Ο
Ερνέστο Γκεβάρα, κατά τη διάρκεια της ζωής του, ήταν αδηφάγος
αναγνώστης ποίησης. Υπάρχουν εκατοντάδες ανέκδοτα που το επιβεβαιώνουν.
Ήταν ένα πάθος που ανακάλυψε στην εφηβεία, μια περίοδο συνεχών κρίσεων
άσθματος, όταν ο Τσε, υποχρεωμένος να υπομένει πολλές ώρες ακινησίας,
έβρισκε στα βιβλία ένα συγγενικό κόσμο όπου μπορούσε να καταφεύγει. Οι
πρώτοι του έρωτες ήσαν ο Πάμπλο Νερούδα και τα Άνθη του Κακού του
Μποντλέρ, που παραδόξως τα διάβασε στα γαλλικά. Σε ηλικία 15 ετών είναι η
σειρά του Βερλέν και του Αντόνιο Ματσάδο. Πέρα από την ανακάλυψη του
Γκάντι που τον εντυπωσιάζει βαθιά, οι φίλοι του τον θυμούνται να
απαγγέλλει Νερούδα, αλλά και ισπανούς ποιητές.
Το
1952, σε ηλικία 24 ετών, και ενώ βρίσκεται στη Μπογκοτά, ο Τσε κάνει τη
γνωριμία ενός κολομβιανού ηγετικού στελέχους του φοιτητικού κινήματος.
Μιλάνε για πολιτική, λογοτεχνία, και ο Τσε ισχυρίζεται ότι έχει
αποστηθίσει όλα τα ποιήματα του Νερούδα. Ο κολομβιανός φοιτητής τον
προκαλεί αρχίζοντας να απαγγέλλει κάποιο ποίημα του Νερούδα και σταματά.
Ο Γκεβάρα συνεχίζει χωρίς δισταγμό: «...μπορώ να γράψω απόψε τους πιο
λυπημένους στίχους/ Να γράψω για παράδειγμα…» και συνεχίζει. Κάπου δύο
χρόνια αργότερα, από μια μεξικάνικη φυλακή, θα έγραφε στους γονείς του:
«Εάν για έναν οποιοδήποτε λόγο, παρόλο που μου φαίνεται απίθανο, δεν θα
μπορούσα πλέον να γράψω και τα πράγματα πήγαιναν προς το χειρότερο,
δεχτείτε αυτές τις γραμμές σαν αποχαιρετισμό, όχι δραματικό αλλά
ειλικρινή. Διέσχισα τη ζωή αναζητώντας την αλήθεια μου μέσα από χιλιάδες
εμπόδια, και τώρα, που βρίσκομαι πλέον σε αυτό το δρόμο, με μία κόρη
που θα συνεχίσει την πορεία μου, έχω κλείσει τον κύκλο μου. Στο εξής δεν
θα θεωρήσω το θάνατό μου σαν αποτυχία. Ίσως, όπως ο Χικμέτ, «Στον τάφο
θα φέρω μονάχα / την πίκρα ενός ατέλειωτου τραγουδιού». […]
Κατά
τη διάρκεια των συγκρούσεων στη Σιέρα Μαέστρα, ο Τσε κατόρθωσε να
οργανώσει ένα δίκτυο επαφών, ικανό να μπορεί να στέλνει στο βουνό τα
βιβλία του Χοσέ Μαρτί, τις ποιητικές συλλογές του Χοσέ Μαρία Ερέδα, του
Χερτρούδες ντε Αβεγιανέδα, του Γκαμπριέλ δε λα Κονθεπθιόν και του
Ρούμπεν Νταρίο. Ανάμεσα σ’ αυτά έβλεπες και τη βιογραφία του Γκέτε από
τον Εμίλ Λούντβιχ, που διάβασε (όπως φαίνεται σε φωτογραφία), ξαπλωμένος
σε μια καλύβα από κλαδιά, σκεπασμένος με κουβέρτα και καπνίζοντας ένα
τεράστιο πούρο.
Τον
Ιούνιο του 1961, όταν ήταν Υπουργός Βιομηχανίας της νικηφόρας
επανάστασης, ο Τσε αποκάλυπτε στον Ίγκορ Μαν, κατά τη διάρκεια
συνέντευξης: «γνωρίζω τον Νερούδα απέξω, και στο κομοδίνο μου έχω τον
Μποντλέρ, τον οποίο διαβάζω στα γαλλικά». Ο Γκεβάρα είχε προσθέσει ότι
από τα ποιήματα του Νερούδα αγαπούσε πιο πολύ «Το ερωτικό άσμα στο
Στάλινγκραντ». Η Αλέιδα Μάρτς, η σύντροφός του, θυμάται: «διάβαζε όλες
τις ώρες, σε οποιαδήποτε ελεύθερη στιγμή, ανάμεσα σε δύο συσκέψεις, ή
στη διάρκεια των ταξιδιών του».
Ο Τσε ως ποιητής
Ο Τσε Γκεβάρα δεν ήταν μόνο δεινός αναγνώστης. Όλη τη ζωή ερωτοτροπούσε
με την ποίηση ως δημιουργός, την είχε πλησιάσει και είχε απομακρυνθεί,
αντιμετωπίζοντάς την με απόλυτο σεβασμό. Ποτέ δεν αισθάνθηκε
ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα των προσπαθειών του και πιστεύοντας ότι
οι στίχοι του δεν είχαν μεγάλη αξία, δεν θέλησε ποτέ να τους
δημοσιεύσει.
Είναι πιθανόν να έγραφε ποίηση σε όλη τη διάρκεια της εφηβείας του και
της πρώτης νιότης του, όμως τα λίγα κείμενα που γνωρίζουμε σήμερα
γράφτηκαν μεταξύ του 1954 και του 1956 στη Γουατεμάλα και το Μεξικό.
Πρόκειται για ποιήματα ενός ατόμου σε μεταβατική περίοδο, γοητευμένου
από το απέραντο σύμπαν (που κατά κάποιον τρόπο τον περίμενε) και από τα
προκολομβιανά ερείπια. Το 1955 ο Τσε έγραφε: «Η θάλασσα με καλεί με
το φιλικό της χέρι/ το λιβάδι μου – μια ήπειρος – / ανοίγει απαλό και
ανεξίτηλο / σαν κωδωνοκρουσία στο δειλινό». Θα επιστρέψει με τα ίδια θέματα σε ένα άλλο ποίημα: «Βρίσκομαι
μόνος απέναντι στην αμείλικτη νύχτα / με το ελαφρό άρωμα των εισιτηρίων
/ η Ευρώπη με φωνή παλιού κρασιού / πνοή ξανθής σάρκας, μουσειακά
αντικείμενα. / Με το χαρούμενο κουδούνισμα των νέων χωρών / βρίσκομαι
μπροστά στις συγκρούσεις / που έφερε το τραγούδι του Μαρξ και του
Ένγκελς».
Όταν ασκούσε την ιατρική στο Μεξικό, ο Τσε χρειάστηκε να θεραπεύσει μια
γυναίκα ονόματι Μαρία, με σοβαρά αναπνευστικά προβλήματα εξαιτίας του
άσθματος. Θεωρώντας την εξαθλίωση μέσα στην οποία ζούσε η γυναίκα αυτή
και το φρικτό θάνατό της σαν προσωπική προσβολή, ο Γκεβάρα έγραψε ένα
ποίημα: «Γριά Μαρία, πρόκειται να πεθάνεις / θέλω να σου μιλήσω
σοβαρά /η ζωή σου ήταν γεμάτη αγωνίες / δεν είχες εραστή, ούτε υγεία
ούτε χρήματα / μόνο την πείνα είχες να μοιραστείς...».
Είναι πιθανόν ότι συνέχισε να γράφει στίχους κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της ζωής του, αλλά κανείς δεν τους γνωρίζει.
Ο Ερνέστο Γκεβάρα και ο Φιντέλ Κάστρο στην Αβάνα, 1961.
Hasta la poesía de la revolución − Ο Τσε και η ποίηση
Τα ποιήματα που ακολουθούν δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς από την Μποτίλια Στον Άνεμο .
Ξαναδουλεμένα και σχολιασμένα, υπό τον γενικό τίτλο Ο ΤΣΕ ΕΙΣ ΤΟΥΣ
ΑΙΩΝΕΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ παρουσιάστηκαν στη μεγάλη εκδήλωση στο σινέ Αλκυονίς,
που διοργάνωσε η New Starγια τα 89 χρόνια από τη γέννηση του Κομαντάντε,
στις 14 Ιουνίου 2017.
Τα ποιήματα των Κορτάσαρ, Μπενεδέτι, Δάλτον και Γκιγιέν μεταφράζονται για πρώτη φορά στη γλώσσα μας.
TΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ - ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΙΝΤΕΛ
Το
πρώτο ποίημα, Τραγούδι για τον Φιντέλ, ανήκει στον Τσε. Γράφτηκε στο
Μεξικό, πιθανόν τον Ιούνιο του 1956, στο ράντσο που είχαν νοικιάσει οι
επαναστάτες για την εκπαίδευσή τους, ή τον Ιούλιο στη φυλακή Μιγκέλ
Σουλτς, από όπου στις 6 του μήνα, ο Τσε γράφει στους γονείς του:
«Ένας νεαρός Κουβανός ηγέτης με προσκάλεσε να προσχωρήσω στο κίνημά
του, που αφορά την ένοπλη απελευθέρωση της πατρίδας του. Εγώ, φυσικά,
δέχτηκα»[…] «Όσον αφορά τα μακροπρόθεσμα σχέδιά μου, θα σας πω ότι το
μέλλον μου είναι συνδεδεμένο με την απελευθέρωση της Κούβας. Ή θα
θριαμβεύσω με αυτήν ή θα πεθάνω εκεί». Και πιο κάτω «Από δω και στο εξής
δε θα θεωρούσα το θάνατό μου λόγο μεγάλης απογοήτευσης, αλλά, όπως λέει
κι ο Χικμέτ: Το μόνο που θα πάρω μαζί μου στον τάφο / θα είναι η θλίψη
ενός ατέλειωτου τραγουδιού».
Ορισμένες πηγές δίνουν ως ημερομηνία γραφής του ποιήματος την επομένη
της επιστολής (7 Ιουλίου 1956). Σε αυτό συνηγορούν άλλωστε και οι
ομοιότητες του ποιήματος με την επιστολή (υπογραμμίσεις).
Στις 25 Νοέμβρη εκείνης της χρονιάς θα ξεκινήσουν με το κότερό τους για την κρίσιμη αναμέτρηση με την αθανασία.
Πάμε λοιπόν,
φλογερέ προφήτη της αυγής
για τα κρυφά αποκομμένα μονοπάτια
Πάμε να ελευθερώσουμε αυτόν τον πράσινο αλιγάτορα που τόσο αγαπάς.
Πάμε λοιπόν
τους εξευτελισμούς να αντιμετωπίσουμε
οπλισμένοι με τα εξεγερμένα αστέρια του Μαρτί
κι ας πάρουμε όρκο πως μας περιμένει ο θρίαμβος ή που το θάνατο θα βρούμε.
Όταν θα πέσει η πρώτη ντουφεκιά και θα σκιρτήσει
μες στον παρθενικό της ύπνο η ζούγκλα απ’ άκρη σ’ άκρη,
εκεί, στο πλάι σου, αποφασισμένους μαχητές
λογάριαζε κι εμάς.
Όταν η φωνή σου στους τέσσερεις ανέμους αντηχήσει
γι’ αγροτική αλλαγή, δικαιοσύνη, ψωμί και λευτεριά,
εκεί, στο πλάι σου, με μια φωνή,
λογάριαζε κι εμάς.
Κι όταν θα φτάσεις στου ταξιδιού το τέρμα
στην κρίσιμη αναμέτρησή σου με τον τύραννο
εκεί, στο πλάι σου, προσμένοντας την τελευταία μάχη,
λογάριαζε κι εμάς.
Τη μέρα που το κτήνος θα γλείφει την πληγή
απ’ της εθνικοποίησης το βέλος που θα ρίξεις,
εκεί, στο πλάι σου, με την καρδιά αγέρωχη,
λογάριαζε κι εμάς.
(Μη φανταστείς ότι μπορεί να κόψουν την ορμή μας
αυτοί οι στολισμένοι ψύλλοι που παριστάνουν το στρατό·
ένα τουφέκι χρειαζόμαστε, τις σφαίρες τους κι ένα βράχο.
Τίποτ’ άλλο).
Κι άμα το δρόμο μας το σίδερο θα κόψει,
το μόνο που ζητάμε είν’ ένα σάβανο από τα δάκρυα της Κούβας
για να σκεπάζει τ’ αντάρτικα κουφάρια μας,
καθώς θα διασχίζουν την αμερικάνικη ιστορία.
Τίποτ’ άλλο.
Μετάφραση, Μπάμπης Ζαφειράτος, 26 Δεκεμβρίου 2016