Η κομψή κυρία δεξιά του Καζαντζάκη είναι η Ιβέτ Ρενού. Hταν στις αρχές του 1947, όταν σ' ένα διαμέρισμα στο Παρίσι συναντούσε για πρώτη φορά τον Νίκο Καζαντζάκη.
Πενήντα έξι χρόνια μετά τον θάνατό του κι εξήντα έξι από την πρώτη εκείνη συνάντηση, η Ρενού σε συνέντευξή της που παραχώρησε στο Αθηναϊκό Πρακτορείο για τον Νίκο Καζαντζάκη, έτσι όπως τον γνώρισε - ως συνεργάτη στην UNESCO, επιστήθιο φίλο, άνθρωπο και συγγραφέα.
«Δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς την ημέρα της πρώτης εκείνης συνάντησης. Αλλά ήταν στις αρχές του 1947. Τον συνάντησα για πρώτη φορά στο σαλόνι ενός διαμερίσματος, στο Παρίσι, όπου ζούσε με την Ελένη. Ηταν καθισμένος σε μια πολυθρόνα που, όπως έμαθα αργότερα, την αποκαλούσαν 'πολυθρόνα του ποιητή'. Με ρώτησε αν ήθελα να εργαστώ μαζί του στην UNESCO. Εγώ ήδη δούλευα για τον οργανισμό και μου φάνηκε συναρπαστικό να εργαστώ στο πλάι του. Γι' αυτό κι εντάχθηκα στη νεοσυσταθείσα υπηρεσία για την προώθηση μεταφράσεων κλασικών λογοτεχνικών έργων, με απώτερο στόχο τη γεφύρωση των διαφορετικών πολιτισμών, με τον ίδιο επικεφαλής» λέει η κ. Ρενού με τη φωνή της γεμάτη νοσταλγία.
«Ήταν ντροπαλός αλλά και πολύ φιλικός ταυτόχρονα. Δεν μιλούσε πολύ. Ένας άνδρας με ωραίο πρόσωπο, αν κι αρκετά μεγάλος ήδη σε ηλικία (σ.σ. ο Καζαντζάκης γεννήθηκε το 1883). Οταν χαμογελούσε ήταν πολύ γοητευτικός. Είχε καθαρή φωνή και μιλούσε εξαιρετικά τη γαλλική», θυμάται.
Η μύηση του Καζαντζάκη στο βουδισμό
Η νεαρή τότε Ιβετ γνώρισε τον Νίκο Καζαντζάκη μέσω του πατέρα της Ζαν Ερμπερτ, τον άνθρωπο που «μύησε» τον συγγραφέα στον ινδουισμό και τον βουδισμό. «Έγιναν φίλοι μέσω της Ελένης, της συζύγου του Νίκου. Ήταν δημοσιογράφος και είχε γράψει τότε ένα βιβλίο για τον Γκάντι (Μαχάτμα Γκάντι, Μια Άγια Ζωή). Το είχε γράψει στη γαλλική, την οποία και μιλούσε άπταιστα, και ο πατέρας μου τη βοήθησε να βρει εκδότη. Έτσι ξεκίνησε μια βαθιά φιλία με το ζεύγος Καζαντζάκη», επισημαίνει.
Η συνεργασία της με τον Νίκο Καζαντζάκη στην UNESCO ήταν εξαιρετική. «Περάσαμε πολύ καλά. Ήταν καλός μαζί μου και μου μιλούσε με ευγένεια και σεβασμό. Εγώ δούλευα από πριν στον οργανισμό και γνώριζα καλά τους κανονισμούς. Αυτός, από την άλλη, δεν έδειχνε ιδιαίτερη ζέση απέναντι σε ζητήματα διοικητικής ή διπλωματικής φύσης», λέει χαρακτηριστικά. «Ήθελε να επισκέπτεται ο ίδιος τους αρχηγούς κρατών, αν και βάσει πρωτοκόλλου έπρεπε να απευθύνεται σε αυτούς διά επιστολών» επισημαίνει.
Θυμάται δε, πως ο Καζαντζάκης, ο οποίος «είχε μια φυσική κομψότητα», απεχθανόταν την επίσημη περιβολή: «Δεν ήθελε να φορά κοστούμια και, φυσικά, καθόλου γραβάτα. Εγώ, ωστόσο, είχα πάντα μια γραβάτα στο συρτάρι μου και τον παρακαλούσα να τη φορέσει πριν από κάποια συνάντηση».

Δεν ήταν, όμως, μόνο τα κοστούμια και οι διπλωματικοί κανόνες που δεν ταίριαζαν στην ασυμβίβαστη προσωπικότητα του μεγάλου συγγραφέα. «Ο ίδιος δεν ήταν ευτυχής στην UNESCO καθώς σκοπός της ζωής του ήταν το γράψιμο», εξηγεί η κ. Ρενού και προσθέτει: «Καθ' όλη τη διάρκεια της θητείας του δεν είχε χρόνο για γράψιμο, γι' αυτό και θεωρούσε πως η δουλειά τού 'έκλεβε' χρόνο. Όταν βρίσκαμε λίγες ελεύθερες στιγμές μεταξύ των συναντήσεων, μου μιλούσε και μου έλεγε ιστορίες. Μου είχε, μάλιστα, εξιστορήσει τις περιπέτειες του Ζορμπά, σε μια πρώτη, προφορική 'έκδοση' της ιστορίας. Μου ζητούσε, μάλιστα, να κρατάω σημειώσεις για να μην ξεχάσει αυτά που μου έλεγε».
Έντεκα μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Νίκος Καζαντζάκης αποχαιρέτισε την UNESCO αλλά όχι και τη συνεργάτιδά του, με την οποία τόσο ο ίδιος όσο και η Ελένη διατήρησαν στενή φιλία ως το τέλος της ζωής τους.
«Η Ελένη ήταν ανήσυχη για το μέλλον, αλλά ο ίδιος έλεγε πως δεν μπορούσε πια και πως ήθελε να αφοσιωθεί στο γράψιμο. Ωστόσο, στην Ελλάδα δεν μπορούσε να επιστρέψει, για πολιτικούς λόγους, γι' αυτό κι έπρεπε να βρει κάπου να μείνει. Ήθελε να πάει στη Νέα Υόρκη, αλλά δεν τού χορηγήθηκε βίζα γι' αυτό και παρέμεινε στη Γαλλία», μας αναφέρει η κ. Ρενού.
«Δε μπορούσε να ζήσει ο ένας χωρίς τον άλλο»
Η Ελένη και ο Νίκος Καζαντζάκης ήταν ένα πολύ ενωμένο ζευγάρι. «Ο Νίκος δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς την Ελένη κι αυτή χωρίς τον Νίκο» θυμάται η κ. Renoux και συμπληρώνει: «Ήταν η σύντροφός του, η γραμματέας του, που φρόντιζε για όλα τα χειρόγραφα και τα έργα του, η νοσοκόμα του - ήταν ήδη άρρωστος και κάθε πρωί φρόντιζε να τον περιποιείται και να τού κάνει τις ενέσεις του».
Η Ελένη τον στήριζε σε όλα τα επίπεδα, ακόμη κι όταν βρέθηκαν σε δεινή οικονομική θέση κι, όπως λέει η στενή τους φίλη, «του συμπαραστάθηκε ανιδιοτελώς αν και θα μπορούσε να γράφει και η ίδια, όπως έκανε αργότερα».

«Ήταν πολύ έξυπνη και ο Καζαντζάκης υπολόγιζε σ' αυτήν πολύ περισσότερο απ' όσο μπορεί να φανταστεί κανείς. Είχε επίσης πολύ χιούμορ. Ένας πολύ ζωντανός και καλοσυνάτος άνθρωπος» υπογραμμίζει. Μετά το θάνατο του συντρόφου της, στις 26 Οκτωβρίου 1957, η Ελένη Καζαντζάκη μετακόμισε στη Γενεύη, όπου συνέχισε να διατηρεί στενές επαφές με τον καλό τους φίλο Ζαν Ερμπέρτ, που έμενε εκεί, αλλά και την Ιβετ Ρενού, που επισκεπτόταν συχνά τον πατέρα της στην Ελβετία. Έζησε αρκετά χρόνια μετά το θάνατό του και η ζωή της ήταν αφιερωμένη εξ ολοκλήρου - και πάλι - σ' αυτόν και το έργο του, στις μεταφράσεις κι εκδόσεις των βιβλίων του.
Ερωτευμένος με την Κρήτη και την ελευθερία
Ο Καζαντζάκης - συνεχίζει την αφήγηση η κ. Ρενού - «ήταν ένας συγγραφέας και ποιητής, αλλά ταυτόχρονα και άνθρωπος της δράσης. Πολύ προσηλωμένος στη δουλειά του, είχε ένα ιδανικό στη ζωή κι αυτό ήταν η αγάπη και η 'μάχη' για την ελευθερία. Πολεμούσε για τις ιδέες του με 'όπλο' τα γραπτά του».

Ήταν, παράλληλα, κι ένας οραματιστής: «Θεωρούσε ότι η ανθρωπότητα ήταν σε πολύ άσχημη θέση και θα χρειάζονταν 200 χρόνια (ως το 2100) για να μπορέσει να βγει απ' αυτή την κρίση και να αλλάξει τροχιά. Ήταν σαν να μπορούσε να δει το μέλλον...»

Αλλά πρώτα απ' όλα ήταν Κρητικός. «Ήταν ερωτευμένος με την Κρήτη. Ήταν το σπίτι του, οι ρίζες του. Πάντα είχε ένα μικρό κουτί, όπου είχε φυλαγμένο χώμα από την πατρίδα του. Ταυτόχρονα, όμως, ήταν και πολίτης του κόσμου, καθώς ταξίδευε πολύ και κάθε φορά που επισκεπτόταν μια χώρα δεν ήταν απλός τουρίστας αλλά προσπαθούσε να καταλάβει την 'ψυχή' τους», σημειώνει η επιστήθια φίλη του.

Αναφέρεται ακόμη στη διαρκή του αναζήτηση για τον Θεό και τη φύση εκτιμώντας πως δύο από τα έργα του, η «Ασκητική», που έγραψε σε πολύ νεαρή ηλικία, και το τελευταίο του έργο, η «Αναφορά στον Γκρέκο», που ο θάνατος δεν του επέτρεψε να ολοκληρώσει, είναι οι δύο πνευματικές του διαθήκες.

Τι θα σκεφτόταν, άραγε, ο Νίκος Καζαντζάκης για την κατάσταση στην Ελλάδα, σήμερα, αν ζούσε; «Δεν μπορώ να γνωρίζω τι ακριβώς θα σκεφτόταν, αλλά ξέρω πως ήταν πατριώτης» απαντά η κ. Renoux. Θυμάται, ωστόσο, πως «όταν ήμασταν στην UNESCO υπέφερε για την κατάσταση στην Ελλάδα το 1947».
Την απάντηση ίσως και να μπορούσαμε να την αναζητήσουμε σε μια από τις συνεντεύξεις των τελευταίων χρόνων της ζωής του, στον Πιερ Σιπριοτ, το 1955: «Ανέκαθεν ένοιωθα πως ζούμε και υπάρχουμε σε δυο Ελλάδες. Η μια είναι αυτή που μας 'πεθαίνει' και η άλλη αυτή που μας δίνει ανάσες αλλά και αφορμές να νιώθουμε περήφανοι. Κι αν το όνειρό μας για μια άλλη Ελλάδα έχει ακόμα χρώμα, είναι γιατί κάποιοι μεγάλοι Έλληνες ήξεραν να το ζωγραφίζουν έτσι ώστε η όποια ουτοπία να μετατρέπεται σε θαύμα..»

iefimerida.gr