Παρασκευή 11 Μαρτίου 2016

Βασίλης Αυλωνίτης (1904 – 1970)







Από τους σημαντικότερους κωμικούς του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου. Γεννήθηκε στην Αθήνα την 1η Ιανουαρίου του 1904. Η σκηνή τον έλκυε από παιδί και το ταλέντο του ήταν πηγαίο. Ωστόσο, δεν σπούδασε υποκριτική και η πρώτη εμφάνισή του ως ηθοποιός ήταν μάλλον τυχαία.
Αφού τελείωσε το σχολείο και απολύθηκε από το στρατό, έπιασε δουλειά στο θέατρο «Έντεν» του Θησείου ως βοηθός στα σκηνικά. Τα βράδια, μετά την παράσταση, ακολουθούσε τους ηθοποιούς σ’ ένα γειτονικό ταβερνάκι και όταν ερχόταν στο κέφι διασκέδαζε με τα καμώματά του τους θεατρίνους και τους θαμώνες.
Ένα από εκείνα τα βράδια του 1924, τον σπρώξανε ξαφνικά για «πλάκα» και βγήκε στη σκηνή. Στην αρχή τα ’χασε, αμέσως όμως και με το πρώτο γέλιο της πλάκας συνήλθε κι άρχισε να χορεύει, κουνώντας τα χέρια και τα πόδια του κωμικά, κάνοντας διάφορες γκριμάτσες. Ο κόσμος τρελάθηκε στο γέλιο και το χειροκρότημα που για πρώτη φορά εισέπραξε ήταν ενθουσιώδες. Εκείνο το βράδυ, στο θέατρο «Έντεν» του Θησείου, γεννήθηκε ένας μεγάλος κωμικός.
Το επίσημο ντεμπούτο του έγινε λίγους μήνες αργότερα, με το θίασο της Ελένης Ζαφειρίου, στο έργο «Ερωτικές Γκάφες». Ακολούθησαν πολλές οπερέτες και κωμωδίες έως το 1928, οπότε συγκρότησε δικό του θίασο και ασχολήθηκε με την επιθεώρηση. Το καλοκαίρι του 1960 συνεργάστηκε με τους Νίκο Ρίζο, Γιάννη Γκιωνάκη, Τάκη Μηλιάδη και Ρένα Βλαχοπούλου, στο θέατρο «Μετροπόλιταν», στο έργο του Γ. Γιαννακόπουλου «Κάθε καρυδιάς καρύδι». Την επόμενη χρονιά δημιουργήθηκε η θιασαρχική τριάδα «Βασίλης Αυλωνίτης - Γεωργία Βασιλειάδου - Νίκος Ρίζος», που διατηρήθηκε, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία, έως το 1965, παρουσιάζοντας διάφορες κωμωδίες, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στη Γερμανία για τους μετανάστες.
Στον κινηματογράφο εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1929, στην ταινία «Μαρία η Πενταγιώτισσα» του Αχιλλέα Μαδρά. Ακολούθησαν άλλες ογδόντα, από τις οποίες ξεχωρίζουν «Η ωραία των Αθηνών» (1954), «Λατέρνα Φτώχεια και Φιλότιμο» (1955), «Το Αμαξάκι» (1957), «Λατέρνα Φτώχεια και Γαρύφαλλο» (1957), «Ο Θησαυρός του Μακαρίτη» (1959), «Ο Κλέαρχος η Μαρίνα και ο Κοντός» (1960), «Η Χιονάτη και τα 7 Γεροντοπαλίκαρα» (1960), «Η Κυρία Δήμαρχος» (1960), «Τέρμα τα Δίφραγκα» (1962), «Οι Γαμπροί της Ευτυχίας» (1962), «Κορόιδο Γαμπρέ» (1962), «Ο Παράς κι ο Φουκαράς» (1964), «Η Σοφερίνα» (1964), «Ησαΐα χόρευε» (1966), «Ο Πεθερόπληκτος» (1968), «Κάθε Κατεργάρης στον Πάγκο του» (1969).
Για τελευταία φορά εμφανίστηκε στην ταινία «Η Αριστοκράτισσα και ο Αλήτης» το 1970. Λίγες μέρες αφότου ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα, στις 10 Μαρτίου, πέθανε από καρδιακή προσβολή.

Μανόλης Αναγνωστάκης (1925 – 2005)


Ένας από τους κορυφαίους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Γεννήθηκε στις 9 Μαρτίου του 1925...
sansimera.gr

Ένας από τους κορυφαίους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Ποιητής με πολιτική συνείδηση, φυλακίστηκε και καταδικάσθηκε σε θάνατο για τις ιδέες του και χαρακτηρίστηκε ως ο «ποιητής της ήττας», καθώς με τους στίχους του εξέφρασε τη διάψευση των οραμάτων της Αριστεράς. Το ποιητικό του έργο καθόρισε την ομάδα των στρατευμένων ποιητών της μεταπολεμικής ποίησης.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 9 Μαρτίου του 1925. Σπούδασε Ιατρική και ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη (1955-1956). Άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου στη Θεσσαλονίκη και το 1978 μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Πήρε μέρος στην Αντίσταση ως στέλεχος της ΕΠΟΝ στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Για την πολιτική του δράση στο φοιτητικό κίνημα φυλακίστηκε στο διάστημα 1948-1951, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο.
Εμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1942 από το περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα». Εκτελώντας χρέη και αρχισυντάκτη, το 1944 συνεργάστηκε με το φοιτητικό περιοδικό «Ξεκίνημα» (1944), πόλο συσπείρωσης των προοδευτικών νέων λογοτεχνών της πόλης, και το 1945 εξέδωσε με δικά του έξοδα την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Εποχές». Αν και προχώρησε στην έκδοση μιας σειράς ποιητικών συλλογών τις επόμενες δεκαετίες, θα έπρεπε να περιμένει ως το 1979, σχεδόν 35 χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του βιβλίου του, ώστε να δει να τυπώνεται η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του χωρίς δικά του έξοδα.
Δημοσίευσε ποιήματα και κριτικά σημειώματα σε πολλά περιοδικά, ενώ είχε και πυκνή παρουσία στην εφημερίδα «Αυγή», με κείμενα για θέματα λογοτεχνικά και πολιτικά. Εξέδωσε το περιοδικό «Κριτική» (Θεσσαλονίκη, 1959-1961), υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των «Δεκαοκτώ κειμένων» (1970), των «Νέων Κειμένων» και του περιοδικού «Η Συνέχεια» (1973).
Τα ποιήματα που ο Μανόλης Αναγνωστάκης άφησε πίσω του δημοσιευμένα είναι 88 και γράφτηκαν από το 1941 έως το 1971. Από το 1979 που κυκλοφόρησε ο συγκεντρωτικός τόμος των ποιημάτων του, και από το 1983 που κυκλοφόρησε ιδιωτικά το αυτοβιογραφικό σχόλιο «Y.Γ.» δεν υπήρξε καμία δημόσια παρέμβασή του.
«Στο αλλοιωμένο τοπίο της εποχής μας δεν θα ξαναγράψω», είχε ξεκαθαρίσει, γιατί «το έργο μου το ολοκλήρωσα. Επιλέγω τη σιωπή». Ίσως επειδή, όπως είχε πει σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, «η ποίηση είναι έργο της νεότητας. Χρειάζεται ενθουσιασμό, αυταπάτες, ψευδαισθήσεις. Αυτά τα έχουν οι νέοι. Όσο μεγαλώνεις, κατέχεις καλύτερα τα μέσα σου. Γίνεσαι τεχνίτης, αλλά ένα ποίημα δεν χρειάζεται να είναι τέλειο για να είναι καλό».
Ο Αναγνωστάκης είχε προαναγγείλει τη σιωπή του με τους στίχους:
Το θέμα είναι τώρα τι λες.
Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε.
Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ.
Μικροζημίες και μικροκέρδη συμψηφίζοντας.
Το θέμα είναι τώρα τι λες. (Στόχος, 1970)
Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ενώ μελοποιήθηκαν από συνθέτες, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Μιχάλης Γρηγορίου, ο Γιάννης Μαρκόπουλος και ο Δημήτρης Παπαδημητρίου. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1986) και το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας (2002), ενώ αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Το πιο γνωστό του ποίημα ήταν το Μιλώ, που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης.
Η ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη δεν είναι απαισιόδοξη. Όσο κι αν οι στίχοι του φτάνουν κάποτε στην απελπισία, στο βάθος του ορίζοντα διακρίνεται ένα φως που μοιάζει περισσότερο με την αναλαμπή της αυγής και λιγότερο με το λυκόφως. Η δύναμη του ποιητικού του έργου, υπερβαίνοντα τις κομματικές ταμπέλες, κατάφερε να εκφράσει την αβεβαιότητα, την αποξένωση, αλλά και τις ελπίδες μιας ολόκληρης εποχής.
Έφυγε από τη ζωή τα ξημερώματα της 23ης Ιουνίου 2005, καταβεβλημένος από χρόνια αναπνευστικά και καρδιαγγειακά προβλήματα.

Διαβάστε

  • «Ποιήματα 1941-1971» (Εκδόσεις Νεφέλη)
  • Αλέξανδρου Αργυρίου: «Μανόλης Αναγνωστάκης: Νοούμενα και υπονοούμενα της ποίησής του» (Εκδόσεις Γαβριηλίδης)

Δημοφιλείς αναρτήσεις