Σάββατο 30 Ιουνίου 2012

Η Ανακάλυψη... του Σωτήρη Κανελλόπουλου *

http://www.onestory.gr/post/26027266627

 _Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ…

του Σωτήρη Κανελλόπουλου *
.
Μα πού είσαι παιδί μου;
-Δεν με ακούς μωρό μου;
Οι ανήσυχες φωνές, ταυτόχρονες από δυο ξεχωριστές πλευρές, γέμισαν τον χώρο με τη συγκρατημένη αλλά φανερή αγωνία των μεγάλων που έχασαν για λίγο έστω τον έλεγχο των παιδιών τους.
Παρόλο το χαμόγελο που στολίζει τα πρόσωπα που φάνηκαν να πλησιάζουν• οι μεγάλοι ξέρουν να κρύβουν τις σκέψεις τους όταν το θελήσουν…
Τα δυο παιδικά μουτράκια κοιτάχτηκαν χαμογελαστά• συνεννοήθηκαν.
Θα ήταν η δική τους ανακάλυψη.
Είχαν βρει το μόνο πράγμα χωρίς όνομα! Και δεν θα μοιραζόντουσαν το μυστικό τους με κανέναν άλλον.
Τι κι αν, στα πέντε τους χρόνια, οι μεγάλοι δεν τους είχαν ικανούς για τίποτα…
Αυτοί, λίγο πριν, εκεί, είχαν κάνει τη μεγάλη τους ανακάλυψη.
Την κατάδική τους ανακάλυψη.
Μόλις είχαν βρει το μόνο πράγμα στον κόσμο που δεν έχει όνομα.
Έτσι το βάφτισαν οι εμπειρίες των πέντε τους χρόνων…
Δειλά και φοβισμένα γύρισαν προς το μέρος των μαμάδων, μα λίγο πριν απομακρυνθούν οριστικά, άπλωσαν τα τόσο δα χεράκια τους και ίσα που άγγιζαν τα ακροδάκτυλά τους. Δείκτης με δείκτη κάθε χεριού.
-Τα κορίτσια τίποτα δεν ξέρουν,
-Τα αγόρια δεν καταλαβαίνουν τίποτα,
δυο σκέψεις που ταξίδεψαν στο χώρο και τον χρόνο καθώς τα παιδικά κορμάκια χάθηκαν στις μητρικές αγκαλιές.
Ποιος ξέρει αν θα ξανασυναντηθούν;
Τα καλοκαίρια περνούν, οι χειμώνες φέρνουν κρύα, η Άνοιξη στολίζει τη φύση, τα παιδιά μεγαλώνουν οι κόσμοι τους αλλάζουν, τα σχολεία φροντίζουν τα όρια να είναι μετρημένα και τα όνειρα να βγαίνουν από τα σωστά καλούπια.
Ο έρωτας, νέες ανακαλύψεις καθώς τα σώματα γίνονται εργαλεία για πειράματα, ο ουρανός κι η γη κλεισμένοι πια σε φωτισμένες λεωφόρους και απόμερα δρομάκια, τα κορμιά αχόρταγα ζητούν την προλακτίνη να γεμίζει τα κύτταρα τους με κάθε ευκαιρία.
Οι παιδικές ανακαλύψεις γίνονται μακρινές αναμνήσεις που άλλοτε φέρνουν τρυφερό χαμόγελο άλλοτε μικρές ντροπές.
-Μου αρέσεις
-Σε θέλω.
Τι σημασία έχει το ποιο στόμα μίλησε πρώτο…
Και πώς.
Λίγο μετά, κορμιά όρθια, ακουμπισμένα στον κορμό του δέντρου, παντελόνι κατεβασμένο, φούστα -ευτυχώς καλή επιλογή για απόψε-, ανεβασμένη, πόδι με δωδεκάποντο τακούνι, τυλιγμένο φίδι γύρω από τη μέση του, τα βογκητά κι αναστεναγμοί μαζί με την κοφτή ανάσα και το λαχάνιασμα να σμίγουν με τις δονήσεις της μουσικής που βρυχάται από τα μπάσα των ηχείων.
Λίγωμα πριν από το τέλος, κραυγές κι αναστεναγμοί, λύσιμο των κορμιών και των συναισθημάτων.
-Πώς σε λένε; ταυτόχρονη ερώτηση.
Ξάφνιασμα και γέλιο.
-Πώς το λένε, πες καλύτερα, η ξεθωριασμένη ανάμνηση μιας παλιάς ανακάλυψης, που έρχεται απρόσμενα να σταθεί εκεί εμπρός, βγάζοντας περιπαιχτικά τη γλώσσα.
-one night stand
-πήδημα
-γαμήσι
ο καταιγισμός των λέξεων.
Λες να έχει σημασία από ποιον η κάθε μια;
Γέλια.
-Τα λέμε.
Πεταχτό φιλί και μεταβολή.
Λίγο πριν το οριστικό αντίο, -μα πως να δώσεις το χέρι σου σαν σε καθώς πρέπει γνωριμίες;- ένα άγγιγμα δείκτη με δείκτη των απλωμένων χεριών, μπορεί να ορίζει και μια ανομολόγητη επιθυμία.
Επιστροφή της, στον κόσμο τής μουσικής. Άναμμα τσιγάρου, λίγο ποτό στα χείλη να τα ποτίσει για να ανθίσει κι άλλο εκεί η ηδονή. Παράδοση στα κύματα των ήχων.
Επιστροφή του στη σέλα της μηχανής, τέρμα τα γκάζια, ελιγμοί ανάμεσα στα φώτα της νύχτας. Προορισμός ο δρόμος.
Οι κραδασμοί του μοτέρ μεταφέρονται στο σώμα που έχει κολλήσει στο μέταλλο της μηχανής και ψάχνει τη συχνότητα των δονήσεων της φύσης.
Οι ήχοι από τα ηχεία, κραδασμοί στο κορμί που θέλει να χαλαρώσει, -ενώ ταυτόχρονα ζητάει παράταση της ηδονής αιώνια, όχημα για τη μεταφορά του στις δονήσει της φύσης.
Συντονισμό να το πεις; Αιθέρα που συναρμόζει αενάως δονήσεις σωμάτων ασωμάτων και ψυχών;
-Οι άντρες δεν καταλαβαίνουν τίποτα.
-Οι γυναίκες είναι στον κόσμο τους.
Ταυτόχρονη σκέψη.
Η αίσθηση του πριν λίγη ώρα αγγίγματος των ακροδακτύλων, πλημμύρα συναισθημάτων.
Η λάμψη φωτίζει την ανακάλυψη.
Το μόνο πράγμα που δεν έχει όνομα!
Τα καλοκαίρια κάποτε τελειώνουν.
Αν μη τι άλλο, χρειάζεται να προετοιμαστείς για να αντιμετωπίσεις με αξιοπρέπεια, τον χειμώνα που έρχεται.
Στητός, αφύσικα στητός, με τα πόδια μόλις να μπορούν να σηκωθούν από τη γη, ακολουθεί υπάκουα τη διαδρομή που το σταφιδιασμένο χέρι της, τού ορίζει.
Κι αμίλητος. Με το βλέμμα άδειο.
Τα λίγα μαλλιά κάτασπρα, τα γένια μερικών ημερών, χωρίς καμιά περιποίηση από το χέρι που μάλλον δεν ξέρει πια πώς να το κινήσει.
-Κάθισε και περίμενε. Είπα εγώ τι να σου κάνουν. Εντολή και συνάμα μητρικό σχεδόν ενδιαφέρον, από τη συνοδό του, σύντροφο ζωής μάλλον, λίγο πριν εκείνη ανοίξει την πόρτα και ακολουθήσει τις δικές της διαδρομές.
Το βλέμμα πάντα απλανές. Ακόμα κι όταν το χέρι του τεχνίτη κάνει μασάζ με τη σαπουνάδα στο άνυδρο μάγουλο.
Κανείς ήχος. Μόνο εκείνος της λάμας που απομακρύνει τις τρίχες από το απαθές πρόσωπο.
Και της μηχανής που καθαρίζει τον σβέρκο.
Πόσα φιλιά να έχει δεχτεί αυτό το πρόσωπο;
Πόσα γυμνά μπράτσα να τυλίχτηκαν γύρω από αυτόν τον σβέρκο;
-Έτοιμος! η φωνή του μπαρμπέρη, ανακοινώνει τη λήξη των εργασιών.
-Πάμε, η φωνή της γυναίκας, που τώρα βλέπεις κι εσύ μέσα από τον καθρέφτη.
Αλήθεια πότε γύρισε; Αφού την είδες να φεύγει. Πώς ήξερε ποια ώρα ακριβώς να γυρίσει;
Λίγο πιο μετά, οι δυο τους, στον δρόμο πλάι στις γραμμές του τραμ• το βαρύ όχημα ξεκινάει από τη στάση.
Αυτός, αφύσικα στητός, με τα πόδια μόλις να καταφέρνει να τα σηκώσει από τη γη, έχει αφεθεί να τον οδηγεί αυτή, η λιπόσαρκη, με το ρυτιδιασμένο πρόσωπο και τον σταφιδιασμένο λαιμό.
Καθώς το τραμ περνάει από δίπλα τους, το χέρι του απομακρύνεται λίγο από το χέρι της, τόσο που ίσα τα ακροδάκτυλα, δείκτης με δείκτη, να ακουμπούν.
-Οι άντρες είναι πάντα παιδιά, μουρμουρίζει εκείνη προσπαθώντας να του πιάσει σφιχτά προστατευτικά μα και συνάμα τρυφερά το χέρι.
Κάτι σαν χαμόγελο, φάνηκε να σχηματίζεται στο πρόσωπο εκείνου καθώς οι ρόδες του συρμού πάνω στις γραμμές τους, μοιάζουν να χτυπούν στον ρυθμό:
-τα-κορίτσια-τίποτα-δεν-ξέρουν…-τα-κορίτσια-τίποτα-δεν-ξέρουν…-τα-κορίτσια-τίποτα-δεν-ξέρουν…
μέχρι που το βαρύ όχημα χάνεται πίσω από τον κοκκινωπό όγκο της εκκλησιάς, γλιστρώντας πάνω στις γραμμές της προκαθορισμένης τροχιάς του που το φέρνουν πίσω στην αφετηρία…
.
Ο Σωτήρης Κανελλόπουλος γεννήθηκε μεγάλωσε και γερνάει στην Αθήνα. Έκανε σπουδές περί τα οικονομικά, τη μηχανολογία, την πληροφορική και άλλα,  για να  ταλαιπωρήσει τελικά τις μετέπειτα από αυτόν γενιές, επιλέγοντας να υπηρετήσει την επαγγελματική εκπαίδευση. Κείμενά του έχει εμφανίσει στα blog που κατά καιρούς έχει στήσει. Γράφει όποτε έχει διάθεση. Ξεκίνησε να γράφει, κυρίως για να ισορροπήσει τα έξω με τα εντός του.
[ facebook ] [ e-mail ]

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις