Σάββατο 30 Ιουνίου 2012

Η Ανακάλυψη... του Σωτήρη Κανελλόπουλου *

http://www.onestory.gr/post/26027266627

 _Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ…

του Σωτήρη Κανελλόπουλου *
.
Μα πού είσαι παιδί μου;
-Δεν με ακούς μωρό μου;
Οι ανήσυχες φωνές, ταυτόχρονες από δυο ξεχωριστές πλευρές, γέμισαν τον χώρο με τη συγκρατημένη αλλά φανερή αγωνία των μεγάλων που έχασαν για λίγο έστω τον έλεγχο των παιδιών τους.
Παρόλο το χαμόγελο που στολίζει τα πρόσωπα που φάνηκαν να πλησιάζουν• οι μεγάλοι ξέρουν να κρύβουν τις σκέψεις τους όταν το θελήσουν…
Τα δυο παιδικά μουτράκια κοιτάχτηκαν χαμογελαστά• συνεννοήθηκαν.
Θα ήταν η δική τους ανακάλυψη.
Είχαν βρει το μόνο πράγμα χωρίς όνομα! Και δεν θα μοιραζόντουσαν το μυστικό τους με κανέναν άλλον.
Τι κι αν, στα πέντε τους χρόνια, οι μεγάλοι δεν τους είχαν ικανούς για τίποτα…
Αυτοί, λίγο πριν, εκεί, είχαν κάνει τη μεγάλη τους ανακάλυψη.
Την κατάδική τους ανακάλυψη.
Μόλις είχαν βρει το μόνο πράγμα στον κόσμο που δεν έχει όνομα.
Έτσι το βάφτισαν οι εμπειρίες των πέντε τους χρόνων…
Δειλά και φοβισμένα γύρισαν προς το μέρος των μαμάδων, μα λίγο πριν απομακρυνθούν οριστικά, άπλωσαν τα τόσο δα χεράκια τους και ίσα που άγγιζαν τα ακροδάκτυλά τους. Δείκτης με δείκτη κάθε χεριού.
-Τα κορίτσια τίποτα δεν ξέρουν,
-Τα αγόρια δεν καταλαβαίνουν τίποτα,
δυο σκέψεις που ταξίδεψαν στο χώρο και τον χρόνο καθώς τα παιδικά κορμάκια χάθηκαν στις μητρικές αγκαλιές.
Ποιος ξέρει αν θα ξανασυναντηθούν;
Τα καλοκαίρια περνούν, οι χειμώνες φέρνουν κρύα, η Άνοιξη στολίζει τη φύση, τα παιδιά μεγαλώνουν οι κόσμοι τους αλλάζουν, τα σχολεία φροντίζουν τα όρια να είναι μετρημένα και τα όνειρα να βγαίνουν από τα σωστά καλούπια.
Ο έρωτας, νέες ανακαλύψεις καθώς τα σώματα γίνονται εργαλεία για πειράματα, ο ουρανός κι η γη κλεισμένοι πια σε φωτισμένες λεωφόρους και απόμερα δρομάκια, τα κορμιά αχόρταγα ζητούν την προλακτίνη να γεμίζει τα κύτταρα τους με κάθε ευκαιρία.
Οι παιδικές ανακαλύψεις γίνονται μακρινές αναμνήσεις που άλλοτε φέρνουν τρυφερό χαμόγελο άλλοτε μικρές ντροπές.
-Μου αρέσεις
-Σε θέλω.
Τι σημασία έχει το ποιο στόμα μίλησε πρώτο…
Και πώς.
Λίγο μετά, κορμιά όρθια, ακουμπισμένα στον κορμό του δέντρου, παντελόνι κατεβασμένο, φούστα -ευτυχώς καλή επιλογή για απόψε-, ανεβασμένη, πόδι με δωδεκάποντο τακούνι, τυλιγμένο φίδι γύρω από τη μέση του, τα βογκητά κι αναστεναγμοί μαζί με την κοφτή ανάσα και το λαχάνιασμα να σμίγουν με τις δονήσεις της μουσικής που βρυχάται από τα μπάσα των ηχείων.
Λίγωμα πριν από το τέλος, κραυγές κι αναστεναγμοί, λύσιμο των κορμιών και των συναισθημάτων.
-Πώς σε λένε; ταυτόχρονη ερώτηση.
Ξάφνιασμα και γέλιο.
-Πώς το λένε, πες καλύτερα, η ξεθωριασμένη ανάμνηση μιας παλιάς ανακάλυψης, που έρχεται απρόσμενα να σταθεί εκεί εμπρός, βγάζοντας περιπαιχτικά τη γλώσσα.
-one night stand
-πήδημα
-γαμήσι
ο καταιγισμός των λέξεων.
Λες να έχει σημασία από ποιον η κάθε μια;
Γέλια.
-Τα λέμε.
Πεταχτό φιλί και μεταβολή.
Λίγο πριν το οριστικό αντίο, -μα πως να δώσεις το χέρι σου σαν σε καθώς πρέπει γνωριμίες;- ένα άγγιγμα δείκτη με δείκτη των απλωμένων χεριών, μπορεί να ορίζει και μια ανομολόγητη επιθυμία.
Επιστροφή της, στον κόσμο τής μουσικής. Άναμμα τσιγάρου, λίγο ποτό στα χείλη να τα ποτίσει για να ανθίσει κι άλλο εκεί η ηδονή. Παράδοση στα κύματα των ήχων.
Επιστροφή του στη σέλα της μηχανής, τέρμα τα γκάζια, ελιγμοί ανάμεσα στα φώτα της νύχτας. Προορισμός ο δρόμος.
Οι κραδασμοί του μοτέρ μεταφέρονται στο σώμα που έχει κολλήσει στο μέταλλο της μηχανής και ψάχνει τη συχνότητα των δονήσεων της φύσης.
Οι ήχοι από τα ηχεία, κραδασμοί στο κορμί που θέλει να χαλαρώσει, -ενώ ταυτόχρονα ζητάει παράταση της ηδονής αιώνια, όχημα για τη μεταφορά του στις δονήσει της φύσης.
Συντονισμό να το πεις; Αιθέρα που συναρμόζει αενάως δονήσεις σωμάτων ασωμάτων και ψυχών;
-Οι άντρες δεν καταλαβαίνουν τίποτα.
-Οι γυναίκες είναι στον κόσμο τους.
Ταυτόχρονη σκέψη.
Η αίσθηση του πριν λίγη ώρα αγγίγματος των ακροδακτύλων, πλημμύρα συναισθημάτων.
Η λάμψη φωτίζει την ανακάλυψη.
Το μόνο πράγμα που δεν έχει όνομα!
Τα καλοκαίρια κάποτε τελειώνουν.
Αν μη τι άλλο, χρειάζεται να προετοιμαστείς για να αντιμετωπίσεις με αξιοπρέπεια, τον χειμώνα που έρχεται.
Στητός, αφύσικα στητός, με τα πόδια μόλις να μπορούν να σηκωθούν από τη γη, ακολουθεί υπάκουα τη διαδρομή που το σταφιδιασμένο χέρι της, τού ορίζει.
Κι αμίλητος. Με το βλέμμα άδειο.
Τα λίγα μαλλιά κάτασπρα, τα γένια μερικών ημερών, χωρίς καμιά περιποίηση από το χέρι που μάλλον δεν ξέρει πια πώς να το κινήσει.
-Κάθισε και περίμενε. Είπα εγώ τι να σου κάνουν. Εντολή και συνάμα μητρικό σχεδόν ενδιαφέρον, από τη συνοδό του, σύντροφο ζωής μάλλον, λίγο πριν εκείνη ανοίξει την πόρτα και ακολουθήσει τις δικές της διαδρομές.
Το βλέμμα πάντα απλανές. Ακόμα κι όταν το χέρι του τεχνίτη κάνει μασάζ με τη σαπουνάδα στο άνυδρο μάγουλο.
Κανείς ήχος. Μόνο εκείνος της λάμας που απομακρύνει τις τρίχες από το απαθές πρόσωπο.
Και της μηχανής που καθαρίζει τον σβέρκο.
Πόσα φιλιά να έχει δεχτεί αυτό το πρόσωπο;
Πόσα γυμνά μπράτσα να τυλίχτηκαν γύρω από αυτόν τον σβέρκο;
-Έτοιμος! η φωνή του μπαρμπέρη, ανακοινώνει τη λήξη των εργασιών.
-Πάμε, η φωνή της γυναίκας, που τώρα βλέπεις κι εσύ μέσα από τον καθρέφτη.
Αλήθεια πότε γύρισε; Αφού την είδες να φεύγει. Πώς ήξερε ποια ώρα ακριβώς να γυρίσει;
Λίγο πιο μετά, οι δυο τους, στον δρόμο πλάι στις γραμμές του τραμ• το βαρύ όχημα ξεκινάει από τη στάση.
Αυτός, αφύσικα στητός, με τα πόδια μόλις να καταφέρνει να τα σηκώσει από τη γη, έχει αφεθεί να τον οδηγεί αυτή, η λιπόσαρκη, με το ρυτιδιασμένο πρόσωπο και τον σταφιδιασμένο λαιμό.
Καθώς το τραμ περνάει από δίπλα τους, το χέρι του απομακρύνεται λίγο από το χέρι της, τόσο που ίσα τα ακροδάκτυλα, δείκτης με δείκτη, να ακουμπούν.
-Οι άντρες είναι πάντα παιδιά, μουρμουρίζει εκείνη προσπαθώντας να του πιάσει σφιχτά προστατευτικά μα και συνάμα τρυφερά το χέρι.
Κάτι σαν χαμόγελο, φάνηκε να σχηματίζεται στο πρόσωπο εκείνου καθώς οι ρόδες του συρμού πάνω στις γραμμές τους, μοιάζουν να χτυπούν στον ρυθμό:
-τα-κορίτσια-τίποτα-δεν-ξέρουν…-τα-κορίτσια-τίποτα-δεν-ξέρουν…-τα-κορίτσια-τίποτα-δεν-ξέρουν…
μέχρι που το βαρύ όχημα χάνεται πίσω από τον κοκκινωπό όγκο της εκκλησιάς, γλιστρώντας πάνω στις γραμμές της προκαθορισμένης τροχιάς του που το φέρνουν πίσω στην αφετηρία…
.
Ο Σωτήρης Κανελλόπουλος γεννήθηκε μεγάλωσε και γερνάει στην Αθήνα. Έκανε σπουδές περί τα οικονομικά, τη μηχανολογία, την πληροφορική και άλλα,  για να  ταλαιπωρήσει τελικά τις μετέπειτα από αυτόν γενιές, επιλέγοντας να υπηρετήσει την επαγγελματική εκπαίδευση. Κείμενά του έχει εμφανίσει στα blog που κατά καιρούς έχει στήσει. Γράφει όποτε έχει διάθεση. Ξεκίνησε να γράφει, κυρίως για να ισορροπήσει τα έξω με τα εντός του.
[ facebook ] [ e-mail ]

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Ο πόλεμος μέσα απο τα μάτια ενός μικρού παιδιού του Τριαντάφυλλου – Αλέξανδρου Κουτρούλη *

http://www.onestory.gr/post/26094353911

_Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΕΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ

του Τριαντάφυλλου – Αλέξανδρου Κουτρούλη *
.
Σκαλίζω τα πράγματα στο γραφείο μου. Ψάχνω να βρω ν’ ακούσω λίγη μουσική, να με χαλαρώσει. Ένα cd πέφτει από τα χέρια μου και καταλήγει στο πάτωμα. Το σηκώνω και βλέπω ένα άγνωστο γραφικό χαρακτήρα, να έχει γράψει πάνω «Μην ξεχάσεις ποτέ».  Το κοιτάω περίεργα, προσπαθώντας να θυμηθώ πως βρέθηκε εδώ, αλλά η μνήμη μου δεν είναι διατεθειμένη να με βοηθήσει απόψε.
«Ας τ’ ακούσουμε» σκέφτομαι, ενώ μ’ έχει φάει η περιέργεια να δω τι έχει μέσα και σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ ποιος μου το είχε δώσει. Το βάζω στο στερεοφωνικό, που μ’ ενημερώνει ότι έχει μόνο δύο κομμάτια μέσα. «Περίεργο» είπα σιωπηλά στον εαυτό μου.
Η μουσική ξεκίνησε να παίζει και εκείνο το «περίεργο» άρχισε να γίνεται «παράξενο» καθώς άκουγα το Ederlezi του Bregovic. Είχα χρόνια να τ’ ακούσω, εκ πεποιθήσεως, μου έφερνε άσχημες αναμνήσεις εκείνο το κομμάτι. «Ας είναι» μονολόγησα και ξάπλωσα στο κρεβάτι. Έκλεισα τα μάτια μου, ακριβώς για μια στιγμή…
Άκουσα πυροβολισμούς κι ερπύστριες αρμάτων να τρίζουν. Φωνές και κόσμο να ουρλιάζει. Πανικό. Προσπάθησα να καταλάβω από πού έρχονται, αλλά δεν καταλάβαινα. Άνοιξα τα μάτια μου και είδα μπροστά μου ένα πεντάχρονο παιδί, να κάθεται μπροστά σε μία τηλεόραση. Να παρακολουθεί, οκλαδόν στο πάτωμα, τις ειδήσεις των έξι. «Πόλεμος!» φώναξα τρομαγμένος κι έτρεξα στο παράθυρο να δω τι γίνεται έξω, μα όλα ήταν ήσυχα. Ήταν ακόμη ένα συνηθισμένο ανοιξιάτικο απόγευμα.
Γύρισα πίσω στην τηλεόραση για να καταλάβω τι γίνεται και διάβασα τους τίτλους των ειδήσεων. «Πόλεμος στο Σαράγεβο» έγραφε κι όσο κι αν ήθελα ν’ ακούσω τους δημοσιογράφους, όσο κι αν μ’ έκαιγε να παρακολουθήσω το πολεμικό ρεπορτάζ, οι πυροβολισμοί και η μουσική δεν μ’ άφηναν να το κάνω.
«Τι γίνεται μπαμπά;» ρώτησε το παιδάκι κάποιον και γύρισε το κεφάλι του προς τα πίσω κοιτάζοντας τον. Γύρισα κι εγώ κι είδα έναν άντρα, όχι πολύ μεγαλύτερο από εμένα, να κάθεται σ’ ένα καναπέ και να παρακολουθεί τις ειδήσεις. «Πόλεμος παιδί μου» απάντησε εκείνος.
Ήθελα να ρωτήσω, να καταλάβω γιατί ήμουν εκεί, γιατί τα έβλεπα όλα αυτά, μα η μόνη απορία που είχα, ήταν ακριβώς η ίδια με του παιδιού που καθόταν δίπλα μου. «Γιατί μπαμπά;»
«Οι άνθρωποι πολεμούν για την ελευθερία τους παιδί μου» μας απάντησε εκείνος.
«Γιατί; Τους έχουν στην φυλακή;» ρώτησε ο μικρός κι εκείνη την στιγμή δεν ήξερα αν έπρεπε να γελάσω ή να κλάψω. Ή αν θα έπρεπε να εξηγήσω στον μικρό γιατί υπάρχει ο πόλεμος.
«Όχι παιδί μου. Δεν τους έχουν φυλακή. Απλά οι άνθρωποι εκείνοι, θέλουν να ζήσουν στην χώρα τους ελεύθερα, χωρίς να έχουν άλλους πάνω από το κεφάλι τους» απάντησε ο πατέρας του μικρού, όσο πιο απλά μπορούσε.
«Και γιατί εκείνοι οι άνθρωποι κάθονται εκεί μπαμπά;» ξαναρώτησε ο μικρός δείχνοντας την τηλεόραση.
«Γιατί δεν θέλουν να υπάρχει πόλεμος παιδί μου» απάντησε εκείνος κι εγώ γύρισα να δω τους Βόσνιους που διαδήλωναν. Η τηλεόραση έδειχνε πλάνα από την πολιορκία του Σαράγεβο και ο εκφωνητής ανακοίνωνε πως οι νεκροί αυξάνονταν καθημερινά.
«Τι σημαίνει σκοτώθηκαν μπαμπά;» ξαναρώτησε ο μικρός με πείσμα, προσπαθώντας να καταλάβει τι γίνεται σ’ εκείνο το κουτί απέναντί του.
«Πέθαναν παιδί μου» απάντησε ο πατέρας του παιδιού λιτά. Ο μικρός δεν το καταλάβαινε. Δεν μπορείς πραγματικά να συνειδητοποιήσεις την δύναμη αυτής της λέξης αν δεν έχεις νιώσει κάποια προσωπική απώλεια.
«Δηλαδή μπαμπά;» συνέχισε ο μικρός.
«Πήγανε στον ουρανό» απάντησε ο πατέρας του.
«Γιατί; Ήταν κακοί άνθρωποι;» ρώτησε πάλι ο μικρός.
«Είσαι μικρός για να καταλάβεις. Είναι κακό πράγμα ο πόλεμος, δεν πρέπει να γίνεται. Μερικές φορές δεν υπάρχουν άλλες λύσεις. Είναι όπως μαλώνω εγώ με την μαμά» απάντησε ο πατέρας του και η μουσική άλλαξε σε κάτι ακόμη πιο παράξενο και περίεργο.
Ένα τραγούδι που είχα ξανακούσει παλιά, μία, ίσως και δύο φορές, μαζί με κάποιο γνωστό όταν είχαμε πιάσει μια παρεμφερή συζήτηση. Ένα παλιό φίλο που τα είχε ζήσει από κοντά και μου το είχε μεταφράσει. Μα δεν μπορούσα να θυμηθώ ούτε τον τίτλο του τραγουδιού, ούτε τι ακριβώς έλεγε. Μιλούσε για τον πόλεμο και τα πρώτα θύματα, για μια κοπέλα, την πρώτη νεκρή του πολέμου.
«Και μια είδηση που μόλις τώρα μας ήρθε» ανακοίνωσε ο εκφωνητής του δελτίου ειδήσεων και η εικόνα άλλαξε απότομα. «Ελεύθεροι σκοπευτές σκότωσαν ένα ζευγάρι που προσπάθησε να βγει απ’ το Σαράγεβο». Η τηλεόραση άρχισε να δείχνει εικόνες από ένα νεκρό ζευγάρι πάνω σε μια γέφυρα, κι ο μικρός το κοιτούσε παραξενεμένος, ίσως και να νόμιζε πως εκείνα τα δυο παιδιά που ήταν πεσμένα κι αγκαλιασμένα στο δρόμο κοιμόντουσαν και κάποια στιγμή θα ξυπνούσαν.
Κι εγώ βρέθηκα, μέσα σ’ ένα άνευ προηγουμένου παραλήρημα, να κλαίω και να βλέπω ξανά εκείνες τις εικόνες. Να αναρωτιέμαι, γιατί πρέπει να πεθαίνουν οι άνθρωποι μ’ αυτόν τον τρόπο; Γιατί να πέφτουν νεκροί από τις σφαίρες άλλων ανθρώπων;
«Κλείσε την τηλεόραση, βλέπει το παιδί» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή μέσα στο χώρο.
«Να βλέπει, να μαθαίνει. Τι θα κάνει αύριο – μεθαύριο, όταν έρθουν να του πάρουν το σπίτι; Τι θα κάνει όταν θα τον κάνουν σκλάβο;» απάντησε ο πατέρας του παιδιού και έβλεπα τον μικρό να έχει κολλήσει στην τηλεόραση, να προσπαθεί να χωρέσει στο μυαλουδάκι του όλα αυτά που συνέβαιναν στον κόσμο.
«Κλαίς;» άκουσα μια φωνή στ’ όνειρό μου κι οι πυροβολισμοί μαζί με το πολεμικό ρεπορτάζ σταμάτησαν απότομα. Μόνο η περίεργη εκείνη μουσική, με τους άγνωστους στίχους παρέμεινε. Τους στίχους που άρχισαν να βγάζουν νόημα.
«Πρέπει να με πήρε ο ύπνος» απάντησα στην γυναίκα μου, που με κοιτούσε απορημένη.
«Μα καλά, τι ακούς;» με ρώτησε απευθυνόμενη στην μουσική, την ώρα που προσπαθούσα να σκουπίσω τα δάκρυά μου και να σηκωθώ από το κρεβάτι.
«Πού ξέρω;» της απάντησα. «Βρήκα ένα cd και το έβαλα να παίξει. Βοσνιακά δεν είν’ αυτά;»
«Ναι, Βοσνιακά είναι. Δεν ήξερα ότι η μουσική σου παιδεία φτάνει μέχρι εκεί καλέ μου» μου απάντησε χαμογελώντας κι άρχισα να θυμάμαι που το είχα βρει εκείνο το cd. Ήμουν με τον φίλο μου, τον Κριστιάν που έζησε τον πόλεμο από κοντά, πιτσιρικάς τότε, μου ‘χε αφηγηθεί τα γεγονότα από την σκοπιά του πιτσιρικά.
Η Ναταλία απέναντί μου γέλασε και έβγαλε το cd από το στερεοφωνικό. Το πήρε στα χέρια της και το κοίταξε. «Μην ξεχάσεις ποτέ;» με ρώτησε.
«Μην ξεχάσεις ποτέ» της απάντησα και ήρθε στην αγκαλιά μου.
«Δεν είναι δικά σου γράμματα αυτά Βασίλη. Ποιος το έγραψε;» με ρώτησε χαμογελαστά.
«Ένας φίλος» της απάντησα.
«Τι σε πιάνει τώρα;» με ρώτησε ανήσυχη.
«Δεν με πιάνει κάτι κορίτσι μου. Απλά θυμήθηκα πολλά με αυτή τη μουσική. Άκουγα πυροβολισμούς στον ύπνο μου, άκουγα ερπύστριες να τρίζουν, κόσμο να φωνάζει, κραυγές, ουρλιαχτά» της απάντησα.
«Βασίλη, δεν έζησες εδώ, δεν ξέρεις πως ήταν τα πράγματα τότε. Γιατί αναλώνεσαι σε μια κατάσταση που δεν πρόκειται να έρθει ποτέ ξανά;» με ρώτησε.
«Μπορεί να μην ήμουν εδώ, αλλά τα έζησα μέσα από ένα μεγάλο τετράγωνο κουτί, που λέγεται τηλεόραση» της απάντησα κι εκείνη την στιγμή συνειδητοποίησα πως ο πιτσιρικάς στ’ όνειρό μου ήμουν εγώ. Κι ο πατέρας μου, ήταν τότε, λίγο μεγαλύτερος από εμένα τώρα. Τι να μου έλεγε και τι να μου εξηγούσε; Πως ο κόσμος πεθαίνει για τα ιδανικά του και για τις αξίες του; Πράγματα που ένας πεντάχρονος δεν θα μπορούσε να καταλάβει ποτέ.
«Τι σκέφτεσαι τώρα κι είσαι έτσι;» με ρώτησε η Ναταλία.
«Έβλεπα τον πατέρα μου στον ύπνο μου και τον εαυτό μου όταν ήμουν πέντε κι έβλεπα μπροστά μου τον πόλεμο. Στην τηλεόραση» της απάντησα.
«Μα δεν ήσουν πέντε τότε» μου είπε.
«Όνειρο ήταν κορίτσι μου. Κοιμήθηκε το ζιζάνιο;» την ρώτησα.
«Ναι, αφού μου έβγαλε την ψυχή, κοιμήθηκε» μου απάντησε γελώντας.
«Τι θα της πω ρε Ναταλία, αύριο – μεθαύριο; Πώς θα της μιλήσω για πόλεμο; Για νεκρούς; Για άρματα και στρατούς; Για ιδεολογίες και για την ιστορία;» την ρώτησα και ένιωθα τα μάτια μου να ξαναγεμίζουν με δάκρυα.
«Όταν κάποτε έρθει ο καιρός θα της πεις όσα πρέπει να της πεις. Και να είσαι σίγουρος ότι θα διαμορφώσει την δική της γνώμη για όλα αυτά. Μπορεί να παραταχθεί στην πρώτη γραμμή και να γίνει το πρώτο θύμα. Μπορεί να είναι στην άλλη μεριά και να πατήσει την σκανδάλη. Μπορεί να γίνει ιδεαλίστρια και να ξεσηκώσει τον κόσμο. Μπορεί να ασχοληθεί με τα κοινά. Πολλά μπορεί να συμβούν, αλλά ζούμε σε μια ειρηνική εποχή. Γιατί να γεμίζεις το μυαλό σου με πράγματα που δεν έχουν καμιά απολύτως σημασία αυτή τη στιγμή; Πάνε Βασίλη, πέρασαν αυτά…» μου απάντησε η Ναταλία σε μια προσπάθεια να μου φτιάξει το κέφι.
«Δεν περνάνε Ναταλάκι μου. Έρχονται και ξανάρχονται και πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι. Έχουμε διαφορετικές απόψεις σ’ αυτό το θέμα» της είπα.
«Ωραία, μπορείς να μου πεις τις απόψεις σου και τις ανησυχίες σου μικρέ Βασίλη;» με ρώτησε και το μυαλό μου γύρισε πολλά χρόνια πίσω, έψαξε και βρήκε εκείνες τις αναμνήσεις. Στις οποίες δεν ήμουν πέντε. Ήμουν αρκετά μεγαλύτερος. Εκείνες τις αναμνήσεις που επί τρία χρόνια και κάτι, έβλεπα καθημερινά στις ειδήσεις την πολιορκία του Σαράγεβο και προσπαθούσα να βρω μια άκρη σ’ όλα αυτά που γινόντουσαν. Προσπαθούσα μόνος μου να καταλάβω το γιατί. Γιατί να σκοτώνονται οι λαοί; Γιατί να στρέφουν τα όπλα τους ο ένας στον άλλον, αδέρφια, γείτονες, και φίλοι;
«Προσπαθούσα τότε να καταλάβω το γιατί καλή μου Ναταλία. Ήθελα να είμαι μεγαλύτερος, να μπορέσω να πολεμήσω κι εγώ για όλα εκείνα που μου έλεγαν. Για την ελευθερία, για τις ιδέες μου, για να έχω το δικαίωμα να ακούγεται η φωνή μου, για την δημοκρατία. Τελείωσε ο πόλεμος και μεγαλώνοντας έμαθα να τον μισώ. Έμαθα να μισώ τον στρατό που σκότωσε τόσο κόσμο. Έμαθα να μισώ τα όπλα που μ’ ένα απλό κλικ αφαιρούνε μία ζωή. Έμαθα να μισώ τις ακραίες λύσεις» της απάντησα.
«Ναι, αλλά πήγες στον στρατό, όταν έπρεπε να πας» μου απάντησε η Ναταλία χαμογελαστά.
«Έπρεπε Ναταλία. Όπως και τα σύνορα πρέπει να υπάρχουν» της είπα κι εγώ.
«Τα σύνορα υπάρχουν για να ενώνουν τους λαούς Βασίλη. Όχι για να τους χωρίζουν. Αυτό να μάθεις στην κόρη μας» είπε η Ναταλία με τον ίδιο χαρούμενο τρόπο.
«Κι όταν ο στρατός γυρνάει ενάντια στο λαό;» την ρώτησα.
«Τότε η Νίνα μας θα βγει σε μια γέφυρα να τους πολεμήσει, να τους κατακτήσει και να βγάλει την ελευθερία της από την φυλακή που την έκλεισαν» μου απάντησε.
«Έχεις πάρει χαμπάρι ότι ζω τα τελευταία εφτά χρόνια στο Σαράγεβο μαζί σου;» την ρώτησα.
«Σε πιάσανε πάλι τα υπαρξιακά σου Βασίλη» μου απάντησε η Ναταλία και μου χάιδεψε τα μαλλιά σαν να ήμουν ένα πεντάχρονο παιδί. «Όταν βγαίνεις έξω βλέπεις ακόμη κτήρια να καίγονται;» με ρώτησε.
«Όχι» της απάντησα.
«Αίματα στους δρόμους;»
«Ούτε».
«Περιμένεις να σε τουφεκίσουν ελεύθεροι σκοπευτές;» συνέχισε με εκείνο το ανακριτικό ύφος.
«Όχι κορίτσι μου».
«Τότε να είσαι χαρούμενος που δεν υπάρχουν αυτά. Και να προσπαθήσεις να μην υπάρξουν ποτέ Βασίλη».
«Δεν είναι εκεί το θέμα μου, στο τι θα κάνω εγώ. Ξέρω. Ξέρω ότι για να προστατεύσω αυτούς που αγαπάω. Τι θα πω στην μικρή; Εκεί κολλάω» της απάντησα.
«Να πάρει τ’ όπλο αν χρειαστεί και να βγει στο δρόμο. Μόνο όμως για να προστατεύσει τον εαυτό της. Όχι για να επιβληθεί στους άλλους» είπε η Ναταλία.
«Εντάξει ψυχή μου» της είπα και σηκώθηκα από το κρεβάτι. Φόρεσα τα παπούτσια μου και είδα πως με κοίταξε παράξενα. «Θα βγω να περπατήσω» της είπα και μου χαμογέλασε, κατάλαβε πως μ’ είχε ηρεμήσει η κουβέντα μας.
«Θα σε περιμένω. Μην αργήσεις» μου απάντησε.
Πήρα τα κλειδιά κι έφυγα από το σπίτι. Έβλεπα γνωστούς δρόμους, τόσα χρόνια που ζούσα εδώ, τους είχα πλέον μάθει. Μα σήμερα που τους ξανακοίταζα, στο μυαλό μου υπήρχαν εκείνες οι εικόνες που ποτέ δεν κατάφερα να σβήσω. Βάδισα αρκετά κι έφτασα στην γέφυρα. Κοίταξα το ποτάμι από κάτω κι άναψα ακόμη ένα τσιγάρο σκεφτόμενος, όσα είχα δει στ’ όνειρό μου. Όλα όσα φοβόμουν.
Φοβόμουν τον κόσμο που μεγάλωνα την κορούλα μου και τον εαυτό μου. Γιατί κι εγώ ένα φοβισμένο παιδί ήμουν, δεν κατάφερα να μεγαλώσω ποτέ. Φοβόμουν τις αξίες που θα έδινα σ’ ένα μικρό πλασματάκι, που σε μερικά χρόνια θα πολεμούσε καθημερινά την πραγματικότητα, όπως το κάναμε εγώ κι η μάνα της κάθε μέρα.
Φοβόμουν τα λάθη που έκαναν άλλοι πριν από εμένα. «Τι θα κάνει όταν έρθουν να του πάρουν το σπίτι;» άκουσα τα λόγια του πατέρα μου στο μυαλό μου.
«Θα παλέψω πατέρα» μονολόγησα. «Θα παλέψω και θα μάθω την κόρη μου να παλεύει, όπως μου δίδαξες εσύ».
.
Ο Τριαντάφυλλος – Αλέξανδρος Κουτρούλης κατάλαβε πως όσο του αρέσει να διαβάζει, τόσο του αρέσει και να γράφει. Κι αποφάσισε να παρατήσει την πληροφορική που τόσο αγάπησε και να αφήσει τους αναγνώστες του, να πλάθουν τις εικόνες πάνω στις ιστορίες του. Έκτοτε γράφει ακατάπαυστα, κυρίως στο ιστολόγιό του (onefrozenmind.blogspot.com) και ελπίζει πως κάποια μέρα θα καταφέρει να δει ένα δικό του έργο στα βιβλιοπωλεία.
[ facebook ] [ e-mail ]

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Δημοφιλείς αναρτήσεις