Δευτέρα 30 Ιουλίου 2012

Ὁ Πολύφημος δέν ἦταν μονόφθαλμος


Μήπως τελικῶς μᾶς προκύψῃ κάπως ἔτσι ὁ Πολύφημος; Λέτε νά ξέχασε καί τό κέρατο ὁ Ὅμηρος;

Ἔχω μάθει ὅταν ἰσχυρίζομαι κάτι νὰ μπορῶ νὰ τὸ ἀποδείξω καὶ νὰ τὸ τεκμηριώσω. 
Σήμερα λοιπὸν ἀπεφάσισα νὰ σας παρουσιάσω τὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν Ὀδύσσεια τοῦ Ὁμήρου, ποὺ οὐσιαστικῶς καταρρίπτουν τὸν μῦθο περὶ μονοφθαλμίας τοῦ Κύκλωπος Πολυφήμου.
Κατ’ ἀρχὰς ὁ Κύκλωψ εἶναι αὐτὸς ποὺ διαθέτει κύκλο+ὀπὴ ἢ ποὺ κυκλικῶς ὀρᾶ (ἐποπτεύει). Δῆλα δή, αὐτὸς ποὺ ἢ διαθέτει ὀφθαλμοὺς κυκλικούς, (πόσοι ἄρα γέ ἀπό ἐμᾶς διαθέτουν κυκλικούς ὀφθαλμούς;) στρογγυλούς ἢ αὐτὸς ποὺ μπορῇ καὶ κυκλικῶς βλέπει. Δῆλα δή, σὲ καμμίαν περίπτωσιν τὸ ὄνομά του δὲν δηλώνει μονοφθαλμία!
Ἀπό ποῦ μᾶς προέκυψε αὐτή ἡ ἐκδοχή;
Χάνεται κάπου στὰ βάθη τῶν …συμφορῶν καὶ τῶν καταστροφῶν τῆς Ἑλληνικῆς γραμματείας. Κάποιος, κάπου, κάποτε τὸ ἔγραψε κι ἀπὸ τότε, ἀντὶ νὰ ἀνατρέχουμε στὸν Ὅμηρο, παπαγαλίζουμε αὐτὴν τὴν βλακεία.
Κι ἐρωτῶ, ὁ Ὅμηρος τί λέει; Γιατί νά παρουσιάζουμε ἕνα κάρο ἑρμηνεῖες, ὑποθέσεις, ἐκτιμήσεις καί νά μήν ἀνατρέχουμε στόν ἴδιον τόν Ὅμηρο;
Ὁ παπποῦς Ὅμηρος εἶχε μίαν πολὺ σοβαρὴ «παραξενιά»!  Ἢταν ἀπίστευτα σχολαστικὸς καὶ λεπτομερὴς στὶς περιγραφές του! Τόσο ποὺ μᾶς «ἀναγκάζει» νὰ ζήσουμε κάθε του περιγραφή, σὰν νὰ ἤμασταν παρόντες. 
Εἶναι λοιπόν ποτέ δυνατόν νά ἔχῃ γράψῃ γιά κάποιον μονόφθαλμο καί νά μήν στέκεται στό γεγονός τῆς μονοφθαλμίας  πρό κειμένου νά τόν περιγράψῃ μέ κάθε λεπτομέρεια; 
Μήπως τελικῶς ὅλοι ἦταν μονόφθαλμοι ἐκείνην τήν ἐποχή καί κατ’ ἐπέκτασιν δέν τοῦ ἔκανε ἐντύπωσιν ἢ μήπως δέν ἀσχολήθηκε μέ κάτι ….ἀνύπαρκτον;
Πρὶν σᾶς παρουσιάσω τὰ ἀποσπάσματα τοῦ  Ὁμήρου ποὺ ἀποσαφηνίζουν  αὐτὲς τὶς «περίεργες» παρακάμψεις τῶν «ἐπιστημόνων» ποὺ τὸν «μετέφρασαν», θὰ σᾶς προτείνω ἀνεπιφύλακτα νὰ μελετήσετε Ὅμηρο. Ὄχι ὅμως ἀπὸ κάποιο κείμενον κάποιου «μεταφραστοῦ» ἀλλὰ ἀπὸ τὸ πρωτότυπον!
Διότι ἔχουμε ΚΑΤΑΝΤΗΣΕΙ νὰ μὴν μποροῦμε νὰ ἀναγνώσουμε κἂν τὰ ὅσα μᾶς μεταφέρει ἡ Ἑλληνικὴ γραμματεία! Ἀμόρφωτοι, ἀπαίδευτοι, τεμπέληδες! Ναί, τεμπέληδες! (Μὴν παρεξηγηθῇ κάποιος! Ξέρετε πὼς γράφω ἀλήθειες! Κι ἂς πονοῦν!)
Ἂντὶ νὰ πιάσουμε λοιπὸν μόνοι μας νὰ ΔΙΑΒΑΣΟΥΜΕ ἀρκούμαστε στὰ ὅσα ἄλλοι κάνουν γιὰ ἐμάς! Καὶ θεωροῦμε, (ἄκου θεωροῦμε!!!) τὶς «μεταφράσεις τους» ὥς θέσφατα! Μετάφρασιν δὲν χρειάζεται ἡ Ἑλληνικὴ Γλώσσα μας! Μελέτη κι ἀνάγνωσιν χρειάζεται! Μεταφράσεις χρειάζονται οἱ λοβοτομημένοι καὶ οἱ τεμπέληδες!!! Καθῶς κι ἐρμηνεῖες!!! Καθῶς καὶ ….ἀποκωδικοποιήσεις! Καθαρὸ μυαλὸ χρειαζόμαστε Ἕλληνες καὶ ΔΟΥΛΕΙΑ!!! ΜΟΝΟΝ!!!

Νὰ κάτσουμε λοιπὸν  νὰ σκεφθοῦμε ὅλοι μας τὸ γιατὶ μᾶς ἔχουν ἀποκρύψει τόσο οὐσιώδεις πληροφορίες. Νὰ ἀναρωτηθοῦμε γιατὶ μᾶς ἀφήνουν στὶς «μεταφράσεις» καὶ δὲν μᾶς ἐπιτρέπουν (ναί, δὲν μᾶς ἐπιτρέπουν διότι μᾶς ἔχουν λοβοτομήσει καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ἀναγνώσουμε τὴν ἴδια μας τὴν γλώσσα!!!) νά κάνουμε μίαν ἀπλῆν ἀνάγνωσιν! Μίαν ἀνάγνωσιν βρὲ παιδιά! Μόνον!
Ἔχει καταντήσει πολυτέλεια πλέον νὰ μποροῦμε νὰ διαβάσουμε τοὺς κλασσικούς μας. Κι αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ ζητούμενον. Νὰ τὸ ἀλλάξουμε! Νὰ γίνουμε ἐμεῖς αὐτοὶ ποὺ θὰ στρωθοῦν κάτω καὶ θὰ ἀναζητήσουν τὶς ἀλήθειες ποὺ τόσο ἐπιμελῶς μᾶς κρύβουν!
Διότι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ θέλουμε πίσω τὴν Πατρίδα μας καὶ νὰ ἀσχολούμαστε μὲ τὰ πάντα ὥς ἡμιμαθεῖς. Ἢ θὰ γίνουμε ΟΛΟΙ Ἕλληνες ἢ θὰ πᾶμε στὸν ἀγύριστον νὰ ἡσυχάσουμε κι ἐμεῖς κι ὁ πλανήτης.
Ἡ μονοφθαλμία λοιπόν τοῦ Κύκλωπος εἶναι τόσο σοβαρόν θέμα γιά νά καταπιαστῇ κάποιος; Δέν ὑπάρχουν σοβαρότερα;
Σαφῶς καὶ ὑπάρχουν! Πάντα ὑπάρχουν! Ἀλλὰ λέγοντας διαρκῶς ΝΑΙ, σκύβοντας καθημερινῶς καὶ χαμηλότερα τὴν κεφαλή,  δεχόμενοι ὅλο καὶ περισσότερες παραπληροφορίες ἀδιαμαρτύρητα, ξυπνᾶμε μίαν ὠραίαν ἡμέρα καὶ διαπιστώνουμε πὼς στὴν παραλία τῆς Σμύρνης τελικῶς ἔγινε συνωστισμός! Ἢ πὼς ὁ Διᾶκος ἐρωτεύτηκε τὴν Διάκαινα καὶ τὴν κοπάνησε μαζύ της, ψήνοντας καὶ τρώγοντας ἀρνιά! Ἢ πὼς ὁ Ὅμηρος δὲν ἦταν ἕνας καὶ δὲν ἦταν Ἕλλην, ἀλλὰ λεγόταν Ὁμέρ καὶ ἦταν ἀπὸ τὰ βόρεια τῆς Κίνας, τὴν γνωστή μας Μογγολία! 
Παραθέτω τὸ κείμενον ἀπὸ τὴν σελίδα καὶ τὴν ἀπόδοσιν τοῦ Κώστα Δούκα ἀπ’ εὐθείας. Γραμμὴ γραμμή! Τὴν θεωρῶ μίαν ἀπὸ τὶς ἐντιμότερες καὶ καθαρότερες ἀποδόσεις, διότι πορεύεται βῆμα τὸ βῆμα, παραμένοντας στὰ τῆς γλώσσης κληροδοτήματα. Ἀξιολογότατον πόνημα. 
(Ἡ ἄλλη ἐκδοχὴ εἶναι νὰ πιάσουμε μόνοι μας τὸν Ὅμηρο. Τὸ εἴπαμε! Ἀλλὰ αὐτὸ  θέλει ὑποδομὴ καὶ ἡ ὑποδομὴ κερδίζεται, δὲν χαρίζεται!)
Κυκλώπων δ᾽ ἐς γαῖαν ἐλεύσσομεν ἐγγὺς ἐόντων,
Στῶν Κυκλώπων  τὴν γῆν ἐφθάσαμεν καθὼςἐγγὺς εἴμαστε,  
καπνόν τ᾽ αὐτῶν τε φθογγὴν ὀίων τε καὶ αἰγῶν.
στὸν καπνὸν αὐτῶν καὶ τὴνφθογγὴ προβάτων καὶ αἰγῶν. 
ἦμος δ᾽ ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθε,
Ὅμως ὁ ἥλιος ἔδυσε καὶ σκότος ἐπῆλθε, 
δὴ τότε κοιμήθημεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης.
καὶ τότε κοιμηθήκαμε στὸ ῥῆγμα τῆς θαλάσσης 
ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,              170
Ὅμως ἡ πρωϊγενὴς φάνη ῥοδοδάκτυλη αὐγή, 
καὶ τότ᾽ ἐγὼν ἀγορὴν θέμενος μετὰ πᾶσιν ἔειπον·
καὶ τότε ἐγὼ ἀγορὰ συγκάλεσα καὶ σὲ ὅλους εἶπα: 
“᾽ἄλλοι μὲν νῦν μίμνετ᾽, ἐμοὶ ἐρίηρες ἑταῖροι·
«Ἄλλοι ἐδῶ νὰ μείνετε, ἀγαπητοὶ ἑταῖροι, 
αὐτὰρ ἐγὼ σὺν νηί τ᾽ ἐμῇ καὶ ἐμοῖς ἑτάροισιν
ἐγὼ πάλι μὲ τὴν νῆα μου καὶ τοὺς ἑταίρους μου 
ἐλθὼν τῶνδ᾽ ἀνδρῶν πειρήσομαι, οἵ τινές εἰσιν,
θὰ πάω αὐτοὺς τοὺς ἄνδρες νὰ δοκιμάσω, ποιοὶ εἶναι 
ἤ ῥ᾽ οἵ γ᾽ ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι,               175
μήπως ὑβριστὲς καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι 
ἦε φιλόξεινοι, καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδής.᾽
ἢ φιλόξενοι, καὶ ἄν ὁ νοῦς τους εἶναι θεοσεβής». 
“ὣς εἰπὼν ἀνὰ νηὸς ἔβην, ἐκέλευσα δ᾽ ἑταίρους
Ἔτσι ὥς εἶπα στὴν νῆα ἀνέβηκα, ἐκέλευσα καὶ τοὺς ἑταίρους 
αὐτούς τ᾽ ἀμβαίνειν ἀνά τε πρυμνήσια λῦσαι.
ν’ ἀνεβοῦν κι αὐτοὶ καὶ τὰ πρυμνήσια νὰ λύσουν. 
οἱ δ᾽ αἶψ᾽ εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῖσι καθῖζον,
Αὐτοὶ στὸ ἆψε ἀνέβηκαν καὶ στὰ κουπιὰ κάθισαν,  
ἑξῆς δ᾽ ἑζόμενοι πολιὴν ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς.           180
κι ἐφ’ ἐξῆς καθεζόμενοι τὴν σταχτιὰ θάλασσαν ἔτυπταν μὲ τὰ κουπιά. 
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τὸν χῶρον ἀφικόμεθ᾽ ἐγγὺς ἐόντα,
 Ἀλλὰ ὅταν σὲ χῶρο ἀφικόμεθαποὺἐγγὺς ἦταν
ἔνθα δ᾽ ἐπ᾽ ἐσχατιῇ σπέος εἴδομεν ἄγχι θαλάσσης,
τότε στὴν ἐσχατιὰ σπήλαιον εἴδαμε, κοντὰ στὴν θάλασσαν, 
ὑψηλόν, δάφνῃσι κατηρεφές. ἔνθα δὲ πολλὰ
ὑψηλό, μὲ δάφνες κατάσπαρτον. Ἐκεῖ πολλὰ  
μῆλ᾽, ὄιές τε καὶ αἶγες, ἰαύεσκον· περὶ δ᾽ αὐλὴ
ποίμνια, πρόβατα καὶ αἶγες κοιμόντουσαν. Γύρω αὐλὴ  
ὑψηλὴ δέδμητο κατωρυχέεσσι λίθοισι                          185
ὑψηλή εἶχε δομηθῇ μὲ καταχωμένους λίθους 
μακρῇσίν τε πίτυσσιν ἰδὲ δρυσὶν ὑψικόμοισιν.
μὲ μακριὰ παῦκα καὶ δρῦς ὑψικόρυφες. 
ἔνθα δ᾽ ἀνὴρ ἐνίαυε πελώριος, ὅς ῥα τὰ μῆλα
Ἐκεῖ ἄνδρας ἀναπαυόταν πελώριος, ποὺ τὰ πρόβατα 
οἶος ποιμαίνεσκεν ἀπόπροθεν· οὐδὲ μετ᾽ ἄλλους
μόνος ποίμαινε χωριστά. Οὐδὲ μὲ τοὺς ἄλλους 
πωλεῖτ᾽, ἀλλ᾽ ἀπάνευθεν ἐὼν ἀθεμίστια ᾔδη.
σύχναζεν, ἀλλὰ μακριὰ ἦταν καὶ τὰ ἄνομα ἤξερε. 
καὶ γὰρ θαῦμ᾽ ἐτέτυκτο πελώριον, οὐδὲ ἐᾐκει           190
Καὶ ἦταν ἀλήθεια ἕνα θαῦμα πελώριον, οὔτε ἔμοιαζε  
ἀνδρί γε σιτοφάγῳ, ἀλλὰ ῥίῳ ὑλήεντι
μὲ ἄνδρα σιτοφάγο, ἀλλὰ μὲ κορυφὴ δασώδη 
ὑψηλῶν ὀρέων, ὅ τε φαίνεται οἶον ἀπ᾽ ἄλλων.
ὑψηλῶν ὀρέων, ποὺ φαίνεται μόνη ἀπὸ τὶς ἄλλες. (6) 
 Κάθεται λοιπὸν ὁ παπποῦς Ὅμηρος καὶ περιγράφει μὲ τόσες λεπτομέρειες τὸν Πολύφημο ἀλλὰ τοῦ διαφεύγει νὰ γράψῃ κάτι γιὰ τὴν μονοφθαλμία του!
Εἴμαστε σοβαροί;
Προσέξτε καὶ παρακάτω πόσο ἀναλυτικὸς εἶναι, ἀλλὰ ὁ «ἄτιμος» δὲν «καταδέχεται» νὰ ἀναφερθῇ σὲ κάτι τέτοιον! Μήπως τελικῶς μᾶς δουλεύουν; 
Καρπαλίμως δ᾽ εἰς ἄντρον ἀφικόμεθ᾽, οὐδέ μιν ἔνδον   216
Βιαστικά, σὲ ἄντρον ἀφικόμεθα, ὅμως ἔνδον 
εὕρομεν, ἀλλ᾽ ἐνόμευε νομὸν κάτα πίονα μῆλα.
δὲν (τόν) εὔρομεν, ἀλλ’ ἔβοσκε σὲ νομὴ παχειὰ πρόβατα 
ἐλθόντες δ᾽ εἰς ἄντρον ἐθηεύμεσθα ἕκαστα.
Ἐλθόντες στὸ ἄντρο κυττάζαμε τὸ κάθε τι. 
ταρσοὶ μὲν τυρῶν βρῖθον, στείνοντο δὲ σηκοὶ
τυρόβολα ἀπὸ τυριὰ ἔβριθαν, στένευαν καὶ οἱ μάντρες 
ἀρνῶν ἠδ᾽ ἐρίφων· διακεκριμέναι δὲ ἕκασται                 220
ἀπὸ ἀρνιὰ κι ἐρίφια, διακεκριμένα τὸ κάθε ἕνα 
ἔρχατο, χωρὶς μὲν πρόγονοι, χωρὶς δὲ μέτασσαι,
ἦσαν μαντρωμένα, χωριστὰ τὰ πρωτογέννητα, χωριστὰ τὰ μεσαῖα 
χωρὶς δ᾽ αὖθ᾽ ἕρσαι. ναῖον δ᾽ ὀρῷ ἄγγεα πάντα,
χωριστὰ πάλι τὰ ὄψιμα. Κι ἦταν γεμᾶτα τυρόγαλα τ’ ἀγγεῖα πάντα,  
γαυλοί τε σκαφίδες τε, τετυγμένα, τοῖς ἐνάμελγεν.
γαβάθες καὶ σκαφίδια, καλόφτιαχτα, ὅπου ἄρμεγε. 
ἔνθ᾽ ἐμὲ μὲν πρώτισθ᾽ ἕταροι λίσσοντ᾽ ἐπέεσσιν
Τότ’ ἐμὲ πρώτιστα οἱ ἑταῖροι παρεκάλεσαν λέγοντας 
τυρῶν αἰνυμένους ἰέναι πάλιν, αὐτὰρ ἔπειτα            225
τυριὰ παίρνοντας νὰ γυρίσωμε πίσω, καὶ πάλιν ἔπειτα  
καρπαλίμως ἐπὶ νῆα θοὴν ἐρίφους τε καὶ ἄρνας
ἁρπαχτὰ στὴν ταχειὰ νῆα ἐρίφια καὶ ἀρνιὰ 
σηκῶν ἐξελάσαντας ἐπιπλεῖν ἁλμυρὸν ὕδωρ·
ἀπὸ τὰ μαντριὰ ἐλαύνοντας νὰ ἐπιπλεύσωμε στὸ ἁλμυρὸν ὕδωρ 
ἀλλ᾽ ἐγὼ οὐ πιθόμην, ἦ τ᾽ ἂν πολὺ κέρδιον ἦεν,
ἀλλὰ ἐγὼ δὲν ἄκουσα -καὶ πολὺ ἐπικερδὲς θὰ ἦταν-  
ὄφρ᾽ αὐτόν τε ἴδοιμι, καὶ εἴ μοι ξείνια δοίη.
γιὰ νὰ ἰδῶ κι αὐτὸν, μήπως δῶρα ξένια μοῦ δώσῃ.  
οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔμελλ᾽ ἑτάροισι φανεὶς ἐρατεινὸς ἔσεσθαι.     230
δὲν ἔμελλεν ὅμως στοὺς ἑταίρους φανεὶς ἀρεστὸς νὰ εἶναι. 
“ἔνθα δὲ πῦρ κήαντες ἐθύσαμεν ἠδὲ καὶ αὐτοὶ
 Ἐκεὶ πῦρ καύσαντες θυσιάσαμε καὶ οἱ ἴδιοι
τυρῶν αἰνύμενοι φάγομεν, μένομέν τέ μιν ἔνδον
τυριὰ παίρνοντας φάγαμε, καὶ μείναμε ἔνδον 
ἥμενοι, ἧος ἐπῆλθε νέμων. φέρε δ᾽ ὄβριμον ἄχθος
καθήμενοι ὥς ποὺ ἦλθε ἀπὸ τὴν νομή. Βαρειὰ σὰν ἀχθοφόρος
ὕλης ἀζαλέ ς, ἵνα οἱ ποτιδόρπιον εἴη,
ἔφερε ξύλα ξερά, γιὰ τὸ δεῖπνο του.  
ἔντοσθεν δ᾽ ἄντροιο βαλὼν ὀρυμαγδὸν ἔθηκεν·       235
Ἐντὸς τοῦ ἄντρου πετῶντας τα ὀρυμαγδὸ σήκωσε 
ἡμεῖς δὲ δείσαντες ἀπεσσύμεθ᾽ ἐς μυχὸν ἄντρου.
κι ἐμεῖς ἀπὸ δέος σπεύσαμε στὸ μυχὸ τοῦ ἄντρου 
αὐτὰρ ὅ γ᾽ εἰς εὐρὺ σπέος ἤλασε πίονα μῆλα
Αὐτὸς πάλι στὸ εὐρὺ σπήλαιον εἰσήλαε παχειὰ πρόβατα 
πάντα μάλ᾽ ὅσσ᾽ ἤμελγε, τὰ δ᾽ ἄρσενα λεῖπε θύρηφιν,
ὅλα ὅσα ἄρμεγε, καὶ τὰ ἀρσενικὰ κατέλιπε πρὸς τὴν θύραν, 
ἀρνειούς τε τράγους τε, βαθείης ἔκτοθεν αὐλῆς.
ἀρνιὰ καὶ τράγους, ἔξω στὴν βαθειὰν αὐλήν.  
αὐτὰρ ἔπειτ᾽ ἐπέθηκε θυρεὸν μέγαν ὑψόσ᾽ ἀείρας,        240
Ἔπειτα πάλιν ἐπέθεσε θυρόπετρα μεγάλη ὑψηλὰ σηκώνοντας, 
ὄβριμον· οὐκ ἂν τόν γε δύω καὶ εἴκοσ᾽ ἄμαξαι
βαρειὰν αὐτὴν οὔτε εἰκοσιδύο ἅμαξες 
ἐσθλαὶ τετράκυκλοι ἀπ᾽ οὔδεος ὀχλίσσειαν·
δυνατὲς τετράκυκλες ἀπὸ τὴν ὁδὸ θὰ μποροῦσαν νὰ κουνήσουν! 
τόσσην ἠλίβατον πέτρην ἐπέθηκε θύρῃσιν.
τόση ἀπόκρημνη πέτρα ἐπέθεσε στὴν θύρα.  
ἑζόμενος δ᾽ ἤμελγεν ὄις καὶ μηκάδας αἶγας,
Καὶ καθιστὸς ἄρμεγε πρόβατα καὶ μυκώμενες αἶγες, 
πάντα κατὰ μοῖραν, καὶ ὑπ᾽ ἔμβρυον ἧκεν ἑκάστῃ.     245
τὰ πάντα κατὰ τὸ πρέπον, καὶ τὸ ἔμβρυον ἔβαλε κάτω ἀπὸ ἑκάστην 
αὐτίκα δ᾽ ἥμισυ μὲν θρέψας λευκοῖο γάλακτος
Ἀμέσως τὸ ἥμισυ πήζοντας τοῦ λευκοῦ γάλακτος  
πλεκτοῖς ἐν ταλάροισιν ἀμησάμενος κατέθηκεν,
σὲ πλεκτὰ τελάρα μαζεύοντας ἔβαλε 
ἥμισυ δ᾽ αὖτ᾽ ἔστησεν ἐν ἄγγεσιν, ὄφρα οἱ εἴη
καὶ τὸ ἥμισυ πάλιν ἔθεσε σὲ ἀγγεῖα, γιὰ νὰ τὸ ἔχῃ 
πίνειν αἰνυμένῳ καί οἱ ποτιδόρπιον εἴη.
νὰ πίνῃ παίρνοντας καὶ προσδόρπιο νὰ τοῦ εἶναι. 
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ σπεῦσε πονησάμενος τὰ ἃ ἔργα,       250
Ἔπειτ’ ἀφοῦ ἔσπευσε νὰ κάμῃ αὐτὰ τὰ ἔργα, 
καὶ τότε πῦρ ἀνέκαιε καὶ εἴσιδεν, εἴρετο δ᾽ ἡμέας·
τότε πῦρ καίγοντας  μᾶς εἶδε καὶ μᾶς ἐρώτησε.
” ᾽ὦ ξεῖνοι, τίνες ἐστέ; πόθεν πλεῖθ᾽ ὑγρὰ κέλευθα;
«Ξένοι, ποιοί εἶστε; Ἀπό ποῦ πλέετε στούς ὑγρούς δρόμους; 
ἦ τι κατὰ πρῆξιν ἦ μαψιδίως ἀλάλησθε,
Μήπως γιά καμιά πρᾶξιν ἢ ἄσκοπα γυρίζετε 
οἷά τε ληιστῆρες, ὑπεὶρ ἅλα, τοί τ᾽ ἀλόωνται
ὅπως οἱ ληστές στήν θάλασσα, πού περιπλανῶνται 
ψυχὰς παρθέμενοι κακὸν ἀλλοδαποῖσι φέροντες;”       255
τίς ψυχές τους ξεγράφοντας, κακὸ σ’  ἀλλοδαπούς φέροντες;» 
“ὣς ἔφαθ᾽, ἡμῖν δ᾽ αὖτε κατεκλάσθη φίλον ἦτορ,
Ἔτσι εἶπε, καὶ σὲ ἐμᾶς πάλιν ἔσπασε τὸ φυλλοκάρδι 
δεισάντων φθόγγον τε βαρὺν αὐτόν τε πέλωρον.
ἀπὸ δέος στὴν βαρειὰ φθογγή  του κι ἀπ‘ αὐτὸν τὸν πελώριον.
Ὅπως ἴσως διαπιστώνετε κι ἐσεῖς, ὁ Πολύφημος εἶναι μόνον ΠΕΛΩΡΙΟΣ!!! 
Ἔχει  κάτσει ὁ παπποῦς Ὅμηρος καὶ μᾶς διηγεῖται τὸ κάθε τί, ἀπὸ αὐτὰ ποὺ κάνει ὁ Κύκλωψ κι …ἀγνοεῖ τὸ «σημαντικότερον»!!! Πᾶμε καλά;)
Σᾶς κούρασα, τὸ γνωρίζω. Ἀλλὰ πιστεύω πὼς ἔπρεπε νὰ διαπιστώσουμε ὅλοι μας πόσο λεπτομερῶς καταγράφει τὰ πάντα ὁ παπποῦς Ὅμηρος. Γιατί «ξεχνᾶ» τήν μονοφθαλμία;
Λίγο πιὸ κάτω ἀπαντᾶ ὁ Ὀδυσσεύς σχετικὰ μὲ τοὺς λόγους ποὺ τὸν ὁδηγησαν στὸν ἄνδρον τοῦ Πολυφήμου. 

Ἄλλες λεπτομέρειες ἐπίσης! Μέσα σὲ 10-15 στίχους τὰ λέει ὅλα! Καὶ δὲν τοῦ περισσεύει μία μόνον λέξι γιὰ τὴν μονοφθαλμία!!! Τς τς τς… Σοβαρά;
Προσέξτε ἀκόμη μίαν περιγραφή ποὺ ἀφορᾶ στὴν ἀνεύρεσιν τοῦ μέσου γιὰ τὴν τύφλωσιν:
Κύκλωπος γὰρ ἔκειτο μέγα ῥόπαλον παρὰ σηκῷ,
Γιατὶ κοντὰ στοῦ Κύκλωπος τὴν μάντρα ἔκειτο μέγα ῥόπαλο,
χλωρὸν ἐλαΐνεον· τὸ μὲν ἔκταμεν, ὄφρα φοροίη        320
χλωρό, ἀπὸ ἐλιά. Τὸ εἶχεν ἐκτάμει, γιὰ νὰ τὸ φέρῃ 
αὐανθέν. τὸ μὲν ἄμμες ἐίσκομεν εἰσορόωντες
σὰν ξεραθῇ. Ἐμεῖς τὸ νομίζαμεν εἰσορῶντας το 
ὅσσον θ᾽ ἱστὸν νηὸς ἐεικοσόροιο μελαίνης,
ὅσον ὁ ἱστὸς νηὸς εἰκοσάκωπης μελανῆς 
φορτίδος εὐρείης, ἥ τ᾽ ἐκπεράᾳ μέγα λαῖτμα·
φορτηγίδος, εὐρείας, ποὺ διαπερνᾶ τὰ μεγάλα βάθη.  
τόσσον ἔην μῆκος, τόσσον πάχος εἰσοράασθαι.
τόσον ἦταν τὸ μῆκος, τόσο τὸ πάχος εἰσορῶντας το.  
τοῦ μὲν ὅσον τ᾽ ὄργυιαν ἐγὼν ἀπέκοψα παραστὰς    325
Τοῦ ἀπέκοψα ὅσο μία ὀργιὰ πλησιάζοντας,  
καὶ παρέθηχ᾽ ἑτάροισιν, ἀποξῦναι δ᾽ ἐκέλευσα·
καὶ τὸ ἔδωσα στοὺς ἑταίρους, νὰ τὸ ἀποξύσουν κελεύοντας. 
οἱ δ᾽ ὁμαλὸν ποίησαν· ἐγὼ δ᾽ ἐθόωσα παραστὰς
ἐκεῖνιο τὸ ὁμαλοποίησαν κι ἐγὼ πῆγα καὶ τοῦ ἔκανα 
ἄκρον, ἄφαρ δὲ λαβὼν ἐπυράκτεον ἐν πυρὶ κηλέῳ.
ἄκρη, καὶ ἀμέσως πιάνοντας πυράκτωσα σὲ πῦρ καυτερό. 
καὶ τὸ μὲν εὖ κατέθηκα κατακρύψας ὑπὸ κόπρῳ,
Μετὰ τὸκαλόθεσα κατακρύβοντας στὴν κοπριὰ 
ἥ ῥα κατὰ σπείους κέχυτο μεγάλ᾽ ἤλιθα πολλή·         330
ποὺ στὸ σπήλαιον ἦταν χυμένη πάρα πολλή. 
αὐτὰρ τοὺς ἄλλους κλήρῳ πεπαλάσθαι ἄνωγον,
Ἔπειτα τοὺς ἄλλους νὰ βάλουν κλῆρο πρόσταξα,  
ὅς τις τολμήσειεν ἐμοὶ σὺν μοχλὸν ἀείρας
ποιὸς θὰ τολμοῦσε μαζὺ μὲ ἐμένα τὸν μοχλὸ σηκώνοντας 
τρῖψαι ἐν ὀφθαλμῷ, ὅτε τὸν γλυκὺς ὕπνος ἱκάνοι.
νὰ τρίψῃ στον ὀφθαλμό του, ὅταν ὁ γλυκὸς ὕπνος τοῦ ἔλθῃ. 
Διαβάσατε κάτι γιά ΜΟΝΟφθαλμία; Μὴν βιάζεστε… Ἔχει καὶ συνέχεια!
Διότι ὁ παπποῦς Ὅμηρος περιγράφει τὰ πάντα! Τὸ μόνον στὸ ὁποῖον δὲν στέκεται εἶναι ἡ βλακεία ποὺ ἀναμασοῦμε ἐδῶ καὶ αἰῶνες. Κι ἐπεὶ δὴ ἐγὼ μόνον τὸν Ὅμηρο παραδέχομαι ὥς Ὅμηρο, κι ὄχι κάποιον ὁποιονδήποτε ἄλλον, στὸν Ὅμηρον δὲν  διεπίστωσα κάτι τέτοιο!
Τὸ ἐπόμενον ἐπιμαχον ἀπόσπασμα ἀφορᾷ στὴν τύφλωσιν τοῦ Κύκλωπος. Γιὰ νὰ δοῦμε, λέει κάτι γιά τό «μοναδικόν» μάτι ἢ δέν λέει;
“ἦ καὶ ἀνακλινθεὶς πέσεν ὕπτιος, αὐτὰρ ἔπειτα    371
 Εἶπε κι ἀνακλινθεὶς ἔπεσεν ὕπτιος, ἔπειτα πάλιν 
κεῖτ᾽ ἀποδοχμώσας παχὺν αὐχένα, κὰδ δέ μιν ὕπνος
ἔγειρε πλαγιαστὰ τὸν παχὺν αὐχένα, καὶ ὕπνος 
ᾕρει πανδαμάτωρ· φάρυγος δ᾽ ἐξέσσυτο οἶνος
τὸν ἔπιασε ποὺ τὰ πάντα δαμάζει. Κι ἀπὸ τὸν φάρυγγά ἔβγαινεν οἶνος 
ψωμοί τ᾽ ἀνδρόμεοι· ὁ δ᾽ ἐρεύγετο οἰνοβαρείων.
καὶ κομμάτια ἀνθρωπίνου  κρέατος καὶ ῥευόταν οἰνοβαρεμένος. 
καὶ τότ᾽ ἐγὼ τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῦ ἤλασα πολλῆς,   375
Τότε ἐγὼ τὸν μοχλὸν  ὑπὸ τὴν πολλὴ στάχτην ἔθεσα, 
ἧος θερμαίνοιτο· ἔπεσσι δὲ πάντας ἑταίρους
ἕως νὰ θερμανθῇ καὶ μὲ ἔπη πάντας τοὺς ἑταίρους
θάρσυνον, μή τίς μοι ὑποδείσας ἀναδύη.
θάρρυνα, μήπως φοβηθῇ κανείς καὶ φύγῃ. 
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τάχ᾽ ὁ μοχλὸς ἐλάινος ἐν πυρὶ μέλλεν
Ἀλλὰ ὅταν ταχειὰ ὁ ἐλάϊνος μοχλὸς στὴν πυρὰν ἔμελλε  
ἅψεσθαι, χλωρός περ ἐών, διεφαίνετο δ᾽ αἰνῶς,
ν’ ἀνάψῃ, κι ἂς ἦταν χλωρός, καὶ διαφαινόταν τρομερά,  
καὶ τότ᾽ ἐγὼν ἆσσον φέρον ἐκ πυρός, ἀμφὶ δ᾽ ἑταῖροι  380
τότ’ ἐγὼ πιὸ πέρα ἔφερα ἐκ τοῦ πυρός, καὶ γύρω οἱ ἑταῖροι 
ἵσταντ᾽· αὐτὰρ θάρσος ἐνέπνευσεν μέγα δαίμων.
ἵσταντο. Τότε θάρρος μέγα μοῦ ἐνέπνευσε κάποιος θεός.  
οἱ μὲν μοχλὸν ἑλόντες ἐλάινον, ὀξὺν ἐπ᾽ ἄκρῳ,
Ἐκεῖνοι τὸν ‘λάϊνο μοχλὸ πιάνοντας, ὀξὺ  στὴν ἄκρη 
ὀφθαλμῷ ἐνέρεισαν· ἐγὼ δ᾽ ἐφύπερθεν ἐρεισθεὶς
στὸν ὀφθαλμὸν ἔμπηξαν. Κι ἐγὼ ἀπὸ ‘πάνω στηριζόμενος 
δίνεον, ὡς ὅτε τις τρυπῷ δόρυ νήιον ἀνὴρ
περιδινοῦσα, ὅπως ὅταν τρυπᾶ ξύλο καραβίσιο κάποιος ἄνδρας 
τρυπάνῳ, οἱ δέ τ᾽ ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι         385
μὲ τρυπάνι, καὶ οἱ ἄλλοι ἀπὸ κάτω γύριζαν τὸν ἱμάντα 
ἁψάμενοι ἑκάτερθε, τὸ δὲ τρέχει ἐμμενὲς αἰεί.
κρατῶντας ἑκατέρωθεν, κι ἐκεῖνο τρέχει σταθερὰ διαρκῶς. 
ὣς τοῦ ἐν ὀφθαλμῷ πυριήκεα μοχλὸν ἑλόντες
Ἔτσι ἐκείνου στὸν ὀφθαλμὸ τὸν πυρόκαυστο μοχλὸ κρατῶντας 
δινέομεν, τὸν δ᾽ αἷμα περίρρεε θερμὸν ἐόντα.
περιδινούσαμε, κι αὐτὸν αἷμα περιέρρεε θερμὸς καθὼς ἦταν. 
πάντα δέ οἱ βλέφαρ᾽ ἀμφὶ καὶ ὀφρύας εὗσεν ἀυτμὴ (7)
Κι ὅλα τὰ βλέφαρα γύρω καὶ τὰ φρύδια τσουρούφλιζεν ὁ ἀτμός 
γλήνης καιομένης, σφαραγεῦντο δέ οἱ πυρὶ ῥίζαι.          390
καθὼς ἡ γλήνα καιγόταν. Κι ἔσκαγαν ἀπὸ τὸ πῦρ οἱ ῥίζες του.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀνὴρ χαλκεὺς πέλεκυν μέγαν ἠὲ σκέπαρνον
Ὅπως ὅταν ὁ χαλκουργὸς μεγάλο πέλεκυ ἢ σκεπάρνι 
εἰν ὕδατι ψυχρῷ βάπτῃ μεγάλα ἰάχοντα
σὲ ψυχρὸν ὕδωρ βαπτίζῃ καὶ δυνατὰ συρίζει 
φαρμάσσων· τὸ γὰρ αὖτε σιδήρου γε κράτος ἐστίν
γιὰ νὰ σκληρύνῃ. Γιατὶ τοῦτο εἶναι ἡ δύναμι τοῦ σιδήρου.  
ὣς τοῦ σίζ᾽ ὀφθαλμὸς ἐλαϊνέῳ περὶ μοχλῷ.
Ἔτσι σύριξεν ὁ ὀφθαλμός του γύρω ἀπὸ τὸν ‘λάϊνο μοχλό.  
σμερδαλέον δὲ μέγ᾽ ᾤμωξεν, περὶ δ᾽ ἴαχε πέτρη,     395
Τρομεὰ οἴμωξε, κι ἀντήχησε γύρω ἡ πέτρα, 
ἡμεῖς δὲ δείσαντες ἀπεσσύμεθ᾽· αὐτὰρ ὁ μοχλὸν
κι ἐμεῖς ἀπὸ δέος ἀποσυρθήκαμε. Ἐκεῖνος πάλι τὸν μοχλό 
ἐξέρυσ᾽ ὀφθαλμοῖο πεφυρμένον αἵματι πολλῷ.
ξέσυρεν ἀπὸ τὸν ὀφθαμόν, αἱμόφυρτον πολύ. 
(ῥαψωδία ι’  Ἀλκίνου ἀπόλογοι. Κυκλώπεια, ἐκδόσεις Ἰδεοθέατρον, Ἀθῆναι 1999, ἀπόδοσις (κι ὄχι μετάφρασις) εἰς τὴν νεοελληνική Κωνσταντῖνος Δούκας, μεταφορὰ κειμένου ἐκ τοῦ διαδικτύου ἀπὸ ἐδῶ καὶ τὴν σελίδα Ὁμήρου Ὀδύσσεια.)
Γιὰ νὰ δοῦμε ὅμως καὶ τὰ σχόλια τοῦ Δούκα, ποὺ παρατίθενται στὸ τμῆμα τῶν σημειώσεων.  (σελίδα 695)
6. Παρέχεται ἡ εὐκαιρία στὸν ποιητὴ περιγράφοντας τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνισι τοῦ Κύκλωπος, νὰ ἐπισημάνῃ τὸ ὅλως ἀξιοπερίεργο καὶ ἐντυπωσιακό, ὅτι ὁ ἄγριος γίγας ἦταν μονόφθαλμος. Δὲν τὸ πράττει, οὔτε ἐδῶ οὔτε σὲ ὁποιδήποτε ἄλλη περικοπὴ τοῦ ἔπους. Ὁ λόγος κατὰ τὸν Σχολιαστὴ εὐνόητος. Ὁ Κύκλωψ δὲν ἦταν μονόφθαλμος! Ἡ μονοφθαλμία εἶναι ἐπινόημα τῆς φαντασίας τῶν μεταγενεστέρων ποιητῶν, οἱ ὁποῖοι τερατολόγησαν γιὰ λόγους ἐντυπωσιασμοῦ. Κύκλωψ εἶναι ὁ κυκλοτερῶς ὁρῶν, ἢτοι ὁ πανάρχαιος κτηνοτρόφος, ὁ ὁποῖος κυκλοτερῶς ὥριζε τὴν γῆ τῆς κυριαρχίας καὶ τῆς ἰδιοκτησίας του. 
7. Ἀπὸ τὸν στίχο αὐτόν (Ὀδ. ι. 389) προκύπτει σαφῶς ὅτι ὁ Κύκλωψ εἶχε δύο μάτια, ἀφοῦ ἀναφέρονται «βλέφαρα» καὶ «φρύδια»  καὶ ὄχι «βλέφαρο» καὶ «φρύδι» ἂν ὁ γίγας εἶχε ἕνα μάτι. Οἱ μετέπειτα τερατολογοῦντες ποιητὲς ἀπεφάσισαν τὸν Κύκλωπα μονόφθαλμο. Ἄλλωστε μὲ τέτοια κακοποίησι τοῦ ὀφθαλμοῦ, ποὺ συμπληρώνεται καὶ στὸν ἐπόμενον στίχο, ὁ Κύκλωψ θὰ τυφλώθηκε ἐντελῶς λόγῳ μεγάλου ἐρεθισμοῦ. Ἐξυπακούεται ὅτι κάτω ἀπὸ τὶς περιστάσεις αὐτές, ὁ Ὀδυσσεύς καὶ οἱ σύντροφοί του, μὲ τὸν Κύκλωπα ὀδυρόμενο ἐκ τοῦ πόνου, δὲν θὰ εἶχαν τὴν εὐκαιρία ἀλλὰ οὔτε καὶ τὴν ἀπαίτησι νὰ σταθῇ ὁ Κύκλωπας γιὰ νὰ τοῦ βγάλουν καὶ τὸ ἄλλο μάτι. 

Σὲ αὐτὴν τὴν ἀπεικόνισιν ἐγὼ διακρίνω ἕναν θεόρατο ἄντρα ποὺ, βάσει σχεδιασμοῦ πάντα, δὲν φαίνεται γιὰ μονόφθαλμος! Πόθεν λοιπόν ἡ μονοφθαλμία;
Λογικά; Τί λέτε; εὐδοκιμεῖ ἀκόμη ἡ λογική σέ αὐτόν τόν τόπο;
Δὲν συνηθίζω νὰ ἔχω γνώμη ἀλλὰ γνώσιν. Ὅταν δὲν ξέρω δὲν μιλῶ! Ὅταν ὅμως ξέρω κι ἔχω γνώσιν, τότε αὐτομάτως ἀκυρώνονται ἐμπρός μου ὅλοι αὐτοὶ ποὺ διαδίδουν φῆμες!!! (Ὅπως γιὰ παράδειγμα κάτι ἀπαίδευτοι κι ἀμόρφωτοι καὶ τεμπέληδες καὶ λοβοτομημένοι καὶ ἀσυνείδητοι καὶ ἀνεύθυνοι δάσκαλοι!!!)
Ἂς ἔλθῃ κάποιος δάσκαλος ποὺ ἀμφισβητεῖ, διότι ὥς σύνηθως ἀγνοεῖ, νὰ μᾶς μιλήσῃ τώρα γιὰ εἰδικούς, ἐπιστήμονες καὶ ἐγκεκριμένα κείμενα τοῦ ὑπουργείου. Ὁ Ὅμηρος τί λέει; Αὐτὸν ἀκολουθοῦμε! Μόνον! Ὅλοι οἱ ἄλλοι ἀκυρώνονται ἐφ’ ὅσον δὲν παραμένουν στὰ ὅσα ὁ Ὅμηρος  γράφει! Σκέτο!
Ἀλλά κι ἔτσι νά εἶναι, νὰ πάρουμε τοὺς ἐπισήμως ἀποδεκτοὺς ἀπὸ τὸ ὑπουργεῖον ἀ-παιδείας. Γράφει ἀκόμη κι ὁ Καζαντζάκης κάτι γιά τήν μονοφθαλμία; Καί ποῦ; (Στὸ τέλος τοῦ κειμένου παραθέτω τὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΝ τοῦ Καζαντζάκη, τὴν ὁποίαν μπορεῖτε νὰ βρεῖτε ἐδῶ.) 
Ὥς συμπλήρωμα στὰ παραπάνω. Τὴν περίοδον ποὺ ξεκίνησα νὰ μελετῶ Ὅμηρο, ὄχι ἀπὸ τὴν ἀπόδοσιν τοῦ Δούκα, ἀλλὰ ἀπο τοῦ Καζαντζάκη τὴν μετάφρασιν κι ἐγώ, ἔπαθα στὸ ἕνα ΜΟΝΟΝ μάτι (ἀρχικῶς) μίαν ἐπιπεφυκίτιδα ἀρκετὰ σοβαρή. Ἀλλὰ στραβώθηκα κι ἀπὸ τὰ δύο. Τὸ μὲν ἀσθενὲς δὲν ἄνοιγε διόλου, τὸ δὲ ὑγιές ἄνοιγε μετὰ μεγάλης δυσκολίας καὶ μὲ πάρα πολλὰ δάκρυα καὶ πόνο!!!
Πῆγα σὲ ὀφθαλμίατρο καὶ μοῦ ἐξήγησε πὼς ἦταν φυσικότατον κάτι τέτοιο διότι τὸ ἕνα νεῦρον ἐπηρέαζε ἄμεσα τὸ ἄλλο. (Δὲν εἶμαι ἰατρός, τὸ ἔχουμε ξαναπεῖ! Ἀλλὰ δὲν μοῦ εἶναι δύσκολο νὰ καταλάβω τοὺς λόγους!)
Τότε μοῦ μπῆκε ἀρχικῶς ἡ ἰδέα περὶ τῆς μουσαντένιας μονοφθαλμίας τοῦ Κύκλωπος Πολυφήμου! Ἔψαξα στὸν Καζαντζάκη νὰ βρῶ κάτι γιὰ μονοφθαλμίες, ἀλλὰ δὲν τὰ κατάφερα. Καὶ μετὰ ἔπεσα ἐπάνω στὸν Δούκα! 
Ὁ Ὅμηρος ἀπὸ τὴν ἄλλην μεριὰ γνωρίζει ΑΡΙΣΤΩΣ ἰατρική, ἀνατομία καὶ φυσιολογία! Αὐτὸ μπορῶ νὰ σᾶς τὸ διαβεβαιώσω. Μόνον οἱ περιγραφὲς ποὺ δίδει γιὰ τὶς μάχες στὴν Ἰλιάδα εἶναι ἀνατριχιαστικές! Εἶναι κυριολεκτικῶς τόσο παραστατικές, ποὺ ὁ ἀναγνώστης αἰσθάνεται πὼς σχεδὸν  …παρίσταται ὁ ἴδιος! 
Λέτε λοιπόν ὁ παπποῦς Ὅμηρος νά ἦταν ἠλίθιος; Νά περιέγραφε λεπτομερῶς ἐπιλεκτικά; Νά παρέκαμπτε κάτι τόσο οὐσιῶδες;
Γιατί κανένας δέν τό ἔχει λάβει  ὑπ’ ὄψιν του; Μήπως διότι διαβάζουν ὅλοι ἀλλά δέν καταλαβαίνουν τί διαβάζουν;
Σίγουρα εἶναι δύσκολο νὰ ἀπαιτήσω ἀπὸ κάποιον φιλόλογο νὰ ἔχῃ γνώσεις ἰατρικῆς. Παράλογον! Ἀλλά τί στά κομμάτια; Οὔτε τῆς δικῆς του ἐπιστήμης τίς βασικές γνώσεις δέν διαθέτει; Μόνον νά παπαγαλίζῃ ξέρει;  Τί διαβάζει; Διαβάζει ἢ νομίζει πώς διαβάζει;
Ξέρετε κάτι φίλοι μου;
Ναί, δὲν εἶναι τὸ σημαντικότερον ἡ μονοφθαλμία τοῦ Κύκλωπος. Ἄλλα εἶναι τὰ σημαντικότερα. Ἀλλὰ ἔχω ἀποφασίσει νὰ ἀποσαθρώσω κάθε κομμάτι αὐτοῦ τοῦ πλαστοῦ οἰκοδομήματος, ποὺ καταχρηστικῶς ἔλαβε τὸν τίτλο «παιδεία». Εἶναι τὸ χειρότερον μέσον χειραγωγήσεώς μας. Εἶναι ἡ μεγαλυτέρα ἀπάτη!
Κι ἐὰν ἀκόμη δὲν μποροῦμε νὰ ἀντιληφθοῦμε στὸ ὅλον τὴν καταστροφὴ ποὺ ἔχουν ἐπιφέρει κάποιοι ἐπιτήδειοι, σίγουρα κομμάτια της διακρίνουμε ὁπουδήποτε.
Φιλονόη.  
Υ.Γ. Ὅπως βλέπετε παρέθεσα ἀρκετὰ μεγαλύτερα τμήματα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἀφοροῦν στὰ ἐπίμαχα σημεῖα περὶ ΜΗ ΜΟΝΟΦΘΑΛΜΙΑΣ τοῦ Κύκλωπος. 
Θὰ ἦταν ὅμως ἄδικο γιὰ τὸν ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ Νίκο Καζαντζάκη νὰ μὴν ἀντιπαραβάλλω  τὸ ἀντίστοιχον κείμενόν του, μὲ τὸ ὁποῖον ἐκεῖνος ΜΕΤΑΦΡΑΖΕΙ ποιητικῶς, κι ὄχι κυριολεκτικῶς (δῆλα δή, δὲν ἀποδίδει κατὰ λέξιν) τὰ ὅσα τὸ κείμενον ἀναφέρει. Ὄχι διότι δὲν λαμβάνουμε τὰ αὐτὰ νοήματα περὶ μονοφθαλμίας, ἀλλὰ διότι ἁπλούστατα ΟΥΔΕΙΣ δύναται νὰ τὰ παρατηρήσῃ!! (Τόση ἡ λοβοτομή; Τόση κι ἄλλη τόση κι ἄλλη τόση….)
Σιμά μας των Κυκλώπων βλέπαμε τη γη και τους καπνούς της      166
κι απ᾿ τα κοπάδια τα βελάσματα και τις φωνές των ίδιων. 
Και σύντας ο ήλιος πια βασίλεψε και πήραν τα σκοτάδια, 
σε ύπνο απογείραμε, στο ακρόγιαλο της θάλασσας απάνω.
Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,              170
όλους σε σύναξη τους κάλεσα κι αναμεσό τους είπα: 
,, Οι άλλοι σας τώρα εδώ να μείνετε, πιστοί μου εσείς συντρόφοι, 
κι ατός μου εγώ με το καράβι μου και με τους σύντροφούς μου 
θα πάω να μάθω, εδώ ποιοι κάθουνται, σαν τι λογής ανθρώποι.
Άνομοι να ‘ναι τάχα, ανέσπλαχνοι, που δεν ψηφούν το δίκιο,         175
για έχουν ψυχή θεοφοβούμενη και συμπαθούν τον ξένο;” 
Είπα, και στο άρμενο ανεβαίνοντας προστάζω τους συντρόφους, 
μόλις ανέβουν στο πλεούμενο, να λύσουν τις πρυμάτσες. 
Μπήκαν κι εκείνοι δίχως άργητα, και στα ζυγά ως καθίσαν
γραμμή, την αφρισμένη θάλασσα με τα κουπιά χτυπούσαν.          180
Και σύντας πια κει πέρα φτάσαμε — μακριά μαθές δεν ήταν — 
στην άκραν άκρα, πλάι στη θάλασσα, θωρούμε ομπρός μας σπήλιο 
ψηλό, με δάφνες κατασκέπαστο᾿ πολλά κοπάδια μέσα, 
γίδες και πρόβατα, μαντρίζουνταν τη νύχτα᾿ και τρογύρα
μια αυλή αψηλή, που την περίζωναν στη γη χωμένες πέτρες          185
κι ακόμα δρυς αψηλοφούντωτοι και τρισμεγάλα πεύκα. 
Ένας πελώριος άντρας πλάγιαζε κει μέσα, που τ᾿ αρνιά του 
βοσκούσε μοναχός, παράμερα᾿ κι που δ᾿ έσμιγε τους άλλους 
ποτέ, μον᾿ πάντα του ασυντρόφιαστος με το κακό στα φρένα
Τόσο θεόρατος που τα ‘χανες, δε θύμιζε άνθρωπο, όχι, 
που τρώει ψωμί, μονάχα ακρόκορφο λες κι ήταν δασωμένο 
βουνού αψηλού, που στ᾿ άλλα ανάμεσα μονάχο ξεχωρίζει.
…….
τ᾿ αρνιά, τα ρίφια᾿ κι ήταν ξέχωρα κλεισμένη η κάθε γέννα,       220
χώρια μαθές τα πρωτογέννητα και χώρια τα μεσάτα, 
και τα ψιμάρνια χώρια᾿ ξέχειλα τ᾿ αγγειά από ορό θωρούσες — 
λεβέτια, σκάφες, όλα, που ‘φτιανε, να τα ‘χει και ν᾿ αρμέγει. 
Τα παρακάλια τότε οι σύντροφοι κινούσαν, πρώτα απ᾿ όλα
να πάρουμε τυριά να φύγουμε, και πάλι διαγυρνώντας             225
αρνιά από τα μαντριά ν᾿ αρπάξουμε και ρίφια, να τα πάμε 
στο πλοίο, κι αμέσως να μακρύνουμε πα στ᾿ αρμυρά πελάγη. 
Μα εγώ δεν άκουσα, και θα ‘μαστε πολύ πιο κερδεμένοι᾿ 
πρώτα να ιδώ τον ίδιον ήθελα κι αν θα μου δώσει δώρα᾿
μα οι σύντροφοί μου δεν θα γνώριζαν καμιά του καλοσύνη!    230
Ανάψαμε φωτιά και στους θεούς προσφέραμε θυσίες, 
μετά κι εμείς να φάμε πήραμε τυρί, και καθισμένοι 
τον καρτερούσαμε, ως που γύρισε· στην πλάτη εκουβαλούσε 
ξύλα στεγνά, ένα ακέριο φόρτωμα, να τα ‘χει για το δείπνο. 
Κι ως χάμω τα ‘ριξε, αντιλάλησε βαριά τρογύρα ο βράχος.      235
Εμείς στην αγκωνή χωθήκαμε του σπήλιου φοβισμένοι, 
κι αυτός στο σπήλιο το πλατύχωρο τα ζωντανά του μπάζει, 
όλα όσα θα ‘ρμεγε, όξω αφήνοντας τ᾿ αρσενικά — τους τράγους 
και τους κριγιούς — στην αψηλόχτιστην αυλή· μετά ένα βράχο,
που ‘χε να κλειεί του σπήλιου το άνοιγμα, σηκώνει και σφαλίζει,   240
κατάβαρο᾿ και να τον φόρτωνες σε εικοσιδυό καρότσια 
γερά και να ‘χουν ρόδες τέσσερεις, δε σάλευε απ᾿ τον τόπο· 
τόσο τρανός ο βράχος που ‘βαλε στην πόρτα, για να κλείσει. 
Κι ως τις αρνάδες πήρε κι άρμεξε και τις βελάστρες γίδες 
με τάξη, τα μικρά στις μάνες τους να τις βυζάξουν σπρώχνει.     245
Μισό απ᾿ το γάλα το άσπρο βάλθηκε μετά γοργά να πήξει, 
κι όπως το μάζωξε, το απίθωσε στα τυροβόλια μέσα᾿ 
το άλλο μισό σε κάδους το ‘βαλε να το ‘χει για την ώρα 
που θα δειπνούσε, με το χέρι του ν᾿ απλώνει και να πίνει.  
Κι ως όλες τις δουλειές ξετέλεψε χωρίς ν᾿ αργήσει, πήρε           250
φωτιά ν᾿ ανάψει, κι ως μας ξέκρινε, τέτοια ρωτώντας είπε: 
,, Ξένοι, πούθε έρχεστε αρμενίζοντας στης θάλασσας τις στράτες; 
Ποιοί ‘στε; Δουλειά καμιά μην έχετε; Για και γυρνάτε ως λάχει, 
σαν τους κουρσάρους, μες στα πέλαγου τριγυρνούν και φέρνουν
κακό στον άλλο κόσμο, παίζοντας την ίδια τη ζωή τους;”       255
Αυτά είπε, κι η καρδιά μας ράγισε· μας έπιασε τρομάρα 
τέτοιο βαρύ γρικώντας μούγκρισμα, τέτοιο θεριό θωρώντας· 
ωστόσο κι έτσι του αποκρίθηκα κι αυτά του συντυχαίνω: 
,, Αργίτες είμαστε· μισεύοντας από την Τροία, μας δείραν
……
κάποιο κορμό θωρούμε ελίτικο, χλωρό, τρανό, κομμένο    319
από τον Κύκλωπα για αργότερα, ραβδί του να τον έχει,       320
σαν ξεραθεί. Κι εμείς, θωρώντας το μπροστά μας, με κατάρτι 
το συνομοιάζαμε γι᾿ απλόχωρο καματερό καράβι, 
μαύρο, εικοσάκουπο, τα πέλαγα που σκίζει τα μεγάλα’ 
τόσο λογιάζαμε το μάκρος του πως είναι και το χόντρος.
Ένα κομμάτι τότε του ‘κοψα, μακρύ σαν την οργιά μου,     325
και στους συντρόφους το παράδωκα, να μου το ξεφλουδίσουν 
κι όπως το ίσιωσαν, πήρα το ‘ξυσα, στην άκρη μύτη να ‘χει, 
κι ευτύς, για να σκληρύνει, το ‘χωσα στης στιάς τη φλόγα μέσα, 
μετά με τέχνη το συγύρισα στην κοπριγιά από κάτω,
που άπλωνε ολούθε σκόρπια, ατέλειωτος σωρός, στο σπήλιο μέσα.    330
Λαχνό στους άλλους τότε πρόσταξα να ρίξουν, για να ιδούμε, 
μαζί μου ποιοί κουράγιο θα ‘παιρναν ν᾿ ασκώσουν το παλούκι 
και να το χώσουν μες στο μάτι του, μόλις τον πάρει ο γύπνος. 
……….
Αυτά είπε, κι έγειρε τ᾿ ανάσκελα, και βρέθη ξαπλωμένος       371
με το χοντρό του σβέρκο ανάζερβα, και βούλιαξε στον ύπνο 
τον παντοδαμαστή᾿ κι ανάβλυζαν κρασί και βούκες σάρκες 
ανθρωπινές απ᾿ το λαρύγγι του, και ξέρναε μεθυσμένος.
Μεμιάς εγώ βαθιά παράχωσα στη θράκα το παλούκι,          375
ως να πυρώσει μόνο, κι έδινα μιλώντας στους συντρόφους 
κουράγιο, μήπως απ᾿ το φόβο του κανείς αναγυρίσει. 
Σαν ήρθεν η ώρα πια το ελίτικο παλούκι να κορώσει, 
χλωρό κι ας ήταν, και κοκκίνιζε σαν κάρβουνο αναμμένο,
το πήρα απ᾿ τη φωτιά και σίμωσα· κι οι σύντροφοι ένα γύρο    380
στάθηκαν ποιος θεός μας φύσηξε τρανό κουράγιο τότε; 
Το σουβλερό στην άκρη πιάνοντας ελίτικο παλούκι 
οι άλλοι στο μάτι του το κάρφωσαν κι εγώ, πεσμένος πάνω, 
το στρούφιζα, καθώς ο μάστορας τρυπάει με το τρυπάνι
μαδέρι καραβιού, κι οι αργάτες του, λουρί απ᾿ τις δυο τις άκρες   385
μια εδώ μια εκεί τραβώντας, άπαυτα γυρίζουν το τρυπάνι· 
παρόμοια στρέφαμε στο μάτι του βαθιά το πυρωμένο 
μπροστά παλούκι, που όπως λάβριζε, πλημμύριζε στο γαίμα’ 
κι η πυρά απ᾿ το βολβό που καίγουνταν ματόκλαδα και φρύδια
του καψαλούσε, και χοχλάκιζαν οι ρίζες του ματιού του.       390
Πως ο χαλκιάς, σκεπάρνι θέλοντας να βάψει για πελέκι, 
πυρό σε κρύο νερό το βούτηξε, και τούτο τσιτσιρίζει, 
τι αυτό είναι που όλη του τη δύναμη στο σίδερο θα δώσει· 
όμοια το μάτι του τσιτσίριζε τρογύρα στο παλούκι.
Κι έσυρε εκείνος άγριο μούγκρισμα, που οι βράχοι αντιλάλησαν.    395
Κάνουμε πίσω απ᾿ την τρομάρα μας εμείς, κι εκείνος σέρνει 
αιματοστάλαχτο απ᾿ το μάτι του το ελίτικο παλούκι 
και το πετάει μακριά του, ξέφρενος σαλεύοντας τα χέρια·
Ἀπό ποῦ στά κομμάτια διαβάζει κάποιος πώς ὁ Κύκλωψ ἦταν μονόφθαλμος; Γιατί ἐγώ ἔχω μείνει …ἄσχετη; Ποιός ἠλίθιος τό ἔγραψε πρῶτος κι ἀπό τότε μᾶς ἔχουν ζαλίσει (στὰ ὅρια τῆς ἐκβιαστικῆς-καταναγκαστικῆς «πειθοῦς»!!!) πώς ἔχουμε νὰ κάνουμε μέ ἕναν Ὅμηρο πού δέν ξέρει τί τοῦ γίνεται; Μήπως κι αὐτό παραμένει στά ὅρια τῆς καταργήσεως τῆς λογικῆς μας; ὅπως γιά παράδειγμα μέ τόν Παρακείμενον; Λέτε;
Σᾶς παρακαλῶ, σᾶς θερμοπαρακαλῶ, βρέστε μου ἕνα σημεῖον, εἶτε τοῦ Ὁμήρου,  εἶτε τοῦ Δούκα εἶτε τοῦ Καζαντζάκη ποὺ νὰ καταγράφῃ μονοφθαλμία! Ἕνα σημεῖον βρὲ παιδιά! Ζητάω πολλά;
ἀναδημοσίευσις ἀπό 23 – 3 – 2012

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις