Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2013

Η γριά και ο χάρος

Η γριά και ο χάρος
Η γιαγιά...Μια φορά ήταν μια γριά και κάθε πρωί έβγαινε στο δάσος και μάζευε ξύλα για τη φωτιά της και χορταράκια, για να φάει. 
Καθώς γύριζε μια μέρα φορτωμένη στον ώμο τα ξύλα και στην ποδιά της τα χόρτα, στο δρόμο συναντάει τον χάροντα.

- Γεια και χαρά σου, χάροντα, του λέει, για ποιόν με το καλό;
- Για του λόγου σου θειά, της λέει ο χάροντας. Άντε, ετοιμάσου να σε πάρω.
- Τώρα, του λέει, να πάω σπίτι να ξεφορτωθώ και να ετοιμασθώ. Και για να 'χω καλό ρώτημα, σαν πώς θέλεις να ετοιμασθώ;
- Όπως θέλεις εσύ, απαντάει ο χάροντας.
Τότε η γριά πηγαίνει στο σπίτι, ανάβει το τζάκι και βάζει να βράσει τα χόρτα. Ύστερα έπιασε να ζημώσει ψωμιά, έφτιαξε και κουλούρια για συγχώρεση. Ύστερα έστρωσε τραπέζι και περίμενε να ψηθούν τα ψωμιά.

Τότε παρουσιάσθηκε ο χάροντας και τη ρωτάει:
- Ε, ετοιμάστηκες θειά;
- Περιμένω γιε μου να βράσουν τα χόρτα, να ξεφουρνίσω το ψωμί και να φάμε. Δεν κάθεσαι και του λόγου σου να φας μαζί μου;
- Μα δεν μ' έχεις κακία θειά, πού θα σου πάρω την ψυχή;
- Μπα, γιατί να σου 'χω κακία. Όπου την πας την ψυχή μου, θα 'ρχομαι κι εγώ μαζί.
- Και το κορμάκι σου, που θα τ' αφήσεις εδώ; ξαναρωτάει ο χάροντας.
- Ε, αυτό είναι δική μου υπόθεση, απαντάει η γριά. Εγώ θα το παραδώσω στον Θεό και θα μου το φυλάει. Είδες πού βάζομε σταυρό πάνω απ' τα μνήματα;

Απάνω στην ώρα έβρασαν και τα χόρτα, μύρισε και το ψωμί στο φούρνο και η γριά κατέβασε το φαΐ, ξεφούρνισε κι έβαλε στο τραπέζι δυο πιάτα χόρτα και κάμποσες φέτες ψωμί.

Ο χάροντας όμως φαίνονταν στενοχωρημένος και δεν ήθελε να φάει.

- Δεν μου κάνει κέφι να παίρνω ανθρώπους, πού δεν κλαίνε, λέει στη γριά.
- Και δεν μου λες κι εμένα το λόγο; λέει η γριά. Τι σημασία έχει αν κλαίνε ή όχι;
- Όταν κλαίνε και θρηνούνε, μόνο τότε είναι δικοί μου και τούς πάω στην κόλαση. Όταν είναι ευχαριστημένοι και ήσυχοι, μου τούς παίρνει ο Θεός και τούς πάει ίσια στον Παράδεισο.
- Γι' αυτό κι έχεις κακό όνομα, του λέει η γριά. Φάε λίγο να ζεσταθεί η ψυχή σου, να κάνεις το σταυρό σου, μήπως και πάψεις να κολάζεις τον κόσμο.

Τότε ο χάροντας έσκασε απ' το κακό του, πετιέται επάνω και φεύγει λέγοντας.
- Εσένα έτσι κι έτσι χαμένη σ' έχω. Τι κάθομαι και χασομερώ μαζί σου.

Έτσι έφυγε ο χάροντας κι η γριά ζει ακόμα και ποιος ξέρει πόσο ακόμα θα ζει και θα 'ναι και ευχαριστημένη και καλόγνωμη. Την ευχή της να 'χομε, παιδιά μου.

Πηγή: Από το βιβλίο «Ο βοσκός Νικάνορας και το Ρωμαίικο»

ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ

Από εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 29-11-2003 
 

Xatzidakis - Lorka - T'asteri tou Boria

ΒΑΘΥ ΒΕΛΟΥΔΙΝΟ ΣΚΟΤΑΔΙ




ΜΕ ΧΑΡΑ, ΒΑΘΙΑ ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ ΚΙ ΕΝΑ ΑΔΙΑΚΟΠΟ ΦΤΕΡΟΥΓΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ, ΣΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΩ ΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΜΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΠΟΥ ΣΥΝΤΟΜΑ ΘΑ ΕΊΝΑΙ ΚΟΝΤΑ ΣΑΣ.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΤΟΝ ΕΚΔΟΤΙΚΟ ΜΟΥ ΟΙΚΟ ΠΟΥ ΑΦΟΥΓΚΡΆΣΤΗΚΕ ΤΟΥΣ ΠΑΛΜΟΥΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΟΥ ΚΙ ΕΜΠΝΕΥΣΤΗΚΕ....

ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΚΥΡΙΩΣ ΟΛΟΥΣ ΕΣΑΣ ΠΟΥ ΜΕ ΣΤΗΡΙΖΕΤΕ ΚΑΙ ΜΟΥ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΕ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΣΑΣ ΝΑ ΣΥΝΕΧΊΖΩ Ν' ΑΚΟΛΟΥΘΩ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΜΟΥ...

ΕΙΛΙΚΡΙΝΑ, ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!

Σήμερα... 5/2

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!
ΑΓΑΘΗ

Γεύσεις με ιστορία - Θυμάρι

Για μεγέθυνση πατάτε ροδάκι και ανοίγει νέα καρτέλα με φακό +- 

Από εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 29-11-2003

Προσθήκη λεζάντας


Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

Φωτεινή Δάρρα - Παρασκευή Μεγάλη (2012)




Ο μυθικός Νίκος Γκάτσος υπογράφει τους στίχους, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου μελοποιεί και η Φωτεινή Δάρρα ερμηνεύει τα τραγούδια στο νέο επερχόμενο δίσκο του με τίτλο: "Λουλούδι στη φωτιά".

Ο συνθέτης Δημήτρης Παπαδημητρίου σταχυολόγησε τους στίχους αυτούς με άξονα την ένωση δύο εντυπωσιακών χαρακτηριστικών: την προφητική ματιά του μεγάλου στιχουργού σε απόλυτα σημερινά κοινωνικά θέματα από τη μια - και την, αιτούμενη ξανά στις μέρες μας, στιβαρή δομή ενός κλασσικού και γνήσιου λαϊκού ελληνικού τραγουδιού που να τραγουδάει τη ζωή και τον έρωτα, με ποίηση και αλήθεια.

Η Φωτεινή Δάρρα, κατ' εξοχήν εκπρόσωπος της νεώτερης γενιάς, συναντιέται στο υλικό αυτό με την πρόκληση να εκφράσει μεγάλο μέρος της καυτής σημερινής κοινωνικής θεματολογίας και προβληματισμού, προσφέροντας στο κύρος και τη σοφία των στίχων, την δύναμη μιας ορμητικής, αθώας και σύγχρονης νεανικής ερμηνείας

Ο Άνθρωπος και η Μοίρα

Milky Way, Sternenhimmel


Ο Άνθρωπος και η Μοίρα


Πριν πολλά-πολλά χρόνια, στις αρχές των πρώτων Εποχών του Κόσμου, οι Άνθρωποι ζούσαν ελεύθεροι χωρίς το βάρος της Σκιάς μοίρας. Κάποια σκοτεινή στιγμή, οι Δυνάμεις του Ουρανού αποφάσισαν πως ο κάθε άνθρωπος θα έπρεπε να έχει μια άϋλη οντότητα που θα τον συνοδεύει σε κάθε του βήμα και που θα καθορίζει την ζωή του από την γέννηση ως τον θάνατο. Αυτές οι αόρατες οντότητες ονομάστηκαν Μοίρες οι οποίες καθόριζαν πλέον την κάθε στιγμή των Ανθρώπων. Κι έτσι οι Άνθρωποι έχασαν την ελευθερία τους και ήρθαν χρόνια σκοτεινά και άβουλα.

Ώσπου, ένας Άνθρωπος αποφάσισε να τα βάλει με την Μοίρα του...

Καθισμένος σε έναν βράχο να ατενίζει τον μακρινό ορίζοντα, δεν μπορούσε να βρεί ηρεμία στην ψυχή του. Ήταν ο πρώτος από τους Ανθρώπους που προβληματίστηκε για την τύχη της πορείας της ζωής του. Δεν μπορούσε να ησυχάσει στην γνώση ότι κάτι άλλο καθόριζε την τύχη του και τα βήματα του πάνω σε αυτόν τον κόσμο. Έτσι λοιπόν αποφάσισε να τα βάλει με τις Δυνάμεις του Ουρανού αλλάζοντας την Μοίρα του.

Ο καιρός μετά την απόφαση του πέρασε με σκέψεις και σχέδια που θα τον βοηθούσαν να φτάσει στο κατόρθωμα που επιζητούσε. Κι έτσι, μια μέρα, έπλασε το καλύτερο σχέδιο που θα μπορούσε να σκεφτεί θνητός. Να ξεγελάσει την Μοίρα...

Μια όμορφη νύχτα ξάπλωσε δίπλα σε μια λίμνη κι έκλεισε τα μάτια μένοντας ακίνητος σα να κοιμάται. Ήρθε ο ήλιος, ήρθε ξανά το φεγγάρι, ξαναήρθε ο ήλιος ξανά μανά το φεγγάρι... Ήταν ζωντανός αλλά δεν έκανε καμιά κίνηση. Έμενε ακίνητος κι έτσι η Μοίρα δεν μπορούσε να ελέγξει τα βήματα και τις κινήσεις στην ζωή του. Έκανε υπομονή... Έφτασε στα όρια του θανάτου από την πείνα και το κρύο αλλά το πείσμα του και το πάθος του στόχου του υπερνικούσαν κάθε εμπόδιο και απειλή. Έτσι... δύο φεγγάρια μετά, εμφανίστηκε δίπλα του μια πανέμορφη κοπέλα. Γονάτισε δίπλα του και τον κοίταξε καλά. Τα μάτια της καθρέφτιζαν τον έναστρο ουρανό και οι κόρες της το φεγγάρι. Τα μαλλιά της ήταν η νύχτα... Άπλωσε τα χέρια της και άγγιξε το πρόσωπο του ανθρώπου. Προσπαθούσε να καταλάβει τους σκοπούς της ακινησίας που επέβαλε στον εαυτό του. Δεν μιλούσε, δεν μπορούσε να μιλήσει, απλά τον κοίταζε και προσπαθούσε να καταλάβει.

Τότε ο άνθρωπος άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Έμοιαζε πραγματικά σα να κατέβηκε ο νυχτερινός ουρανός στην γη με μορφή θνητής γυναίκας. Της κράτησε απαλά το χέρι και την στιγμή που προσπάθησε να της πει κάτι, έχασε τις αισθήσεις του από την εξάντληση.

Πέρασαν μέρες πολλές και ο άνθρωπος ζούσε μέσα στο σκοτάδι ενός μεγάλου ύπνου. Όταν συνήλθε ο καιρός είχε περάσει μα για εκείνον ήταν σα να πέρασε μονάχα μια στιγμή της μέρας. Με έκπληξη είδε την κοπέλα να στέκεται δίπλα του και να του χαμογελά. Τον φρόντισε έτσι ώστε να γεμίσει ξανά με δυνάμεις και υγεία. Πέρασαν μέρες μαζί εκεί κοντά στην λίμνη και πολλές ήταν εκείνες οι νύχτες που ο άνθρωπος σαν μαγεμένος την κοιτούσε μέσα στα αστροφωτισμένα μάτια της. Της έπλεξε τραγούδια αγάπης και ομορφιάς κι εκείνη τα δεχόταν σαν ουράνιο δώρο.
Όλα κυλούσαν όμορφα και μοναδικά για τους δυο νέους, μέχρι που ο άνθρωπος θυμήθηκε τον σκοπό του...

Τότε θέλησε να τον αποκαλύψει στην κοπέλα που τον συντρόφευε και αυτό έκανε...

Εκείνη δάκρυσε και μελαγχόλησε... Άκουσε τους λόγους που τον έφεραν να πάρει τέτοια απόφαση και αναστέναξε με κατανόηση. Δεν ήξερε ότι οι Μοίρες στην ουσία σκλάβωναν την ελευθερία των Ανθρώπων. Πήρε στα χέρια της τα χέρια του νέου και κοιτώντας τον στα μάτια του μίλησε μέσα στις σκέψεις του.

"Είμαι η Μοίρα σου, σταλμένη από τον Ουρανό. Τα βήματα σου καθόριζα όπως μου πρόσταξαν οι Άρχοντες μου. Δεν ένοιωθα για σένα τίποτα, μόνο κοιτούσα να κάνω καλά το έργο που μου ανέθεσαν. Όπως και η κάθε Μοίρα, έτσι κι εγώ, δεν γνώριζα πόσο πολύτιμη είναι η ελευθερία στα βήματα της ζωής σας. Αυτή είναι η μορφή μου κι εσύ με ανάγκασες να της δώσω ύλη. Μένοντας ακίνητος για τόσες μέρες, δεν μπορούσα να καθορίσω την συνέχεια της ζωής σου, των στιγμών σου. Μα τώρα έμαθα και τα λόγια σου κρύβουν μόνο αλήθειες. Άϋλη δεν θα ξαναγίνω και Μοίρα της ζωής σου δεν θα ξανασταθώ. Όμως... αν δίπλα σου με θέλεις σαν γυναίκα της καρδιάς με χαρά μου θα σταθώ... Γιατί κοντά σου έμαθα να αγαπώ και να ακούω..."

Ο νέος έκπληκτος, έμεινε σιωπηλός... Θυμός και Αγάπη μέσα του συγκρούονταν αλλά επικράτησε η σκέψη της γαλήνιας νύχτας. Διπλά κερδιζμένος ήταν. Και την Μοίρα νίκησε αλλά και ελεύθερος πλέον είναι, μα και την αγάπησε και με την σειρά του την ελευθέρωσε από τα δικά της δεσμά. Και μάλιστα την αγάπησε πολύ...

Κι έτσι... έζησαν μαζί για πολύ καιρό. Τα χρόνια πέρασαν από πάνω τους και άγγιξαν τα σώματα τους, μα όχι την αγάπη τους. Πολλές Μοίρες παρακολουθούσαν, αόρατες, την περίεργη αυτή αγάπη και άλλες την καταλάβαιναν άλλες πάλι όχι. Μα καμιά δεν θέλησε από όσες ποθούσαν μια τέτοια αγάπη να φανερωθούν στους Ανθρώπους που καθόριζαν τις τύχες τους.

Η ζωή συνεχίστηκε... Οι Μοίρες συνέχισαν να καθορίζουν τους Ανθρώπους και μερικές από αυτές άφηναν κάποιες χαραμάδες ελευθερίας στους Ανθρώπους που ονομάστηκαν " Ελπίδες ".

Κι έτσι επικράτησε μέχρι σήμερα στις Νέες Εποχές του Κόσμου που ζούμε.

Ο Άνθρωπος και η Μοίρα που ένωσαν τις ζωές του με την αγάπη τους, άϋλοι πλέον, ζούνε σε έναν Κόσμο μακρινό που αναπνέει σε έναστρο νυχτερινό ουρανό.

Ήταν ο Πρώτος Άνθρωπος μετά τις σκοτεινές εποχές που κατάφερε να κερδίσει την ελευθερία του και να αλλάξει την Μοίρα του, έχοντας την στην αγκαλιά του για πάντα...

Ο επόμενος δεν έχει έρθει ακόμη. Και ελπίζουμε ο Πρώτος να μην είναι και ο Τελευταίος...

Ίσως στον καιρό μας να υπάρξει ο Δεύτερος...

Ελπίζουμε σε αυτό. Ελπίζουμε γιατί κάποιες Μοίρες μας χάρισαν κάποιες μικρές χαραμάδες ελευθερίας...

Όπως ένα αστέρι καταφέρνει να ξεπροβάλει μέσα από μια μικρή χαραμάδα ενός σκοτεινά συννεφιασμένου ουρανού...

e-steki.gr

Εικονοθεραπεία 57

Για μεγέθυνση πατάτε ροδάκι και ανοίγει νέα καρτέλα με φακό +- 

 

Γιάννη Ρίτσου, απόσπασμα από το ποίημα "Αναφυλλητό"..





Τα παιδιά θέλουν παπούτσι
τα παιδιά θέλουν ψωμί
θέλουνε και φάρμακα
δούλεψε και συ
Γέλα κλαίγε κι όλο λέγε
το παιδί: ζωή.
Τίποτ' άλλο, Ζωή.
Ζύμωνε στη σκάφη
πρώτο σου ζυμάρι, πρώτο σου ψωμί ένα καλυβάκι μια μικρούλα αυλή για το παιδί.
 
Ζύμωνε το χώμα
με το δάκρυ δάκρυ
φτιάξε ένα χωμάτινο πουλί
να πετάει τη νύχτα
και να κελαηδεί
για το παιδί.
Τούτη είναι η ζωή μας
τούτο το μεγάλο, τίποτ' άλλο
γέλα κλάψε, πες ό,τι θες
Το παιδί ζωή: ζωή
τίποτ' άλλο!

Γιάννη Ρίτσου,
απόσπασμα από το ποίημα "Αναφυλλητό"..

Δημοφιλείς αναρτήσεις