πηγή : http://www.onestory.gr/post/29320756500
ΧΝΟΥΔΙΑ ΣΤΟ ΠΑΤΩΜΑ
της Παναγιώτας Δημοπούλου *
Εκείνη στέκεται με την πλάτη γυρισμένη. Κοιτάει έξω από το κλειστό
παράθυρο. Εκείνος στο διπλανό δωμάτιο μαζεύει τα ρούχα του όσο το
δυνατόν πιο αθόρυβα. Τα πετάει άγαρμπα σε μια βαλίτσα. Καθώς σέρνει τη
βαλίτσα του, μανίκια από πουκάμισα σα χέρια μαζεύουν τα χνούδια από το
πάτωμα. Εκείνη μένει με την πλάτη γυρισμένη να κοιτάει έξω από το
κλειστό παράθυρο. Εκείνος κοιτάει μια εκείνη και μια το πάτωμα.
Εκείνος για εκείνη: Είναι τόσο όμορφη η πλάτη της. Ψηλή, στητή,
περήφανη. Νομίζω ότι έτσι τη γνώρισα κι έτσι την ερωτεύτηκα, από την
πλάτη της, πρώτα είδα την πλάτη της και μετά εκείνη, ίσως αυτό να
αγάπησα σε εκείνη περισσότερο, την πλάτη της, τα βράδια έψαχνα με τα
χέρια μου την πλάτη της σαν κάτι δικό μου, κάτι που μου ανήκε, την
περίμενα να κοιμηθεί για να ψηλαφίσω το απαλό δέρμα, τα πεταχτά κόκκαλα,
τη σπονδυλωτή γραμμή στο κέντρο, μου άρεσε τόσο να χαϊδεύω την πλάτη
της και εκείνη ξαπλωμένη δίπλα μου να κοιτάει έξω από το ανοιχτό
παράθυρο, κι ύστερα, τα παράθυρα έκλεισαν κι ύστερα το φως πίσω από τις
χαραμάδες έπαιζε με τις σκιές μας κρυφτό, μια έκρυβε και μια φανέρωνε τη
σκόνη που έπεφτε επάνω μας, αργά αλλά σταθερά, εκείνη πια ξαπλωμένη να
κοιτά πίσω από το κλειστό παράθυρο, κι εγώ να κοιτώ την πλάτη της ώσπου
σκέφτηκα ότι δε γίνεται, δε βγαίνει μια ζωή κοιτώντας μια πλάτη.
Εκείνη για εκείνον: Θέλω να φύγεις και μόλις φύγεις να ανοίξω το
παράθυρο θέλω τόσο πολύ να ανοίξω επιτέλους το παράθυρο θέλω να μπει ο
αέρας και να σαρώσει τα πάντα στο δωμάτιο έπιπλα ρούχα εσένα μαζί με
εσένα κι αυτή τη σκόνη κυρίως αυτή τη σκόνη που πέφτει και δε λέει να
φύγει από επάνω μας όμως εσύ δε φεύγεις πάντα αργός αργός σε όλα σου
αργός και αθόρυβος ακόμα και τώρα αθόρυβος όμως δεν αντέχω άλλο αυτή τη
σιωπή θέλω να σπάσω το παράθυρο κι έτσι να μείνω κι έτσι να ζω από εδώ
και στο εξής με σπασμένα παράθυρα.
Εκείνος για τον εαυτό του: Πρέπει κάτι να της πεις, δε γίνεται να
κάθεσαι απλά και να την κοιτάς, το βλέπεις υποφέρει, βλέπεις τον σπασμό
πάνω στην πλάτη της, πώς στέκεται και δε μιλά, κάτι πρέπει εσύ να βρεις
να της πεις, μη βιάζεσαι, πάρε το χρόνο σου, πάρε όσο χρόνο θέλεις όμως
βρες κάτι να πεις, ύστερα από τόσα χρόνια, δε γίνεται, δε γίνεται να μην
υπάρχει κάτι, δε γίνεται να μην ειπωθεί κάτι από εσένα προτού φύγεις.
Εκείνη για τον εαυτό της: Θέλεις τόσα να του πεις ή μάλλον όχι να
πεις να πετάξεις στα μούτρα του λέξεις βαριές βαριές σαν αντικείμενα σαν
το σιδερένιο τασάκι που άδειαζες κάθε πρωί από τα τσιγάρα του σαν το
μπρίκι που πέταγες στο νεροχύτη μόλις έφτιαχνες τον καφέ του μα αυτός
αργεί κι εσύ βιάζεσαι μη βιάζεσαι περίμενε λίγο ακόμα λίγο ακόμα
περίμενε και θα δεις δε γίνεται αθόρυβα έτσι αθόρυβα όπως ήρθε θα
φύγει.
Εκείνος για τον εαυτό του: Θέλω να γίνω σκόνη να μείνω επάνω της και να μην μπορώ να φύγω πια.
Εκείνη για τον εαυτό της: Θέλω να ανοίξω το παράθυρο να μπει ο αέρας να διώξει κάθε σκόνη από πάνω μου.
Εκείνος κοιτάει μια εκείνη και μια το πάτωμα. Καθώς σέρνει τη βαλίτσα
του μανίκια από πουκάμισα σα χέρια μαζεύουν τα χνούδια από το πάτωμα.
Εκείνη με την πλάτη γυρισμένη κοιτάει έξω από το κλειστό παράθυρο
περιμένοντας το κλείσιμο της πόρτας.
.
Η Παναγιώτα Δημοπούλου γεννήθηκε στις 19 Ιουνίου
1980. Σπούδασε στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Γεννήθηκε, μεγάλωσε, ζει και εργάζεται στο κέντρο της Αθήνας.