Οι Μολοσσοί ήταν πρωτοελλαδικό φύλο,
το οποίο έφτασε στην Ήπειρο από τη Μακεδονία, περίπου το 1200 π.Χ.. Ο
αρχαιότερος μύθος γύρω από τη γενεαλογία τους ανάγει την καταγωγή τους
στο γιό του Αχιλλέα Νεοπτόλεμο και στη χήρα του Έκτορα Ανδρομάχη. Παιδιά
αυτής της ένωσης ήταν, κατά τον Παυσανία, ο Μολοσσός, ο Πίελος και ο
Πέργαμος, ενώ, κατ’ άλλους, ο Μολοσσός, ο Αιακίδης, , ο Πύρρος και η
Τρωάδα.
Κατά τους Ιστορικούς χρόνους, οι Μολοσσοί κυριάρχησαν
στην περιοχή, κατέχοντας αρχικά και το μαντείο της Δωδώνης. Ήταν μόνιμα
εγκαταστημένοι στη μέση υψομετρική ζώνη της Πίνδου, όπου υπήρχαν οι
καλύτερη βοσκότοποι. Το γεγονός αυτό εξηγεί έως ένα βαθμό την ευημερία
και την πολιτική ισχύ τους. Όπως μαρτυρεί ο Θουκυδίδης, οι Μολοσσοί ήταν
αντίπαλοι των Χαόνων και των Θεσπρωτών, οι οποίοι έπρεπε να διασχίζουν
τα εδάφη των Μολοσσών με τα κοπάδια τους, όταν μετακινούνταν από τα
χειμερινά στα θερινά βοσκοτόπια τους και αντίστροφα.
Τελικά, οι Μολοσσοί επικράτησαν έναντι των άλλων ηπειρωτικών φύλων και
ενοποίησαν την Ήπειρο κατά τα τέλη του 5ου με αρχές του 4ου αιώνα π.Χ..
Πόλη- κέντρο τους ήταν η Πασσαρώνα, στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, όπου
βρισκόταν και ο ναός του Αρείου Διός. Από τα καθαρώς μολοσσικά φύλα,
στο εσωτερικό των ορεινών όγκων της Πίνδου κατοικούσαν οι Παρωραίοι και
οι Τύμφαίοι ενώ στο νότιο τμήμα βρισκόταν η αρχαία Ελλοπία. Στα
ανατολικά ( σημερινά Γρεβενά και δυτική Μακεδονία) κατοικούσαν οι
Ελιμίωτες.
Ως προς την κοινωνική και οικονομική τους οργάνωση,
κυρίαρχο στοιχείο ήταν μικρές φυλετικές ομάδες 200-300 ανθρώπων με τα
κοπάδια τους. Οι ομάδες αυτές σχημάτιζαν μεγαλύτερα σύνολα, με ισχυρό
αίσθημα ενότητας, κοινά βοσκοτόπια, ποίμνια και παραγωγικά δάση,
σημαντική θέση των πολεμιστών, πατριαρχική εξουσία του εκλεγμένου
αρχηγού, σημαντική θέση των γυναικών και ημινομαδική υπαίθρια ζωή. Αν
και οι αρχαίοι συγγραφείς από τη νότια Ελλάδα τους αποκαλούν βαρβάρους,
επειδή δεν οργανώθηκαν σε πόλεις κράτη, οι υπόλοιποι Έλληνες τους
θεωρούσαν ομοεθνείς τους και τους επέτρεπαν να συμμετέχουν στους
Ολυμπιακούς Αγώνες. Επιπλέον, όπως αποδεικνύεται από δυο επιγραφές στη
Δωδώνη, έγραφαν ελληνικά και είχαν ελληνικά ονόματα. Ως προς την
πολιτική τους οργάνωση, αρχικά τη διοίκηση ασκούσε ο βασιλιάς και δύο
ακόμη άρχοντες, ο «προστάτης» και ο «γραμματεύς».
Αργότερα
ίδρυσαν το « Κοινόν των Μολοσσών», οπότε μειώθηκε η δύναμη του βασιλιά.
Χαρακτηριστικά είναι τα νομίσματά τους, τα οποία φέρουν το όνομα της
φυλής και όχι του βασιλιά. Τα αργυρά αυτά νομίσματα είχαν αρχικά (4ος
αι. π.Χ.) ως έμβλημα μια ασπίδα και τον προστάτη των κοπαδιών τους, τον
περίφημο μολοσσικό σκύλο, που έγινε γνωστός για το μεγάλο του μέγεθος,
την αφοσίωση και την αγριότητα του. Αργότερα, λόγω της υπαγωγής νέων
φυλών στους Μολοσσούς, οι εκλεγμένοι άρχοντες θα αυξηθούν, φτάνοντας
τους 15.
Ο βασιλιάς Θαρύπας (423/422-390/385 π.Χ.), ο οποίος
έζησε για ένα διάστημα στην Αθήνα, υπήρξε μια από τις σημαντικότερες
μορφές των Μολοσσών. Αναμόρφωσε τη ζωή των κατοίκων με τη δημιουργία
οχυρωμένων πόλεων και την εισαγωγή αλφαβήτου και νομίσματος. Ο γιος του,
Αλκέτας, που διώχθηκε από τους Σπαρτιάτες επανέκτησε την εξουσία του (
385 π.Χ.) και προσχώρησε αργότερα ( 377 π.Χ.) στην Β’ Αθηναϊκή Συμμαχία.
Στη
συνέχεια, το κράτος των Μολοσσών θα βρεθεί υπό την κυριαρχία των
Μακεδόνων και του Πύρρου. Μάλιστα, με τους Μακεδόνες συνδέθηκαν με
συγγενικούς δεσμούς, καθώς ο Φίλιππος Β’ νυμφεύθηκε την Ολυμπιάδα, κόρη
του βασιλιά των Μολοσσών Αρύβα. Το κράτος τους κατέρρευσε το 232 π.Χ.
και έδωσε τη θέση του σε μικρές δημοκρατίες. Έτσι, ο Αιμίλιος Παύλος,
όταν έφτασε στην περιοχή (168 π.Χ.), κατέστρεψε με ευκολία τους
οικισμούς τους.