Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

Μ ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ "Τα χταποδάκια"


 
 
Μ ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ "Τα χταποδάκια"
 
Οι νοτιάδες φέρναν σύγνεφα εκείνο το χειμώνα, μα όχι το ’να πίσω από τ’ άλλο. Άφηναν και ώρες, την κάθε μέρα, που ξαστέρωνε λιγάκι ο ουρανός. Αυτό γινόταν περί το δειλινό. Κι ήταν ο ήλιος όσο δεν παίρνει χρυσαφής, κάτι σα μέλι φωτεινό ξεχυνόταν στο μικρό λιμάνι, στ’ αργοσάλευτα καΐκια του, στις μπαταρισμένες βάρκες, στα δίχτυα των ψαράδων που στέγνωναν απλωμένα, στη θάλασσα που σιγανάσαινε, στους ανθρώπους που τριγυρνούσαν πέρα δώθε, άγνωστο γιατί. Περί τη νύχτα θα χάλαγε πάλι ο καιρός. Αυτό το καταλάβαινες από τους γλάρους που πετούσαν χαμηλά, έξυναν τη θάλασσα με τις φτερoύγες τους, κλαγγάζοντας κάποιαν ακατάληπτη ανησυχία. Και το όντις, σε λίγο έφταναν ξανά τα σύγνεφα, αβγατίζοντας πολύ το βραδινό σκοτάδι, έτσι που ’σφιγγε η ψυχή του ανθρώπου.

Έτσι λοιπόν, την ώρα που ο Αστέρας πάλευε με τα σύγνεφα, μπήκε ο λεγάμενος στο μαγαζάκι, μποτζάροντας δώθε κείθε, σαν τραμπάκουλο σε σοροκάδα. Κοντός ήταν, κακοσούσουμος, αρκούντως γηραλέος, όχι καλοντυμένος ούτε καθαρός, μ’ ένα μαντίλι ματωμένο γύρω στο κεφάλι - σίγουρα φρεσκοσπασμένο ήταν. Η μύτη του μάλιστα, είχε μεγάλα χάλια, γδαρμένη, πρησμένη, σκεπασμένη κομμάτια αίμα πηχτό. Ή κουτρουβάλα είχε πάρει ο ερίφης, ή ξύλο γερό είχε πέσει, μπερντάχι με σύστημα, πάνω χέρι - κάτω χέρι, του αλατιού τον είχαν κανωμένο. Τώρα, γινωμένος ήταν όταν τις έφαγε, ή τα κοπάνησε κατόπι, να πνίξει στο κρασί το μεράκι τού καβγά; Αυτό δεν το ξέρουμε. Το βέβαιο είναι, λίαν σουρωμένος ήταν όταν μπήκε στο μαγαζί, κρατούσε μάλιστα στο χέρι κατιτίς τυλιγμένο σε χαρτί, φαγώσιμο πρέπει να ήταν. Προχώρησε, το λοιπόν, κατά τον μπεζαχτά, χαιρετώντας πολύ εγκάρδια τις δύο παρέες που βρίσκονταν την ώρα εκείνη στο μαγαζί. Μα δεν πήρε αντιχαιρέτισμα, ένεκα που οι μεν -δυο μαντράχαλοι- ήσαν πολύ απασχολημένοι με τις κοπέλες τους και δεν είχαν καιρό για κουβέντες άχρηστες. Όσο για τους δε, αυτοί πίναν το κρασί τους λίαν βαρύθυμοι και σέρτικοι, είχαν φαίνεται τις στεναχώριες τους. Τι να κάνει, λοιπόν, κι αυτός; Παράγγειλε ούζο καραφάκι, κι έπιασε κουβέντα με το μαγαζάτορα, ένεκα που ο Θεός τον έκανε άνθρωπο κοινωνικό, πολύ συσχετικό, η μουγκαμάρα κι η περισυλλογή ποσώς δεν του επήγαιναν. Είπε μάλιστα τη γνώμη του δυνατά, να την ακούσει όλος ο κόσμος:

-- Όποιος δε μιλάει, πεθαμένος είναι και θάβουν τον!

Ακούμπησε το στράτσο στον μπεζαχτά κι άρχισε ν’ αδειάζει το καραφάκι σε δυο νεροπότηρα, προσέχοντας φοβερά στη μοιρασιά, μήπως τυχόν και στάξει κόμπος στο ’να πιότερο από τ’ άλλο. Αφού τέλειωσε τη δίκαιη αυτή κατανομή, πήρε το πρώτο ποτήρι και το ήπιε, ήπιε και το δεύτερο, θαραπάηκαν τα σωθικά του κι άρχισε μεγάλο λακριντί με το μαγαζάτορα. Ένεκα όμως που η παρέα μας βρισκόταν κάμποσο μακριά, δεν έδωσε κανείς μας προσοχή, εξάλλου είχαμε δικές μας κουβέντες να πούμε, πολύ σοβαρές και διόλου ευτράπελες. Πες πως τον αλησμονήσαμε κι αυτόν, και τα σπασμένα μούτρα του, και το στράτσο και το μεθύσι του και το λακριντί του. Όταν, έξαφνα, κουβέντες σε ύφος έντονο τράβηξαν την προσοχή μας:

- Όχι, κύριος, δε θέλουμε το κέρασμά σου!

- Και γιατί, δηλαδής; Εγώ εκινήθην από την ευγενής πρόθεσις...

- Κόβε λόγια και στρι! Πολύ ψείρα μάς γίνηκες!

Η παρεξήγηση συνέβαινε με την άλλη παρέα που ο ερίφης θέλησε να την κεράσει, άγνωστο γιατί. Ίσως που το κρασί τον έκανε πολύ κοινωνικό, πρόθυμο να πιάσει σχέσεις εύκολες και γκαρδιακές με τον πάσα τυχών. Ίσως πάλι και να του γυάλισαν τα κορίτσια, ήθελε να κάνει το κομμάτι του. Οι μαντράχαλοι όμως πήραν αλλιώς το πράμα, εξ ου κι ο καβγάς –«περικαλώ, κύριος!» και «με το μπαρδόν, δεν είσαστε εν τάξει εν πάση περιπτώσει!». Ο ένας μάλιστα από τους δυο -άνθρωπος ευερέθιστος- σηκώθηκε μια στιγμή, κι είπε λόγια βαριά που προδίκαζαν χειροδικία. Τσίριξαν τα κορίτσια: «Mανώλη! Για τ' όνομα της Παναγιάς!», μπήκε στη μέση κι ο άλλος, ο πλέον ψύχραιμος, και το επεισόδιο θεωρείται λήξαν. Ο ερίφης υποχώρησε κανονικά κατά τον μπεζαχτά, όπου τον τραβούσε από το μανίκι ο ταβερνιάρης αυταρχικότατα:

-- Ήπιες το ούζο σου, Παναγιωτάκη; Πλέρωνε και στρίβε! Όχι ιστορίες στο μαγαζί μου!

Σαν ν' αποφάσισε να ησυχάσει ο Παναγιωτάκης, αλλά για να φύγει, ούτε λόγος! Ήθελε, σώνει και καλά, ν’ ανοίξει την καρδιά του, να πει τον πόνο του, να μιλήσει με άνθρωπο. Κανείς να μην τον θέλει, κανείς να μην καταλαβαίνει, όλοι να τον διώχνουν - τι κακό πάλι αυτό! Σαν τους Χίτες, στον `Αη-Λευτέρη, που παραξήγησαν τα λεγόμενά του και τον κάναν σώσπαστο στο ξύλο. Μα το ξύλο δεν τον ένοιαζε τόσο, όσο η παρεξήγηση.

-- Δεν είμαι κουκουές, εγώ! Είμαι καθώς πρέπει! Πολύ πολύ καθώς πρέπει...

Οι μαντράχαλοι της άλλης παρέας, που το επεισόδιο λήξαν δεν ασχολούνταν πια μαζί του, του ’ριξαν σκοτεινές ματιές. Έκλιναν προς τ’ αριστερά, ως φαίνεται, κι ο λόγος του λεγάμενου τους ξινοφάνηκε. Γίνηκε πρόχειρο διαβούλιο -να τον δείρουν, να μην τον δείρουν- μα δεν πήραν απόφαση, ένεκα που μόλις ξυλοδαρμένος από τους Χίτες ήτανε, έστω και λόγω παρεξήγησης, δε στέκεται να τις φάει κι από τους κουκουέδες. Εξάλλου, ο άνθρωπος είχε πια τα πιο φιλειρηνικά αισθήματα: Ξεδίπλωσε το στράτσο, τράβηξε δυο χταποδάκια που ήταν μέσα, τα καμάρωσε κι εδήλωσε πως έχει κάθε δικαίωμα να τα μαγειρέψει και να τα φάει ποτίζοντάς τα με μπόλικον κράσο, ένεκα που το χταπόδι χωρίς ένα πρώτο κρασί δε μαγειρεύεται, και δίχως ένα δεύτερο δε χωνεύεται. Άρχισε, λοιπόν, μεγάλες συνεννοήσεις με το μαγαζάτορα, να του ψήσει τα χταπόδια, να τα φάει εδώ που βρίσκεται, δηλαδή να τα φάνε παρέα, ένεκα που η μοναξιά κι αυτός δεν συνταιριάζουν, ανέκαθεν ντερμπεντέρης άνθρωπος ήταν. Ο μαγαζάτορας όμως είχε μεγάλες αντιρρήσεις. Των αδυνάτων αδύνατο! Η φουβoύ ήταν πιασμένη με τις γόπες, κατόπι θα τηγάνιζε πατάτες, ύστερα θα έρχονταν η πελατεία και θα παράγγελνε της ώρας πράματα, συκωτάκια, μπαρμπουνάκια, σαγανάκια.

-- Ό,τι άλλο, Παναγιωτάκη μου, αυτό όμως μη μου το ζητάς!

-- Δεν έχω, δηλαδής, το δικαίωμα να φάω κι εγώ ένα μεζέ σαν άνθρωπος -να, τα χταποδάκια μου- και να πιω το κρασί μου, σα φιλήσυχος πολίτης; Εμένα που με βλέπεις, άδικα μ'έδειραν οι Χίτες στον Άη-Λευτέρη. Δεν είμαι κουκουές!

Είχε αρπάξει το μαγαζάτορα από το γιακά και του ξηγούσε περί διά μακρών το πώς γίνηκε η παρεξήγηση με τους Χίτες. Κι επέμενε -ψείρα σωστή- πως δεν ήταν εντάξει, ο μαγαζάτορας, να μην του μαγειρεύει τα χταποδάκια, να φάει ένα μεζέ, να πιει ένα κρασί, και δος του επιχειρηματολογία, φλυαρία και λογοδιάρροια -για ψείρα, ναι, ήταν ψείρα και περίφημη!

-- Δε γίνεται, Παναγιωτάκη μου! του είπε ο άλλος κoφτά. Να πας στην Ευταλία να στα μαγειρέψει. Κι άντε τσαμπούκ τσαμπούκ, άδειαζέ μου το μαγαζί κι έχω δουλειά! Πλακώνει η πελατεία.

Ο ερίφης σώπασε, σα να είδε πως τίποτα πια δε γίνεται, πως έπρεπε να το πάρει απόφαση. Τύλιξε τα χταποδάκια στο στράτσο, τα έβαλε υπό μάλης και τράβηξε κατά την πόρτα. Μα η αγανάχτηση τον έπνιξε. Γύρισε, το λοιπόν, κι άρχισε καινούρια δημηγορία:

- Στην Ευταλία... Άιντε συ να πεις στην Ευταλία να στα μαγειρέψει! Συ, που δεν είσαι άντρας της... Εγώ, δηλαδή, δεν έχω δικαίωμα να φάω ένα μεζέ, να πιω ένα κρασί;

Αργά κατάλαβε πως μιλούσε στα κούφια, ένεκα που ο μαγαζάτορας είχε αποτραβηχτεί στην κουζίνα. Σήκωσε, το λοιπόν, τους ώμους και τράβηξε πάλι κατά την πόρτα. Φαίνεται όμως πως δε βολούσε η ψυχή του να ξεκολλήσει εύκολ' απ’ το μαγαζί. Περνώντας μπροστά στην παρέα μας κοντοστάθηκε. Ήθελε κουβέντα.

-- Έχει τσιγάρο;

Απόκριση καμιά. Είδαμε τι κολλιτσίδα ήταν, αν του μιλούσαμε ξεκολλημό δε θα ’χε. Αυτός όμως εκεί!

-- Θέλω τσιγάρο.

-- Δεν έχει! του λέει ο Αγλέουρας.

-- Πώς δεν έχει, αφού καπνίζετε!

Ήταν κι αναιδής.

-- Άιντε στο καλό! του λέει ο υποπλοίαρχος, κι άσε μας ήσυχους. Ακούς;

Αυτό δεν του άρεσε, του φίλου. Πήρε αμέσως ύφος κουτσαβάκικο, προκλητικό, μπεχλιβάνικο. Κι αμόλησε την πρόστυχη κουβέντα:

- Επειδή, δηλαδής, έχεις δυόμισι γαλόνια στο μανίκι, μας κάνεις και τον κάργα;

Φως φανάρι πως οι Χίτες του `Αη Λευτέρη δεν είχαν και τόσο άδικο. Μαρτυρήθηκε μοναχός του. Ο υποπλοίαρχος χαμογέλασε κάτω από τα μουστάκια του. Μα ο Αγλέουρας σηκώθηκε, άρπαξε τον Παναγιωτάκη από τις πλάτες και απλά, αυστηρά, θετικά τον έβγαλ’ έξω από το μαγαζί. Τον έβγαλε, δεν τον πέταξε. Όλα γίνηκαν μ’ ευγένεια και κατανόηση, ως αρμόζει να φέρεται κανείς σ' έναν μεθυσμένο, έναν ακαταλόγιστο. Κι αυτός δεν έφερε καμιάν αντίσταση, ψοφοδεής ήταν, μόνο λόγια και τίποτες άλλο. Ανθρωπάκος, που το κρασί τον εχτυπούσε παράξενα, τον έκανε να λέει μπούρδες δίχως να τις συλλογιστεί.

Ο Αγλέουρας εγύρισε και ξανακάθισε στη θέση του. Κέφι δεν είχαμ’ εξαρχής, τώρα το λίγο που είχε απομείνει ξανεμίστηκε κι αυτό. Δεν ήταν να ‘ρθει κι αυτό τ’ αυτοκίνητο, να πάμε στις δουλειές μας! Η νύχτα είχε πέσει πια, ήρθαν πάλι τα σύγνεφα, μαύρισε ο ουρανός διπλό σκοτάδι, το ίδιο κι η θάλασσα. Μόλις έβλεπες τα κατάρτια των καϊκιών ν’ αργοσαλεύουν πέρα δώθε πάνω στο μουντό στερέωμα, σα μετρονόμια που κράταγαν στον άνεμο το ρυθμό των νερών. Πρέπει και να ψιλόβρεχε, εμείς δεν το βλέπαμε, έτσι στο βάθος που καθόμαστε. Μα έρχονταν από το πέλαγο οσμή υγρού νοτιά, μύριζε και το χώμα, μουλιασμένο ως ήταν.

Και να, δεν πέρασαν ούτε τρία λεφτά, και ξαναπαρουσιάστηκε στην πόρτα. Έκανε να μπει πάλι στο μαγαζί, ένεκα που είχε μεθύσι πεισματάρικο, επίμονο, τίποτα δεν τον έκανε ν’ αλλάξει το κέφι του. Μεμιάς όμως όλοι σηκωθήκαμε, η παρέα μας, η άλλη παρέα, ο μαγαζάτορας:

- Πάλι εδώ είσαι; Έξω! Έξω! Φεύγ' από δω! Πήγαινε στο σπίτι σου! Μπεκρούλιακα! Προστυχόμουτρο! Κολλιτσίδα! Ψείρα! Ψείρα!

Αυτό γίνηκε τίμια κι αυθόρμητα, μας είχε φέρει ως εδώ, ο αλιτήριος! Όσο εμείς ξαφνιαστήκαμε από το φέρσιμό μας, άλλο τόσο κι αυτός. Η κατακραυγή χίμηξε απάνω του, τόνε βάρεσε στο στήθος, τον σταμάτησε, τον πισωπλάτισε. Απόμεινε ασάλευτος, κρατώντας τα τυλιγμένα χταπόδια στο χέρι το ζερβί, κι έριξε ματιά γεμάτη δέος ολοτρόγυρα. Πρέπει τα μούτρα μας να ήσαν τόσο άγρια, που φοβήθηκε.

- Καλά... μουρμούρισε... Καλά! Θα φύγω... Αφού δε με θέλετε... Μα πού να πάω; Πού; Στην Ευταλία; Ένας λόγος είναι αυτός. Ούτε κι αυτή με θέλει, όπως κι εσείς. Κανείς! Κανείς...

Τον έπιασε κάτι σαν παράπονο, κι άπλωσε το χέρι όπου κρατούσε τα χταπόδια:

- Να! Αυτά τα χταπόδια. Στη χόβολη... Όλοι μαζί θα τα τρώγαμε. Ένα μεζέ κι ένα κρασί. Σαν άνθρωπος κι εγώ. Σαν άνθρωπος...

Μας κοίταγε και πρόσμενε κατανόηση, σαν άνθρωπος από τους ανθρώπους. Μα μόνο φάτσες παγωμένες αντίκρισε, μάτια γεμάτα σκληράδα και κακία. Κακία ανθρώπινη.

Τότε, κατάλαβε. Κάτι σαν αποκαρδίωση τον έπιασε, όλα έσπασαν εντός του. Έπεσε αδύναμο το χέρι που κρατούσε τα δυο χταπόδια στο στράτσο το χαρτί, μάταιη προσφορά στην κατανόηση των ανθρώπων. Πήρε αργή στροφή, βγήκε πάλι από το μαγαζί, έπεσε βαρύς στο σκαλοπάτι κι απόμεινε ασάλευτος, με το τσακισμένο του κεφάλι μες στις δυο παλάμες. Δεν εμίλησε πια, τίποτα δεν είπε, μα έσμιξε την ψυχή του με τη νύχτα του νοτιά, τη σκέπασε με σύγνεφα, την τύλιξε με πνοές όστριας χειμωνιάτικης. Όσο για μας, ξανασκύψαμε στα ποτήρια, στις εφημερίδες, στις κουβέντες μας, μην καταλαβαίνοντας, μη θέλοντας να καταλάβουμε. Πέρασε έτσι ώρα αρκετή, ίσως και δέκα λεφτά, ίσως και τέταρτο ολόκληρο. Κι όταν ανασήκωσα τα μάτια και κοίταξα την πόρτα, εκεί που είχε καθίσει, δεν τον είδα πια. Είχε φύγει, τράβηξε μέσα στη νύχτα, ποιος ξέρει για πού, να μαγειρέψει τα χταπόδια του, να πιει ένα κρασί, σαν άνθρωπος. Σαν άνθρωπος, ακριβώς...

Ήρθε τ’ αυτοκίνητο –καιρός ήταν, επί τέλους! Σηκωθήκαμε όλοι με ανακούφιση και τραβήξαμε κατά την πόρτα. Όχι μόνο που βιαζόμαστε, αλλά και κάτι μάς στενοχώραγε, μάς έπνιγε. Το κέφι μας είχε χαλάσει. Όπως δρασκέλαγα το κατώφλι της πόρτας, πάτησα σ’ ένα πράμα μαλακό, γλυστερό, που παρά τρίχα να πέσω, να τσακιστώ. Πρόφτασα όμως και κρατήθηκ’ από το μάνταλο του θυρόφυλλου, έσκυψα βλαστημώντας, κι είδα πως αυτό που πάτησα ήταν το στράτσο με τα δυο χταπόδια.

-- Ρε παιδιά! είπα, ο ερίφης παράτησε τα χταποδάκια του...

Όλοι απομείναμε σιωπηλοί, κάποιος στοχασμός ανάδευε εντός μας, ήταν φανερό αυτό.

-Μήπως και τον προφτάξουμε... μουρμούρισε ο υποπλοίαρχος.

Κοιτάξαμε πέρα δώθε, ψάξαμε τη νύχτα, με τους προβολείς της φορντ. Τίποτα. Η ακρογιαλιά ξαπλωνόταν ως πέρα σκοτεινή κι ερημική, μόνο κάποιος γάτος τριγυρνούσε κάτω από τη βροχή, ένεκα που κόντευε Γενάρης. Και πάλι απομείναμε δίβουλοι, συλλογισμένοι.

- Τί θα γίνει με τα χταπόδια; ρώτησα

Ο Αγλέουρας σήκωσε τους ώμους.

- Θα τα πάρω να τα φάω εγώ! είπε. Κρίμα να παν χαμένα...

Χαμένα... Με τι προσοχή τα κουβαλούσε ο κακόμοιρος, με τι λαχτάρα πρόσμενε να τα μαγερέψει να τα φάει, να τα ποτίσει με καναδυό ποτήρια! Ναι, να τα γλεντήσει «σαν άνθρωπος», παρέα με τους συνανθρώπους, που θα νιώθαν τον καημό της ψυχής του... Μα οι άνθρωποι -τα θεριά- δεν ένιωσαν, ούτε ήταν βολετό να νιώσουν. Άχρηστα τα χταποδάκια πια, άχθος και βάρος για την απελπισία του. Τα παράτησε στο κατώφλι κι έφυγε και τράβηξε, και πήγε...

Ω, Θεέ μου! Πώς έπλασες τόσο άχαρη τη ζωή, σε τούτονα τον κόσμο;…


* * *

Την άλλη μέρα –πάλι με το σούρουπο– στο ίδιο μαγαζί είμαστε μαζωμένοι, πάλι οι ίδιοι άνθρωποι και πάλι τ’ αυτοκίνητο περιμέναμε να’ ρθει να μας πάρει. Ούτε φωνή ούτε κουβέντα. Βαρύθυμες ήσαν οι ψυχές μας, πιότερο κι από τον ουρανό. Ο Αγλέουρας μάλιστα φαινόταν ζαβλακωμένος.

-- Τι έχεις; τον ρώτησα.

-- Εκείνα τα χταπόδια… Εδώ μού έχουν σταθεί.

-- Τα χταπόδια του Παναγιωτάκη; είπε ο μαγαζάτορας που σκούπιζε το τραπέζι με μια πατσαβούρα. Θεός σχωρέσ’ τον! Τόνε βρήκαν σήμερα το πρωί, στα βράχια του κάβου. Όπως ήταν τύφλα χτες το βράδυ, παραπάτησε, φαίνεται, κι έπεσε από ψηλά. Το κεφάλι του γίνηκε λιώμα…

Κανείς μας δεν εμίλησε. Μόνον ο Αγλέουρας σηκώθηκε από την καρέκλα.

-- Πού πας; τον ρώτησα.

-- Πάω να κάνω εμετό… είπε.

Ήταν κατακίτρινος.



Από τη συλλογή διηγημάτων «Το νερό της βροχής».


ΠΙΝΑΚΑΣ- Honoré Daumier - The Drinkers (1862) -

ΠΙΝΑΚΑΣ- Η Κυρα-Βασιλική με τον Αλή Πασά του Paul Emil Jacobs, 1842


ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ ( (1744 - 25 Ιανουαρίου 1822)
ΠΙΝΑΚΑΣ- Η Κυρα-Βασιλική με τον Αλή Πασά του Paul Emil Jacobs, 1842

Ο Αλή πασάς παρόλο που ακόμα και στα βαθιά του γεράματα, διατήρησε πάνω από 100 παλλακίδες, ωστόσο έτρεφε αληθινά αισθήματα προς την προστατευόμενη και μετέπειτα τελευταία του σύζυγο, Βασιλική Κονταξή, η οποία όμως δεν ξέχασε ποτέ την εθνική της καταγωγή και το γεγονός πως την άρπαξε και την έκανε γυναίκα του σε ηλικία 12 ετών.ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Σαν Προφιτερόλ!

Σαν Προφιτερόλ!
Bαθμολογία:
       
9 ψήφοι
Προστέθηκε από , 24.12.07

Περιγραφή

Μία σοκολατένια απόλαυση που θα σας βγάλει ασπροπρόσωπους σε πολλές περιστάσεις.
Σαν Προφιτερόλ!
photo: Aleksandra

    Τι χρειαζόμαστε:

    • 1 πακέτο φρυγανιές
    • 1 φλυτζάνι γάλα
    • 1/2 φλυτζανάκι κονιάκ
    • 1 κ.σ. άχνη
    • 350 γρ.μαργαρίνη
    • 1/4 του κιλού κουβερτούρα
    • 4 κ.σ. κακάο
    • 1 1/2 φλυτζάνι ζάχαρη
    • 5 αυγά
    • 1 κρέμα γάλακτος μεγάλη φυτική
    • κομμάτια κουβερτούρας για το στόλισμα
    Στα γρήγορα
    Κατηγορία
    Σερβίρει
    12 άτομα

     

     

    Πως το κάνουμε:

    σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω 

    Γουίλιαμ Σόμερσετ Μομ

    Somerset Maugham (1934).jpgO Γουίλιαμ Σόμερσετ Μομ (αγγλ. William Somerset Maugham, 25 Ιανουαρίου 1874 - 16 Δεκεμβρίου 1965) ήταν Άγγλος συγγραφέας, διάσημος για τα μυθιστορήματα και τα θεατρικά του έργα, πολλά εκ των οποίων έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο. Γεννήθηκε στο Παρίσι κι ήταν το τέταρτο απ' τα έξι παιδιά του νομικού συμβούλου της βρετανικής πρεσβείας. Όταν σε ηλικία δέκα χρονών έχασε τους γονείς του γύρισε στην Αγγλία. Σπούδασε ανθρωπιστικές σπουδές για ένα χρόνο στη Χαϊδελβέργη και ύστερα ιατρική, την οποία όμως εγκατέλειψε μετά την επιτυχία των μυθιστορημάτων του. Το 1903 έγραψε το πρώτο του θεατρικό (A man of honour) κι ακολούθησαν κι άλλα. Το 1917 βρέθηκε στη Ρωσία ως βρετανός πράκτορας και κάλυψε τα γεγονότα της Οκτωβριανής επανάστασης ως ρεπόρτερ. Πέθανε στη Νίκαια της Γαλλίας σε ηλικία 91 χρονών.
    Ο Σόμερσετ Μομ ήταν ένας από τους δημοφιλέστερους (και καλύτερα αμειβόμενους) συγγραφείς της εποχής του. Παρά την τεράστια όμως επιτυχία της πρόζας του και των θεατρικών του έργων, ποτέ δεν κέρδισε την ανεπιφύλακτη αναγνώριση των κριτικών και των ομότεχνών του. Έγραψε σε ύφος παραδοσιακό και απολύτως κατανοητό σε εποχή κατά την οποία άρχισε να εμφανίζεται η μοντέρνα μορφή λογοτεχνίας των Ουίλιαμ Φόκνερ, Τζέιμς Τζόις, Βιρτζίνια Γουλφ κ.λ. Ο ίδιος έλεγε για τον εαυτό του : "Είμαι στην πρώτη σειρά των δευτέρας τάξεως συγγραφέων".
    Έργα

    Μυθιστορήματα

    Liza of Lambeth (Η Λίζα από το Λάμπεθ, 1897)
    Mrs Craddock (Η κυρία Κράντοκ, 1902)
    The Magician (Ο μάγος, 1908)
    Of Human Bondage (Ανθρώπινη Δουλεία, 1915)
    The moon and the sixpence (Το φεγγάρι και μιά πεντάρα, 1919)
    The painted veil (Το βαμμένο πέπλο, 1925)
    Ashenden οr Τhe British Agent (Ασέντεν ή Ο Βρετανός πράκτορας, 1928)
    Cakes and ale (Κέικ και μπύρα, 1930)
    The Narrow Corner (Η μικρή γωνιά, 1932)
    Christmas Holiday (Χριστουγεννιάτικες διακοπές, 1939)
    The razor's edge (Στην κόψη του ξυραφιού, 1944)

    Θεατρικά

    Lady Frederik (Λαίδη Φρέντερικ, 1907)
    The explorer (Ο εξερευνήτης, 1908)
    The Tenth Man (Ο δέκατος άνθρωπος, 1913)
    The Land of Promise (Η Γη της Επαγγελίας, 1913)
    Our betters (Οι καλύτεροί μας, 1917)
    The Circle (Ο κύκλος, 1921)
    East of Suez (Ανατολικά του Σουέζ, 1922)
    Caesar's Wife (Η γυναίκα του Καίσαρα, 1922)
    Rain (Η βροχή, 1923)
    The letter (Το γράμμα, 1927)
    The constant wife (Η σταθερή σύζυγος, 1927)
    The sacred flame (Η ιερή φλόγα, 1928)
    For Services Rendered (Διά παρασχεθείσας υπηρεσίας, 1932)
    Η Θεατρίνα - Actress (Δημοσίευση στην Αθήνα 1957)

    Ελληνικές μεταφράσεις

    Η Λίζα από το Λάμπεθ : Σπ.Γεροδήμου ("Γαλαξίας")
    Ανθρώπινη Δουλεία : Γιάννης Λάμψας ("Μπεργαδή")
    Το φεγγάρι και μιά πεντάρα : Μ.Πολίτη ("Γκοβόστης")
    Το βαμμένο πέπλο :
    Μαν.Κορνήλιος ("Κραναός")
    Γ.Ανδρικόπουλος ως Επικίνδυνο πέρασμα ("Κ.Μ.")
    Ασέντεν ή Ο Βρετανός πράκτορας : Γιώργος Ασπροποταμίτης ("Αργώ")
    Κέικ και μπύρα : Δ.Κωνσταντινίδης ως Οικογενειακός φίλος ("Ορφεύς")
    Η μικρή γωνιά : Κοσμάς Πολίτης ως Σε μια γωνιά της γης ("Θεωρία")
    Χριστουγεννιάτικες διακοπές : Στέλλα Βουρδουμπά ως Διακοπές στο Παρίσι ("Γκοβόστης")
    Στην κόψη του ξυραφιού : Ανν.Φερτάκη ("Άγκυρα")

    Επιλογές διηγημάτων του Μομ μεταφράστηκαν από τον Άρη Δικταίο ("Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος"), Γιάννη Λο Σκόκο ("Άγκυρα"), Δ.Κωνσταντινίδη ("Δαμιανού"), Αλ.Παναγή ("Πατάκη")

    http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9F%CF%85%CE%AF%CE%BB%CE%B9%CE%B1%CE%BC_%CE%A3%CF%8C%CE%BC%CE%B5%CF%81%CF%83%CE%B5%CF%84_%CE%9C%CE%BF%CE%BC

    ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΠΑΖΛ ΠΟΥ ΛΕΙΠΟΥΝ


     
     
    ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΠΑΖΛ ΠΟΥ ΛΕΙΠΟΥΝ

    Της Χριστίνας Ματαράγκα-Εκδ.Τετράγωνο

    Από το λιμάνι της Πάτρας στην Αγκόνα και από εκεί ακόμα πιο πάνω. Ένα ταξίδι στο άγνωστο που μπορεί να είναι για την Ελίνα το ξεκίνημα μιας καινούριας ζωής ή απλά και μόνο η τελευταία πράξη μιας εφιαλτικής θεατρικής παράστασης, που από τότε που θυμάται τον εαυτό της έπαιζε και παίζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο.

    Το Μόναχο θα είναι η πόλη που για δυο χρόνια θα δεχτεί αδιάφορα την παρουσία της. Μια παρουσία που κι αυτή η ίδια πολλές φορές αναρωτιέται αν πραγματικά υφίσταται.

    Η συνάντηση της με τον Αλέξανδρο και τον Ανδρέα, δυο άντρες που τους ενώνει μια βαθιά φιλία είναι και η αρχή μιας σχέσης που κάποιους πιθανόν να τους ξενίσει, άλλους να τους σοκάρει και κάποιους άλλους πάλι να τους αφήσει σε μια απόσταση, αδιάφορους.

    ΔΙΔΥΜΗ Η ''ΑΔΕΛΦΗ ΨΥΧΗ''

    ΔΙΔΥΜΗ Η ''ΑΔΕΛΦΗ ΨΥΧΗ''

    από Αναδρομές σε προηγούμενες ζωές, Σάββατο, 2 Απριλίου 2011 στις 4:05 μ.μ. ·
     "Δίδυμη" ή  "Αδελφή" Ψυχή

    Μερικούς ανθρώπους τους συμπαθούμε με την πρώτη ματιά,
    άλλους τους αντιπαθούμε και μας απωθούν, χωρίς να μας έχουν κάνει κάτι, χωρίς
    να τους γνωρίζουμε.  Κάποιους τους
    ερωτευόμαστε, τους ποθούμε, λιώνουμε για χάρη τους, ενώ για κάποιους άλλους
    αδιαφορούμε ή τους ξεχνάμε.
    Υπάρχει όμως και μια πολύ ξεχωριστή κατηγορία ανθρώπων:  Αυτούς που όταν τους συναντήσουμε, νιώθουμε
    αμέσως ότι κάτι βαθύτερο μας συνδέει, ότι κάπου τους έχουμε ξαναδεί, ότι τους
    γνωρίζαμε μια ολόκληρη ζωή.
    Είναι περίεργο συναίσθημα, δεν μπορούμε να το προσδιορίσουμε
    ακριβώς.
    Κάποιες φορές νομίζουμε ότι είναι φιλία, κάποιες φορές ότι
    είναι έρωτας.
    Η ψυχή μας έχει μνήμη

    Τουλάχιστον αυτό  διδάσκει
    ο Πλάτωνας, που λέει πως η ψυχή μας πριν κατοικήσει στο σώμα μας έχει γνώση
    όλων αυτών των θεμάτων, που είναι αντικείμενα θεωρητικών ερευνών αλλά και τις
    αναμνήσεις της προηγούμενης ζωής.
    Κατά την ενσωμάτωσή της όμως τα ξεχνάει…

    Έχει πάντως τη δυνατότητα να τα ξαναθυμηθεί και συχνά το
    καταφέρνει!
    Έτσι, έχουμε ελπίδες να συναντήσουμε την ''αδελφή ψυχή''
    μας, αφού ακόμα και εμείς να μην την αναγνωρίσουμε με την πρώτη ματιά, η ψυχή
    μας τη θυμάται...
    Είναι όμως τόσο απλό και εύκολο όσο ακούγεται;

    Υπάρχουν άνθρωποι που για χρόνια, ή και μια ολόκληρη ζωή
    προσπαθούν να συναντήσουν άλλους ανθρώπους, αναζητώντας το άλλο τους μισό, αλλά
    ποτέ δεν το συναντούν και η αέναη αναζήτηση συνεχίζεται.  Δεν ξέρουν τι ψάχνουν ή δεν ψάχνουν
    ουσιαστικά, ίσως επειδή δεν έχει ξυπνήσει μέσα τους η πραγματική ανάγκη για την
    απόλυτη ένωση.
    Για να βρει κάποιος θα πρέπει να ψάξει, αλλά κατά τον
    Πλάτωνα, κανείς δεν ψάχνει ουσιαστικά για κάτι, αν δεν είναι πραγματικά
    πεπεισμένος πως δεν το έχει.
    Aυτή η ανάγκη είναι που ευαισθητοποιεί την ψυχή μας.

    Η ευαισθητοποίηση γεννά την επιθυμία για την απόλυτη ένωση
    με το ιδανικό ταίρι που θα μας συμπληρώσει, θα μας ολοκληρώσει και θα μας κάνει
    να ξεχάσουμε την υπαρξιακή μας μοναξιά.  Κανένας
    δεν ερωτεύεται αν είναι ικανοποιημένος από ότι έχει κι από ότι είναι.  Ο έρωτας γεννιέται από μια καταθλιπτική
    φόρτιση, που χαρακτηριστικό της είναι η αδυναμία να βρει κανείς στην
    καθημερινότητά του κάτι που να αξίζει τον κόπο να ζει.
    Ο Edgar Cayce αναφέρεται στα αναγνώσματά του σ' αυτήν την
    έντονη ανάγκη του ανθρώπου για συντροφικότητα.  Λέει πως, συχνά εκφράζεται σαν μια επιθυμία,
    σαν οδηγία για ένωση με το Θεό, βαθιά επιθυμία για ένωση με ένα άλλο πρόσωπο.  Ίσως τότε έχει φτάσει η στιγμή να συναντήσουμε
    το άλλο μας μισό, το πρόσωπο που αυτό και μόνο θα ήταν άξιο να αγαπηθεί και να
    αγαπήσει.
    Δυστυχώς όμως, συχνά πέφτουμε έξω, καθώς ο κεραυνοβόλος
    έρωτας και όλη αυτή η «μαγική» θύελλα και ο αναβρασμός στην ψυχή μας που μας
    ξεσηκώνει, έχει κοινά χαρακτηριστικά με αυτό που νιώθει κάποιος συναντώντας την
    αδελφή ψυχή του.
    Πολυάριθμοι κοινωνιολόγοι έχουν αναλύσει και περιγράψει τις
    καταστάσεις αναβρασμού που προκαλεί ο έρωτας και ένας από αυτούς, ο Durkheim το
    περιγράφει λέγοντας πως ο άνθρωπος που τις ζει, έχει την εντύπωση πως
    εξουσιάζεται από δυνάμεις που έρχονται από έξω, που τον παρασύρουν και που δεν
    μπορεί να τις κυριαρχήσει.
    Νιώθει πως τον έχουν μεταφέρει σε έναν κόσμο διαφορετικό από
    εκείνον που κυλά η καθημερινή ζωή, η ιδιωτική του ζωή.  Σ' αυτόν τον κόσμο η ζωή δεν είναι μονάχα
    εντατική αλλά και ποιοτικά διαφορετική.  Ο
    άνθρωπος αδιαφορεί και ξεχνά εντελώς τον εαυτό του, δίνεται ολόψυχα στα κοινά
    συμφέροντα.  Οι δυνάμεις αυτές συχνά
    νιώθουν την ανάγκη να επεκταθούν, τότε η ανώτερη αυτή ζωή βιώνεται με τόση
    ένταση και με τρόπο τόσο αποκλειστικό, ώστε υπερπληρώνει τις συνειδήσεις και
    παραμερίζει σχεδόν ολότελα τις εγωιστικές ανησυχίες.
    Η επώδυνη αναζήτηση...

    Σύμφωνα με τη θεωρία της μετενσάρκωσης, που είναι κοινή
    αντίληψη σε αμέτρητες φιλοσοφίες και θρησκείες και που απ' αυτήν προέρχεται και
    η πεποίθηση πως κάποτε θα συναντηθούμε με την αδελφή ψυχή μας, τότε δεν είναι
    καθόλου σίγουρο πως θα τη συναντήσουμε σ' αυτή τη ζωή, καθώς η ψυχή μας κάνει
    αμέτρητα ταξίδια έως ότου εκπληρώσει πλήρως το σκοπό για τον οποίο
    μετενσαρκώνεται.  Στην εξέλιξη αυτού του
    ταξιδιού θα βοηθήσουν όλοι εκείνοι που μισήσαμε ή αγαπήσαμε σε προηγούμενες
    ζωές και που πιστεύεται πως συναντούμε σε κάθε καινούργιο μας ταξίδι.
    Κάποιος μπορεί να αναρωτηθεί "μα δεν είναι λάθος της
    ψυχής να γεννιέται με αυτούς τους όρους;"  Οι όροι αυτοί είναι συχνά τόσο δυσμενείς για
    τις δίδυμες ψυχές που βασανίζονται μέχρι να βρεθούν, αλλά το εάν οι περιστάσεις
    είναι ευνοϊκές ή δυσμενείς, και αν τελικά παίρνει ικανοποίηση η μία από την
    άλλη ή όχι καταδεικνύει το εάν είναι τελικά δίδυμες ψυχές.
    Αυτό είναι μέρος την αναζήτησης, καθώς επίσης και μέρος της
    εξέλιξής μας και επομένως δεν είναι λάθος.
    Ωστόσο, δυο αδελφές ή δίδυμες ψυχές δεν είναι απαραίτητο να
    είναι εραστές.
    Δύο άνθρωποι μπορεί να έχουν συμπεριφορές και βιώματα από
    την παιδική ηλικία τους, ή να φέρουν κάποιες ιδιότητες ή ικανότητες εκ γενετής
    που να ταιριάζουν απόλυτα με κάποιου άλλου.
    Δε χρειάζεται καν να είναι του αντίθετου φύλου.

    Μπορεί να είναι άτομα του ίδιου φύλου.

    Μπορεί να είναι φίλοι ή συνεργάτες στη ζωή, είναι όμως δύο
    δίδυμες ψυχές.
    Όπως και να έχει όμως, είναι η κατάλληλη απάντηση στην
    ερώτηση της δικής μας ψυχής.
    Κάθε πρόσωπο είναι μια ερώτηση και κάθε πρόσωπο είναι μια
    απάντηση.
    Έτσι, όταν δύο άνθρωποι συναντιούνται και ένας από τους δύο,
    είναι μια ερώτηση και ο άλλος είναι η απάντηση σε εκείνη την ερώτηση, τότε
    είναι δίδυμες ψυχές.
    Αλλά, δυστυχώς, συνήθως συναντιούνται είτε «δύο ερωτήσεις,
    είτε δύο απαντήσεις».
    Κάποιος απαντά στην ερώτηση του άλλου, με δεδομένο ότι κάθε
    πρόσωπο είναι μια ερώτηση και συγχρόνως μια απάντηση για κάποιον άλλον.
    Αυτές οι δύο ψυχές, που οι ιδιότητές τους ταιριάζουν απόλυτα
    η μία με την άλλη, γίνονται φίλοι, συνεργάτες, εραστές, τη στιγμή που
    συναντιούνται, και βρίσκουν μια ικανοποίηση που δεν έχουν δοκιμάσει ποτέ πριν
    ακριβώς, επειδή όλη η ζωή τους έχει υπάρξει ως μια ερώτηση και ξαφνικά
    απαντιέται.
    Αυτό μπορεί να έρθει νωρίς ή αργά στη ζωή, αλλά έρχεται ένας
    καιρός στη ζωή των περισσότερων ψυχών, όταν συναντούν κάποιον, που είναι η
    απάντηση στην ερώτηση της ψυχής τους.
    Οι ψυχές δεν χρειάζονται να ξέρουν ποια είναι η ερώτηση ούτε
    ποια απάντηση. Αντιπροσωπεύουν για κάποιον άλλον και φυσικά δεν ξέρουν ούτε την
    δική τους απάντηση, αλλά όταν έρχεται ξέρουν ότι τη βρήκαν, νιώθουν μεγάλη
    ικανοποίηση και πληρότητα, και ασυναίσθητα ξέρουν ότι είναι η απάντηση στην
    ερώτησή τους.
    Μπορεί αυτές οι δυο ψυχές στο παρελθόν να υπήρξαν φίλοι ή
    εραστές ή γονείς με παιδί αλλά δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι γνωρίζονταν για
    πολλά χρόνια και πολλά χρόνια πριν, σε μια προηγούμενη ζωή.
    Πολύ συχνά οι άνθρωποι δεν το συνειδητοποιούν όταν συναντούν
    τη δίδυμη ψυχή τους, ή και το αντίθετο, πολύ συχνά το ξέρουν και όμως δεν
    αισθάνονται βέβαιοι.
    Μπορεί να συμβεί να γνωρίσουμε περισσότερες από μια αδελφές
    ψυχές ή συντρόφους ψυχής στη ζωή μας.  Λένε
    ότι, μαθαίνουμε πολλά από ζωή σε ζωή και υπάρχουν πολλές υποχρεώσεις που πρέπει
    να εκπληρώσουμε.  Ερχόμαστε σε επαφή με
    πολλούς ανθρώπους που έχουν κάποια μηνύματα να μας μεταφέρουν ή κάποια μαθήματα
    να μας δώσουν και αντίστοιχα εμείς σε κάποιους άλλους, που έχουν έναν πολύ
    συγκεκριμένο σκοπό.
    Πολύ συχνά αγνοούμε τα μηνύματα και τους ανθρώπους που
    εκπληρώνουν αυτό το σκοπό, πολλές φορές τα κατανοούμε πολύ αργότερα, αφού έχουν
    φύγει από τη ζωή μας.
    Τα μαθήματα, κάποιες φορές, είναι ευχάριστα και εύκολα, αλλά
    μπορεί να είναι και επίπονα κατά περιόδους.
    Υπάρχει κάποιος τρόπος για να προσελκύσουμε  την αδελφή ψυχή στη ζωή μας;

    Αν και κυκλοφορούν πολλά σχετικά βιβλία, είναι μάλλον
    ακατόρθωτο, η ιδανική δίδυμη ψυχή μας να μας κτυπήσει την πόρτα.
    Πολλές φορές, δε συμβαίνει όπως περιγράφεται!

    Μπορούμε όμως, να ανοίξουμε την καρδιά και το μυαλό μας στην
    αναζήτηση και τελικά στην εύρεση μιας όμορφης σχέσης αγάπης, αλλά είναι μεγάλες
    οι πιθανότητες να μη χρησιμοποιήσουμε τις λέξεις ''αδελφή ψυχή'' όταν τη
    συναντήσουμε.  Γιατί πολύ απλά, όταν οι
    περισσότεροι από εμάς ακούμε τη φράση ''αδελφή ψυχή'' ή ''δίδυμη ψυχή''
    σκεφτόμαστε κάποιον τέλειο.  Κάποιον που
    είναι πανέμορφος, λαμπρός, επιτυχημένος, αστείος, φυσικά ευτυχής και καλός.  Σκεφτόμαστε κάποιον που θέλει ακριβώς τα ίδια
    πράγματα με εμάς από τη ζωή.
    Φανταζόμαστε κάποιο ζευγάρι όπου αμφότερα τα συμβαλλόμενα
    μέρη συναντιούνται στο δρόμο και ερωτεύονται τρελά ή κάπως έτσι.
    Σκεφτόμαστε ότι δεν θα υπάρξει ποτέ οποιαδήποτε σύγκρουση.

    Φανταζόμαστε κάτι που είναι τόσο τέλειο φαινομενικά, ώστε
    από την πρώτη φορά που θα συναντηθούμε θα αρχίσουμε να λειτουργούμε τηλεπαθητικά.

    Ότι όλα τα προβλήματα και οι προκλήσεις της ζωής μας θα
    τελειώσουν ξαφνικά και θα τα θάψουμε βαθιά στη μνήμη μας σαν να μην υπήρχαν
    ποτέ, επειδή η ''αδελφή ψυχή'' μας έχει φθάσει και η παρουσία της είναι τόσο
    υπερκόσμια και καταπληκτική που όλοι οι άλλοι, πρώην και επόμενοι, χλομιάζουν
    στη σύγκριση!
    Η αγάπη, πολλές φορές, δεν έρχεται έτσι και μάλλον οι
    περισσότεροι το βιώσαμε και το ξέρουμε ήδη καλά.
    Ας το δούμε και διαφορετικά.

    Ας πούμε πως είμαστε εμείς το άλλο μισό κάποιου που ψάχνει
    επίσης.
    Δεν θα πρέπει να συγκεντρώνουμε τα ίδια χαρακτηριστικά;

    Εκείνος ή εκείνη δεν περιμένουν από εμάς να είμαστε άψογοι,
    ευτυχισμένοι, όμορφοι και επιτυχημένοι;  Φυσικά
    το περιμένουν, αλλά εμείς δεν είμαστε ακριβώς έτσι. Κανείς δεν είναι τέλειος,
    ούτε και αυτοί που μας ψάχνουν είναι.  Το
    άλλο μας μισό είναι και αυτό όπως κι εμείς.  Με τα αρνητικά και τα θετικά του, με τις
    παραξενιές και τα χαρίσματά του.  Μπορεί
    να έχει τις ίδιες προτιμήσεις και συνήθειες με εμάς ή εντελώς διαφορετικές.
    Εάν μπούμε σε μια τέτοια φαντασίωση της αναζήτησης του
    ιδανικού, μετά όλο το ψυχολογικό παιχνίδι γίνεται μόνο με τον εαυτό μας.
    Θα έχουμε δημιουργήσει μια ψευδαίσθηση που κρύβει τον
    κίνδυνο να μη ρισκάρουμε τελικά να ερωτευτούμε έναν πραγματικό, ζωντανό
    άνθρωπο, διώχνοντας ευκαιρίες και βρίσκοντας ελαττώματα σε όλους.
    Αυτή η κατάσταση που θα έχουμε δημιουργήσει για τον εαυτό
    μας, θα φέρει σίγουρα πολλή μοναξιά και απογοήτευση.
    Ο πιο σίγουρος τρόπος, για να προκαλέσουμε τις εξελίξεις και
    να βρεθούμε τελικά με το άλλο μας μισό, είναι να μην το καθορίσουμε.
    Να μη φανταζόμαστε το βλέμμα του, το πρόσωπό του ή το χρώμα
    των ματιών του.
    Να μη ψάχνουμε επίμονα και βασανιστικά να το βρούμε σε κάθε
    καινούργια γνωριμία.
    Να ασχοληθούμε, πρωτίστως και κυρίως, με την καλλιέργεια του
    χαρακτήρα και της προσωπικότητάς μας, να χαλαρώσουμε και να κρατήσουμε την
    καρδιά μας και τα μάτια μας ανοικτά, ώστε να μπορούμε να διακρίνουμε τα
    συναισθήματα στην ουσία τους.
    Τότε θα μπορούμε να ξεχωρίσουμε το πραγματικό από την
    ψευδαίσθηση.
    Τότε θα προσελκύσουμε τον σύντροφο που θα ταιριάζει στο δικό
    μας επίπεδο ανάπτυξης, που θα είναι η "αδελφή" ή "δίδυμη"
    ψυχή μας.
    Και όταν η ψυχή μας, συναντήσει την αδελφή ψυχή, δε θα το
    καταλάβει...
    Είναι τέτοια τα ερεθίσματα που δέχεται ο άνθρωπος, που οι
    δονήσεις που θα δεχτεί από το άλλο του μισό δε θα γίνουν αντιληπτές!


    Δημοφιλείς αναρτήσεις