Ο Ennio Morricone γεννήθηκε στης 10 Νοεμβρίου του 1928 στη Ρώμη. Ο πατέρας του ήταν τρομπετίστας σε μια συνοικιακή ορχήστρα σε κλαμπ και μοιραία ο γιος Ένιο έμαθε το ίδιο όργανο. Το 1945 πήρε τα σκήπτρα του από το πατέρα του σαν τρομπετίστας στην ορχήστρα του Κονσταντίνο Φέρι. Όμως ταυτόχρονα σπούδαζε σύνθεση, ενορχήστρωση και διεύθυνση ορχήστρας στο Conservatorio (Ωδείο) di Santa Cecilia, από το οποίο αποφοίτησε το 1956. Τα πρώτα βήματα στο χώρο, αλλά και τις πρώτες του απολαβές, ο Μορικόνε τις απέκτησε με μικρές χαρακτηριστικές συνθέσεις για ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές του δικτύου RAI. Αυτό ήταν και το έναυσμα για τη συνεργασία του με τη δισκογραφική εταιρεία RCA, για λογαριασμό της οποίας κατάφερε μέσα σε 8 χρόνια (1956-1967) να διασκευάσει 500 (!!!) τραγούδια. Συνεργάτες του εκείνη την εποχή έτυχε να είναι και οι Mario Lanza, Paul Anka, Peggy March και Gianni Morandi.
Ο Ennio Morricone μπήκε στο χώρο του κινηματογράφου για καθαρά
βιοποριστικούς σκοπούς: έπρεπε να δουλέψει για να ζήσει, κάτι που δεν
του εξασφάλιζε η σοβαρή (κλασικής υφής) σύνθεση αλλά ούτε και το
μεροκάματό του ως τρομπετίστα στα κλαμπ της Ρώμης. Μπαίνοντας λοιπόν σε
ένα περιορισμένης δράσης αλλά αρκετά επικερδές μουσικό πεδίο, ο
Morricone φρόντισε να κινηθεί με βάση τα καλλιτεχνικά στάνταρντ.
Με
τη συνεργασία του (η αρχή έγινε με το «A Fistful of Dollars» το 1964)
στα κλασικά φιλμ του Sergio Leone αρχίζει να γίνεται ευρύτερα γνωστή η
καινοτομική φύση της μουσικής του. Η σχέση του με την αβάν γκαρντ αλλά
και οι πρακτικοί οικονομικοί περιορισμοί της παραγωγής ενός φιλμ (και
ειδικά ενός «γουέστερν σπαγγέτι») τον αναγκάζουν να χρησιμοποιεί
μινιμαλιστικές ενορχηστρώσεις – αλλά με έντονες θέσεις. Και φυσικά,
πανίσχυρες μελωδίες που μένουν στο μυαλό μας ως αναπόσπαστο μέρος του
έργου. Αν και πρακτικά δεν έχει μεγάλη σχέση με την τζαζ (παρόλο το
πέρασμά του ως τρομπετίστα από το χώρο της)η μουσική του εμφορείται από
μια «τζαζ ιδεολογία» - πράγμα που την κάνει κλασική και σύγχρονη εσαεί…
Όμως τα γουέστερν είναι ένα πολύ μικρό ποσοστό της δουλειάς του Ennio
Morricone που, πέραν του Sergio Leone, συνεργάστηκε με σκηνοθέτες όπως
Gillo Pontecorvo, Pier-Paolo Pasolini, Bernardo Bertolucci, Sergio
Cobucci, Giuliano Montaldo, Roberto Faenza, Marco Bellocchio κ.ά.
δίνοντας χαρακτηριστικό ύφος (και ήχο) σε ταινίες ερωτικές, κωμικές,
πολιτικές κ.ο.κ.
Λίγο αργότερα, συνεργαζόμενος με τον Dario Argento,
έδωσε μια συγκεκριμένη ηχητική ταυτότητα στο θρίλερ, εγκαινιάζοντας
ουσιαστικά το χαρακτηριστικό giallo (ιταλικό θρίλερ). Όπως έχει πει και ο
Bertolucci, «στο γύρισμα της δεκαετίας του ’70, ήταν πολύ δύσκολο να
βρεις αξιόλογη ιταλική ταινία την μουσική της οποίας να ΜΗΝ έχει γράψει ο
Ennio Morricone»!
Η δεκαετία του ’70 ήταν εξίσου δημιουργική για
τον Morricone - που δούλευε πια σε διεθνές (ευρωπαϊκό και αμερικάνικο)
επίπεδο. Τα 110 σάουντρακ των sixties είχαν γίνει περίπου 250 στα τέλη
των seventies και κανένα από αυτά δεν είναι ούτε καν μέτριο! Αναφέρουμε
ενδεικτικά μερικές δουλειές του για τον κινηματογράφο και, μιλάμε για
σύνθεση μουσικής για πάνω από 400 ταινίες. «Η τραγωδία ενός γελοίου
ανθρώπου», «1900», του Bernardo Bertolucci, «Ο επαγγελματίας» του
Georges Lautner, «The Thing» του John Carpenter, «Το κλουβί με τις
τρελές Νο 3 του Lautner επίσης, «Η Βενετσιάνα» του Mauro Bolognini,
«Κάποτε στην Αμερική» του Sergio Leone, «Η Αποστολή» του Roland Joffe,
«Απώλειες Πολέμου», «Οι Αδιάφθοροι» του Brian De Palma, «Frantic» του
Roman Polanski, «Σινεμά ο Παράδεισος», «Μαλένα», «Ο Θρύλος του 1900»,του
Giuseppe Tornatore, επίσης, «Bugsy» και «Disclosure» του Barry
Levinson, «Wolf» του Mike Nichols, «Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος»,
«Κάποτε στη Δύση»,του Sergio Leone, «Allonsanfan», και «Il prato » των
Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι «Η Εργατική Τάξη πάει στον Παράδεισο», «Η
Συμμορία των Σικελών», «Μαλένα», «Μάρκο Πόλο», «Απώλειες Πολέμου», «Η
Αποστολή» κ.λπ. Ο Μορικόνε έχει τιμηθεί πέντε φορές με το βραβείο BAFTA,
έχει πάρει δύο Χρυσές Σφαίρες, το Γκράμι για την ταινία «Οι αδιάφθοροι»
του Μράιαν ντε Πάλμα και , βέβαια το Χρυσό Λιοντάρι του Φεστιβάλ
Βενετίας για τη συνολική του προσφορά το 1995. Η Γαλλία του έχει
απονείμει το παράσημο του Τάγματος των Γραμμάτων και των Τεχνών το 1992,
ενώ το ιταλικό υπουργείο Εξωτερικών τον τίμησε το 2003 με το Χρυσό
Βραβείο του, ως πρέσβη του ιταλικού πολιτισμού. Να προσθέσουμε ότι ο
μεγάλος μαέστρος δεν έχει τιμηθεί με το βραβείο Όσκαρ αν και ήταν
υποψήφιος πέντε φορές για της ταινίες [ «Days of Heaven» (1978), «Η
αποστολή» (1986), «Οι αδιάφθοροι» (1987), «Μπάγκσι» (1991), «Μαλένα»
(2000) ] αλλά η ακαδημία του έδωσε ένα τιμητικό Όσκαρ για την μέχρι τώρα
δουλειά του στον κινηματογράφο
Σημασία έχει, πάνω απ’ όλα,
ότι ο Ennio Morricone, στα 80 του, παραμένει το ίδιο δημιουργικός και
εργατικός όπως πάντα. Ξυπνάει κάθε πρωί στις 5, συνθέτει στο γραφείο του
- στην παρτιτούρα και όχι στο πιάνο! - ως το μεσημέρι, πηγαίνει στο
στούντιο όπου τον περιμένουν οι φίλοι του από τη Roma Sinfonietta,
ηχογραφεί ότι έχει συνθέσει και, αργά το απόγευμα, επιστρέφει στο σπίτι
του και στην αγαπημένη του οικογένεια. Αφήνοντας εμάς να μετράμε τα
αναρίθμητα αριστουργήματά του...
Στην Ελλάδα ο Ennio Morricone
εμφανίστικε στο Θέατρο Ηρώδου του Αττικού μαζί με την Ορχήστρα Roma
Sinfonietta, πολυμελής χορωδία, τη σοπράνο Susanna Rigacci και την
πιανίστρια Gilda Butta την Κυριακή 28 και Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου του
2008. Στον ίδιο χώρο είχε εμφανιστεί και στις 4, 5 Ιουλίου του 2005.