Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

Το άγγελμα της ημέρας

Η ιστορία επαναλαμβάνεται με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο.
Έτσι, η Ελλάδα θα ξαναγεννηθεί και θα γίνει και πάλι τόπος παγκόσμιου προσκυνήματος!

«Μη σκιάζεστε στα σκότη! Η λευθεριά σαν της αυγής το φεγγοβόλο αστέρι 
της νύχτας το ξημέρωμα θα φέρει».

Ι. Πολέμης

Σήμερα...



ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ
ΙΑΚΩΒΟΣ 


Ιάκωβος ο αδελφόθεος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Ο Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος
Ο Ιάκωβος, ο επονομαζόμενος Ιάκωβος ο αδελφόθεος και Ιάκωβος ο Δίκαιος, ήταν αδελφός του Ιησού Χριστού, κατά μία άποψη από πιθανό προηγούμενο γάμο του Ιωσήφ (οπότε ήταν ετεροθαλής αδερφός του), ενώ κατ' άλλη από τον γάμο του Ιωσήφ με τη Μαρία (οπότε ήταν αδερφός του κατά σάρκα)[1]. (Μάρκος 6:3· Γαλάτες 1:19)
Ο Ιάκωβος δεν είχε ακολουθήσει τον Ιησού κατά τη διάρκεια της εν ζωή διδασκαλίας Του. Μετά την ανάστασή του, όμως, ο Ιησούς παρουσιάσθηκε και σε αυτόν, κάνοντας τον να πιστέψει και στην συνέχεια να αναλάβει σημαντικό ρόλο στην εδραίωση της πρώτης αποστολικής εκκλησίας της Ιερουσαλήμ. (1 Κορινθίους 15:7· Πράξεις 15:6-29· Γαλάτες 2:9). Και πράγματι υπήρξε ένας από τους στυλοβάτες της εκκλησίας της Ιερουσαλήμ. Σύμφωνα με τον ιστορικό Ιώσηπο, θανατώθηκε από τους Ιουδαίους με λιθοβολισμό το 62 μ.Χ. (Ιουδαϊκές Αρχαιολογίες, XX, 200). Κατ΄ άλλη εκδοχή θανατώθηκε μετά από ρίψη του από Ναό όπου κήρυττε. Σε αυτό τον Ιάκωβο αποδίδεται η προς τις 12 διασπαρμένες φυλές «επιστολή Ιακώβου».
Η μνήμη του εορτάζεται από την Λουθηρανική, την Επισκοπελιανή και την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία στις 23 Οκτωβρίου, από την Αγγλικανική στις 1 Μαΐου, και από την Καθολική στις 3 Μαΐου.

------------------------------------------

πηγή http://aktines.blogspot.gr

Ο Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος (23 Οκτωβρίου)



Ο Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος (23 Οκτωβρίου)
του Κων. Α. Οικονόμου δασκάλου
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, ο αποκαλούμενος και δίκαιος, είναι άγιος της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, έζησε κατά την αποστολική εποχή, ενώ υπήρξε ο πρώτος επίσκοπος της εκκλησίας των Ιεροσολύμων και ο συγγραφέας της ομώνυμης Καθολικής Επιστολής καθώς και του κειμένου της πρώτης Θείας Λειτουργίας. Έγινε μαθητής του Ιησού μετά την Ανάσταση και πέθανε μαρτυρικά, όταν καταδικάστηκε από το συνέδριο των Σαδδουκαίων
Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ: Α΄ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ Α. ΓΡΑΦΗ: Στην Αγία Γραφή συναντάμε συχνά την ονομασία Αδελφόθεος, είτε για τον Ιάκωβο, είτε για τον Ιούδα, τον Ιωσή, κ.α. Οι θεωρίες που διατυπώθηκαν για αυτή την ονομασία είναι δύο:
Σύμφωνα με τον Ιερώνυμο, ο όρος πρέπει να κατανοηθεί ως εξάδελφοι του Χριστού, ενώ κατά το Επιφάνιο, οι Αδελφόθεοι ήταν παιδιά του Μνήστορος Ιωσήφ από προηγούμενο γάμο του. Η πλέον σωστή είναι του Επιφανίου. Πέραν αυτού, είναι γνωστό πως η μητέρα του Ιησού δεν είχε άλλα δικά της παιδιά, καθώς σε μία τέτοια περίπτωση ο Ιησούς δε θα χρειαζόταν να αφήσει τον Ιωάννη να φροντίζει τη μητέρα του, σαν γιος της, όπως ο ίδιος τον αποκάλεσε από το Σταυρό (Ιωαν. κ΄ 4).


Αλλά εκτός αυτού ονομάζεται Αδελφόθεος για τους εξής λόγους: “Πρώτον, για την θαυμαστή πολιτεία του και τις πολλές αρετές του, εξ αιτίας των οποίων ονομαζόταν από όλους δίκαιος. Δεύτερον, επειδή δεν ήταν συγκαταριθμημένος στον χορό των δώδεκα Αποστόλων και δεν είχε το προνόμιο να ονομάζεται Απόστολος, του δόθηκε το προνόμιο να ονομάζεται Αδελφόθεος και τρίτον, επειδή έκανε τον Χριστό συγκληρονόμο στο μερίδιο της πατρικής περιουσίας, ενώ οι άλλοι τρεις αδελφοί του αρνήθηκαν να πράξουν το ίδιο1”. Ετιμάτο περισσότερο από όλα τα αδέλφια του και αυτό φαίνεται και από τα όσα λέγει ο ιερός Χρυσόστομος για τους συγγενείς του Χριστού κατά σάρκα. Ότι, δηλαδή, ονομάζονταν από όλους τους πιστούς Δεσπόσυνοι, αλλά ο άγιος Ιάκωβος “εθεωρείτο ο πρώτος των Δεσποσύνων απάντων”.
Ο Απ. Παύλος μας αναφέρει ότι ο Ιησούς εμφανίστηκε μετά την ανάσταση στον Ιάκωβο και εν συνεχεία στους αποστόλους (Α΄ Κορ. ιε΄ 7), δείχνοντάς μας έτσι πως κλήθηκε με ιδιαίτερο τρόπο στο αποστολικό αξίωμα, όπως και ο ίδιος. Η σημαντική θέση μάλιστα που κατείχε στη συνείδηση των μελών της αρχαίας εκκλησίας διαφαίνεται και από τα λόγια του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος χαρακτηρίζει τον Ιάκωβο ως «στύλο» (Γαλ. β΄ 9) και “αποστόλο” (Γαλ. α΄ 19). Ο Ευαγγελιστής Λουκάς μας αναφέρει στο βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων πως όταν ο Πέτρος αποφυλακίστηκε με θαυμαστό τρόπο, κατευθύνθηκε στο σπίτι της Μαρίας της μητέρας του Μάρκου του Ευαγγελιστού, όπου τελικά ζήτησε να απαγγείλουν τα γενόμενα και στον Ιάκωβο (Πράξεις ιβ΄ 17), ενώ όταν υποχρεώθηκε να φύγει από τα Ιεροσόλυμα, προ του κινδύνου να συλληφθεί ξανά από τον Ηρώδη Αγρίππα, παρήγγειλε να διηγηθούν τα συμβάντα στον Ιάκωβο και τους αδελφούς του (Πράξεις ιβ΄ 17). Κορυφαίοι θεολόγοι εκτιμούν πως τέτοιες κινήσεις εκλαμβάνονται ως η απαρχή της ανάληψης των ηνίων της εκκλησίας των Ιεροσολύμων από τον Ιάκωβο.
Στην Αποστολική σύνοδο (Πράξεις ιε΄ 4-29), όπου χαράχθηκε μια κοινή θέση για τους εξ εθνών χριστιανούς, ο Ιάκωβος διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο. Ο ίδιος μάλιστα, μέσα από την περιγραφή του σχετικού χωρίου της Α. Γραφής, διαφαίνεται ως ο επικεφαλής της συνόδου. Έτσι λαμβάνει θέση ώστε να επιλυθεί το πρόβλημα με τους εξ εθνών χριστιανούς, τασσόμενος υπέρ της άποψης που έλεγε ότι οι εξ εθνών πιστοί να μην επιβαρύνονται με την περιτομή, αλλά να δοθεί ιδιαίτερη μνεία για την ηθική πορεία του βίου τους και την αποχή από τα έθιμα των ειδωλολατρών (Πρ. ιε΄ 19-20), συμφωνώντας με τη θέση του Απ. Παύλου. Ο Ιάκωβος, αντίθετα με τους υπολοίπους Αποστόλους, φαίνεται πως δεν εγκατέλειψε τα Ιεροσόλυμα, περιορίζοντας την αποστολική του δράση στους Ιουδαίους (Γαλ. β΄9) και μάλιστα στους κατοίκους των Ιεροσολύμων. Οι πληροφορίες από το σημείο αυτό και μετά μέσα στην Καινή Διαθήκη για τον Ιάκωβο σταματούν.
Β΄ ΕΞΩΒΙΒΛΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ – ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ: Αρκετές πηγές, υπάρχουν σχετικά με το βίο του Ιακώβου. Σύμφωνα με το "Καθ Εβραίους Ευαγγέλιον", ένα από τα πολλά Απόκρυφα βιβλία, ο Ιάκωβος προετοιμάστηκε περιμένοντας τον Ιησού με αποχή από κάθε τροφή. Το ίδιο κείμενο αποδέχεται, προφανώς λανθασμένα, ότι έλαβε μέρος και στο Μυστικό Δείπνο. Η περίπτωση φυσικά να εμφανίστηκε στο Μυστικό Δείπνο θεωρείται απίθανη, όχι όμως και ο ασκητικός χαρακτήρας του που επιβεβαιώνεται και από άλλους συγγραφείς. Ο Ηγήσιππος, μέσω των κειμένων του ιστορικού της Εκκλησίας Ευσεβίου, μας παρουσιάζει τον Ιάκωβο ως Ναζιραίο (ένα είδος ασκητού της παλαιοδιαθηκικής εποχής) ο οποίος προσευχόταν τόσο πολύ για το λαό, ώστε τα γόνατά του είχαν βγάλει κάλους όμοιους με κάλους καμήλας. Το όνομα "δίκαιος", του αποδόθηκε ένεκα της ασκητικότητάς του. Σύμφωνα με τον Κλήμη Αλεξανδρείας ο Ιάκωβος ήταν ο πρώτος επίσκοπος των Ιεροσολύμων. Ιστορικές μαρτυρίες περί του θανάτου του Ιακώβου λαμβάνουμε από διάφορα απόκρυφα κείμενα, τον Ηγήσιππο, τον Κλήμη Αλεξανδρείας και τον Ιουδαίο ιστορικό Φλάβιο Ιώσηπο. Οι σημαντικότερες από αυτές είναι του Ηγήσιππου, αν και αυτή που σήμερα προκρίνεται ως η πλέον κοντά στην αλήθεια είναι του Ιώσηπου. Σύμφωνα λοιπόν με τον Ηγήσιππο κατά την εβραική εορτή του Πάσχα, οι Γραμματείς και Φαρισαίοι ζήτησαν από τον Ιάκωβο να σταθεί ψηλά, στο πτερύγιο του Ναού και να αποκηρύξει την πίστη του στο Χριστό.
Ο Ιάκωβος έπραξε όμως το αντίθετο με αποτέλεσμα να τον γκρεμίσουν και να τον λιθοβολήσουν. Ένας ιερέας προσπάθησε να τον σώσει, αλλά ένα γναφέας (λευκαντής υφασμάτων ή ίσως βυρσοδέψης) τον σκότωσεμε το ξύλο της δουλειάς του. Σύμφωνα με τον πιο αξιόπιστο Ιώσηπο, έπειτα από το θάνατο του διοικητή Φήστου, ο Καίσαρας έστειλε ως έπαρχο τον Αλβίνο. Πριν όμως φτάσει στην θέση του, ο Σαδδουκαίος αρχιερέας Άνανος συγκάλεσε συνέδριο, το οποίο καταδίκασε τον Ιάκωβο και άλλους λεγόμενους “ασεβείς”, σε θάνατο δια λιθοβολισμού. Οι Φαρισαίοι που ήταν επιεικέστεροι στο γράμμα του νόμου, ενημέρωσαν τον Αλβίνο για το συμβάν, όπως και τον Αγρίππα. Ο Αλβίνος τελικά έστειλε απειλητική επιστολή στον Άνανο, ενώ ο Αγρίππας τον απομάκρυνε από τη θέση του, αλλά ήταν πλέον αργά. Ο Ιάκωβος είχε μαρτυρήσει διά λιθοβολισμού2. Η μνήμη του εορτάζεται από την Εκκλησία μας δύο φορές το χρόνο: Στις 23 Οκτωβρίου και στις 26 Δεκεμβρίου.
Γ΄ Η ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ: Την μοναδική Επιστολή που συνέγραψε, την πρώτη από τις επτά συνολικά Καθολικές που περιλαμβάνονται στον κανόνα της Κ.αινής Διαθήκης, την απευθύνει όχι προς τους πιστούς μίας συγκεκριμένης τοπικής Εκκλησίας, αλλά προς όλους καθολικώς τους πιστούς, προς όλους τους Ιουδαίους, που πίστευσαν στον Χριστό και ήσαν διεσπαρμένοι σε όλα τα μέρη του κόσμου, και γι’ αυτό ονομάζεται Καθολική Επιστολή. Η επιστολή έχει εγκύκλιο3 χαρακτηρα και γράφτηκε απευθειας στα ελληνικά γιατί και οι αποδέκτες της μιλούσαν την ελληνική και πολλοί απ'αυτούς δε γνωρίζαν τα Εβραϊκά. Στην Επιστολή συμπεριλαμβάνονται μικρά ανεξαρτητα θέματα που ίσως τα είχε κηρύξει ο ίδιος. Προφανώς υπενθυνίζει τα κηρύγματά του στους παλαιούς ακροατές του. “Στην
επιστολή αυτή διδάσκει, πρώτον, την διαφορά που έχουν οι πειρασμοί. Ποιος πειρασμός γίνεται στον άνθρωπο κατά παραχώρηση του Θεού και ποιος προξενείται από την επιθυμία του ανθρώπου. Δεύτερον, ότι οι Χριστιανοί πρέπει να δείχνουν την πίστη τους όχι μόνον με λόγια αλλά κυρίως με έργα. Τρίτον, παραγγέλλει να μη προτιμώνται στην Εκκλησία οι πλούσιοι περισσότερον από τους πτωχούς, αλλά μάλλον να επιπλήττονται οι πλούσιοι ως υπερήφανοι. Τέταρτον δε και τελευταίο, αφού παρηγορεί ο Άγιος εκείνους που αδικούνται και τους παρακινεί να μακροθυμούν και να υπομένουν μέχρι την Δευτέρα παρουσία του Χριστού, δείχνοντάς τους με το παράδειγμα του Ιώβ το πόσον χρήσιμη είναι η υπομονή, παραγγέλλει στους ασθενείς να προσκαλούν τους ιερείς να τους χρίουν με έλαιο (ως προτύπωση του Ιερού Μυστηρίου του Χρίσματος). Και όλοι οι πιστοί να προσπαθούν να επαναφέρουν στο δρόμο της αλήθειας αυτούς που έχουν πλανηθεί από αυτή, επειδή σε αυτούς δίδεται μισθός από τον Κύριο, η άφεση των αμαρτιών τους4”. Στο δ΄κεφάλαιο σημαντική θέση κατέχουν θέματα όπως: “Το ἴδιον θέλημα, οι ηδονές και η φιλία του κόσμου που συνιστούν την υπερηφάνεια. Η ανάγκη υποταγής εις τον Θεόν. Η έννοια το ≪εγγίσατε τω Θεώ≫. Η καθαρότητα των χειρών και η αγνότητα των καρδιών. Η Διόρθωση του κακού και η επιστροφή εις τόν Θεόν.Η καταλαλιά εναντίον των αδελφών.  Η αυτοπεποίθηση για τα μελλοντικά μας σχέδια. Η επερχομένη ταλαιπωρία των εχόντων τον πλούτο και η εσχατολογική της διάστασις.5”
Δ΄ Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓ. ΙΑΚΩΒΟΥ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΥ: Ο άγιος Ιάκωβος συνέγραψε την πρώτη θεία Λειτουργία, η οποία είναι κατανυκτική και διασώζει τον τρόπο λατρείας των Χριστιανών των Αποστολικών χρόνων. Τελείται και σήμερα, την ημέρα της εορτής του, δυστυχώς σε ελάχιστους Ιερούς Ναούς, μεταξύ των οποίων και στον καθεδρικό Ναό της πόλης μας, τον Α. Αχίλλιο, αλλά και την δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων. (H Θεία Λειτουργία του Ιακώβου του Αδελφοθέου βρίσκεται σε ηλεκτρονική μορφή στο διαδίκτυο:www.scribd.om/oikonomouon.)
Απολυτίκιο. Ήχος δ'.
Ως του Κυρίου Μαθητής, ανεδέξω δίκαιε το Ευαγγέλιον ως Μάρτυς έχεις το απαράτρεπτον την παρρησίαν ως Αδελφόθεος το πρεσβεύειν ως Ιεράρχης. Ικέτευε Χριστόν τον Θεόν, σωθήναι τας ψυχάς ημών.
1. Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Επτά Καθολικαί Επιστολαί, σελ. 2
2. Σύμφωνα με τον Ιουδαίο ιστορικό Ιώσηπο, ο θάνατος του Ιακώβου συνέβη το 62μ.Χ. (Ιουδαϊκές Αρχαιολογίες, XX, 200).
3. Απευθύνεται σε πολλούς αποδέκτες ταυτοχρόνως.
4. Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, έ.α., σελ. 2,3.
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Κάθε φορά που λέμε ψέματα στον εαυτό μας...



Κάθε φορά που λέμε ψέματα στον εαυτό μας, τον επικρίνουμε ή τον απορρίπτουμε, έχουμε μια συναισθηματική αντίδραση που δεν είναι ευχάριστη.
Εάν δεν μας αρέσει η συναισθηματική αντίδραση, τότε αυτό που έχουμε να κάνουμε δεν είναι να απωθήσουμε αυτό που αισθανόμαστε, αλλά να καθαρίσουμε τα ψέματα που την προκαλούν. 
Όλα τα συναισθήματά μας αλλάζουν όταν δεν πιστεύουμε πια σε ψέματα, επειδή τα συναισθήματα είναι το αποτέλεσμα και όχι η αιτία.
DON Miguel Ruiz

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ "Αναφορα στον Γκρέκο" (προλογος)


Walking-in-Fog 

Από τον πρόλογο του βιβλίου του Ν.Καζαντζάκη, “Αναφορά στον Γκρέκο”.
___
Μαζεύω τα σύνεργά μου: όραση, ακοή, γέψη, όσφρηση, αφή, μυαλό, βράδιασε πια, τελεύει το μεροκάματο, γυρίζω σαν τον τυφλοπόντικα στο σπίτι μου, στο χώμα. Όχι γιατί κουράστηκα να δουλεύω, δεν κουράστηκα, μα ο ήλιος βασίλεψε.
Ο ήλιος βασίλεψε, θάμπωσαν τα βουνά, οι οροσειρές του μυαλού μου κρατούν ακόμα λίγο φως στην κορφή τους, μα η άγια νύχτα πλακώνει, ανεβαίνει από τη γης, κατεβαίνει από τον ουρανό, και το φως ορκίστηκε να μην παραδοθεί, μα το ξέρει, σωτηρία δεν υπάρχει δε θα παραδοθεί, μα θα σβήσει.
Ρίχνω στερνή ματιά γύρα μου, ποιόν ν’αποχαιρετίσω; τι ν’αποχαιρετίσω; τα βουνά, τη θάλασσα, την καρπισμένη κληματαριά στο μπαλκόνι μου, την αρετή, την αμαρτία, το δροσερό νερό; Μάταια, μάταια, κατεβαίνουν όλα ετούτα μαζί μου στο χώμα.


Σε ποιόν να εμπιστευτώ τις χαρές και τις πίκρες μου, τις μυστικές δονκιχώτικες λαχτάρες της νιότης, την τραχιά σύγκρουση αργότερα με το Θεό και με τους ανθρώπους, και τέλος την άγρια περηφάνια που έχουν τα γεράματα που καίγουνται μα αρνιούνται, ως το θάνατο, να γίνουν στάχτη; Σε ποιόν να πω πόσες φορές σκαρφάλωνοντας, με τα πόδια, με τα χέρια, τον κακοτράχαλο ανήφορο του Θεού, γλίστρησα κι έπεσα, πόσες φορές σηκώθηκα, όλο αίματα, και ξανάρχισα ν’ανηφορίζω;
Πού να βρώ μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη, σαν την ψυχή μου, να της ξομολογηθώ;
Σφίγγω ήσυχα, πονετικά, ένα σβώλο κρητικό χώμα στη φούχτα μου, το κρατούσα το χώμα ετούτο πάντα μαζί μου, σε όλες μου τις περιπλάνησες, και στις μεγάλες μου αγωνίες το’σφιγγα μέσα στη φούχτα μου κι έπαιρνα δύναμη, δύναμη μεγάλη, σαν να’σφιγγα το χέρι φίλου αγαπημένου. Μα τώρα που βασίλεψε ο ήλιος και το μεροκάματο τέλεψε, τι να την κάμω τη δύναμη; Δεν την έχω ανάγκη πια, κρατώ το χώμα ετούτο της Κρήτης και το σφίγγω με άφραστη γλύκα, τρυφεράδα κι ευγνωμοσύνη, σαν να σφίγγω μέσα στη φούχτα μου και ν’αποχαιρετώ το στήθος γυναίκας αγαπημένης. Αυτό ήμουν αιώνια, αυτό θα’μια αιώνια, πέρασε αστραπή η στιγμή που στροβιλίστηκες, άγριο χώμα της Κρήτης, κι έγινες αγωνιζόμενος άνθρωπος.
Τι αγώνας, τι αγωνία, τι κυνηγητό του ανθρωποφάγου αόρατου θεριού, τι επικίντυνες ουρανικές και σατανικές δυνάμες η φούχτα ετούτη το χώμα! Ζυμώθηκε μ’αίμα, δάκρυο κι ιδρώτα, γίνηκε λάσπη, γίνηκε άνθρωπος, πήρε τον ανήφορο, να φτάσει-που να φτάσει; Σκαρφάλωνε αγκομαχώντας το σκοτεινό όγκο του Θεού, άπλωνε τα χέρια, έψαχνε, έψαχνε και μάχουνταν να βρει το πρόσωπό του.

Κι όταν, τα ολοστερνά ετούτα χρόνια, απελπισμένος πια, ένιωσε πως ο σκοτεινός αυτός όγκος δεν έχει πρόσωπο, τι καινούριος, όλο αναίδεια και τρόμο, αγώνας να πελεκήσει την ακατέργαστη κορφή και να της δώσει πρόσωπο-το πρόσωπό του!
Μα τώρα το μεροκάματο τέλεψε, μαζεύω τα σύνεργά μου, ας έρθουν άλλοι σβώλοι χώματα να συνεχίσουν τον αγώνα, είμαστε, εμείς οι θνητοί, το τάγμα των αθανάτων, κόκκινο κοράλλι το αίμα μας, και χτίζουμε απάνω στην άβυσσο ένα νησί.
Χτίζεται ο Θεός, έβαλα κι εγώ το δικό μου κόκκινο πετραδάκι, μια στάλα αίμα, να τον στερεώσω, να μη χαθεί, να με στερεώσει, να μη χαθώ, έκαμα το χρέος μου.
Εχετε γειά!
Απλώνω το χέρι, φουχτώνω το μάνταλο της γής, ν’ανοίξω την πόρτα να φύγω, μα κοντοστέκουμαι στο φωτεινό κατώφλι ακόμα λίγο, δύσκολο, δύσκολο πολύ, να ξεκολλήσουν τα μάτια, τ’αυτιά, τα σπλάχνα από τις πέτρες και τα χόρτα το κόσμου λες: Είμαι χορτάτος, είμαι ήσυχος, δε θέλω πια τίποτα, τέλεψα το χρέος και φεύγω, μα η καρδιά πιάνεται από τις πέτρες κι από τα χόρτα, αντιστέκεται, παρακαλάει:
“Στάσου ακόμα!»
Μάχουμαι να παρηγορήσω την καρδιά μου, να τη συβάσω να πει λεύτερα το ναι. Να μη φύγουμε σαν σκλάβοι, δαρμένοι, κλαμένοι, από τη γης, παρά σαν βασιλιάδες που έφαγαν, ήπιαν, χόρτασαν, δε θέλουν πια, και σηκώνουνται από το τραπέζι. Μα η καρδιά χτυπάει ακόμα μέσα στα στήθια, αντιστέκεται, φωνάζει:
«Στάσου ακόμα!»
Στέκουμαι, ρίχνω στερνή ματιά στο φως, που αντιστέκεται κι αυτό, σαν την καρδιά του ανθρώπου, και παλεύει. Σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό, έπεσε απάνω στα χείλια μου μια χλιαρή ψιχάλα, η γης μύρισε, γλυκιά φωνή, μαυλιστικιά, ανεβαίνει από τα χώματα:
 “Eλα… έλα… έλα…»
oldmanΜε κοίταξες, κι ως με κοίταξες ένιωσα πως ο κόσμος ετούτος είναι ένα σύννεφο φορτωμένο αστροπελέκι κι άνεμο, σύννεφο κι η ψυχή του ανθρώπου φορτωμένη αστροπελέκι κι άνεμο, κι από πάνω φυσάει ο Θεός και σωτηρία δεν υπάρχει.
Σήκωσα τα μάτια, σε κοίταξα. Εκαμα να σου πω:
«Παππού, αλήθεια δεν υπάρχει σωτηρία;» μα η γλώσσα μου είχε κολλήσει στο λαρύγγι μου, έκαμα να σε ζυγώσω, μα τα γόνατά μου λύγισαν.
Άπλωσες τότε το χέρι, σαν να πνίγουμουν κι ήθελες να με σώσεις.
Αρπάχτηκα με λαχτάρα από το χέρι σου, πασαλειμμένο ήταν με πολύχρωμες μπογιές, θαρρείς ζωγράφιζε ακόμα, έκαιγε. Άγγιξα το χέρι σου, πήρα φόρα και δύναμη, μπόρεσα να μιλήσω:
-Παππού αγαπημένε, είπα, δώσ’μου μια προσταγή.
Χαμογέλασε, απίθωσε το χέρι απάνω στο κεφάλι μου, δεν ήταν χέρι, ήταν πολύχρωμη φωτιά, ως τις ρίζες του μυαλού μου περεχύθηκε η φλόγα.
-Φτάσε όπου μπορείς, παιδί μου…
Η φωνή του βαθιά, σκοτεινή, σαν να’βγαινε από το βαθύ λαρύγγι της γης.
Έφτασε ως τις ρίζες του μυαλού μου η φωνή του, μα η καρδιά μου δεν τινάχτηκε.
-Παππού, φώναξα τώρα πιο δυνατά, δώσ’μου μια πιο δύσκολη, πιο κρητικιά προσταγή.
Κι ολομεμιάς, ως να το πω, μια φλόγα σούριξε ξεσκίζοντας τον αέρα, αφανίστηκε από τα μάτια μου ο αδάμαστος πρόγονος με τις περιπλεμένες θυμαρόριζες στα μαλλιά του κι απόμεινε στην κορφή του Σινά μια φωνή όρθια, γεμάτη προσταγή, κι ο αέρας έτρεμε:
-Φτάσε όπου δεν μπορείς!
Πετάχτηκα τρομαγμένος από τον ύπνο, είχε πια ξημερώσει. Σηκώθηκα, ζύγωσα στο παράθυρο, βγήκα στο μπαλκόνι με την καρπισμένη κληματαριά. Η βροχή είχε τώρα κοπάσει, έλαμπαν οι πέτρες, γελούσαν, τα φύλλα των δέντρων ήταν φορτωμένα δάκρυα.
-Φτάσε όπου δεν μπορείς!
Ήταν η φωνή σου, κανένας άλλος στον κόσμο δεν μπορούσε έναν τέτοιο αρσενικό λόγο να ξεστομίσει, μονάχα εσύ, Παππού ανεχόρταγε! Δεν είσαι εσύ ο αρχηγός ο απροσκύνητος, ο ανέλπιδος, της στρατευόμενης γενιάς μου; Δεν είμαστε εμείς οι λαβωμένοι, οι πεινασμένοι, οι μπουμπουνοκέφαλοι, οι σιδεροκέφαλοι, που αφήσαμε πίσω μας την καλοπέραση και τη βεβαιότητα και πας εσύ μπροστά και κάνουμε γιουρούσι να σπάσουμε τα σύνορα;
To λαμπρότερο πρόσωπο της απελπισίας είναι ο Θεός, το λαμπρότερο πρόσωπο της ελπίδας είναι ο Θεός, πέρα από την ελπίδα και την απελπισία, πέρα από τα παμπάλαια σύνορα, με σπρώχνεις, Παππού. Πού με σπρώχνεις; Κοιτάζω γύρα μου, κοιτάζω μέσα μου, η αρετή τρελάθηκε, η γεωμετρία τρελάθηκε, η ύλη τρελάθηκε, πρέπει να’ρθει πάλι ο Νούς ο νομοθέτης, να βάλει καινούρια τάξη, καινούριους νόμους, πιο πλούσια αρμονία να γίνει ο κόσμος.
Αυτό θες, κατά κει με σπρώχνεις, κατά κει μ’έσπρωχνες πάντα, άκουγα μέρα νύχτα την προσταγή σου, μάχουμουν, όσο μπορούσα, να φτάσω όπου δεν μπορούσα, αυτό είχα βάλει χρέος μου, αν έφτασα ή δεν έφτασα, εσύ θα μου πεις. Όρθιος στέκουμαι μπροστά σου και περιμένω.
Στρατηγέ μου, τελεύει η μάχη, κάνω την αναφορά μου, να που πολέμησα, να πως πολέμησα, λαβώθηκα, δείλιασα, μα δε λιποτάχτησα, τα δόντια μου καταχτυπούσαν από το φόβο, μα τύλιγα σφιχτά το κούτελό μου μ’ένα κόκκινο μαντίλι, να μην ξεκρίνουνται τα αίματα, κι έκανα γιουρούσι.
Ένα ένα μπροστά σου τα φτερά της καλιακούδας μου ψυχής θα τα μαδήσω, ωσότου ν’απομείνει ένα σβωλαράκι χώμα κι αυτή. Θα σου πω τον αγώνα μου, ν’αλαφρώσω, θα πετάξω από πάνω μου την αρετή, την ντροπή, την αλήθεια, ν’αλαφρώσω.
Άκουσέ το λοιπόν, Στρατηγέ, την αναφορά μου και κάμε κρίση, άκουσε, Παππού, τη ζωή μου, και αν πολέμησα κι εγώ μαζί σου, αν λαβώθηκα χωρίς κανένας να μάθει πως πόνεσα, αν δε γύρισα ποτέ την πλάτη μου στον οχτρό, δώσε μου την ευκή σου!

 Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο
by Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

Ομελέτα με κολοκύθα και κοτόπουλο




 

Ομελέτα με κολοκύθα και κοτόπουλο

500 γρ. κολοκύθα, χωρίς τη φλούδα και κομμένη σε φέτες
2 κουταλιές σούπας ελαιόλαδο
6 αβγά
2 κουταλιές σούπας κρέμα γάλακτος
200 γρ. στήθος κοτόπουλο, μαγειρεμένα και τεμαχισμένα
200 γρ. φέτα τριμμένη
2 κουταλιές σούπας παρμεζάνα ή κεφαλοτύρι τριμμένο
Αλάτι τριμμένο
Μαύρο πιπέρι

Προθερμαίνουμε τον φούρνο στους 180C. Τοποθετούμε την κολοκύθα, το ελαιόλαδο, το αλάτι και το πιπέρι σε ένα μπολ και τα ανακατεύουμε.

Τοποθετούμε το μίγμα σε ένα ταψί και ψήνουμε στο φούρνο για 15 λεπτά μέχρι να ροδίσει.

Σε ένα μπολ τοποθετούμε τα αβγά, την κρέμα γάλακτος, την παρμεζάνα, το αλάτι και το πιπέρι και ανακατεύουμε μέχρι να ομογενοποιηθούν τα υλικά.

Παίρνουμε 12 φορμάκια, κατά προτίμηση σιλικόνης, ελαφρώς βουτυρωμένα και δημιουργούμε μία στρώση κολοκύθας, κοτόπουλου και φέτας.

Ρίχνουμε από πάνω το μίγμα αβγού και ψήνουμε για 15-20 λέπτά μέχρι να ψηθεί το αβγό και να ροδίσει η επιφάνεια.

ab.gr


ΟΙ ΝΗΡΗΙΔΕΣ ΝΥΜΦΕΣ




ΟΙ ΝΗΡΗΙΔΕΣ ΝΥΜΦΕΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ - John Waterhouse «Hylas and the Nymphs»


Οι Νεράιδες (Νηρηιδες)στην Ομήρου Ιλιάδα


Είπε, κι εκείνον τον περίζωσε σα μαύρο γνέφι ο πόνος•

και διπλοπάλαμα αθαλόσκονη φουχτώνοντας τη ρίχνει

πα στο κεφάλι, και την όψη του μολεύει την πανώρια'

κι η στάχτη απά στο μοσκομύριστο του κάθουνταν χιτώνα'

κι αυτός μακρύς φαρδύς ξαπλώθηκε και κοίτουνταν στη σκόνη,

και με τα χέρια του ανασκάλευε μαδώντας τα μαλλιά του.

Κι οι σκλάβες, που ο Αχιλλέας κι ο Πάτροκλος είχαν κουρσέψει,

έσυραν τρανή φωνή, απ' τον πόνο που 'νιωσαν, και δράμαν απ' τις πόρτες

30 στον Αχιλλέα το γαύρο ολόγυρα, και χεροπάλαμα όλες

κρούγαν τα στήθη τους, και λύθηκαν της κάθε μιας τα γόνα.

θρηνούσε κι απ' την άλλη ο Αντίλοχος, πνιγμένος μες στο κλάμα,

τον Αχιλλέα στα χέρια πιάνοντας—κι αυτός βαριά εβογγούσε—

τι έτρεμε μπας και με το σίδερο θερίσει το λαιμό του.

Κι έσκουξεν άγρια" ευτύς τον άκουσεν η σεβαστή του η μάνα,

που πλάι στο γέρο κύρη εκάθουνταν, στα βάθη του πελάγου,

κι αρχίνησε το θρήνο' γύρα της μεμιάς εμαζωχτηκαν

όσες θεές νεράιδες έμεναν στου πελάγου τα βάθη•

η Κυμοθόη κι η Γλαύκη εκεί 'τανε, κι η Θάλεια κι η Νησαία

40 κι η βοϊδομάτα Αλία κι η Φέρουσα κι η Θόη κι η Κυμοδόκη•

ήταν ακόμα κι η Λιμνώρεια κι η Αμφιθόη κι η Ακταίη

με τη Μελίτη και την Ίαιρα, την Αγαυή, τη Μαίρα,

και την Πρωτώ καί την Ιάνασσα, τη Σπειώ και την Πανόπη

και τη Δωτώ και την Καλλιάνειρα, την ξακουστή Γαλάτεια,

τη Δυναμένη, την Καλλιάνασσα καί τη Δωρίδα' κι ήταν

κι η Νημερτή μαζί και η Ιάνειρα, μαζί τους κι η Αμφινόμη•

κι η Ωρείθεια κι η Κλυμένη κι η Άψευδη μες στη σπηλιά βρεθήκαν,

κι η Αμάθια ακόμα η καλοπλέξουδη κι η Δεξαμενή, κι άλλες,

όσες θεές νεράιδες έμεναν στου πελάγου τα βάθη.

50 Και γέμισε η σπηλιά η κρουστάλλινη, κι αυτές έδερναν όλες

τα στήθη τους• και πρώτη η Θέτιδα κινάει το μοιρολόγι:

« Νεράιδες αδερφές μου, ακούστε με, καλά να ξέρετε όλες

γρικώντας, πόσους κρύβω μέσα μου βαθιά καημούς και πόνους.

Αλί κι αλί σε με την άμοιρη πικρολεβεντομάνα!

Γέννησα γιο τρανό, αψεγάδιαστο, στους αντρειωμένους πρώτο,

κι ως τρυφερό κλωνάρι ανάδωσε' κι εγώ, που ανάστησα τον

σα ροδαμό που ξεπετάχτηκε στου χωραφιού τον όχτο,

πάνω στα πλοία τα δρεπανόγυρτα στην Τροία τον έχω στείλει,

τους Τρώες να πολεμήσει. Αλίμονο, δε θα τον δω να γέρνει

60 στο πατρικό ξοπίσω σπίτι του, να τον καλωσορίσω!

Μα κι όσο ακόμα ζει και χαίρεται το φως του γήλιου, πάντα

τραβάει καημούς, κι ουδέ πηγαίνοντας μπορώ να τον συντράμω.

Κι όμως θα πάω να ιδώ το τέκνο μου, ποια συφορά ν' ακούσω

το 'χει πλακώσει, από τον πόλεμο μακριά κι ας μένει τώρα.»

Είπε, και τη σπηλιά παράτησε, κι εκείνες δακρυσμένες

ομάδι της τραβούσαν κι άνοιγε της θάλασσας το κύμα

τρογύρα, ως πια στην Τροία που φτάσανε την παχιοχωματούσα'

κι αράδα στο γιαλό ξεπρόβαλαν, κει που ήταν τραβηγμένα

πυκνά των Μυρμιδόνων τ' άρμενα, στον Αχιλλέα τρογύρα'

70 κι ως εβογγούσε κείνος, σίμωσεν η σεβαστή του η μάνα'

σέρνει φωνή μεγάλη, εφούχτωσε την κεφαλή του γιου της,

και μες στα κλάματα ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:

« Τι κλαις, παιδί μου; Ποιος σου ετάραξε καημός τα σπλάχνα τώρα;

Για μίλα μου ανοιχτά, μην κρύβεσαι• σου τα 'χει ο Δίας τελέψει

τα όσα πιο πριν τον παρακάλεσες με σηκωμένα χέρια,

να στριμωχτούν οι Αργίτες σύψυχοι μπροστά απ' των πλοίων τις πρύμνες
 και στενεμένοι απ' την ανάγκη σου φριχτά κακά να πάθουν.» 
— με Anna Tzimourta

Δημοφιλείς αναρτήσεις