιολογικό πρόβλημα, δηλαδή η θεωρία του για το δυνατό και το κύρος της γνώσης. Στο θέμα αυτό ο Καζαντζάκης ακολούθησε το φιλοσοφικό ρεύμα του ιδεαλισμού και όχι του ρεαλισμού. Στο ρεαλισμό το καθοριστικό είναι το αντικείμενο και όχι το υποκείμενο. Ο κόσμος υπάρχει ανεξάρτητα από το αν σκέφτομαι ή όχι. Η πραγματικότητα λοιπόν του κόσμου είναι ανεξάρτητη από το αν τον γνωρίζομε ή όχι.
Κατά τον ιδεαλισμό αντίθετα, ο κόσμος υπάρχει μόνο εφόσον τον γνωρίζομε υπάρχει δηλαδή με τη σκέψη μας, με το νου μας. Αναφέρομε ως παραδείγματα τον Παρμενίδη και τον Μπέρκλεϋ. Ο πρώτος εταύτισε το είναι με τη νόηση και ο δεύτερος με την αντίληψη.
Ο Καζαντζάκης ακολουθώντας το Σοπενχάουερ λέγει ότι ο κόσμος είναι μια παράσταση που δίνουν οι πέντε αισθήσεις του σώματος μας. Η ίδια η ζωή είναι «μιας ζυγαριάς παιχνίδι» και «μετώρισμα του παιχνιδιάρη νου μου».
Ο κόσμος αυτός υπάρχει μόνο εφόσον υπάρχουν ο νους και οι αισθήσεις, που είναι όργανα του νου. Οι αισθήσεις δηλαδή χωρίς το νου δεν μπορούν να εκτελέσουν την αποστολή τους, αλλά και ούτε ο νους χωρίς τις αισθήσεις. Αυτό εκφράζεται με το αρχαίο ρητό: «νος ρ κα νο ς κούει» και με τη φράση του Καντ: «Έννοιες χωρίς περιεχόμενο είναι κενές, και εποπτείες χωρίς έννοιες είναι τυφλές».
Ο νους, κατά τον Καζαντζάκη, με τη βοήθεια των πέντε αισθήσεων μόνο φαινόμενα μπορεί να συλλάβει και πιο συγκεκριμένα τους συνειρμούς φαινομένων, που δεν είναι πραγματικοί, δηλαδή ανεξάρτητοι από τον άνθρωπο. Ο ίδιος εκφράζει τον πόθο να μπορέσει να γνωρίσει και την ουσία: 
«Ένα μονάχα λαχταρίζω: Να συλλάβω τι κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα, τι είναι το μυστήριο που με γεννάει και με σκοτώνει, κι αν πίσω από την ορατή ακατάπαυστη ροή του κόσμου κρύβεται μια αόρατη, ασάλευτη παρουσία. Αν ο νους δεν μπορεί, δεν είναι έργο του να επιχειρήσει πέρα από τα σύνορα την ηρωική απελπισμένην έξοδο, να ’ταν να μπορούσε η καρδιά μου». «Σβήνει το μυαλό μου, κι όλα, ουρανός και γης αφανίζονται. Εγώ μονάχα υπάρχω! φωνάζει ο Νους... Όξω από μένα τιποτε δεν υπάρχει». 

Ο μηδενισμός του
Η κοσμοθεωρία ή βιοθεωρία του Καζαντζάκη καταλήγει στο μηδενισμό, παίρνει δηλαδή μηδενιστικό χαρακτήρα. 
«Χρέος σου, ήσυχα, χωρίς ελπίδα, με γενναιότητα, να βάνεις πλώρα κατά την άβυσσο. Και να λες: Τίποτα δεν υπάρχει! Μήτε ζωή, μήτε θάνατος». 
Την τελική μηδενιστική κοσμοθεωρία του τη διαμόρφωσε ο Καζαντζάκης στη Ρωσία, απ’ όπου έγραφε στις 11 Ιουνίου 1928 στον Πρεβελάκη τα ακόλουθα: «Πρόσθεσα ένα μικρό κεφάλαιο ‘Σιγή’ μπόμπα που ανατινάζει όλη την Ασκητική».
Πράγματι, στη σύντομη αυτή προσθήκη φαίνεται πια καθαρά ο μηδενιστικός χαρακτήρας της φιλοσοφίας του. Εκεί θέτει το αμείλικτο ερώτημα για το νόημα της ζωής: 
«Από πού ερχόμαστε; Πού πηγαίνουμε; Τι νόημα έχει τούτη η ζωή; Φωνάζουν οι καρδιές, ρωτούν οι κεφαλές, χτυπώντας το χάος. Και μια φωτιά μέσα μου κίνησε ν’ απαντήσει. Θα ’ρθει μια μέρα, σίγουρα η φωτιά να καθαρίσει τη γης. Θα ’ρθει μια μέρα, σίγουρα η φωτιά να εξαφανίσει τη γης. Αυτή είναι η Δευτέρα παρουσία. Μια γλώσσα πύρινη είναι η ψυχή κι αγλύφει και μάχεται να πυρπολήσει τον κατασκότεινο όγκο του κόσμου. Μια μέρα όλο το σύμπαντο θα. γίνει πυρκαγιά... Πώς μπορείς να φτάσεις στο σπλάχνο της ¶βυσσος και να την καρπίσεις;... Διδασκαλία δεν υπάρχει, δεν υπάρχει λυτρωτής που ν’ ανοίξει δρόμο. Δρόμος ν’ ανοιχτεί δεν υπάρχει».
Συχνά επαναλαμβάνεται στην Ασκητική η φράση: «Δεν υπάρχει τίποτε», που έχει τις ρίζες της στη φιλοσοφία του Νίτσε, ο οποίος πιστεύει πως κάθε προσπάθεια της ηθικής να θέσει αξίες χωρίς θρησκευτικό υπόβαθρο, οδηγεί αναγκαστικά στο μηδενισμό, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ριζική άρνηση αξιών, επιθυμιών και νοήματος. Στο μηδενισμό οι ανώτατες αξίες χάνουν το κύρος τους, αφού λείπει ο σκοπός κι η απάντηση στο ερώτημα του «γιατί». Ο μηδενισμός κατά την άποψή του δεν εμφανίστηκε στις μέρες του, επειδή έχει αυξηθεί η αποστροφή του ανθρώπου προς την ύπαρξη, αλλ’ επειδή ο άνθρωπος έχει γίνει γενικά δύσπιστος για το νόημα της ύπαρξης του. Ο μηδενισμός του Νίτσε σημαίνει ότι τα ιδεώδη που ίσχυαν τόσους αιώνες, γκρεμίζονται τώρα. Μηδενιστής δεν είναι αυτός που δεν πιστεύει σε τίποτε, αλλ’ αυτός που δεν πιστεύει σ’ αυτό που υπάρχει. Το τίποτα και το μηδέν δεν σημαίνει το μη είναι, αλλά το είναι χωρίς αξία. Ο μηδενισμός ζητάει να δώσει μια ουσιαστικότερη απάντηση για το σκοπό του όλου, δηλαδή του κόσμου και της ζωής.
Παράλληλη είναι και η θεωρία του Μπερξόν, που δέχεται ότι η εργασία του ανθρώπου συνίσταται στο να δημιουργήσει μια ωφελιμότητα. Όταν λοιπόν λέμε ότι δεν υπάρχει τίποτε, σημαίνει ότι δεν υπάρχει τίποτε απ’ αυτό που θα θέλαμε ν’ αποκτήσουμε. Με τη σκέψη αυτή συνδέεται η θεωρία του πραγματισμού. 

Η θεολογία του 
Στο θέμα του Θεού επηρεάστηκε βαθύτατα από το Νίτσε, από τον οποίο υιοθέτησε τη φράση «ο θεός πέθανε» και από τον Μπερξόν, από τον οποίο πήρε το όραμα του αγωνιζόμενου θεού που δεν είναι άλλο από τη «ζωική ορμή», élan vital. Μπορεί επίσης να υποστηριχθεί ότι επηρεάστηκε και από το Ντοστογιέφσκι, στα έργα του οποίου η ύπαρξη του Θεού απετέλεσε το κεντρικό θέμα που τον βασάνιζε σ’ όλη του τη ζωή. Έκδηλη φαίνεται επίσης και η επίδραση του Ηράκλειτου, κατά τον οποίο ο κόσμος είναι –όπως και για τον Καζαντζάκη– είζωον πυρ».
Η φράση ότι «ο Θεός πέθανε», δεν εννοεί ότι ο θεός πράγματι έχει αποθάνει, αλλά ότι είναι νεκρός στις ψυχές μιας μεγάλης μερίδας ανθρώπων της εποχής του, αφού έπαυσαν να πιστεύουν σ’ αυτόν. Η πίστη είναι ο συνεκτικός δεσμός ανάμεσα στον άνθρωπο και το Θεό, και συνεπώς ο θεμέλιος λίθος κάθε θρησκείας. Η φράση αυτή δεν ειπώθηκε για πρώτη φορά από τον Καζαντζάκη, αλλά έχει μακρά παράδοση στην ιστορία του φιλοσοφικού στοχασμού. Την είπε ο Πλούταρχος: «πάγγειλον τι Π ν μέγας τέθνηκεν», την είπε ο Έγελος, την είπε ο Νίτσε και τόσοι άλλοι. 
Όταν λέει ότι ο Θεός είναι αγώνας, εννοεί ότι οι πιστοί οφείλουν να αγωνίζονται για το καλό, να διεξάγουν δηλαδή τον αγώνα τον καλό, όπως είπε και ο Απόστολος Παύλος: «Τοναγωνα τον καλον γώνισμαι». Ο Καζαντζάκης λέει σχετικά: 
«Η ουσία του Θεού μας είναι ο αγώνας. Μέσα στον αγώνα τούτον ξετυλίγονται και δουλεύουν αιώνια ο πόνος, η χαρά κι η ελπίδα». «Το βαθύ ανθρώπινο χρέος μας είναι όχι να ξεδιαλύνουμε και να φωτίσουμε το ρυθμό της πορείας του Θεού, παρά να προσαρμόσουμε όσο μπορούμε μαζί του το ρυθμό της μικρής λιγόχρονης ζωής μας». «Από τα παιδικά μου χρονιά το πρόσωπο του Χριστού είχε απάνω μου απερίγραπτη γοητεία… Για ένα ήμουν σ’ όλη μου τη ζωή βέβαιος, πως ένας δρόμος, ένας μονάχα οδηγάει στο Θεό, ο ανήφορος. Ποτέ ο κατήφορος, ποτέ ο δρόμος ο στρωτός, ο ανήφορος μονάχα. Πολλές φορές δίστασα, δεν μπόρεσα καθαρά να ξεχωρίσω τι περιεχόμενο έχει η πολυμεταχειρισμένη, η πολύμολεμένη από τους ανθρώπους λέξη Θεός ποτέ δε δίστασα για το δρόμο που οδηγάει ως το Θεό θέλω να πω ως την ανώτατη κορυφή της λαχτάρας του ανθρώπου». «Είπα στη μυγδαλιά: Αδελφή, μίλησέ μου για το Θεό. Κι η μυγδαλιά άνθισε».
Ο Καζαντζάκης στο θέμα του Θεού ήταν για πολλούς μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Όμως αυτό που έκανε δεν ήτανε τίποτε άλλο από το να διατυπώσει με θάρρος και παρρησία τις απορίες και να εξομολογηθεί τις αγωνίες του για τον Θεό. Έτσι, έχοντας βαθιά συνείδηση της αμαρτωλότητας του εγχειρήματός του, που προσπάθησε ως ταπεινός εργάτης του πνεύματος να διερευνήσει στα πρόθυρα μιας αρχόμενης παγκοσμιοποίησης όχι μόνον τη δυνατότητα αλλά και την αναγκαιότητα της ύπαρξης ενός Θεού, που να είναι αποδεκτός από όλους τους λαούς της γης. Προσπάθησε δηλαδή να συλλάβει μια έννοια του Θεού, στην οποία μπορεί ίσως να αναχθεί το πλήθος των υπαρκτών θρησκειών. Ο Θεός αυτός αντικατοπτρίζει τον αγώνα και ενσαρκώνει την αρετή. 
Η δε αγάπη προς τον πλησίον αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της όλης προσπάθειας, διότι μόνον με τον αγώνα και την αγάπη μπορεί να ξεπεράσει κανείς τη φύση του, ώστε να συντελεστεί η αυθυπέρβαση. Στόχευε δηλαδή να αντικαταστήσει την πολυθεΐα με την μονοθεΐα, υπό την έννοια ότι όλοι οι λαοί του κόσμου θα πιστεύουν στον ίδιο Θεό και όχι άλλοι σε άλλον. Η ανθρωπότητα έχει μέχρι σήμερα πληρώσει πολύ ακριβά το τίμημα της σύγκρουσης των θρησκειών και κατ’ επέκταση των πολιτισμών. 
Πάντως στον καθολικής αποδοχής που οραματίζεται, οι ιδέες του Χριστιανισμού έχουν την πρωτοκαθεδρία. Αυτά ίσως φαντάζουν ουτοπικά και ανάρμοστα, δεν παύουν ωστόσο να αποτελούν μια τολμηρή σύλληψη κι ένα σχεδιασμό ενός ανήσυχου πνεύματος. 
Το θέμα του Θεού ήταν στην πρώτη γραμμή των στοχασμών του. Αυτό προκύπτει από την ομολογία του: «Το κύριο, σχεδόν μοναδικό θέμα όλου μου του έργου είναι ο αγώνας του ανθρώπου με τον θεό».

Η τραγικότητα του παιδαγωγικού φαινομένου 
Το Καζαντζακικό έργο δεν είναι πάντα εύκολο στην κατανόηση αλλ’ ενίοτε σκοτεινό και δυσνόητο, όπως εκείνο του Ηράκλειτου του «Σκοτεινού», που δίδαξε πως η φύση αρέσκεται να κρύβεται. Από αυτόν και τον Πλάτωνα, επηρεάστηκε βαθύτατα ο Καζαντζάκης. Τα πνευματικά του δημιουργήματα έχουν βαθύ φιλοσοφικό υπόβαθρο, που η επαρκής γνώση του προϋποτίθεται για ένα ελπιδοφόρο εγχείρημα ερμηνευτικής προσέγγισης. Ο στοχασμός του περιέχεται κρυμμένος ακόμα και σε φράσεις, τις οποίες είναι δύσκολο να υποπτευθούν όχι μόνον αδαείς και ανίδεοι αλλά ακόμα και λόγιοι. Η τραγικότητα είναι ουσιαστικό στοιχείο της φιλοσοφίας του. O Καζαντζάκης παρουσιάζει στο πρόσωπό του την τραγικότητα κάθε παιδαγωγούμενου, κάθε μαθητή, κάθε νέου ατόμου.
Από πολύ νωρίς, όταν ο ίδιος ήταν ακόμα μαθητής Γυμνασίου στην Φράγκικη σχολή της Νάξου, βρέθηκε εγκαταλελειμμένος στο πιο αινιγματικό, μα και πιο καθοριστικό, σταυροδρόμι για τη μετέπειτα διαμόρφωση της πνευματικής του φυσιογνωμίας. Εκεί μετέφρασε ένα αγγλογαλλικό λεξικό έγραψε δηλαδή σε κάθε γαλλική λέξη την αντίστοιχη ελληνική. Για την εργασία αυτή αφιέρωσε πολλούς μήνες και επένδυσε τεράστιο για την παιδική αντοχή του μόχθο. Όταν τελείωσε η παράτολμη αυτή για την ηλικία του προσπάθεια, έτρεξε ολόχαρος να επιδείξει τα αποτελέσματα της δουλειάς του στο διευθυντή του σχολείου του Περ Λωράν, ο οποίος γεμάτος καλοσύνη του είπε:
«Αυτό που έκαμες, Κρητικόπουλο, δείχνει πως μια μέρα θα γίνεις σημαντικός άνθρωπος χαρά σε σένα, που από τόσο μικρός βρήκες το δρόμο σου αυτός είναι ο δρόμος ο δικός σου, η μάθηση έχε την ευκή μου».
Πήγε στη συνέχεια γεμάτος χαρά στον υποδιευθυντή Περ Λελιέβρ και του ’δειξε το κατόρθωμά του. Εκείνος όμως αντέδρασε κατά εντελώς διαφορετικό τρόπο λέγοντάς του:
Δε ντρέπεσαι, παιδί ’σαι συ ή γέρος; Τι ’ναι αυτά τα γεροντίστικα που κάνεις και χάνεις τον καιρό σου; Αντί να παίζεις, να γελάς, να κοιτάζεις από το παράθυρο τα κορίτσια που περνούνε, εσύ κάθεσαι σα μπαμπόγερος και μεταφράζεις λεξικά! Φύγε, να μη σε βλέπω! Αν ακολουθήσεις το δρόμο αυτόν, ποτέ σου, μάθε το από μένα, ποτέ σου δεν θα προκόψεις θα γίνεις ένας δασκαλάκος, ένας καμπουράκος, με γυαλάκια. Αν είσαι αληθινός Κρητικός, κάψε το αυτό το καταραμένο λεξικό και φέρε μου τη στάχτη. Τότε θα δώσω την ευκή μου. Σκέψου και πράξε - φεύγα».
Ο νεαρός τότε Καζαντζάκης ένιωσε ταυτόχρονα χαρά και λύπη κι ένα βαθύτατο συγκλονισμό ψυχής. Διευθυντής και υποδιευθυντής του σχολείου του ήταν γι’ αυτόν τα ανώτερα πρόσωπα, που χάραζαν αργά αλλά σταθερά το δύσκολο και ανηφορικό δρόμο της ζωής του. Η γνώση, που τόσο αγαπούσε, τον έφερνε από το ψέμα στην αλήθεια και σμίλευε υπομονετικά τη μετέπειτα φωτεινή και γαλήνια προσωπικότητα του. Ήταν οι άνθρωποι που ασκούσαν τεράστια επιρροή στον υπό διαμόρφωση ακόμα ψυχικό και πνευματικό του κόσμο, κατά τους χαλεπούς και πολυτάραχους εκείνους για τη σκλαβωμένη μας πατρίδα καιρούς. Ας ακούσουμε όμως ποια στάση πήρε ο ίδιος στις διαμετρικά αντίθετες αυτές νουθεσίες.
«Έφυγα και τα ’χα σαστίσει ποιος έχει δίκιο, τι να κάμω, ποιος από τους δυο δρόμους είναι ο σωστός; Χρόνια παράδερνα κι όταν βρήκα ποιος είναι ο δρόμος ο σωστός, τα μαλλιά μου είχαν ψαρύνει ανάμεσα στον Περ Λωράν και στον Περ Λελιέβρ πηγαινοερχόταν αναποφάσιστη, σαν τη γαϊδούρα του Μπουριντάν, η ψυχή μου. Κοίταζα το λεξικό, τις ελληνικές λέξεις γραμμένες με κόκκινο μελάνι, με ψιλά ψιλά γραμματάκια στο περιθώριο, θυμόμουν τα λόγια του Περ Λελιέβρ κι η καρδιά μου ράγιζε όχι, όχι, δεν είχα το κουράγιο να το κάψω και να του πάω τη στάχτη. Αργότερα, ύστερα από πολλά χρόνια, όταν άρχισα πια να καταλαβαίνω, το ’ριξα στην φωτιά μα δε μάζεψα τη στάχτη του, ο Περ Λελιέβρ είχε από καιρό πεθάνει».
Ο Καζαντζάκης με το παράδειγμα αυτό θέλει προφανώς να επισημάνει ότι ο επισφαλής δρόμος της διαπαιδαγώγησης είναι πορεία ολόκληρης ζωής, όπως ορθά επισημαίνεται τόσο από τον Πλάτωνα όσο και από σύγχρονους παιδαγωγούς. Η λήψη της ορθής απόφασης περί του «πρακτέου», σε κάθε συγκεκριμένη στιγμή, είναι κάτι που ταλανίζει αδιάκοπα την προσωπικότητα του νέου και γενικότερα κάθε ανθρώπινη ψυχή. Ορθότερες ίσως απαντήσεις και λύσεις στα κρίσιμα προβλήματα της καθημερινής ζωής είναι δυνατές στην ώριμη ηλικία, η οποία διαθέτει το φυσικό προνόμιο να έχει αποκομίσει μακροχρόνια πείρα. Έτσι αποτυπώνεται με το παράδειγμα αυτό η τραγικότητα του μαθητή όχι μόνο μέσα στα τείχη των σχολικών κτιρίων, αλλά κυρίως στο μεγάλο σχολείο της ζωής, κατά τις εναγώνιες μεταφυσικές αναζητήσεις του. Το ότι ήταν αναποφάσιστος καθόλη σχεδόν τη διάρκεια της ζωής του, δείχνει πόσο δύσκολες και επισφαλείς είναι οι αποφάσεις που λαμβάνουμε στη ζωή, πράγμα που απαιτεί μεγάλη υπευθυνότητα και περισυλλογή.

Η απορία και ο αγώνας στο έργο του
Ο Καζαντζάκης ήταν βαθύς γνώστης της φιλοσοφίας, την οποία μεταδίδει εκλαϊκευμένα για ένα γόνιμο και δημιουργικό διάλογο. Δεν έμεινε συνεπώς αναποφάσιστος στα σταυροδρόμια της ζωής του, έστω και αν ενίοτε σε στιγμές αυτοελέγχου και περισυλλογής έπεφτε σε απορία σχετικά με την ορθότητα ή μη των πράξεων και θεωριών του. Η Σωκρατική απορία, ο υπέρτατος αυτός αναβαθμός της γνώσης και η πιο συμπαθής έκφραση της νόησης του ανθρώπου, εκδηλώθηκε εντονότερα, τις τελευταίες στιγμές της ζωής του, την οποία και σφράγισε ανεξίτηλα. Σ’ ένα από τα τελευταία έργα του, την Αναφορά στον Γκρέκο, που είναι μια έκθεση της κοσμοθεωρίας και βιοθεωρίας του, απορεί για το δρόμο που διάλεξε και την ποιότητα των πνευματικών του δημιουργημάτων. Κατά την απορία, μια από τις πιο έντονες στιγμές αυτοελέγχου, ο άνθρωπος αίρεται στο δύσκολο μα και θετικό στάδιο της αυτογνωσίας, θέτει υπό έλεγχο και αυτοκριτική την ίδια του τη γνώση, με αποτέλεσμα να γκρεμίζεται ο αλαζονικός και στείρος εγωισμός. Ο Καζαντζάκης προχωρεί ακόμα ένα βήμα περαιτέρω, με το να παραδίδει τα λόγια (δηλαδή τη σκέψη) και τα έργα του στην κρίση των άλλων. Πάντως, ο ίδιος απόρησε στο τέλος της ζωής του, αφού πρώτα διάλεξε μόνος το δρόμο του, που ήταν ο αγώνας κι ο ανήφορος, δηλαδή η οδός η άγουσα προς το Θεό. Έτσι μόνο μπόρεσε να βρει την ευτυχία του, έστω και αν ήταν εφήμερη και παροδική, όπως λέει: «Όλη μας η ζωή, παππού, ήταν ανήφορος ανήφορος και γκρεμός κι ερημιά κινήσαμε με πολλούς συναγωνιστές, με ιδέες πολλές, συνοδεία μεγάλη μα όσο ανηφορίζαμε κι η κορφή μετατοπίζουνταν κι αλάργαινε, αγωνιστές κι ιδέες κι ελπίδες μας αποχαιρετούσαν, λαχάνιαζαν, δεν ήθελαν, δεν μπορούσαν ν’ ανέβουν πιο πάνω κι απομέναμε μονάχοι με τα μάτια καρφωμένα στην κινούμενη μονάδα, στη μετατοπιζόμενη κορφή. Δε μας κινούσε η αλαζονεία, μήτε η απλοϊκή βεβαιότητα πως θα σταθεί μια μέρα η κορφή και θα τη φτάσουμε μήτε κι αν φτάναμε, πως θα βρούμε εκεί πάνω την ευτυχία, τη σωτηρία και τον Παράδεισο ανεβαίναμε, γιατί ευτυχία, σωτηρία και παράδεισος για μας ήταν η ανάβαση». Επειδή ο αγώνας έχει γι αυτόν ύψιστη σπουδαιότητα, αποδίδει περισσότερη βαρύτητα στη συντροφικότητα παρά στη φιλία. Έτσι θα πει: «Ν’ αγαπάς τον καθένα ανάλογα με τη συνεισφορά του στον αγώνα. Μη ζητάς φίλους να ζητάς συντρόφους». Ο Καζαντζάκης πιστεύει σε μια πάλη ανιδιοτελή και χωρίς τον κρυφό πόθο της αμοιβής, δηλαδή σ’ έναν αγώνα δύσκολο, που είναι πηγαίο απαύγασμα της ψυχής του ανθρώπου. Έτσι θα διαλαλήσει ότι η αξία του ανθρώπου έγκειται στο να εργάζεται και να μάχεται κανείς χωρίς αμοιβή:
«Ξέρω καλά πως ο θάνατος δε νικιέται μα η αξία του ανθρώπου δεν είναι η Νίκη, παρά ο αγώνας για τη Νίκη. Και ξέρω ακόμα ετούτο, το δυσκολότερο: δεν είναι ούτε ο αγώνας για τη Νίκη η αξία του ανθρώπου είναι μονάχα ετούτη: να ζει και να πεθαίνει παλικαρίσια και να μην καταδέχεται αμοιβή. Κι ακόμα ετούτο, το τρίτο, ακόμα πιο δύσκολο: η βεβαιότητα πως δεν υπάρχει αμοιβή, να μη σου κόβει τα ήπατα παρά να σε γεμίζει χαρά, υπερηφάνεια και αντρεία». 

Το θεωρητικό υπόβαθρο των στοχασμών του
Αν η αποτίμηση του έργου του Νίκου Καζαντζάκη έχει κάποια σημασία, αυτή δεν αφορά το παρελθόν αλλά το παρόν και κυρίως το μέλλον, γιατί από το παρελθόν αντλούμε μόνο όσα μας χρειάζονται για την καλύτερη αντιμετώπιση του παρόντος και την ανοικοδόμηση του μέλλοντος. Δεν καταγράφονται και δεν αξιολογούνται όλες οι πράξεις του ανθρώπου ως ιστορικές, παρά μόνον όσες έχουν ιδιαίτερη σημασία κάτω από συγκεκριμένη σκοπιά. Από τις παρωχημένες εποχές χρησιμοποιούμε όσα γεγονότα είναι επίκαιρα, ώστε να προσφέρουν κάποια βοήθεια για μια βαθύτερη, δηλαδή ουσιαστικότερη αντίληψη της πραγματικότητας και έναν ασφαλέστερο προσανατολισμό στον κόσμο. Οι επερχόμενες γενιές –βασισμένες στην παράδοση– θα οικοδομήσουν τη μέλλουσα κοινωνία με νέους θεσμούς και αξίες. Η νεολαία διακατέχεται από μια ορμητική και εναγώνια αναζήτηση ιδανικών, εμφορείται από φιλοδοξία για ανεύρεση και σταθεροποίηση της τροχιάς που διαγράφει η ζωή της, καθώς και από έντονο πόθο για αλήθεια και δικαιοσύνη καταβάλλει δε απεγνωσμένες προσπάθειες για μια ομαλή και πετυχημένη ένταξή της στο κοινωνικό σύνολο. 
Αρκετοί νέοι και νέες είναι φυσικό να θέλουν να αντλήσουν διδάγματα από τη σκέψη και τη ζωή του πατριώτη μας στοχαστή. Δεν μπορεί όμως να τους δώσει το μίτο της Αριάδνης, για να ξεφύγουν από τα δύσκολα και περίπλοκα μονοπάτια της προσωπικής τους ζωής και να οδηγηθούν με ασφάλεια στην αλήθεια και το φως. Αλλά ακόμα και αν τους τον έδινε, δεν θα είχαν να ωφεληθούν πολλά, επειδή πίστευε ότι αυτό έχει νόημα, μόνο αν ο καθένας προσπαθεί μόνος του να βρει το δρόμο της ζωής του, που δεν χρειάζεται να είναι οπωσδήποτε ανθόσπαρτος ο δικός του πάντως ήταν ανηφορικός και «κακοτράχαλος». Το αίτημα αυτό του Καζαντζάκη δε στερείται βέβαια θεωρητικής θεμελίωσης, η οποία όμως ξεφεύγει από τα στενά πλαίσια μιας ομιλίας. Θα προσπαθήσω ωστόσο να σκιαγραφήσω με συντομία τον προβληματισμό αυτόν.
Γενική σχεδόν είναι η πεποίθηση, ότι αιώνιες και απόλυτες αλήθειες –αν τελικά υπάρχουν– είναι ελάχιστες και κοινότοπες: Αυτό σημαίνει ότι όλες οι αξίες δεν είχαν και δεν μπορούν να έχουν διαχρονική και καθολική ισχύ για την ανθρωπότητα. Η αλήθεια δεν είναι οριστική και τελειωτική αλλά προσεγγιστική, επειδή η γνώση μας είναι περιορισμένη λόγω της πεπερασμένης φύσης του ανθρώπινου νου. Η γνώση, που είναι σε τελευταία ανάλυση κοινωνική διαδικασία, προϋποθέτει ένα ερμηνευτικό κύκλο από το υποκείμενο στην πραγματικότητα. Σε περίπτωση λάθους ο κύκλος μπορεί να επαναλαμβάνεται επ’ άπειρον. Συνεπώς οι γνώσεις μας παραμένουν κατ’ ανάγκη ατελείς, επειδή δεν είναι δυνατόν σε πεπερασμένο χρόνο να επαναληφθεί άπειρες φορές ο κύκλος. Η θέση αυτή είναι πλατωνική, αφού η αλήθεια μόλις και μετά βίας μπορεί να προσεγγισθεί. Τα λόγια είναι αδύναμα να εκφράσουν τα νοήματά μας. Ποιος όμως εξασφαλίζει τη σύγκλιση απόψεων προς το ορθό σημείο προσέγγισης της αλήθειας; Κανείς με σιγουριά. Γι’ αυτό το βασικό ερώτημα σε μια επιστημονική ή φιλοσοφική θεωρία δεν είναι τόσο αν φαίνεται αληθής ή ψευδής, αλλά πού βρίσκεται η αλήθεια και το ψεύδος και σε ποιο βαθμό είναι ακριβής. Η τυπική λογική συλλαμβάνει δυστυχώς μέρος μόνο της δομής της πραγματικότητας, ενώ το όλο παραμένει ασύλληπτο. Δεν μπορούμε να αναχθούμε σε μια θεωρία, χωρίς να ξεκινήσουμε από ένα ορισμένο σημείο ή τομέα της πραγματικότητας. Η επιλογή αυτή αποτελεί αναγκαίο στοιχείο μιας επιστημονικής μελέτης. Επομένως, επειδή η σύλληψη της πραγματικότητας είναι αποσπασματική και υπεισέρχεται σ’ ένα βαθμό ο παράγοντας του τυχαίου, είναι εύλογο να διαπράττονται σφάλματα και να αναφύονται αντιφάσεις στη ζωή.
Κατά τη γνωστική διαδικασία μαθαίνουμε μόνο ή κυρίως από τα σφάλματά μας. Ο Νίτσε μάλιστα είχε διατυπώσει την άποψη, ότι από λάθος δρόμους οδηγούμαστε στην αλήθεια. Ο μόνος τρόπος να τ’ αποφύγουμε είναι να μην κάνουμε τίποτα, πράγμα που είναι ακόμα μεγαλύτερο ατόπημα. Οι νέοι λοιπόν θα μάθουν κι αυτοί από τα ίδια τους τα σφάλματα. Μόνοι θα προσπαθήσουν να βρουν το δρόμο της ζωής τους, αρκεί να αναγνωρίζουν τα αστοχήματά τους –αν βέβαια υπάρχουν– και να επιμένουν να τα διορθώσουν. Με ποιο τρόπο όμως θα γίνει ο εντοπισμός και η επανόρθωση του ημαρτημένου; Πώς μπορώ να ξέρω ποιο είναι το σωστό; Δεν είναι του παρόντος να επιχειρήσω να απαντήσω στο καίριο αυτό ερώτημα. Ας θεωρηθεί όμως αρκετή έστω η απλή επισήμανση του προβληματισμού. Ο Καζαντζάκης πάντως, ακολουθώντας τη λαϊκή σοφία των Κρητικών, που λέει: «Όπου αστοχήσεις γύρισε, κι όπου πετύχεις, φύγε!» φαίνεται ότι όχι μόνο αναγνωρίζει τα παραπτώματά του, αλλά και καταβάλλει κάθε προσπάθεια –στα όρια βέβαια του εφικτού– για τη διόρθωσή τους. Έτσι θα πει: 
«Αν αστόχησα, και μια ώρα ζωή ακόμα να μου απομένει, θα ξαναγυρίσω στην έφοδο αν πέτυχα, θ’ ανοίξω τη γη, να ’ρθώ να ξαπλώσω στο πλάι σου». 
Αυτή είναι ίσως μια έγκυρη συμβουλή, που αφήνει ως ιερή παρακαταθήκη όχι μόνο στους νέους της Κρήτης, την οποία τόσο αγάπησε, αλλά και όλου του κόσμου για πολλούς ακόμα αιώνες. Αφήνει επίσης μια αγάπη ανιδιοτελή, θερμή, πλουσιοπάροχη. Η αγάπη έχει ίσως πολύ μεγαλύτερη σημασία παρά ο αγώνας της ζωής.

Το μήνυμα του Καζαντζάκη είναι κήρυγμα αγάπης και συναδέλφωσης των λαών 
Με τη διατύπωση αυτήν τίθεται τέλος το ερώτημα, αν από το πλήθος και το βάθος των στοχασμών του μπορεί να συναχθεί κάποιο συμπέρασμα για το κύριο μήνυμα που εκπέμπεται από το συνολικό του έργο. Αν θα έλεγε κανείς ότι η πεμπτουσία των διαλογισμών του και το βασικό μήνυμα για τις μέλλουσες γενιές σε όλη την ανθρωπότητα είναι μια έκκληση για αγάπη, δεν θα απείχε –κατά την ταπεινή μου τουλάχιστον γνώση– πολύ από την αλήθεια. Πρόκειται για το «Αγαπάτε αλλήλους», ένα κήρυγμα βαθύτατα χριστιανικό, το οποίο μάλιστα εναρμονίζεται πλήρως με την αρχαία ελληνική παράδοση. Γνωστή είναι η περίφημη φράση της Αντιγόνης του Σοφοκλή: «Ο_τε συνέχθειν λλά συμφιλε ν φυν», «δεν γεννήθηκα για να μισώ, αλλά για ν’ αγαπώ».
Πώς προκύπτει όμως η ιδέα της αγάπης από το έργο του; Εκτός από τις πολυάριθμες αναφορές στην αξία και το μεγαλείο της αγάπης μνημονεύει με αξιολογική μάλλον σειρά τις επιδράσεις που δέχτηκε από τους προγενέστερούς του. Ομολογεί λοιπόν ότι από τον Αλέξη Ζορμπά έμαθε ν’ αγαπά τη ζωή και να μη φοβάται το θάνατο. 
Ο ίδιος δηλώνει ότι σημαντική επίδραση άσκησαν επάνω του τα ταξίδια και τα ονείρατα, καθώς και ο Όμηρος, ο Βούδας, ο Νίτσε, ο Μπερξόν και ο Ζορμπάς. Επεξηγεί δε στην συνέχεια σε τι τον βοήθησε ο καθένας απ’ αυτούς, πράγμα που δείχνει ταυτόχρονα και τις συνιστώσες της πνευματικής του φυσιογνωμίας και προσφοράς. Λέει λοιπόν:
«Ο πρώτος στάθηκε για μένα το γαληνό κατάφωτο μάτι, σαν το δίσκο του ηλίου, που φωτίζει με απολυτρωτικιά λάμψη τα πάντα ο Βούδας, το άπατο κατάμαυρο μάτι, όπου πνίγεται και ημερώνεται ο κόσμος ο Μπέρξονας με αλάφρωσε από μερικά άλυτα φιλοσοφικά ρωτήματα που με τυραννούσαν στα πρώτα νιάτα ο Νίτσε με πλούτισε με καινούριες αγωνίες και μ’ έμαθε να μετουσιώνω τη δυστυχία, την πίκρα, την αβεβαιότητα σε περηφάνια κι ο Ζορμπάς μ’ έμαθε ν’ αγαπώ τη ζωή και να μη φοβούμαι το θάνατο».
Δεν είναι όμως δυνατόν ν’ αγαπά κανείς τη ζωή, χωρίς ν’ αγαπά τους ανθρώπους, επειδή ως εκ φύσεως κοινωνικό και πολιτικό ον δεν μπορεί να ζήσει έξω από την κοινωνία, με την οποία και συναλλάσσεται σχεδόν καθημερινά. Θεωρεί δε αδύνατη την ανύψωση του ανθρώπου χωρίς την αγάπη. Λέγει μάλιστα ρητά: «Αγάπα τον άνθρωπο γιατί είσαι εσύ». Αυτό νομίζω πως είναι το ύψιστο δίδαγμα και η μέγιστη πνευματική κληρονομιά στις επερχόμενες γενιές. Η μορφή της αγάπης και της θυσίας χαρακτηρίζεται από τον Καζαντζάκη τρισεύγενη (Αναφορά στον Γκρέκο). Η πεμπτουσία λοιπόν των στοχασμών και επιθυμιών του είναι ένα κήρυγμα αγάπης και συγκατάβασης, έννοιες βαθύτατα χριστιανικές και κατ’ επέκταση θρησκευτικές.

Η πορεία και οι άξονες των προβληματισμών του 
Ο Καζαντζάκης, ο πολυπλάνητος αυτός σταυροφόρος της δημοκρατίας και ακαταπόνητος κυνηγός της αλήθειας, προσπαθούσε από την τρυφερή παιδική ηλικία έως την προχωρημένη ωριμότητά του– να πλησιάσει το απρόσιτο και να συμφιλιωθεί με την ιδέα, πως η φυσική απόληξη της ζωής είναι ο θάνατος. Προσπαθούσε να είναι αισιόδοξος παρά τις σχεδόν ανυπέρβλητες δυσχέρειες και τις αλλεπάλληλες απογοητεύσεις, που φέρει η καταθλιπτική σκέψη της αφόρητα πικρής γεύσης της αποτυχίας. Ο ίδιος πολλές φορές δοκίμασε τη ζωογόνο χαρά της δημιουργίας και προσπάθησε να αποφύγει το φοβερό αδυσώπητο διχασμό της προσωπικότητας, που πολύ εύστοχα αποτύπωσαν ο Απόστολος Παύλος και ο Οβίδιος στις Μεταμορφώσεις του. Και οι δύο βλέπουν και επιδοκιμάζουν τα καλύτερα, ακολουθούν όμως τα χειρότερα. Η ιδέα αυτή αντικατοπτρίζει τη συνεχή πάλη του ανθρώπου με το κακό.
Σ’ όλα τα στάδια της πολυκύμαντης πορείας του ρηξικέλευθου, καινοτόμου και φιλοπρόοδου πνεύματος του δέσποζε ο αγώνας, που έκφραση του ήταν το χτίσιμο και το γκρέμισμα, η πλημμυρίδα κι η παλίρροια. Αυτός ήταν ο άξονας των στοχασμών, η δε αγάπη έδινε περιεχόμενο και νόημα στην εφήμερη ύπαρξή του. Ήξερε επίσης καλά πως ο εξαναγκασμός δεν είναι το ανώτερο σύμβολο ούτε η ασφαλέστερη εγγύηση της προόδου και της υπεροχής αλλ’ η πειθώ και ο λόγος. Αυτό που χαρακτηρίζει το έργο του είναι ο έντονος παλμός και ο πλατύς ορίζοντας του στοχασμού του, ο οποίος ανεβαίνει τα σκαλοπάτια των μεταρσιώσεων και θεωρητικών συλλήψεων, η τολμηρή φαντασία, η διεισδυτική οξυδέρκεια, ο δυναμικός οραματισμός και το θελκτικό ύφος του λόγου. Στο κείμενό του ενυπάρχει πλήθος εκφραστικών μέσων, τα οποία καθιστούν πλουσιότερο το εννοιολογικό περιεχόμενο της γλώσσας μας. Γλώσσα και σκέψη δεν είναι δύο ξεχωριστά πράγματα, αλλά συνδέονται στενά μεταξύ τους. 
Φάνηκε, νομίζω, καθαρά πως η προβολή της πνευματικής φυσιογνωμίας του Νίκου Καζαντζάκη είναι θέμα δύσκολο, εδώ προσπάθησα να παρουσιάσω μια μικρή μόνο πτυχή της, έχοντας βέβαια επίγνωση των αδυναμιών και ατελειών, που εμπεριέχονται σε τέτοιου είδους εγχειρήματα. Αυτό οφείλεται αφενός στο ότι η προσωπικότητα κάθε στοχαστή δεν είναι ευδιάκριτη σ’ όλες τις φάσεις και τις εκδηλώσεις της αλλ’ ούτε και αναλλοίωτη, αφού συνεχώς ανασχηματίζεται και αναμορφώνεται κατά τη διάρκεια της γεμάτης κίνηση σωματικής και πνευματικής υπόστασης. Πάντως, με κίνδυνο να χαρακτηριστεί αυτό προγονοπληξία, θα μπορούσε ίσως να λεχτεί ότι η μεγάλη και. Δυνατή ευκρασία της πνευματικής παρουσίας του Έλληνα στοχαστή είναι ανεκτίμητη κληρονομιά, που βαραίνει τους ώμους και μας επισκιάζει, όπως και παρόμοιες μορφές του λαμπρού ελληνικού παρελθόντος. 
Έτσι θα μας συνοδεύει πάντα η αδύνατη ηχώ μιας μακρινής φωνής που χάνεται σιγά σιγά και γίνεται ακατάληπτη στα βάθη των αιώνων, μα που επιτρέπεται νομίζω να ελπίζουμε πως δε θα σβήσει ποτέ, αλλά θα συνεχίσει να εκπέμπει ακόμα κάποιες αμυδρές αχτίδες φωτός .
Το κείμενο αυτό δόθηκε ως διάλεξη στο Ηράκλειο Κρήτης στις 6 Οκτωβρίου 2004
Γιώργος X. Kουμάκης
Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Iωαννίνων
Αφύπνιση Ελλήνων, www.afipnisi.org

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Δημοφιλείς αναρτήσεις